Σπυρίδων Κυριαζόπουλος
Χωρίς την θεωρητικήν παράδοσιν της Ελλάδος και την γλωσσικήν δυνατότητα της εσωτερικής επαφής προς τον Θεόν o δυτικός άνθρωπος είδεν είς την εργασίαν την κεντρικήν δικαιολογίαν του βίου του. Εφ' όσον η Εκκλησία ανέλαβε να λύσει το πρόβλημα της σχέσεως του προς τον Θεόν, η εργασία ύπήρξεν η αύτοπραγμάτωση του Ευρωπαίου, ο τρόπος, δια του οποίου αντελήφθη και εθεμελίωσε το νόημα της ζωής του.
Σήμερον λόγω της εκτεχνικεύσεως της εργασίας η συμπεριφορά αυτή εισέρχεται είς νέαν φάσιν. Ο άνθρωπος παύει να είναι υπεύθυνος δια το έργον του, περιορίζεται είς την έφαρμογήν ξένων εντολών και ταυτοχρόνως χάνει την αντίστασιν της ύλης, ώστε η εργασία να μη του δίδει την ευκαιρίαν να ενσαρκώσει το προσωπόν του.
Γεγονός όμως είναι ότι η φάσις αυτή της σχέσεως του ανθρώπου προς τον κόσμον, η οποία είς την Δύσιν δια πρώτην φοράν διαχωρίζει την ζωήν εκ της εργασίας, είναι έπακόλουθον της προηγηθείσης συμφύσεώς των. Με την επίδοσιν του αυτοματισμού δεν αποκλείεται ο χωρισμός αυτός να υπερνικηθεί δια της τοποθετήσεως της εργασίας επί πνευματικού επιπέδου. Η εργασία όμως εξακολουθεί και εντός του τεχνικού κράτους vα είναι η κυρία δικαιολογία του ανθρώπου εις την ζωήν, έφ όσον αί υπόλοιποι σχέσεις του προς τον κόσμον συντελούνται χωρίς την ούσιαστικήν του επέμβασιν, ώστε ακριβώς σήμερον είς την Δύσιν, οπότε η εργασία χάνει τον άτομικόν της χαρακτήρα και αναφέρεται εις τον οιονδήποτε, ο άνθρωπος να ζεί για να εργάζεται και να χάνει το νόημα της ζωής του, όταν απαλλάσσεται της εργασίας.
Η σύμφυσις ζωής και εργασίας απέκτησεν εις την Δύσιν θρησκευτικόν χαρακτήρα. Τούτο συνέβη υπό την ευλογίαν της Εκκλησίας, εφ όσον η σχέσις του ανθρώπου προς τον Θεόν ύπήρξεν ιδικόν της έργον. Εσήμαινεν όμως με την πάροδον του χρόνου μίαν πνευματικήν εγκατάστασιν του ανθρώπου εντός του κόσμου, μίαν σχέσιν προς την πραγματικότητα, είς το περιθώριον μόνον της οποίας υπήρχε θέσις δια τον Θεόν. Εις την έξέλιξιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων της Δύσεως παρουσιάσθη άργότερον η σχέσις προς τον κόσμον ως περιεχόμενον της σχέσεως προς τον Θεόν, η εργασία ως μόνη έκφρασις της θρησκευτικής ζωής. Κατ' αυτόν τον τρόπον ο άνθρωπος διωχέτευσεν είς τον κόσμον όλην την πνευματικήν του δύναμιν.
Εις την Ανατολήν αντιθέτως η εργασία έμεινε τελικώς εκτός της θρησκείας. Όπως και είς την αρχαίαν Ελλάδα, η υλική άπασχόλησις δεν κατώρθωσεν ενταύθα να δικαιωθεί ενώπιον του πνεύματος. Η ανατολική Εκκλησία υπήρξε δια τούτο ο χώρος του κεντρικού γεγονότος της ζωής, της προσωπικής συναντήσεως του ανθρώπου προς τον Θεόν. Τούτο εσήμαινεν, ότι η ανατολική Εκκλησία δεν εθεώρησεν ως σκοπόν της την κοινωνικήν διαρρύθμισιν της ζωής, αλλά την συμπαράστασιν είς την πνευματικήν προσπάθειαν του ανθρώπου να συνδεθεί προσωπικώς προς το ύπέρτατον πρόσωπον. Κατ' αυτόν τον τρόπον είς την ανατολικήν Έκκλησίαν υπερίσχυσεν η προσευχή, όπως είς την δυτικήν η πράξις.
Η προσευχή είναι δυνατόν να γίνει χωρίς την έσωτερικήν συμμετοχήν του ανθρώπου, όπου όμως δημιουργεί το νόημα της, είναι μια εσωτερική πράξις. Η προσευχή υπήρξεν η θεωρία της Όρθοδοξίας. Η πράξις είναι δυνατόν να γίνει, χωρίς την έσωτερικήν συμμετοχήν του ανθρώπου, είναι όμως δυνατόν να στρέψει και τον έσωτερικόν άνθρωπον πρός τα έξω. Η πράξις υπήρξεν η θεωρία της δυτικής Εκκλησίας. Ο Άγιος της Ανατολής μετουσιώνει την ύλην εις πνεύμα, ο άγιος της Δύσεως ιδρύει και οργανώνει κοινόβια. Ο πρώτος ομιλεί ε ί ς τον Θεόν, ο δεύτερος Π ε ρ ί Θεού.
Η Ανατολή ενδιεφέρθη δια την σχέσιν του ανθρώπου προς τον Θεόν, η Δύσις δια την σχέσιν του ανθρώπου προς την Εκκλησίαν.
Μέχρι σήμερον το ασκητικόν ιδεώδες συμπίπτει είς την Άνατολήν πρός την ύποτίμησιν των εξωτερικών αναγκών της ζωής. Εις την Δύσιν όμως ο μοναχικός κλήρος μένει εντός του «κόσμου» διευθύνει επιχειρήσεις, ιδρύει Ορφανοτροφεία, επιστατεί νοσοκομείων, κατασκευάζει εμπορεύσιμα προϊόντα, επιδίδεται είς επιστημονικά πειράματα. Εν αντιθέσει προς την πολιτικήν απάθειαν της μοναχικής Όρθοδοξίας, τον αυτοπεριορισμόν του ασκητού εντός του μοναστηρίου, τους μοναχούς της χριστιανικής Δύσεως διακρίνει μία πολιτική διάθεσις, δια την οποίαν η μονή είναι το στρατηγείον. Η έφεσις του δυτικού μοναχού να συμμετάσχει είς όσα διαδραματίζονται είς τον κόσμον, να επιχείρησει μίαν εκ των άνω μεταβολήν του κόσμου, μίαν έστω και δια της βίας προσαρμογήν του ανθρώπου είς τας αρχάς της Εκκλησίας, η οποία του αναθέτει συγκεκριμένον τομέα εργασίας, ύπήρξεν η προϋπόθεσις της κοινωνικής δραστηριότητος και του ιεραποστολικού έργου της Εκκλησίας αυτής (της Καθολικής), της επιρροής, την οποίαν ήσκησεν επί των κρατικών ύποθέσεων και συγχρόνως ο όρος της εσωτερικής της οργανώσεως, δια της οποίας μόνη εξ όλων των κοινωνικών ιδρυμάτων της ιστορίας επρόλαβε τας αρχάς του τεχνικού πνεύματος.
Το πρόδρομον της σημερινής τεχνικής κατόρθωμα της Καθολικής Εκκλησίας.
Εντός του εργοστασίου σήμερον οι άνθρωποι διαιρούνται είς κατηγορίας αναλόγως της ιδιαιτέρας των σχέσεως προς το παραγόμενον προϊόν. Μεταξύ των μελών των ομάδων και των εκπροσώπων των ομάδων υπάρχουν άμοιβαίαι εξαρτήσεις και κώδικες συμπεριφοράς. Ό,τι δεν προβλέπει το σχέδιον, εάν ήτο έμπνευσις ενός εκ των εργαζομένων, θα επέφερεν αναστάτωσιν. Η σημασία του συμμετέχοντος είς το έργον έγκειται δια τούτο είς την εκτέλεσιν της εντολής, η οποία του έχει ανατεθεί, εις την λήθην των προσωπικών του υποθέσεων, δηλαδή εις την πειθαρχίαν.
Ό,τιδήποτε είναι και θέλει ο άνθρωπος εκτός της σχέσεως προς το έκπληρούμενον σχέδιον, είναι δια την διεύθυνσιν του έργου επουσιώδες(άχρηστο). Οι εργάται εξάλλου γνωρίζουν, ότι η υπόλοιπος ζωή των βασίζεται επί της συμμετοχής των είς την παραγωγήν. Εάν εκεί αποτύχουν, θα μείνουν αστήρικτοι είς τον κόσμον. Εάν αφοσιωθούν είς το έργον, είς τρόπον ώστε να θέλουν και να πράττουν, μόνον ό,τι προάγει την γενικήν προοπτικήν, κερδίζουν την ζωήν των.
Υποδειγματικώς ανεπτύχθη ή νέα αυτή σχέσις του ανθρώπου προς τον κόσμον εντός της Καθολικής Εκκλησίας. Η εργασία, χειρωνακτική ή πνευματικής φύσεως, απέκτησε μίαν μεταφυσικήν δικαιολογίαν αναλόγως της ικανότητος του ανθρώπου να παραβλέψει την προσωπικήν του ζωήν, πολύ περισσότερον να την δικαιολόγησει δια της συμβολής του εις την εκπλήρωσιν ενός σχεδίου, το οποίον επέβαλλε προ παντός άλλου την ύπακοήν. Η επιδίωξις αυτή του συστήματος, η όργάνωσις της σωτηρίας, η κατάταξις των σωζωμένων, η θέλησις της εξαπλώσεως χάριν της δυνάμεως, επειδή το σύστημα επέτρεπε την άναδίπλωσίν του, την ύπαγωγήν νέων ενοτήτων ως αύξησιν του κύρους της δι όλα αρμοδίας αρχής, η οποία θεωρεί την πειθαρχίαν ως πρώτην αρετήν και προσφέρει την λύτρωσιν ως ανταμοιβή της υποταγής, υπήρξε το ιστορικώς άνευ παραδείγματος και δια την παγκόσμιον έννοιαν της τεχνικής πρόδρομον εύρωπαϊκόν κατόρθωμα της Καθολικής Εκκλησίας. Τούτο εσήμαινεν, ότι δια πρώτην φοράν είς την ιστορίαν η έννοια της εργασίας ως πράξεως κατ' επιταγήν ανελάμβανε να στήριξη την ζωήν π ν ε υ μ α τ ι κ ώ ς.
Εάν είς την Ελλάδα ο άνθρωπος έδικαιολόγησε τον άνθρωπον δια της θεωρίας, εφ' όσον δηλαδή, χωρίς να εργάζεται, έπραττε μίαν εσωτερικήν πράξιν, δια την οποίαν ήτο ο ίδιος υπεύθυνος, αυτήν την φοράν ο άνθρωπος δικαιολογείται δια της πράξεως, εφ' όσον δηλαδή εργαζόμενος συντελεί είς την πραγματοποίησιν αποφάσεων, δια τας οποίας δεν φέρει την εύθύνην. Δια της Καθολικής Εκκλησίας η εργασία εγκαινιάζει την ευρωπαϊκήν της σταδιοδρομίαν ως πνευματικόν θεμέλιον της υπάρξεως. Κατ' αυτόν τον τρόπον η Εκκλησία προετοιμάζει τον Ευρωπαίον δια την υπαγωγήν του αργότερον είς το στράτευμα των κρατών, τα οποία επρόκειτο ν' αφαιρέσουν τα κοσμικά της δικαιώματα και εν συνεχεία δια την τοποθέτησίν του, όπου τον κατέτασσεν ο τεχνικός προγραμματισμός, ώστε η πράξις, την οποίαν δεν διεμόρφωσεν ο ίδιος, να γίνει και ο υλικός και ο πνευματικός όρος της ζωής του.
(Σπ. Κυριαζόπουλος «Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος» Αθήνα 1965, σελ. 160-165)
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου