ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
ΜΙΑΣ ΗΘΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
VIΙ.
Ο άνθρωπος ως αντικείμενο της τεχνικής
Η σύγκρισή μας ήταν με τις ιστορικές μορφές
μιας ηθικής τής συγχρονότητας και αμεσότητας, για την οποίαν η καντιανή
ηθική δεν χρησίμευσε παρά ως ένα παράδειγμα. Αμφισβητείται ωστόσο τώρα, όχι η
ισχύ της στο δικό της πεδίο, αλλά η επάρκειά της για τις καινούργιες διαστάσεις
ανθρώπινης πράξης, που την υπερβαίνουν. Η θέση μας λοιπόν είναι, ότι οι
καινούργιοι τρόποι και τά μέτρα τής πράξης απαιτούν μιαν αντίστοιχη σ’ αυτά ηθική τής πρόβλεψης και της ευθύνης, τόσο νέα, όσο και οι δυνατότητες (τα
ενδεχόμενα…) με τις οποίες και έχει να κάνει. Και είδαμε, πως πρόκειται για τις
δυνατότητες που προκύπτουν απ’ τα έργα τού homo faber
στην εποχή τής τεχνικής (Technik).
Δεν έχουμε ωστόσο ακόμα αναφέρει τη δυνητικά πιο δυσοίωνη κατηγορία αυτών τών
‘μοντέρνων’ έργων. Συζητήσαμε δηλ. μόνο τη χρήση στο μη ανθρώπινο πεδίο αυτών τών ‘τεχνών’ (techne). Παρ’ όλ’ αυτά, έχει καταστή και ο ίδιος ο άνθρωπος αντικείμενο τής τεχνικής. Ο homo faber
στρέφει την τέχνη του στον εαυτό του, ώστε να τον προετοιμάση, τον εφευρέτη και
κατασκευαστή όλων τών άλλων (πραγμάτων…), με εφευρετικότητα εκ νέου! Αυτή δε η
τελειοποίηση τής ισχύος του, που μπορεί βέβαια να σημαίνη και την καθυπόταξη
τού ανθρώπου, αυτή η τελευταία (έσχατη…) επιβολή τής τέχνης στη φύση, προκαλεί
και μιαν έσχατη προσπάθεια τής ηθικής σκέψης, να λάβη υπ’ όψιν της εκδοχές και ‘εναλλακτικές’ που δεν
ίσχυαν ποτέ μέχρι τώρα όσον αφορά στα προκαθορισμένα δεδομένα τής ανθρώπινης
κατάστασης.
1.
Επιμήκυνση τής ζωής
Aς πάρουμε για παράδειγμα το πιο ‘βασικό’ απ’
αυτά τα δεδομένα, τη θνητότητα τού ανθρώπου. Ποιος θα χρειαζόταν ποτέ
προηγουμένως να αποφασίση για το επιθυμητό και επιλεκτικό μέτρο ή όριό της; Όσον αφορά στα ανώτατά της όρια, «τα εβδομήκοντα
έτη, κι αν έτι περαιτέρω, τα ογδοήκοντα», δεν υπήρχε καμμιά επιλογή. Το
αναπότρεπτό της ήταν αντικείμενο παράπονου, υποταγής ή και άσκοπων, για να μην
πούμε ανόητων ονειροφαντασιών για, πιθανές ωστόσο, εξαιρέσεις – κατά παράξενον
όμως τρόπο, σχεδόν ποτέ κατάφασης. Η διανοητική φαντασία ενός G. B.
Shaw κι ενός Jonathan Swift
‘εξερευνούσε’ το όφελος τού «να μην πρέπη να πεθάνης» ή τη φυγή τού «να μη
μπορής να πεθάνης» (με την οποία ‘φυγή’ αποδεικνυόταν και πιο έξυπνος απ’ τους
δυό ο Swift). Ο μύθος και η
παράδοση ‘έπαιζαν’ μ’ αυτά τα θέματα μπροστά στο μηδέποτε αμφισβητούμενο
υπόβαθρο τού αναπόφευκτου, για το οποίο παρακαλούσε μάλλον μαζί με τον Ψαλμωδό
ο σοβαρός άνθρωπος: «Δίδαξέ μας να μετρούμε τις μέρες μας με την απόκτηση μιας
σοφής καρδιάς». Δεν υπήρχε τίποτα που να ανήκη στο πεδίο τής πράξης και της
ενεργητικής απόφασης. Και το μόνο
ερώτημα ήταν, πώς τοποθετείτο κανείς απέναντι σ’ αυτό το δεδομένο.
Σήμερα όμως μάς ‘γνέφει’ μέσα από
συγκεκριμένες προόδους στην κυτταρική βιολογία η πρακτική προοπτική, να
αντενεργήσουμε στις βιοχημικές διαδικασίες γήρανσης και να επιμηκύνουμε τη
διάρκεια τής ανθρώπινης ζωής, ίσως και να την ‘τεντώσουμε’ σε απροσδιόριστο
χρόνο. Ο θάνατος δεν εμφανίζεται πια ως μια ανήκουσα στη φύση τού ζωντανού αναγκαιότητα, αλλά ως μια αποφευκτέα, μεταβλητή
σε κάθε περίπτωση και αναβαλλόμενη κατ’
αρχήν, οργανική ‘ατέλεια’ (( ο
άνθρωπος ως μηχανή… )) . Μοιάζει να πλησιάζη έτσι η εκπλήρωση ενός αιώνιου
πόθου τού ανθρώπου! Και πρέπει ν’ αναρωτηθούμε στα σοβαρά για πρώτη φορά: «Πόσο
επιθυμητό είναι αυτό; Πόσο επιθυμητό για το άτομο, αλλά και για το γένος;» Τα
ερωτήματα δε αυτά αγγίζουν ούτε λίγο ούτε πολύ ολόκληρο το νόημα τής
περατότητάς μας, την τοποθέτησή μας απέναντι στον θάνατο, και τη γενική
βιολογική σημασία τής ισορροπίας ανάμεσα στον θάνατο και την αναπαραγωγή (τού
είδους…). Πριν όμως ακόμα κι απ’ αυτές
τις ‘έσχατες’ ερωτήσεις, τίθενται τα πιο πρακτικά ερωτήματα, ποιος θα πρέπη να
έχη πρόσβαση σ’ αυτήν την υποτιθέμενη ‘ευτυχία’: πρόσωπα ιδιαίτερης αξίας και
ωφέλειας; κοινωνικής εξοχώτητας και σημασίας; μήπως εκείνοι που μπορούν να
πληρώσουν γι’ αυτό; ή ο καθένας; Αυτό το τελευταίο θα μπορούσε να είναι και το
μόνο δίκαιο. Αλλά γι’ αυτό θα έπρεπε να πληρωθή το αντίτιμο στην άλλη ‘άκρη’,
στην ‘πηγή’. Γιατί είναι σαφές, πως με
μέτρο τον πληθυσμό σημαίνει μια διεσταλμένη ηλικία την αντίστοιχη επιβράδυνση
της ‘αντικατάστασης’, μιαν περιορισμένη δηλ. αύξηση καινούργιας ζωής. Με
αποτέλεσμα μιαν ελαττούμενη αναλογία νεότητας σ’ έναν αυξανόμενα ηλικιωμένον
πληθυσμό. Πόσο καλό ή κακό θα ήταν αυτό άραγες για τη γενική ανθρώπινη κατάσταση;
Θα κέρδιζε ή θα έχανε το είδος μας; Και πόσο δίκαιο θα ήταν, να εμποδίζουμε τη θέση τής νεότητας με μιαν
προηγούμενη κατοχή; Το να πρέπη να πεθάνουμε είναι συνδεδεμένο με το ότι
γεννιόμαστε: η θνητότητα δεν είναι παρά η άλλη όψη τής σταθερής πηγής απ’ όπου
«καταγόμαστε» (για να χρησιμοποιήσουμε έναν χαρακτηρισμό τής Hannah Arendt).
Και έτσι ίσχυε πάντα· μόνο που πρέπει να ξανασκεφτούμε τώρα στον ‘χώρο’ τής απόφασης το νόημά του (( φρικαλέα πράγματα… )) .
Για να το πούμε με ακραίον τρόπο: αν
καταργήσουμε τον θάνατο, πρέπει να καταργήσουμε και την αναπαραγωγή, η οποία
είναι και η απάντηση της ζωής στον θάνατο, και θα είχαμε έτσι έναν κόσμο
γήρατος χωρίς νεότητα, και ήδη γνωστών ατόμων δίχως την έκπληξη εκείνων που δεν
υπήρξαν ποτέ μέχρι τώρα. Το οποίο είναι όμως ίσως, η σοφία ακριβώς στη σκληρή
προσταγή τής θνητότητάς μας: ότι μάς προσφέρει δηλ. την αιωνίως ανανεούμενη υπόσχεση, που υπάρχει στην
‘αρχικότητα’, την αμεσότητα και τον ζήλο τής νεότητας, μαζί με τη μόνιμη παροχή
τής ετερότητας καθ’ εαυτής. Κάτι που δεν το υποκαθιστά η μεγαλύτερη ‘συλλογή’
μιας παρατεινόμενης εμπειρίας: η οποία δεν μπορεί ποτέ να ξαναποκτήση το
μοναδικό προνόμιο, να δη για πρώτη φορά και με καινούργια μάτια τον κόσμο, να
ξαναζήση την έκπληξη, που αποτελεί την αρχή τής φιλοσοφίας κατά τον Πλάτωνα,
την περιέργεια του παιδιού, που αρκετά σπάνια περνά και στο πεδίο γνώσης τού
ενήλικα, μέχρι κι εκεί να ΄κουραστή’. Αυτό το συνεχώς επαναλαμβανόμενο
ξεκίνημα, που αποκτάται μόνο με το αντίτιμο τού συνεχώς επαναλαμβανόμενου
‘τέλους’, μπορεί να είναι βέβαια η ελπίδα της ανθρωπότητας, και η προστασία της
απ’ το να βυθισθή στην ανία και τη ρουτίνα, η δυνατότητά της να διαφυλάξη τον
αυθορμητισμό τής ζωής (( Είπε γέρων:
Κάθε μέρα κάνω αρχή (μετανοίας…)… )) .
Πρέπει να προσεχθή ωστόσο και ο ρόλος τής
«μνήμης τού θανάτου» (memento mori)
στην ζωή τού καθενός, και τί θα σήμαινε η αποδυνάμωσή της σε μιαν απροσδιόριστη
χρονική απόσταση. Γιατί είναι ίσως αναγκαίο ένα αναπόφευκτο όριο τού αναμενόμενου για τον καθέναν μας χρόνου, ως ώθηση για να ‘μετρήσουμε’, να
‘υπολογίσουμε’ τις μέρες μας και να τις καταστήσουμε υπολογίσιμες και να
‘μετράνε’.
Θα μπορούσε λοιπόν έτσι να μετατραπή σε
μειονέκτημα αυτό το φιλάνθρωπο (philantropisch)
κατά την πρόθεση δώρο τής επιστήμης στην ανθρωπότητα, η πραγματοποίηση μιας
αρχέγονης επιθυμίας – η διαφυγή απ’ την κατάρα τού θανάτου. Δεν επιδίδομαι εδώ
σε προφητείες, αλλά ούτε – παρ’ όλη την αναγνωρίσιμη προδιάθεσή μου - και σε
αποτιμήσεις. Υποστηρίζω απλώς, ότι το επιδιωκόμενο δώρο εγείρει ερωτήματα, που
δεν είχαν τεθή ποτέ μέχρι τώρα στο πεδίο τής πρακτικής επιλογής, κι ότι καμμιά
προηγούμενη ηθική ‘αρχή’, που θεωρούσε αυτονόητες τις ανθρώπινες ‘σταθερές’,
δεν είναι σε θέση να τα αντιμετωπίση. Πρέπει ωστόσο να τα αντιμετωπίσουμε,
ηθικά και σύμφωνα με ‘αρχές’, και όχι υπό την πίεση των συμφερόντων.
2.
Έλεγχος τής συμπεριφοράς
Τα ίδια πιστεύω και για όλες τις άλλες,
ουτοπικές τρόπον τινά δυνατότητες, που είτε τις διαθέτει ήδη είτε τις
αποσκοπεί, ως μια τελική μετάβαση στην τεχνική
δυνατότητα, η πρόοδος των
βιο-ιατρικών επιστημών. Απ’ τις οποίες δυνατότητες είναι ήδη πολύ πιο κοντά σ’
ένα στάδιο πρακτικής εφαρμογής ο έλεγχος
τής συμπεριφοράς, και τα ηθικά
ερωτήματα τα οποία εγείρει είναι ίσως λιγότερο ‘βαθειά’, σχετίζονται όμως άμεσα
με την ηθική αντίληψη του ανθρώπου. Ενώ υπερβαίνει κι εδώ ο νέος τρόπος ‘παρέμβασης’ όλες τις παλιές ηθικές
κατηγορίες. Οι οποίες δεν μας έχουν ‘εφοδιάσει’ ασφαλώς να αποφασίσουμε, για
έναν ψυχικόν έλεγχο μέσω χημικών παραγόντων ή για μιαν άμεση ηλεκτρική επίδραση
μέσω εμφυτευμένων ηλεκτροδίων στον εγκέφαλο – επιδράσεις που υποθέτουμε πως επιχειρούνται για
‘αντικαταστατούς’ (που μπορούν να αντικατασταθούν, να μην είναι μόνιμοι και αναντικατάστατοι…) και
μάλιστα αξιέπαινους σκοπούς. Η ‘ανάμειξη’ ωφέλιμων και επικίνδυνων
δυνατοτήτων είναι ολοφάνερη, τα όρια όμως ανάμεσά τους δεν είναι εύκολα ορατά.
Η απελευθέρωση πνευματικά ασθενών από βασανιστικά και αντι-λειτουργικά
συμπτώματα (Symptome) μοιάζει να
είναι οπωσδήποτε ωφέλιμη. Απ’ αυτήν την ανακούφιση όμως κάποιων ασθενών – έναν
σκοπό σε απόλυτη συμφωνία με την ιατρική μας παράδοση – οδηγούμαστε ‘ανεπαίσθητα’ στην ‘ανακούφιση’ τής κοινωνίας απ’ το ‘φορτίο’ δύσκολης
ατομικής συμπεριφοράς μεταξύ τών μελών της: που δηλώνει τη μετάβαση απ’ την
ιατρική στην κοινωνική ‘εφαρμογή’, ανοίγοντας ένα απροσδιόριστο πεδίο κρίσιμων
‘δυνατοτήτων’. Τα ‘σκληροτράχηλα’ προβλήματα κυριαρχίας και ανομίας (Anomie) στη σύγχρονη μαζική κοινωνία καθιστούν την
επέκταση τέτοιων μεθόδων ελέγχου σε μη ιατρικές κατηγορίες (Kategorien) εξαιρετικά δελεαστικά για τους σκοπούς τής
κοινωνικής χειραγώγησης. Προκύπτουν λοιπόν πολλά ερωτήματα ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και ανθρώπινης αξιοπρέπειας εδώ· το δυσχερές μάλιστα πρόβλημα τής κηδεμονεύουσας απέναντι στην
απελευθερωτική φροντίδα απαιτεί συγκεκριμένες απαντήσεις. Οφείλουμε άραγες
να ‘προδιαθέσουμε’, συνταγογραφώντας μαζικά πρωτογενείς φαρμακευτικές ουσίες
(δρόγες – Drogen), τους μαθητές
τού σχολείου, καταστρατηγώντας έτσι την ‘έκκληση’ (της σύγχρονης εποχής…) για
αυτόνομη (autonom) ‘παρώθηση’;
Οφείλουμε να ξεπεράσουμε, ειρηνεύοντας ηλεκτρονικά περιοχές τού εγκεφάλου, την
επιθετικότητα; Οφείλουμε να προξενήσουμε μέσα από μιαν ανεξάρτητη διέγερση των
κέντρων απόλαυσης, που σημαίνει ανεξάρτητα απ’ τα αντικείμενα ευτυχίας και ηδονής
και τη σημασία τους στην προσωπική ζωή και πράξη, αισθήματα ευτυχίας ή τουλάχιστον ηδονής; Πληθαίνουν εδώ οι
‘υποψηφιότητες’. Και κάποιες εταιρίες θα μπορούσαν να ενδιαφέρονται για κάποιες
απ’ αυτές τις τεχνικές, ώστε να αυξηθή η απόδοση των υπαλλήλων τους. Χωρίς να
αναρωτηθούμε ακόμα αν πρόκειται για εξαναγκασμό ή συμφωνία, και ανεξάρτητα απ’
το ερώτημα ανεπιθύμητων παρενεργειών – κάθε φορά που ‘παρακάμπτουμε’ ωστόσο μ’
έναν τέτοιον τρόπο την ανθρώπινη οδό ΄θεραπείας’ τών ανθρωπίνων προβλημάτων, βραχυκυκλώνοντάς
την μ’ έναν απρόσωπο μηχανισμό,
αφαιρούμε κάτι απ’ την προσωπική μας αξιοπρέπεια, και διανύουμε ένα
ακόμα βήμα στη διαδρομή απ’ τα υπεύθυνα ‘υποκείμενα’ (που είμαστε…) προς τα
προγραμματισμένα συστήματα συμπεριφοράς. Η δε κοινωνική ‘λειτουργικότητα’ (( Εδώ δραστηριοποιούνται κυρίως οι γνωστές
Μ.Κ.Ο. … )) αποτελεί, όσο σημαντική κι αν είναι, τη μια και μόνον πλευρά τού
θέματος. Αποφασιστικό είναι και το ερώτημα, τί είδους άτομα συναπαρτίζουν την
κοινωνία μας, ώστε να καθίσταται και η συνολική της ύπαρξη πολύτιμη. Κάπου
οπουδήποτε στη μακριά ‘γραμμή’ τής αυξανόμενης
κοινωνικής χειραγώγησης με τη θυσία τής ατομικής αυτονομίας (Autonomie) (( Εδώ ίσως περικλείεται και το αδιέξοδο
όλου τού συλλογισμού… Ίσως η επιδιωκόμενη ‘ατομική αυτονομία’ να οδήγησε, ως
τίμημα και ‘τιμωρία’, στη σκλαβιά τής ‘αυξανόμενης κοινωνικής χειραγώγησης’,
καθώς κατέστησε τον άνθρωπο παντελώς αδύναμο να αντιμετωπίση κάθε είδους και
μορφής τυραννία… )) πρέπει να τεθή το
ερώτημα για την αξία, για το αντάξιο του κόπου όλου αυτού τού ανθρώπινου
εγχειρήματος. Η δε απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα κατευθύνεται προς την εικόνα τού ανθρώπου, για την οποίαν και
αισθανόμαστε υποχρεωμένοι. Πρέπει να τα ξανασκεφτούμε όλ’ αυτά υπό το φως τού
τί μπορούμε να κάνουμε ή να ‘προσθέσουμε’ σήμερα, και δεν μπορούσαμε ποτέ πριν
και στο παρελθόν να κάνουμε.
Ακόμα περισσότερο ισχύει αυτό σε σχέση με
το τελευταίο αντικείμενο μιας χρησιμοποιούμενης πάνω στον ίδιον τον άνθρωπο τεχνολογίας
– τον γενετικό έλεγχο ‘μελλοντικών’ ανθρώπων. Ένα πολύ μεγάλο γι’ αυτές τις
προοιμιακές παρατηρήσεις μας θέμα, με το οποίο και θα ασχοληθούμε σ’ ένα
ιδιαίτερο κεφάλαιο αργότερα. Εδώ θα αναφερθούμε απλώς και μόνο σ’ αυτό το
‘φιλόδοξο’ όνειρο του homo
faber (του ‘ανθρώπου-κατασκευαστή’…), που
συνοψίζεται στην πρόταση, ότι θέλει να
πάρη στα χέρια του και την ίδια του την εξέλιξη (Evolution) ο
άνθρωπος, σκοπεύοντας όχι απλώς στη διατήρηση τής ακεραιότητας του είδους,
αλλά και στη βελτίωση και τη μετατροπή της κατά τα δικά του σχέδια (( Χωρίς τον αληθινό Θεό όλα ‘επιτρέπονται’…
)) . Το αν έχουμε το δικαίωμα γι’ αυτό, το αν είμαστε ικανοί για έναν τέτοιον
‘δημιουργικό’ ρόλο, αυτό είναι και το πιο σοβαρό ερώτημα για τον άνθρωπο που
βρέθηκε να διαθέτη ξαφνικά μια τέτοια ‘μοιραία’ δύναμη. Ποιοι θα
‘δημιουργήσουν’ την «εικόνα», με ποια πρότυπα, και στη βάση ποιας γνώσης; Ενώ
τίθεται επίσης και το ερώτημα για το ηθικό δικαίωμα, να πειραματιζόμαστε με τη
μελλοντική ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό και άλλα παρόμοια ερωτήματα, που απαιτούν
μιαν απάντηση πριν να αφεθούμε σ’
ένα ταξίδι στο άγνωστο, δείχνουν εντελώς επιτακτικά, το πώς μάς εξωθεί πέρα απ’
τις έννοιες κάθε προγενέστερης ηθικής η
σύγχρονη δύναμή μας τής πράξης.
( συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο, «Η
“ουτοπική” δυναμική τής τεχνικής προόδου και η ‘υπερβολή’ τής ευθύνης» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου