Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Πρώτος - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (12)


Συνέχεια από: Τρίτη, 24 Απριλίου 2018

32.  Στην ανώτατην και προσκυνητήν Τριάδα τα κοινά υπάρχουν επίσης στις υποστάσεις στις οποίες είναι κοινά, το δε προέρχεσθαι εκ του Πατρός δεν απαντάται επίσης στον Υιό και το άγιον Πνεύμα κατά τούς Λατίνους, -διότι αυτός (ο Υιός) μεν έχει εξ αυτού (του Πατρός) γεννηθεί ευθέως και εκ μόνου του Πατρός, τούτο δε (το άγιον Πνεύμα) εκπορεύεται εμμέσως και όχι ευθέως, και μάλιστα όχι εκ μόνου του Πατρός, όπως βεβαίως αυτοί φρονούν- εάν λοιπόν κατ’ αυτούς δεν ενυπάρχει επίσης εις τους δύο, τότε το είναι εκ του Πατρός δεν είναι κοινόν γνώρισμα εις τον Υιόν και τον Πνεύμα· εάν δε τούτο δεν είναι σε αυτούς κοινόν, τότε κανείς από αυτούς δεν είναι εκ του Πατρός. Όταν το εν υπάρχει εκ του Πατρός, το άλλο εκβάλλεται, αφού δεν κοινωνεί, και δι’ αλλήλων εκβάλλονται αμφότερα. Έτσι, σύ ο έχων λατινικόν φρόνημα, δεν θα διαφύγεις κανένα άτοπον, όπως ούτε εκείνοι οι οποίοι είπαν τον Υιόν εκ του Πνεύματος, αλλά τα επιχειρήματα με τα όποια θα προσπαθήσεις να διαφύγεις θα χρησιμοποιήσουν και εκείνοι και με τα ίδια θα αποδείξουν ότι σου είναι αναπόφευκτος ο εσμός των ατόπων.

Εάν πράγματι πεις, ότι το Πνεύμα αριθμείται μετά τον Υιόν, το οποίον σου φαίνεται ως το ασφαλέστερο επιχείρημα, όπως δε θα μπορούσα να πω εγώ, δεν είναι λιγότερο εσφαλμένο από τα άλλα, και εκείνα θα σου δείξουν ότι ενίοτε ο Υιός αναφέρεται μετά το Πνεύμα, ότι δηλαδή προαριθμείται το άγιον Πνεύμα. Σε αμφοτέρους δε εμείς θα αντείπουμε μαζί με την αλήθεια, κείνται τα πράγματα, ώ σείς, και δεν ευρίσκονται εις την τάξην (σειράν) των ονομάτων.

Διότι, αν συμβαίνει τούτο, τί εμποδίζει με βάση αυτό το επιχείρημα, αφού η συναρίθμησις και προαρίθμησις εναλλάσσεται στην θεία Γραφή, τα ίδια πράγματα άλλοτε μεν να γεννούν και να προβάλλουν, άλλοτε δε να γεννώνται και να προβάλλονται; Εμείς δεν λέγουμε τον Πατέρα ούτε προκαταρτικόν ούτε πρώτον αίτιον επί του Πνεύματος, όπως σεις, δεύτερον δε τον Υιόν, αν και λόγω του δημιουργικού αιτίου έτσι καλείται ο Πατήρ. Και επειδή γι’ αυτό καλείται έτσι, ενίοτε από τούς θεολόγους καλείται έτσι και όταν ομιλούν περί των άκτιστων, όπως και Πατήρ καλείται λόγω του Υιού. Αλλ’ ενίοτε και όταν ομιλούμε για τα κάτω, έτσι τον ονομάζομε· διότι δεν λατρεύουμε πρώτον μεν Θεόν τον Πατέρα, δεύτερον δε τον Υιόν, τρίτον δε το άγιον Πνεύμα, ώστε πάντοτε μετά το πρώτον να λέγουμε το δεύτερον και μετ’ αυτό το τρίτον, άγοντες εξ ανάγκης σε τάξιν τα υπεράνω τάξεως, όπως και των άλλων πάντων.

33. Πράγματι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το λεχθέν από τον Αβραάμ προς τον υπηρέτη του, «βάλε την χείρα σου κάτω από τον μηρόν μου», προχωρώντας κατά την ομιλία λέγει· «ας κηρύττεται το άγιον Πνεύμα· ας υψώνεται ο μονογενής· ας δοξάζεται ο Πατήρ. Κανείς ας μην νομίζει ότι έχει ανατραπεί η άξια, αν μνημονεύουμε πρώτον το Πνεύμα, έπειτα τον Υιόν, έπειτα τον Πατέρα· ή πρώτον τον Υιόν, έπειτα τον Πατέρα· διότι ό Θεός δεν έχει τάξιν, όχι ως άτακτος, αλλ’ ως ευρισκόμενος υπεράνω τάξεως. Ούτε σχήμα άλλωστε έχει ο Θεός, όχι ως ασχήμων, αλλ’ ως ασχημάτιστος».

Υπέρ τάξεως λοιπόν ο Θεός, αλλ’ όχι υπό τάξιν. Εάν δε υπάρχει και τάξις επί του Θεού λόγω του τρισυπόστατου της θεότητας, αλλά δεν μας είναι γνωστή διότι είναι υπεράνω από παν είδος τάξεως. Βεβαίως γνωρίζουμε τάξιν κατά την εκφώνησιν, διδαχθέντες από την θεόπνευστον Γραφήν, από την οποίαν διδασκόμεθα ευσεβώς ότι αυτή εναλλάσσεται. Την δε ενυπάρχουσα εκ της φυσικής ακολουθίας, και μάλιστα εις τα δύο πρόσωπα, τον Υιόν και το άγιον Πνεύμα, δεν γνωρίζουμε καθόλου. Γι’ αυτό ο θεολογικώτατος των Γρηγορίων στον δεύτερο Ειρηνικό λέγει, «ούτω φρονούμεν και ούτω δεχόμεθα, ότι ποίαν σχέσιν και τάξιν έχουν τα πρόσωπα ταύτα, πρέπει να το αφήνουμε στην Τριάδα να το γνωρίζει και στους κεκαθαρμένους στους οποίους θα το αποκαλύψει η Τριάς ή τώρα ή ύστερα».

Αλλά, λέγουν, ο μέγας Βασίλειος είπε στα συγγράμματα κατ’ Ευνομίου ότι έμαθε τούτο ως κεκαθαρμένος εξ αποκαλύψεως. Επιτρέπει (συγχωρεί) δε και ο Γρηγόριος Θεολόγος να γνωρίζουν ταύτην στους κεκαθαρμένους στους οποίους θα το αποκαλύψει η Τριάς. Αλλά αν τούτο είναι ορθόν, πώς όταν ο Ευνόμιος είπε ότι έμαθε από τους άγιους ότι το άγιον Πνεύμα είναι τρίτον κατά τάξιν και αξίωμα, δυσαρεστηθείς από αυτόν ο θείος Βασίλειος και δυσανασχετήσας βαρέως λέγει, «από τους άγιους είπε ότι το έμαθε· ποιοί δε είναι οι άγιοι και σε ποια κείμενα έχουν κάμει αυτή την διδασκαλία δεν δύναται να πει»; Είναι φανερό ότι δεν υπάρχουν άγιοι οι οποίοι να είπαν ταύτα.

Έπειτα, επειδή εκείνος (ο Ευνόμιος) εκ του λόγου ότι το άγιον Πνεύμα είναι τρίτον κατά την τάξιν και το αξίωμα συνήγαγε ότι είναι τρίτον και κατά την φύσιν, πράγμα το οποίον δεν συνάγεται εξ αυτού, υποχωρήσας ο μέγας Βασίλειος και παραδεχθείς καθ’ υπόθεσιν, λέγει· «και αν ίσως η ευσεβής λόγος που μας έχει παραδοθεί διδάσκει ότι το άγιον Πνεύμα είναι τρίτον κατά τάξιν και αξίωμα, για να υποχωρήσουμε έστω σε αυτό, δεν είναι εξ αυτού αναγκαίο να είναι τρίτον και κατά την φύσιν». Παρουσίασε τον λόγον λοιπόν αμφισβητικώς, παραδεχθείς το πρώτο σημείο καθ’ υπόθεσιν και όχι δογματίζων ο ίδιος τούτο.

Εκείνο δε το οποίον λέγει στο πρώτον βιβλίον Προς τον Ευνόμιον αυτόν, ότι δηλαδή «υπάρχει είδος τάξεως όχι κατά την δική μας θέσιν, αλλά εκ της ακολουθίας η οποία ενυπάρχει σε αυτά κατά φύσιν», το λέγει ομιλών όχι περί του Υιού και του Πνεύματος, αλλά περί του Πατρός και του Υιού, όπου είναι γνωστόν και παραδεκτό από όλους ότι ο μεν Υιός είναι αιτιατόν, ο δε Πατήρ αίτιον κατ’ ανάγκην προεπινοούμενον από το αιτιατόν, αν και όχι χρονικώς, όπως αυτός ισχυρίζεται εκεί. Διά τούτο λοιπόν ισχυρίζεται και χωρίς ενδοιασμούς και αμφισβητήσεις ότι ο μεν Πατήρ προτάσσεται του Υιού, ο δε Υιός δευτερεύειν του Πατρός, όταν γράφει· «εμείς δε, κατά μεν την σχέσιν των αιτίων προς τα εξ αυτών, ότι προτάσσεται ο Πατήρ του Υιού λέμε, κατά δε την διαφοράν της φύσεως και την υπεροχήν του χρόνου όχι». Εις δε το τρίτον ισχυρίζεται πάλι ότι «κατά τάξιν μεν είναι δεύτερος έναντι του Πατρός, ότι απ’ εκείνου, καθώς και κατά το αξίωμα, κατά δε την φύσιν δεν είναι δεύτερος».

Έτσι ο Βασίλειος αναγνωρίζει οπωσδήποτε ότι ο Υιός είναι εκ του Πατρός, αλλ’ όχι και το Πνεύμα εκ του Υιού. Διότι, αν ανεγνώριζε τούτο, δεν θα το αμφισβητούσε καθόλου, ούτε θα απαγόρευε (απέρριπτε) ότι είναι τρίτον εις την τάξιν από του Πατρός το άγιον Πνεύμα ούτε θα δυσανασχετούσε σοβαρώς κατά του Ευνομίου ο οποίος είπε τούτο. Προς δε τούτοις παραδεχθείς και το ότι το Πνεύμα δευτερεύειν του Υιού με πολλή αμφιβολία και καθ’ υπόθεσιν, αλλ’ όχι κατά δικήν του πεποίθηση, δεικνύει ότι δεν γνωρίζει ούτε αυτός ποιάν σχέσιν και τάξιν έχουν μεταξύ τους ο Υιός και το Πνεύμα.

Ότι δηλαδή μεν ο Υιός και το άγιον Πνεύμα είναι ομού εκ αϊδίου, υπάρχοντα εις άλληλα και εις άλληλα ανήκοντα και δι’ αλλήλων χωρούντα ασυγχύτως και αμιγώς, ότι έκαστον τούτων αποτελεί είδος σχέσεως και τάξεως, ότι τόσον ο Υιός όσον και το άγιον Πνεύμα είναι ομού εκ του Πατρός, αν και όχι κατά όμοιον τρόπον, ότι είναι ομότιμα από ομότιμον, και ότι το εκπορεύειν το οποίον είναι ιδιότης της πατρικής υποστάσεως δεν είναι δυνατόν να ανήκει στον Υιόν, και ότι ο λέγων ότι και ο Υιός έχει το εκπορεύειν συγχέει τις θείες υποστάσεις, δυσσεβώς αθετώντας την παραδεδεγμένην τάξιν επί του Θεού ― όπως δε λέγει ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος, «πρέπει οι ιδιότητες να παραμένουν εις τον Πατέρα και τον Υιόν, για να μην υπάρξει σύγχυσις εις την θεότητα, η οποία φέρει και τα άλλα εις τάξιν» ― αυτήν την παραδεδεγμένην τάξιν επί του Θεού βεβαίως  την γνωρίζουμε και εμείς· την άλλην όμως τάξιν, η οποία θέτει το άγιον Πνεύμα δεύτερον εκ του Υιού, τρίτον δε από Πατρός, ούτε εμείς την γνωρίζουμε ούτε οι διδάσκαλοι και προασπιστές της Εκκλησίας την γνωρίζουν.

Οι δε Λατίνοι  οποία ανοησία μαζί και μανία  την μεν ευσεβή και παραδεδεγμένην εκείνην τάξιν επί του Θεού αθετούν, εκείνα δε τα οποία ο μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο θεολόγος ομολογούν ότι είναι επάνω από την δική τους γνώσιν ως απόρρητα και υπεράνω ημών, αυτοί καυχώνται και νεωτερίζουν περί την άφραστον και απερινόητον εκπόρευσιν του Πνεύματος, βλασφημούν δε θα λέγαμε οικειότερα, λέγοντες αυτήν και έμμεσον και άμεσον, και εγγυτέρα (προσεχή) και απωτέρα (πορρώ), με τα οποία κινδυνεύουν να καταδιδόσουν εις κτίσμα το άγιον Πνεύμα. Δια τούτο το άγιον Πνεύμα δεν τοποθετείται ούτε αναγκαίως ούτε πάντοτε μετά τον Υιόν από την θεόπνευστον Γραφήν.

Τούτο πράγματι συμβαίνει με τους Λατίνους, οι οποίοι λέγουν ότι το έν προέρχεται εκ των δύο, πρώτου αιτίου και δευτέρου, και δεν δέχονται καθ’ όλα την θεόπνευστον Γραφήν, αλλά κατ’ εξουσίαν (αυθαιρέτως) όσα βούλονται  προσθέτουν και αφαιρούν. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιον με εμάς, οι οποίοι ευσεβοφρόνως εκ του ενός ομολογούμε τα δύο και εις έν αναφέρουμε τα δύο.

(Συνεχίζεται)

Αρχαίο κείμενο

32. Ἐπεί δέ τά κοινά ἐπί τῆς ἀνωτάτω καί προσκυνητῆς Τριάδος ἐπίστης ἔνεστιν, οἷς ἐστι κοινά, τό δέ ἐκ τοῦ Πατρός εἶναι κατά τούς Λατίνους οὐκ ἐπίσης πρόσεστι τῷ Υἱῷ καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, - ὁ μέν γάρ προσεχῶς ἐξ αὐτοῦ γεγέννηται καί ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, τό δέ ἐμμέσως καί οὐ προσεχῶς ἐκπορεύεται καί οὐκ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ὥς γε αὐτοί φρονοῦσιν - εἰ οὖν κατ᾿ αὐτούς οὐκ ἐπίσης πρόσεστιν, οὐδέ κοινόν Υἱῷ καί Πνεύματι τό εἶναι ἐκ Πατρός˙ εἰ δέ μή κοινόν τοῦτ᾿ἔστιν αὐτοῖς, οὐδ᾿ ἐκ τοῦ Πατρός ὅλως οὐδέτερον αὐτῶν. Θάτερον γάρ ὁποιονοῦν ἐκ τοῦ Πατρός ὑπάρχον, θάτερον ἐκβάλλεται μή κοινωνοῦν, καί δι᾿ ἀλλήλων ἀμφότερα. Οὕτως οὐδέν ἄν διαφύγοις τῶν ἀτόπων ὁ λατινικῶς φρονῶν, ὥσπερ οὐδ᾿ οἱ ἐκ τοῦ Πνεύματος εἰπόντες τόν Υἱόν, ἀλλ᾿ οἷς ἄν ἐπιχειρήσῃς διαφεύγειν, τοῖς αὐτοῖς ἐπιχειρήμασι κἀκεῖνοι χρήσονται καί σοι δι᾿ ἑαυτῶν ἄφυκτον ἀποδείξουσι τόν τῶν ἀτόπων ἑσμόν.

Εἰ γάρ ὅτι μετά τόν Υἱόν λέγεται τό Πνεῦμα ὑπαριθμούμενον ἐρεῖς, ὅ σοι δοκεῖ τῶν ἐπιχειρημάτων ἀσφαλέστερον, ὡς ἔγωγ᾿ ἄν φαίην οὐχ ἧττον τῶν ἄλλων σφαλερόν, κἀκεῖνοί σοι τόν Υἱόν δείξουσιν, ἔστιν οὐ λεγόμενον μετά τό Πνεῦμα, προαριθμουμένου δηλαδή τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀμφοτέροις δέ ἡμεῖς μετά τῆς ἀληθείας ἀντεροῦμεν λέγοντες, οὐκ ἐν τῇ τάξει τῶν ὀνομάτων, ὦ οὗτοι, κεῖνται τά πράγματα.


Εἰ γάρ τοῦτο, τί κωλύει κατά τόν αὐτόν λόγον τῆς συναριθμήσεώς τε καί προαριθμήσεως ἐπαλαττομένης παρά τῇ θείᾳ Γραφῇ, ποτέ μέν γεννᾶν τε καί προβάλλειν, ποτέ δέ τά αὐτά γεννᾶσθαί τε καί προβάλλεσθαι; Οὐδέ γάρ προκαταρκτικόν,  οὐδέ πρῶτον αἴτιον ἐπί τοῦ Πνεύματος, ὡς ὑμεῖς, τόν Πατέρα λέγομεν, δεύτερον δέ τόν Υἱόν, εἰ καί διά τό δημιουργικόν αἴτιον ταῦτα καλεῖται ὁ Πατήρ. Κἀκεῖθεν οὕτω κεκλημένος, ἔσθ᾿ ὅτε παρά τῶν θεολόγων οὕτως ὀνομάζεται καί περί τῶν ἀκτίστων τόν λόγον ποιουμένων, ὥσπερ καί Πατήρ διά τόν Υἱόν καλεῖται. Ἀλλ᾿ ἔσθ᾿ ὅτε καί περί τῶν κάτω ποιούμενοι τούς λόγους, οὕτω τοῦτον ὀνομάζομεν˙ οὐδέ γάρ πρῶτον μέν Θεόν τόν Πατέρα σέβομεν, δεύτερον δέ τόν Υἱόν, τρίτον δέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἵν᾿ ἀεί τό δεύτερον μετά τό πρῶτον λέγωμεν καί μετ᾿ αὐτό τό τρίτον, ὑπό τάξιν ἐξ ἀνάγκης ἄγοντες τά ὑπεράνω τάξεως, ὥσπερ καί τῶν ἄλλων πάντων.

33. Ὁ γάρ χρυσοῦς τήν γλῶτταν Ἰωάννης ἐξηγούμενος τό παρά τοῦ Ἀβραάμ πρός τόν οἰκεῖον οἰκέτην εἰρημένον, «θές τήν χεῖρά σου ὑπό τόν μηρόν μου», κατά τήν ὁμιλίαν προϊών φησι˙ «κηρυττέσθω Πνεῦμα ἅγιον˙ ὑψούσθω ὁ μονογενής˙ δοξαζέσθω ὁ Πατήρ. Μηδείς ἀνατετράφθαι τήν ἀξίαν νομιζέτω, εἰ Πνεύματος πρῶτον μνημονεύομεν, εἶτα Υἱοῦ, εἶτα Πατρός˙ ἤ Υἱοῦ πρῶτον, εἶτα Πατρός. Οὐ γάρ ἔχει τάξιν ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἄτακτος, ἀλλ᾿ ὡς ὑπέρ τάξιν ὤν. Οὐδέ γάρ σχῆμα ἔχει ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἀσχήμων, ἀλλ᾿ ὡς ἀσχημάτιστος».

Ὑπέρ τάξιν οὖν, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπό τάξιν ὁ Θεός. Εἰ δ᾿ ἔστι καί τάξις ἐπί τοῦ Θεοῦ διά τό τρισυπόστατον τῆς θεότητος, ἀλλ᾿ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἐγνωσμένη διά τό ὑπέρ πᾶν εἶδος τάξεως εἶναι. Τήν μέν γάρ κατά τήν ἐκφώνησιν τάξιν ἴσμεν, διδαχθέντες παρά τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, παρ᾿ ἧς καί ἐπαλλαττομένην ταύτην εὐσεβῶς διδασκόμεθα. Τήν δ᾿ ἐκ τῆς φυσικῆς ἀκολουθίας προσοῦσαν, καί μάλιστα τοῖς δυσί προσώποις, τῷ τε Υἱῷ καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, οὐδαμῶς ἴσμεν. Διό Γρηγορίων ὁ θεολογικώτατος ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Εἰρηνικῶν φησιν, «οὕτω φρονοῦμεν καί οὕτως ἔχομεν, ὡς ὅπως μέν ἔχει ταῦτα σχέσεώς τε καί τάξεως, αὐτῇ μόνῃ τῇ Τριάδι συγχωρεῖν εἰδέναι καί οἷς ἄν ἡ Τριάς ἀποκαλύψῃ κεκαθαρμένοις, ἤ νῦν ἤ ὕστερον».

Ἀλλ᾿, ὁ μέγας, φασί, Βασίλειος, ὡς κεκαθαρμένος ἐξ ἀποκαλύψεως, τοῦτο μαθών εἶπεν ἐν τοῖς Κατ᾿ Εὐνομίου. Συγχωρεῖν δέ καί Γρηγόριον τόν θεολόγον εἰδέναι ταύτην, οἷς ἄν ἡ Τριάς ἀποκαλύψῃ κεκαθαρμένοις. Ἀλλ᾿ εἰ τοῦτο, πῶς τοῦ Εὐνομίου μαθεῖν εἰπόντος ἐκ τῶν ἁγίων τρίτον τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, δυσχεράνας οὔμενουν ἠρέμα τούτῳ καί λίαν ἐπαχθῶς ἐνεγκών ὁ θεῖος Βασίλειος, «παρά τῶν ἁγίων», φησίν, εἶπε μεμαθηκέναι˙ τίνες δέ οἱ ἅγιοι καί ἐν ποίοις αὐτῶν λόγοις τήν διδασκαλίαν πεποίηνται εἰπεῖν οὐκ ἔχει»; Δῆλον ὡς οὐκ ὄντων τῶν εἰπόντων ἁγίων.

Εἶτα, ἐπειδήπερ ἐκεῖνος ἐκ τοῦ τρίτου εἶναι τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον τρίτον εἶναι καί τῇ φύσει συνήγαγε, καίτοι μηδέ παρά τοῦτο συναγόμενον, ἐνδούς ὁ μέγας καί καθ᾿ ὑπόθεσιν παραδεξάμενος, «εἰ καί τρίτον εἶναι», φησί, «τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὁ τῆς εὐσεβείας ἴσως παραδίδωσι λόγος, ἵνα καί ὅλως συγχωρήσωμεν, ἀλλ᾿ οὐκ ἀνάγκη παρά τοῦτο τρίτον εἶναι αὐτό καί τῇ φύσει». Ὡς οὖν καθ᾿ ὑπόθεσιν παραδεξάμενος, ἀλλ᾿ οὐ τοῦτο δογματίζων αὐτός, ἀμφισβητικῶς ἔχοντα τόν λόγον προήγαγεν.

Ὅ δέ φησιν ἐν τῷ πρώτῳ τῶν Πρός αὐτόν Εὐνόμιον, ὡς «ἔστι τάξεως εἶδος οὐ κατά τήν ἡμετέραν θέσιν, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς κατά φύσιν αὐτοῖς ἐνυπαρχούσης ἀκολουθίας», οὐ περί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος ἀλλά καί περί τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ποιούμενος τήν διάλεξίν φησιν, ἐν οἷς ἐγνωσμένον τε καί ἀνωμολογημένον ἅπασιν αἰτιατόν μέν εἶναι τόν Υἰόν, τόν δέ Πατέρα αἴτιον καί τοῦ αἰτιατοῦ προεπινοούμενον ἐξ ἀνάγκης, εἰ καί μή κατά χρόνον, ὡς αὐτός ἐκεῖ φησι. Ταῦτ᾿ ἄρα καί χωρίς ἐνδοιασμῶν τε καί ἀμφισβητήσεων, τόν μέν Πατέρα προτετάχθαι τοῦ Υἱοῦ φησι, τόν δέ Υἱόν δευτερεύειν τοῦ Πατρός, γράφων˙ «ἡμεῖς δέ, κατά μέν τήν τῶν αἰτίων πρός τά ἐξ αὐτῶν σχέσιν, προτετάχθαι τοῦ Υἱοῦ τόν Πατέρα φαμέν, κατά δέ τήν τῆς φύσεως διαφοράν οὐκέτι, οὐδέ κατά τήν τῶν χρόνου ὑπεροχήν». Ἐν δέ τῷ τρίτῳ πάλιν, «τάξει μέν», φησί, «δεύτερος τοῦ Πατρός, ὅτι ἀπ᾿ ἐκείνου, καί ἀξιώματι, φύσει δέ οὐκέτι δεύτερος».

Οὕτως οἶδεν ὁμολογουμένως ἐκ τοῦ Πατρός εἶναι τόν Υἱόν, ἀλλ᾿ οὐχί καί τό Πνεῦμα ἐξ Υἱοῦ. Εἰ γάρ τοῦτ᾿ ἐγίνωσκεν, οὐκ ἄν ὅλως ἠμφισβήτει, οὐδ᾿ ἄν ἀπηγόρευε τρίτον εἶναι τῇ τάξει ἀπό τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ ἀλλ᾿ οὐδέ κατά τοῦ Εὐνομίου καί τοῦτ᾿ εἰπόντος λίαν ἐδυσχέραινε. Πρός δέ τούτοις καί τό δευτερεύειν τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα σύν ἀμφιβολίᾳ πολλῇ καί καθ᾿ ὑπόθεσιν, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς αὐτός δοξάζων παραδεξάμενος, δείκνυται μηδ᾿ αὐτός εἰδέναι, ὅπως ἔχουσι πρός ἄλληλα ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα σχέσεώς τε καί τάξεως.

Ὅτι μέν γάρ ἅμα ἐξ ἀϊδίου ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐν ἀλλήλοις τε ὄντα καί ἀλλήλων ἐχόμενα καί δι᾿ ἀλλήλων ἀφύρτως τε καί ἀμιγῶς χωροῦντα, καί ὅτι τούτων ἕκαστον τάξεώς τε καί σχέσεως εἶδος, καί ὡς ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἅμα, εἰ καί οὐχ ὡσαύτως, καί ὅτι ὁμότιμα ἐξ ὁμοτίμου, καί ὅτι τό ἐκπορεύειν ἰδιότης ὄν τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως οὐκ ἔστιν εἶναι τοῦ Υἱοῦ, καί ὡς ὁ λέγων καί τόν Υἱόν τό ἐκπορεύειν ἔχειν σύγχυσιν ποιεῖ τῶν θείων ὑποστάσεων, δυσσεβῶς ἀθετῶν τήν ἀνωμολογημένην τάξιν ἐπί τοῦ Θεοῦ - «δεῖ γάρ», φησί καί Γρηγόριος ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος, «τάς ἰδιότητας μένειν Πατρί καί Υἱῷ, ἵνα μή σύγχυσις ᾖ παρά θεότητι τῇ καί τά ἄλλα εἰς τάξιν ἀγούσῃ» - ταύτην μέν οὖν τήν ἀνωμολογημένην τάξιν ἐπί τοῦ Θεοῦ καί ἡμεῖς ἴσμεν˙ τήν δέ δεύτερον μέν ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τρίτον δέ ἀπό Πατρός τιθεῖσαν τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὔθ᾿ ἡμεῖς ἴσμεν οὔτε οἱ διδάσκαλοι καί προασπισταί τῆς Ἐκκλησίας.

Λατῖνοι δέ, ὤ τῆς ἀνοίας ὁμοῦ καί ἀπονοίας, τήν μέν εὐσεβῆ καί ἀνωμολογημένην ἐκείνην ἐπί τοῦ Θεοῦ τάξιν ἀθετοῦσιν, ἅ δέ Βασίλειος ὁ μέγας καί Γρηγόριος ὁ θεολόγος ὑπέρ τήν οἰκείαν γνῶσιν ὁμολογοῦσιν εἶναι ὡς ἀπόρρητα ὄντα καί ὑπέρ ἡμᾶς, αὐτοί καταλαβεῖν αὐχοῦσι καί περί τήν ἄφραστόν τε καί ἀπερινόητον ἐκπόρευσιν τοῦ Πνεύματος καινοφωνοῦσι, βλασφημοῦσι δέ εἰπεῖν οἰκειότερον, ἔμμεσόν τε καί ἄμεσον αὐτήν λέγοντες καί προσεχῆ καί πόρρω, δι᾿ ὧν κινδυνεύουσι καί εἰς κτίσμα κατασπᾶν τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Διό οὐκ ἀναγκαίως οὐδ᾿ ἀεί μετά τόν Υἱόν παρά τῆς θεοπνεύστου τίθεται Γραφῆς τό Πνεῦμα τό ἅγιον.


Τοῦτο γάρ Λατίνοις συμβαίνει, τοῖς ἐκ τῶν δύο, πρώτου αἰτίου καί δευτέρου, λέγουσι τό ἕν καί μή κατά πάντα στέργουσι τήν θεόπνευστον Γραφήν, ἀλλά κατ᾿ ἐξουσίαν ἅττα βούλονται προστιθεῖσί τε καί ἀφαιροῦσιν˙ ἡμῖν δέ τοῖς ἐκ τοῦ ἑνός εὐσεβοφρόνως σέβουσι καί εἰς ἕν ἀναφέρουσι τά δύο, ἥκιστα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: