Συνέχεια από: Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025
Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού
Β' - Ο ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΙΑΣ
1. Ἡ ἀπόφαση ὡς ἄρνηση καὶ ὡς παραίτηση (3η συνέχεια)
Ἀπομένει λοιπὸν ὡς καταρχὴν ὁδὸς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τὸ προσιτὸ στὴν ἀνθρώπινη ἀντιληπτική ἱκανότητα ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, «ἡ πάντων τῶν ὄντων διάταξις, ὡς ἐξ αὐτοῦ προβεβλημένη». Ὄχι τὰ ὄντα, καθεαυτὰ (ὡς ὑπαρκτικὸ γεγονός), ὄχι τὸ Εἶναι τῶν ὄντων, ἀλλὰ μόνο ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι τὰ ὄντα μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν πιστοποίηση τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ προχωρήσει μὲ συμπερασματικές κρίσεις στὴν ψηλάφηση τῆς αἰτίας τῶν πάντων.[ΟΙ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΕ ΚΑΙ ΥΙΟΘΕΤΕΙ ΟΠΟΙΟΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΑΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΟΡΦΑΝΙΑΣ] Ἡ δυνατότητα ἀναφέρεται σὲ μιὰ ἐνδεχόμενη ἐπιλογὴ καὶ δυναμικὴ κατεύθυνση («κατὰ δύναμιν ἄνειμεν») καὶ ὄχι σὲ μιὰ «ἀντικειμενικὴ» βεβαιότητα. Μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο «πᾶς οἶκος» μαρτυρεῖ τὴν «ὑπό τινος» κατασκευή του76, τὴ φροντίδα τοῦ κατασκευαστῆ, τὴν καλαισθησία καὶ τὴν ἀγάπη, τὴ νοημοσύνη καὶ τὴν ἱκανότητα –προδίδει δηλαδὴ τὶς προσωπικὲς ἰδιότητες τοῦ κτίτορα, ἀλλὰ τίποτε ἀπὸ τὴ φύση ἢ οὐσία του (ἀφοῦ τὸ κτίσμα εἶναι ἄλλης, διαφορετικῆς οὐσίας ἀπὸ τὸν κτίτορα)– μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εἰκονίζουν καὶ τὰ ὄντα τὸν δημιουργό Θεό.Ὑπάρχει ἑπομένως μιὰ ἀναλογικὴ σχέση τοῦ Θεοῦ ὡς δημιουργοῦ μὲ τὰ ὄντα ὡς δημιουργήματα, ὅμως ἡ σχέση αὐτὴ συνιστᾶ ὄχι προσδιορισμὸ τοῦ θείου Εἶναι (τῆς οὐσίας ἢ φύσης τοῦ Θεοῦ), ἀλλὰ εἰκονισμὸ77 τῆς ἑτερότητας τῶν θείων προσωπικῶν ἰδιωμάτων – τῶν «θείων παραδειγμάτων», ὅπως λέει ὁ ᾿Αρεοπαγίτης. Καὶ «παραδείγματά φαμεν εἶναι τοὺς ἐν Θεῷ τῶν ὄντων οὐσιοποιοὺς καὶ ἑνιαίως προϋφεστῶτας λόγους, οὓς ἡ θεολογία προορισμοὺς καλεῖ, καὶ θεῖα καὶ ἀγαθὰ θελήματα, τῶν ὄντων ἀφοριστικὰ καὶ ποιητικά, καθ' οὓς ὁ ὑπε-ρούσιος τὰ ὄντα πάντα καὶ προώρισε καὶ παρήγαγεν»78.[ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΘΕΛΗΜΑΤΑ ΑΚΙΝΔΥΝΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΘΕΙΕΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ, ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ. ΟΙ ΚΟΙΝΕΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ. ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ ΕΧΕΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ]
Τὰ θεῖα «παραδείγματα» (ἢ «προορισμοί» ἢ «τῶν ὄντων οὐσιοποιοὶ καὶ ἑνιαίως προϋφεστῶτες λόγοι») δὲν ἀνήκουν σὲ ὅ,τι καταχρηστικὰ θὰ ὀνομάζαμε οὐσία ἢ φύση, τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν ἐνεργητικὴ φανέρωση τῆς θείας ὕπαρξης, δηλαδή σὲ ὅ,τι ὀνομάζουμε θεῖες Ενέργειες. Καὶ ὁ λόγος τῶν ὄντων (ὁ λόγος-τρόπος «τῆς πάντων τῶν ὄντων διατάξεως») εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν θείων Ενεργειῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ λειτουργεῖ ὡς εἰκόνα τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας τοῦ θείου δημιουργικοῦ λόγου. Δὲν ταυτίζεται ὁ λόγος τῆς κοσμικῆς ἁρμονίας καὶ σοφίας μὲ τὴ θεία θελητικὴ καὶ οὐσιοποιὸ ἐνέργεια, ὅπως δὲν ταυτίζεται καὶ ἡ θέληση ἢ «ἔμπνευση» τοῦ τεχνίτη μὲ τὸ ἔργο του στὸ ὁποῖο αὐτὴ ἡ θέληση καὶ ἔμπνευση ἀποτυπώνεται. Ὅμως μέσω τοῦ λόγου τῶν δημιουργημάτων μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὴν ἑτερότητα τῆς προσωπικῆς ἐνέργειας τοῦ Δημιουργοῦ (ὅπως ἀναγνωρίζουμε τὸν συγκεκριμένο μουσουργὸ μέσω τῆς ἑτερότητας τῆς μουσικῆς του δημιουργίας, ἢ τὸν συγκεκριμένο ζωγράφο μέσω τῆς ἑτερότητας τῶν πινάκων του)[ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΕ. Ο ΜΟΤΣΑΡΤ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΚΑΙ ΠΕΘΑΝΕ].
Ὁ λόγος-τρόπος «τῆς πάντων τῶν ὄντων διατάξεως», λόγος σοφίας καὶ κάλλους, λειτουργεῖ ὡς εἰκόνα γιὰ νὰ ἀναχθεῖ καὶ νὰ μεθέξει ὁ ἄνθρωπος «εἰς τὸ ἐπέκεινα πάντων» – νὰ τοῦ γίνει γνωστὴ καὶ μεθεκτὴ ἡ ἑτερότητα τῆς θείας προσωπικῆς ἐνέργειας. ᾿Αλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἀναγωγὴ μέσω τῆς εἰκόνας θὰ γίνει «ὁδῷ καὶ τάξει», προϋποθέτει δηλαδὴ μιὰν ἀνα-λογικὴ μετάβαση («ἐν τῇ πάντων ἀφαιρέσει καὶ ὑπεροχῇ καὶ ἐν τῇ πάντων αἰτίᾳ») ἀπὸ τὸν λόγο τῶν ὄντων στὸν λόγο τῶν θείων «παραδειγμάτων». ῾Η ἀνα-λογική μετάβαση εἶναι ἕνα εἶδος «συνεργείας» τοῦ ἀνθρώπινου λόγου, συνεργασίας ποὺ ἐκφράζει τὴ θέληση τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου νὰ συναντήσει καὶ γνωρίσει τὸν λόγο τῆς θείας δημιουργικῆς θέλησης καὶ ἐνέργειας.[ΒΑΠΤΙΖΕΣΑΙ ΑΚΙΝΔΥΝΕ. ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΜΑΤΑΙΗ ΚΑΘΕ ΑΝΑΓΩΓΗ]
Ἔτσι, μὲ τὴν παρεμβολὴ τῆς εἰκόνας στὴν ἐκδοχὴ τῆς ἀνα-λογίας, ἡ ὁδὸς τῆς ἀφαίρεσης, τῆς ὑπεροχῆς καὶ τῆς αἰτίας διασώζει τόσο τὴ γνωστική μεθοδικότητα τῆς ἀναλογικῆς ἀναγωγῆς, ὅσο καὶ τὴ θελητικὴ δυνατότητα. Δυνατότητα σημαίνει τὴν προσωπικὴ ἑτοιμότητα πρόσβασης στὴν ἀναλογική γνώση, δηλαδὴ ἕναν παράγοντα ποὺ δὲν καθορίζεται ἀπὸ ἀντικειμενικὲς ἀναγκαιότητες καὶ ἑπομένως ἐμποδίζει τὴν αὐτονόμηση καὶ ἐπιβολὴ τῆς μεθόδου ὡς ἀποδεικτικῆς ὁδοῦ.[Ο ΠΕΛΑΓΙΑΝΙΣΜΟΣ ΜΑΣ ΕΛΕΙΠΕ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΧΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ ΕΞΑΙΦΝΗΣ. ΔΕΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ]
Ταυτόχρονα, ὁ εἰκονισμός, ὡς ἀνα-λογικὴ πρόσβαση στὴν ἑτερότητα - μοναδικότητα μιᾶς δημιουργικῆς ἐνέργειας (καὶ ὄχι ὡς νοηματικὴ σύγκριση ἰδιωμάτων καθοριστικῶν τῆς οὐσίας) ἀποκλείει τὴν ἐκδοχὴ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀντικειμένου τῆς διάνοιας – δηλαδὴ ὡς ὄντος ποὺ ὑπόκειται στοὺς προσδιορισμούς τῆς ἀνθρώπινης ἐπιστήμης. Κατὰ τὶς ᾿Αρεοπαγιτικὲς Συγγραφές, κανένα ὑπαρκτικό κατηγόρημα, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ «πνευματικότερα» ἀπὸ τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας ἢ φύσης δὲν μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν στὸν Θεὸ ὡς καθορισμοὶ τῆς οὐσίας Του. «Τὴν ὑπερουσιότητα τὴν θεαρχικὴν ὅ,τι ποτέ ἐστιν ἡ τῆς ὑπεραγαθότητος ὑπερύπαρξις, οὔτε ὡς λόγον, ἢ δύναμιν, οὔτε ὡς νοῦν, ἢ ζωήν, ἢ οὐσίαν ὑμνῆσαι θεμιτὸν οὐδενὶ τῶν ὅσοι τῆς ὑπὲρ πᾶσαν ἀλήθειαν ἀληθείας εἰσὶν ἐρασταί»79[ΟΥΤΕ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΣΙΑ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ].
Οἱ κατηγορίες μὲ τὶς ὁποῖες προσδιορίζουμε τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς ἢ τὶς ἐκφάνσεις αὐτοῦ τοῦ γεγονότος (οὐσία, ὕπαρξη, λόγος, δύναμη, ἀγαθότητα, νοῦς, ζωή, κίνηση, φανέρωση κλπ.) δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ συγκροτήσουν ἀναλογική σχέση ὁμοιοτήτων καὶ διαφορῶν πρὸς τὴν «ὑπὲρ πᾶσαν ἀλήθειαν» ἀλήθεια [ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΤΗΣ ΕΩΣΦΟΡΙΚΗΣ ΠΛΑΝΗΣ]. ῾Η διάνοια μπορεῖ νὰ συλλάβει καὶ ὁ λόγος μπορεῖ νὰ ἐκφράσει ὑπαρκτικὲς ὁμοιότητες ἢ διαφορές μεταξὺ τῶν ὄντων ἐφ᾿ ὅσον τὰ ὄντα ἀληθεύουν (προκύπτουν στὴν ἀ-λήθεια). Δὲν εἶναι ὅμως δυνατὸ νὰ συλληφθεῖ νοητικὰ καὶ νὰ ἐκφραστεῖ λογικὰ ἡ πραγματικότητα πέρα ἀπὸ τὰ ὄντα, ἡ πραγματικότητα ποὺ δὲν ἀληθεύει – «ἣν οὔτε ἐννοῆσαι δυνατόν, οὔτε εἰπεῖν, οὔτε ὅλως πως θεωρῆσαι, διὰ τὸ πάντων αὐτὴν ἐξῃρημένην εἶναι, καὶ ὑπεράγνωστον»80. Ἡ διάνοια καὶ ὁ λόγος δὲν μποροῦν νὰ ὑπερβοῦν, μποροῦν μόνο νὰ πιστοποιήσουν αὐτὴ τὴν ἀδυναμία μὲ τὸν ἁπλὸ συλλογισμὸ ὅτι ἡ πραγματικότητα ἡ πέρα ἀπὸ τὰ ὄντα πρέπει νὰ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀνόμοια πρὸς τὰ ὄντα γιὰ νὰ εἶναι πέρα ἀπὸ τὰ ὄντα, κι αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη ἀνομοιότητα ἀποκλείει κάθε συγκριτική γνώση. «Εἰ γὰρ αἱ γνώσεις πᾶσαι τῶν ὄντων εἰσί, καὶ εἰς τὰ ὄντα τὸ πέρας ἔχουσιν, ἡ πάσης οὐσίας ἐπέκεινα καὶ πάσης γνώσεώς ἐστιν ἐξῃρημένη»81.
Επομένως ὅ,τι προσδιορίζεται κατὰ λόγον εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀνομοιότητα τοῦ Θεοῦ ὡς πρὸς κάθε ὑπαρκτὸ – «αὐτὴ γὰρ ἡ Θεολογία τὸ ἀνόμοιον αὐτὸν εἶναι πρεσβεύει, καὶ τοῖς πᾶσιν ἀσύντακτον, καὶ ὡς πάντων ἕτερον, καὶ τὸ δὴ παραδοξότερον, ὅτι μηδὲ εἶναί τι ὅμοιον αὐτῷ φησι»82. Ο προσδιορισμὸς τῆς ἀνομοιότητας γίνεται κατὰ λόγον, «τὸν τῆς ἀποφάσεως λόγον» –μὲ τὸν ὁποῖο «καὶ τὸ μὴ ὂν εἶναι μὴ ὄν φαμεν» (᾿Αριστοτέλης)83 ἀλλὰ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀνομοιότητας πρὸς τὸ ὂν δὲν εἶναι προσδιοριστικὴ καὶ τῆς «οὐσίας» τοῦ μὴ ὄντος. Στὴν περίπτωση τοῦ Θεοῦ προσδιορίζουμε μὲ τὸν λόγο τὴν ἀπόλυτη ἀνομοιότητά Του πρὸς κάθε ὑπαρκτό, χωρὶς νὰ περιορίζουμε τὴν ἀνομοιότητα σὲ ἁπλὴ νοηματικὴ ἀντίθεση πρὸς τὸ ὑπαρκτό, νὰ τὴν ἐκδεχόμαστε ὡς ἀνυπαρξία ἢ Τίποτε. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής παρατηρεῖ -σχολιάζοντας πάντοτε τὸν ᾿Αρεοπαγίτη- πὼς «ὁ Θεὸς καὶ ὂν λέγεται, καὶ μὴ ὄν, ὡς οὐδὲν ὢν τῶν ὄντων, ἀλλ᾽ ὑπερῃρμένος ἀγνώστως τῶν ἁπάντων· οὐ γὰρ ἐστί τι τὸ γινώσκον κατὰ τί οὐδὲν ἐστιν ὁ Θεός»84. [ΤΖΑΜΠΑ Η ΨΗΛΑΦΙΣΗ; ΜΗΠΩΣ ΜΑΣ ΟΔΗΓΕΙΣ ΛΑΘΟΣ;]
Ἡ εἰκονολογικὴ χρήση τῆς ἀναλογικῆς μεθόδου μᾶς ἐπιτρέπει τὴ γνωστικὴ πρόσβαση στὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ μέσω τῶν προσδιορισμῶν τόσο τοῦ ὄντος ὅσο καὶ τοῦ μὴ ὄντος – δηλαδή μέσω μιᾶς παραίτησης ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση νὰ ὑποτάξουμε τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ μόνο στὴ νοηματική-λογική ἀντίθεση. Ἡ πραγματικότητα τῶν νοητῶν, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ᾿Αρεοπαγίτης, παραμένει ἀπροσδιόριστη ἀπὸ μόνο τὸν λόγο τῆς ἀντιθετικῆς σχέσης πρὸς τὰ αἰσθητά, καὶ ἡ ἁπλότητα τῶν ἁπλῶν καὶ μὴ περιορισμένων σὲ τύπους πραγματικοτήτων δὲν προσδιορίζεται οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν λόγο τῆς ἀντιθετικῆς σχέσης πρὸς τὰ πλάσματα καὶ τοὺς τύπους, οὔτε ἡ ἀ-σχημάτιστη ἀμορφία τῶν ἀσωμάτων ἀπὸ τὸν λόγο τῆς ἀντιθετικῆς σχέσης πρὸς τὰ σχήματα καὶ τὰ μορφοποιημένα σώματα. Ὅμως μὲ τὴν ταυτόχρονη χρήση τόσο τῆς θέσης ὅσο καὶ τῆς ἀντίθεσης μπορεῖ νὰ εἰκονιστεῖ «ἀναλόγως» ἡ ὑπερκείμενη τῶν θετικῶν καὶ ἀρνητικῶν προσδιορισμῶν πραγματικότητα – καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀναλογικοῦ εἰκονισμοῦ ἔξοχο δεῖγμα εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα τοῦ ᾿Αρεοπαγίτη:
«Ωσπερ γὰρ ἄληπτα καὶ ἀθεώρητα τοῖς αἰσθητοῖς ἐστι τὰ νοητά, καὶ τοῖς ἐν πλάσει καὶ τύπῳ τὰ ἁπλᾶ καὶ ἀτύπωτα, τοῖς τε κατὰ σωμάτων σχήματα μεμορφωμένοις, ἡ τῶν ἀσωμάτων ἀναφὴς καὶ ἀσχημάτιστος ἀμορφία· κατὰ τὸν αὐτὸν τῆς ἀληθείας λόγον ὑπέρκειται τῶν οὐσιῶν ἡ ὑπερούσιος ἀοριστία· καὶ τῶν νοῶν, ἡ ὑπὲρ νοῦν ἑνότης· καὶ πάσαις διανοίαις ἀδιανόητόν ἐστι τὸ ὑπὲρ διάνοιαν ἕν, ἄρρητόν τε λόγῳ παντὶ τὸ ὑπὲρ λόγον ἀγαθόν, ἑνὰς ἑνοποιὸς ἁπάσης ἑνάδος, καὶ ὑπερούσιος οὐσία, καὶ νοῦς ἀνόητος καὶ λόγος ἄρρητος· ἀλογία καὶ ἀνοησία καὶ ἀνωνυμία, κατὰ μηδὲν τῶν ὄντων οὖσα· καὶ αἴτιον μὲν τοῦ εἶναι πᾶσιν, αὐτὸ δὲ μὴ ὄν, ὡς πάσης οὐσίας ἐπέκεινα, καὶ ὡς ἂν αὐτὴ περὶ ἑαυτῆς κυρίως καὶ ἐπιστητῶς ἀποφαίνοιτο»85.
Ἡ «σημαντική» σύνθεση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τοὺς ἀντιθετικούς προσδιορισμούς: ὑπερούσιος οὐσία, νοῦς ἀνόητος, λόγος ἄρρητος, εἶναι εἰκόνα καὶ ὄχι ἔννοια. Ἐπισημαίνει ἀναλογικὰ (κατὰ τὸν λόγο τῆς ὑπεροχῆς) τὴν ὑπερουσιότητα τοῦ Θεοῦ (τὴν ἀνομοιότητα πρὸς τὴν οὐσία τῶν ὄντων), τὴν ὑπερ-νοητή σοφία Του καὶ τὴν ὑπέρ-λογη φανέρωσή Του, χωρὶς νὰ ἐξαντλεῖται οὔτε στὴ νοηματικὴ ἀντίθεση πρὸς τὴν οὐσία, τὸν νοῦ καὶ τὸν λόγο, οὔτε στὴν κατάφαση τῆς οὐσίας ἢ τῆς ἀπουσίας, τοῦ νοῦ ἢ τῆς ἄνοιας, τοῦ λόγου ἢ τῆς ἀλογίας. Ἡ εἰκόνα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ σύνθεση τῶν ἀντιθετικῶν χαρακτηρισμῶν εἶναι μιὰ κατὰ λόγον σημαντικὴ ὑποτύπωση, ποὺ ὑπερβαίνει τόσο τὴν κατάφαση ὅσο καὶ τὴν ἀπόφαση – ὁρίζει μιὰ ὁδὸ ἐλευθερίας ἀπὸ κάθε γνωσιολογική θέση ἢ μέθοδο, μιὰ παραίτηση ἀπὸ κάθε συλλογιστικὴ ἀναγκαιότητα.
Σὲ ἀντίστοιχη παραίτηση ὁδηγεῖ καὶ ἡ αἰτιολογικὴ ἀναγωγὴ στὴν πραγματικότητα πέρα ἀπὸ τὰ ὄντα, ὅταν λειτουργεῖ ὡς εἰκονολογικὴ ἀναφορὰ καὶ ὄχι ὡς βεβαιότητα νοηματικῶν καθορισμῶν. Ἡ συλλογιστικὴ τῆς αἰτιότητας μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ ὁδηγήσει στὴ νοητική βεβαιότητα γιὰ τὴν ὕπαρξη μιᾶς Πρώτης Αἰτίας τῶν ὄντων, μιᾶς καταρχὴν δημιουργοῦ Αὐτοαιτίας. Ὅμως τόσο ἡ οὐσία ἢ φύση, ὅσο καὶ ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς Πρώτης Αἰτίας μένει ἀπρόσιτος στὴν αἰτιολογικὴ ἀναγωγή.[ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟ. ΑΝ ΖΟΥΣΕΣ ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΘΑ ΕΙΧΕΣ ΑΚΟΥΣΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ. ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΠΛΕΟΝ ΑΛΛΑ Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ]
᾿Ακόμα καὶ στὸν χῶρο τῆς αἰσθητῆς ἐμπειρίας, ἡ ἀναγωγὴ ἀπὸ τὰ αἰτιατὰ στὰ αἴτια δὲν εἶναι καθοριστικὴ τῆς οὐσίας τῶν αἰτίων – τὰ αἴτια ἐμφανίζονται οὐσιωδῶς διάφορα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς φυσικῆς τους ἐνέργειας. Γνωρίζουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργοῦν τὰ αἴτια ὡς αἰτιώδεις ἀρχές, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ αἰτιατὰ μόνο ἐνδεχόμενες εἰκόνες τῶν αἰτίων εἶναι δυνατὸ νὰ ἀντιπροσωπεύουν, ὄχι καὶ προσδιορισμοὺς τῆς οὐσίας τῶν αἰτίων.[ΤΙΣ ΑΝΤΙΠΑΘΕΙΣ ΙΔΕΕΣ]
«Οὐδὲ γάρ ἐστιν ἀκριβὴς ἐμφέρεια τοῖς αἰτιατοῖς καὶ τοῖς αἰτίοις, ὁρίζουν οἱ ᾿Αρεοπαγιτικές Συγγραφές. ᾿Αλλ' ἔχει μὲν τὰ αἰτιατὰ τὰς τῶν αἰτίων ἐνδεχομένας εἰκόνας, αὐτὰ δὲ τὰ αἴτια τῶν αἰτιατῶν ἐξῄρηται καὶ ὑπερίδρυται, κατὰ τὸν τῆς οἰκείας ἀρχῆς λόγον· καὶ ἵνα τοῖς καθ' ἡμᾶς χρήσωμαι παραδείγμασιν, ἡδοναὶ καὶ λῦπαι λέγονται ποιητικαὶ τοῦ ἥδεσθαι καὶ λυπεῖσθαι· αὐταὶ δὲ οὔτε ἥδονται, οὔτε λυποῦνται· καὶ τὸ πῦρ θερμαῖνον καὶ καῖον οὐ λέγεται καίεσθαι καὶ θερμαίνεσθαι. Καὶ ζῇν εἴ τις φαίη τὴν αὐτοζωήν, ἢ φωτίζεσθαι τὸ αὐτόφως, οὐκ ὀρθῶς ἐρεῖ κατὰ τὸν ἐμὸν λόγον, εἰ μή που καθ᾽ ἕτερον ταῦτα εἴποι τρόπον, ὅτι περισσῶς καὶ οὐσιωδῶς προένεστι τὰ τῶν αἰτιατῶν τοῖς αἰτίοις»86.
Καὶ ἡ αἰτιολογική, λοιπόν, ἀναγωγή, ὡς ὁδὸς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, μόνον εἰκονισμὸ συνιστᾶ, δηλαδὴ μιὰ σημαντική ὑποτύπωση τῆς ὑπάρξεως δημιουργοῦ Αἰτίας τῶν ὄντων, χωρὶς τὴ δυνατότητα νὰ προσδιορισθεῖ ἡ οὐσία ἢ φύση τῆς Αἰτίας αὐτῆς. Ἡ ὑπαρκτικὴ Αἰτία ποὺ ἔχει ὡς αἰτιατὸ τὰ ὑπαρκτά, ἐπισημαίνεται (κατὰ τὸν λόγο τῆς αἰτιώδους ᾿Αρχῆς) πέρα ἀπὸ τὰ ὑπαρκτά, γι' αὐτὸ καὶ παραμένει ἀπρόσιτη στοὺς νοητικούς προσδιορισμοὺς καὶ στὴ γνώση ποὺ αὐτοὶ ἐξασφαλίζουν. Γιατὶ τὸ ὅριο τῆς νοητικῆς ἐπίγνωσης τῶν φύσεων - οὐσιῶν ταυτίζεται μὲ τὸ ὅριο τῶν ὄντων, καὶ τὰ ὄντα οὔτε ὡς αἰτιατὰ εἶναι δυνατό, μὲ ὁποιαδήποτε ἀναγωγικὴ ἀναφορά, νὰ προσδιορίσουν τὴν οὐσία τῆς Αἰτίας τους. Οἱ ἴδιες οἱ ὑπαρκτικές μας κατηγορίες παύουν νὰ ἰσχύουν πέρα ἀπὸ τὰ ὑπαρκτὰ – ὁ Μάξιμος Ομολογητής σχολιάζοντας τὸν ᾿Αρεοπαγίτη ἐπισημαίνει ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ προσδιορισμὸς τῆς ὕπαρξης εἶναι ἀδύνατος προκειμένου περὶ τοῦ Θεοῦ (ἀφοῦ μόνο μὲ ὀντικὲς κατηγορίες, κατηγορίες μετοχῆς στὴν ὕπαρξη, μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν πραγματικότητα τοῦ ὑπαρκτοῦ): «Οὐχ ὅτι ἐστὶ μὲν (τὸ θεῖον), οὐ κατελήφθη δέ· μὴ οὔ τω νοήσεις· ἀλλ᾽ ὅτι αὐτὸ οὔτε ἐστί· τοῦτο γὰρ ἐστιν ἡ ἐν ἀγνωσίᾳ γνῶσις»87.
ΜΑ ΚΑΛΑ ΤΟΣΟ ΑΝΟΗΤΟΥΣ ΜΑΣ ΘΕΩΡΕΙ; Ο ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΝΟΦΟ ΑΓΝΩΣΙΑΣ, Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟ ΝΕΦΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡ. ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΧΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ. Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΘΟΛΩΝΕ ΤΑ ΝΕΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΨΗΛΑΦΕΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ ΧΑΡΙΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ.
76. Πρβλ. Εβρ. 3, 4: Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατα σκευάσας Θεός.
77. Ὑπάρχουν δυὸ σημασίες τῆς ἑλληνικῆς λέξης εἰκόνα: μιὰ ἀρχαιοελληνικὴ καὶ μιὰ βιβλική – Ιουδαιοχριστιανική. Η πρώτη εἶναι ἀναλογική, ἔχει τὴν ἐτυμολογική της προέλευση ἀπὸ τὸ ρῆμα εἴκω, ἔοικα καὶ σημαίνει ὁμοίωμα, ἀπείκασμα, ἀνα-παράσταση, ἀναλογικὴ ἀποτύπωση τῆς μορφῆς. Ἡ δεύτερη σημασία ξεκινάει ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα μεταφραστὲς τῆς Π.Δ., ποὺ ἀπέδωσαν μὲ τὴν ἑλληνική λέξη εἰκόνα τὸ ἑβραϊκὸ τσελέμ, δηλαδὴ τὴν ἔννοια τῆς ἐμφάνισης, ἀντιπροσώ πευσης, τῆς ἰσοτιμίας ἢ τοῦ ὑποκατάστατου (βλ. W. EICHRODT, Theologie des Alten Testaments, Teil 2/3, Stuttgart 1961, σελ. 79). Η πατερική γραμματεία χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις εἰκόνα - εἰκονισμός μὲ τὴ δεύτερη αὐτὴ σημασία, ποὺ διασώζει ἐπίσης μιὰν ἀναλογικὴ σχέση τῆς ἀπεικονισματικῆς μορφῆς μὲ τὴν εἰκονιζόμενη πραγματικότητα. Μόνο ποὺ ἐδῶ ἡ ἀναλογία δὲν ἐξαντλεῖται στὴν ἀναλυτική - νοητικὴ ἢ τὴ μορφικὴ ἀντιστοιχία, ἀλλὰ σὲ μιὰ σχέση λόγων: Στὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπινου λόγου νὰ συναντήσει καὶ νὰ φανερώσει λογικά (δηλα δὴ νὰ κάνει μεθεκτό) τὸν λόγο τῆς πραγματικότητας – τὸν λόγο τῆς προσωπικῆς Ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τὸν «πεπραγμένο» λόγο τὸν λόγο «πράγμα» (βλ. Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, §§ 61-69).
78. Περὶ θείων ὀνομάτων 5, VIII, Migne P.G. 3, 821 C. – Νεοελλην. μτφρ. Ι. ΣΑΚΑΛΗ: «Παραδείγματα λέμε πὼς εἶναι οἱ λόγοι τῶν ὄντων ποὺ δίνουν οὐσία στὰ ὄντα καὶ προϋπάρχουν μέσα στὸν Θεὸ ἑνιαῖα καὶ ποὺ ἡ θεολογία τοὺς ἀποκαλεῖ προορισμοὺς καὶ θελήματα θεῖα καὶ ἀγαθὰ ποὺ ξεχωρίζουν τὰ ὄντα καὶ τὰ δημιουργοῦν καὶ σύμφωνα μὲ αὐτοὺς ὁ ὑπερ-ούσιος ἔχει προορίσει καὶ δημιουργήσει τὰ ὄντα» (σελ. 103).
79. Περὶ θείων ὀνομάτων 1, V, 593 C. - Νεοελλην. μτφρ. Ι. ΣΑΚΑΛΗ: «Τη θεαρχικὴ ὑπερ-ουσιότητα, ὅ,τι καὶ νά 'ναι ἡ ὑπερ-ὑπαρξη τῆς ὑπερ-αγαθότητας, δὲν εἶναι θεμιτὸ οὔτε ὡς λόγο ἢ σκέψη, οὔτε ὡς νοῦ ἡ ζωὴ ἢ οὐσία κανένας ἀπὸ τοὺς ἐραστὲς τῆς πέρα ἀπὸ κάθε ἀλήθεια ἀλήθειας νὰ τὴν ὑμνήσει» (σελ. 29).
80. Περὶ θείων ὀνομάτων 1, IV, 592 D - Νεοελλην. μτφρ. Ι. Σ.: «... ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ τὴ σκεφθούμε οὔτε νὰ τὴν ἐκφράσομε οὔτε καθόλου νὰ τὴ θεωρήσουμε, ἐπειδὴ εἶναι χωριστὴ ἀπὸ ὅλα κι ὁλότελα άγνωστη».
81. Περὶ θείων ὀνομάτων 1, ΙV, 593 Α.
82. Περὶ θείων ὀνομάτων 9, VII, 916 Α. - Νεοελλην. μτφρ. Ι. Σ.: «Καὶ ἡ ἴδια ἡ θεολογία διδάσκει ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀνόμοιος ὡς ἀσυμβίβαστος μὲ ὅλα, ἐπειδὴ εἶναι καὶ ἀπὸ ὅλα ἕτερος καὶ, ἀκόμα ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιὸ παράδοξο, μᾶς λέει πὼς μήτε ποὺ ὑπάρχει κάτι ὅμοιό του» (σελ. 129).
83. Μετὰ τὰ φυσικά Γ2, 1003 b 10.
84. Σχόλια, Migne P.G. 4, 256 A.
85. Περὶ θείων ὀνομάτων 1, 1, 588 Β. - Νεοελλην. μτφρ. Ι. Σ.: «Γιατὶ ὅπως τὰ νοητὰ εἶναι ἀκατανόητα καὶ ἀσύλληπτα γιὰ τὰ αἰσθητά, καὶ τὰ ἁπλὰ καὶ ἄμορφα γιὰ ὅσα ἔχουν πλαστεῖ καὶ μορφοποιηθεί, καὶ ἡ ἄυλη καὶ ἀσχηματοποίητη ἀμορφία γιὰ ὅσα ἔχουν λάβει σχήμα σωματικό, ἔτσι εἶναι ἐξίσου ἀληθινὸ ὅτι ἡ ὑπερούσια ἀοριστία εἶναι πέρα ἀπὸ τὶς οὐσίες, καὶ πέρα ἀπὸ κάθε νοῦ ἡ ὑπέρνοη ἑνότητα. Καὶ γιὰ κάθε διάνοια εἶναι ἀδιανόητο τὸ πέρα ἀπὸ κάθε διάνοια ἕνα, καὶ εἶναι ἀνείπωτο μὲ ὁποιοδήποτε λόγο τὸ ὑπέρλογο ἀγαθό, ἡ ἑνότητα ἡ ἐνοποιητική κάθε ἑνότητας, ἡ ὑπερούσιος οὐσία, ὁ νοῦς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ, καὶ ὁ λόγος που δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ· ἀδυναμία λόγου, ἀδυναμία νόησης, ἀδυναμία ὀνομασίας, ποὺ δὲν ἀναφέρεται σε κανένα πράγμα. Είναι γιὰ τὰ πάντα αἰτία τῆς ὕπαρξής τους, ἐνῶ τὸ ἴδιο δὲν ἔχει ὕπαρξη, ἐπειδὴ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ὕπαρξη καὶ (εἶναι) ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του αὐθεντικά καὶ μὲ γνώση (μόνο) τὸ ἴδιος (σελ. 23). – Πρβλ. καὶ τὸ Σχόλιο τοῦ ΜΑΞΙΜΟΥ Ομολογητοῦ (P.G. 4, 189 A): «Τὸ ἀκατάληπτον τῆς περὶ Θεοῦ γνώσεως ἐντεῦθεν παρίσταται· εἰ γὰρ οὐδὲ τὰ ἀπλᾶ καὶ ἀσχημάτιστα, κἂν οὐσίαι τινὲς ὥσι, ταῖς αἰσθήσεσιν ὑποπίπτουσιν, ὡς ἄγγελοι καὶ ψυχαί, τοῖς σωματικοῖς, πόσῳ μᾶλλον ὑπερέχει ὁ Θεός, ὁ μήτε οὐσία, ἀλλ᾽ ὑπὲρ οὐσίαν, μήτε ἁπλοῦς, ἀλλ᾽ ὑπὲρ ἀπλότητα, μήτε νοῦς, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ νοῦν· μήτε ἑνάς, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ ἐνάδα· καὶ οὔτε ὅρῳ τινὶ περιγραφόμενος, ἀλλ᾿ ἀοριστίᾳ τῶν ὄντων ἀφειμένος;».
86. Περὶ θείων ὀνομάτων 2, VIII, 645 CD – Νεοελλην. μτφρ. Ι. Σ.: «Ἐξ ἄλλου δὲν ὑπάρχει ἀκριβής ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὰ αἴτια καὶ στὰ αἰτιατά. Τὰ αἰτιατὰ ἔχουν αὐτὲς ἢ ἐκεῖνες τὶς εἰκόνες τῶν αἰτίων, τὰ αἴτια ὅμως εἶναι χωριστὰ καὶ στέκονται πάνω ἀπὸ τὰ αἰτιατὰ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τῆς ἀρχῆς τους. Μὲ παραδείγματα γνωστά σ' ἐμᾶς· λέμε ὅτι οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ λύπες μᾶς κάνουν νὰ εὐχαριστούμαστε καὶ νὰ λυπούμαστε, ἐνῶ αὐτὲς μήτε εὐχαριστοῦνται μήτε λυποῦνται. Καὶ ἡ φωτιά, ἐνῶ θερμαίνει καὶ καίει, δὲν λέμε ὅτι καίγεται ἢ θερμαίνεται. Ἔτσι, ἂν πεῖ κανεὶς ὅτι ζεῖ ἡ αὐτοζωὴ ἢ ὅτι φωτίζεται τὸ αὐτόφωτο, δὲν θὰ ἐκφραστεῖ σωστά, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἐκτὸς ἂν τοὺς δίνει ἄλλο νόημα, διότι προενυπάρχουν στὸ ἔπακρο καὶ οὐσιαστικὰ τὰ αἰτιατὰ μέσα στὰ αἴτια» (σελ. 43).
87. Σχόλια, Migne P.G. 4, 245 C.
77. Ὑπάρχουν δυὸ σημασίες τῆς ἑλληνικῆς λέξης εἰκόνα: μιὰ ἀρχαιοελληνικὴ καὶ μιὰ βιβλική – Ιουδαιοχριστιανική. Η πρώτη εἶναι ἀναλογική, ἔχει τὴν ἐτυμολογική της προέλευση ἀπὸ τὸ ρῆμα εἴκω, ἔοικα καὶ σημαίνει ὁμοίωμα, ἀπείκασμα, ἀνα-παράσταση, ἀναλογικὴ ἀποτύπωση τῆς μορφῆς. Ἡ δεύτερη σημασία ξεκινάει ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα μεταφραστὲς τῆς Π.Δ., ποὺ ἀπέδωσαν μὲ τὴν ἑλληνική λέξη εἰκόνα τὸ ἑβραϊκὸ τσελέμ, δηλαδὴ τὴν ἔννοια τῆς ἐμφάνισης, ἀντιπροσώ πευσης, τῆς ἰσοτιμίας ἢ τοῦ ὑποκατάστατου (βλ. W. EICHRODT, Theologie des Alten Testaments, Teil 2/3, Stuttgart 1961, σελ. 79). Η πατερική γραμματεία χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις εἰκόνα - εἰκονισμός μὲ τὴ δεύτερη αὐτὴ σημασία, ποὺ διασώζει ἐπίσης μιὰν ἀναλογικὴ σχέση τῆς ἀπεικονισματικῆς μορφῆς μὲ τὴν εἰκονιζόμενη πραγματικότητα. Μόνο ποὺ ἐδῶ ἡ ἀναλογία δὲν ἐξαντλεῖται στὴν ἀναλυτική - νοητικὴ ἢ τὴ μορφικὴ ἀντιστοιχία, ἀλλὰ σὲ μιὰ σχέση λόγων: Στὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπινου λόγου νὰ συναντήσει καὶ νὰ φανερώσει λογικά (δηλα δὴ νὰ κάνει μεθεκτό) τὸν λόγο τῆς πραγματικότητας – τὸν λόγο τῆς προσωπικῆς Ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τὸν «πεπραγμένο» λόγο τὸν λόγο «πράγμα» (βλ. Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, §§ 61-69).
78. Περὶ θείων ὀνομάτων 5, VIII, Migne P.G. 3, 821 C. – Νεοελλην. μτφρ. Ι. ΣΑΚΑΛΗ: «Παραδείγματα λέμε πὼς εἶναι οἱ λόγοι τῶν ὄντων ποὺ δίνουν οὐσία στὰ ὄντα καὶ προϋπάρχουν μέσα στὸν Θεὸ ἑνιαῖα καὶ ποὺ ἡ θεολογία τοὺς ἀποκαλεῖ προορισμοὺς καὶ θελήματα θεῖα καὶ ἀγαθὰ ποὺ ξεχωρίζουν τὰ ὄντα καὶ τὰ δημιουργοῦν καὶ σύμφωνα μὲ αὐτοὺς ὁ ὑπερ-ούσιος ἔχει προορίσει καὶ δημιουργήσει τὰ ὄντα» (σελ. 103).
79. Περὶ θείων ὀνομάτων 1, V, 593 C. - Νεοελλην. μτφρ. Ι. ΣΑΚΑΛΗ: «Τη θεαρχικὴ ὑπερ-ουσιότητα, ὅ,τι καὶ νά 'ναι ἡ ὑπερ-ὑπαρξη τῆς ὑπερ-αγαθότητας, δὲν εἶναι θεμιτὸ οὔτε ὡς λόγο ἢ σκέψη, οὔτε ὡς νοῦ ἡ ζωὴ ἢ οὐσία κανένας ἀπὸ τοὺς ἐραστὲς τῆς πέρα ἀπὸ κάθε ἀλήθεια ἀλήθειας νὰ τὴν ὑμνήσει» (σελ. 29).
80. Περὶ θείων ὀνομάτων 1, IV, 592 D - Νεοελλην. μτφρ. Ι. Σ.: «... ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ τὴ σκεφθούμε οὔτε νὰ τὴν ἐκφράσομε οὔτε καθόλου νὰ τὴ θεωρήσουμε, ἐπειδὴ εἶναι χωριστὴ ἀπὸ ὅλα κι ὁλότελα άγνωστη».
81. Περὶ θείων ὀνομάτων 1, ΙV, 593 Α.
82. Περὶ θείων ὀνομάτων 9, VII, 916 Α. - Νεοελλην. μτφρ. Ι. Σ.: «Καὶ ἡ ἴδια ἡ θεολογία διδάσκει ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀνόμοιος ὡς ἀσυμβίβαστος μὲ ὅλα, ἐπειδὴ εἶναι καὶ ἀπὸ ὅλα ἕτερος καὶ, ἀκόμα ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιὸ παράδοξο, μᾶς λέει πὼς μήτε ποὺ ὑπάρχει κάτι ὅμοιό του» (σελ. 129).
83. Μετὰ τὰ φυσικά Γ2, 1003 b 10.
84. Σχόλια, Migne P.G. 4, 256 A.
85. Περὶ θείων ὀνομάτων 1, 1, 588 Β. - Νεοελλην. μτφρ. Ι. Σ.: «Γιατὶ ὅπως τὰ νοητὰ εἶναι ἀκατανόητα καὶ ἀσύλληπτα γιὰ τὰ αἰσθητά, καὶ τὰ ἁπλὰ καὶ ἄμορφα γιὰ ὅσα ἔχουν πλαστεῖ καὶ μορφοποιηθεί, καὶ ἡ ἄυλη καὶ ἀσχηματοποίητη ἀμορφία γιὰ ὅσα ἔχουν λάβει σχήμα σωματικό, ἔτσι εἶναι ἐξίσου ἀληθινὸ ὅτι ἡ ὑπερούσια ἀοριστία εἶναι πέρα ἀπὸ τὶς οὐσίες, καὶ πέρα ἀπὸ κάθε νοῦ ἡ ὑπέρνοη ἑνότητα. Καὶ γιὰ κάθε διάνοια εἶναι ἀδιανόητο τὸ πέρα ἀπὸ κάθε διάνοια ἕνα, καὶ εἶναι ἀνείπωτο μὲ ὁποιοδήποτε λόγο τὸ ὑπέρλογο ἀγαθό, ἡ ἑνότητα ἡ ἐνοποιητική κάθε ἑνότητας, ἡ ὑπερούσιος οὐσία, ὁ νοῦς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ, καὶ ὁ λόγος που δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ· ἀδυναμία λόγου, ἀδυναμία νόησης, ἀδυναμία ὀνομασίας, ποὺ δὲν ἀναφέρεται σε κανένα πράγμα. Είναι γιὰ τὰ πάντα αἰτία τῆς ὕπαρξής τους, ἐνῶ τὸ ἴδιο δὲν ἔχει ὕπαρξη, ἐπειδὴ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ὕπαρξη καὶ (εἶναι) ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του αὐθεντικά καὶ μὲ γνώση (μόνο) τὸ ἴδιος (σελ. 23). – Πρβλ. καὶ τὸ Σχόλιο τοῦ ΜΑΞΙΜΟΥ Ομολογητοῦ (P.G. 4, 189 A): «Τὸ ἀκατάληπτον τῆς περὶ Θεοῦ γνώσεως ἐντεῦθεν παρίσταται· εἰ γὰρ οὐδὲ τὰ ἀπλᾶ καὶ ἀσχημάτιστα, κἂν οὐσίαι τινὲς ὥσι, ταῖς αἰσθήσεσιν ὑποπίπτουσιν, ὡς ἄγγελοι καὶ ψυχαί, τοῖς σωματικοῖς, πόσῳ μᾶλλον ὑπερέχει ὁ Θεός, ὁ μήτε οὐσία, ἀλλ᾽ ὑπὲρ οὐσίαν, μήτε ἁπλοῦς, ἀλλ᾽ ὑπὲρ ἀπλότητα, μήτε νοῦς, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ νοῦν· μήτε ἑνάς, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ ἐνάδα· καὶ οὔτε ὅρῳ τινὶ περιγραφόμενος, ἀλλ᾿ ἀοριστίᾳ τῶν ὄντων ἀφειμένος;».
86. Περὶ θείων ὀνομάτων 2, VIII, 645 CD – Νεοελλην. μτφρ. Ι. Σ.: «Ἐξ ἄλλου δὲν ὑπάρχει ἀκριβής ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὰ αἴτια καὶ στὰ αἰτιατά. Τὰ αἰτιατὰ ἔχουν αὐτὲς ἢ ἐκεῖνες τὶς εἰκόνες τῶν αἰτίων, τὰ αἴτια ὅμως εἶναι χωριστὰ καὶ στέκονται πάνω ἀπὸ τὰ αἰτιατὰ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τῆς ἀρχῆς τους. Μὲ παραδείγματα γνωστά σ' ἐμᾶς· λέμε ὅτι οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ λύπες μᾶς κάνουν νὰ εὐχαριστούμαστε καὶ νὰ λυπούμαστε, ἐνῶ αὐτὲς μήτε εὐχαριστοῦνται μήτε λυποῦνται. Καὶ ἡ φωτιά, ἐνῶ θερμαίνει καὶ καίει, δὲν λέμε ὅτι καίγεται ἢ θερμαίνεται. Ἔτσι, ἂν πεῖ κανεὶς ὅτι ζεῖ ἡ αὐτοζωὴ ἢ ὅτι φωτίζεται τὸ αὐτόφωτο, δὲν θὰ ἐκφραστεῖ σωστά, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἐκτὸς ἂν τοὺς δίνει ἄλλο νόημα, διότι προενυπάρχουν στὸ ἔπακρο καὶ οὐσιαστικὰ τὰ αἰτιατὰ μέσα στὰ αἴτια» (σελ. 43).
87. Σχόλια, Migne P.G. 4, 245 C.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου