Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Sumphilosophein 31

Συνέχεια από  Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

SUMPHILOSOPHEIN 31
Του Enrico Berti
ΙΙΙ. Η αληθινή πραγματικότητα


Η διακυβέρνηση της πόλης

3. Ο Αριστοτέλης και η Κύπρος (συνέχεια)

Μία ακόμη από τις χαμένες πραγματείες του Αριστοτέλη, γραμμένη με βεβαιότητα κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ακαδημία του Πλάτωνα, είναι ο Προτρεπτικός, δηλαδή κυριολεκτικά «προτρεπτικός λόγος», δηλαδή μια προτροπή των νέων προς τη φιλοσοφία, η οποία ήταν αφιερωμένη σε κάποιον Θεμισώνα, «βασιλιά των Κυπρίων».
Έτσι, ο Αριστοτέλης έγραψε μια προτροπή προς τη φιλοσοφία, απευθυνόμενος σε έναν βασιλιά της Κύπρου, δηλαδή της ίδιας περιοχής, του ίδιου νησιού, όπου βασίλευαν ο Νικοκλής και ο Ευαγόρας, στους οποίους είχε απευθύνει τους λόγους του ο Ισοκράτης.
Αυτό δείχνει ότι μεταξύ του Ισοκράτη και της Ακαδημίας, ή μεταξύ του Ισοκράτη και του Αριστοτέλη —ο οποίος πάντως έγραφε ως μέλος της Ακαδημίας και εξ ονόματός της— υπήρχε ένας είδος άμεσου και στενού ανταγωνισμού, στο ίδιο πεδίο· όχι μόνο επειδή και οι δύο δίδασκαν ρητορική, αλλά και επειδή και οι δύο θεωρούσαν τη ρητορική χρήσιμη για την πολιτική, δηλαδή για τη διαμόρφωση των κυβερνώντων, και απευθύνονταν και οι δύο στους βασιλείς της Κύπρου.


Θα επανέλθουμε αμέσως στον Προτρεπτικό, ένα κείμενο εξαιρετικής αξίας για την κατανόηση της ζωής της Πλατωνικής Ακαδημίας.
Πριν από αυτό, όμως, είναι σκόπιμο να αναφέρουμε ποιες ήταν οι αντιδράσεις του Ισοκράτη και της σχολής του στην επίθεση του Αριστοτέλη, αφού πρώτα θυμηθούμε ακόμη μια πολεμική αναφορά του Αριστοτέλη εναντίον του Ισοκράτη, η οποία προκύπτει από τη μαρτυρία του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως.
Σύμφωνα με αυτήν, ο Αριστοτέλης είχε πει ότι «σε όλους τους βιβλιοπώλες μπορούσε κανείς να βρει προς πώληση πολλούς τόμους από τους δικανικούς λόγους του Ισοκράτη».
Η φράση αυτή είχε ασφαλώς δυσφημιστικό σκοπό, καθώς υπενθύμιζε ποια υπήρξε η πρώτη δραστηριότητα του Ισοκράτη —δηλαδή εκείνος ο τύπος ρητορικής που, σύμφωνα με την αναφορά του Πλάτωνα στον Φαίδρο, ο Ισοκράτης υποτίθεται ότι θα εγκατέλειπε αργότερα για να αφοσιωθεί, με την ίδρυση της σχολής του, σε μια ανώτερη ρητορική, δηλαδή εκείνη που απευθυνόταν στους πολιτικούς.

Δεν είναι σαφές σε ποιο έργο του Αριστοτέλη ανήκε αυτή η δήλωση· ίσως στο Γρύλλος, ίσως στα μαθήματα ρητορικής που δίδασκε στην Ακαδημία, ή ίσως, όπως πιστεύουν άλλοι, σε ένα άλλο χαμένο έργο του, τη Συλλογή των Τεχνών (Technōn synagōgē), όπου επίσης ασχολούνταν με τη ρητορική. Όμως αυτό δεν έχει σημασία· εκείνο που μετρά είναι, και πάλι, η πολεμική στάση του Αριστοτέλη απέναντι στον Ισοκράτη.

Πάντα σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, κάποιος Κηφισόδωρος, μαθητής του Ισοκράτη —τον οποίο μάλιστα ορισμένοι χαρακτηρίζουν «τον πιο αυθεντικό ακροατή του»—, όταν είδε ότι ο δάσκαλός του δεχόταν επίθεση από τον Αριστοτέλη, έγραψε ένα έργο σε τέσσερα βιβλία —δηλαδή αρκετά εκτενές— με τίτλο Κατά Αριστοτέλους, στο οποίο αντέκρουε τον ισχυρισμό του Αριστοτέλη ότι «πολλοί τόμοι από τους δικανικούς λόγους του Ισοκράτη πωλούνταν στα βιβλιοπωλεία».
Ο Κηφισόδωρος δήλωνε αντιθέτως ότι ο Ισοκράτης είχε γράψει λίγους λόγους αυτού του είδους. Επιπλέον, φέρεται να είπε ότι «σε κάθε ποιητή ή σοφιστή μπορεί να βρεθεί μία ή δύο ανήθικες εκφράσεις» —πράγμα που κάνει να σκεφτούμε ότι ο Αριστοτέλης είχε κατηγορήσει τον Ισοκράτη και για ανηθικότητα (ίσως επειδή προσπάθησε να κερδίσει την εύνοια του Ξενοφώντα εκμεταλλευόμενος τον θάνατο του γιου του, του Γρύλλου).
Ο Κηφισόδωρος φέρεται ακόμη να κατηγόρησε τον Αριστοτέλη επειδή εκείνος δεν θεώρησε άξιο λόγου το να κάνει συλλογές παροιμιών, και τον επιτέθηκε και σε προσωπικό επίπεδο, αποκαλώντας τον λαίμαργο, ακόλαστο και με άλλα παρόμοια επίθετα. Επειδή είναι γνωστό ότι ο Αριστοτέλης, αφού έγινε επικεφαλής της σχολής του, του Λυκείου, συνέταξε πράγματι μια συλλογή παροιμιών, η μομφή του Κηφισοδώρου πρέπει να αναφέρεται σε προγενέστερη περίοδο, όταν ο Αριστοτέλης βρισκόταν ακόμη στην Ακαδημία του Πλάτωνα.

Τέλος —όπως αναφέρει ο Νουμήνιος—, ο Κηφισόδωρος, όντας άπειρος και αμαθής σχετικά με τον Αριστοτέλη, και θεωρώντας, εξαιτίας της φήμης που απολάμβαναν οι διδασκαλίες του Πλάτωνα, ότι ο Αριστοτέλης ακολουθούσε τη φιλοσοφία του, φιλονικούσε με τον Αριστοτέλη αλλά στην πραγματικότητα χτυπούσε τον Πλάτωνα· τον επέκρινε ξεκινώντας από τη θεωρία των Ιδεών και φτάνοντας σε άλλες διδασκαλίες που ο ίδιος ούτε καν γνώριζε, προσπαθώντας να εικάσει το νόημα των απόψεων που κυκλοφορούσαν γι’ αυτές. Έτσι, ο Κηφισόδωρος, χωρίς να πολεμά εκείνον με τον οποίο διαφωνούσε, πολεμούσε εκείνον με τον οποίο δεν ήθελε να διαφωνήσει.

Η πληροφορία αυτή είναι ενδιαφέρουσα, γιατί δείχνει επίσης ότι ο Κηφισόδωρος έγραψε εναντίον του Αριστοτέλη όταν εκείνος ήταν ακόμη μέλος της Πλατωνικής Ακαδημίας· του απέδιδε τη φιλοσοφία του Πλάτωνα, ξεκινώντας από τη διδασκαλία των Ιδεών —πράγμα που φανερώνει ότι ήταν ελλιπώς πληροφορημένος για το τι σκεφτόταν ο Αριστοτέλης, αφού, όπως πλέον παραδέχονται όλοι οι μελετητές και όπως έχουμε δει, ο Αριστοτέλης είχε ήδη ασκήσει κριτική στη θεωρία των Ιδεών κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ακαδημία.

Ωστόσο, παρότι ακόμη μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης ήταν ήδη αρκετά γνωστός και σημαντικός ώστε να αξίζει μια ολόκληρη τετράβιβλο πολεμική πραγματεία αφιερωμένη αποκλειστικά στην κριτική του, από τον «πιο αυθεντικό ακροατή του Ισοκράτη». Το έργο αυτό δεν μπορεί παρά να υπήρξε αντίδραση στο ενδοακαδημαϊκό μάθημα ρητορικής που είχε εγκαινιάσει ο Αριστοτέλης με το σύνθημα:

«Αισχρό είναι να σιωπά κανείς και να αφήνει τον Ισοκράτη να μιλά».

Αλλά και ο ίδιος ο Ισοκράτης κατέβηκε στο πεδίο για να αμυνθεί απέναντι στις επιθέσεις του Αριστοτέλη, όπως προκύπτει από έναν άλλο λόγο του, την «Αντίδοσιν». Ο τίτλος αυτός, που σημαίνει «ανταλλαγή», αναφέρεται σε μία δίκη στην οποία ο ίδιος ο Ισοκράτης υποτίθεται ότι θα υπερασπιζόταν τον εαυτό του απέναντι στη ψευδή κατηγορία ότι πλούτισε διαφθείροντας τους νέους· και θα πρότεινε στους κατηγόρους του να ανταλλάξουν τα υπάρχοντά τους με τα δικά του, για να αποδείξει ότι δεν είχε καθόλου πλουτίσει. Φαίνεται όμως ότι η δίκη αυτή ποτέ δεν έγινε, και έτσι ο Ισοκράτης κατέφυγε σε αυτή τη λογοτεχνική επινόηση, προκειμένου να γράψει μία απολογία ολόκληρης της ζωής και του παιδευτικού του έργου.

Στην Αντίδοσιν, που, σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, γράφτηκε το 353 π.Χ., ο Ισοκράτης απαντά επίσης στις επιθέσεις που του είχαν εξαπολύσει οι Ακαδημαϊκοί, αναφερόμενος πιθανότατα στον Αριστοτέλη. Πράγματι, κάνει λόγο για ορισμένους «ζηλωτές των ερίδων» (peri tas eridas spoudazontes), οι οποίοι «συκοφαντούν τους λόγους τους κοινούς και ωφέλιμους», μολονότι δεν αγνοούν την αξία τους, ούτε πόσο γρήγορα ωφελούν εκείνον που τους χρησιμοποιεί· ελπίζουν όμως, με αυτόν τον τρόπο, να κάνουν τους δικούς τους λόγους να φαίνονται πιο αξιοσέβαστοι.

Οι «κοινοί και ωφέλιμοι λόγοι» είναι η ρητορική, της οποίας η αξία ήταν γνωστή στους Ακαδημαϊκούς — όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης είχε αναλάβει να τη διδάσκει. Από αυτούς, λέει ο Ισοκράτης, δέχτηκε σφοδρή επίθεση — και η αναφορά στον Αριστοτέλη δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής. Σε αυτούς απαντά λέγοντας ότι οι «άρχοντες της εριστικής» και οι επαγγελματίες της αστρονομίας, της γεωμετρίας και άλλων παρόμοιων επιστημών δεν κάνουν μεν κακό, αλλά οι ίδιες οι επιστήμες τους δεν είναι χρήσιμες ούτε στις ιδιωτικές ούτε στις δημόσιες υποθέσεις· δεν έχουν σχέση με τη ζωή ούτε ωφελούν τη δράση, αλλά είναι εντελώς απομακρυσμένες από τα αναγκαία πράγματα (ta anagkaia).

Αναμφίβολα, στην Ακαδημία διδασκόταν πολλή γεωμετρία, αστρονομία και διαλεκτική, με την πεποίθηση ότι αυτές οι επιστήμες βοηθούν στη μόρφωση του καλού φιλοσόφου, ο οποίος είναι και ο καλύτερος πολιτικός. Ο Ισοκράτης, αντιθέτως, θεωρούσε πιο χρήσιμες τις παραδοσιακές επιστήμες, δηλαδή τη ρητορική, ενώ εκείνες δεν προσφέρουν κανένα πλεονέκτημα σε όποιον τις μελετά με τη μέγιστη ακρίβεια (tous apêkribomenous).

Ωστόσο, παραδέχεται ότι όταν κανείς αφιερώνει χρόνο στις λεπτομέρειες και στην ακρίβεια της αστρονομίας και της γεωμετρίας, ασκείται ώστε να μπορεί να κατανοεί ευκολότερα ακόμη και τα πιο δύσκολα πράγματα. Μια τέτοια εκπαίδευση, επομένως, κατά τη γνώμη του, έχει αξία ως γυμναστική του νου και προπαρασκευή για τη φιλοσοφία, όχι όμως ως φιλοσοφία καθαυτή. Η άσκηση αυτών των επιστημών είναι, κατά τον Ισοκράτη, χρήσιμη για κάποιο διάστημα, όχι όμως ως μόνιμη απασχόληση.

Και πράγματι, στον ήδη αναφερθέντα Προτρεπτικό, ο Αριστοτέλης απαντά συστηματικά στις επικρίσεις του Ισοκράτη, χρησιμοποιώντας μάλιστα τους ίδιους όρους. Αυτό μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε με σχετική ακρίβεια το έργο του Αριστοτέλη, το οποίο πρέπει, επομένως, να έχει συνταχθεί λίγο μετά την Αντίδοσιν, δηλαδή το 353 π.Χ., λίγο μετά τον θάνατο του Εύδημου του Κυπρίου (354) και μετά τη χρονολογία της Επιστολής ή της υποτιθέμενης Επιστολής του Πλάτωνα προς τους φίλους του Δίωνα, γνωστής ως Έβδομη Επιστολή, όταν ο Αριστοτέλης είχε ήδη περάσει τα τριάντα του χρόνια.

Είπαμε ότι ο Προτρεπτικός ήταν αφιερωμένος σε κάποιον Θεμισώνα, «βασιλιά των Κυπρίων». Αυτό προκύπτει από μία μαρτυρία του Στοβαίου, σύμφωνα με την οποία ο Ζήνων ο Κιτιεύς, ο ιδρυτής του Στωικισμού —και αυτός επίσης Κύπριος στην καταγωγή—αφηγείται ότι ο δάσκαλός του, ο κυνικός φιλόσοφος Κράτης ο Θηβαίος, διάβαζε τον Προτρεπτικό που ο Αριστοτέλης είχε απευθύνει στον Θεμισώνα. Ας δούμε τα λόγια του Στοβαίου:

Ο Ζήνων λέει ότι ο Κράτης, καθισμένος σε ένα εργαστήριο τσαγκάρη, διάβαζε τον Προτρεπτικό που ο Αριστοτέλης έγραψε για τον Θεμισώνα, βασιλιά των Κυπρίων, λέγοντας ότι κανένας δεν είχε περισσότερα αγαθά απ’ αυτόν σε σχέση με τη φιλοσοφία·
διότι εκείνος είχε τη μεγαλύτερη περιουσία, ώστε να μπορεί να τη διαθέσει για τον σκοπό αυτό, και επιπλέον είχε και τη φήμη. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης —λέει ο Ζήνων— ο τσαγκάρης άκουγε προσεκτικά ενώ ταυτόχρονα έραβε, οπότε ο Κράτης είπε:
«Μου φαίνεται, φίλε μου Φίλισκε, ότι κι εγώ θα γράψω έναν Προτρεπτικό για σένα,
γιατί βλέπω ότι διαθέτεις περισσότερα μέσα για να φιλοσοφήσεις απ’ ό,τι εκείνος για τον οποίο έγραφε ο Αριστοτέλης».


Το πρώτο πρόβλημα που θέτει αυτή η μαρτυρία είναι: ποιος ήταν αυτός ο Θεμίσων;
Δεν μπορεί να ταυτιστεί με κανέναν από τους Θεμισώνες που μας είναι γνωστοί από την ιστορία· ούτε με τον Θεμισώνα, τύραννο της Ερέτριας, ο οποίος το 366 π.Χ. κατέλαβε την πόλη του Ωρωπού —γιατί εκείνος δεν ήταν βασιλιάς των Κυπρίων· ούτε με τον ναύαρχο του Μακεδόνα ηγεμόνα Αντίγονου, ο οποίος το 306 π.Χ. διοίκησε με επιτυχία κοντά στη Σαλαμίνα της Κύπρου τον στόλο του Δημητρίου του Πολιορκητή, γιου του Αντίγονου —διότι αυτός, την εποχή του Προτρεπτικού, θα έπρεπε να ήταν ακόμη πολύ νέος και άρα δεν θα μπορούσε να είναι γνωστός· ούτε τέλος με τον στρατηγό του βασιλιά Αντιόχου Γ΄ του Μεγάλου, που έζησε στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ.

Από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη γνωρίζουμε ότι γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. το νησί της Κύπρου περιλάμβανε τουλάχιστον εννέα σημαντικές πόλεις, καθεμία από τις οποίες διοικούνταν από έναν βασιλιά. Αν και ο Διόδωρος δεν αναφέρει το όνομα του Θεμισώνα, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητηθεί η ιστορικότητα της αφήγησης του Ζήνωνα, η οποία ανάγεται στον Κράτη, σύγχρονο του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία υπήρχε πράγματι ένας Θεμίσων, βασιλιάς των Κυπρίων. Επομένως, ο Θεμίσων ήταν πιθανότατα ο βασιλιάς μίας από τις εννέα κυπριακές πόλεις.

Ποιον λόγο, λοιπόν, θα μπορούσε να έχει ο Αριστοτέλης για να απευθυνθεί σε αυτόν;
Η σημασία που είχε αποκτήσει η Κύπρος για τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών —γεγονός αποδεδειγμένο από τους τρεις λόγους που είχε γράψει ο Ισοκράτης για τους Ευαγορίδες— οφειλόταν στη θέση της ως προκεχωρημένου φυλακίου του ελληνισμού στην Ανατολή, δηλαδή στην περιοχή της περσικής ηγεμονίας. Μόλις λίγα χρόνια μετά τη συγγραφή του Προτρεπτικού, δηλαδή το 350 π.Χ., υπήρξε στην Κύπρο μια εξέγερση των Ελλήνων εναντίον των Περσών, την οποία ο βασιλιάς της Περσίας Αρταξέρξης Γ΄ κατόρθωσε να καταστείλει μόνο το 344 π.Χ., ύστερα από έξι χρόνια αντίστασης.


Αλλά τι ακριβώς πρότεινε ο Αριστοτέλης στον Θεμισώνα; Ακριβώς ό,τι η Ακαδημία πρόσφερε σε όλα τα μέλη της και στους πολιτικούς άνδρες που προσέτρεχαν σε αυτήν: μία εκπαίδευση βασισμένη στη φιλοσοφία, η οποία θεωρούνταν η καλύτερη προετοιμασία για τη διακυβέρνηση των πόλεων.

Ο πλούτος και η φήμη του Θεμισώνα, που ο Αριστοτέλης μνημονεύει ως πλεονεκτήματα για την ενασχόληση με τη φιλοσοφία, πιθανότατα εξασφάλιζαν στον βασιλιά την απαλλαγή από υλικές ανάγκες —κάτι που ο Αριστοτέλης θεωρούσε πάντοτε απαραίτητη προϋπόθεση για την αφοσίωση στη φιλοσοφία— και ίσως του έδιναν και τα μέσα να ιδρύσει μία πραγματική φιλοσοφική σχολή στην Κύπρο, ένα είδος παράρτημα της Ακαδημίας του Πλάτωνα.

Εξάλλου, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, ο ίδιος ο Αριστοτέλης ίδρυσε ένα παράρτημα της Ακαδημίας στην Άσσο της Μικράς Ασίας, μαζί με τους Ηράστο και Κορίσκο, επίσης μέλη της Ακαδημίας, χάρη στην προστασία του Ερμία, άρχοντα των Αταρνέων, ο οποίος είχε κι αυτός μαθητεύσει στην Ακαδημία και του οποίου ο Αριστοτέλης είχε παντρευτεί τη συγγενή του, την Πυθιά. Η απάντηση του Αριστοτέλη στον Ισοκράτη συνάγεται από το ακόλουθο απόσπασμα του Προτρεπτικού του Ιάμβλιχου, ενός μεταγενέστερου συγγραφέα (4ος αι. μ.Χ.) που είχε μιμηθεί τον Προτρεπτικό του Αριστοτέλη και είχε ενσωματώσει σε αυτόν εκτενή αποσπάσματα από το πρωτότυπο έργο:

Το να απαιτεί κανείς από κάθε επιστήμη να αποδίδει κάτι διαφορετικό και να είναι χρήσιμη, είναι ίδιον εκείνου που αγνοεί εντελώς πόσο διαφέρουν εξαρχής τα αγαθά πράγματα από τα αναγκαία (ta anankaia): στην πραγματικότητα, διαφέρουν στο μέγιστο βαθμό. Διότι εκείνα που αγαπιούνται για χάρη κάποιου άλλου πράγματος, δηλαδή όσα χωρίς αυτά είναι αδύνατο να ζήσει κανείς, πρέπει να ονομάζονται αναγκαία πράγματα και συναίτια, ενώ εκείνα που αγαπιούνται για τα ίδια τα πράγματα αυτά, ακόμη κι αν δεν προκύπτει τίποτα διαφορετικό από αυτά, πρέπει να ονομάζονται αγαθά με την κυριολεκτική έννοια (agatha kuriôs).

Διότι δεν είναι δυνατόν ένα πράγμα να είναι επιθυμητό εξαιτίας κάποιου άλλου, και εκείνο εξαιτίας ενός τρίτου, και έτσι να προχωρούμε επ’ άπειρον· αλλά κάποια στιγμή πρέπει να σταματούμε. Θα ήταν, επομένως, εντελώς γελοίο να ζητάμε από κάθε πράγμα ένα όφελος διαφορετικό από το ίδιο το πράγμα και να ρωτάμε: «Τι κέρδος προκύπτει λοιπόν για εμάς;» ή «Ποια η χρησιμότητά του;». Διότι, όπως λέμε, όποιος το κάνει αυτό, δεν μοιάζει καθόλου με εκείνον που γνωρίζει τι είναι το ωραίο και το αγαθό, ούτε με εκείνον που διακρίνει τι είναι αιτία και τι είναι συναίτια. Η αναφορά στην ανεπάρκεια των “αναγκαίων” (ta anankaia) και των “χρήσιμων” πραγμάτων στρέφεται ρητά εναντίον του Ισοκράτη, ο οποίος κατηγορείται για φιλοσοφική ανικανότητα, επειδή δεν γνωρίζει να διακρίνει τα πράγματα που είναι χρήσιμα από εκείνα που είναι αγαθά. Στην άποψή του αυτή αντιπαρατίθεται η θέση της Πλατωνικής Ακαδημίας, την οποία συμμερίζεται και ο Αριστοτέλης: ότι δηλαδή το σημαντικότερο δεν είναι τα αναγκαία και τα χρήσιμα, αλλά τα αγαθά καθ’ εαυτά, εκείνα δηλαδή που αναζητούνται για τον εαυτό τους, ως αυτοσκοπός — όπως είναι ακριβώς η φιλοσοφία.

Αξίζει να παρατηρηθεί ότι μέσα σε αυτή την πολεμική ενυπάρχει μια τυπικά αριστοτελική επιχειρηματολογία: η αδυναμία να προχωρήσει κανείς επ’ άπειρον στη σειρά των αγαθών και η αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός ύστατου αγαθού — ιδέα που θα επανεμφανιστεί και στα ώριμα έργα του Αριστοτέλη, ιδίως στα Ηθικά Νικομάχεια.

Για να εικονογραφήσει τη θέση του, ο Αριστοτέλης προχωρεί έπειτα σε παραδείγματα γνωστά, όπως: εκείνο των ανθρώπων που ζουν στα “νησιά των μακάρων”, όπου δεν υπάρχει πλέον ανάγκη για τα αναγκαία και τα χρήσιμα, αλλά όπου μπορεί κανείς να αφοσιωθεί ελεύθερα στη καθαρή γνώση, ή εκείνο των θεατών των Ολυμπιακών Αγώνων ή των θεατρικών παραστάσεων, οι οποίοι δεν πηγαίνουν ούτε για να αγωνιστούν ούτε για να κερδίσουν, αλλά απλώς για να δουν.

Ωστόσο, η διακήρυξη της αξίας της φιλοσοφίας ως ύστατου αγαθού, δηλαδή μιας δραστηριότητας που επιζητείται ως σκοπός καθαυτός, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η φιλοσοφία είναι χρήσιμη και στην πρακτική ζωή, ιδίως στην πολιτική ζωή. Στον ίδιο τον Προτρεπτικό ο Αριστοτέλης εξηγεί ρητά και αυτή τη χρησιμότητα, σε συμφωνία με την πλατωνική αντίληψη για τη μόρφωση των φιλοσόφων-ηγεμόνων. Πράγματι, γράφει —σύμφωνα με τα αποσπάσματα που μας διασώζει ο Ιάμβλιχος— τα εξής:

«Το ότι η θεωρητική σοφία μας προσφέρει και τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα
σε σχέση με την ανθρώπινη ζωή, μπορεί εύκολα να το αντιληφθεί κανείς παρατηρώντας τις τέχνες. Όπως, πράγματι, οι πιο ικανοί ανάμεσα στους γιατρούς και οι περισσότεροι από τους γυμναστές συμφωνούν στο ότι όποιος θέλει να γίνει καλός γιατρός ή γυμναστής πρέπει να έχει γνώση της φύσης (peri physēos), έτσι και οι καλοί νομοθέτες πρέπει να είναι γνώστες της φύσης — και μάλιστα πολύ περισσότερο από αυτούς. Διότι οι μεν πρώτοι ασχολούνται μόνο με τις αρετές του σώματος, ενώ οι δεύτεροι, που έχουν να κάνουν με τις αρετές της ψυχής και προσπαθούν να διδάξουν τι είναι ευτυχία και δυστυχία για την πόλη, έχουν πολύ μεγαλύτερη ανάγκη της φιλοσοφίας από τους πρώτους.»

Παρατηρεί κανείς ότι η επιστήμη, της οποίας ο Αριστοτέλης εξηγεί τη χρησιμότητα για την πρακτική ζωή, είναι η θεωρητική σοφία —δηλαδή μια γνώση που αποβλέπει στην ίδια τη γνώση, και που καθιστά τον άνθρωπο ειδικό στη “φύση”, δηλαδή στη φύση των ανθρώπων και των πόλεων. Αυτή η φύση πρέπει να γνωρίζεται επιστημονικά, γιατί μόνο όταν εμπνέονται από αυτή τη γνώση μπορούν οι καλοί νομοθέτες, δηλαδή οι άρχοντες και οι πολιτικοί άνδρες, να πραγματοποιήσουν την ευδαιμονία, δηλαδή το ύψιστο αγαθό της πόλης. Αυτή είναι η τυπικά πλατωνική αντίληψη για τη σχέση φιλοσοφίας και πολιτικής· ο Αριστοτέλης όμως την αποδέχεται και την αναδιατυπώνει, βασιζόμενος στους ύστερους διαλόγους του Πλάτωνα, όπως δείχνουν η αναφορά στη γνώση της φύσης και η αναφορά στους νομοθέτες, δηλαδή στους δημιουργούς των νόμων, τους οποίους και ο Πλάτων, στον ομώνυμο διάλογό του (Νόμοι), θεωρεί απαραίτητους για την ορθή διακυβέρνηση της πόλης.

Ο λόγος του Αριστοτέλη συνεχίζει λέγοντας ότι ο πολιτικός πρέπει να αντλεί τα κριτήρια της πράξης του “από την ίδια τη φύση και από την αλήθεια”, και ότι αυτό μπορεί να το κάνει μόνο εκείνος που έχει φιλοσοφήσει και έχει γνωρίσει την αλήθεια.
Η φιλοσοφία, επομένως, είναι μια θεωρητική επιστήμη, που έχει ως σκοπό την καθαρή γνώση, αλλά καθιστά δυνατή κάθε πράξη, ακριβώς όπως η όραση, η οποία, αν και έχει ως αποκλειστικό σκοπό το να βλέπει, επιτρέπει χάρη σ’ αυτόν να πράττουμε και είναι εξαιρετικά χρήσιμη σε κάθε ενέργεια.

Έτσι, ο Αριστοτέλης μπορεί να καταλήξει:

«Εκείνος που επιχειρεί να ερευνήσει αυτά τα ζητήματα δεν πρέπει να ξεχνά ότι όλα τα αγαθά και όλα όσα είναι επωφελή για τη ζωή των ανθρώπων συνίστανται όχι μόνο στη γνώση, αλλά και στη χρήση και στην πράξη· γιατί δεν είμαστε υγιείς επειδή γνωρίζουμε ποια πράγματα παράγουν την υγεία, αλλά επειδή τα εφαρμόζουμε στο σώμα· ούτε είμαστε πλούσιοι επειδή γνωρίζουμε τι είναι ο πλούτος, αλλά επειδή κατέχουμε πολλά αγαθά· ούτε —το σπουδαιότερο απ’ όλα— ζούμε καλά επειδή γνωρίζουμε κάποιο είδος όντων, αλλά επειδή ενεργούμε ορθά· σε αυτό, πράγματι, συνίσταται η ευδαιμονία. Επομένως, είτε πρόκειται για το να πράττουμε αγαθά έργα, είτε για κάτι χρήσιμο προς αυτά, σε αυτό βρίσκεται το αληθινό νόημα του καλού βίου.»

Το ιδανικό της Ακαδημίας σχετικά με τη μόρφωση των πολιτικών ανδρών μέσω της φιλοσοφίας —μιας φιλοσοφίας αυστηρής, επιστημονικής και γνώστου της αλήθειας— δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί με τρόπο πιο σαφή και αποτελεσματικό. Η διατύπωση αυτή δείχνει τη συνείδηση ότι η φιλοσοφική παιδεία διαθέτει όλα τα πλεονεκτήματα της ισοκρατικής εκπαίδευσης, δηλαδή τη χρησιμότητα για την πρακτική, ιδίως την πολιτική ζωή, αλλά συγχρόνως παρέχει μια πιο σταθερή και ασφαλή βάση, και επομένως είναι πιο αποτελεσματική.

Όλα αυτά ο Αριστοτέλης τα απηύθυνε στον Θεμισώνα, βασιλιά των Κυπρίων, ως μαρτυρία της πολιτικής δέσμευσης τόσο της Ακαδημίας του Πλάτωνα όσο και του ίδιου του Αριστοτέλη, ήδη σε αυτή την πρώιμη φάση της δράσης του.

Μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης ανέλαβε μια πολύ σημαντικότερη πολιτική αποστολή: ύστερα από αίτημα του βασιλιά Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας, έγινε ο δάσκαλος του νεαρού Αλεξάνδρου, του μελλοντικού ιδρυτή μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ποτέ δεν εγκατέλειψε το ιδανικό του να διαμορφώνει τους νομοθέτες της πόλης μέσω της φιλοσοφίας, όπως αποδεικνύεται από την επιστροφή του στην Αθήνα μετά την άνοδο του Αλεξάνδρου στον θρόνο και από τη συγγραφή του πιο γνωστού πολιτικού του έργου, της Πολιτείας (Πολιτικά), τον πνευματικό ορίζοντα της οποίας αποτελεί η πόλις, η πόλη· μια πόλη που —γιατί όχι;— θα μπορούσε να είναι, πρώτα απ’ όλα, η ίδια η Αθήνα.

Συνεχίζεται με: 4. Η Σχολή του Πλάτωνα και οι Μακεδόνες βασιλείς

Δεν υπάρχουν σχόλια: