Υπάρχει όμως ακόμα κάπου ένας πραγματικά συντηρητικός στοχαστής ή μήπως πρέπει πλέον να θυμόμαστε μόνο τους μεγάλους του παρελθόντος που δεν είναι πια μαζί μας; Μετά τον θάνατο του Ρότζερ Σκρούτον (Roger Scruton) και τον πιο πρόσφατο θάνατο του Άλασταιρ Μάκινταϊρ (Alasdair MacIntyre), που θεωρείται ο τελευταίος των Μοϊκανών, φαίνεται ότι οι συντηρητικοί, σύμφωνα με τη φύση τους, αποτελούν πλέον μόνο μια ανάμνηση του παρελθόντος. Ναι, σε πολιτικό επίπεδο υπάρχει ακόμα ένα συντηρητικό κόμμα στην Αγγλία και υπάρχει μια συντηρητική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά αν ψάξεις για συγγραφείς αναφοράς, μια γραμμή σκέψης από την οποία αντλούν έμπνευση, θα ψάξεις στο σκοτάδι, ανάμεσα σε εφήμερα placebo (εικονικά φάρμακα) και αόριστα συνθήματα. Από τη γειτονική Γαλλία, τρία φυλλάδια συντηρητικού τύπου έχουν φτάσει τους τελευταίους μήνες, από τρεις συγγραφείς που είναι πλέον άνω των εβδομήντα και μακριά από την πολιτική δέσμευση. Η πρώτη είναι η Σαντάλ Ντελσόλ (Chantal Delsol), μια Παριζιάνικη συγγραφέας και φιλόσοφος χριστιανικής έμπνευσης, ακαδημαϊκός, συντάκτρια της Figaro, η οποία πρόσφατα δημοσίευσε στις εκδόσεις Cantagalli το Il tramonto dell'universale (Το λυκόφως του καθολικού). Ένα δοκίμιο που επικρίνει την εκτροπή του Χριστιανισμού σε μια ανθρωπιστική θρησκεία, του ατόμου σε ξεριζωμένο ατομικισμό και της καθολικότητας σε παγκοσμιοποίηση. Σε αντίθεση με αυτή την τάση, η Ντελσόλ βλέπει τον κόσμο να διαμορφώνεται ως μια επιστροφή σε ένα ολιστικό, κοινοτικό, οργανικό όραμα, στο οποίο η αξία του συνόλου είναι ανώτερη από αυτή των μεμονωμένων ατόμων. Εν τω μεταξύ, σημειώνει, η νεωτερικότητα γερνάει άσχημα, η Ευρώπη γίνεται, όπως προέβλεψε ο Ντοστογιέφσκι, «νεκρόπολη», η Δύση βιώνει τη μέθη της διαγραφής του παρελθόντος και των ταυτοτήτων. Στη θέση των εθνών, σύντομα θα υπάρχουν μόνο οι μάρκες ορισμένων εταιρειών, η Coca Cola, η Microsoft και οι άλλοι γίγαντες του διαδικτύου, η Nike και ο Jonny Walker.
Ο Πασκάλ Μπρούκνερ (Pascal Bruckner), δοκιμιογράφος και αρθρογράφος, εδώ και χρόνια πολεμά μέ το πνεύμα αυτοαπαξίωσης της μηδενιστικής και προοδευτικής Δύσης, η οποία ντρέπεται για τον πολιτισμό της και τις παραδόσεις της και καταδικάζει τον εαυτό της στο όνομα του ρατσισμού, της ισλαμοφοβίας και όλων των άλλων γνωστών φοβιών για τις οποίες κατηγορεί τον εαυτό της. Το τελευταίο του βιβλίο, "Υποφέρω, άρα υπάρχω: Όταν τα Θύματα Είναι οι Νέοι Ήρωες" (Je souffre donc je suis. Portrait de la victime en héros) αποτελεί μια καυστική κριτική της θυματοποίησης, της νέας ιδεολογίας που έχει αντικαταστήσει τον ηδονισμό και την προοδευτική αισιοδοξία και που μεταδίδει δυσαρέσκεια/μνησικακία και πνεύμα εκδίκησης. Αρχαία κακά, που κάποτε δικαιολογούνταν από το ταξικό μίσος και σήμερα αντ' αυτού από αυτή την δακρυσμένη επαιτεία και τήν αντισταθμιστική θυματοποίηση.
Το όνομα του Bruckner στη Γαλλία συνδέεται συχνά με αυτό ενός συντηρητικού φιλοσόφου, του Alain Fienkelkraut, ενός Εβραίου πολωνικής καταγωγής και συγγραφέως πολλών δοκιμίων που αποκλίνουν από τον κυρίαρχο προοδευτισμό. Τώρα κυκλοφορεί το Pescatore di perle (Ο αλιέας μαργαριταριών), που εκδόθηκε από τον Feltrinelli, ένα ειλικρινά συντηρητικό βιβλίο, που ασκεί πολεμική ενάντια στη βαρβαρότητα του ξεριζωμού, εχθρό κάθε αριστείας και κάθε δεσμού ταυτότητας. Ο Fienkelkraut υπερασπίζεται με θάρρος έναν ξένο (outsider) που είχε διαγραφεί από την κυρίαρχη κουλτούρα, τον Renaud Camus, μέχρι χθες αναγνωρισμένο ως έναν από τους σημαντικότερους γαλλόφωνους συγγραφείς. Αλλά επειδή κατήγγειλε τον κίνδυνο της Μεγάλης Αντικατάστασης, λόγω των μεταναστευτικών ροών και της μαζικής αποπολιτισμοποίησης, θεωρείται σχεδόν ανατρεπτικός, σε κάθε περίπτωση ένας συγγραφέας που πρέπει να φιμωθεί. Ο Fienkelkraut, όπως και ο Bruckner, υπογραμμίζει, στα χνάρια της Hannah Arendt, την ασθένεια του σύγχρονου ανθρώπου: την αγανάκτηση/μίσος απέναντι στη ζωή, την πραγματικότητα, τη φύση, απέναντι σε όλα όσα μας δίνονται. Το αντίθετο ενός συντηρητικού, που αντίθετα υπερασπίζεται το είναι ως τέτοιο και καλωσορίζει το δικό του πεπρωμένο (amor fati). Κατά τη γνώμη του, το τρανς άτομο είναι η εμβληματική φιγούρα της εποχής μας, αυτό που αντικαθιστά το «είναι» με το «θέλω», που αρνείται τον «κατ' οίκον περιορισμό» σε μια ταυτότητα και θέλει να καταργήσει τη μοίρα, τη φύση, την πραγματικότητα. Ολοκληρώνει το βιβλίο του με ένα εγχειρίδιο στοχασμών ενός συντηρητικού που δεν φοβάται την κατηγορία της ρετροτοπίας (κατά Μπάουμαν) και δεν ντρέπεται να θεωρεί πολλά πράγματα του παρελθόντος καλύτερα από αυτά του παρόντος. Για παράδειγμα, μαζεύοντας λουλούδι από λουλούδι: «ο πραγματικός κόσμος ήταν καλύτερος από την οθόνη που μας κατακλύζει», «Η στολή ήταν καλύτερη από την ομοιομορφία», «Οι αγελάδες, τα κοτόπουλα και τα γουρούνια ζούσαν καλύτερα από ό,τι στις μονάδες εντατική εκτροφής», «τα τοπία ήταν ομορφότερα πριν από τις ανεμογεννήτριες», «Το παρελθόν ήταν καλύτερο όταν μελετήθηκε και δεν ενοχοποιήθηκε», «Το παρόν ήταν καλύτερο όταν δεν μιλούσε από μόνο του», «Η πρόοδος ήταν καλύτερη όταν δεν ήταν μια αυτόματη διαδικασία», «Το πανεπιστήμιο ήταν καλύτερο πριν ξυπνήσει ο φανατισμός του woke, πριν την υστερία του “woke”», «Η νοσταλγία ήταν καλύτερη πριν από την ποινικοποίησή της», «Το πένθος ήταν καλύτερο από την επεξεργασία του πένθους», «Η οικειότητα ήταν καλύτερη πριν ξεχυθεί στο Facebook ή το Instagram», «Οι πόλεις, τα θέατρα, τα μουσεία, οι χώροι λατρείας ήταν καλύτερα πριν από την παγκόσμια ομογενοποίηση τύπου McDonald's», «Τα μάτια έβλεπαν καλύτερα όταν υπήρχαν ποιητές». Και το τελευταίο απόσπασμα του Χόλντερλιν: «Αλλά πολλά πρέπει να διατηρηθούν. Η πίστη είναι απαραίτητη». Το οποίο συμβαδίζει με ένα αρχικό απόσπασμα του Μίλαν Κούντερα: «Ευρωπαίος: κάποιος που νοσταλγεί την Ευρώπη». Σαν να λέει ότι η ΕΕ δεν είναι η Ευρώπη, αλλά η καρικατούρα της πού άδειασε από νόημα. Τέλος, η εξομολόγηση ενός παλιομοδίτικου ανθρώπου: «ζώντας στον κόσμο του παρελθόντος, έγραφα με το χέρι». Και στον οικολόγο που ρωτάει: «Τι είδους κόσμο θα αφήσουμε στα παιδιά μας;», απαντά με μια άλλη ερώτηση: «Σε ποια παιδιά θα αφήσουμε τον κόσμο;».
Θα πείτε ότι αυτά είναι καλοδιατυπωμένα παράπονα ενός ηλικιωμένου που ζει πια μόνο με τις αναμνήσεις και τους καημούς του. Είναι αυτή η ουσία του συντηρητικού; Όχι, αν μη τι άλλο, αυτή είναι η φύση, η εσωτερική τάση του χαρακτήρα του, ειδικά όταν η ζωή του βρίσκεται στην τελική φάση. Αλλά όταν σκέφτεται, ο συντηρητικός ασκεί την πολύτιμη τέχνη της σύγκρισης και της αντιστάθμισης και το κάνει με διαυγή ρεαλισμό και όχι με λύπη (με καθαρή ματιά, όχι απλώς με νοσταλγία): συγκρίνει τις εποχές, σημειώνει τις διαφορές και αφού αφαιρέσει το παρελθόν από την υποχρέωση να συμμορφώνεται με το παρόν, αφαιρεί το μέλλον από την υποχρέωση να προσαρμόζεται στο παρόν. Για να υπερασπιστεί το παρελθόν από τα νύχια του παρόντος, καταλήγει να υπερασπίζεται το μέλλον από την κατάρα των αυτόματα συνεχιζόμενων τάσεων του παρόντος.
Φυσικά, μια ισορροπημένη κοινωνία χρειάζεται τόσο υγιείς συντηρητικές αρχές όσο και υγιείς καινοτόμες αρχές. Αν το ευγενές ρήμα του συντηρητικού είναι να σώζει, το ευγενές ρήμα του προοδευτικού είναι το βελτιώνω. Χρειαζόμαστε και τα δύο. Αντίθετα, η ασθένεια του πρώτου είναι ο φόβος για το μέλλον και το άγνωστο, ενώ η ασθένεια του άλλου είναι το μίσος για το παρελθόν και για ό,τι προϋπάρχει. Σήμερα οι δύο ασθένειες έχουν ενωθεί και συγχωνευθεί, έτσι ώστε η κυρίαρχη στάση να είναι ο φόβος του μέλλοντος σε συνδυασμό με το μίσος για το παρελθόν. Έχουμε σταματήσει να χαιρόμαστε τόσο για ό,τι γεννιέται όσο και για ό,τι διαρκεί.
Ωστόσο, σε μια αρμονική κοινωνία, η ένταση προς το παρελθόν και προς το μέλλον είναι σαν τη συστολή και τη διαστολή της καρδιάς, το ένα αντλεί δύναμη από το άλλο. Αυτός που συντηρεί καλά μπορεί να προοδεύσει καλά και αντίστροφα. Αν η ιδέα της προόδου έχει καθιζήσει στην εποχή μας που φοβάται το μέλλον με αγωνία, η συντηρητική ιδέα καταδικάζεται ως μια ασυγχώρητη νωθρότητα όσων ζουν με τον καθρέφτη του οπισθοδρομικού προσανατολισμού. Και αντίθετα, σε μια εποχή που έχει κουραστεί από την ταχύτητα, την ακύρωση και τον ξεριζωμό, χρειαζόμαστε μια συντηρητική ευαισθησία. Ένας συγγραφέας που δεν ήταν συντηρητικός, ο Αλμπέρ Καμύ, είπε ότι κάθε γενιά πιστεύει ότι είναι προορισμένη να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Αλλά έχουμε ένα μεγαλύτερο καθήκον: «να εμποδίσουμε τον κόσμο να αυτοκαταστραφεί». Να σωθεί, η αποστολή του συντηρητικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου