Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Ο Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός (3)

Συνέχεια από: Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Ιστορία της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας 3
Όγδοος τόμος

Ο Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός
Του Giovanni Reale, Εκδόσεις Bompiani



ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ

ΙΙ. Επαναφορά και συμπέρασματα του «δεύτερου πλου»


1. Σχέση ανάμεσα στον Πλωτίνο και τους προγενέστερους φιλοσόφους

Ο Πλωτίνος προϋποθέτει περίπου οκτώ αιώνες προηγούμενης φιλοσοφικής σκέψης, και είναι κατανοητός μόνο στη βάση των ουσιωδών κατακτήσεων του αρχαίου στοχασμού κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Ο κατάλογος όσων ο Πλωτίνος οφείλει στους προκατόχους του είναι αρκετά εκτενής. Για να περιοριστούμε μόνο στα ουσιώδη, πρέπει να επισημάνουμε τα εξής: Το πνεύμα του Πυθαγόρα, ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, εκείνο που αργότερα θεωρήθηκε ως «πυθαγόρειο πνεύμα», καθώς και η διδασκαλία των υπέρτατων αρχών της «Μονάδας» και της «Δυάδας», αποτελούν σημαντικά στοιχεία στη διαμόρφωση της σκέψης του.

Στον Παρμενίδη, ο φιλόσοφός μας αναγνωρίζει κυρίως το προτέρημα της ανακάλυψης της ταυτότητας μεταξύ «Είναι» και «Σκέψης» — αρχή η οποία, επανερμηνευμένη σε νέα βάση, στηρίζει τη ἐννεαδική σύλληψη του Νου (Nous).

Ο Πλάτων αναγνωρίζεται ως η αυθεντική, σχεδόν αλάνθαστη, αυθεντία. Όμως, ο Πλάτων που ενδιαφέρει τον Πλωτίνο δεν είναι ούτε ο απορητικός και προβληματικός των σωκρατικών διαλόγων, με τις εξάρσεις αμφιβολίας και το μαιευτικό του ειρωνικό ύφος, ούτε ο Πλάτων που επιδιώκει το σχέδιο του ιδανικού κράτους και εκφράζει το μεγάλο πολιτικό πάθος των Ελλήνων.

Ο Πλάτων που ενδιαφέρει τον Πλωτίνο είναι ο μυστικο-θεολογικός και μεταφυσικός. Γι’ αυτό, οι διάλογοι που του ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί ήταν ο Φαίδων, ο Φαίδρος, το Συμπόσιο, ο Τίμαιος, τα κεντρικά βιβλία της Πολιτείας και, σε δεύτερο βαθμό, ορισμένες πλευρές του Σοφιστή, του Παρμενίδη, του Φίληβου και της Δεύτερης Επιστολής. Ο Πλάτων δεν επικρίνεται ποτέ, και συχνά αναφέρεται με την αντωνυμία του τρίτου προσώπου ενικού.

Ο Πλάτων, όπως ο Αριστοτέλης για τους Σχολαστικούς, είναι, εν ολίγοις, το σταθερό και αμετάβλητο σημείο αναφοράς· είναι ο φιλόσοφος κατεξοχήν, η ύψιστη αυθεντία (θα δούμε ότι, στην ουσία, ο Πλωτίνος δε θεωρούσε τον εαυτό του κάτι άλλο παρά έναν «ερμηνευτή του Πλάτωνα»).

Οι διδασκαλίες του Αριστοτέλη, αντίθετα, επικρίνονται συχνά· για παράδειγμα, η διδασκαλία του περί Θεού ως «νόησις νοήσεως» (σκέψη που σκέπτεται τον εαυτό της), η θεωρία της ψυχής ως «εντελέχειας», η σύλληψη του αιθέρα και η διδασκαλία των κατηγοριών. Ωστόσο, ορισμένες από τις μεταφυσικές και ψυχολογικές έννοιες του Αριστοτέλη αποδεικνύονται καθοριστικές για τη διαμόρφωση της σκέψης του Πλωτίνου, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε.

Ακόμη και η διδασκαλία της Στοάς — τόσο έντονα απορριπτέα εξαιτίας του υλιστικού της υποβάθρου — έχει κι αυτή αξιοσημείωτη παρουσία στις Εννεάδες. Ο Πλωτίνος επικρίνει την υλιστική αντίληψη του Θεού και της ψυχής, τη διδασκαλία των κατηγοριών και τη θεωρία του χρόνου, που είναι χαρακτηριστικές της Στοάς· αποδέχεται, όμως, τις διδασκαλίες της καθολικής συμπάθειας (sympatheia) και του Λόγου, καθώς και την απαίτηση μιας ενιαίας αντίληψης του πραγματικού, επαναδιατυπώνοντάς τες, ωστόσο, σε διαφορετικές βάσεις· επιπλέον, υιοθετεί μια σειρά από ηθικές έννοιες, τις οποίες προσανατολίζει προς μια πνευματική και μυστική κατεύθυνση.

Άλλωστε, ήδη ο Πορφύριος παρατηρούσε: «Στα συγγράμματά του αναμειγνύονται λανθανόντως στωικές και περιπατητικές διδασκαλίες· συχνά χρησιμοποιείται η Μεταφυσική του Αριστοτέλη.» Ακόμη και ο παραμελημένος Επίκουρος, καθώς και οι Σκεπτικοί, είχαν κάτι να του διδάξουν.

Ωστόσο, η φιλοσοφία του Πλωτίνου θα ήταν απολύτως αδιανόητη έξω από το πολιτισμικό περιβάλλον της Αλεξάνδρειας, όπως αυτό διαμορφώθηκε μεταξύ του 1ου αιώνα π.Χ. και του 2ου αιώνα μ.Χ.· δηλαδή, χωρίς τον Φίλωνα τον Εβραίο, χωρίς τον Μεσοπλατωνισμό και τον Νεοπυθαγορισμό, των οποίων οι αρχές βρήκαν την αποτελεσματικότερη σύνθεσή τους στη σχολή του Αμμωνίου.

Παρά όλα αυτά τα χρέη — και άλλα, για τα οποία θα γίνει λόγος — η φιλοσοφία του Πλωτίνου δεν είναι ούτε εκλεκτικισμός ούτε μορφή συγκρητισμού· διότι μέσα στο πλωτινικό σύστημα υπάρχει μια νέα έμπνευση, που προσδίδει πρωτόφαντο νόημα σε αυτές τις παλαιές διδασκαλίες.


Ο Dodds γράφει: «Αν διαλύσετε το σύστημα του Πλωτίνου σε κομμάτια, μπορείτε κατά κανόνα να βρείτε, για κάθε μικρό του τμήμα, αν όχι κάτι που να μπορεί αυστηρά να ονομαστεί “πηγή”, τουλάχιστον κάποιο πρότυπο, κάποιον πρόδρομο ή κάποιο ερέθισμα, περισσότερο ή λιγότερο συγγενές, είτε το ερέθισμα αυτό προερχόταν από το εσωτερικό της πλατωνικής σχολής είτε έξω από αυτήν.
Ο Πλωτίνος οικοδόμησε το σύστημά του κάνοντας ευρεία χρήση “μεταχειρισμένων κομματιών”, δηλαδή των υλικών που του προσέφερε η ελληνική φιλοσοφική παράδοση.Όμως η ουσία του πλωτινικού συστήματος βρίσκεται στο νέο νόημα που το Όλον επέβαλε στα μέρη· η αληθινή του πρωτοτυπία δεν έγκειται στα υλικά, αλλά στο σχέδιο (όπως, άλλωστε, πιστεύω ότι συμβαίνει σε κάθε μεγάλο φιλοσοφικό σύστημα).»

Αν αυτό είναι αληθές, πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι ακόμη και όταν χάραξε το νέο του σχέδιο χρησιμοποιώντας παλαιά υλικά, ο Πλωτίνος δέχθηκε όχι λίγες επιδράσεις από τους τελευταίους φιλοσόφους που αναφέραμε· δηλαδή από τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα, τους Μεσοπλατωνικούς και τους Νεοπυθαγορείους — όπως, σύμφωνα με την τρέχουσα κατάσταση των ερευνών, θεωρείται πλέον βέβαιο.

Αλλά πάνω σε αυτό το ζήτημα πρέπει να αναπτύξουμε έναν ευρύτερο λόγο· γιατί ακριβώς αυτές οι φιλοσοφικές τάσεις, που άνθισαν στους δύο πρώτους αιώνες της αυτοκρατορικής εποχής, αποτελούν ένα πραγματικά μεγαλοπρεπές προοίμιο του Νεοπλατωνισμού — κάτι που, ωστόσο, έχει αναγνωριστεί ελάχιστα από τη communis opinio ή και σχεδόν αγνοηθεί πλήρως.

2. Ο Πλωτίνος πραγματοποιεί και φέρνει σε πλήρη ανάπτυξη τις αρχές του Μεσοπλατωνισμού και του Νεοπυθαγορισμού


Ο σύγχρονος αναγνώστης των Εννεάδων μπορεί συχνά να έχει την εντύπωση ότι πολλές θέσεις δεν αποδεικνύονται, ή τουλάχιστον ότι δεν δικαιολογούνται επαρκώς. Όποιος όμως σταθεί σε αυτή την εντύπωση και θεωρήσει τη στοχαστική προσπάθεια του Πλωτίνου ως ανεπαρκώς θεμελιωμένη, θα έπεφτε σε σοβαρό σφάλμα ιστορικής προοπτικής και θα παρεμπόδιζε ανεπανόρθωτα την κατανόησή της.

Πρέπει, πράγματι, να έχουμε υπόψη ότι κατά τον αμέσως προηγούμενο αιώνα ο Μεσοπλατωνισμός και ο Νεοπυθαγορισμός είχαν φθάσει στο αποκορύφωμά τους.
Είχαν πλέον οδηγήσει σε οριστική κρίση τον υλισμό των μεγάλων ελληνιστικών συστημάτων· είχαν ανακτήσει — όπως έχουμε εκτενώς δείξει στον τόμο Ζ΄ — τα αποτελέσματα του πλατωνικού «δεύτερου πλού» και είχαν επιχειρήσει να τα ενσωματώσουν, να τα επεξεργαστούν εκ νέου και να τα αναδιατάξουν, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τα αριστοτελικά κέρδη, χωρίς ωστόσο να παραβλέπουν καμία από τις αξιώσεις που είχαν προβάλει τα ίδια τα ελληνιστικά συστήματα.


Ο Πλωτίνος, λοιπόν, έβρισκε μια σειρά από φιλοσοφικές αλήθειες ήδη εκ νέου κατακτημένες και δικαιολογημένες από τους προκατόχους του, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν αισθανόταν την ανάγκη να τις αποδείξει εκ νέου σε βάθος· τις θεωρούσε δεδομένες.

Καθοριστική, από αυτή την άποψη, είναι η μαρτυρία του Πορφυρίου — στην οποία έχουμε ήδη επανειλημμένα αναφερθεί παρουσιάζοντας τη μεσοπλατωνική σκέψη — και που τώρα αξίζει να ξαναδιαβαστεί: «Στα μαθήματα [του Πλωτίνου] διαβάζονταν τόσο τα υπομνήματα του Σευήρου, του Κρόνιου, του Νουμηνίου, του Γαΐου και του Αττικού, όσο και εκείνα των Περιπατητικών, δηλαδή του Ασπασίου, του Αλεξάνδρου, του Αδράστου και άλλων περιστασιακών σχολιαστών.» Ακριβώς τα κείμενα των Μεσοπλατωνικών, των Νεοπυθαγορείων και των ύστερων Περιπατητικών που είχαν επηρεαστεί από τον Μεσοπλατωνισμό αποτελούσαν το σημείο αφετηρίας του Πλωτίνου στα μαθήματά του· και, επομένως, το γόνιμο έδαφος μέσα στο οποίο γεννιόταν και αναπτυσσόταν η σκέψη του.

Εξάλλου, αν διαβάσει και στοχαστεί κανείς όσα από εκείνους τους συγγραφείς μας έχουν σωθεί (από τον Γαΐο δεν έχει διασωθεί τίποτε, αλλά ο μαθητής του, συγγραφέας του Διδασκαλικού, όπως είδαμε, αναπληρώνει σε μεγάλο βαθμό αυτή την απώλεια), η κατανόηση του φιλοσοφικού περιεχομένου και της ίδιας της πνευματικής ατμόσφαιρας των Εννεάδων καθίσταται εξαιρετικά ευκολότερη. Ένα ακόμη γεγονός πρέπει να θυμηθούμε, επειδή είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την εκτίμηση της σημασίας της θέσης που υποστηρίζουμε.

3. Οι σχέσεις του Πλωτίνου με τον Νουμήνιο

Ήδη από την αρχαιότητα είχε παρατηρηθεί η ομοιότητα ανάμεσα σε ορισμένες θέσεις του Νουμηνίου και σε ορισμένες αντίστοιχες θέσεις του Πλωτίνου.
Μάλιστα, η ομοιότητα αυτή είχε θεωρηθεί τόσο έντονη, ώστε στην Αθήνα ο Πλωτίνος κατηγορήθηκε ακόμη και για λογοκλοπή· και ένας μαθητής του ίδιου του Πλωτίνου, ο Αμέλιος, θεώρησε καθήκον του να αντικρούσει δημόσια αυτή την κατηγορία με ειδικό του σύγγραμμα. (Ο Τρύφων, ένας στωικός πλατωνικός, ανέφερε στον Αμέλιο ότι μερικοί από την Ελλάδα κατηγορούσαν τον Πλωτίνο για λογοκλοπή εις βάρος του Νουμηνίου. Να τι μας διηγείται σχετικά ο Πορφύριος: «Όταν από την Ελλάδα κατηγορούσαν τον Πλωτίνο ότι αντέγραφε τον Νουμήνιο, ο Αμέλιος έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Περί της διαφοράς των δογμάτων του Πλωτίνου και του Νουμηνίου» (Βίος Πλωτίνου, 17). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Αμέλιος γνώριζε εξαιρετικά καλά το έργο του Νουμηνίου· ξεπερνώντας κάθε άλλον σε επιμέλεια, αντέγραψε όλα τα βιβλία του Νουμηνίου, τα συνόψισε και έμαθε απ’ έξω το μεγαλύτερο μέρος τους (Βίος Πλωτίνου, 3).).

Αν και η κατηγορία αυτή είναι ασφαλώς αβάσιμη, είναι ωστόσο αναμφισβήτητη η ύπαρξη σημαντικών συγγενειών ανάμεσα στη φιλοσοφία του Πλωτίνου και εκείνη του Νουμηνίου, όπως ήδη έχουμε δείξει.
Ο Πλωτίνος, στην ουσία, ανέλαβε τις αρχές που είχαν διατυπωθεί από τους Μεσοπλατωνικούς και τους πιο εξελιγμένους Νεοπυθαγορείους, τις ανέπτυξε και τις οδήγησε σε πλήρη ωριμότητα, με βάθος, διαύγεια και τόλμη ασύγκριτα μεγαλύτερα — τόσο, ώστε να επισκιάσει και να κάνει να λησμονηθούν οι άμεσοι προκάτοχοί του.


Ωστόσο, ποτέ άλλοτε δεν αποδεικνύεται τόσο αληθινή η αρχή ότι το μυστικό για να κατανοήσει κανείς τους «μεγάλους» βρίσκεται, σε μεγάλο βαθμό, στους «μικρότερους» που τους προηγήθηκαν.
Για τον λόγο αυτόν, στους Μεσοπλατωνικούς και στους Νεοπυθαγορείους — η γνώση των οποίων, δυστυχώς, εξακολουθεί να παραμένει προνόμιο λίγων ειδικών — αφιερώσαμε τόσο χώρο στον προηγούμενο τόμο· διότι αυτοί έθεσαν εκείνα τα θεμέλια, πάνω στα οποία και μόνο ήταν δυνατόν να ανυψωθεί κανείς στα ύψη όπου κατόρθωσε να φθάσει ο Πλωτίνος, ακολουθώντας τα ίχνη του Αμμωνίου.


Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι ο Πλωτίνος δεν αναφέρει ούτε μία φορά με το όνομά τους αυτούς τους συγγραφείς.
Όμως η αντίρρηση αυτή χάνει κάθε ισχύ, μόλις ληφθούν υπόψη τα εξής τρία γεγονότα.


Πρώτον, ο Πλωτίνος αναφέρει ονομαστικά μόνο φιλοσόφους που βρίσκονταν χρονικά πολύ μακριά του.
Δεύτερον, οι φιλόσοφοι για τους οποίους μιλούμε θεωρούσαν τους εαυτούς τους «ερμηνευτές» και «εξηγητές» του Πλάτωνα (και του Πυθαγόρα) και όχι πρωτότυπους στοχαστές· και ως «ερμηνευτή του Πλάτωνα» θεωρεί και ο ίδιος τον εαυτό του ο Πλωτίνος.
Αναμφίβολα, ο Πλωτίνος θα έκρινε εκείνους τους προκατόχους του απλώς ως ανθρώπους που άντλησαν από την ίδια πηγή, μέσα στην οποία περιέχεται ήδη ολόκληρη η αλήθεια.


Τέλος, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ούτε ο ίδιος ο Αμμώνιος αναφέρεται ονομαστικά, ούτε μία φορά (Το γεγονός ότι ο Πλωτίνος δεν μιλά ποτέ για τον Αμμώνιο — στον οποίο πιθανότατα οφείλει όχι λιγότερα απ’ ό,τι ο Πλάτων στον Σωκράτη — είναι, για εμάς, αξιοθαύμαστο. Ωστόσο, όπως σωστά επισήμανε ο Heinemann (Ammonios…, ό.π., σ. 2), ακόμη κι αν είχε υπάρξει «ο Πλάτων στη σχολή του Αμμωνίου», δεν θα είχε συμπεριφερθεί όπως συμπεριφέρθηκε απέναντι στον Σωκράτη. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. — και μέσα στο φιλοσοφικό πλαίσιο του κύκλου του Αμμωνίου — ένας έπαινος προς τον Δάσκαλο, δηλαδή προς τον άνθρωπο Αμμώνιο, ήταν αδιανόητος· διότι κάθε μέλος της Σχολής ένιωθε τον εαυτό του και τους άλλους (και ιδιαιτέρως έναν εμπνευσμένο άνθρωπο όπως ο Αμμώνιος) σχεδόν αποκλειστικά ως εκδήλωση του Θείου, του υπεραισθητού. Έπρεπε, λοιπόν, να εξυμνηθεί το Θείο, και όχι εκείνος που υπήρξε απλώς το όργανό του. Εξάλλου, ούτε για τον εαυτό του ούτε για τη ζωή του ο Πλωτίνος θέλησε σχεδόν ποτέ να μιλήσει.).

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: