Συνέχεια από: Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025
Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής 2
Πρώτο Μέρος
Η κρίση του ρομαντικού παραδείγματος και οι προϋποθέσεις της υπέρβασής του
Σκοπός και μέθοδος της παρούσας εργασίας
Μπορούμε να αναγάγουμε στον Σωκράτη —όχι με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά με ιδιαίτερα υψηλό βαθμό ιστορικής πιθανότητας— εκείνες τις δοξασίες που οι πηγές μας αποδίδουν στον Σωκράτη και που τα διαθέσιμα έγγραφα επιβεβαιώνουν ότι αποτελούν καινοτομίες τις οποίες η ελληνική κουλτούρα υιοθετεί ακριβώς από την εποχή κατά την οποία ο Σωκράτης δραστηριοποιείται.
Γ. Ρεάλε, Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, τόμ. 1, Μιλάνο 1991, σσ. 293–294.
Κεφάλαιο Πρώτο
Η παρούσα κατάσταση του σωκρατικού ζητήματος
Το ρομαντικό παράδειγμα
Μέχρι τα μέσα του αιώνα μας, ολόκληρη η τεράστια σωκρατική βιβλιογραφία, παρά την ποικιλία και τη διαφορετικότητα των πορειών που ακολουθήθηκαν και των λύσεων που προτάθηκαν, κινήθηκε μέσα στα όρια εκείνου που —δανειζόμενοι τη γλώσσα του Τόμας Κουν— μπορούμε να ονομάσουμε το «παραδοσιακό παράδειγμα». Το παράδειγμα αυτό διαμορφώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Σλάιερμαχερ· γι’ αυτό, εκτός από ρομαντικό παράδειγμα, θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε και παράδειγμα του Σλάιερμαχερ. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινίσουμε ότι οι εκφράσεις αυτές δεν αναφέρονται στις συγκεκριμένες ερμηνείες που ο Γερμανός φιλόσοφος ή άλλοι στοχαστές και κριτικοί της εποχής του έδωσαν για τον Σωκράτη· υποδηλώνουν, μάλλον, το γενικό πρωτόκολλο ή το επιστημολογικό θεμέλιο από το οποίο, τελικά, εξαρτώνται πάρα πολλές ερμηνείες του Σωκράτη.
Ο Σλάιερμαχερ έγραφε λοιπόν:
«Τι μπορεί να υπήρξε ο Σωκράτης, πέρα από όσα διηγείται ο Ξενοφών, χωρίς όμως να έρχεται σε αντίφαση με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και τα δεδομένα της ζωής που ο Ξενοφών παρουσιάζει ως σωκρατικά; Τι πρέπει να υπήρξε, ώστε να δώσει στον Πλάτωνα την αφορμή και το δικαίωμα να τον παρουσιάσει όπως κάνει στους διαλόγους του;»
Στην παραπάνω διατύπωση αναγνωρίστηκε η πρώτη διατύπωση του σωκρατικού προβλήματος στη νεότερη εποχή· δηλαδή η ίδια η γέννηση του λεγόμενου “σωκρατικού ζητήματος” ως προβλήματος ιστορικής γνώσης (Βλ. V. de Magalhães-Vilhena, Le problème de Socrate. Le Socrate historique et le Socrate de Platon, Παρίσι 1952, σ. 131:
«Είναι με τον Σλάιερμαχερ [...] που το σωκρατικό ζήτημα για πρώτη φορά αναδείχθηκε στο φως και τέθηκε με πλήρη σαφήνεια ως πρόβλημα φιλολογικής έρευνας».). Διότι, αν και κάποιοι πρόδρομοι είχαν ήδη επισημανθεί κατά τον Διαφωτισμό (Ο M. Montuori, De Socrate iuste damnato. La nascita del problema socratico nel XVIII secolo, Ρώμη 1981, σ. 22, επισημαίνει ότι ο κανόνας του Σλάιερμαχερ είχε προαναγγελθεί σχεδόν μισό αιώνα νωρίτερα από τον Jean-Jacques Garnier στη μελέτη του Caractère de la philosophie socratique του 1761 (το πλήρες κείμενο της μελέτης έχει αναδημοσιευθεί από τον ίδιο τον Montuori, ό.π., σσ. 125–152).), είναι σ’ αυτά τα λόγια που, για πρώτη φορά, το σωκρατικό πρόβλημα τίθεται ως πρόβλημα των πηγών.
Από τότε, οι σωκρατικές μελέτες υπήρξαν κυρίως μελέτες πάνω στις λεγόμενες σωκρατικές πηγές, στην αξιοπιστία τους και, θα λέγαμε, στην αδυναμία τους να αναχθούν η μία στην άλλη. Αρχικά, όπως δείχνει και η μέθοδος που υιοθέτησε ο ίδιος ο Σλάιερμαχερ, το ζήτημα ήταν να συμφιλιωθεί το «υπερβολικό» του Πλάτωνα με το «πολύ λίγο» του Ξενοφώντα· επομένως, να βρεθεί ένα κριτήριο που να συνδέει την αλήθεια του ενός με την αλήθεια του άλλου. Αργότερα, κρίθηκε αναγκαίο να εισαχθεί στο παιχνίδι των πηγών και η μαρτυρία του Αριστοτέλη, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρήθηκε αποφασιστική αφ’ εαυτής και ως παράμετρος κρίσης για την επίλυση των αντιθέσεων ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εικόνα του Σωκράτη που προέκυπτε κάθε φορά εξαρτιόταν από την προτίμηση που δινόταν πότε στη μία, πότε στην άλλη από τις πηγές μας ή σε ορισμένα τμήματά τους. Εξερευνήθηκαν επίσης όλες οι δυνατές επιμειξίες, διορθώνοντας μια πηγή ή ένα τμήμα της με τη χρήση μιας άλλης ή τμήματός της, σύμφωνα με κάθε υποθετική ή δυνατή συνδυαστική εκδοχή.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι από αυτές τις περίπλοκες «αλχημείες» επιλογής και συνδυασμού των πηγών (Η ιστορία αυτών των ερμηνειών έχει σκιαγραφηθεί από τον P. Rossi, Per una storia della storiografia socratica, στο συλλογικό τόμο Problemi di storiografia filosofica, επιμ. A. Banfi, Μιλάνο 1951, σσ. 85–140. Για πιο εμπεριστατωμένη εξέταση, βλ. επίσης Magalhães-Vilhena, Le problème de Socrate, ό.π.· F. Adorno, Introduzione a Socrate, Μπάρι 1970, σσ. 159–181· και τώρα, κυρίως, τις δύο ανθολογίες της σωκρατικής βιβλιογραφίας — εκείνη του Patzer (αναφέρεται παραπάνω, σημ. 2) και, ιδιαίτερα, εκείνη του M. Montuori, The Socratic Problem. The History, the Solutions, Άμστερνταμ 1992 (η τελευταία συνιστάται όχι μόνο για την έκταση του υλικού, αλλά και για την ακριβή παρουσίαση των κειμένων).) —που συνιστούν τη «φυσιολογική φάση» της σωκρατικής έρευνας στο εσωτερικό του ρομαντικού παραδείγματος— αποκλείστηκε η μαρτυρία του Αριστοφάνη, ο οποίος ωστόσο υπήρξε σύγχρονος του Σωκράτη και είχε κάνει τον Σωκράτη πρωταγωνιστή στις Νεφέλες, την κωμωδία που παίχθηκε το 423 π.Χ.
Πράγματι, ο Σωκράτης του Αριστοφάνη (με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον γενικό κανόνα) θεωρήθηκε ως ανωμαλία ασύμβατη με τις κύριες μαρτυρίες πάνω στις οποίες στηριζόταν το παράδειγμα· δηλαδή (για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Κουν) ως ένα «αντί-γεγονός» που έπρεπε πάση θυσία να παραμεριστεί, ώστε το παραδοσιακό παράδειγμα να διατηρήσει την ισχύ και το κανονιστικό του κύρος.
Και πράγματι, ο Σωκράτης του Αριστοφάνη απορρίφθηκε γενικά ως προϊόν αλλόκοτης και ιδιότροπης φαντασίας ή ως θεατρικός τύπος που δεν μπορεί να αναχθεί στο πρόσωπο της πραγματικότητας· ένας τύπος που, το πολύ, θα μπορούσε να ενδιαφέρει τους φιλολόγους, αλλά όχι τον ιστορικό της αρχαίας φιλοσοφίας (Για τη βιβλιογραφία των πιο πρόσφατων, [βλ.] στο δέκατο κεφάλαιο).
2. Η κρίση του ρομαντικού παραδείγματος και η «εικόνα του Σωκράτη» (Sokratesbild) του Olof Gigon
Εδώ και μερικές δεκαετίες, ωστόσο, το σωκρατικό ζήτημα έχει εισέλθει σε μια κρίση που το έχει οδηγήσει σε κατάσταση στασιμότητας, σε τέτοιο βαθμό ώστε σε ορισμένους να έχει φανεί ως ένα απελπισμένο πρόβλημα, και επομένως ως ζήτημα που θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί οριστικά.
Από πολλές πλευρές επαναλαμβάνεται ότι γνωρίζουμε για τον Σωκράτη ακόμη λιγότερα απ’ όσα γνωρίζουμε για τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, από τους οποίους τουλάχιστον έχουν σωθεί ορισμένα αποσπάσματα που μας επιτρέπουν να ξανακούσουμε τον λόγο τους, οριστικά αποτυπωμένο στην αυθεντικότητα των δικών τους γραπτών· ενώ για τον Σωκράτη δεν κατέχουμε τίποτα, πέρα από τον μεγάλο μύθο που οικοδόμησαν οι μαθητές του γύρω από το όνομά του (Βλ. H. Kuhn, Sokrates. Versuch über den Ursprung der Metaphysik, Μόναχο 1959 (1934), σ. 179: «Για μια σωκρατική διδασκαλία γνωρίζουμε λιγότερα απ’ ό,τι για τις διδασκαλίες ενός Παρμενίδη ή ενός Ηράκλειτου». P. Rossi, Per una storia della storiografia socratica, σ. 86· G. Reale, Storia della filosofia antica, τόμ. I, Μιλάνο 1991, σ. 294·).
Έγινε επίσης προσπάθεια να βρεθεί μια συνοπτική διατύπωση που να εκφράζει, με την αποτελεσματικότητα και την αμεσότητα ενός συνθήματος, αυτό το διάχυτο αίσθημα σκεπτικισμού· και πράγματι βρέθηκε στη εύστοχη ρήση του Karl Joël, ο οποίος, σε εποχές ακόμη όχι ύποπτες, είχε γράψει ότι για τον Σωκράτη δεν γνωρίζουμε τίποτα ή γνωρίζουμε μόνο ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα (wir wissen, daß wir nichts wissen) (βλ. επίσης K. Joël, Geschichte der antiken Philosophie, τόμ. I, Tübingen 1921, σ. 731 (το απόσπασμα αυτό αναδημοσιεύεται επίσης στον Montuori, The Socratic Problem, σσ. 237–238).).
Αυτή η κρίση —και το πνεύμα παραίτησης που τη διακατέχει— δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η κρίση του σλαιερμαχεριανού παραδείγματος, το οποίο επί περισσότερο από ενάμιση αιώνα είχε καθορίσει τον τρόπο επίλυσης των προβλημάτων που συνεπαγόταν η υιοθέτηση εκείνου του μοντέλου.
Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ η αναζήτηση νέων λύσεων ουσιαστικά παραμένει στάσιμη (εκτός από κάποιες ευτυχείς εξαιρέσεις, για τις οποίες θα γίνει λόγος), στο μεταξύ πληθαίνουν τα λεγόμενα “εργαλεία εργασίας”, τα οποία, αν και τυπικά προετοιμάζουν τα αναγκαία μέσα για τις μελλοντικές μελέτες, μπορούν, υπό μια ορισμένη οπτική (τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις), να φαίνονται σαν γιγαντιαία αποθέματα ενός αιώνιου αδιεξόδου, από το οποίο φαίνεται αδύνατο να ανακάμψει κανείς (Παραδειγματικός, με αυτή την έννοια, μας φαίνεται ο τόμος του Magalhães Vilhena που αναφέρθηκε προηγουμένως.).
Η αιτία αυτού του διάχυτου αισθήματος πρέπει να αναζητηθεί στα αποτελέσματα του έργου του Ελβετού μελετητή Olof Gigon, που δημοσιεύτηκε ακριβώς πριν από μισό αιώνα (Βλ. O. Gigon, Sokrates. Sein Bild in Dichtung und Geschichte, Βέρνη 1947 (Βέρνη-Μόναχο 1979²). Gigon, Sokrates, σ. 13.) και το οποίο εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί σημείο αναφοράς αναπόφευκτο για κάθε έναν που θέλει να ασχοληθεί με τον Σωκράτη με την απαιτούμενη κριτική σοβαρότητα.
Ας αναλύσουμε σύντομα αυτά τα αποτελέσματα, που είχαν μια τόσο αποφασιστική ιστορική σημασία.
Ας πούμε αμέσως ότι ο Gigon δεν περιορίστηκε απλώς να επαναλάβει, γενικά, μαζί με τον Joël, ότι «όσο πιο αυστηρή είναι η μέθοδος της έρευνας των σωζόμενων κειμένων, τόσο πιο φανερό γίνεται στο τέλος πως για την προσωπικότητα και τη φιλοσοφία του Σωκράτη δεν γνωρίζουμε τίποτα».
Υποστήριξε, επιπλέον, ότι το πρόβλημα του ιστορικού Σωκράτη «δεν μπορεί πρακτικά να έχει καμία απάντηση, διότι συναντούμε πάντοτε μια ποιητική κατασκευή του Σωκράτη (Sokratesdichtung), ποτέ όμως μια βιογραφία του Σωκράτη (Sokratesbiographie)».
«Αυτό που μπορούμε να γνωρίζουμε», προσθέτει ο ίδιος, «δεν είναι ο Σωκράτης ως ιστορική προσωπικότητα, επικεφαλής μιας ομάδας μαθητών, αλλά ο Σωκράτης ως κεντρική μορφή μιας φιλοσοφικής ποίησης».
Η προσεκτική εξέταση των μαρτυριών, υποστηρίζει ο μελετητής, μας οδηγεί κατ’ αρχάς να απορρίψουμε την κωμωδία, επειδή —σύμφωνα με τον Gigon— η αρχαία κωμική ποίηση απολάμβανε μεγάλης ελευθερίας στη μεταμόρφωση των χαρακτήρων της.
Μας οδηγεί, επίσης, να αναγνωρίσουμε ότι ο Πλάτων, ο Ξενοφών και όλοι οι μικρότεροι Σωκρατικοί δεν εργάστηκαν πάνω σε ιστορικό υλικό, αλλά πάνω σε πλασματικό υλικό, δηλαδή πάνω σε ένα γνήσιο λογοτεχνικό είδος, το λεγόμενο «σωκρατικόν λόγον» (λόγος Σωκρατικός).
Η κατεξοχήν λογοτεχνική γένεση του σωκρατικού διαλόγου εξηγείται, σύμφωνα με τον μελετητή, από την επιθυμία να θεμελιωθεί στον αθηναϊκό πολιτιστικό κόσμο μια φιλοσοφική παράδοση και από τη βούληση να αναζωογονηθούν τα παραδοσιακά θέματα της λαϊκής σοφίας, μαζί με τη διαλεκτική μέθοδο σοφιστικής προέλευσης.
Επ’ αυτού, ο συγγραφέας εξετάζει ορισμένα βασικά σημεία που αφορούν τον Σωκράτη —τον θάνατο, την φιλοσοφική του κλήση, τις σχέσεις του με την οικογένεια και με το κράτος, το δαιμόνιο— και, για καθένα από αυτά, δείχνει με ποιον τρόπο και με ποια υλικά της ποιητικής και λογοτεχνικής παράδοσης μπόρεσε να διαμορφωθεί ο σωκρατικός θρύλος, η λεγόμενη Sokratesdichtung (ποίηση για τον Σωκράτη).
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου παίρνει σαφή μορφή η θέση που ο μελετητής αντλεί από την προηγούμενη ανάλυση. Ο Gigon θέτει πράγματι το ερώτημα αν είναι δυνατόν να εξηγηθεί η εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης ακόμη και χωρίς τον Σωκράτη και χωρίς τη φιλοσοφία του Σωκράτη (Gigon, Sokrates, σ. 209: «Πώς παρουσιάζεται η φιλοσοφική εξέλιξη, αν αφαιρέσουμε από αυτήν τον Σωκράτη;»). Σε αυτό το ερώτημα δίνει θετική απάντηση, βασιζόμενος στην εξέταση των Σοφιστών, των μικρότερων Σωκρατικών και των αντίστοιχων προβλημάτων τους, και δείχνει ότι δεν είναι καθόλου αναγκαία μια «φιλοσοφία του Σωκράτη» για να εξηγηθεί η ανάπτυξη της ελληνικής σκέψης.
Με λίγα λόγια, η ιστορία της φιλοσοφίας θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει χωρίς τον Σωκράτη!
Συνεχίζεται
Πρώτο Μέρος
Η κρίση του ρομαντικού παραδείγματος και οι προϋποθέσεις της υπέρβασής του
Σκοπός και μέθοδος της παρούσας εργασίας
Μπορούμε να αναγάγουμε στον Σωκράτη —όχι με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά με ιδιαίτερα υψηλό βαθμό ιστορικής πιθανότητας— εκείνες τις δοξασίες που οι πηγές μας αποδίδουν στον Σωκράτη και που τα διαθέσιμα έγγραφα επιβεβαιώνουν ότι αποτελούν καινοτομίες τις οποίες η ελληνική κουλτούρα υιοθετεί ακριβώς από την εποχή κατά την οποία ο Σωκράτης δραστηριοποιείται.
Γ. Ρεάλε, Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, τόμ. 1, Μιλάνο 1991, σσ. 293–294.
Κεφάλαιο Πρώτο
Η παρούσα κατάσταση του σωκρατικού ζητήματος
Το ρομαντικό παράδειγμα
Μέχρι τα μέσα του αιώνα μας, ολόκληρη η τεράστια σωκρατική βιβλιογραφία, παρά την ποικιλία και τη διαφορετικότητα των πορειών που ακολουθήθηκαν και των λύσεων που προτάθηκαν, κινήθηκε μέσα στα όρια εκείνου που —δανειζόμενοι τη γλώσσα του Τόμας Κουν— μπορούμε να ονομάσουμε το «παραδοσιακό παράδειγμα». Το παράδειγμα αυτό διαμορφώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Σλάιερμαχερ· γι’ αυτό, εκτός από ρομαντικό παράδειγμα, θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε και παράδειγμα του Σλάιερμαχερ. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινίσουμε ότι οι εκφράσεις αυτές δεν αναφέρονται στις συγκεκριμένες ερμηνείες που ο Γερμανός φιλόσοφος ή άλλοι στοχαστές και κριτικοί της εποχής του έδωσαν για τον Σωκράτη· υποδηλώνουν, μάλλον, το γενικό πρωτόκολλο ή το επιστημολογικό θεμέλιο από το οποίο, τελικά, εξαρτώνται πάρα πολλές ερμηνείες του Σωκράτη.
Ο Σλάιερμαχερ έγραφε λοιπόν:
«Τι μπορεί να υπήρξε ο Σωκράτης, πέρα από όσα διηγείται ο Ξενοφών, χωρίς όμως να έρχεται σε αντίφαση με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και τα δεδομένα της ζωής που ο Ξενοφών παρουσιάζει ως σωκρατικά; Τι πρέπει να υπήρξε, ώστε να δώσει στον Πλάτωνα την αφορμή και το δικαίωμα να τον παρουσιάσει όπως κάνει στους διαλόγους του;»
Στην παραπάνω διατύπωση αναγνωρίστηκε η πρώτη διατύπωση του σωκρατικού προβλήματος στη νεότερη εποχή· δηλαδή η ίδια η γέννηση του λεγόμενου “σωκρατικού ζητήματος” ως προβλήματος ιστορικής γνώσης (Βλ. V. de Magalhães-Vilhena, Le problème de Socrate. Le Socrate historique et le Socrate de Platon, Παρίσι 1952, σ. 131:
«Είναι με τον Σλάιερμαχερ [...] που το σωκρατικό ζήτημα για πρώτη φορά αναδείχθηκε στο φως και τέθηκε με πλήρη σαφήνεια ως πρόβλημα φιλολογικής έρευνας».). Διότι, αν και κάποιοι πρόδρομοι είχαν ήδη επισημανθεί κατά τον Διαφωτισμό (Ο M. Montuori, De Socrate iuste damnato. La nascita del problema socratico nel XVIII secolo, Ρώμη 1981, σ. 22, επισημαίνει ότι ο κανόνας του Σλάιερμαχερ είχε προαναγγελθεί σχεδόν μισό αιώνα νωρίτερα από τον Jean-Jacques Garnier στη μελέτη του Caractère de la philosophie socratique του 1761 (το πλήρες κείμενο της μελέτης έχει αναδημοσιευθεί από τον ίδιο τον Montuori, ό.π., σσ. 125–152).), είναι σ’ αυτά τα λόγια που, για πρώτη φορά, το σωκρατικό πρόβλημα τίθεται ως πρόβλημα των πηγών.
Από τότε, οι σωκρατικές μελέτες υπήρξαν κυρίως μελέτες πάνω στις λεγόμενες σωκρατικές πηγές, στην αξιοπιστία τους και, θα λέγαμε, στην αδυναμία τους να αναχθούν η μία στην άλλη. Αρχικά, όπως δείχνει και η μέθοδος που υιοθέτησε ο ίδιος ο Σλάιερμαχερ, το ζήτημα ήταν να συμφιλιωθεί το «υπερβολικό» του Πλάτωνα με το «πολύ λίγο» του Ξενοφώντα· επομένως, να βρεθεί ένα κριτήριο που να συνδέει την αλήθεια του ενός με την αλήθεια του άλλου. Αργότερα, κρίθηκε αναγκαίο να εισαχθεί στο παιχνίδι των πηγών και η μαρτυρία του Αριστοτέλη, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρήθηκε αποφασιστική αφ’ εαυτής και ως παράμετρος κρίσης για την επίλυση των αντιθέσεων ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εικόνα του Σωκράτη που προέκυπτε κάθε φορά εξαρτιόταν από την προτίμηση που δινόταν πότε στη μία, πότε στην άλλη από τις πηγές μας ή σε ορισμένα τμήματά τους. Εξερευνήθηκαν επίσης όλες οι δυνατές επιμειξίες, διορθώνοντας μια πηγή ή ένα τμήμα της με τη χρήση μιας άλλης ή τμήματός της, σύμφωνα με κάθε υποθετική ή δυνατή συνδυαστική εκδοχή.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι από αυτές τις περίπλοκες «αλχημείες» επιλογής και συνδυασμού των πηγών (Η ιστορία αυτών των ερμηνειών έχει σκιαγραφηθεί από τον P. Rossi, Per una storia della storiografia socratica, στο συλλογικό τόμο Problemi di storiografia filosofica, επιμ. A. Banfi, Μιλάνο 1951, σσ. 85–140. Για πιο εμπεριστατωμένη εξέταση, βλ. επίσης Magalhães-Vilhena, Le problème de Socrate, ό.π.· F. Adorno, Introduzione a Socrate, Μπάρι 1970, σσ. 159–181· και τώρα, κυρίως, τις δύο ανθολογίες της σωκρατικής βιβλιογραφίας — εκείνη του Patzer (αναφέρεται παραπάνω, σημ. 2) και, ιδιαίτερα, εκείνη του M. Montuori, The Socratic Problem. The History, the Solutions, Άμστερνταμ 1992 (η τελευταία συνιστάται όχι μόνο για την έκταση του υλικού, αλλά και για την ακριβή παρουσίαση των κειμένων).) —που συνιστούν τη «φυσιολογική φάση» της σωκρατικής έρευνας στο εσωτερικό του ρομαντικού παραδείγματος— αποκλείστηκε η μαρτυρία του Αριστοφάνη, ο οποίος ωστόσο υπήρξε σύγχρονος του Σωκράτη και είχε κάνει τον Σωκράτη πρωταγωνιστή στις Νεφέλες, την κωμωδία που παίχθηκε το 423 π.Χ.
Πράγματι, ο Σωκράτης του Αριστοφάνη (με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον γενικό κανόνα) θεωρήθηκε ως ανωμαλία ασύμβατη με τις κύριες μαρτυρίες πάνω στις οποίες στηριζόταν το παράδειγμα· δηλαδή (για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Κουν) ως ένα «αντί-γεγονός» που έπρεπε πάση θυσία να παραμεριστεί, ώστε το παραδοσιακό παράδειγμα να διατηρήσει την ισχύ και το κανονιστικό του κύρος.
Και πράγματι, ο Σωκράτης του Αριστοφάνη απορρίφθηκε γενικά ως προϊόν αλλόκοτης και ιδιότροπης φαντασίας ή ως θεατρικός τύπος που δεν μπορεί να αναχθεί στο πρόσωπο της πραγματικότητας· ένας τύπος που, το πολύ, θα μπορούσε να ενδιαφέρει τους φιλολόγους, αλλά όχι τον ιστορικό της αρχαίας φιλοσοφίας (Για τη βιβλιογραφία των πιο πρόσφατων, [βλ.] στο δέκατο κεφάλαιο).
2. Η κρίση του ρομαντικού παραδείγματος και η «εικόνα του Σωκράτη» (Sokratesbild) του Olof Gigon
Εδώ και μερικές δεκαετίες, ωστόσο, το σωκρατικό ζήτημα έχει εισέλθει σε μια κρίση που το έχει οδηγήσει σε κατάσταση στασιμότητας, σε τέτοιο βαθμό ώστε σε ορισμένους να έχει φανεί ως ένα απελπισμένο πρόβλημα, και επομένως ως ζήτημα που θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί οριστικά.
Από πολλές πλευρές επαναλαμβάνεται ότι γνωρίζουμε για τον Σωκράτη ακόμη λιγότερα απ’ όσα γνωρίζουμε για τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, από τους οποίους τουλάχιστον έχουν σωθεί ορισμένα αποσπάσματα που μας επιτρέπουν να ξανακούσουμε τον λόγο τους, οριστικά αποτυπωμένο στην αυθεντικότητα των δικών τους γραπτών· ενώ για τον Σωκράτη δεν κατέχουμε τίποτα, πέρα από τον μεγάλο μύθο που οικοδόμησαν οι μαθητές του γύρω από το όνομά του (Βλ. H. Kuhn, Sokrates. Versuch über den Ursprung der Metaphysik, Μόναχο 1959 (1934), σ. 179: «Για μια σωκρατική διδασκαλία γνωρίζουμε λιγότερα απ’ ό,τι για τις διδασκαλίες ενός Παρμενίδη ή ενός Ηράκλειτου». P. Rossi, Per una storia della storiografia socratica, σ. 86· G. Reale, Storia della filosofia antica, τόμ. I, Μιλάνο 1991, σ. 294·).
Έγινε επίσης προσπάθεια να βρεθεί μια συνοπτική διατύπωση που να εκφράζει, με την αποτελεσματικότητα και την αμεσότητα ενός συνθήματος, αυτό το διάχυτο αίσθημα σκεπτικισμού· και πράγματι βρέθηκε στη εύστοχη ρήση του Karl Joël, ο οποίος, σε εποχές ακόμη όχι ύποπτες, είχε γράψει ότι για τον Σωκράτη δεν γνωρίζουμε τίποτα ή γνωρίζουμε μόνο ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα (wir wissen, daß wir nichts wissen) (βλ. επίσης K. Joël, Geschichte der antiken Philosophie, τόμ. I, Tübingen 1921, σ. 731 (το απόσπασμα αυτό αναδημοσιεύεται επίσης στον Montuori, The Socratic Problem, σσ. 237–238).).
Αυτή η κρίση —και το πνεύμα παραίτησης που τη διακατέχει— δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η κρίση του σλαιερμαχεριανού παραδείγματος, το οποίο επί περισσότερο από ενάμιση αιώνα είχε καθορίσει τον τρόπο επίλυσης των προβλημάτων που συνεπαγόταν η υιοθέτηση εκείνου του μοντέλου.
Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ η αναζήτηση νέων λύσεων ουσιαστικά παραμένει στάσιμη (εκτός από κάποιες ευτυχείς εξαιρέσεις, για τις οποίες θα γίνει λόγος), στο μεταξύ πληθαίνουν τα λεγόμενα “εργαλεία εργασίας”, τα οποία, αν και τυπικά προετοιμάζουν τα αναγκαία μέσα για τις μελλοντικές μελέτες, μπορούν, υπό μια ορισμένη οπτική (τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις), να φαίνονται σαν γιγαντιαία αποθέματα ενός αιώνιου αδιεξόδου, από το οποίο φαίνεται αδύνατο να ανακάμψει κανείς (Παραδειγματικός, με αυτή την έννοια, μας φαίνεται ο τόμος του Magalhães Vilhena που αναφέρθηκε προηγουμένως.).
Η αιτία αυτού του διάχυτου αισθήματος πρέπει να αναζητηθεί στα αποτελέσματα του έργου του Ελβετού μελετητή Olof Gigon, που δημοσιεύτηκε ακριβώς πριν από μισό αιώνα (Βλ. O. Gigon, Sokrates. Sein Bild in Dichtung und Geschichte, Βέρνη 1947 (Βέρνη-Μόναχο 1979²). Gigon, Sokrates, σ. 13.) και το οποίο εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί σημείο αναφοράς αναπόφευκτο για κάθε έναν που θέλει να ασχοληθεί με τον Σωκράτη με την απαιτούμενη κριτική σοβαρότητα.
Ας αναλύσουμε σύντομα αυτά τα αποτελέσματα, που είχαν μια τόσο αποφασιστική ιστορική σημασία.
Ας πούμε αμέσως ότι ο Gigon δεν περιορίστηκε απλώς να επαναλάβει, γενικά, μαζί με τον Joël, ότι «όσο πιο αυστηρή είναι η μέθοδος της έρευνας των σωζόμενων κειμένων, τόσο πιο φανερό γίνεται στο τέλος πως για την προσωπικότητα και τη φιλοσοφία του Σωκράτη δεν γνωρίζουμε τίποτα».
Υποστήριξε, επιπλέον, ότι το πρόβλημα του ιστορικού Σωκράτη «δεν μπορεί πρακτικά να έχει καμία απάντηση, διότι συναντούμε πάντοτε μια ποιητική κατασκευή του Σωκράτη (Sokratesdichtung), ποτέ όμως μια βιογραφία του Σωκράτη (Sokratesbiographie)».
«Αυτό που μπορούμε να γνωρίζουμε», προσθέτει ο ίδιος, «δεν είναι ο Σωκράτης ως ιστορική προσωπικότητα, επικεφαλής μιας ομάδας μαθητών, αλλά ο Σωκράτης ως κεντρική μορφή μιας φιλοσοφικής ποίησης».
Η προσεκτική εξέταση των μαρτυριών, υποστηρίζει ο μελετητής, μας οδηγεί κατ’ αρχάς να απορρίψουμε την κωμωδία, επειδή —σύμφωνα με τον Gigon— η αρχαία κωμική ποίηση απολάμβανε μεγάλης ελευθερίας στη μεταμόρφωση των χαρακτήρων της.
Μας οδηγεί, επίσης, να αναγνωρίσουμε ότι ο Πλάτων, ο Ξενοφών και όλοι οι μικρότεροι Σωκρατικοί δεν εργάστηκαν πάνω σε ιστορικό υλικό, αλλά πάνω σε πλασματικό υλικό, δηλαδή πάνω σε ένα γνήσιο λογοτεχνικό είδος, το λεγόμενο «σωκρατικόν λόγον» (λόγος Σωκρατικός).
Η κατεξοχήν λογοτεχνική γένεση του σωκρατικού διαλόγου εξηγείται, σύμφωνα με τον μελετητή, από την επιθυμία να θεμελιωθεί στον αθηναϊκό πολιτιστικό κόσμο μια φιλοσοφική παράδοση και από τη βούληση να αναζωογονηθούν τα παραδοσιακά θέματα της λαϊκής σοφίας, μαζί με τη διαλεκτική μέθοδο σοφιστικής προέλευσης.
Επ’ αυτού, ο συγγραφέας εξετάζει ορισμένα βασικά σημεία που αφορούν τον Σωκράτη —τον θάνατο, την φιλοσοφική του κλήση, τις σχέσεις του με την οικογένεια και με το κράτος, το δαιμόνιο— και, για καθένα από αυτά, δείχνει με ποιον τρόπο και με ποια υλικά της ποιητικής και λογοτεχνικής παράδοσης μπόρεσε να διαμορφωθεί ο σωκρατικός θρύλος, η λεγόμενη Sokratesdichtung (ποίηση για τον Σωκράτη).
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου παίρνει σαφή μορφή η θέση που ο μελετητής αντλεί από την προηγούμενη ανάλυση. Ο Gigon θέτει πράγματι το ερώτημα αν είναι δυνατόν να εξηγηθεί η εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης ακόμη και χωρίς τον Σωκράτη και χωρίς τη φιλοσοφία του Σωκράτη (Gigon, Sokrates, σ. 209: «Πώς παρουσιάζεται η φιλοσοφική εξέλιξη, αν αφαιρέσουμε από αυτήν τον Σωκράτη;»). Σε αυτό το ερώτημα δίνει θετική απάντηση, βασιζόμενος στην εξέταση των Σοφιστών, των μικρότερων Σωκρατικών και των αντίστοιχων προβλημάτων τους, και δείχνει ότι δεν είναι καθόλου αναγκαία μια «φιλοσοφία του Σωκράτη» για να εξηγηθεί η ανάπτυξη της ελληνικής σκέψης.
Με λίγα λόγια, η ιστορία της φιλοσοφίας θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει χωρίς τον Σωκράτη!
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου