Συνέχεια από Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025
Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής 3
Πρώτο Μέρος
Κεφάλαιο Πρώτο
Η παρούσα κατάσταση του σωκρατικού ζητήματος
2. Η κρίση του ρομαντικού παραδείγματος και η «εικόνα του Σωκράτη» (Sokratesbild) του Olof Gigon (συνέχεια)
Ο Gigon, ωστόσο, δεν προχωρεί στην τόλμη των συμπερασμάτων του έως το σημείο να υποστηρίξει ότι, στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., δεν υπήρξε καθόλου ένας ορισμένος Σωκράτης. Για την ύπαρξή του, λέει, γνωρίζουμε κάποια πράγματα που δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση.
«Με βεβαιότητα γνωρίζουμε τη γέννησή του, το επάγγελμα του πατέρα του, ίσως τη συμμετοχή του σε ορισμένες στρατιωτικές εκστρατείες […], αναμφίβολα την πρυτανεία του κατά τη διάρκεια της δίκης εναντίον των στρατηγών της ναυμαχίας των Αργινουσών (406 π.Χ.) και τη δική του δίκη το 399 π.Χ. Αλλά αυτό είναι κυριολεκτικά όλο. Μπορούμε επίσης να προσθέσουμε δύο άλλες πληροφορίες που φαίνονται να διαφεύγουν κάθε κριτικής: δηλαδή, την πίστη του Σωκράτη σε κάτι που ο ίδιος αποκαλούσε δαίμονα και ορισμένα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του. Τίποτα άλλο δεν γνωρίζουμε, και το να θέλουμε να μάθουμε περισσότερα θα ήταν μάταιος κόπος (Umehr wissen zu wollen, ist unfruchtbares Bemühen).»
Το συμπέρασμα του Gigon δεν διαφέρει, στην ουσία, από εκείνο που υποστήριξε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ένας άλλος μελετητής, ο Dupréel, ο οποίος, μάλιστα, δεν δίστασε να αρνηθεί ευθέως την ίδια την ύπαρξη του Σωκράτη:
«Το έργο, η ζωή και ο θάνατος του Σωκράτη είναι καθαρή λογοτεχνική επινόηση. Δεν υπήρξε καμία σωκρατική επανάσταση στη ελληνική σκέψη. Οι διάλογοι συντέθηκαν με βάση έργα γραμμένα τον 5ο αιώνα π.Χ., τα οποία οφείλονται ακριβώς στους σοφιστές, στους κωμικούς και στους ρήτορες.» (M. Dupréel, La légende socratique et les sources de Platon, Βρυξέλλες 1922. Αυτή η θέση συζητήθηκε εκτενώς και ασκήθηκε επ’ αυτής ευγενική κριτική από τον A. Diès, Autour de Platon, Παρίσι 1972, σσ. 182–209, από όπου προέρχεται και η παράθεση. Βλ. επίσης Patzer, Der historische Sokrates, σσ. 173–174. )
Το έργο του Dupréel, το οποίο παρουσίαζε ορισμένες μεθοδολογικές και επιχειρηματολογικές αδυναμίες και το οποίο, προπάντων, εμφανίστηκε σε μια εποχή που το παραδοσιακό παράδειγμα ήταν ακόμη ζωντανό, μπόρεσε τότε να απορριφθεί χωρίς πολλές δυσκολίες ως μια εκκεντρική και τολμηρή απόκλιση μέσα σε ένα σύστημα βεβαιοτήτων, το οποίο, αν και έδειχνε τα πρώτα του ρήγματα, επρόκειτο να παραμείνει σταθερό ακόμη για μερικές δεκαετίες.
Αντίθετα, παρά κάποιες σιωπές, τις κατανοητές αντιστάσεις και ορισμένες σκόπιμες υποτιμήσεις (Βλ. G. Vlastos, Socrates. Ironist and Moral Philosopher, Κέιμπριτζ 1991· Socratic Studies, Κέιμπριτζ 1994· C.D.C. Reeve, Socrates in the “Apology”, Ιντιανάπολις–Κέιμπριτζ 1989· Essays on the Philosophy of Socrates, επιμ. H.H. Benson, Οξφόρδη 1992.Οι μελέτες αυτές κινούνται μέσα στη λογική του παλαιού παραδείγματος.), δεν ήταν και δεν είναι δυνατόν να συμβεί το ίδιο με το έργο του Gigon. Αν και έχει δεχθεί πολλές κριτικές (Βλ. κυρίως J. Patoka, Remarques sur le problème de Socrate, στο «Revue Philosophique de la France et de l'Étranger», τόμ. 139 (1949), σσ. 186–213· A. Maddalena, στο «Rivista di Storia della Filosofia», τόμ. 4 (1949), σσ. 149–153· C.J. de Vogel, Une nouvelle interprétation du problème socratique, στο «Mnemosyne», τόμ. 4 (1951), σσ. 30–39· L. Alfonsi, στο «Paideia», τόμ. 6 (1951), σσ. 251–254.), πρέπει να παραδεχθούμε με νηφαλιότητα ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εναντίον του στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά προς τα συμπεράσματά του, δηλαδή προς την ακραία αξίωση να θεωρηθεί ότι, στην εξέλιξη της ελληνικής σκέψης, η φιλοσοφία του Σωκράτη μπορεί να εκληφθεί ως ένα είδος μυθικής παρεμβολής, την οποία ο ιστορικός έχει καθήκον να απομακρύνει.
Με άλλα λόγια, οι κριτικές αυτές στόχευσαν την αναμφισβήτητα παράδοξη τάση να θελήσει κανείς να εξαλείψει το σωκρατικό πρόβλημα εξαλείφοντας ολοκληρωτικά, αν όχι το πρόσωπο, τουλάχιστον την φιλοσοφική προσωπικότητα του Σωκράτη. Αντιθέτως, οι κριτικές αυτές είχαν μικρή αποτελεσματικότητα στο να αποδυναμώσουν τη διορατική ανάλυση του Gigon σχετικά με τον σωκρατικό διάλογο και τη λογοτεχνική του φύση.
Μάλιστα, ορισμένα έργα που δημοσιεύθηκαν αργότερα κατέληξαν να επιβεβαιώσουν και να καθιερώσουν οριστικά αυτή την ανακάλυψη, μερικές φορές ακόμη και πέρα από τις δηλωμένες προθέσεις των συγγραφέων τους. Αυτό συμβαίνει με το μνημειώδες έργο του Magalhães Vilhena, το οποίο, εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζεται απλώς ως μια τεράστια αποτύπωση της κατάστασης του σωκρατικού ζητήματος.
Πράγματι, αφού εξέτασε την πλατωνική, τη ξενοφώντεια και την αριστοτελική πηγή, σε έναν πυκνό και συνεχή διάλογο με ολόκληρη τη σχετική κριτική βιβλιογραφία, και αυτός ο μελετητής αναγκάζεται να καταλήξει στο ότι σε καμία περίπτωση δεν βρισκόμαστε ενώπιον του ιστορικού Σωκράτη, αλλά πάντοτε ενώπιον του Σωκράτη ως δραματικού προσώπου.
Αν και ξεκινά από λιγότερο σκεπτικιστικές προϋποθέσεις από εκείνες του Gigon και παρότι αναγνωρίζει ότι ανάμεσα στους διάφορους θρύλους που άνθισαν στο όνομα του Σωκράτη κάποιος ίσως να μας επιστρέφει έναν πιο αληθινό Σωκράτη από άλλους (Δηλαδή, ακριβώς η πλατωνική (πηγή), όπως αποδεικνύει ο συγγραφέας στο συμπληρωματικό του έργο Socrate et la légende platonicienne, Παρίσι 1952), ο Magalhães Vilhena καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν προνομιούχες μαρτυρίες, διότι καμία από αυτές δεν μας αποδίδει τον ιστορικό Σωκράτη.
Η ποιητικότητα των σωκρατικών πηγών βρήκε περαιτέρω επιβεβαίωση και στις μελέτες του Chroust, ο οποίος, αν και ειδικεύεται στον Ξενοφώντα και πιστεύει ότι η προσωπικότητα του Σωκράτη πρέπει να υπήρξε εξαιρετική για να γίνει σημείο αναφοράς ολόκληρης μιας λογοτεχνικής παράδοσης, ο Chroust καταλήγει στο ότι το σωκρατικό ζήτημα είναι ένα άλυτο πρόβλημα και ότι μας διαφεύγουν οι λόγοι για τους οποίους ο Σωκράτης επιλέχθηκε ως πρωταγωνιστής της μεγάλης φιλοσοφικής και λογοτεχνικής παράδοσης που γνωρίζουμε (Βλ. A.H. Chroust, Socrates. Man and Myth. The Two Socratic Apologies of Xenophon, Λονδίνο 1957, σ. XIII:
«Το ότι έζησε κάποιος άνδρας ονομαζόμενος Σωκράτης, δεν θα αμφισβητηθεί· το ότι ο άνδρας αυτός, ο Σωκράτης, υπήρξε κάπως ασυνήθιστο πρόσωπο, μπορούμε να το συμπεράνουμε από το γεγονός ότι έγινε το κεντρικό πρόσωπο ενός σημαντικού και κατά διαστήματα λαμπρού είδους αρχαίας λογοτεχνίας. Όμως οι αληθινοί λόγοι ή τα πραγματικά περιστατικά που μπορεί να ώθησαν τους σωκρατικούς συγγραφείς να τον καταστήσουν κεντρικό πρόσωπο σε πολλά από τα σημαντικότερα έργα τους, δεν μπορούν πλέον να εξακριβωθούν από αυτή τη σωκρατική γραμματεία, αν και ενίοτε μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά σε μερικά από αυτά τα γεγονότα. Κατά κάποιον τρόπο, ο Σωκράτης της σωκρατικής παράδοσης είναι τόσο αόριστος και απροσδιόριστος όσο και ένα μεγάλο γεγονός για το οποίο έχουμε κάποια γνώση, αλλά που δεν μπορούμε να το ορίσουμε με ακρίβεια. Ο αληθινός ιστορικός, όταν προσεγγίζει το σωκρατικό πρόβλημα, βρίσκεται αντιμέτωπος με το απεγνωσμένα δύσκολο έργο όχι μόνο να εξακριβώσει τι είναι γεγονός και τι είναι μυθοπλασία μέσα σε αυτό το πρόβλημα, αλλά και να αντιπαραβάλει το γεγονός με τη φαντασία. Ακολουθώντας αυτή την πορεία, θα συνειδητοποιήσει σύντομα ότι τα σωζόμενα αρχαία Socratica δεν είναι ιστοριογραφία ή βιογραφία, αλλά μάλλον ποίηση ή παραβολή. Επομένως, τα Socratica αυτά πρέπει να κατανοηθούν και να ερμηνευθούν υπό το φως εκείνων των αρχών που εφαρμόζονται στην ποίηση μάλλον παρά στην ιστορία και στην ιστοριογραφία.» Ιδιαίτερα βλ. σ. 205.).
Εν ολίγοις, παραμένει το γεγονός ότι ο Gigon έθεσε οριστικά εκτός συζήτησης την παραδοσιακή διαλεκτική ανάμεσα στις πηγές που θεωρούνταν προνομιούχες για τη γνώση του Σωκράτη, δηλαδή εκείνο που, για συντομία, ονομάσαμε το «σχήμα του Schleiermacher».
Ό,τι κι αν θέλει ή μπορεί κανείς να σκεφθεί για τα συμπεράσματά του, είναι αναμφισβήτητο ότι ο Gigon είχε το προτέρημα να υπονομεύσει, να διαβρώσει και να καταρρίψει το παλαιό αυτό παράδειγμα και όλες τις σχετικές βεβαιότητες που εξαρτιόνταν από αυτό.
Γι’ αυτό, το βιβλίο του έκλεισε πραγματικά μια εποχή στην ιστορία της σωκρατικής ιστοριογραφίας και άνοιξε μιαν άλλη.
Από όσα ειπώθηκαν κατανοούμε γιατί, μετά τον Gigon, δεν είναι πλέον δυνατό να αποδοθεί οποιαδήποτε αξία σε μια μελέτη για τον Σωκράτη η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της τα αποτελέσματα που μόλις αναλύσαμε και συζητήσαμε, και η οποία δεν αποδέχεται την πρόκληση να αντιμετωπίσει τον Gigon στο ίδιο του το πεδίο (Βλ. επίσης A. Capizzi, Il problema socratico, στο περιοδικό Sophia, τόμ. 25 (1957), σσ. 199–207.).
Βεβαίως, η επιχείρηση όποιου επιχειρεί να γράψει για τον Σωκράτη μετά τον Gigon παραμένει εξαιρετικά δύσκολη, διότι αυτός που την αναλαμβάνει δεν έχει απλώς να λύσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα (ένα puzzle, θα έλεγε ο Kuhn) το οποίο εντάσσεται μέσα σε ένα ήδη κωδικοποιημένο ερμηνευτικό παράδειγμα, όπως συμβαίνει στις «κανονικές» περιόδους της επιστημονικής έρευνας.
Όποιος γράφει για τον Σωκράτη μετά τον Gigon είναι υποχρεωμένος να αναλάβει ένα πολύ πιο βαρύ έργο απ’ ό,τι στο παρελθόν, διότι, ενώ διεξάγει στην πράξη την έρευνα, πρέπει ταυτόχρονα να θέσει νέα σημεία αναφοράς που θα αντικαταστήσουν εκείνα που πλέον έχουν χαθεί, να βρει νέες συντεταγμένες και, τελικά, να προσπαθήσει να κάνει και ό,τι ο Gigon, καταστρέφοντας το ρομαντικό παράδειγμα, απλώς παραιτήθηκε από το να κάνει ή το έκανε με τον πιο απλό (θα λέγαμε σχεδόν απλουστευτικό) τρόπο, δηλαδή εξαλείφοντας την ίδια τη φιλοσοφική προσωπικότητα του Σωκράτη.
Εν ολίγοις, σε μια «εξαιρετική» φάση της έρευνας, όπως αυτή που άνοιξε μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Gigon, ο μελετητής του Σωκράτη οφείλει επίσης να προσπαθήσει, με κάποιον τρόπο, να καλύψει το κενό που άφησε το παραδοσιακό παράδειγμα και να προσφέρει τη δική του συμβολή — μικρή ή μεγάλη — στη νέα του διαμόρφωση.
Συνεχίζεται με:
3. Η αναζήτηση ενός νέου παραδείγματος στις σωκρατικές μελέτες μετά τον Gigon
Πρώτο Μέρος
Κεφάλαιο Πρώτο
Η παρούσα κατάσταση του σωκρατικού ζητήματος
2. Η κρίση του ρομαντικού παραδείγματος και η «εικόνα του Σωκράτη» (Sokratesbild) του Olof Gigon (συνέχεια)
Ο Gigon, ωστόσο, δεν προχωρεί στην τόλμη των συμπερασμάτων του έως το σημείο να υποστηρίξει ότι, στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., δεν υπήρξε καθόλου ένας ορισμένος Σωκράτης. Για την ύπαρξή του, λέει, γνωρίζουμε κάποια πράγματα που δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση.
«Με βεβαιότητα γνωρίζουμε τη γέννησή του, το επάγγελμα του πατέρα του, ίσως τη συμμετοχή του σε ορισμένες στρατιωτικές εκστρατείες […], αναμφίβολα την πρυτανεία του κατά τη διάρκεια της δίκης εναντίον των στρατηγών της ναυμαχίας των Αργινουσών (406 π.Χ.) και τη δική του δίκη το 399 π.Χ. Αλλά αυτό είναι κυριολεκτικά όλο. Μπορούμε επίσης να προσθέσουμε δύο άλλες πληροφορίες που φαίνονται να διαφεύγουν κάθε κριτικής: δηλαδή, την πίστη του Σωκράτη σε κάτι που ο ίδιος αποκαλούσε δαίμονα και ορισμένα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του. Τίποτα άλλο δεν γνωρίζουμε, και το να θέλουμε να μάθουμε περισσότερα θα ήταν μάταιος κόπος (Umehr wissen zu wollen, ist unfruchtbares Bemühen).»
Το συμπέρασμα του Gigon δεν διαφέρει, στην ουσία, από εκείνο που υποστήριξε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ένας άλλος μελετητής, ο Dupréel, ο οποίος, μάλιστα, δεν δίστασε να αρνηθεί ευθέως την ίδια την ύπαρξη του Σωκράτη:
«Το έργο, η ζωή και ο θάνατος του Σωκράτη είναι καθαρή λογοτεχνική επινόηση. Δεν υπήρξε καμία σωκρατική επανάσταση στη ελληνική σκέψη. Οι διάλογοι συντέθηκαν με βάση έργα γραμμένα τον 5ο αιώνα π.Χ., τα οποία οφείλονται ακριβώς στους σοφιστές, στους κωμικούς και στους ρήτορες.» (M. Dupréel, La légende socratique et les sources de Platon, Βρυξέλλες 1922. Αυτή η θέση συζητήθηκε εκτενώς και ασκήθηκε επ’ αυτής ευγενική κριτική από τον A. Diès, Autour de Platon, Παρίσι 1972, σσ. 182–209, από όπου προέρχεται και η παράθεση. Βλ. επίσης Patzer, Der historische Sokrates, σσ. 173–174. )
Το έργο του Dupréel, το οποίο παρουσίαζε ορισμένες μεθοδολογικές και επιχειρηματολογικές αδυναμίες και το οποίο, προπάντων, εμφανίστηκε σε μια εποχή που το παραδοσιακό παράδειγμα ήταν ακόμη ζωντανό, μπόρεσε τότε να απορριφθεί χωρίς πολλές δυσκολίες ως μια εκκεντρική και τολμηρή απόκλιση μέσα σε ένα σύστημα βεβαιοτήτων, το οποίο, αν και έδειχνε τα πρώτα του ρήγματα, επρόκειτο να παραμείνει σταθερό ακόμη για μερικές δεκαετίες.
Αντίθετα, παρά κάποιες σιωπές, τις κατανοητές αντιστάσεις και ορισμένες σκόπιμες υποτιμήσεις (Βλ. G. Vlastos, Socrates. Ironist and Moral Philosopher, Κέιμπριτζ 1991· Socratic Studies, Κέιμπριτζ 1994· C.D.C. Reeve, Socrates in the “Apology”, Ιντιανάπολις–Κέιμπριτζ 1989· Essays on the Philosophy of Socrates, επιμ. H.H. Benson, Οξφόρδη 1992.Οι μελέτες αυτές κινούνται μέσα στη λογική του παλαιού παραδείγματος.), δεν ήταν και δεν είναι δυνατόν να συμβεί το ίδιο με το έργο του Gigon. Αν και έχει δεχθεί πολλές κριτικές (Βλ. κυρίως J. Patoka, Remarques sur le problème de Socrate, στο «Revue Philosophique de la France et de l'Étranger», τόμ. 139 (1949), σσ. 186–213· A. Maddalena, στο «Rivista di Storia della Filosofia», τόμ. 4 (1949), σσ. 149–153· C.J. de Vogel, Une nouvelle interprétation du problème socratique, στο «Mnemosyne», τόμ. 4 (1951), σσ. 30–39· L. Alfonsi, στο «Paideia», τόμ. 6 (1951), σσ. 251–254.), πρέπει να παραδεχθούμε με νηφαλιότητα ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εναντίον του στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά προς τα συμπεράσματά του, δηλαδή προς την ακραία αξίωση να θεωρηθεί ότι, στην εξέλιξη της ελληνικής σκέψης, η φιλοσοφία του Σωκράτη μπορεί να εκληφθεί ως ένα είδος μυθικής παρεμβολής, την οποία ο ιστορικός έχει καθήκον να απομακρύνει.
Με άλλα λόγια, οι κριτικές αυτές στόχευσαν την αναμφισβήτητα παράδοξη τάση να θελήσει κανείς να εξαλείψει το σωκρατικό πρόβλημα εξαλείφοντας ολοκληρωτικά, αν όχι το πρόσωπο, τουλάχιστον την φιλοσοφική προσωπικότητα του Σωκράτη. Αντιθέτως, οι κριτικές αυτές είχαν μικρή αποτελεσματικότητα στο να αποδυναμώσουν τη διορατική ανάλυση του Gigon σχετικά με τον σωκρατικό διάλογο και τη λογοτεχνική του φύση.
Μάλιστα, ορισμένα έργα που δημοσιεύθηκαν αργότερα κατέληξαν να επιβεβαιώσουν και να καθιερώσουν οριστικά αυτή την ανακάλυψη, μερικές φορές ακόμη και πέρα από τις δηλωμένες προθέσεις των συγγραφέων τους. Αυτό συμβαίνει με το μνημειώδες έργο του Magalhães Vilhena, το οποίο, εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζεται απλώς ως μια τεράστια αποτύπωση της κατάστασης του σωκρατικού ζητήματος.
Πράγματι, αφού εξέτασε την πλατωνική, τη ξενοφώντεια και την αριστοτελική πηγή, σε έναν πυκνό και συνεχή διάλογο με ολόκληρη τη σχετική κριτική βιβλιογραφία, και αυτός ο μελετητής αναγκάζεται να καταλήξει στο ότι σε καμία περίπτωση δεν βρισκόμαστε ενώπιον του ιστορικού Σωκράτη, αλλά πάντοτε ενώπιον του Σωκράτη ως δραματικού προσώπου.
Αν και ξεκινά από λιγότερο σκεπτικιστικές προϋποθέσεις από εκείνες του Gigon και παρότι αναγνωρίζει ότι ανάμεσα στους διάφορους θρύλους που άνθισαν στο όνομα του Σωκράτη κάποιος ίσως να μας επιστρέφει έναν πιο αληθινό Σωκράτη από άλλους (Δηλαδή, ακριβώς η πλατωνική (πηγή), όπως αποδεικνύει ο συγγραφέας στο συμπληρωματικό του έργο Socrate et la légende platonicienne, Παρίσι 1952), ο Magalhães Vilhena καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν προνομιούχες μαρτυρίες, διότι καμία από αυτές δεν μας αποδίδει τον ιστορικό Σωκράτη.
Η ποιητικότητα των σωκρατικών πηγών βρήκε περαιτέρω επιβεβαίωση και στις μελέτες του Chroust, ο οποίος, αν και ειδικεύεται στον Ξενοφώντα και πιστεύει ότι η προσωπικότητα του Σωκράτη πρέπει να υπήρξε εξαιρετική για να γίνει σημείο αναφοράς ολόκληρης μιας λογοτεχνικής παράδοσης, ο Chroust καταλήγει στο ότι το σωκρατικό ζήτημα είναι ένα άλυτο πρόβλημα και ότι μας διαφεύγουν οι λόγοι για τους οποίους ο Σωκράτης επιλέχθηκε ως πρωταγωνιστής της μεγάλης φιλοσοφικής και λογοτεχνικής παράδοσης που γνωρίζουμε (Βλ. A.H. Chroust, Socrates. Man and Myth. The Two Socratic Apologies of Xenophon, Λονδίνο 1957, σ. XIII:
«Το ότι έζησε κάποιος άνδρας ονομαζόμενος Σωκράτης, δεν θα αμφισβητηθεί· το ότι ο άνδρας αυτός, ο Σωκράτης, υπήρξε κάπως ασυνήθιστο πρόσωπο, μπορούμε να το συμπεράνουμε από το γεγονός ότι έγινε το κεντρικό πρόσωπο ενός σημαντικού και κατά διαστήματα λαμπρού είδους αρχαίας λογοτεχνίας. Όμως οι αληθινοί λόγοι ή τα πραγματικά περιστατικά που μπορεί να ώθησαν τους σωκρατικούς συγγραφείς να τον καταστήσουν κεντρικό πρόσωπο σε πολλά από τα σημαντικότερα έργα τους, δεν μπορούν πλέον να εξακριβωθούν από αυτή τη σωκρατική γραμματεία, αν και ενίοτε μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά σε μερικά από αυτά τα γεγονότα. Κατά κάποιον τρόπο, ο Σωκράτης της σωκρατικής παράδοσης είναι τόσο αόριστος και απροσδιόριστος όσο και ένα μεγάλο γεγονός για το οποίο έχουμε κάποια γνώση, αλλά που δεν μπορούμε να το ορίσουμε με ακρίβεια. Ο αληθινός ιστορικός, όταν προσεγγίζει το σωκρατικό πρόβλημα, βρίσκεται αντιμέτωπος με το απεγνωσμένα δύσκολο έργο όχι μόνο να εξακριβώσει τι είναι γεγονός και τι είναι μυθοπλασία μέσα σε αυτό το πρόβλημα, αλλά και να αντιπαραβάλει το γεγονός με τη φαντασία. Ακολουθώντας αυτή την πορεία, θα συνειδητοποιήσει σύντομα ότι τα σωζόμενα αρχαία Socratica δεν είναι ιστοριογραφία ή βιογραφία, αλλά μάλλον ποίηση ή παραβολή. Επομένως, τα Socratica αυτά πρέπει να κατανοηθούν και να ερμηνευθούν υπό το φως εκείνων των αρχών που εφαρμόζονται στην ποίηση μάλλον παρά στην ιστορία και στην ιστοριογραφία.» Ιδιαίτερα βλ. σ. 205.).
Εν ολίγοις, παραμένει το γεγονός ότι ο Gigon έθεσε οριστικά εκτός συζήτησης την παραδοσιακή διαλεκτική ανάμεσα στις πηγές που θεωρούνταν προνομιούχες για τη γνώση του Σωκράτη, δηλαδή εκείνο που, για συντομία, ονομάσαμε το «σχήμα του Schleiermacher».
Ό,τι κι αν θέλει ή μπορεί κανείς να σκεφθεί για τα συμπεράσματά του, είναι αναμφισβήτητο ότι ο Gigon είχε το προτέρημα να υπονομεύσει, να διαβρώσει και να καταρρίψει το παλαιό αυτό παράδειγμα και όλες τις σχετικές βεβαιότητες που εξαρτιόνταν από αυτό.
Γι’ αυτό, το βιβλίο του έκλεισε πραγματικά μια εποχή στην ιστορία της σωκρατικής ιστοριογραφίας και άνοιξε μιαν άλλη.
Από όσα ειπώθηκαν κατανοούμε γιατί, μετά τον Gigon, δεν είναι πλέον δυνατό να αποδοθεί οποιαδήποτε αξία σε μια μελέτη για τον Σωκράτη η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της τα αποτελέσματα που μόλις αναλύσαμε και συζητήσαμε, και η οποία δεν αποδέχεται την πρόκληση να αντιμετωπίσει τον Gigon στο ίδιο του το πεδίο (Βλ. επίσης A. Capizzi, Il problema socratico, στο περιοδικό Sophia, τόμ. 25 (1957), σσ. 199–207.).
Βεβαίως, η επιχείρηση όποιου επιχειρεί να γράψει για τον Σωκράτη μετά τον Gigon παραμένει εξαιρετικά δύσκολη, διότι αυτός που την αναλαμβάνει δεν έχει απλώς να λύσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα (ένα puzzle, θα έλεγε ο Kuhn) το οποίο εντάσσεται μέσα σε ένα ήδη κωδικοποιημένο ερμηνευτικό παράδειγμα, όπως συμβαίνει στις «κανονικές» περιόδους της επιστημονικής έρευνας.
Όποιος γράφει για τον Σωκράτη μετά τον Gigon είναι υποχρεωμένος να αναλάβει ένα πολύ πιο βαρύ έργο απ’ ό,τι στο παρελθόν, διότι, ενώ διεξάγει στην πράξη την έρευνα, πρέπει ταυτόχρονα να θέσει νέα σημεία αναφοράς που θα αντικαταστήσουν εκείνα που πλέον έχουν χαθεί, να βρει νέες συντεταγμένες και, τελικά, να προσπαθήσει να κάνει και ό,τι ο Gigon, καταστρέφοντας το ρομαντικό παράδειγμα, απλώς παραιτήθηκε από το να κάνει ή το έκανε με τον πιο απλό (θα λέγαμε σχεδόν απλουστευτικό) τρόπο, δηλαδή εξαλείφοντας την ίδια τη φιλοσοφική προσωπικότητα του Σωκράτη.
Εν ολίγοις, σε μια «εξαιρετική» φάση της έρευνας, όπως αυτή που άνοιξε μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Gigon, ο μελετητής του Σωκράτη οφείλει επίσης να προσπαθήσει, με κάποιον τρόπο, να καλύψει το κενό που άφησε το παραδοσιακό παράδειγμα και να προσφέρει τη δική του συμβολή — μικρή ή μεγάλη — στη νέα του διαμόρφωση.
Συνεχίζεται με:
3. Η αναζήτηση ενός νέου παραδείγματος στις σωκρατικές μελέτες μετά τον Gigon
ΣΤΗΝ ΦΤΩΧΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΑΜΕ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΨΥΧΗ, ΤΗΝ ΕΠΙΝΟΗΣΕ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ. ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΩΝ ΑΘΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΩΝ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΥΙΟΘΕΤΗΣΑΝ ΤΗΝ ΚΕΝΩΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΟΥΝ ΤΟ ΕΓΩ ΤΟΥΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου