Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Μηδενισμός 5

Συνέχεια από Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025


Μηδενισμός 5
Του Franco Volpi, εκδόσεις Editori Laterza, 1996

Κεφάλαιο Τέταρτο
Ο μηδενισμός με κοινωνική και πολιτική έννοια και η γαλλική του προέλευση


Στην επιθυμία του να ξαναβρεί τους χαμένους του αγγέλους, ο άνθρωπος καταδιώκει σκιές κολάσεως.

Η νέα σημασία της έννοιας, χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει μια κατάσταση της κοινωνίας που πρέπει να ξεπεραστεί, μπορεί να εντοπιστεί στο έργο του μοναδικού μεγάλου ρομαντικού στοχαστή καθολικής ομολογίας, δηλαδή του Franz von Baader. Περισσότερο παρά από τις ιδεαλιστικο-ρομαντικές συζητήσεις, ο Baader αντλεί την έννοια του μηδενισμού από τη γαλλική παράδοση, ιδίως από τον Joseph de Maistre, και τη χρησιμοποιεί σε δύο κείμενά του: στο άρθρο Περί καθολικισμού και προτεσταντισμού (Über Katholicismus und Protestantismus, 1824) και στην ακαδημαϊκή προμετωπίδα Περί της ελευθερίας της νόησης (Über die Freiheit der Intelligenz, 1826).

Στο πρώτο κείμενο, ο Baader υποστηρίζει ότι ο προτεσταντισμός γέννησε, αφενός, έναν «επιστημονικό, καταστροφικό μηδενισμό» και, αφετέρου, έναν «μη επιστημονικό, διαχωριστικό ευσεβισμό (μυστικισμό)». Καθήκον του καθολικισμού είναι να αντιπαλέψει και τις δύο αυτές τάσεις, ιδιαίτερα την πρώτη, αποκαθιστώντας «την έννοια της αυθεντίας υπό εκκλησιαστική, πολιτική και επιστημονική έννοια, απέναντι σε κάθε αμφιβολία ή διαμαρτυρία, παλαιά ή νέα» (Baader, 1851: 76).

Ο μηδενισμός ταυτίζεται εδώ με τη διάλυση των "ιερών αληθειών", δηλαδή με την καταστροφή των παραδοσιακών θεσμών και κανόνων στη λειτουργία τους ως αρχών κοινωνικής συνοχής. Η αιτία αυτού του μηδενισμού εντοπίζεται στην ανεξέλεγκτη άσκηση της επιστημονικής λογικότητας.

Στην ακαδημαϊκή του προμετωπίδα του 1826, αυτή η σημασία του όρου προσδιορίζεται ακόμη περισσότερο. Ο «μηδενισμός» ορίζεται εδώ ως «κατάχρηση της νόησης καταστροφική για τη θρησκεία» και συνδέεται με τον «σκοταδισμό», δηλαδή με την «εξίσου επιλήψιμη παρεμπόδιση της χρήσης της, προερχόμενη εν μέρει από τον φόβο για τη γνώση, εν μέρει από την περιφρόνηση προς αυτήν» (Baader, 1851: 149).

Ο μηδενισμός και ο σκοταδισμός, θεωρούμενοι αντίστοιχα ως συνέπειες της υπερβολικά ελεύθερης ή της υπερβολικά περιορισμένης χρήσης του λόγου, στιγματίζονται και οι δύο αυστηρά ως συμπτώματα εκφυλισμού και αποσύνθεσης της θρησκευτικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Ακόμη και σε αυτό το προγραμματικό κείμενο, ο Baader θεωρεί ότι πρέπει να επέμβει κανείς ενάντια στις «μηδενιστικές» τάσεις που υπάρχουν στην κοινωνία, και ότι η δύναμη ικανή να τις αντιμετωπίσει είναι ο καθολικισμός: αυτός οφείλει να οργανωθεί, επιδιώκοντας να τις υπερβεί μέσω μιας συμφιλίωσης επιστήμης και θρησκείας.

Ανήσυχος για τα ίδια αποσυνθετικά αποτελέσματα του μηδενισμού εμφανίζεται και ο Juan Donoso Cortés. Στο έργο του Ensayo sobre el catolicismo, el liberalismo y el socialismo (1851) κατηγορεί τους Γάλλους σοσιαλιστές, ιδίως τον Proudhon, για μηδενισμό. Από την άποψη αυτού του πρίγκιπα των αντεπαναστατικών συντηρητικών, ο μηδενισμός δεν είναι παρά μία από τις πολλές διεστραμμένες μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται ο ορθολογισμός, δηλαδή ο διαφωτισμός, και οι οποίες είναι: «Δεϊσμός, πανθεϊσμός, ουμανιταρισμός, μανιχαϊσμός, μοιρολατρία, σκεπτικισμός, αθεϊσμός» (Donoso Cortés, 1972: 254).

Ο μηδενισμός, κατά τον Donoso Cortés, πρέπει να αντιμετωπιστεί και να καταπολεμηθεί, καθώς οδηγεί στην άρνηση τόσο της θείας όσο και της ανθρώπινης διακυβέρνησης του κόσμου (Donoso Cortés, 1972: 357).

Σε αυτούς τους συγγραφείς, εχθρικούς προς τον Διαφωτισμό και την Επανάσταση, αναδεικνύεται η χρήση του όρου «μηδενισμός» ως κατηγορίας κοινωνικής ανάλυσης και κριτικής. Ωστόσο, η λέξη είχε ήδη χρησιμοποιηθεί με αυτή την έννοια, από τα τέλη του 18ου αιώνα και εξής, στη γαλλόφωνη περιοχή, όπου είναι πιθανό ότι ήδη ο Jacobi, έχοντας διαμείνει επανειλημμένα στο Παρίσι, είχε την ευκαιρία να την υιοθετήσει.

Στην κουλτούρα της Γαλλικής Επανάστασης, ο χαρακτηρισμός «μηδενιστής» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει εκείνους που δεν ήταν “ούτε υπέρ ούτε κατά της Επανάστασης”. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Anacharsis Cloots —μέλος της Συμβατικής Συνέλευσης— σε λόγο του στις 26 Δεκεμβρίου 1793 είχε δηλώσει ότι «η Δημοκρατία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν είναι ούτε θεϊστική ούτε αθεϊστική, είναι μηδενιστική».

Και ακριβώς στη Γαλλία του Διαφωτισμού και της Επανάστασης γεννήθηκε μια σκέψη, εκείνη του μαρκησίου de Sade, που παρουσιάζεται ως μία από τις πιο ριζοσπαστικές μορφές άθεου και υλιστικού μηδενισμού. Στα μυθιστορήματά του, αλλά και στους δύο φιλοσοφικούς του διαλόγους (Dialogue entre un prêtre et un moribond, 1782, και La Philosophie dans le boudoir, 1795), ο Sade σκηνοθετεί, με ακόλαστη φαντασία, όλες τις διαβρωτικές και ολέθριες συνέπειες που συνεπάγεται η μηδενιστική του αντίληψη για τη Φύση και τη Λογική, όσον αφορά τα ήθη και την κοινωνία.

Ήδη από την αρχή, δηλαδή από την απάντηση του ετοιμοθάνατου στον ιερέα που περιλαμβάνεται στον ομώνυμο διάλογο, ο μηδενισμός του διατυπώνεται ως μεταφυσικό συμπέρασμα ενός συνεπούς υλιστικού ορθολογισμού:

«Ποιο σύστημα, φίλε μου; Εκείνο του μηδενός. Ποτέ δεν με τρόμαξε και δεν βλέπω σ’ αυτό τίποτε άλλο παρά κάτι απλό και παρηγορητικό. Όλα τα άλλα συστήματα είναι έργα της υπερηφάνειας· αυτό μόνο είναι της λογικής. Εξάλλου, δεν είναι ούτε μισητό ούτε απόλυτο· δεν έχω μπροστά στα μάτια μου τις αιώνιες γεννήσεις και αναγεννήσεις της φύσης; Τίποτε δεν χάνεται, φίλε μου, τίποτε δεν καταστρέφεται στον κόσμο (...) Πώς μπορείς να υπερασπιστείς την καλοσύνη του λεγόμενου θεού σου με αυτό το σύστημα;» (Sade, 1976: 20).

Ανεξάρτητα από μια ακριβή γνώση αυτών και άλλων εμφανίσεων της έννοιας και του προβλήματος, ήταν ήδη τότε σαφές ότι, όπως η Επανάσταση, έτσι και ο «μηδενισμός» ήταν φαινόμενα γαλλικής προέλευσης. Το επισημαίνει ο ήδη αναφερθείς Wilhelm Traugott Krug στο έργο του Γενικό λεξικό των φιλοσοφικών επιστημών (Allgemeines Handwörterbuch der philosophischen Wissenschaften).

Καταρχάς, δίνει τόν εξής ορισμό του μηδενισμού:

«Nihil est — τίποτα δεν υπάρχει — είναι μια δήλωση που αυτοκαταστρέφεται και που έχει ονομαστεί επίσης μηδενισμός. Πράγματι, αν το τίποτα υπήρχε, δεν θα μπορούσε κανείς ούτε να το δηλώσει» (Krug, 1969: III, 63).

Και σε ένα συμπλήρωμα του έργου του σημειώνει:


«Στα γαλλικά “nihiliste” ονομάζεται επίσης εκείνος που, μέσα στην κοινωνία —και ιδιαίτερα στη μικροαστική— δεν έχει καμία σημασία (που είναι απλώς αριθμός, αλλά δεν έχει ούτε βάρος ούτε αξία), και επίσης εκείνος που, σε ζητήματα θρησκείας, δεν πιστεύει σε τίποτα. Αυτοί οι κοινωνικοί ή πολιτικοί και θρησκευτικοί μηδενιστές είναι πολύ πιο πολυάριθμοι από τους φιλοσοφικούς ή μεταφυσικούς μηδενιστές, που θέλουν να εξαλείψουν καθετί που υπάρχει» (Krug, 1969: V, II, 83).

Η πηγή από την οποία ο Krug πιθανότατα αντλεί αυτόν τον γλωσσικό συσχετισμό με τη γαλλική χρήση είναι το έργο του Louis-Sébastien Mercier Néologie ou Vocabulaire de mots nouveaux (Νεολογία ή Λεξιλόγιο νέων λέξεων) (1801), στο οποίο ο «nihiliste» ή «rienniste» ορίζεται ως εκείνος «qui ne croit à rien, qui ne s’intéresse à rien» — «που δεν πιστεύει σε τίποτα, που δεν ενδιαφέρεται για τίποτα».

Ο όρος «riennisme» (ριενισμός), για να δηλώσει τη στάση απόλυτης έλλειψης πίστης σε αντιδιαστολή προς τις διάφορες δοξασίες, αιρέσεις και κοσμοθεωρίες, χρησιμοποιείται παρεμπιπτόντως και από τον Joseph de Maistre στην Διπλωματική Αλληλογραφία του από την Αγία Πετρούπολη (1811–1817). Ο De Maistre παραπονείται ότι στη Ρωσία επιτρέπονται όλες οι αιρέσεις, ακόμη και ο «μηδενισμός», ενώ δεν είναι ανεκτός ο καθολικισμός.

Και για να προστεθεί ένα ακόμη διάσημο όνομα στην ανασκόπησή μας για την ιστορία της έννοιας, αξίζει να θυμηθούμε ότι για τον «μηδενισμό» θα μιλήσει ρητά αργότερα και ο Jules-Amédée Barbey d’Aurevilly. Στο έργο του Les prophètes du passé (1851) συνδέει το μηδενιστικό φαινόμενο με τον υποκειμενισμό – εγωλογισμό της καρτεσιανής φιλοσοφίας, που βρίσκεται στις απαρχές της νεωτερικότητας.

Το θεμέλιο που φαίνεται αναμφισβήτητο —το cogito ergo sum του Descartes— και που αναλήφθηκε, αναπτύχθηκε και οδηγήθηκε στα άκρα μέσα από όλες τις εκδοχές της νεότερης φιλοσοφίας, είναι στην πραγματικότητα ένα πολύ εύθραυστο θεμέλιο· είναι εκείνο το ασταθές σημείο στήριξης που μόνο ο νους του ανθρώπου, νοούμενος ως εγώ, μπορεί να εκλάβει ως ακλόνητο σημείο. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας δεν μπορεί να είναι άλλο από έναν «μηδενισμό ανίκανο για οποιαδήποτε απάντηση» (πρβλ. Hofer, 1969).

Στο μεταξύ, στον γερμανόφωνο χώρο, ο όρος μηδενισμός συνέχιζε να χρησιμοποιείται με κοινωνική και πολιτική σημασία, φέροντας αρνητική χροιά, ακόμη και μετά την επανάσταση του 1848.

Αυτό συμβαίνει στο ανώνυμο έργο Eritis sicut Deus (1854), ένα περίπλοκο μυθιστόρημα τριών τόμων, στο οποίο ο εγελιανισμός θεωρείται η ρίζα και αιτία του μηδενισμού, ιδίως του κοινωνικού και πολιτικού. Ο ανώνυμος συγγραφέας έχει προφανώς κατά νου τις συνέπειες που είχαν προκύψει στους ριζοσπαστικούς κύκλους του αριστερού εγελιανισμού.

Παρόμοια ανησυχία διακατέχει και τον Karl F. Gutzkow, συγγραφέα του ήδη μνημονευθέντος διηγήματος Οι μηδενιστές και του μυθιστορήματος Οι ιππότες του πνεύματος (Die Ritter vom Geiste, 1849–1850), ο οποίος ωστόσο βλέπει με κάποια συμπάθεια την επανάσταση.

Οι «μηδενιστές», γι’ αυτόν, είναι σοφιστές που επικρίνουν το παλιό χωρίς να ξέρουν να δημιουργήσουν το νέο, είναι οι «φιλόσοφοι του απόλυτου μηδενός», οι «Liebig του αόρατου κόσμου», με την έννοια ότι, όπως στη χημεία, διαλύουν τα πάντα.

Συνεχίζεται με: Κεφάλαιο 5


Ο μηδενισμός χωρίς θεμέλια του Max Stirner

Δεν υπάρχουν σχόλια: