ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
2. Στοχασμός τής φύσης και μεγαλείο τής ψυχής
Ακολουθώντας το πλατωνικό πνεύμα ο Αριστοτέλης δηλώνει ρητά, ότι ο στοχασμός τής Φύσης προσφέρει «ανέκφραστη ηδονή» σ’ αυτόν που γνωρίζει πώς να στοχάζεται, δηλαδή πώς να τοποθετεί το κάθε ον μέσα στο γενικό σχέδιο της Φύσεως. Μερικούς αιώνες αργότερα ο Κικέρων επαναφέρει την ίδιαν αντίληψη. Στον Λούκουλλο, αφού αναγνωρίσει τον υποθετικό χαρακτήρα των ερευνών τής φύσεως, υπογραμμίζει εύλογα ότι οι απόψεις των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών σχετικά με αυτά τα προβλήματα μπορεί να διίστανται. Αλλά οι αμφιβολίες και οι αντιπαραθέσεις, συνεχίζει, δεν θα πρέπει να οδηγήσουν στην εγκατάλειψη των φυσικών ερευνών:
3. Η μελέτη της φύσεως ως ήθος της αντικειμενικότητας
Αλλά η μελέτη τής φύσεως απαιτεί επίσης αντικειμενικότητα και ανιδιοτέλεια. Το μεγαλείο τού Αριστοτέλη συνίσταται στο ότι κατέγραψε τον ακριβή ορισμό τού ήθους στην επιστημονική γνώση. Όπως ακριβώς μοναδικός σκοπός τής ηθικής είναι η αναζήτηση τής αρετής και η επιλογή τού ενάρετου βίου πέρα από κάθε ιδιοτέλεια, έτσι ακριβώς και ο σκοπός τής επιστήμης είναι η αναζήτηση τής γνώσης καθαυτής, πέρα από κάθε χρηστική θεώρηση. Η φυσική τού στοχασμού που εξετάζουμε εδώ, που αρνείται να αποκομίσει οφέλη από την αποκάλυψη των μυστικών της φύσης, ακολουθεί αυτήν ακριβώς την αρχή. Ο Σενέκας, όταν αναγνωρίζει ότι η μελέτη των σεισμικών δονήσεων μπορεί να έχει πρακτική χρησιμότητα, προσδιορίζει τη σκέψη του ως εξής:
4. Η μελέτη τής φύσεως στην υπηρεσία τού ανθρώπου
Σε ό,τι αφορά στην ανιδιοτελή έρευνα, όπως την περιγράφει ο Jacques Monod, δεν δημιουργεί αντιπαράθεση μεταξύ τών δύο προσανατολισμών: επιλέγοντας την ασκητική τής αντικειμενικότητας, ο επιστήμων μεταμορφώνεται ηθικά, ξεπερνά την ατομικότητά του. Αυτή όμως η υπέρβαση δεν αποτελεί αυτοσκοπό: έρχονται να προστεθούν σ’ αυτήν η ανύψωση της συνείδησης και η ηδονή της γνώσης. Κατά την Αρχαιότητα, σύμφωνα με την αριστοτελική και την πλατωνική παράδοση, η αντικειμενική και ανιδιοτελής γνώση οδηγούσε σε μια κατάσταση θεία και σε κάποιο είδος αθανασίας, την οποία ο αστρονόμος Πτολεμαίος περιγράφει με ποιητικούς και μυθολογικούς όρους:
Pierre Hadot
Συνέχεια από Δευτέρα, 14 Μαΐου2018
VΙ
Η ΟΡΦΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
15. Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ
1. Η ηδονή
τής γνώσης
Ο Πλάτων στον Τίμαιο χαρακτηρίζει τήν έρευνα άσκηση που προσφέρει ηδονή και
αναψυχή, επειδή ακριβώς υπηρετεί την πιθανότητα και την εικασία:
«Και
όλα τα υπόλοιπα πράγματα αυτού του είδους δεν είναι επίσης εύκολο να τα
προσδιορίσουμε σύμφωνα με τους εύλογα πιθανούς συλλογισμούς. Όταν κάποιος,
επιδιώκοντας να αναπαυθεί, εγκαταλείπει τους συλλογισμούς περί των αΐδιων
όντων, για να ασχοληθεί με τους εύλογα πιθανούς συλλογισμούς περί γενέσεως των
πραγμάτων, αισθάνεται αμεταμέλητη ηδονή εγκαθιστώντας στον βίο του ένα
διάλλειμα μετρημένης και φρόνιμης αναψυχής. Ας αφεθούμε λοιπόν τώρα κι εμείς σ’
αυτήν ακριβώς την κατάσταση.»
Η έρευνα είναι επομένως μια ψυχαγωγική
ενασχόληση που προφέρει ηδονή, διότι είναι σαν να παίζει κανείς λύνοντας
αινίγματα. Στην περίπτωση τού διαλόγου τού Πλάτωνα Τίμαιος, η προσπάθεια να λυθεί το αίνιγμα τού σύμπαντος συμπίπτει
με τον εορτασμό μιας θρησκευτικής επετείου (τα Μεγάλα Παναθήναια). Στην αρχή
τού διαλόγου ο Σωκράτης υπενθυμίζει ότι πρόκειται για μια γιορτινή μέρα, κατά
την οποία προσφέρεται θυσία στη θεά Αθηνά, και τον χαροποιεί ακριβώς το γεγονός
ότι το θέμα του διαλόγου ταιριάζει απόλυτα με την προσφερόμενη θυσία. Θέμα του
διαλόγου είναι το εγκώμιο τής πόλης τών Αθηνών, η περιγραφή τής προέλευσής της,
μια περιγραφή που όμως ανάγεται στην περιγραφή τής προέλευσης του ανθρώπου, η
οποία με τη σειρά της ανάγεται στην περιγραφή τής προέλευσης του κόσμου.
Πρόκειται τελικά για μια κοσμογονία, μια «Γένεση» με τη βιβλική έννοια, κατά το
πρότυπο τών κοσμογονιών τών προσωκρατικών, οι οποίες επηρεάστηκαν από τα
κοσμογονικά ποιήματα της αρχαίας Εγγύς-Ανατολής, όπως το διάσημο κοσμογονικό
βαβυλωνιακό ποίημα Enouma Elish, τα οποία συνδέονταν και
αυτά με θρησκευτικές τελετές. Σχετικά με το θέμα ενδιαφέρουσα είναι η άποψη τού Johan Huizinga που απέδειξε, ότι το παιχνίδι αναζήτησης λύσης τού κοσμολογικού
αινίγματος συνδέεται με τη θυσιαστική παράδοση τής βραχμανικής θρησκείας.
Βρισκόμαστε μπροστά σε πρακτικές τών οποίων η προέλευση είναι πολύ παλαιά. Σε
γενικές γραμμές, παιχνίδι, εορτή και μελέτη των θείων μυστηρίων θα μπορούσαν να
έχουν πολύ στενή σχέση. Στον Πλάτωνα πάντως το ανθρώπινο παιχνίδι ανταποκρίνεται
στο θείο παιχνίδι. Σε ένα διάσημο απόσπασμα των Νόμων περιγράφει τον άνθρωπο ως ένα παιχνίδι που εφεύρε η θεότητα
και αναφέρει ότι αυτή είναι και η τελειότερη ιδιότητά του. Έτσι ο άνθρωπος
καλείται να προσφέρει στους θεούς «την κάλλιστη παιδιά», που συνίσταται στα
τραγούδια και τους χορούς των θρησκευτικών τελετών, αλλά επίσης και στους
μυθικούς ύμνους που εξιστορούν τη γέννηση του κόσμου. Όπως λέει χαρακτηριστικά
ο Σωκράτης στον Φαίδρο:
«Συνθέτοντας έναν όχι εντελώς απίθανο λόγο,
(καταλήξαμε ψυχαγωγούμενοι) να ψάλλουμε με ευπρέπεια και ευλάβεια κάποιον
μυθικό ύμνο [..] στον Έρωτα».
Αλλά για τον Πλάτωνα η φυσική δεν είναι
μόνο λόγοι αλλά και έργα. Δεν αρκεί η σύνθεση κάποιου μυθικού ύμνου, αλλά θα
πρέπει ο άνθρωπος να ζήσει, όπως αναφέρει ρητά στον Τίμαιο, τον άριστο βίο για τον οποίον τον προόρισαν οι θεοί, τόσο
στο παρόν όσο και στο μέλλον. Και ο βίος αυτός τον καλεί να στοχάζεται το
σύμπαν, να συλλάβει το Όλον και να εναρμονισθεί με τις κινήσεις του. Πρόκειται
για έναν τρόπο ζωής που περιλαμβάνει τον στοχασμό και την προσπάθεια απαλλαγής
από τα ατομικά πάθη, προκειμένου ο άνθρωπος να στραφεί προς τη νοητική μελέτη
του κόσμου. Νοητική με την έννοια ότι ο νους αναζητεί αξιώματα αναπόδεικτα
καθαυτά, αλλά ικανά να συνθέσουν μιαν αληθοφανή εικόνα του σύμπαντος.
2. Στοχασμός τής φύσης και μεγαλείο τής ψυχής
Ακολουθώντας το πλατωνικό πνεύμα ο Αριστοτέλης δηλώνει ρητά, ότι ο στοχασμός τής Φύσης προσφέρει «ανέκφραστη ηδονή» σ’ αυτόν που γνωρίζει πώς να στοχάζεται, δηλαδή πώς να τοποθετεί το κάθε ον μέσα στο γενικό σχέδιο της Φύσεως. Μερικούς αιώνες αργότερα ο Κικέρων επαναφέρει την ίδιαν αντίληψη. Στον Λούκουλλο, αφού αναγνωρίσει τον υποθετικό χαρακτήρα των ερευνών τής φύσεως, υπογραμμίζει εύλογα ότι οι απόψεις των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών σχετικά με αυτά τα προβλήματα μπορεί να διίστανται. Αλλά οι αμφιβολίες και οι αντιπαραθέσεις, συνεχίζει, δεν θα πρέπει να οδηγήσουν στην εγκατάλειψη των φυσικών ερευνών:
«Δεν
πιστεύω εντούτοις ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτά τα θέματα της φυσικής. Η
παρατήρηση και ο στοχασμός της φύσης αποτελούν την απαραίτητη φυσική τροφή για
τις ψυχές και το πνεύμα· με αυτόν τον τρόπο ανορθωνόμαστε, κατορθώνουμε να ανυψωθούμε και να
παρακολουθήσουμε από ψηλά τα ανθρώπινα πράγματα· στοχαζόμενοι εξ ύψους τα
πράγματα, καθώς και τα ουράνια φαινόμενα, περιφρονούμε τα δικά μας εδώ κάτω, γιατί
μας φαίνονται μικρά και μίζερα. Διότι μόνο η αναζήτηση αυτών που βρίσκονται
ψηλότερα και είναι καλυμμένα μάς προσφέρει ευχαρίστηση. Και αν επιπλέον
ανακαλύψουμε κάτι που μας φαίνεται αληθινό, αισθανόμαστε πραγματική πνευματική
ηδονή».
Ο
Κικέρων αναφέρεται λοιπόν επίσης στην ηδονή, όπως και ο Αριστοτέλης. Μιαν ηδονή
του πνεύματος, που διακρίνεται από απόλυτη ανιδιοτέλεια: «Η ίδια η επιστήμη
είναι που προξενεί ικανοποίηση, ακόμη και όταν συνοδεύεται από απογοητεύσεις».
Και συνεχίζει: «Θα πρέπει απλά να αναρωτηθούμε σε ποιον βαθμό μάς συγκινούν οι
κινήσεις των άστρων, η παρακολούθηση των ουρανίων πραγμάτων, οι προσπάθειες να
γνωρίσουμε όλα όσα η φύση κρύβει στο
σκοτάδι». «Η παρατήρηση και η μελέτη των ουρανίων πραγμάτων, καθώς και των
πραγμάτων που η φύση κρατά κρυμμένα και
μακριά από το βλέμμα μας είναι η ευγενέστερη ενασχόληση».
Σε ανάμνηση ίσως της εορτής στον Τίμαιο,
και ίσως ακόμη και του Διογένη του Κυνικού που έλεγε ότι ο σώφρων άνθρωπος έχει
κάθε μέρα γιορτή, ο Φίλων ο Αλεξανδρινός και ο Πλούταρχος θεωρούν ότι η ζωή του
φιλοσόφου είναι μια «πνευματική γιορτή», επειδή στοχάζεται μέσα στον ναό που
είναι ο κόσμος, εκείνα τα μυστήρια που συνιστούν τα έργα της Φύσης, δηλαδή τα
κάλλη του ουρανού και της γης. Από την πλευρά του ο Σενέκας προσφέρει έναν
εύστοχο παραλληλισμό: η ψυχή επιθυμεί να ατενίσει το θέαμα τής φύσης, όπως ένας
τεχνίτης, καταπονημένος από το σκοτεινό εργαστήριο, αναπαύει το βλέμμα του στο
εξωτερικό φως.
Από την εποχή τού Πλάτωνα, ο καρπός τού στοχασμού και της μελέτης τής φύσεως αποκαλείτο «μεγαλείο της ψυχής». Γι
αυτόν, μια ψυχή που δεν παύει να στοχάζεται την ολότητα τού χρόνου και τού όντος δεν μπορεί να ανεχτεί καμιά μικρότητα τού πνεύματος, καμιά ποταπότητα·
θεωρεί από το ύψος της τα ανθρώπινα πράγματα και παύει να φοβάται τον θάνατο. Η
αντίληψη αυτή διατρέχει όλη την ιστορία τής αρχαίας φυσικής. Όπως είδαμε, ο
Κικέρων εκθειάζει τα πλεονεκτήματα τής μελέτης τών μυστικών τής φύσης λέγοντας,
ότι μας ανυψώνει και μας δείχνει τη μικρότητα και την κακομοιριά των πραγμάτων που
συμβαίνουν εδώ κάτω. Για τον Σενέκα, η μελέτη της φύσης, επειδή μάς προσφέρει
τη δυνατότητα τής εξ ύψους θεώρησης, μας απαλλάσσει από κάθε ποταπή σκέψη και
αναδεικνύει το μεγαλείο της ψυχής. Ανταποκρίνεται στην επιθυμία τής ψυχής να
απελευθερωθεί από τη φυλακή του σώματος, να πετάξει προς τους εκτενείς
ορίζοντες τού ουρανού και της γης. Μια χιλιετία μετά τον Τίμαιο, στον πρόλογο του σχολίου του στα Φυσικά του Αριστοτέλη, ο νεοπλατωνικός Σιμπλίκιος αφιερώνει μιαν
εκτενή περιγραφή στο θέμα τής χρησιμότητας τής φυσικής για την ηθική,
αποδεικνύοντας ότι όλες οι ηθικές αρετές καλλιεργούνται με την παρατήρηση των
φυσικών φαινομένων, ότι η συγκέντρωση στη φυσική έρευνα μάς εκτρέπει από τις
απολαύσεις τού σώματος και μας απαλλάσσει από τον φόβο τού θανάτου, και ότι η
φυσική συνεισφέρει στο μεγαλείο και στην ανύψωση τής ψυχής και μας επιτρέπει να
ατενίζουμε τα ανθρώπινα πράγματα από ψηλά
(( Σημ. τ. μετ.: Αυτήν τη φύση θέλησε, και θέλει δυστυχώς ακόμα, να
βιάση ο σύγχρονος ‘άνθρωπος’… )) .
3. Η μελέτη της φύσεως ως ήθος της αντικειμενικότητας
Αλλά η μελέτη τής φύσεως απαιτεί επίσης αντικειμενικότητα και ανιδιοτέλεια. Το μεγαλείο τού Αριστοτέλη συνίσταται στο ότι κατέγραψε τον ακριβή ορισμό τού ήθους στην επιστημονική γνώση. Όπως ακριβώς μοναδικός σκοπός τής ηθικής είναι η αναζήτηση τής αρετής και η επιλογή τού ενάρετου βίου πέρα από κάθε ιδιοτέλεια, έτσι ακριβώς και ο σκοπός τής επιστήμης είναι η αναζήτηση τής γνώσης καθαυτής, πέρα από κάθε χρηστική θεώρηση. Η φυσική τού στοχασμού που εξετάζουμε εδώ, που αρνείται να αποκομίσει οφέλη από την αποκάλυψη των μυστικών της φύσης, ακολουθεί αυτήν ακριβώς την αρχή. Ο Σενέκας, όταν αναγνωρίζει ότι η μελέτη των σεισμικών δονήσεων μπορεί να έχει πρακτική χρησιμότητα, προσδιορίζει τη σκέψη του ως εξής:
«Θα
με ρωτήσεις, ποιο είναι το όφελος αυτής της μελέτης. Είναι το πλέον σημαντικό:
να γνωρίσουμε τη Φύση. Διότι το ωραιότερο πράγμα που προσφέρει μια τέτοια
έρευνα – παρότι θα μπορούσε να έχει μεγάλη χρησιμότητα για το μέλλον – είναι
ότι το μεγαλείο της τιθασεύει τον άνθρωπο, και ότι πραγματοποιείται όχι προς
χάριν του οφέλους αλλά εξ αιτίας του
αξιοθαύμαστου περιεχομένου της».
Ορίζοντας την
επιστήμη μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Αριστοτέλης καθιέρωσε την ίδια την αντικειμενική
γνώση ως αξία, εισάγοντας έτσι ένα ήθος της γνώσης στο οποίο ο Jacque
Monod
έχει αφιερώσει αξιόλογο μέρος της συγγραφής του. Όπως έχω αναφέρει και σε άλλο
έργο μου, θα συμφωνήσω μαζί του στο ότι η ηθική επιλογή μιας αξίας καθορίζει
πάντοτε το είδος της γνώσης:
«[…]
το αξίωμα τής αντικειμενικότητας ως προϋπόθεση για την αληθινή γνώση αποτελεί
μιαν επιλογή ήθους και όχι κρίσεως, διότι σύμφωνα με το ίδιο το
αξίωμα δεν υπάρχει «αληθινή» γνώση που να προηγείται αυτής τής κρίσιμης
επιλογής».
Και για τον Monod επίσης η επιλογή αυτή θέτει ένα ιδανικό που υπερβαίνει το άτομο. Μέσα σ’
αυτήν την προοπτική η επιστημονική έρευνα καθίσταται «πνευματική άσκηση» σε
ύψιστο βαθμό, διότι, όπως λέει ο Jacques Monod, προϋποθέτει ένα είδος «ασκητικής του πνεύματος», μιαν προσπάθεια
υπέρβασης του εγώ, και την κυριαρχία του πάθους. Και προσθέτει: «Ο Λόγος περί της Μεθόδου προτείνει μιαν
επιστημολογία, που θα βασίζεται σε κανόνες, αλλά επίσης και κυρίως στον ηθικό
στοχασμό, με τη μορφή μιας ασκητικής του πνεύματος».
Ακολουθώντας μιαν τελείως διαφορετική
προοπτική από την επιλογή της βίας ή του σεβασμού, που αποκάλεσα προμηθεϊκή και
ορφική αντίστοιχα, καθ’ όλην τη διάρκεια τής ιστορίας της επιστήμης, τόσο της
αρχαίας όσο και της σύγχρονης, διακρίνουμε την αντιπαράθεση δύο ηθικών
προσανατολισμών: της ηθικής μιας αντικειμενικής και ανιδιοτελούς έρευνας αφ’
ενός, της οποίας περιγράψαμε τη συνέχεια από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Jacque
Monod,
και αφ’ ετέρου μιας ηθικής τής χρήσιμης έρευνας, που θα εξυπηρετεί τον άνθρωπο
και θα έχει στόχο της είτε την ηθική βελτίωση του ίδιου του ατόμου – και στην
περίπτωση αυτή η έρευνα θα αποτελεί «πνευματική άσκηση» - είτε τη μεταμόρφωση
των συνθηκών του ανθρώπινου βίου.
4. Η μελέτη τής φύσεως στην υπηρεσία τού ανθρώπου
Σε ό,τι αφορά στην ανιδιοτελή έρευνα, όπως την περιγράφει ο Jacques Monod, δεν δημιουργεί αντιπαράθεση μεταξύ τών δύο προσανατολισμών: επιλέγοντας την ασκητική τής αντικειμενικότητας, ο επιστήμων μεταμορφώνεται ηθικά, ξεπερνά την ατομικότητά του. Αυτή όμως η υπέρβαση δεν αποτελεί αυτοσκοπό: έρχονται να προστεθούν σ’ αυτήν η ανύψωση της συνείδησης και η ηδονή της γνώσης. Κατά την Αρχαιότητα, σύμφωνα με την αριστοτελική και την πλατωνική παράδοση, η αντικειμενική και ανιδιοτελής γνώση οδηγούσε σε μια κατάσταση θεία και σε κάποιο είδος αθανασίας, την οποία ο αστρονόμος Πτολεμαίος περιγράφει με ποιητικούς και μυθολογικούς όρους:
«Το
γνωρίζω, είμαι θνητός, και η φύση μου είναι εφήμερη. Όταν όμως συνοδεύω στην
κυκλική τροχιά τους τις ταχύρυθμες τάξεις των άστρων, τα πόδια μου δεν αγγίζουν
πλέον τη γη, πλησιάζω τον ίδιο τον Δία για να χορτάσω αμβροσία, όπως και οι
θεοί».
Για τους επικούρειους και τους στωικούς τα πράγματα είναι τελείως
διαφορετικά. Αναζητούν επίσης την ανιδιοτελή αντικειμενικότητα, ωστόσο οι
αντιλήψεις τους περί της φυσικής υπηρετούν την επιλογή ενός τρόπου ζωής: μια
ζωή των απολαύσεων, χωρίς την παρεμβολή της οδύνης για τον Επίκουρο, μια ζωή
νοητικής συνέπειας για τον Χρύσιππο. Η φυσική προορίζεται τελικά να δικαιώσει
την ηθική συμπεριφορά. Στον Επίκουρο ο άνθρωποι ζουν σε αγωνία, διότι φοβούνται
τους θεούς και τον θάνατο. Η θεωρία των ατόμων θα τους διδάξει ότι οι θεοί δεν
ασχολούνται με τον κόσμο, διότι το σύμπαν είναι αιώνιο, και τα σώματα που τον
απαρτίζουν γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα στη συνεχή κίνηση των ατόμων στο
κενό. Διδάσκοντάς τους επίσης ότι η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα και επομένως
ο θάνατος δεν έχει κανένα νόημα για μας, θα τους απαλλάξει από κάθε ανησυχία.
Για τον στωικό Χρύσιππο αντίθετα, η μελέτη της φύσης θα αποκαλύψει ότι η λογική
της ανθρώπινης πράξης βασίζεται στη λογική της Φύσης, ότι ο ίδιος ο άνθρωπος
αποτελεί μέρος της Φύσης. Το σύμπαν στο σύνολό του και κάθε μέρος του σύμπαντος
χαρακτηρίζονται από συνέπεια. Ο στωικός φιλόσοφος θα κατακτήσει την ειρήνη της
ψυχής επιλέγοντας τη συγκατάθεση στη θέληση του Λόγου που διευθύνει το σύμπαν,
ενώ ο επικούρειος θα κερδίσει επίσης την ειρήνη της ψυχής στοχαζόμενος την
απειρία των κόσμων μέσα σε ένα άπειρο κενό, που θα τον απαλλάξει από τις
απαιτήσεις της θεότητας και την απειλή ενός θανάτου χωρίς νόημα. Επομένως οι
φυσικές θεωρίες που προτείνουν οι σχολές έχουν σκοπό να απαλλάξουν τον άνθρωπο
από την αγωνία που του προκαλεί το αίνιγμα του σύμπαντος. Σε μια τέτοια
προοπτική, η ανιδιοτελής και επισταμένη έρευνα των μυστικών της φύσης, της
λειτουργίας των διαφόρων φυσικών φαινομένων, μπορεί να μοιάζει σαν ανώφελη
πολυτέλεια, διότι η Φύση δεν έχει κρύψει τίποτε από αυτά που συνιστούν την
ανθρώπινη ευτυχία.
Αλλά η φυσική επιστήμη μπορεί ακόμη να χρησιμεύσει στην προοπτική μιας
μεταμόρφωσης των υλικών συνθηκών της ανθρώπινης ζωής: γι’ αυτό ακριβώς και η
παράδοση θεωρεί τον Προμηθέα ευεργέτη της ανθρωπότητας. Όπως είδαμε, οι Έλληνες
και οι Ρωμαίοι ανέπτυξαν μιαν αξιόλογη θεωρία και πρακτική της μηχανικής, η
οποία, όπως είδαμε επίσης, είχε στόχο της να θέσει τη φύση στην υπηρεσία του
ανθρώπου, και ενέπνευσε τη σύγχρονη επιστήμη.
Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πάντως το
γεγονός ότι η «υπηρεσία του ανθρώπου» κινδύνεψε να μετατραπεί, ήδη από την Αρχαιότητα,
σε υπηρεσία του ατομικού ή του συλλογικού εγωισμού. Όσο για τη σύγχρονη
επιστήμη, αυξάνεται διαρκώς ο κίνδυνος να υποταγεί στη βιομηχανική τεχνική, τις
απαιτήσεις των επιχειρήσεων, στην εξασφάλιση δύναμης και κέρδους. Ενώ θα
έπρεπε, με τη βούληση της ίδιας της Κρατικής εξουσίας, η επιστημονική έρευνα να
τεθεί στην υπηρεσία της τεχνικής και εμπορικής προόδου. Η βασική και
ανιδιοτελής έρευνα καθίσταται όλο και περισσότερο επισφαλής. Γι’ αυτό θα πρέπει
να ευγνωμονούμε τους επιστήμονες όπως ο Jacques Monod,οι οποίοι, παρά
τις πιέσεις του Κράτους και της κοινωνίας, εξακολουθούν να υποστηρίζουν την
απόλυτη αξία του ήθους της αντικειμενικότητας, του ιδανικού μιας ανιδιοτελούς
γνώσης, που θα υπηρετεί αποκλειστικά την ίδια τη γνώση.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου