Της Rosa Maria Marafioti
(καθηγήτρια ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Bergamo)
Εκδόθηκε στη σειρά: «Η σκέψη του Martin Heidegger», Τόμος IV 4, Εκδόσεις Bautz
Απόσπασμα από το κεφάλαιο: 6. Η «θρησκεία» (re-ligio) στη σκέψη του Συμβάντος
Με προμετωπίδα:
Πήγαινε εκεί όπου δεν μπορείς·
δες εκεί όπου δεν βλέπεις·
άκου εκεί όπου τίποτε δεν ηχεί και δεν αντηχεί —
τότε βρίσκεσαι εκεί όπου ο Θεός μιλά.
Angelus Silesius
c) Η «σχέση» (Ver-Hältnis) προς τη «Θεά του Είναι» ( )
[Ο Heidegger γράφει το Είναι διαγεγραμμένο. Η σημασία της διαγραφής εξηγείται πιο κάτω.]
Με τη διατύπωση: «η πιο μακρινή Θεά ως ο αλλοτινός Θεός»299, η οποία απαντά σε μια καταχώριση των Μαύρων Τετραδίων από την εποχή γύρω στο 1950, ο Heidegger διατυπώνει τον οδηγό για την ιστορία του Θείου. Η μορφή του Θεού στην άλλη αρχή – η «Θεά» – θα έπρεπε να αυξήσει300 ή να φέρει σε ανάπτυξη τις δυνατότητες που είχαν παραμείνει κρυμμένες και αποταμιευμένες στον τρόπο φανέρωσης του Θείου στην πρώτη αρχή – «αλλοτινή» –, χωρίς ωστόσο να τις εξαντλήσει· γιατί το «Θείο των Θεών» παραμένει κάθε φορά «μακρινό» και «φυλαγμένο»301, ώστε η ουσία του Θεού να μπορεί να πραγματοποιείται ακόμη περισσότερο, «αλλιώς».
[ΑΛΛΟΣ ΘΕΟΣ. ΕΜΕΙΣ ΜΕΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ]
Ενώ ο «αλλοτινός Θεός» υπήρξε ένας θεμελιώδης χαρακτήρας της ανατολής του Είναι ως Ἀλήθεια, και μέσα στην Ἀλήθεια, η λήθη, δηλαδή η απόκρυψη του Είναι, είχε παραμείνει αδιανόητη, τώρα, με τη «μακρινότερη Θεά», η απόκρυψη θα πρέπει να έρθει στο προσκήνιο· ενώ η θέση του «αλλοτινού Θεού» είχε σταδιακά καταληφθεί από έναν Θεό που έσυρε το Είναι μέσα στη λαμπερή φωτεινότητα της παρουσίας και το υπήγαγε σε μια ολοκληρωτική κυριαρχία, η «μακρινότερη Θεά» θα πρέπει να παραμείνει μέσα στο σκοτάδι, «να διστάζει» και να λάβει τη στάση της εγκράτειας απέναντι στο κρυπτόμενο Είναι, ώστε αυτό να μπορεί να συμβεί (sich ereignen).
Γι’ αυτό ο Heidegger σημειώνει:
«Ο Θεός είναι: η Θεά. Ἀ-λήθεια – Λήθη – Συμβεβηκός (Ereignis).»302
Ο Heidegger ταυτίζει τον «πιο κρυφό Θεό», αυτόν που «προστατεύει το σκοτάδι», με τη «γαλάζια Θεά»303 – τη Θεά που καλύπτεται με πέπλο, η οποία προαναγγέλλει την αυγή ήδη μέσα στο λυκόφως. Επιπλέον, αποκαλεί τη «μακρινότερη Θεά» «τη Διστακτική» και «Θεά τού Δέους»304, της οποίας η «επιφάνεια» συγκεντρώνει τη θεότητά της «στην καθαρή λάμψη του σκοτεινού φωτός»305 και την αποκαλύπτει ως «Αἰδώς – τό Δέος που συγκρατείται μέσα στη χάρη», ενώ η ίδια προορίζεται για ένα «ακόμη πιο εσώτερο Δέος»306, συμβάλλοντας έτσι στη διαφύλαξη της κρυφιότητας του Είναι.
Ενώ στις Συμβολές στη Φιλοσοφία ο Heidegger θεωρεί το πέρασμα του ύστατου Θεού υπεύθυνο για τη στιγμή της άλλης αρχής, στα Μαύρα Τετράδια περιγράφει τη «μακρινότερη Θεά» ως τη φύλακα της «ωρίμασης, χρόνισης» (Zeitigung) του χρόνου. Διότι, καθόσον η Θεά παραμένει σε μακρινή απόσταση, διστάζει, συγκρατείται, δεν προσφέρεται ποτέ μέσα σε καθαρή παρουσία. Η μοναδική της θεϊκότητα συνίσταται επομένως στη συγκράτηση της έλευσής της, η οποία ανοίγει τη διάσταση του μέλλοντος και έτσι συγκεντρώνει και απελευθερώνει τις ακόμη μη ξεδιπλωμένες δυνατότητες του παρελθόντος, καθιστώντας το «γε-νόμενο» (Ge-Wesen, το ον, η ουσία (Wesen) που προηγήθηκε). «Μέσα στην καθαρή έλευση», ως ο τρόπος με τον οποίο η Θεά «παρίσταται» και με τον οποίο συμπίπτει με τον «ερχόμενο Θεό»307, «συμβαίνει» λοιπόν «μέλλον και γε-γονός (Er-eignis) και παρουσία μέσα από την ενότητά τους»308.
Κάθε διάσταση του χρόνου παίζει προς τις άλλες δύο και δημιουργεί τον χώρο για το συμβάν – την «άλλη» ιστορία – του Είναι. Ο Heidegger ορίζει τον κατ’ αυτόν τον τρόπο αναδυόμενο «χώρο-παιχνίδι του χρόνου» ως μια «τοποθεσία», μέσα στην οποία οι άνθρωποι που έχουν οικειωθεί τον θάνατο ή το ίδιο τους το μηδέν κατοικούν στη «γειτονιά» – στην «εγγύτητα» – του κρυπτόμενου Είναι. Ονομάζει, συνεπώς, αυτή την «τοποθεσία» και «εγγύτητα», και τη σκέφτεται ως τον τόπο όπου η αλήθεια του Είναι εκτυλίσσεται σε τέσσερις περιοχές σημασίας – θνητοί και θεοί, γη και ουρανός, συγκεντρωμένα στο «τετραμερές» (Geviert) του κόσμου – εκκινώντας από ένα εξέχον ον, το «πράγμα»309.
Καθόσον η «μακρινότερη Θεά» είναι κάτι σαν η ψυχή όλου του γεγονότος της αλήθειας, ο Heidegger την αποκαλεί επίσης «Θεά της Εγγύτητας»310 και δεν την περιορίζει αποκλειστικά στην περιοχή του Θείου. Η θεότητά της είναι μάλλον η θεϊκή ουσία που, μέσα στην ίαση του «συμβαίνοντος» (Er-eignis, „-eignis“, eigen-κάτι σαν προσεταιρισμένο) της αλήθειας του Είναι – νοούμενης ως «σχέση» (Ver-hältnis, halten: κρατώ) μεταξύ Είναι και Τετραμερούς, μέσω του πράγματος που οι θνητοί σέβονται –, διαφυλάσσει αλώβητα καθένα από τα τέσσερα και ολόκληρη τη μεταξύ τους συνάφεια.
Γι’ αυτό ο Heidegger μιλά για τη «γειτνίαση μέσα στη θεότητα της σχέσης, η οποία, “κρατώντας” αφ’ εαυτής, κρατεί (φυλάσσει) το Είναι μέσα στην ουσία του»312. Επειδή, από τα μέσα της δεκαετίας του 1940, ο Heidegger γράφει τη λέξη «Seyn» διαγεγραμμένη, για να εκφράσει την απόσυρση του ίδιου του Είναι μέσα στο γεγονός της αλήθειάς του μέσω του Τετραμερούς και διά του πράγματος, αποκαλεί τη Θεά «της Σχέσης» επίσης «Θεά του Είναι»313 και τη χαρακτηρίζει ως εκείνη που είναι «πραγματικά εμπιστευμένη στο Είναι»314.[ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΘΗΛΥ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ. ΤΟ ΛΑΤΡΕΨΕ ΚΑΙ Ο ΣΟΛΟΒΙΕΦ ΚΑΙ Ο ΓΙΟΥΝΓΚ].
Ενώ ο «αλλοτινός Θεός» υπήρξε ένας θεμελιώδης χαρακτήρας της ανατολής του Είναι ως Ἀλήθεια, και μέσα στην Ἀλήθεια, η λήθη, δηλαδή η απόκρυψη του Είναι, είχε παραμείνει αδιανόητη, τώρα, με τη «μακρινότερη Θεά», η απόκρυψη θα πρέπει να έρθει στο προσκήνιο· ενώ η θέση του «αλλοτινού Θεού» είχε σταδιακά καταληφθεί από έναν Θεό που έσυρε το Είναι μέσα στη λαμπερή φωτεινότητα της παρουσίας και το υπήγαγε σε μια ολοκληρωτική κυριαρχία, η «μακρινότερη Θεά» θα πρέπει να παραμείνει μέσα στο σκοτάδι, «να διστάζει» και να λάβει τη στάση της εγκράτειας απέναντι στο κρυπτόμενο Είναι, ώστε αυτό να μπορεί να συμβεί (sich ereignen).
Γι’ αυτό ο Heidegger σημειώνει:
«Ο Θεός είναι: η Θεά. Ἀ-λήθεια – Λήθη – Συμβεβηκός (Ereignis).»302
Ο Heidegger ταυτίζει τον «πιο κρυφό Θεό», αυτόν που «προστατεύει το σκοτάδι», με τη «γαλάζια Θεά»303 – τη Θεά που καλύπτεται με πέπλο, η οποία προαναγγέλλει την αυγή ήδη μέσα στο λυκόφως. Επιπλέον, αποκαλεί τη «μακρινότερη Θεά» «τη Διστακτική» και «Θεά τού Δέους»304, της οποίας η «επιφάνεια» συγκεντρώνει τη θεότητά της «στην καθαρή λάμψη του σκοτεινού φωτός»305 και την αποκαλύπτει ως «Αἰδώς – τό Δέος που συγκρατείται μέσα στη χάρη», ενώ η ίδια προορίζεται για ένα «ακόμη πιο εσώτερο Δέος»306, συμβάλλοντας έτσι στη διαφύλαξη της κρυφιότητας του Είναι.
Ενώ στις Συμβολές στη Φιλοσοφία ο Heidegger θεωρεί το πέρασμα του ύστατου Θεού υπεύθυνο για τη στιγμή της άλλης αρχής, στα Μαύρα Τετράδια περιγράφει τη «μακρινότερη Θεά» ως τη φύλακα της «ωρίμασης, χρόνισης» (Zeitigung) του χρόνου. Διότι, καθόσον η Θεά παραμένει σε μακρινή απόσταση, διστάζει, συγκρατείται, δεν προσφέρεται ποτέ μέσα σε καθαρή παρουσία. Η μοναδική της θεϊκότητα συνίσταται επομένως στη συγκράτηση της έλευσής της, η οποία ανοίγει τη διάσταση του μέλλοντος και έτσι συγκεντρώνει και απελευθερώνει τις ακόμη μη ξεδιπλωμένες δυνατότητες του παρελθόντος, καθιστώντας το «γε-νόμενο» (Ge-Wesen, το ον, η ουσία (Wesen) που προηγήθηκε). «Μέσα στην καθαρή έλευση», ως ο τρόπος με τον οποίο η Θεά «παρίσταται» και με τον οποίο συμπίπτει με τον «ερχόμενο Θεό»307, «συμβαίνει» λοιπόν «μέλλον και γε-γονός (Er-eignis) και παρουσία μέσα από την ενότητά τους»308.
Κάθε διάσταση του χρόνου παίζει προς τις άλλες δύο και δημιουργεί τον χώρο για το συμβάν – την «άλλη» ιστορία – του Είναι. Ο Heidegger ορίζει τον κατ’ αυτόν τον τρόπο αναδυόμενο «χώρο-παιχνίδι του χρόνου» ως μια «τοποθεσία», μέσα στην οποία οι άνθρωποι που έχουν οικειωθεί τον θάνατο ή το ίδιο τους το μηδέν κατοικούν στη «γειτονιά» – στην «εγγύτητα» – του κρυπτόμενου Είναι. Ονομάζει, συνεπώς, αυτή την «τοποθεσία» και «εγγύτητα», και τη σκέφτεται ως τον τόπο όπου η αλήθεια του Είναι εκτυλίσσεται σε τέσσερις περιοχές σημασίας – θνητοί και θεοί, γη και ουρανός, συγκεντρωμένα στο «τετραμερές» (Geviert) του κόσμου – εκκινώντας από ένα εξέχον ον, το «πράγμα»309.
Καθόσον η «μακρινότερη Θεά» είναι κάτι σαν η ψυχή όλου του γεγονότος της αλήθειας, ο Heidegger την αποκαλεί επίσης «Θεά της Εγγύτητας»310 και δεν την περιορίζει αποκλειστικά στην περιοχή του Θείου. Η θεότητά της είναι μάλλον η θεϊκή ουσία που, μέσα στην ίαση του «συμβαίνοντος» (Er-eignis, „-eignis“, eigen-κάτι σαν προσεταιρισμένο) της αλήθειας του Είναι – νοούμενης ως «σχέση» (Ver-hältnis, halten: κρατώ) μεταξύ Είναι και Τετραμερούς, μέσω του πράγματος που οι θνητοί σέβονται –, διαφυλάσσει αλώβητα καθένα από τα τέσσερα και ολόκληρη τη μεταξύ τους συνάφεια.
Γι’ αυτό ο Heidegger μιλά για τη «γειτνίαση μέσα στη θεότητα της σχέσης, η οποία, “κρατώντας” αφ’ εαυτής, κρατεί (φυλάσσει) το Είναι μέσα στην ουσία του»312. Επειδή, από τα μέσα της δεκαετίας του 1940, ο Heidegger γράφει τη λέξη «Seyn» διαγεγραμμένη, για να εκφράσει την απόσυρση του ίδιου του Είναι μέσα στο γεγονός της αλήθειάς του μέσω του Τετραμερούς και διά του πράγματος, αποκαλεί τη Θεά «της Σχέσης» επίσης «Θεά του Είναι»313 και τη χαρακτηρίζει ως εκείνη που είναι «πραγματικά εμπιστευμένη στο Είναι»314.[ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΘΗΛΥ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ. ΤΟ ΛΑΤΡΕΨΕ ΚΑΙ Ο ΣΟΛΟΒΙΕΦ ΚΑΙ Ο ΓΙΟΥΝΓΚ].
Ο Heidegger, ο οποίος επεξεργάζεται τις έννοιες του «Τετραμερούς» (Geviert) και της «Σχέσης» (Ver-Hältnis) ξεκινώντας από μια ερμηνεία της λυρικής και θεωρητικής γραφής του Χέλντερλιν,315 υιοθετεί τη μεταφορά του Hölderlin περί νυμφικού εορτασμού, προκειμένου να προσδιορίσει τη σχέση του Είναι προς τη Θεά, ή προς το Θείο που του αρμόζει. Σημειώνει:
«Το βλέμμα που εισέρχεται και η αστραπή της έλευσης του Ποτέ-Ερχόμενου είναι το συμβάν του νυμφικού καθ’ εαυτό, είναι η ουσία της Νύμφης, είναι η Θεά […]. Στη Νύμφη είναι εμπιστευμένη στο Είναι η θεότητα του Θείου.»316
Ο Heidegger είχε ήδη, στη διάλεξη (χειμερινό εξάμηνο 1941/42) και στο δοκίμιο (1943) που είναι αφιερωμένα στον ύμνο του Χέλντερλιν Ανάμνηση (Andenken), σταθεί ιδιαίτερα στον στίχο από το ποίημα Ο Ρήνος:
«Τότε γιορτάζουν το νυμφικό πανηγύρι άνθρωποι και θεοί.»317[ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ]
Είχε εντοπίσει το ιδιάζον αυτού του εορτασμού στο ιερό, το οποίο όμως, στην ομιλία Η γη και ο ουρανός του Χέλντερλιν (1959), δεν θα το συνδέσει με τον γάμο. Εκεί θα επανέλθει στο εικονιστικό σχήμα του γάμου, που απαντά στα ποιήματα Ελλάδα, Ο Ρήνος και Το Βατικανό, και θα εντάξει όλα τα Τέσσερα του Τετραμερούς μέσα στο νυμφικό πανηγύρι με τις ακόλουθες φράσεις:
«Η νύμφη είναι η γη, προς την οποία έρχεται το τραγούδι του ουρανού. […] Ο γάμος είναι το όλο της εσωτερικότητας: γης και ουρανού, ανθρώπων και θεών.»318
Στα Μαύρα Τετράδια των τελών της δεκαετίας του 1940, ο Heidegger υπαινίσσεται έναν «πιο αρχέγονο» γάμο – τη σχέση της θεότητας προς το Είναι, η οποία καθαγιάζει τον γάμο που τελείται από τα Τέσσερα του Τετραμερούς, δηλαδή τη «Σχέση» αυτών μεταξύ τους και προς το ίδιο το Είναι.
Γι’ αυτό ο Heidegger αποκαλεί τη Θεά «την αιώνια Νύμφη»319 και θεωρεί ότι αυτή είναι που παρέχει στον Θεό ή στους θεούς, που μετέχουν στον γάμο του Τετραμερούς, τη θεότητά τους.320
«Το βλέμμα που εισέρχεται και η αστραπή της έλευσης του Ποτέ-Ερχόμενου είναι το συμβάν του νυμφικού καθ’ εαυτό, είναι η ουσία της Νύμφης, είναι η Θεά […]. Στη Νύμφη είναι εμπιστευμένη στο Είναι η θεότητα του Θείου.»316
Ο Heidegger είχε ήδη, στη διάλεξη (χειμερινό εξάμηνο 1941/42) και στο δοκίμιο (1943) που είναι αφιερωμένα στον ύμνο του Χέλντερλιν Ανάμνηση (Andenken), σταθεί ιδιαίτερα στον στίχο από το ποίημα Ο Ρήνος:
«Τότε γιορτάζουν το νυμφικό πανηγύρι άνθρωποι και θεοί.»317[ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ]
Είχε εντοπίσει το ιδιάζον αυτού του εορτασμού στο ιερό, το οποίο όμως, στην ομιλία Η γη και ο ουρανός του Χέλντερλιν (1959), δεν θα το συνδέσει με τον γάμο. Εκεί θα επανέλθει στο εικονιστικό σχήμα του γάμου, που απαντά στα ποιήματα Ελλάδα, Ο Ρήνος και Το Βατικανό, και θα εντάξει όλα τα Τέσσερα του Τετραμερούς μέσα στο νυμφικό πανηγύρι με τις ακόλουθες φράσεις:
«Η νύμφη είναι η γη, προς την οποία έρχεται το τραγούδι του ουρανού. […] Ο γάμος είναι το όλο της εσωτερικότητας: γης και ουρανού, ανθρώπων και θεών.»318
Στα Μαύρα Τετράδια των τελών της δεκαετίας του 1940, ο Heidegger υπαινίσσεται έναν «πιο αρχέγονο» γάμο – τη σχέση της θεότητας προς το Είναι, η οποία καθαγιάζει τον γάμο που τελείται από τα Τέσσερα του Τετραμερούς, δηλαδή τη «Σχέση» αυτών μεταξύ τους και προς το ίδιο το Είναι.
Γι’ αυτό ο Heidegger αποκαλεί τη Θεά «την αιώνια Νύμφη»319 και θεωρεί ότι αυτή είναι που παρέχει στον Θεό ή στους θεούς, που μετέχουν στον γάμο του Τετραμερούς, τη θεότητά τους.320
ΑΣ ΤΟΛΜΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΘΕΑ. ΧΑΝΝΑ ΑΡΕΝΤ.
Σημείωσεις
298 GA 98: 401. Στη σελίδα 405 υπενθιμίζει ο Heidegger, πως «η Α-λήθεια εμφανίζεται ως θεά στον Παρμενίδη».
299 Ebd.: 403; vgl. 411: „Der Gott ist: die Göttin […] die Göttin ist der Gott.“
300 Vgl. ebd.: 405, 411.
301 Zur „Sparnis“ (εξοικονόμηση, vgl. GA 99: 15, 31-32, 34, 47, 105, 116-117, 122, 157.
302 GA 98: 411.
303 Ό.π.: 411· GA 100: 51. Για τη σημασία που αποδίδει ο Heidegger στο χρώμα μπλε, βλ. τις ερμηνείες του για τον Τρακλ και τον Χέλντερλιν στις διαλέξεις Η γλώσσα στο ποίημα. Μια ερμηνεία του ποιήματος του Γκέοργκ Τρακλ (1952) και Η γη και ο ουρανός του Χέλντερλιν (1959) (GA 12: 64–67, 70–78· EH: 169–170).
304 GA 98: 404, 411· πρβλ. 401, 405, 408.
305 Ό.π.: 404. Για τη διαφορά ανάμεσα στο «σκοτάδι» του Θείου, όπως το περιγράφει ο Heidegger, και στη φωτεινότητα του Θεού που ο Έκχαρτ ταυτίζει με το Είναι, βλ. Vinco 2023: 181–183.
306 GA 98: 401, 411· πρβλ. 408· GA 7: 271–273, όπου η αἰδώς ορίζεται ως το κρύπτεσθαι μέσα στην εγκράτεια του εαυτού, το οποίο παραχωρεί η χάρις.
307 GA 98: 402· πρβλ. GA 100: 263. Ο Heidegger υιοθετεί αυτή τη φράση από την ελεγεία του Χέλντερλιν Ψωμί και Οίνος (Brod und Wein, H: 91).
308 GA 98: 405· πρβλ. 409. Για τις τρεις διαστάσεις του χρόνου, βλ. GA 14: 16–20· GA 12: 201–202. Για το μέλλον ή την έλευση, βλ. GA 97: 286, 472–473· GA 98: 389, 405, 408· για το παρόν, βλ. GA 55: 338· GA 97: 472· GA 98: 59· για το γε-γενόμενο (Gewesen), βλ. GA 97: 266, 286· GA 98: 404. Στον όρο Ge-Wesen, ο Heidegger τονίζει το πρόθημα Ge-, που σημαίνει κάτι ενωτικό, προκειμένου να αναδείξει τη συγκέντρωση προς την ίδια την ουσία, η οποία χαρακτηρίζει τη συνοχή του «γε-γενόμενου», εξατομικεύοντας ό,τι διαφυλάσσει από το παρελθόν και εξακολουθεί να το διαρκεί.
309 Για την ετυμολογία της λέξης „Ding“ (η οποία προέρχεται από το thing, που σημαίνει «συνάθροιση»), βλ. όσα αναπτύσσονται στις διαλέξεις Το Πράγμα (Das Ding, 1950) και Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι (Bauen Wohnen Denken, 1951) (GA 7: 155, 176–179). Για τα «Τέσσερα» του «κοσμικού Τετραμερούς», βλ. εκεί: 151–152, 179–180. Για το Τετραμερές ως μετασχηματισμένη αναδιατύπωση των δυϊσμών αποκρυπτότητα – μη αποκρυπτότητα και ουσία – ύπαρξη, βλ. Harman 2007: 132–135.
310 GA 98: 401, 404. Στο GA 97: 312 ο Heidegger ορίζει τον άνθρωπο ως εξής:
«‘Γεωργός’ – […] bowen = ως κατοικείν, αφήνοντας το κατοικείν να ευδοκιμεί […]. Ο γεωργός: – της εγγύτητας: ο Nach-bauer, ο γείτονας του θανάτου.»
Για την εγγύτητα ως την «τέταρτη» (στην πραγματικότητα την «πρώτη», επειδή είναι η αρχέγονη) διάσταση του χρόνου, που φανερώνει τη συνάφειά του με τον χώρο, βλ. GA 14: 20· GA 98: 60· GA 99: 65· GA 100: 257· GA 102: 138, 188.
Για τις όχι πάντοτε αναγνωρισμένες αναλογίες μεταξύ της τετραδιάστατης αντίληψης χώρου-χρόνου του Heidegger και της θεωρίας της σχετικότητας, βλ. Giannetto 2010: 323–349.
311 Πρβλ. GA 98: 255–256, 275–276, 293. Για τις σημασίες αυτής της λέξης, η οποία δηλώνει ένα συγκεντρωμένο κράτημα (φύλαξη) μέσα στο An-sich-Halten, βλ. GA 99: 20· GA 100: 20, καθώς και το Παράρτημα στο Το Πράγμα (Das Ding) στο GA 79: 22.
312 GA 98: 408. Επειδή οι άνθρωποι ανήκουν στη «Σχέση» (Ver-Hältnis), βρίσκονται πάντοτε σε σχέση με τη θεότητα· γι’ αυτό ο Heidegger γράφει:
«Ο Θεός, όσο κι αν είναι μακρινός και κρυμμένος, δεν μας εγκαταλείπει ποτέ – δεν μπορεί να το κάνει, διότι, ως θνητοί, είμαστε εντεταγμένοι μέσα στο Είναι του.» (GA 101: 153–154).
313 GA 98: 408.
314 Ό.π.: 411.
315 Πρβλ. τη χρήση της έκφρασης «άπειρη σχέση» (unendliches Verhältnis) από το δοκίμιο του Χέλντερλιν Περί της Θρησκείας (Über die Religion, Hölderlin 1943: 263) σε EH: 163, 170–177· GA 101: 166, 168.
316 GA 98: 411. Η «εμπιστοσύνη» (Zutrauen) χαρακτηρίζει τη σχέση ανάμεσα στο Είναι (Seyn) και τη θεότητα, όπως ακριβώς η «χρήση ή έθιμο» (Brauch) χαρακτηρίζει τον δεσμό του Είναι με την ανθρώπινη ουσία. Ο Heidegger επικαλείται την εικόνα του νυμφικού εορτασμού από τον Χέλντερλιν, η οποία απαντά στα ποιήματα Ο Ρήνος, Ο Βατικανός και Ελλάδα (πρβλ. H: 147, 253, 256).
317 H: 147. Για την ερμηνεία του Heidegger, βλ. GA 4: 103–107· GA 52: 67–71.
318 EH: 173. Ο Heidegger οφείλει επίσης στον Χέλντερλιν την κατανόησή του για το ἱερόν, όπως μπορεί να συναχθεί από τις ερμηνείες του για τον ποιητή αυτόν. Το ἱερόν νοείται από τον Heidegger ως ο δεσμός ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, εφόσον καθένας από τους δύο δεν μπορεί να πραγματώσει μόνος του τη δική του σχέση προς αυτό (πρβλ. GA 4: 68–69).
319 GA 98: 401.
320 Πρβλ. ό.π.: 411.
300 Vgl. ebd.: 405, 411.
301 Zur „Sparnis“ (εξοικονόμηση, vgl. GA 99: 15, 31-32, 34, 47, 105, 116-117, 122, 157.
302 GA 98: 411.
303 Ό.π.: 411· GA 100: 51. Για τη σημασία που αποδίδει ο Heidegger στο χρώμα μπλε, βλ. τις ερμηνείες του για τον Τρακλ και τον Χέλντερλιν στις διαλέξεις Η γλώσσα στο ποίημα. Μια ερμηνεία του ποιήματος του Γκέοργκ Τρακλ (1952) και Η γη και ο ουρανός του Χέλντερλιν (1959) (GA 12: 64–67, 70–78· EH: 169–170).
304 GA 98: 404, 411· πρβλ. 401, 405, 408.
305 Ό.π.: 404. Για τη διαφορά ανάμεσα στο «σκοτάδι» του Θείου, όπως το περιγράφει ο Heidegger, και στη φωτεινότητα του Θεού που ο Έκχαρτ ταυτίζει με το Είναι, βλ. Vinco 2023: 181–183.
306 GA 98: 401, 411· πρβλ. 408· GA 7: 271–273, όπου η αἰδώς ορίζεται ως το κρύπτεσθαι μέσα στην εγκράτεια του εαυτού, το οποίο παραχωρεί η χάρις.
307 GA 98: 402· πρβλ. GA 100: 263. Ο Heidegger υιοθετεί αυτή τη φράση από την ελεγεία του Χέλντερλιν Ψωμί και Οίνος (Brod und Wein, H: 91).
308 GA 98: 405· πρβλ. 409. Για τις τρεις διαστάσεις του χρόνου, βλ. GA 14: 16–20· GA 12: 201–202. Για το μέλλον ή την έλευση, βλ. GA 97: 286, 472–473· GA 98: 389, 405, 408· για το παρόν, βλ. GA 55: 338· GA 97: 472· GA 98: 59· για το γε-γενόμενο (Gewesen), βλ. GA 97: 266, 286· GA 98: 404. Στον όρο Ge-Wesen, ο Heidegger τονίζει το πρόθημα Ge-, που σημαίνει κάτι ενωτικό, προκειμένου να αναδείξει τη συγκέντρωση προς την ίδια την ουσία, η οποία χαρακτηρίζει τη συνοχή του «γε-γενόμενου», εξατομικεύοντας ό,τι διαφυλάσσει από το παρελθόν και εξακολουθεί να το διαρκεί.
309 Για την ετυμολογία της λέξης „Ding“ (η οποία προέρχεται από το thing, που σημαίνει «συνάθροιση»), βλ. όσα αναπτύσσονται στις διαλέξεις Το Πράγμα (Das Ding, 1950) και Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι (Bauen Wohnen Denken, 1951) (GA 7: 155, 176–179). Για τα «Τέσσερα» του «κοσμικού Τετραμερούς», βλ. εκεί: 151–152, 179–180. Για το Τετραμερές ως μετασχηματισμένη αναδιατύπωση των δυϊσμών αποκρυπτότητα – μη αποκρυπτότητα και ουσία – ύπαρξη, βλ. Harman 2007: 132–135.
310 GA 98: 401, 404. Στο GA 97: 312 ο Heidegger ορίζει τον άνθρωπο ως εξής:
«‘Γεωργός’ – […] bowen = ως κατοικείν, αφήνοντας το κατοικείν να ευδοκιμεί […]. Ο γεωργός: – της εγγύτητας: ο Nach-bauer, ο γείτονας του θανάτου.»
Για την εγγύτητα ως την «τέταρτη» (στην πραγματικότητα την «πρώτη», επειδή είναι η αρχέγονη) διάσταση του χρόνου, που φανερώνει τη συνάφειά του με τον χώρο, βλ. GA 14: 20· GA 98: 60· GA 99: 65· GA 100: 257· GA 102: 138, 188.
Για τις όχι πάντοτε αναγνωρισμένες αναλογίες μεταξύ της τετραδιάστατης αντίληψης χώρου-χρόνου του Heidegger και της θεωρίας της σχετικότητας, βλ. Giannetto 2010: 323–349.
311 Πρβλ. GA 98: 255–256, 275–276, 293. Για τις σημασίες αυτής της λέξης, η οποία δηλώνει ένα συγκεντρωμένο κράτημα (φύλαξη) μέσα στο An-sich-Halten, βλ. GA 99: 20· GA 100: 20, καθώς και το Παράρτημα στο Το Πράγμα (Das Ding) στο GA 79: 22.
312 GA 98: 408. Επειδή οι άνθρωποι ανήκουν στη «Σχέση» (Ver-Hältnis), βρίσκονται πάντοτε σε σχέση με τη θεότητα· γι’ αυτό ο Heidegger γράφει:
«Ο Θεός, όσο κι αν είναι μακρινός και κρυμμένος, δεν μας εγκαταλείπει ποτέ – δεν μπορεί να το κάνει, διότι, ως θνητοί, είμαστε εντεταγμένοι μέσα στο Είναι του.» (GA 101: 153–154).
313 GA 98: 408.
314 Ό.π.: 411.
315 Πρβλ. τη χρήση της έκφρασης «άπειρη σχέση» (unendliches Verhältnis) από το δοκίμιο του Χέλντερλιν Περί της Θρησκείας (Über die Religion, Hölderlin 1943: 263) σε EH: 163, 170–177· GA 101: 166, 168.
316 GA 98: 411. Η «εμπιστοσύνη» (Zutrauen) χαρακτηρίζει τη σχέση ανάμεσα στο Είναι (Seyn) και τη θεότητα, όπως ακριβώς η «χρήση ή έθιμο» (Brauch) χαρακτηρίζει τον δεσμό του Είναι με την ανθρώπινη ουσία. Ο Heidegger επικαλείται την εικόνα του νυμφικού εορτασμού από τον Χέλντερλιν, η οποία απαντά στα ποιήματα Ο Ρήνος, Ο Βατικανός και Ελλάδα (πρβλ. H: 147, 253, 256).
317 H: 147. Για την ερμηνεία του Heidegger, βλ. GA 4: 103–107· GA 52: 67–71.
318 EH: 173. Ο Heidegger οφείλει επίσης στον Χέλντερλιν την κατανόησή του για το ἱερόν, όπως μπορεί να συναχθεί από τις ερμηνείες του για τον ποιητή αυτόν. Το ἱερόν νοείται από τον Heidegger ως ο δεσμός ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, εφόσον καθένας από τους δύο δεν μπορεί να πραγματώσει μόνος του τη δική του σχέση προς αυτό (πρβλ. GA 4: 68–69).
319 GA 98: 401.
320 Πρβλ. ό.π.: 411.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου