Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ: ΠΕΡΙ ΑΠΑΘΕΙΑΣ

  Συνέχεια από: Κεφάλαιο 5ο: Ο ΕΡΩΣ, ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ 

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΠΕΡΙ ΑΠΑΘΕΙΑΣ

H ἀπάθεια εἶναι ἕνας ἄλλος ὅρος γιὰ νὰ ὁριστῆ ἡ κατάσταση τῆς τελειότητος καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ «τέλος» τῆς ὀρθόδοξης ἀσκήσεως. Στὴν Κλίμακα ἡ ἀπάθεια κατανοεῖται ὄχι ὡς κατάσταση στερητική, ἀλλὰ ὡς τὸ κατεξοχὴν θετικὸ ἐπίτευγμα, ἕνα «τέλος» μὲ ἀπεριόριστα περιθώρια δυναμικής πραγματοποιήσεως.

«Αὕτη οὖν
ἡ τελεία τῶν τελείων
ἀτέλεστος τελειότης»1.

Ὁ θετικὸς καὶ δυναμικός χαρακτήρας τῆς ἀπαθείας ὁρίζει τὸ καινούργιο περιεχόμενο ποὺ ἔδωσε στὴν ἔννοια αὐτὴ τῆς φιλοσοφικῆς Ἠθικῆς ἡ ἀσκητικὴ ἀνθρωπολογία τῆς ᾿Ανατολῆς2. Ἡ χριστιανικὴ ἀπάθεια ἀναφέρεται σὲ μιὰ κατάσταση τελειότητος, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα ὁδὸς καὶ πορεία ἀτέλεστη.

«Ἔστιν ἀπαθὴς
καὶ ἔστιν ἀπαθοῦς ἀπαθέστερος·
ὁ μὲν γὰρ ἰσχυρῶς μισεῖ τὰ πονηρά,
ὁ δὲ ἀπλήστως πλουτεῖ ἐν ἀρεταῖς»3.

Ἡ ἀπάθεια εἶναι ἡ ἄρνηση τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν καὶ κλίσεων, καὶ ταυτόχρονα ὁ πλουτισμὸς σὲ ἀρετές, ἡ πρόοδος στὴν κατάσταση τοῦ ἁγιασμοῦ. Τόσο ὡς «μίσος» τῶν πονηρῶν κλίσεων ὅσο καὶ ὡς ἄπληστος πλουτισμὸς ἀρετῶν, εἶναι φανερὸ ὅτι διατηρεῖ ἡ ἀπάθεια τὸν δυναμικό χαρακτήρα τῆς «παθητικῆς» δυνάμεως καὶ φορᾶς τῆς φύσεως πρὸς τὴν ὁλοκλήρωση καὶ τελείωσή της.

ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΟΝ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ. ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΥΘΗΡΟΣ ΘΑ ΕΡΜΗΝΕΥΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ,ΘΑ ΠΡΟΣΘΕΤΕ ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.

Στὴν κλιμακωτή διαβάθμιση τῶν πνευματικῶν ἐπιτευγμάτων ποὺ ἐπιχειρεῖ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἡ ἀπάθεια ἀποτελεῖ τὴν εἰκοστὴ ἑνάτη βαθμίδα, τὸ προτελευταῖο σκαλοπάτι στὴν πορεία τῆς τελειώσεως. Ὁ ὁρισμὸς τῆς ἀπαθείας δίνεται μὲ ἐκφράσεις τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας.

«Οὐδὲν ἔγωγε ἕτερον ἀπάθειαν ὑπείληφα εἶναι, ἀλλ᾿ ἢ᾿ ἐγκάρδιον νοὸς οὐρανόν,
τὰς τῶν δαιμόνων πανουργίας ἀθύρματα λοιπὸν λογιζόμενον»4. 
[Εγώ τίποτε άλλο δεν θεώρησα ότι είναι η απάθεια, παρά ο νους που έχει γίνει ουρανός μέσα στην καρδιά, θεωρώντας πια τις πανουργίες των δαιμόνων σαν απλά παιχνίδια.]

Πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὴν ἑρμηνεία καὶ ἀνάλυση τοῦ πρώτου αὐτοῦ ὁρισμοῦ.

Ἡ ἀπάθεια ἀναφέρεται καὶ ἐδῶ –ὅπως καὶ παλαιότερα ἀπὸ τὴ στωϊκὴ διδασκαλία– στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως ἐδῶ ὁ νοῦς δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ σκεπτικὴ διαδικασία, εἶναι «ἐγκάρδιος», ἀφορᾶ στὴν «καρδία» τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Αὐτὸς ὁ ἐγκάρδιος νοῦς, ἡ ὑπαρκτικὴ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ἐκφράζει μιὰ σύνοψη τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας τῶν μοναχῶν τῆς ᾿Ανατολῆς, ποὺ διατυπώνεται ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος σὰν προοίμιο τῆς μεγάλης Παλαμικής συνθέσεως τοῦ 14οῦ αἰώνα5. Ἡ ἀσκητικὴ ἐμπειρία τονίζει πάντοτε τὸν διαιρετικὸ καὶ ἀποδιοργανωτικὸ χαρακτήρα τῆς ἁμαρτίας, ἁμαρτία εἶναι ἡ ἔκπτωση στὴν «παρὰ φύσιν» διαίρεση καὶ ἐξάρθρωση τοῦ ἀνθρώπινου συνθέτου. Εἶναι ἡ ἴδια ἐμπειρία τῆς τραγικῆς ἐσωτερικῆς ἀντινομίας τὴν ὁποία ἐκφράζει ὁ ᾿Απ. Παῦλος στὸ ἔβδομο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους. Οἱ φυσικὲς ἐπιθυμίες γίνονται αὐτοσκοπός, «ἕτερος νόμος ἐν τοῖς μέλεσι», παύουν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν καθολικὴ ἑνότητα φύσεως καὶ προσώπου. Ἡ παθητικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς, αὐτὴ ἡ ὑπαρκτική φορὰ τῆς φύσεως πρὸς τὸ «τέλος» τῆς προσωπικῆς ὁλοκληρώσεως, χάνει τὴ σωστή της κατεύθυνση, περισπᾶται στὸν χῶρο τῶν ἀντικειμένων, ζητάει νὰ αὐτοπραγματωθῆ στὰ ἀπολυτοποιημένα όρια τῆς εὐδαιμονικῆς ἀτομικότητος. Ὁ «νόμος τοῦ νοός», δηλαδή ἡ θέληση τοῦ προσώπου, ὑποτάσσεται στὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας, «τὸν ἐν τῇ σαρκί». Ὁ θάνατος εἶναι ἡ τελικὴ συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐξαρθρώσεως καὶ τοῦ διχασμοῦ φύσεως καὶ προσώπου.

Ἡ ἄσκηση, ὅπως ὁρίζεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ὁδὸς ἐπιστροφῆς στὴ χαμένη ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου συνθέτου. Ὑποτάσσει τὶς ἐπαναστατημένες καὶ αὐτόνομες φυσικές ἐπιθυμίες στὴ «θεωρητική» δύναμη τοῦ νοῦ, δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς συνειδήσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας, στὴ θέληση τοῦ προσώπου. Αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα τῶν ἐνεργητικῶν δυνάμεων τῆς διάνοιας καὶ τῆς θελήσεως, ἀποκαλύπτει τὴν καθολικὴ καὶ ἑνιαία πραγματικότητα τῆς ὑπαρκτικῆς συνθέσεως φύσεως καὶ προσώπου, καὶ τότε τὸ ἀνθρώπινο σύνθετο ἀντανακλᾶ τὴ δόξα τοῦ Τριαδικοῦ ἀρχετύπου. Τὸ κέντρο αὐτῆς τῆς ἐπισυναγωγῆς καὶ ἑνότητος εἶναι ἡ «καρδία» τοῦ ἀνθρώπου. «Ἡ καρδία γιὰ τὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς ᾿Ανατολῆς εἶναι τὸ κέντρο τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι, ἡ ρίζα τῶν ἐνεργητικῶν δυνάμεων, τῆς διάνοιας καὶ τῆς θελήσεως, τὸ σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ στὸ ὁποῖο κατατείνει ὁλόκληρη ἡ πνευματική ζωή. Εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν ψυχικῶν καὶ πνευματικῶν κινήσεων». Ὁ νοῦς «ἐπισυνάγεται» στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θὰ πῆ ὅτι ἡ θέληση τῆς φύσεως ἐναρμονίζεται μὲ τὴ θέληση τοῦ προσώπου, καὶ στὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος βλέπει τὸ τέλος τῆς ἀπαθείας, τὴν χαρακτηρίζει «ἐπίγειο οὐρανὸ» ἀφοῦ εἶναι ἡ ἐναργέστερη εἰκόνα τῆς Τριαδικῆς ἁρμονίας καὶ ἑνότητος φύσεως καὶ προσώπων. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ κάθε σκεπτική - νοηματική διατύπωση εἶναι ἐλλειπτική, γιατί μόνο ἡ ἐμπειρία τῆς ἀσκήσεως μπορεῖ νὰ ὁδηγήση στὴν προσέγγιση καὶ γνώση τῆς πραγματικότητος τοῦ νοῦ ποὺ ἀναδείχνεται «οὐρανὸς» ὅταν εἶναι «ἐγκάρδιος».
Ἡ ἐπισυναγωγὴ τοῦ νοῦ στὴν «καρδία» δὲν σημαίνει μιὰν αὐτοσυγκέντρωση ψυχολογικῆς τάξεως, μιὰν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν περίσπαση τῶν αἰσθήσεων, ἕνα περιορισμὸ καὶ ἔλεγχο τῶν σκέψεων καὶ τῶν φαντασιῶν. ᾿Αλλὰ σημαίνει τὴν ἀπάθεια, τὴν ἀναγωγὴ τῆς φύσεως στὸ «τέλος» τῆς προσωπικῆς της ὁλοκληρώσεως, τὴν ἀνάδειξη καὶ φανέρωση τοῦ προσώπου ὡς πληρωματικῆς συγκεφαλαιώσεως τῆς φύσεως. Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ἡ ἀπάθεια δὲν συνιστᾶ ἕνα ἐπίτευγμα ἠθικῆς ἀρτιώσεως ποὺ μπορεῖ νὰ μετρηθῆ στὰ ὅρια τῆς ἀτομικότητος τῆς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀτομικότητος, ἡ ἐναρμόνιση τοῦ ἀτομικοῦ - φυσικοῦ θελήματος μὲ τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως, ἡ ἐμφάνιση τῆς καθολικότητος καὶ ἑνότητος τοῦ προσώπου ποὺ ἀντανακλᾶ τὴ δόξα τοῦ θείου ἀρχετύπου7. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πετύχη στὸ πρόσωπό του τὴν ἀποκατάσταση τῆς θείας εἰκόνας, τὴν ἑνότητα καὶ ἀκεραιότητα τῆς τεμαχισμένης φύσεως, τότε καὶ οἱ πανουργίες τῶν δαιμόνων εἶναι «ἀθύρματα» – κατὰ τὴν ἔκφραση τῆς Κλίμακος – γιατί μόνο τὶς διεσπασμένες δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ ὁ διάβολος νὰ «κινῆ εἰς ἀμετρίαν»8.[Η ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΚΥΡΙΕ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΤΗΝ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΜΑΣ, ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΑΣ.ΔΕΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΠΛΕΟΝ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ. Ο ΠΕΛΑΓΙΑΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΥΒΡΙΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ. Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ Ο ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΚΑΡΠΟΣ.Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΠΟΥ ΔΙΔΑΞΕ Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ,ΤΟΥ ΤΟΚΟΥ ΕΝ ΚΑΛΩ ΤΗΣ ΚΟΡΥΦΑΙΑΣ ΔΟΞΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΕΝΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. ΕΙΝΑΙ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΕΝΑΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΟΣΜΟ. ΧΩΡΙΣ ΕΜΕΝΑ ΕΙΠΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΙΠΟΤΕ ΘΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΕ ΤΟΝ ΘΡΗΝΟ ΤΟΥ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ ΘΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑ ΑΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ. ΥΠΑΚΟΥΕΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΤΟΥ.]

Ὁ ὁρισμὸς τῆς ἀπαθείας συμπληρώνεται στὴν Κλίμακα μὲ πρσδιορισμοὺς ποὺ ἀνταποκρίνονται ἀμεσώτερα στὴν παραπάνω ἑρμηνευτική προσπάθεια:
«᾿Απαθὴς κυρίως ὑπάρχει καὶ γνωρίζεται,
ὁ τὴν μὲν σάρκα ἀφθαρτοποιήσας,
τὸν δὲ νοῦν τῆς κτίσεως ἀνυψώσας
καὶ τὰς αἰσθήσεις πάσας τούτῳ ὑποτάξας,
τῷ δὲ προσώπῳ Κυρίου τὴν ψυχὴν παραστήσας,
ὑπὲρ τὴν ἑαυτοῦ ἰσχὺν πρὸς αὐτὸν ἀεὶ ἐπεκτεινόμενος.
Τινὲς δὲ πάλιν ὁρίζονται ἁπάθειαν εἶναι,
ἀνάστασιν ψυχῆς, πρὸ τοῦ σώματος.

῎Αλλοι δὲν ἐπίγνωσιν Θεοῦ, τελείαν,
᾿Αγγέλων δευτέραν»9.

Ἡ «ἀφθαρτοποίηση» τῆς σαρκὸς σημαίνει τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑλικῆς κτίσεως στὸ «φυσικό» τέλος της, δηλαδὴ τὴν ἔνταξη τῆς σχέσεως ἀνθρώπου καὶ κτίσεως στὰ πλαίσια τῆς κοινωνίας ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, τὴν πρόσληψη τῆς κτίσεως ὡς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπαναπροσφορά της στὸ Θεὸ ὡς εὐχαριστίας τοῦ ἀνθρώπου.[ΜΑΛΛΟΝ ΔΙΑΒΑΖΕ ΑΛΛΟ ΛΟΓΟ] Στὴ σχέση αὐτὴ καὶ κοινωνία ἡ σάρκα ἀφθαρτοποιεῖται, ἡ ὑλική κτίση ἀποκαθίσταται στὸν «φυσικό» προορισμό της, γίνεται «ἀπαθής», ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, αὐτὴ ἡ ἀποτυχία πραγματώσεως τοῦ «φυσικοῦ» τέλους τῆς κτίσεως – («ἁμαρτίαν, τουτέστιν ἀτευξίαν καὶ ἀπόπτωσίν· τινα τοῦ προσήκοντος... τὸ ἄσκοπον, ἀντὶ τοῦ, παρὰ τὸν σκοπὸν βάλλον, ἐκ μεταφορᾶς τῶν τοξευόν-ων», κατὰ τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Μαξίμου) 10. Οἱ αἰσθήσεις, οἱ ἐξατομικευμένες καὶ «παθητικές» δυνατότητες τῆς εἰδοποιοῦ φύσεως ὑποτάσσονται στὸν «νοῦ», δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς συνειδήσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας ποὺ εἶναι τὸ πρόσωπο – ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχὴ «παρίσταται τῷ προσώπῳ τοῦ Κυρίου», πραγματοποιεῖ μὲ τὴ δύναμη τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ («ὑπὲρ τὴν ἑαυτῆς ἰσχὺν») τὴ δυναμικὴ - ἐκστατικὴ φορὰ κοινωνίας μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου («πρὸς αὐτὸν ἀεὶ ἐπεκτεινομένη»).[ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΕΜΠΕΛΑ ΣΤΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ]

Αὐτὴ ἡ ὑπέρβαση τῆς «παθητικῆς» εἰδοποιοῦ (ἐξατομικευμένης) φύσεως ταυτίζεται μὲ τὴν πληρότητα τῆς προσωπικῆς φανερώσεως ποὺ εἶναι γεγονὸς ἐσχατολογικό, «ἀνάστασις ψυχῆς» καὶ «ἐπίγνωσις Θεοῦ τελεία», ἀποκάλυψη τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ στὸν χῶρο τῆς κοινωνίας τῶν ἀπαθῶν φύσεων – «ἀγγέλων δευτέρα». Τόσο ἡ ἀνάδειξη τῆς πληρωματικῆς καθολικότητος τοῦ προσώπου, ἡ ἀνάσταση ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ κατατεμαχισμοῦ τῆς ἐξατομικευμένης φύσεως, ἡ φανέρωση τῆς προσωπικῆς ὁλοκληρώσεως τῆς φύσεως, ὅσο καὶ ἡ «τελεία ἐπίγνωσις» τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄμεση προσωπική κοινωνία τῶν ἀπαθῶν φύσεων, εἶναι γεγονότα ποὺ ἀναφέρονται στὴν «ἐλπίδα» τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ἔσχατο «τέλος» τῆς θείας Οἰκονομίας. ᾿Αλλὰ τὸ «τέλος» καὶ ἡ «ἐλπίδα» δὲν συνιστοῦν μόνο μιὰ χρονικὴ ἀναφορά, προσδιορίζουν ταυτόχρονα καὶ τὸν σκοπὸ καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας ποὺ πραγματοποιείται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τελειούται μέσα στὴν Ἐκκλησία – ἔχει ἀπὸ τώρα κιόλας τοὺς πρώτους καρπούς, τὶς «ἀπαρχὲς» τῶν ἐλπιζομένων. Ἔτσι ἡ ἀπάθεια τῶν μοναχῶν τῆς ᾿Ανατολῆς δὲν εἶναι μόνο ἕνα ἀσκητικὸ ἰδεῶδες, ἕνα ξεχωριστὸ ἀτομικὸ ἐπίτευγμα, ἀλλὰ τὸ ἐπιδιωκόμενο «τέλος» τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πλήρωμα τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ11.[ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ. ΚΑΘΟΤΙ Η ΑΣΚΗΣΗ ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΟΥΤΕ ΛΕΓΕΤΑΙ ΟΥΤΕ ΝΟΕΙΤΑΙ. ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟ]

ΕΝΘΑΔΕ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.

***

Ἡ ἀπάθεια σημαίνει μιὰν ὑπέρβαση καὶ ὄχι μιὰν ἄρνηση τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως, προϋποθέτει τὴ «φύση», δὲν τὴν ἀναιρεῖ. Ωστόσο, εἶναι δύσκολο νὰ περιγραφῆ μὲ τὸν λόγο ἡ «καινὴ» πραγματικότητα τῆς ἀπαθοῦς φύσεως, γιατί οἱ κατηγορίες τοῦ λόγου ἀναφέρονται σὲ κοινὲς - ἀντικειμενικὲς ἐμπειρίες τῆς παθητικῆς - «πεπτωκυίας» φύσεως. Ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος χρησιμοποιεῖ ἐκφράσεις ἀντιθετικές, λογικὰ ἀντιφατικές, ὄχι γιὰ νὰ ὁρίση μὲ τὸν μέσο ὅρο τῶν ἀντιθέσεων τὴν κατάσταση τῆς ἀπαθείας, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη τὸν ὑπέρλογο χαρακτήρα της. Τὴν ὀνομάζει «ἀτέλεστον τελειότητα» καὶ «ἀφθαρσίαν φθαρτῶν». Εἶναι ἀτέλεστη ἡ ἀπάθεια γιατὶ προϋποθέτει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐπίγεια, φθαρτὴ ὕπαρξή του, τὴν «μήπω τελειωθεῖσαν». ᾿Αλλὰ εἶναι καὶ τελειότητα, γιατὶ ἀποτελεῖ τὴν πληρότητα τοῦ ἐγκόσμιου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀφθαρσία τοῦ προσώπου, τὴν ἀπαρχὴ τῆς μετοχῆς στὴ δόξα τῆς αἰωνιότητος.[ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΑ ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΠΟΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ]

Προσθέτει ἀκόμη:
«᾿Απάθειαν ἔχει ἡ ψυχή,
ἡ οὕτω ποιωθεῖσα ταῖς ἀρεταῖς,
ὡς οἱ ἐμπαθεῖς ταῖς ἡδοναῖς»
13.

Μὲ αὐτὸ τὸν παραλληλισμό δίνεται ἕνας ὁρισμὸς τῆς ἀπαθείας μὲ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας ἀρνητικά. Προϋποτίθεται καὶ πάλι μιὰ ἀνθρωπογνωσία – μελέτη τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως – ποὺ ξεπερνάει ὁπωσδήποτε τὰ συμβατικὰ μέτρα μιᾶς ἀντικειμενικῆς ἡθικῆς μετρήσεως τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας. Ἡ ψυχὴ ἡ «ποιωθεῖσα ταῖς ἡδοναῖς» προϋποθέτει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη κυριαρχη μένη ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὰ πάθη, τὶς ἀκόρεστες ἐπιθυμίες τῆς ἐπαναστατημένης φύσεως ποὺ ζητάει νὰ αὐτοπραγματωθῆ μὲ τὶς δικές της δυνάμειςΕἶναι ὁ ὁλόκληρος ἄνθρωπος ποὺ κατέχεται ἀπὸ τὴ θυελλώδη φυσικὴ φορὰ τῆς ἀνταρσίας, εἶναι ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη ποὺ ἔχει ἀφεθῆ στὴν αὐτονομία τῆς ἐπιθυμίας καὶ στὴν ἀπολυτοποίηση τῆς ἡδονῆς. Δὲν πρόκειται, δηλαδή, γιὰ ἐπιμέρους ἁμαρτωλές πράξεις, γιὰ συγκεκριμένες μόνο παραβάσεις καὶ περιπτωτικές πτώσεις, ἀλλὰ γιὰ καθεστώς κυριαρχικὸ τῆς ἁμαρτωλῆς ἐπιθυμίας πάνω στὴ θέληση τοῦ προσώπου – ἔχει «διαποτίσει» ἡ ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, εἶναι πιὰ ἡ αὐθόρμητη καὶ φυσική της ἐκδήλωση.

Μιὰν ἀνάλογη κατάσταση πρέπει νὰ ὑποθέσουμε καὶ προκειμένου περὶ τῆς ἀπαθείας. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη φέρεται πρὸς τὴν τελειότητα μὲ τὴν ὁρμὴ μιᾶς φυσικῆς ἀναγκαιότητος. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει ἐπανακτήσει τὴν ἐλευθερία ἔναντι τῆς φύσεως, καὶ ἡ φύση δὲν ὑπηρετεῖ παρὰ μόνο τὴν θέληση τοῦ προσώπου, τὴ φορὰ τοῦ προσώπου πρὸς τὴν καθολικότητα τῆς κοινωνίας, δηλαδὴ τὴ φανέρωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Τόσο στὴν περίπτωση τῆς κυριαρχίας τῆς αὐτόνομης ἡδονῆς, ὅσο καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἀπαθείας τὸ δυναμικὸ ποὺ προϋποτίθεται εἶναι τὸ ἴδιο, ἀφετηρία εἶναι ἡ ἴδια δεδομένη φύση μὲ τὶς ἴδιες δυνατότητες, τὸ ἴδιο καθολικὰ κυριαρχημένη ἀπὸ τὴν ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία ἢ ἀπὸ τὴ φορὰ τῆς προσωπικῆς ὁλοκληρώσεως, δηλαδὴ τὴ φορὰ τῆς τελειότητος.[ΠΡΟΣ ΤΙ Η ΑΣΚΗΣΗ; Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ; ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΗΝ ΘΕΛΕΙ ΕΞΑΙΦΝΗΣ;]
Στὴν Κλίμακα προσφέρονται χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων ἀντιθετικῶν παραλληλισμῶν:

– «Εἰ τοῦτο ὅρος λαγνείας,
τὸ καὶ ἐπὶ ζώοις ἀλόγοις καὶ ἀψύχοις μαίνεσθαι,
τοῦτο ὅρος ἁγνείας,
τὸ ἐπὶ πᾶσιν ὡς ἀψύχοις τῇ αἰσθήσει διακεῖσθαι»14.

– « Εἰ τοῦτο ὀργῆς πέλαγος, τό,
καὶ μηδενὸς παρόντος, ἐκθηριοῦσθαι,
τοῦτο μακροθυμίας, τό,
ἀπόντος τοῦ λοιδοροῦντος, καὶ παρόντος,
ὡσαύτως γαληνιᾶν»15.

–«Εἰ τοῦτο κενοδοξίας ὕψος, τό,
καὶ μηδενὸς παρόντος τοῦ ἐπαινεῖν ὀφείλοντος,
ὑποκρίσεως ἔργα σχηματίζεσθαι,
τοῦτο πάντως ἀκενοδοξίας εἶδος,
τὸ μηδέποτε ἐν παρουσίαις τῶν ἐπαινούντων
τὴν ἔννοιαν κλέπτεσθαι»16.

–« Εἰ τοῦτο παντελοῦς ἐμπαθείας τεκμήριον,
τὸ πᾶσι τοῖς ὑπὸ δαιμόνων ἐνσπειρομένοις ὑπείκειν οξέως,
ἐγὼ τοῦτο τῆς ἁγίας ἀπαθείας ὑπείληφα γνώρισμα,
τὸ δύνασθαι ἐνεργῶς λέγειν·
Ἐκκλίνοντος ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦ πονηροῦ, οὐκ ἐγίνωσκον
οὐδὲ πῶς ἐλήλυθεν, οὐδὲ τίνος ἕνεκα,
οὐδὲ πῶς ἀπελήλυθεν·
ἀλλ᾿ ὅλος ἀναίσθητος πρὸς τὰ τοιαῦτα λοιπόν εἶμι,
ὅλως ὧν ἡνωμένος Θεῷ καὶ ἀεὶ ἐσόμενος»17.

Ἂν ἡ ἐμπάθεια σημαίνη τὴν ὑποταγὴ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου στὰ ὅσα ἁμαρτωλὰ θελήματα ἐνσπείρει ὁ διάβολος στὴν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ἀπάθεια σημαίνει τὸ πλήρωμα τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ – τὴ χαρισματική προσωπικὴ «ἕνωση» – ποὺ καθιστᾶ «ἀναίσθητη» τὴ φύση στὶς ἐπενέργειες τοῦ πονηροῦ.[ΠΩΣ ΣΥΝΥΠΑΡΧΕΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΝΩΣΗ. ΠΟΙΑ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ;] Τόσο οἱ ἐπενέργειες τῶν δαιμόνων, ὅσο καὶ ἡ παρεμβολὴ τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ ποὺ κάνει δυνατὴ τὴν προσωπική «ἕνωση», πραγματοποιοῦνται στὸν χῶρο τῆς φύσεως, ἐνῶ τὸ πρόσωπο παραμένει πάντοτε ἡ ἀναλλοίωτη ὑπαρκτικὴ ἀρχὴ τῆς ἐλευθερίας καὶ αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀφετηριακὴ δυνατότητα ἐκστατικῆς φορᾶς πρὸς τὴν καθολικότητα τῆς πληρωματικῆς κοινωνίας μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἢ πρὸς τὴν εἰδοποιὸ ἀτομικότητα τῆς φυσικῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.[ΠΡΟΣΩΠΟ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΦΕΤΗΡΙΑΚΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ. ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΙ; ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΧΑΘΕΙ ΠΑΡ'ΟΛΑ ΑΥΤΑ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΣΤΑΤΙΚΗΣ ΦΟΡΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ; ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΝΕΡΓΟΣ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ; Ο ΑΣΩΤΟΣ ΕΚΑΝΕ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ; ΔΕΝ ΕΦΥΓΕ ΣΑΝ ΥΙΟΣ; ΣΑΝ ΥΙΟΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ Ή ΣΑΝ ΖΩΟΝ; ΠΩΣ Η ΙΔΙΑ ΦΥΣΗ;]
Ἡ καθολική, λοιπόν, «ἕνωση» ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ («ὅλως ὧν ἡνωμένος Θεῷ»), ἀναδεικνύει τὴ φύση ἀπαθῆ, ἀλλὰ τὴ δεδομένη ἀνθρώπινη φύση ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται τὶς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀπάθεια εἶναι μιὰ κατάσταση φυσική, τόσο μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐπιστροφῆς στὸν «κατὰ φύσιν» ἀνθρώπινο προορισμό, ὅσο καὶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς παραμονῆς στὰ δεδομένα τῆς φύσεως – προϋποθέτει τὴ φύση τόσο ὅσο καὶ ἡ ἐμπάθεια. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι μιὰ ἄρνηση τῆς φύσεως ἡ ἀπάθεια, μιὰ κατάσταση μυστικιστικῆς ἐκστάσεως καὶ ἠθικῆς οὐδετερότητος, δηλαδὴ ἀπειρίας τῆς ἐμπαθείας, ἀντίθετα, ἡ Κλίμακα διαπιστώνει μιὰν ἄμεση σχέση τῆς ἀπαθείας μὲ τὴν ἐμπάθεια: [ΠΩΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ; ΓΙΑΤΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΩΣΤΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ;]
«Πάντες οἱ ἀπαθεῖς,
ἐξ ἐμπαθείας εἰς ἀπάθειαν προέκοψαν»18.

Εἶναι αὐτὸς ἕνας ἀφορισμὸς ἀπόλυτος στὴ διατύπωσή του, ποὺ δὲν ἀποβλέπει ἁπλῶς στὴν παραμυθία τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ στὸν προσδιορισμό τοῦ οὐσιαστικοῦ περιεχομένου τῆς ἀπαθείας. Ἡ ἀπάθεια δὲν πρέπει νὰ ταυτίζεται μὲ μιὰ παθητικὴ οὐδετερότητα, μὲ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἁμαρτήση, μὲ μιὰν ἐξαρχῆς στέρηση καὶ ἀπειρία τοῦ πάθους. ᾿Αντίθετα, εἶναι μιὰ δυναμικὴ ἀναγέννηση τῆς φύσεως, μιὰ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸ πάθος19. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ταυτίζεται ἡ ἀπάθεια μὲ τὸν κοινὸ ἀνθρώπινο προορισμό, εἶναι τὸ ἐπιδιωκόμενο τέλος τῆς ἀνθρώπινης τελειώσεως μὲ δεδομένη τὴν πτώση καὶ τὴ διαφθορὰ τῆς φύσεως καὶ ὄχι μιὰ ἐξαίρεση ποὺ ἀρνεῖται τὰ δεδομένα τῆς φύσεως. Κάθε ἀσκητικὴ προσπάθεια στὰ πλαίσια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ξεκινάει ἀπὸ τὴν τραγικὴ ἐμπειρία τῆς ἐμπαθείας καὶ ἀποβλέπει στὴν ἀπάθεια. ᾿Αποβλέπει, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνη ὅτι καὶ καταλήγει πάντοτε στὴν ἀπάθεια. ᾿Αν καὶ κοινὸς σκοπὸς καὶ προορισμός, δὲν κατορθώνεται ἀπὸ ὅλους ὅρους ἀγωνίζονται τὸν ἀγώνα τῆς τελειώσεως, ἡ ἀπάθεια εἶναι τὸ χαρισματικό πλήρωμα ἀλλὰ ὄχι καὶ ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας.[ΠΟΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ; ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ;]
«Οὐ πάντας μὲν ἀπαθεῖς γενέσθαι δυνατόν·
πάντας δὲ σωθῆναι καὶ Θεῷ διαλλαγῆναι,
οὐκ ἀδύνατον»20.

Ὁ ἐσχατολογικός χαρακτήρας τῆς ἀπαθείας ἀναφέρει τὸ πλήρωμα τῆς τελειώσεώς της στὴν ἔσχατη φανέρωση τῆς δόξας τῆς Ἐκκλησίας. ᾿Αλλὰ αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ στὴν ἔσχατη τελείωση, ὅπως σημειώθηκε καὶ παραπάνω, δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε μιὰ χρονικὴ μετάθεση ἔξω ἀπὸ τὸ παρὸν τῆς Ἐκκλησίας.[ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ. Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΡΟΝΟΣ; ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ. ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΥΙΟΥ;  ΔΕΝ ΕΦΥΓΕ ΣΤΗΝ ΦΘΟΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.] Ἡ Ἐκκλησία ζῆ ἀπὸ τώρα τὴν ἐσχατολογικὴ πληρότητα τῆς ἀπαθείας στις μορφὲς τῶν ἁγίων ποὺ εἶναι οἱ ἀπαρχὲς καὶ ἡ προτύπωση τοῦ κοινοῦ πληρώματος τῆς μελλούσης ἀναστάσεως. ᾿Αλλὰ γιὰ τὴν ἀδυναμία τῶν πολλῶν νὰ προσεγγίσουν ζῶντες ἐπὶ γῆς τὸ ἔσχατο πλήρωμα τῆς τελειώσεως, ἐξακολουθεῖ νὰ παρεμβάλλεται ὁ θάνατος, ὁ φυσικός χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, (παρὰ τὸ βάπτισμα καὶ τὴ μυστηριακή μετοχὴ στὸ ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ), γιὰ τὸν καθολικὸ «ὄλεθρο τῆς σαρκός», «ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς» (2) Κορ. 5, 4). Ωστόσο, ἡ Ἐκκλησία ζῆ στὶς μορφὲς τῶν ἁγίων, ἀπὸ τὸν παρόντα κιόλας αἰώνα, τὴν ὑπερνίκηση ὄχι μόνο τῆς ἠθικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς φυσικῆς φθορᾶς, ὅπως θὰ ἐκτεθῆ σὲ ἑπόμενο κεφάλαιο. Εἶναι τὸ χαρισματικό πλήρωμα τῆς ἀπαθείας ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴ δόξα τοῦ σώματος, μὲ τὴν ὑπερνίκηση τῆς φθορᾶς. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στὴν ἀρχέγονη κυριαρχική του θέση μέσα στὴ δημιουργία, παύει νὰ εἶναι δοῦλος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ἐπανακτᾶ τὸ «ἀρχικὸ» βασιλικό του ἀξίωμα. Ὁλόκληρη ἡ κτίση ἀναγνωρίζει καὶ πάλι τὸν ἄνθρωπο ὡς κύριο καὶ ἐξουσιαστή της. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ἕνα παράδειγμα αὐτῆς τῆς τελειώσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὑπάρχει στὴν Κλίμακα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀναφέρεται στὴν περίπτωση ἑνὸς μοναχοῦ, μὲ πολύχρονη ἀναχωρητικὴ ἄσκηση, «δάκρυσι κατακεκοσμημένου καὶ ἑτέροις ἀγαθοῖς πλεονεκτήμασι περιηνθισμένου», γιὰ τὸν ὁποῖο «τινὲς ἀψευδῶς διηγήσαντο ὅτι καὶ λεόπαρδον οὗτος ἐν τῇ ἐρήμῳ ἀπὸ χειρὸς ἔτρεφε»21. Παρόμοια παραδείγματα δὲν εἶναι σπάνια, στὴν ἀσκητικὴ παράδοση. Στὴν κατάσταση τῆς ἀπαθείας ὁ ἄνθρωπος συγκεφαλαιώνει στὸ πρόσωπό του τὴν καθολική φύση, ἀποκαθιστᾶ τὴν κοινωνία τῆς κτιστῆς φύσεως μὲ τὴν ἄκτιστη Χάρη22. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποκαθίσταται ὁ ἴδιος στὴν προπτωτικὴ εἰρηνικὴ ἀλλὰ καὶ κυριαρχικὴ σχέση του μὲ τὴν ὑπόλοιπη κτίση. [ΜΗΠΩΣ ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΤΗΝ ΡΟΜΦΑΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ;]

Ἡ ἀπάθεια ἔχει βαθμίδες: «Ἔστιν ἀπαθὴς καὶ ἔστιν ἀπαθοῦς ἀπαθέστερος»23. Ἡ ἐμπειρία τῆς Κλίμακος ἀναφέρεται σὲ συγκεκριμένα παραδείγματα βαθμιαίας προόδου στὴν ἀπάθεια.

«᾿Αρχὴ μὲν ἀοργησίας,
σιωπὴ χειλέων ἐν ταραχῇ καρδίας·
μεσότης δέ,
σιωπὴ λογισμῶν ἐν ψιλῇ ταραχῇ ψυχῆς·
τέλος δέ,
πεπηγμένη γαλήνη ἐν πνοῇ ἀνέμων ἀκαθάρτων»24.

Στὴ διαβάθμιση αὐτὴ τῶν ἐπιτευγμάτων παίρνουν τὴν ἴδια ἀξιολογική προτεραιότητα τόσο οἱ «ὑπὲρ φύσιν» ἀρετές, οἱ «ἀρετὲς τῶν ᾿Αγγέλων», ὅπως χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν Κλίμακα, τῶν ὁποίων «αὐτὸς ὁ Θεὸς Λόγος καθέστηκε διδάσκαλος καὶ δοτήρ»25, ὅσο καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὴν «κατὰ φύσιν» ἀνθρώπινη ἀκεραιότητα, σὲ καταστάσεις μιᾶς «φυσικῆς» αὐθεντικότητος, ὅπως εἶναι ἡ ἁπλότητα ἢ ἡ ἀφοβία τοῦ θανάτου. Ἡ ἀπάθεια εἶναι ταυτόχρονα μιὰ «φυσική» ἀνθρώπινη πληρότητα καὶ μιὰ μετοχὴ στὸν πλοῦτο τῶν ἀγγελικῶν χαρισμάτων. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀνάλυση ποὺ γίνεται στὴν Κλίμακα τῆς φυσικῆς ἐκφράσεως τῆς ἀπαθείας ποὺ εἶναι ἡ ἁπλότητα. Ἡ ἁπλότητα ὁρίζεται ὡς τὸ «πρῶτον ἰδίωμα τῆς τῶν παίδων ἡλικίας»26. Ἡ ἀναφορὰ στὴν παιδική καθαρότητα δὲν σημαίνει μόνο τὴν ἀπουσία τῶν σαρκικῶν παθῶν, σημαίνει περισσότερο τὶς οὐσιαστικές προϋποθέσεις αὐτῆς τῆς ἀπουσίας. Ὑπάρχει φυσικὴ ἁπλότητα, ποὺ σημαίνει τὴν ἀπειρία τοῦ πάθους, καὶ ὑπάρχει καὶ «ἡ ἐκ πονηρίας μετεγκεντρισθεῖσα διὰ πόνων καὶ ἰδρώτων»27. Ἡ δεύτερη εἶναι μιὰ δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὴν ἀδιαφθορία τῆς προσωπικῆς ἐκείνης πληρότητος ποὺ συγκεφαλαιώνει τὴν φύση σὲ μιὰ αὐθόρμητη ταυτότητα προσωπικῶν βιωμάτων καὶ φυσικῶν ἐκφράσεων – ὅπως στὴν παιδικὴ ἡλικία. Ἡ ἀρετὴ τῶν παιδιῶν εἶναι αὐτὴ ἡ φυσικὴ πιστότητα στὸν ἑαυτό τους, ἡ ἀδιαφθορία ἀπὸ τὸν διχασμὸ τῶν σκοπιμοτήτων, «ἕξις ψυχῆς ἀποίκιλος... ἀπερίεργος ἔννοια, ἀνόθευτον ἦθος, ἄπλαστος καὶ ἀπροκατασκεύαστος λόγος»28. Ἡ προσπάθεια ἐπιστροφῆς σὲ αὐτὴ τὴ γνησιότητα καὶ εὐθύτητα τῆς παιδικῆς ἡλικίας εἶναι μιὰ ὁδὸς πρὸς τὴν ἀπάθεια, ὁδηγεῖ «ἀνεπαισθήτως» στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη, ἔστω κι ἂν δὲν ἀφορᾶ ἄμεσα στὴν καταπολέμησή τους.

«Οἶδα ἐν τῇ ψυχῇ ἀπάθειαν,
ἐξ ἁπλότητος πολλῆς καὶ ἀκεραιότητος ἐπαινουμένης συνισταμένην·
δικαία γὰρ ἡ βοήθεια παρὰ τοῦ σώζοντος τοὺς εὐθεῖς
τῇ καρδίᾳ,
καὶ ἀνεπαισθήτως αὐτοὺς τῶν κακῶν ἀπαλλάτοντος»29.

Ἡ χαλιναγώγηση τῶν παθῶν παρουσιάζεται ἐδῶ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁπλότητος καὶ ἀκεραιότητος, δηλαδὴ τοῦ ἀνεπιτήδευτου ἤθους καὶ τῆς πιστότητος σὲ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος, χωρὶς τὸν διχασμὸ ἀνάμεσα στὸ πρόσωπο καὶ στὸ προσωπεῖο ποὺ διαμορφώνεται ἀπὸ τὸ θέλημα τῆς ἀτομικῆς φύσεως καὶ τοῦ ψυχολογικοῦ «ἐγώ». Αὐτὴ ἡ ἁπλότητα ποὺ σημαίνει τὸν ἑνοποιημένο ἄνθρωπο, σημαίνει καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ σαρκικά πάθη – αὐτὴ τὴν ἁπλότητα «ἕως εἶχεν ὁ ᾿Αδὰμ ἐκεῖνος, οὐκ εἶδε ψυχῆς αὐτοῦ γύμνωσιν, οὐδ᾽ ἀσχημοσύνην σαρκὸς αὐτοῦ»30. «Εἴπερ καὶ τὰ νήπια ἐκδυθέντα, οὐ πάνυ γινώσκουσιν»31. Τὸ σῶμα ἀποτελεῖ «αἰσχύνη» ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία διαστέλλει τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ πρόσωπο, βλέπει στὸ σῶμα μόνο τὸ ἀπρόσωπο εἶδος. Γυμνότητα εἶναι αὐτὴ ἡ ἀπροσωποποίηση, ἡ ἐξομοίωση στὸν χῶρο τῶν ἀντικειμένων, ἡ ἀνωνυμία τοῦ εἶδους. ᾿Αντίθετα, ἀπάθεια εἶναι ἡ ἁγνότητα τῆς ἁπλότητος ποὺ βλέπει στὸ σῶμα τὴν αἰσθητὴ ἔκφραση τῆς προσωπικῆς μοναδικότητος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ

«ἡ ἁγνεία ἀπάθεια λέγεται· καὶ εἰκότως˙
προοίμιον γάρ ἐστι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως
καὶ ἀφθαρσίας φθαρτῶν»
32.

Στὴν κοινὴ ἀνάσταση θὰ ἔχῃ, ἀκριβῶς, «καταποθῆ» ἡ φυσικὴ ἐπιθυμία τοῦ εἴδους ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ προσώπου, ἡ ἀντιθετικὴ αὐτὴ διάκριση θὰ ἔχη ἀρθῇ καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα θὰ ἔχῃ ἀποκατασταθῆ στὴν ἀκεραιότητα τοῦ προσώπου. Γεγονὸς ποὺ πραγματοποιεῖται καὶ στὸν παρόντα χρόνο ὅταν ἡ ἁγνότητα φτάση στὴν πληρότητα τῆς ἀπαθείας.

Η ΚΟΙΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΡΙΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΑ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΤΟΝ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ  ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ  ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΕΓΩ. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΤΟΥ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. ΑΣ ΦΙΛΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΗ ΚΑΤΩ ΑΠ'ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΜΟΥΣ. ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ.

Ἡ ἀφοβία τοῦ θανάτου εἶναι ἐπίσης ἕνα ἐπίτευγμα ἀπαθείας ποὺ ἀναφέρεται στη «φυσική» τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν προσωπικὴ ὁλοκλήρωση καὶ ἀκεραιότητα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν Κλίμακα ἡ ἀφοβία τοῦ θανάτου προσδιορίζεται ὡς καρπὸς τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ὑπακοὴ ὁδηγεῖ στὴν αὐθεντικὴ ἑνότητα τῆς προσωπικῆς ὁλοκληρώσεως τῆς φύσεως, ἑνοποιεῖ τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα στὴν ἔμπρακτη ἄρνηση τῶν ἐπαναστατημένων ἐπιθυμιῶννεκρώνει τὸ ἀπροσωποποιημένο «ψυχικό» - φυσικὸ θέλημα, εἰσάγει στὸν χῶρο τῆς ζωῆς τοῦ προσώπου, τὴν ὁποία ζωή ὁ φυσικὸς θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ παραβλάψη.

«Ὑπακοή ἐστιν,
ἄρνησις ψυχῆς οἰκείας παντελής,
διὰ σώματος ἐπιδεικνυμένη ἐναργῶς·
ἢ τάχα τὸ ἔμπαλιν· ὑπακοή ἐστι,
νέκρωσις μελῶν, ἐν ζώσῃ διανοίᾳ·
Ὑπακοή ἐστιν,
ἀνεξέταστος κίνησις,
ἑκούσιος θάνατος,
ἀπερίεργος ζωή,
ἀμέριμνος κίνδυνος,
ἀμελέτητος Θεοῦ ἀπολογία,
ἀφοβία θανάτου...»33.

Γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς Κλίμακος ἡ ὑπακοὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ μορφή πειθαρχίας, μιὰ χαλιναγώγηση τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν. Εἶναι μιὰ καθολικὴ στάση ζωῆς ποὺ ἀντιστρατεύεται τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως34. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀνταρσίας:

«Δειλία θανάτου ἐστίν,
ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγινόμενον»
35.

Γιὰ νὰ ἀρθῆ ὁ φυσικὸς αὐτὸς καρπὸς τῆς παρακοῆς πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀκολουθήση τὸν ἀντίστροφο δρόμο, νὰ ἀρνηθῆ τὸ φυσικό του θέλημα, νὰ ὑποτάξη τὴν ἐπαναστατημένη ἐλευθερία του, νὰ ἐμπιστευθῆ ἀπόλυτα ἕνα θέλημα ἄλλο ἀπὸ τὸ δικό του.

«Εἴ τις τὸ ἑαυτοῦ συνειδὸς
καθαρὸν εἰς ἄκρον πρὸς τὴν τοῦ πατρὸς ὑποταγὴν ἐκτήσατο,
οὗτος λοιπὸν τὸν θάνατον ὥσπερ ὕπνον,
μᾶλλον δὲ ζωὴν καθ' ἡμέραν ἐκδεχόμενος, οὐ πτοείται» 36.

Ἡ δειλία τοῦ θανάτου, ὡς «ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγινόμενον», διαστέλλεται, ὡστόσο, ἀπὸ τὸν τρόμο τοῦ θανάτου ποὺ εἶναι «ἀμετανοήτων πταισμάτων τεκμήριον»37. Ἡ διάκριση γίνεται καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ μὲ σκοπὸ τὴ φανέρωση τῆς οἰκονομικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων.

«Δειλιᾷ Χριστὸς θάνατον, οὐ τρέμει,
ἵνα τῶν δύο φύσεων τὰ ἰδιώματα σαφῶς ἐμφανίση».
38

Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν μετέχει στὴν ἁμαρτία, δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι ἡ δεδομένη κοινὴ ἀνθρώπινη φύση ποὺ υφίσταται τὰ ἀποτελέσματα τῆς κοινῆς παρακοῆς καὶ ἁμαρτίας. Ἡ δειλία τοῦ, θανάτου εἶναι «ἰδίωμα τῆς φύσεως», καὶ ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀνέλαβε ὁλόκληρη καὶ ἀκέραιη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀνέλαβε καὶ τὸ φυσικὸ ἰδίωμα τῆς δειλίας τοῦ θανάτου. Ἡ ἀπάθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀλλοιώνεται καὶ δὲν μειώνεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ δειλία τῆς ἐξόδου. ᾿Ασυμβίβαστη μὲ τὴν ἀπάθεια εἶναι μόνο ἡ «παρὰ φύσιν δειλία τῆς ἐξόδου», ὁ τρόμος τοῦ θανάτου.

«Ως φανερός κασσίτερος παρὰ τὸν ἄργυρον,
κᾶν τῇ θέᾳ προσέοικεν,
οὕτω παρὰ τοῖς διακριτικοῖς φανερὰ καὶ δήλη
ἡ φυσικὴ καὶ ἡ παρὰ φύσιν δειλία τῆς ἐξόδου»39.

Ὁπωσδήποτε, καὶ αὐτὴ ἡ φυσικὴ δειλία τοῦ θανάτου ποὺ ἐμφανίζει ὁ Χριστὸς ἔχει οἰκονομικὸ χαρακτήρα, ὅπως σημειώθηκε καὶ πιὸ πάνω, ἀποβλέπει στὴ βεβαίωση τῆς πραγματικότητος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ στὴ χαρισματικὴ κατάσταση τῆς ἀπαθείας ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φτάση καὶ στὴν ἀφοβία τοῦ θανάτου, στὴν τέλεια ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς δειλίας τῆς ἐξόδου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ εὐρύτητα μὲ τὴν ὁποία κατανοεῖ καὶ περιγράφει τὴν τελείωση τῆς ἀπαθείας ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Τόσο ἡ ἀφοβία, ὅσο καὶ ἡ δειλία τοῦ θανάτου εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναφέρωνται στὴν κατάσταση τῆς ἀπαθείας. Ἡ δειλία μπροστὰ στὸ ἐπερχόμενο τέλος ἀναγκάζει τὴ φύση σὲ ἐγρήγορση καὶ ὑποταγὴ τῶν ἐπαναστατημένων ἐπιθυμιῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι προϋπόθεση τῆς «μνήμης τοῦ θανάτου» τὴν ὁποία προβάλλει ὁ Κλίμακος ὡς ὁδὸ ἐγρηγόρσεως, μετανοίας καὶ ἑτοιμότητος40. Κατὰ τοῦτο, λοιπόν, ὄχι μόνο ἡ ἀφοβία, ἀλλὰ καὶ ἡ παγίωση τῆς μνήμης τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ μορφὴ ἀπαθείας ἀφοῦ ἀναγκάζει σὲ ὑποταγὴ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως. Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα ἑνὸς αἰγύπτιου μοναχοῦ ὁ ὁποῖος «διηγήσατό ποτε, ὅτι μετὰ τὴν ἐν αἰσθήσει καρδίας τῆς τοῦ θανάτου μνήμης παγίωσιν, θελήσας ποτέ, χρείας καταλαβούσης, μικρὸν τὴν πηλὸν παραμυθήσασθαι, ὑπὸ τῆς μνήμης ταύτης, ὡς ὑπὸ δικαστοῦ, κεκώλυμαι· καὶ τὸ θαυμαστόν, ὅτι περ καὶ βουληθείς, οὐκ ἠδυνήθην ταύτην ἀπώσασθαι»41. Ἡ ἐγρήγορση μπροστὰ στὴν ἐπερχόμενη κρίση τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ ὁδὸς ὑποταγῆς τῆς φύσεως καὶ ὁλοκληρώσεως τῆς προσωπικῆς ἀκεραιότητος, δηλαδὴ μιὰ μορφὴ ἀπαθείας, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρεθῆ οὔτε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φυσικὴ θέληση. Αὐτὸ τὸ ἐπίτευγμα τῆς προτεραιότητος τῆς προσωπικῆς ἐγρηγόρσεως ἔναντι καὶ αὐτῆς τῆς φυσικῆς θελήσεως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κατανοηθῆ παρὰ μόνο στὰ πλαίσια τῆς ἐμπειρικῆς ἄνθρωπογνωσίας τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.

Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΨΥΧΙΚΗ, ΕΙΝΑΙ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΟΡΙΣΕ Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ  Η ΟΠΟΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΣΚΕΨΗ, ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ, ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΑ ΟΡΙΑ, ΤΟ ΣΩΜΑ, ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΤΟ ΑΛΛΟ ΑΚΡΟ ΤΑ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ ΤΟ ΕΓΩ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΟΥ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ ΨΥΧΙΚΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΟΠΩΣ ΤΟ ΔΙΔΑΧΘΗΚΕ Ο ΔΑΥΙΔ. ΟΠΩΣ ΤΟ ΒΙΩΣΕ Ο ΙΟΥΔΑΣ. ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ. ΚΑΙ ΜΗ ΕΙΣΕΝΕΓΚΗΣ ΗΜΑΣ ΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΝ ΑΛΛΑ ΡΥΣΑΙ ΗΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ.

Τέλος 6ου κεφαλαίου

Σημειώσεις


1. ΚΘ' γ' 165.
2. Ὁ ὅρος ἀπάθεια κατάγεται ἀπὸ τοὺς Στωϊκούς. Οἱ Στωϊκοὶ ὥρισαν τὴν ἀπάθεια ὡς ἔννοια στερητικὴ – πρέπει τὰ πάθη νὰ σιγήσουν, διαφορετικὰ ἡ ἀρετὴ εἶναι ἀπραγματοποίητη. (Βλ. J.HIRSCHBERGER Geschichte der Philosophie, I, 269). Οἱ «ἄλογες» φυσικές κινήσεις πρέπει νὰ ὑποταχθοῦν στὸ λογικό – ἡ λύπη, ὁ φόβος, ἡ ἐπιθυμία, ἡ ἡδονή. (Διογένης Λαέρτιος VII, 110 παρὰ: Johannes STELZEN-BERGER, Die Beziehungen der frühchristlichen Sittenlehre zur Ethik der Stoa = Η σχέση μεταξύ της πρώιμης χριστιανικής ηθικής διδασκαλίας και της στωικής ηθικής, München 1933, σελ. 249). Καὶ τὰ τέσσερα αὐτὰ «πάθη» τῆς φύσεως εἶναι ἄλογα:«λύπη μὲν οὖν ἄλογος συστολή· φόβος ἄλογος ἔκκλισις· ἐπιθυμία ἄλογος ὄρεξις· ἡδονὴ ἄλογος ἔπαρσις». (ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ, Περὶ παθῶν, 11, Arnim.III fr.391). Ἡ ἀλογία τῶν παθῶν σκοτίζει τὸν νοῦ, δὲν τὸν ἀφήνει νὰ διακρίνη ἀνάμεσα στὶς «φαντασιώσεις» καὶ στὴν οὐσιώδη πραγματικότητα. Τὸ νόημα τῆς ἀπαθείας εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ταραχὴ ποὺ δημιουργοῦν οἱ φαντασιώσεις τῶν αἰσθήσεων, ἡ δυνατότητα ἄμεσης ἀναφορᾶς στὰ πράγματα καὶ στὰ γεγονότα καθεαυτά. Γράφει ὁ Ἐπίκτητος: «Ὅταν κλαίοντα ἴδῃς τινὰ ἐν πένθει, ἢ ἀποδημοῦντος τέκνου, ἢ ἀπολωλεκότα τὰ ἑαυτοῦ, πρόσεχε, μήσε ἡ φαντασία συναρπάσῃ, ὡς ἐν κακοῖς ὄντος αὐτοῦ, τοῖς ἐκτός· ἀλλ᾽ εὐθὺς διαίρει παρὰ σεαυτῷ καὶ λέγειν ἔστω πρόχειρον, ὅτι τοῦτον θλίβει οὐ τὸ συμβεβηκός· ἄλλον γὰρ οὐ θλίβει· ἀλλὰ τὸ δόγμα τὸ περὶ τούτου· μέχρι μέν τοι λόγου μὴ ὅκνει συμπεριφέρεσθαι αὐτῷ· κἂν οὗτω τύχῃ καὶ συνεπιστέναξαι· πρόσεχε μέν τοι μὴ καὶ ἔσωθεν στενάξῃς». [«Όταν δεις κάποιον να κλαίει επειδή πενθεί —είτε επειδή το παιδί του έφυγε μακριά, είτε επειδή έχασε την περιουσία του— πρόσεξε μήπως σε παρασύρει η εντύπωση ότι ο άνθρωπος αυτός υποφέρει εξαιτίας εξωτερικών πραγμάτων. Αντί γι’ αυτό, να ξεχωρίζεις αμέσως μέσα σου την κατάσταση και να έχεις έτοιμο τον στοχασμό: “Αυτός δεν λυπάται για αυτό που του συνέβη· γιατί άλλος στη θέση του δεν θα λυπόταν. Αυτό που τον πονάει είναι η γνώμη που έχει ο ίδιος για αυτό που του συνέβη.” Μέχρι ενός σημείου, δεν είναι κακό να συμπαρασταθείς· και αν είναι ανάγκη, να αναστενάξεις κι εσύ μαζί του. Αλλά πρόσεξε μην αναστενάξεις κι εσωτερικά, δηλαδή μην πονέσεις κι εσύ από μέσα σου».(Πρόκειται για μια χαρακτηριστική στωική διδασκαλία του Επίκτητου: η λύπη δεν προέρχεται από τα γεγονότα καθαυτά, αλλά από την κρίση που έχουμε γι’ αυτά)] (ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ Εγχειρίδιον, Κεφ. ιστ΄, Ἔκδοση Dresdae et Lipsiae 1756, σελ.46-48). Ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὸ «δόγμα», τη «δόκησιν», τὴν προσωπικὴ ἀντίληψη τῶν γεγονότων, ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ «ἀταραξία» ποὺ οἱ Στωϊκοὶ πίστευαν ὅτι ἀποτελεῖ τὸ κορύφωμα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Είναι κλασσικὸς ὁ στίχος τοῦ Ὁράτιου : Si fractus illabatur orbis, impavidum ferient runiae. (Κι ἂν ὅλα γύρω σωριαστοῦν, νὰ τὸν βροῦν ἀτάραχο μέσα στὰ ἐρείπια). (Carm. III, 3 παρὰ HIRSCHBERGER I, 269). Οἱ ἄλογες κινήσεις τῆς φύσεως δὲν κρίνονται ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχουν, ἂν κατατείνουν σὲ ἠθικὸ ἢ ἀνήθικο τέλος, ἀλλὰ πρέπει νὰ κατασταλοῦν μόνο ἐπειδὴ εἶναι ἄλογες καὶ σκοτίζουν τὸ λογικό. Τὸ ἔλεος καὶ ἡ εὐσπλαχνία, π.χ., εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς φυσικὲς καὶ ἄλογες κινήσεις τῆς ψυχῆς στὴν ὁποία δὲν πρέπει νὰ ἐνδώση ὁ στωϊκός. «Ελεήμονάς τε μὴ εἶναι, συγγνώμην τ' ἔχειν μηδενί· μὴ γὰρ παριέναι τὰς ἐκ τοῦ νόμου ἐπιβαλλούσας κολάσεις, ἐπεὶ τὸ γε εἴκειν καὶ ὁ ἔλεος αὐτὴ θ᾽ ἡ ἐπιείκεια οὐδένειὰ ἐστι τῆς ψυχῆς πρὸς κολάσεις προσποιουμένης χρηστότητα· μηδ' οἴεσθαι σκληροτέρας αὐτὰς εἶναι» [«Μην είσαι ελεήμων, ούτε να δείχνεις κατανόηση σε κανέναν· να μη συγχωρείς τις τιμωρίες που επιβάλλει ο νόμος, γιατί το να υποχωρεί κανείς, το να δείχνει έλεος και ακόμη και η επιείκεια, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσποιητή καλοσύνη της ψυχής απέναντι σε τιμωρίες· και να μη νομίζεις πως αυτές (οι τιμωρίες) είναι σκληρές.»]. (ΔΙΟΓ. ΛΑΕΡΤΙΟΣ VII, 123. Arnim. III 641 σελ. 163.). Η Ἠθικὴ τῶν Στωϊκῶν εἶναι μιὰ κατεξοχὴν ἀτομικὴ Ἠθική, δὲν ἀποβλέπει στὴν ἀνθρώπινη σχέση ἀλλὰ στὴν ἐσωτερικὴ ἀπελευθέρωση καὶ στὴν κυριαρχία τοῦ λόγου πάνω στὴν ἄλογη φύση. «Διὰ τοῦτο ἔλεγεν (Διογένης) ὅτι, ἐξ οὐ μ' ᾿Αντισθένης ἠλευθέρωσεν, οὐκέτι ἐδούλευσα, πῶς ἠλευθερωσεν; ἄκουε τί λέγει· ἐδίδαξέ με τὰ ἐμὰ καὶ τὰ οὐκ ἐμά· κτῆσις οὐκ ἐμή· συγγενεῖς... φήμη... διατριβή, πάντα ταῦτα ὅτι ἀλλότρια· σὸν οὖν τι; χρῆσις φαντασιῶν, ταύτην ἔδειξέ μοι ὅτι ἀκώλυτον ἔχω, ἀνανάγκαστον, οὐδεὶς ἐμποδίσαι δύναται, οὐδεὶς βιάσασθαι ἄλλως χρήσασθαι ἢ ὡς θέλω. τις οὖν ἔχει μου ἐξουσίαν;» [Γι’ αυτό έλεγε (ο Διογένης): “Από τότε που με ελευθέρωσε ο Αντισθένης, δεν υπήρξα ποτέ ξανά δούλος.” Πώς τον ελευθέρωσε; Άκου τι λέει: “Με δίδαξε ποια είναι τα δικά μου και ποια δεν είναι. Περιουσία; Δεν είναι δική μου. Συγγενείς; Φήμη; Ενασχολήσεις; Όλα αυτά είναι ξένα. Τι λοιπόν είναι δικό μου; Η χρήση των εντυπώσεων (φαντασιών) — αυτήν μου έδειξε πως την έχω ανεμπόδιστη, ελεύθερη από κάθε ανάγκη· κανείς δεν μπορεί να με εμποδίσει, κανείς δεν μπορεί να με εξαναγκάσει να τη χρησιμοποιήσω αλλιώς απ’ όπως εγώ θέλω. Ποιος λοιπόν έχει εξουσία επάνω μου;"] (ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, Dissertationes III 24, 67 κ.ε. Epicteti Dissertationes, ab Arriano digestae; accedunt Fragmenta, Enchiridion etc. Leipzig, Teubner 1894 (1916), σελ. 334). Συμπέρασμα τῆς σκεπτικῆς αὐτῆς ἠθικῆς ἐπεξεργασίας εἶναι ἡ προτίμηση τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐγκόσμια ἀπόλαυση. «Κρεῖσσον λιμῷ ἀποθανεῖν, ἄλυπον καὶ ἄφοβον γενόμενον ἢ ζῆν ἐν ἀφθόνοις ταρασσόμενον». [«Καλύτερα να πεθάνει κανείς από την πείνα, ήρεμος και χωρίς φόβο, παρά να ζει μέσα στην αφθονία ταραγμένος.»] (ΕΠΙΚΤ. Εγχειρίδιον, c. 12/1, στὴν ἴδια έκδοση σελ. 11).

Ἡ ἔννοια τῆς ἀπαθείας χρησιμοποιήθηκε πολύ νωρίς στὴ χριστιανικὴ γραμματεία. Ἦταν ἕνας εὔστοχος ὅρος γιὰ νὰ ἀποδοθῆ ἡ ἀποκατάσταση τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως, ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ κράτους τῆς ἁμαρτίας. Στὴν ἐργασία τοῦ STELZENBERGER, στὴν ὁποία παραπέμψαμε, γίνεται μιὰ ἐμπεριστατωμένη ἀναζήτηση τῶν ἐπιδράσεων τῆς στωϊκῆς Ἠθικῆς πάνω στὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο στὸν Ωριγένη καταλογίζει ὁ Stelzenberger ἀπόψεις ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποδοθοῦν σὲ ἐπηρεασμὸ τῆς στωϊκῆς διδασκαλίας. (Βλ. έ.α. σελ. 270 καὶ ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Κατὰ Κέλσου VIII, 51 καὶ Ὁμιλία εἰς τὸν Ἱερεμίαν 5, 8 Migne P.G. 13, 308). Στὴν ὑπόλοιπη πατερικὴ γραμματεία πιστεύει ὅτι τὸ νόημα τῆς ἀπαθείας διαφοροποιεῖται οὐσιαστικά. («Ergibt sich in diesem Lehrpunkte von vorneherein eine Antithese des Christentums gegen die Stoa... Nicht jeder Affekt muss in seinem Entstehen vernunftwidrig sein. Christliche ansicht ist immer gewesen, dass die Pathe von der Vernunft und vom Willen beherrscht werden müssen; sie sind aber nicht restlos zu beseitigen». Ἔ.ἄ. σελ. 265) [Ανακύπτει σ’ αυτό το διδακτικό σημείο εξ αρχής μια αντίθεση του Χριστιανισμού προς τη Στοά… Δεν είναι κάθε πάθος εκ φύσεως παράλογο από τη γέννησή του. Η χριστιανική άποψη ήταν πάντοτε ότι τα πάθη πρέπει να τελούν υπό την εξουσία της λογικής και της βούλησης· δεν είναι όμως δυνατόν να εξαλειφθούν εντελώς]. ᾿Ακόμα καὶ σὲ περιπτώσεις ποὺ διατηροῦν οἱ Πατέρες τὶς ἐκφράσεις καὶ διατυπώσεις τῆς στωϊκῆς ᾿Ἠθικῆς, τὸ περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τους εἶναι οὐσιαστικὰ διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ λογικοκρατούμενη ἠθικὴ ἀντίληψη τῶν Στωϊκῶν καὶ τὶς δυαλιστικές της προϋποθέσεις. Στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς πατερικῆς γραμματείας ἡ ἀπάθεια ταυτίζεται ὄχι μὲ τὴν κυριαρχία τοῦ νοῦ πάνω στὶς ἄλογες κινήσεις τῆς φύσεως, ἀλλὰ μὲ τὴ μεταστροφὴ τῶν παθῶν σὲ δυνάμεις ὑπηρετικὲς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. «Ψυχή ἐστι τελεία, συνοψίζει ὁ ἅγιος ΜΑΞΙΜΟΣ & ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ἧς ἡ παθητικὴ δύναμις νένευκεν ὁλοτελῶς πρὸς Θεόν» [Τέλεια είναι η ψυχή της οποίας η παθητική δύναμη έχει στραφεί ολοκληρωτικά προς τον Θεό]. (Κεφάλαια περὶ ἀγάπης ΙΙΙ, ⵢη' Migne P.G. 90, 1048A.Βλ. καὶ Η.U.v. BALTHASAR, Kosmische Liturgie, σελ. 342 - 343)[ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΙΣ; ΜΗΠΩΣ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ; Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΤΑΝΕΜΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ.] [Ο Hans Urs von Balthasar, στη μεγάλη του σύνθεση για τον Μάξιμο, σχολιάζει αυτό ακριβώς το χωρίο λέγοντας: «Η αγιότητα δεν συνίσταται στην κατάργηση της παθητικής φύσεως της ψυχής, αλλά στην πλήρη υποταγή της στο θείο. Η "παθητική" δύναμη της ψυχής -που μπορεί να παρασυρθεί από τα πάθη- με τη χάρη και την ασκητική εργασία "νεύει" προς τον Θεό. Και αυτό είναι η τελειότητα.» ][Ο ΒΡΑΧΟΣ, Η ΠΕΤΡΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ; ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ;]. «Ἡ χριστιανικὴ ἀσκητικὴ τόνισε πάντοτε ὅτι ἡ θέληση δυναμωμένη ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ κυριαρχῆ πάνω στη φυσικὴ ὁρμή, ὄχι γιὰ νὰ τὴν ἐξαφανίση, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἐξευγενίση καὶ νὰ τὴν ἐκπνευματώση. Αὐτὴ εἶναι κιόλας μιὰ στάση ἀντίθετη στὸ στωϊκὸ ἰδεῶδες τῆς ἀπαθείας, μολονότι ἐδῶ κι ἐκεῖ ἐκφράζεται συμπάθεια γι᾿ αὐτὸ τὸ ἰδεῶδες, μὲ ἀσάφεια γιὰ τὶς τελικὲς συνέπειες»[ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΗ ΣΑΡΚΑ ΠΝΕΥΜΑ] (STELTZENBERGER, σελ. 266). Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ θέμα τῆς ἀπαθείας συνδυάστηκε τὶς περισσότερες φορὲς στὴν πατερικὴ διδασκαλία μὲ τὴν ἀναφορὰ στὴν ἀπάθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μέτρο καὶ ὁ τύπος τῆς ἐσχατολογικῆς πληρότητος τῶν σεσωσμένων.[Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΛΑΒΕ ΤΑ ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ, ΤΗΣ ΦΥΩΣ. ΔΕΝ ΕΛΑΒΕ ΤΑ ΔΙΑΒΛΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ] (Ο ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ ἀνατρέξη ἐνδεικτικὰ στὰ σχετικὰ χωρία τοῦ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Migne P.G. 26, 1060 καὶ 25, 192 – τοῦ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Migne P.G. 32, 100 καὶ 288 – τοῦ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Migne P.G.45, 29 – τοῦ ΕΥΑΓΡΙΟΥ, Migne. P.G. 40, 1253 καὶ 1221 καὶ 1243 – τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Migne P.G. 47, 423 - 494 – τοῦ ΝΕΙΛΟΥ τοῦ ἀσκητοῦ, Migne P.G.79, 224 καὶ 261 καὶ 252 καὶ 400).[ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΚΟ Η ΗΜΙΜΑΘΕΙΑ.
["Η εμπειρία λοιπόν είναι μία ενότης μίας πολλαπλότητος μνημείων, όλων όμως σχετικών με ένα μοναδικό και ίδιο πράγμα. Απο την εμπειρία, δηλαδή απο κάθε καθόλου που βρήκε ησυχία στην ψυχή (η εκ παντός ηρεμήσαντος του καθόλου εν τη ψυχή), το ένα ενάντια στα πολλά, το οποίο σε όλα αυτά είναι παρόν ένα και το ίδιο, ένα και το αυτό, προέρχεται η αρχή της τέχνης και της επιστήμης. (Αναλυτικά ύστερα, 100 α 3-9)."]
3. ΚΘ' δ΄ 165.
4. ΚΘ' α΄ 165.
5. Βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΟΥ, Ἡ περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου Παλαμᾶ, Θεσσαλονίκη 1963, σελ. 84 κ.ἑ. «Ἡ καρδία ἡμῶν ἐστι τὸ τοῦ λογιστικοῦ ταμεῖον καὶ πρῶτον σαρκικὸν ὄργανον λογιστικόν». ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, 10, Ἔκδοσις Καθηγητοῦ Παναγ. Χρήστου, τόμος Α΄ σ. 372.
6. LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 197. Λέει ὁ ἅγιος ΜΑΚΑΡΙΟΣ & ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ : «Ὥσπερ ἐστὶν ὁ ὀφθαλμὸς μικρὸς παρ᾿ ὅλα τὰ μέλη, καὶ αὐτὴ ἡ κόρη μικρὰ οὖσα, μέγα ἐστὶ σκεύος· βλέπει γὰρ ὑφ᾽ ἔν, οὐρανόν, ἀστέρας, ἥλιον, σελήνην, πόλεις καὶ ἄλλα κτίσματα· ὁμοίως καὶ αὐτὰ τὰ ὁρόμενα ὑπὸ τὸ ἕν, τῇ μικρᾷ κόρῃ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἐμμορφοῦται καὶ ἐνεικονίζεται – οὕτως ἐστὶ καὶ ὁ νοῦς εἰς τὴν καρδίαν» 43, 7 [Όπως το μάτι είναι μικρό σε σχέση με όλα τα μέλη του σώματος, κι όμως η κόρη του, παρότι μικροσκοπική, είναι σπουδαίο όργανο· γιατί μ’ αυτήν βλέπουμε τον ουρανό, τα άστρα, τον ήλιο, τη σελήνη, τις πόλεις και όλα τα δημιουργήματα· και όλα αυτά εμφανίζονται και αποτυπώνονται μέσα σ’ αυτήν τη μικρή κόρη – έτσι είναι και ο νους μέσα στην καρδιά] – Die 50 geistlichen Homilien des Makarios, Hrg. v. Dörries, Klostermann, Kroeger, Berlin 1964, σελ. 289.
7. «Für die ganze Patristik ist das reine Herz der vollkommene Spiegel des göttlichen Urbildes» [Για όλη την πατερική θεολογία, η καθαρή καρδιά είναι ο τέλειος καθρέφτης του θεϊκού αρχέτυπου]. M: LOT-BORODINE, Das Mysterium der Tränengabe im christlichen Osten, Benediktinische Monatschrift, [Το μυστήριο της χορήγησης δακρύων στην χριστιανική Ανατολή, Μηνιαίο περιοδικό των Βενεδικτίνων] 21 (1939) σ. 340.
8. «Ἕως ἐστὶ πόλεμος, ὑπὸ φόβον ἐστὶ καὶ τρόμον ὁ ἄνθρωπος, ἢ νικῆσαι σήμερον, ἢ νικηθῆναι· ἢ νικᾶσθαι αὔριον, ἢ νικᾶν· ὁ ἀγὼν γὰρ περισφίγγει τὴν καρδίαν. Ἡ δὲ ἀπάθεια, ἀπολέμητός ἐστιν. Ἐδέξατο γὰρ τὸ βραβεῖον καὶ ἡμερίμνησε περὶ τοῦ μέρους τῶν τριῶν μεμερισμένων ὅτι ἔφθασαν ἀλλήλοις εἰρηνεῦσαι διὰ Θεοῦ. Ἔστι δὲ τὰ τρία, ψυχή, σῶμα καὶ πνεῦμα. Ὅταν οὖν τὰ τρία ἓν γένωνται διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου, οὐκ ἔτι δύνανται ἀποχωρισθῆναι» [Μέχρι που υπάρχει πόλεμος, ο άνθρωπος βρίσκεται κάτω από φόβο και τρόμο, είτε (πρόκειται) να νικήσει σήμερα είτε να νικηθεί·είτε να νικηθεί αύριο είτε να νικήσει· διότι ο αγώνας σφίγγει (περιπλέκει ασφυκτικά) την καρδιά. Η απάθεια (δηλαδή η ελευθερία από τα πάθη), είναι έξω από πόλεμο. Διότι παρέλαβε το βραβείο και φρόντισε για το ζήτημα των τριών μερισμένων (μερών), ότι έφτασαν να ειρηνεύσουν μεταξύ τους διά του Θεού. Τα τρία δε είναι: ψυχή, σώμα και πνεύμα. Όταν λοιπόν τα τρία γίνουν ένα διά της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορούν πλέον να χωριστούν]. Ὁ ἅγιος ΗΣΑΙΑΣ & ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ, Περί τηρήσεως τοῦ νοός, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τόμος Α΄, Ἔκδοση Παπαδημητρίου, ᾿Αθῆναι 1957, σελ. 33.
9. ΚΘ΄ β΄ 165.
10. Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων Ὀνομάτων, Migne P.G. 4, 305B.
11. «Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχέγονη, φυσική του κατάσταση εἶναι τὸ κεντρικὸ θέμα τοῦ μοναχισμοῦ... Ὁ ἀσκητὴς εἶναι ὁ πραγματικὸς ἄνθρωπος». Η. BALL, Βyzantinisches Christentum, σελ. 256.
«Σὲ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ὀρθόδοξης ᾿Ανατολῆς οἱ ἀναχωρητές, οἱ ἐρημίτες, οἱ ἀσκητές, οἱ στυλίτες, ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλες μοναχικές κοινότητες – ὅπως τὸ Στούδιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως – ποὺ θὰ φέρουν τὴν ἔρημο στὴν καρδιὰ τῶν μεγάλων πόλεων, θὰ ἀποτελοῦν τὴν ἁπλῆ μαρτυρία καὶ τὴν διαρκῇ ὑπόμνηση τοῦ ἀληθινοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου : νὰ γίνη τέλειος, ὡς ὁ Πατὴρ ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς... Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἐκκλησίες τῆς ᾿Ανατολῆς θὰ ἀναγνωρίσουν πολύ νωρίς τοὺς μοναχούς ὡς τοὺς γνήσιους κήρυκες καὶ ἑρμηνευτές τους. Θὰ υἱοθετήσουν τὴ λειτουργία τους, τὴν πνευματικότητά τους, τὸν τύπο τῆς ἁγιότητός τους. Τὸν 6ο μάλιστα αἰώνα θὰ ἀποφασίσουν νὰ μὴν ἐκλέγουν πιὰ τοὺς ἐπισκόπους τους παρὰ μόνο ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν μοναχῶν». Jean MEYENDORFF, St Grégoire Palamas et la mystique orthodoxe, στὴ σειρά «Maitres spirituels», Ed.du Seuil, σελ. 14 – 17.
Πολύ διαφορετικὰ κατανοήθηκε ὁ μοναχισμός στη Δύση. Ἡ Δύση εἶδε ἀπὸ πολὺ νωρὶς στὴν ὁδὸ τῆς παρθενίας μιὰ πρακτική σκοπιμότητα, μιὰ στρατεία στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ο ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ ὥρισε τὴν παρθενία, formaliter et completive, ὡς ἀπόφαση γιὰ μιὰ συνεχῆ παραίτηση ἀπὸ τὴ γενετήσια ζωή, προκειμένου νὰ ἐξυπηρετηθοῦν οἱ πρακτικὲς ἀνάγκες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, (Summa Theologica II, II, 152, 1). Μὲ τὸ πνεῦμα αὐτὸ διαμορφώθηκε σχεδὸν στὸ σύνολό του ὁ μοναχικός βίος τῆς ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας καὶ καθιερώθηκε – τέλη του 11ου, ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰώνα – ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τῶν κληρικῶν. Τὸ πρωτεῖο αὐτὸ τῆς πρακτικῆς σκοπιμότητος καὶ ὁ χαρακτήρας τῆς «στρατείας» ἔμειναν ἄγνωστα στὴν ὀρθόδοξη ᾿Ανατολή. Ὁ μοναχισμὸς τῆς ᾿Ανατολῆς ἀποβλέπει πάντοτε στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, στὴν τελείωση τοῦ προσώπου καὶ στὴν πληρότητα τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ καὶ ὄχι στὸ στρατευμένο ἄτομο, στὴν ἱεραποστολική ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη κοινωνική δραστηριότητα. Μιὰ κάπως ἐκτενέστερη ἀνάπτυξη τοῦ θέματος ἔχει γίνει στὸ δοκίμιο : Ἔρως καὶ ἀγαμία – τὸ δρᾶμα ἑνὸς ἀνέραστου Χριστιανισμοῦ (Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Τίμιοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ᾿Αθῆναι 1968, σελ. 74 - 83).
12. ΚΘ΄ γ΄ καὶ δ΄ 165.
13. ΚΘ΄ στ΄ 165.
14. ΚΘ΄ η΄ 165-166. [Περί λαγνείας καὶ ἁγνείας: Ἐὰν σημάδι λαγνείας εἶναι τὸ νὰ φλέγεται ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο γιὰ ἔμψυχα ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄψυχα πράγματα, τότε σημάδι ἁγνείας εἶναι νὰ βλέπει τὰ πάντα ὡς ἄψυχα καὶ νὰ στέκεται ἀπέναντί τους χωρὶς καμμιὰ αἰσθητικὴ ἔλξη.]
15. ΚΘ΄ ια΄ 166. [Περί ὀργῆς καὶ μακροθυμίας: Ἐὰν θάλασσα ὀργῆς εἶναι τὸ νὰ ἀγριεύει κανείς ἀκόμη καὶ χωρὶς νὰ βρίσκεται κανένας μπροστά, τότε γνώρισμα μακροθυμίας εἶναι, καὶ ὅταν ὁ ὑβριστὴς λείπει καὶ ὅταν εἶναι παρών, νὰ μένει ὁ ἄνθρωπος ἐξίσου γαλήνιος.]
16. ΚΘ΄ ιβ΄ 166. [Περί κενοδοξίας καὶ ἀκενοδοξίας: Ἐὰν ὕψος κενοδοξίας εἶναι τὸ νὰ παριστάνεται κανείς ὡς σπουδαῖος καὶ χωρὶς θεατὴ ἢ ἐπαίνους, τότε ἀληθινὴ ἀκενοδοξία εἶναι τὸ νὰ μὴν ἐπιδιώκῃ κανείς τὴν κλοπὴ τῆς προσοχῆς, ἀκόμη κι ὅταν βρίσκονται παρόντες ἐκεῖνοι ποὺ ἐπαινοῦν.]
17. ΚΘ΄ ιδ΄ 166. [Περί ἐμπαθείας καὶ ἀπαθείας: Ἐὰν τέλειο σημάδι ἐμπαθείας εἶναι τὸ νὰ ὑποκύπτει κανείς γρήγορα σὲ ὅσα σπέρνουν οἱ δαίμονες,ἐγὼ θεωρῶ σημάδι ἁγίας ἀπαθείας τὸ νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ πῇ μὲ ἐμπειρία: «Ὅταν ἔφευγε ἀπὸ μένα ὁ πονηρός, δὲν κατάλαβα οὔτε πῶς ἦλθε, οὔτε γιατί, οὔτε πῶς ἔφυγε. Ἀλλὰ ἔμεινα ὅλως ἀναίσθητος σὲ τέτοιες προσβολές, διότι εἶμαι ὁλόκληρος ἡνωμένος μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ παραμείνω πάντοτε ἔτσι.»]
18. ΚΗ΄ λ΄ 161.
19. Βλ. καὶ VILLER-RAHNER, Aszese und Mystik... σελ. 160-161: «Nie wird die Apatheia bei unserem Sinaimönch verwechselt mit der Unfähigkeit zu sündigen. Die Apatheia hat Stufen und ist übrigens, was Klimakus ausdrücklich anmerkt, nicht von allen erreichbar, man kann gerettet werden ohne sie». [«Ποτέ δεν συγχέεται η ἀπάθεια στον δικό μας Σιναΐτη μοναχό με την ἀδυναμία να ἁμαρτήσει κανείς. Η ἀπάθεια έχει βαθμίδες και, όπως μάλιστα επισημαίνει ρητώς ο Κλίμακος, δεν είναι προσιτή σε όλους· μπορεί κανείς να σωθεί και χωρίς αυτήν».]
20. ΚΣΤ΄ νδ΄ 133. Σχόλιο ἑρμηνευτικό στὴ διατύπωση αὐτὴ τῆς Κλίμακος θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ ἀκόλουθο χωρίο τοῦ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ :
«Διὰ τοῦτο μακαρίζει ὁ Κύριος οὐ τοὺς ἔξω πάθους ἐφ᾽ ἑαυτῶν βιοτεύοντας (οὐ γὰρ δυνατόν ἐστιν ἐν ὑλώδει ζωῇ τὸν ἄϋλον καθ᾿ ὅλου καὶ ἀπαθῆ κατορθωθῆναι βίον), ἀλλὰ τὸν ἐνδεχόμενον τῆς ἀρετῆς ὅρον ἐν τῇ διὰ σαρκὸς ζωῇ τὴν πραότητα λέγει, καὶ ἱκανὸν εἰς μακαρισμὸν τὸ πρᾶον εἶναί φησιν. Οὐ γὰρ καθόλου τὴν ἀπάθειαν νομοθετεῖ τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει· οὐδὲ γὰρ δικαίου νομοθέτου τὸ ταῦτα κελεύειν, ὅσα ἡ φύσις οὐ δέχεται». Εἰς τοὺς Μακαρισμούς, Λόγος ΙΙ, Migne P.G. 44, 1216. [Μετάφραση: «Γι’ αυτό και ο Κύριος μακαρίζει όχι εκείνους που ζουν εντελώς έξω από τα πάθη (διότι δεν είναι δυνατόν, σε ζωή που έχει υλικό υπόβαθρο, να πραγματοποιηθεί απολύτως άυλος και απαθής βίος), αλλά εκείνους που μπορούν να φτάσουν στο μέτρο της αρετής μέσα στη ζωή της σάρκας· και ονομάζει την πραότητα ως αυτό το μέτρο, λέγοντας ότι είναι αρκετό για τον μακαρισμό να είναι κανείς πράος. Δεν νομοθετεί λοιπόν για την ανθρώπινη φύση μια πλήρη ἀπάθεια· γιατί δεν θα ήταν δίκαιο να απαιτεί ο νομοθέτης πράγματα που η φύση δεν μπορεί να δεχτεί».]
21. Z΄ v΄ 67.
22. «Τούτου δὴ χάριν ἔσχατος ἐπεισάγεται τοῖς οὖσιν ὁ ἄνθρωπος, οἱονεὶ σύνδεσμός τις φυσικὸς τοῖς καθόλου διὰ τῶν οἰκείων μερῶν μεσιτεύων ἄκροις, καὶ εἰς ἓν ἄγων ἐν ἑαυτῷ τὰ πολλῷ κατὰ τὴν φύσιν ἀλλήλων διεστηκότα τῷ διαστήματι, ἵνα τῆς πρὸς Θεόν, ὡς αἴτιον, τὰ πάντα συναγούσης ἑνώσεως ἐκ τῆς ἰδίας πρότερον ἀρξάμενος διαιρέσεως, καθεξῆς διὰ τῶν μέσων εἰρμῷ καὶ τάξει προβαίνων εἰς τὸν Θεὸν λάβη τὸ πέρας». ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Περὶ διαφόρων ἀπόρων, Migne P.G. 91, 1305 BC.
23. ΚΘ΄ δ΄ 165.
24. Η΄ δ΄ 70.
25. ΚΣΤ΄ μβ΄ 131.
26. ΚΔ΄ ζ΄ 114.
27. ΚΔ΄ η΄ 114.
28. ΚΔ΄ στ΄ καὶ ιστ΄ 114, 115.
29. ΚΣΤ΄ μ΄ 131.
30. ΚΔ΄ ζ΄ 114.
31. ΚΣΤ΄ μ΄ 131.
32. ΚΘ΄ δ΄ 165.
33. Δ΄ γ΄ 28.
34. Ἡ ἀντίληψη τῆς ὑπακοῆς ὡς ἐξωτερικῆς πειθαρχίας, καὶ μάλιστα ὀργανωτικοῦ τύπου, διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ὑπακοῆς ὅπως τὸ ἐβίωσε ἡ ὀρθόδοξη παράδοση τῆς ᾿Ανατολῆς. Στὴν ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ ἀνθρωπολογία ἡ ὑπακοὴ εἶναι τὸ ἀντίδοτο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἡ ἄρνηση τοῦ ἰδίου φρονήματος καὶ θελήματος ποὺ ἐλευθερώνει τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀτομικότητος καὶ ἀποκαθιστᾶ τὴ δυνατότητα κοινωνίας μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὡς ἀνταρσία καὶ ἀνυπακοὴ εἶναι ὁ κεντρικὸς πόλος τῆς ἀσκητικῆς ἀναφορᾶς, ὅλη ἡ προσπάθεια τῆς ἀσκήσεως ἀποβλέπει στὴν ὑπέρβαση αὐτῆς τῆς ἀρχικῆς πτώσεως, στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν προπτωτικὴ ἀκεραιότητα. («Die Theologie stützt sich als Lehre auf die Vorstellung von einer in allen ihren Fähigkeiten des Begehrens und Erkennens in die Übernatur erhobenen menschlichen Natur: nach patristischer Denkweise auf eine Vorstellung von der Natur, die auf dem Wege der Gnadengaben zu dem status ante peccatum zurückgekehrt ist, zu dem Zustand vor dem Sündenfall, der seinerseits als Vorausnahme der künftigen Herrlichkeit erscheint». M. LOT-BORODINE, Das Mysterium der Tränengabe... σελ. 236. Μεταφρ.: «Η θεολογία στηρίζεται, ως διδασκαλία, στην αντίληψη περί μιας ανθρώπινης φύσεως η οποία, σε όλες τις δυνάμεις της επιθυμίας και της γνώσεως, έχει ανυψωθεί στο υπερφυσικό· κατά την πατερική σκέψη, στην αντίληψη περί φύσεως που έχει επανέλθει, διά των χαρισμάτων, στην status ante peccatum, δηλαδή στην κατάσταση προ της πτώσεως, η οποία με τη σειρά της εμφανίζεται ως προεικόνιση της μελλοντικής δόξας»).
35. ΣΤ΄ γ΄ 59.
36. Δ΄ μγ΄ 40.
37. ΣΤ΄ γ΄ 59.
38. ΣΤ΄ δ΄ 59.
39. ΣΤ΄ ζ΄ 60.
40. Βλέπε ὁλόκληρο τὸν ΣΤ΄ λόγο.
41. ΣΤ΄ ιη΄ 61
.


Δεν υπάρχουν σχόλια: