Οι μορφές της λογικότητας στον Αριστοτέλη 4α
Του Enrico Berti
Η μέθοδος τής ηθικής, δηλ.τής πρακτικής φιλοσοφίας
Του Enrico Berti
https://www.youtube.com/watch?v=3G9ESeofQN0
Η μέθοδος τής ηθικής, δηλ.τής πρακτικής φιλοσοφίας
Το θέμα αυτής της βραδιάς είναι η μέθοδος της ηθικής, δηλαδή, θα μπορούσαμε να πούμε, της πρακτικής φιλοσοφίας. Ανάμεσα σε όλα τα θέματα που αντιμετωπίζουμε σε αυτόν τον κύκλο, είναι ίσως το πιο επίκαιρο, εξαιτίας του νέου ενδιαφέροντος που έχει δημιουργηθεί γύρω από την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη στη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη των τελευταίων δεκαετιών, κυρίως τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρουσιάστηκε ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο, που οι επικριτές του ονόμασαν «αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας», ενώ οι υποστηρικτές του προτιμούν να μιλούν για «αναγέννηση της πρακτικής φιλοσοφίας»· και ότι, μέσα σε αυτό το φαινόμενο, ένα πολύ σημαντικό ρεύμα συγγραφέων, ιδιαίτερα Γερμανών, στράφηκε ρητά προς την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη.
Γιατί συνέβη αυτό; Διότι, απέναντι σε μια ορισμένη τάση της σύγχρονης σκέψης να διαχωρίζει αυστηρά τον χώρο της γνώσης από τον χώρο της πράξης, απέναντι στην τάση να θεωρεί τη γνώση ως ουδέτερη έναντι των ηθικών και πολιτικών ζητημάτων, έγινε αισθητή η ανάγκη για μια διαφορετική στάση, στην οποία η γνώση –και ειδικότερα η φιλοσοφική γνώση– θα ανακτούσε τη λειτουργία της να καθοδηγεί την πράξη, να παρέχει, δηλαδή, κατευθύνσεις και, αν χρειάζεται, ακόμη και προδιαγραφές σχετικά με τη λύση των ηθικών και πολιτικών προβλημάτων, όπως ακριβώς συνέβαινε στην κλασική σκέψη, ειδικά στη σκέψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Στον Πλάτωνα, μάλιστα, είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς το θεωρητικό από το πρακτικό στοιχείο της φιλοσοφίας· και στον Αριστοτέλη, παρά τη διάκριση, αναγνωρίζεται επίσης στην πρακτική φιλοσοφία αυτός ο καθοδηγητικός, κανονιστικός, αξιολογικός χαρακτήρας, εξαιτίας του οποίου δεν αποτελεί απλώς ουδέτερη ή μη αξιολογική γνώση, όπως είναι οι κοινωνικές επιστήμες σύμφωνα με τη σύλληψη του Μαξ Βέμπερ, αλλά αντίθετα είναι μια γνώση ικανή να προσφέρει αξιολογήσεις και, επομένως, να καθοδηγεί την πράξη. Πρέπει, επιπλέον, να θυμηθούμε και να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η επιστροφή στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη πραγματοποιήθηκε κυρίως από συγγραφείς που τοποθετούνταν σε μια κριτική στάση απέναντι στη γνώση και τη λογική της επιστήμης. Δηλαδή, ο μεγάλος «κατηγορούμενος», θα λέγαμε, σε αυτή τη διαδικασία ήταν ακριβώς η επιστημονική λογικότητα, η οποία θεωρούνταν ως το εμβληματικό παράδειγμα της μη αξιολογικής στάσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους κύριους υποστηρικτές της επιστροφής στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ήταν ο Γκάνταμερ. Όπως θυμόμουν ήδη από την πρώτη συνάντηση, ο Γκάνταμερ, στο γνωστότερο και σημαντικότερο έργο του, «Αλήθεια και Μέθοδος» (Wahrheit und Methode), του οποίου η πρώτη έκδοση είναι του 1960, υποδείκνυε στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη το πρότυπο της ερμηνευτικής του. Φυσικά, ο Γκάνταμερ, και κατόπιν αρκετοί άλλοι μελετητές, όπως ο μαθητής του Rüdiger Bubner, αλλά και άλλοι, όπως ο Ritter, ο Hans-Georg Behrens κ.ά., είδαν ή πίστεψαν ότι είδαν στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ένα είδος γνώσης διαφορετικό από την επιστήμη με τη στενή έννοια του όρου.
Δηλαδή, μια λογικότητα διαφορετική από την επιστημονική, που ωστόσο δεν έπαυε γι’ αυτό να είναι λογικότητα. Είδαν, εν ολίγοις, στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ένα μοντέλο, μια μορφή ορθολογικότητας ιδιαίτερη, αυτόνομη, διαφορετική από όλες τις άλλες. Όπως είναι εύκολο να φανταστεί κανείς, στην εκτίμηση αυτών των συγγραφέων –ιδίως του Γκάνταμερ και του Bubner– αυτή η λογικότητα, που ανήκει στην πρακτική φιλοσοφία, τείνει να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά πολύ πιο ευέλικτα, λιγότερο αυστηρά, λιγότερο αντικειμενικά και μάλλον υποκειμενικά, υπό την έννοια ότι πρόκειται για μια λογικότητα ικανή να εμπλέκει το υποκείμενο, λαμβάνοντας υπόψη την συγκεκριμένη, ιστορική, υπαρξιακή κατάσταση μέσα στην οποία αυτό βρίσκεται, καθώς και το ήθος του, δηλαδή τον ηθικό του χαρακτήρα, τη διαμόρφωσή του.
Μια γνώση που καταλήγει να παρουσιάζει σχεδόν τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνη την αρετή που ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε χαρακτηρίσει ως την κυριότερη από τις αρετές που ασχολούνται με την πράξη, δηλαδή τη Φρόνηση (Phronesis). Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς, πράγματι, στο Αλήθεια και Μέθοδος του Γκάνταμερ, την τάση να ταυτίζει αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε «πρακτική φιλοσοφία» με την αρετή της φρόνησης, της πρακτικής σοφίας, της σύνεσης. Και η πρακτική φιλοσοφία, όπως και η φρόνηση, εμπλέκει το υποκείμενο, με την έννοια ότι, για να μελετηθεί, προϋποθέτει ήδη μια ορισμένη ικανότητα αυτοκυριαρχίας, ελέγχου των παθών, απαιτεί εμπειρία, δηλαδή γνώση των καταστάσεων της ζωής· δεν αξιώνει την ίδια αυστηρότητα και ακρίβεια που χαρακτηρίζει τα μαθηματικά· ασκεί λειτουργία καθοδηγητική, προσανατολιστική, διευθυντική απέναντι στη δράση· δηλαδή είναι κάτι διαφορετικό, ουσιωδώς διαφορετικό από την επιστήμη (ἐπιστήμη), κι ενώ εξακολουθεί να αποτελεί λόγο ορθολογικό, περισσότερο παρά γνώση, είναι μια αρετή, μια τελειότητα (ἀρετή) με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου.
Έλεγα ότι αυτή η ταύτιση πραγματοποιείται κυρίως από τον Γκάνταμερ στο Αλήθεια και Μέθοδος. Σε άλλα, μεταγενέστερα γραπτά του, για παράδειγμα σε ένα άρθρο για την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, το οποίο περιλήφθηκε αργότερα από τον Ρίντελ στη γνωστή συλλογή «Rehabilitierung der Praktischen Philosophie» (Αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας) – που έδωσε και το όνομα σε αυτό το κίνημα, αυτή την αναγέννηση της πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη – στο κείμενο αυτό, που είναι μεταγενέστερο του Αλήθεια και Μέθοδος (είναι του 1972), ο Γκάνταμερ διόρθωσε την εντύπωση ότι είχε ταυτίσει την πρακτική φιλοσοφία με τη φρόνηση. Ωστόσο, η διόρθωση αυτή δεν εμπόδισε τον μαθητή του, τον Bubner, να συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση. Αν, πράγματι, διαβάσει κανείς εκείνο το έργο του Bubner, το ωραίο εκείνο βιβλίο που έχει μεταφραστεί και στα ιταλικά, με τίτλο «Λογική, Γλώσσα και Πράξη» (αν δεν απατώμαι, από τις εκδόσεις Il Mulino) – ναι, αυτό είναι –, θα δει ότι εκεί ο Bubner εξακολουθεί να μιλάει για πρακτική φιλοσοφία και φρόνηση σαν να επρόκειτο για το ίδιο πράγμα.
Τώρα, καταλαβαίνουμε ότι από την άποψη της ερμηνευτικής αυτή η ταύτιση έχει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο: έχει, θα έλεγα, τον ρόλο να αποδυναμώνει, να χαλαρώνει, από την άποψη του επιστημολογικού καθεστώτος, την πρακτική φιλοσοφία, και έτσι να της αφαιρεί τον χαρακτήρα της πραγματικής γνώσης, για να την αναγάγει σε μια μορφή κατανόησης, ερμηνείας, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και διόρασης (intuizione), της οποίας το πρότυπο παραμένει πάντα η αισθητική διαίσθηση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ερμηνευτική γεννήθηκε ακριβώς στο πεδίο της ερμηνείας του έργου τέχνης, η οποία απαιτεί ικανότητα διείσδυσης, και επομένως μια διαισθητική ικανότητα που δεν μπορεί να αναχθεί στα πρότυπα της καθαρά επιχειρηματολογικής γνώσης.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι αξίζει να επιστρέψουμε και να εξετάσουμε εκ νέου τα κείμενα στα οποία ο Αριστοτέλης παρουσιάζει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το επιστημολογικό καθεστώς της πρακτικής φιλοσοφίας, για να διαπιστώσουμε σε ποιο βαθμό αυτή η ερμηνεία του Γκάνταμερ, του Bubner και άλλων σύγχρονων μελετητών είναι ορθή ή θεμιτή. Και δηλώνω εξαρχής ότι ως προς αυτό τρέφω ορισμένες αμφιβολίες, δηλαδή έχω την εντύπωση ότι στα κείμενα του Αριστοτέλη μπορεί κανείς να διακρίνει σαφώς μια διάκριση ανάμεσα στην πρακτική φιλοσοφία και τη φρόνηση, διάκριση που επιτρέπει στην πρακτική φιλοσοφία να διαθέτει ένα μεθοδολογικό καθεστώς διαφορετικό και ισχυρότερο από εκείνο της φρόνησης. Ένα καθεστώς ισχυρότερο, που ωστόσο δεν είναι ασφαλώς εκείνο των μαθηματικών, δηλαδή της αποδεικτικής, της καθαρής και απλής απόδειξης — και σ’ αυτό, αναμφίβολα, ο Γκάνταμερ είχε δίκιο —, αλλά ένα καθεστώς που, κατά τη γνώμη μου, μοιάζει πολύ, ίσως μάλιστα ταυτίζεται, με εκείνο που είδαμε ότι ανήκει στη φυσική και στη μεταφυσική, δηλαδή με μια μεθοδολογία διαπορητική και, ακόμη περισσότερο, διαλεκτική.
Επομένως, αν από τη μια πλευρά είναι απολύτως δικαιολογημένο να μιλάμε για αυτονομία και ιδιαιτερότητα της πρακτικής φιλοσοφίας, ακόμη και από μεθοδολογική άποψη, σε σχέση με εκείνη που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε θεωρητική φιλοσοφία, δηλαδή καθαρά γνωσιολογική, από την άλλη πλευρά αυτή η διατύπωση πρέπει να περιοριστεί μόνο σε εκείνη τη μορφή θεωρητικής φιλοσοφίας με την ισχυρή έννοια του όρου, που για τον Αριστοτέλη ήταν η αποδεικτική (apodittiké) ή τα μαθηματικά· ενώ όσον αφορά τη φυσική ή τη μεταφυσική, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οι διαφορές είναι τόσο μεγάλες· ή μάλλον, υπάρχουν διαφορές που απορρέουν —όπως είναι διαισθητικά κατανοητό— από τον πρακτικό σκοπό που χαρακτηρίζει την πρακτική φιλοσοφία και ο οποίος δεν είναι απλώς η γνώση της αλήθειας, αλλά και η καθοδήγηση της πράξης, και γι’ αυτό διακρίνεται από τον καθαρά θεωρητικό, καθαρά γνωσιολογικό σκοπό που χαρακτηρίζει τη φυσική και τη μεταφυσική.
Αφού ειπωθούν αυτά, είναι απαραίτητο, όπως πάντα, να προστρέξουμε στα κείμενα, με φροντίδα να προσδιορίσουμε με σαφήνεια ποια είναι τα κείμενα που ενδιαφέρουν τη συζήτηση αυτή, δηλαδή εκείνα που αφορούν το καθεστώς της πρακτικής φιλοσοφίας. Γιατί το λέω αυτό; Διότι το κείμενο στο οποίο ο νους στρέφεται αυθόρμητα σε αυτή την περίπτωση είναι συνήθως το Έκτο Βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων», εκείνο το Έκτο Βιβλίο που είναι ήδη θαυμάσιο από μόνο του, αλλά που έχει γίνει πλέον περίφημο ακριβώς χάρη στον Γκάνταμερ, ο οποίος, όπως πιστεύω, έχει δώσει αμέτρητα σεμινάρια —και μάλιστα και εδώ, επανειλημμένως— ακριβώς πάνω στο Έκτο Βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων».
Πρέπει όμως να προσέξουμε: αυτό για το οποίο γίνεται λόγος στο Έκτο Βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» είναι οι διανοητικές αρετές γενικά, και ανάμεσά τους κυρίως η φρόνηση (phronesis). Επομένως, από το Έκτο Βιβλίο μπορούν να εξαχθούν χρήσιμες, ακόμη και θεμελιώδεις ενδείξεις, αλλά σχετικά με τη φρόνηση, όχι με την πρακτική φιλοσοφία. Στο Έκτο Βιβλίο ο Αριστοτέλης δεν μιλά για την πρακτική φιλοσοφία.
Ενδείξεις για την πρακτική φιλοσοφία βρίσκονται μόνο στα χωρία όπου ο Αριστοτέλης κάνει ρητή χρήση εκφράσεων όπως πρακτική φιλοσοφία, πρακτική επιστήμη, πολιτική επιστήμη, ή ακόμη ισοδύναμων εκφράσεων όπως μέθοδος (που σημαίνει «επιστημονική πραγματεία»), pragmateia (που έχει την ίδια αξία με το μέθοδος), logoi (οι λόγοι, δηλαδή οι συλλογισμοί που ο ίδιος αναπτύσσει)· καθώς και σε όλα τα χωρία στα οποία, θα λέγαμε, ο ίδιος σχολιάζει τον δικό του λόγο, τη δική του πορεία σκέψης εκείνη τη στιγμή. Και ο λόγος που αναπτύσσει εκείνος είναι αυτός που αποτελείται από τα έργα του, δηλαδή τα «Ηθικά Νικομάχεια», τα «Ηθικά Ευδήμεια» και την «Πολιτική» — έργα πρακτικής φιλοσοφίας και όχι εκφράσεις της φρόνησης ή της σοφίας.
Άλλο πράγμα είναι να είναι κανείς φρόνιμος, να είναι phronimos στην πρακτική ζωή και να συμπεριφέρεται με φρόνηση· και άλλο πράγμα είναι να συγγράφει πραγματείες πάνω στη φρόνηση και στην πρακτική φιλοσοφία. Η πρώτη στάση είναι έκφραση της phronesis, η δεύτερη όμως της πρακτικής φιλοσοφίας.
Το πρώτο και πιο γνωστό κείμενο, φυσικά, στο οποίο στρέφεται η σκέψη σε αυτή την περίπτωση είναι η αρχή των «Ηθικών Νικομαχείων», όπου ο Αριστοτέλης, αφού πει ότι κάθε ανθρώπινη πράξη και επομένως κάθε τέχνη, κάθε επιστήμη έχει έναν σκοπό, ότι πάντα στοχεύει σε κάποιο τέλος, προσθέτει ότι η επιστήμη που μελετά το ύψιστο από αυτά τα τέλη είναι η πολιτική επιστήμη — πολιτική όχι με την έννοια ότι διακρίνεται από την ηθική, αλλά με την έννοια ότι περιλαμβάνει και την ηθική· διότι, λέει ο Αριστοτέλης, το αγαθό του συνόλου, δηλαδή το αγαθό της πόλης (πόλις), περιλαμβάνει μέσα του, ως μέρος του, το αγαθό του ατόμου, και επομένως η πολιτική περιλαμβάνει μέσα της την ηθική.
Σε ένα ορισμένο σημείο, λοιπόν, περνά να εξηγήσει τη μέθοδο αυτής της επιστήμης που ονομάζεται πολιτική.
Και αυτό συμβαίνει στο Πρώτο Βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων», στο κείμενο αριθμός 10 που έχω αναφέρει στα φωτοαντίγραφα, δηλαδή στη σελίδα 1094b10 και εξής. Εκεί, ο Αριστοτέλης λέει: «Η μέθοδος —και εδώ η λέξη “μέθοδος” σημαίνει η πραγματεία που εκπονούμε— ακολουθεί αυτές τις αρχές, αυτές τις υποδείξεις, καθώς πρόκειται για μια πολιτική πραγματεία (πολιτικῆ τίς οὖσα)». Και συνεχίζει: «Θα ήταν αρκετό αν ξεκαθάριζε κανείς σύμφωνα με το αντικείμενο». Δηλαδή, το σημαντικό, όταν θέλουμε να εξηγήσουμε τη μέθοδο μιας ορισμένης πραγματείας, είναι να το κάνουμε λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αντικειμένου.
Με άλλα λόγια, είναι η ύλη, νοούμενη εδώ ως το αντικείμενο της έρευνας, που υπαγορεύει τη μέθοδο.Η μέθοδος πρέπει να προσαρμόζεται στο αντικείμενο· είναι η ύλη, δηλαδή το περιεχόμενο, που επιβάλλει τους κανόνες που πρέπει να ακολουθηθούν.
Να, λοιπόν, η πρώτη ένδειξη.
Η ακρίβεια (akribeia), πράγματι, η αυστηρότητα, δεν πρέπει να αναζητείται με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους λόγους. Υπάρχουν, επομένως, διάφοροι βαθμοί ή τύποι αυστηρότητας, ανάλογα με τον λόγο που εκφέρεται και με το αντικείμενο στο οποίο αυτός αναφέρεται.
Θα θυμάστε ότι αυτή η αναφορά στην akribeia, στην ακρίβεια, εμφανίζεται ήδη στο τέλος του μικρού Άλφα της Μεταφυσικής, εκεί όπου γίνεται λόγος για τη μέθοδο της φυσικής.
Σε εκείνη την περίπτωση, ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η φυσική δεν μπορεί να έχει τον ίδιο βαθμό αυστηρότητας με τα μαθηματικά.Εδώ ετοιμάζεται να πει το ίδιο πράγμα σχετικά με την πρακτική φιλοσοφία. Να, λοιπόν, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε δομική αναλογία ανάμεσα στην πρακτική φιλοσοφία και τη φυσική.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να αναζητούμε την ίδια ακρίβεια σε όλους τους λόγους, ούτε και στα προϊόντα της ανθρώπινης τέχνης (demiourgêmata).
Και γιατί; Το εξηγεί αμέσως: Τὰ δὲ καλὰ καὶ τὰ δίκαια, περὶ ἧς ἡ πολιτικὴ σκοπεῖται, τοσαύτην ἔχει διαφορὰν καὶ πλάνην, ὥστε δοκεῖν νόμῳ μόνον εἶναι, φύσει δὲ μη. Δηλαδή: «Τα καλά και τα δίκαια, γύρω από τα οποία ερευνά η πολιτική, παρουσιάζουν τόσες διαφορές και τόσες μεταβολές, ώστε φαίνονται να υπάρχουν μόνο κατά νόμον και όχι κατά φύσιν».
Γιατί συνέβη αυτό; Διότι, απέναντι σε μια ορισμένη τάση της σύγχρονης σκέψης να διαχωρίζει αυστηρά τον χώρο της γνώσης από τον χώρο της πράξης, απέναντι στην τάση να θεωρεί τη γνώση ως ουδέτερη έναντι των ηθικών και πολιτικών ζητημάτων, έγινε αισθητή η ανάγκη για μια διαφορετική στάση, στην οποία η γνώση –και ειδικότερα η φιλοσοφική γνώση– θα ανακτούσε τη λειτουργία της να καθοδηγεί την πράξη, να παρέχει, δηλαδή, κατευθύνσεις και, αν χρειάζεται, ακόμη και προδιαγραφές σχετικά με τη λύση των ηθικών και πολιτικών προβλημάτων, όπως ακριβώς συνέβαινε στην κλασική σκέψη, ειδικά στη σκέψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Στον Πλάτωνα, μάλιστα, είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς το θεωρητικό από το πρακτικό στοιχείο της φιλοσοφίας· και στον Αριστοτέλη, παρά τη διάκριση, αναγνωρίζεται επίσης στην πρακτική φιλοσοφία αυτός ο καθοδηγητικός, κανονιστικός, αξιολογικός χαρακτήρας, εξαιτίας του οποίου δεν αποτελεί απλώς ουδέτερη ή μη αξιολογική γνώση, όπως είναι οι κοινωνικές επιστήμες σύμφωνα με τη σύλληψη του Μαξ Βέμπερ, αλλά αντίθετα είναι μια γνώση ικανή να προσφέρει αξιολογήσεις και, επομένως, να καθοδηγεί την πράξη. Πρέπει, επιπλέον, να θυμηθούμε και να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η επιστροφή στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη πραγματοποιήθηκε κυρίως από συγγραφείς που τοποθετούνταν σε μια κριτική στάση απέναντι στη γνώση και τη λογική της επιστήμης. Δηλαδή, ο μεγάλος «κατηγορούμενος», θα λέγαμε, σε αυτή τη διαδικασία ήταν ακριβώς η επιστημονική λογικότητα, η οποία θεωρούνταν ως το εμβληματικό παράδειγμα της μη αξιολογικής στάσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους κύριους υποστηρικτές της επιστροφής στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ήταν ο Γκάνταμερ. Όπως θυμόμουν ήδη από την πρώτη συνάντηση, ο Γκάνταμερ, στο γνωστότερο και σημαντικότερο έργο του, «Αλήθεια και Μέθοδος» (Wahrheit und Methode), του οποίου η πρώτη έκδοση είναι του 1960, υποδείκνυε στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη το πρότυπο της ερμηνευτικής του. Φυσικά, ο Γκάνταμερ, και κατόπιν αρκετοί άλλοι μελετητές, όπως ο μαθητής του Rüdiger Bubner, αλλά και άλλοι, όπως ο Ritter, ο Hans-Georg Behrens κ.ά., είδαν ή πίστεψαν ότι είδαν στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ένα είδος γνώσης διαφορετικό από την επιστήμη με τη στενή έννοια του όρου.
Δηλαδή, μια λογικότητα διαφορετική από την επιστημονική, που ωστόσο δεν έπαυε γι’ αυτό να είναι λογικότητα. Είδαν, εν ολίγοις, στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ένα μοντέλο, μια μορφή ορθολογικότητας ιδιαίτερη, αυτόνομη, διαφορετική από όλες τις άλλες. Όπως είναι εύκολο να φανταστεί κανείς, στην εκτίμηση αυτών των συγγραφέων –ιδίως του Γκάνταμερ και του Bubner– αυτή η λογικότητα, που ανήκει στην πρακτική φιλοσοφία, τείνει να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά πολύ πιο ευέλικτα, λιγότερο αυστηρά, λιγότερο αντικειμενικά και μάλλον υποκειμενικά, υπό την έννοια ότι πρόκειται για μια λογικότητα ικανή να εμπλέκει το υποκείμενο, λαμβάνοντας υπόψη την συγκεκριμένη, ιστορική, υπαρξιακή κατάσταση μέσα στην οποία αυτό βρίσκεται, καθώς και το ήθος του, δηλαδή τον ηθικό του χαρακτήρα, τη διαμόρφωσή του.
Μια γνώση που καταλήγει να παρουσιάζει σχεδόν τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνη την αρετή που ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε χαρακτηρίσει ως την κυριότερη από τις αρετές που ασχολούνται με την πράξη, δηλαδή τη Φρόνηση (Phronesis). Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς, πράγματι, στο Αλήθεια και Μέθοδος του Γκάνταμερ, την τάση να ταυτίζει αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε «πρακτική φιλοσοφία» με την αρετή της φρόνησης, της πρακτικής σοφίας, της σύνεσης. Και η πρακτική φιλοσοφία, όπως και η φρόνηση, εμπλέκει το υποκείμενο, με την έννοια ότι, για να μελετηθεί, προϋποθέτει ήδη μια ορισμένη ικανότητα αυτοκυριαρχίας, ελέγχου των παθών, απαιτεί εμπειρία, δηλαδή γνώση των καταστάσεων της ζωής· δεν αξιώνει την ίδια αυστηρότητα και ακρίβεια που χαρακτηρίζει τα μαθηματικά· ασκεί λειτουργία καθοδηγητική, προσανατολιστική, διευθυντική απέναντι στη δράση· δηλαδή είναι κάτι διαφορετικό, ουσιωδώς διαφορετικό από την επιστήμη (ἐπιστήμη), κι ενώ εξακολουθεί να αποτελεί λόγο ορθολογικό, περισσότερο παρά γνώση, είναι μια αρετή, μια τελειότητα (ἀρετή) με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου.
Έλεγα ότι αυτή η ταύτιση πραγματοποιείται κυρίως από τον Γκάνταμερ στο Αλήθεια και Μέθοδος. Σε άλλα, μεταγενέστερα γραπτά του, για παράδειγμα σε ένα άρθρο για την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, το οποίο περιλήφθηκε αργότερα από τον Ρίντελ στη γνωστή συλλογή «Rehabilitierung der Praktischen Philosophie» (Αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας) – που έδωσε και το όνομα σε αυτό το κίνημα, αυτή την αναγέννηση της πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη – στο κείμενο αυτό, που είναι μεταγενέστερο του Αλήθεια και Μέθοδος (είναι του 1972), ο Γκάνταμερ διόρθωσε την εντύπωση ότι είχε ταυτίσει την πρακτική φιλοσοφία με τη φρόνηση. Ωστόσο, η διόρθωση αυτή δεν εμπόδισε τον μαθητή του, τον Bubner, να συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση. Αν, πράγματι, διαβάσει κανείς εκείνο το έργο του Bubner, το ωραίο εκείνο βιβλίο που έχει μεταφραστεί και στα ιταλικά, με τίτλο «Λογική, Γλώσσα και Πράξη» (αν δεν απατώμαι, από τις εκδόσεις Il Mulino) – ναι, αυτό είναι –, θα δει ότι εκεί ο Bubner εξακολουθεί να μιλάει για πρακτική φιλοσοφία και φρόνηση σαν να επρόκειτο για το ίδιο πράγμα.
Τώρα, καταλαβαίνουμε ότι από την άποψη της ερμηνευτικής αυτή η ταύτιση έχει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο: έχει, θα έλεγα, τον ρόλο να αποδυναμώνει, να χαλαρώνει, από την άποψη του επιστημολογικού καθεστώτος, την πρακτική φιλοσοφία, και έτσι να της αφαιρεί τον χαρακτήρα της πραγματικής γνώσης, για να την αναγάγει σε μια μορφή κατανόησης, ερμηνείας, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και διόρασης (intuizione), της οποίας το πρότυπο παραμένει πάντα η αισθητική διαίσθηση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ερμηνευτική γεννήθηκε ακριβώς στο πεδίο της ερμηνείας του έργου τέχνης, η οποία απαιτεί ικανότητα διείσδυσης, και επομένως μια διαισθητική ικανότητα που δεν μπορεί να αναχθεί στα πρότυπα της καθαρά επιχειρηματολογικής γνώσης.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι αξίζει να επιστρέψουμε και να εξετάσουμε εκ νέου τα κείμενα στα οποία ο Αριστοτέλης παρουσιάζει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το επιστημολογικό καθεστώς της πρακτικής φιλοσοφίας, για να διαπιστώσουμε σε ποιο βαθμό αυτή η ερμηνεία του Γκάνταμερ, του Bubner και άλλων σύγχρονων μελετητών είναι ορθή ή θεμιτή. Και δηλώνω εξαρχής ότι ως προς αυτό τρέφω ορισμένες αμφιβολίες, δηλαδή έχω την εντύπωση ότι στα κείμενα του Αριστοτέλη μπορεί κανείς να διακρίνει σαφώς μια διάκριση ανάμεσα στην πρακτική φιλοσοφία και τη φρόνηση, διάκριση που επιτρέπει στην πρακτική φιλοσοφία να διαθέτει ένα μεθοδολογικό καθεστώς διαφορετικό και ισχυρότερο από εκείνο της φρόνησης. Ένα καθεστώς ισχυρότερο, που ωστόσο δεν είναι ασφαλώς εκείνο των μαθηματικών, δηλαδή της αποδεικτικής, της καθαρής και απλής απόδειξης — και σ’ αυτό, αναμφίβολα, ο Γκάνταμερ είχε δίκιο —, αλλά ένα καθεστώς που, κατά τη γνώμη μου, μοιάζει πολύ, ίσως μάλιστα ταυτίζεται, με εκείνο που είδαμε ότι ανήκει στη φυσική και στη μεταφυσική, δηλαδή με μια μεθοδολογία διαπορητική και, ακόμη περισσότερο, διαλεκτική.
Επομένως, αν από τη μια πλευρά είναι απολύτως δικαιολογημένο να μιλάμε για αυτονομία και ιδιαιτερότητα της πρακτικής φιλοσοφίας, ακόμη και από μεθοδολογική άποψη, σε σχέση με εκείνη που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε θεωρητική φιλοσοφία, δηλαδή καθαρά γνωσιολογική, από την άλλη πλευρά αυτή η διατύπωση πρέπει να περιοριστεί μόνο σε εκείνη τη μορφή θεωρητικής φιλοσοφίας με την ισχυρή έννοια του όρου, που για τον Αριστοτέλη ήταν η αποδεικτική (apodittiké) ή τα μαθηματικά· ενώ όσον αφορά τη φυσική ή τη μεταφυσική, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οι διαφορές είναι τόσο μεγάλες· ή μάλλον, υπάρχουν διαφορές που απορρέουν —όπως είναι διαισθητικά κατανοητό— από τον πρακτικό σκοπό που χαρακτηρίζει την πρακτική φιλοσοφία και ο οποίος δεν είναι απλώς η γνώση της αλήθειας, αλλά και η καθοδήγηση της πράξης, και γι’ αυτό διακρίνεται από τον καθαρά θεωρητικό, καθαρά γνωσιολογικό σκοπό που χαρακτηρίζει τη φυσική και τη μεταφυσική.
Αφού ειπωθούν αυτά, είναι απαραίτητο, όπως πάντα, να προστρέξουμε στα κείμενα, με φροντίδα να προσδιορίσουμε με σαφήνεια ποια είναι τα κείμενα που ενδιαφέρουν τη συζήτηση αυτή, δηλαδή εκείνα που αφορούν το καθεστώς της πρακτικής φιλοσοφίας. Γιατί το λέω αυτό; Διότι το κείμενο στο οποίο ο νους στρέφεται αυθόρμητα σε αυτή την περίπτωση είναι συνήθως το Έκτο Βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων», εκείνο το Έκτο Βιβλίο που είναι ήδη θαυμάσιο από μόνο του, αλλά που έχει γίνει πλέον περίφημο ακριβώς χάρη στον Γκάνταμερ, ο οποίος, όπως πιστεύω, έχει δώσει αμέτρητα σεμινάρια —και μάλιστα και εδώ, επανειλημμένως— ακριβώς πάνω στο Έκτο Βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων».
Πρέπει όμως να προσέξουμε: αυτό για το οποίο γίνεται λόγος στο Έκτο Βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» είναι οι διανοητικές αρετές γενικά, και ανάμεσά τους κυρίως η φρόνηση (phronesis). Επομένως, από το Έκτο Βιβλίο μπορούν να εξαχθούν χρήσιμες, ακόμη και θεμελιώδεις ενδείξεις, αλλά σχετικά με τη φρόνηση, όχι με την πρακτική φιλοσοφία. Στο Έκτο Βιβλίο ο Αριστοτέλης δεν μιλά για την πρακτική φιλοσοφία.
Ενδείξεις για την πρακτική φιλοσοφία βρίσκονται μόνο στα χωρία όπου ο Αριστοτέλης κάνει ρητή χρήση εκφράσεων όπως πρακτική φιλοσοφία, πρακτική επιστήμη, πολιτική επιστήμη, ή ακόμη ισοδύναμων εκφράσεων όπως μέθοδος (που σημαίνει «επιστημονική πραγματεία»), pragmateia (που έχει την ίδια αξία με το μέθοδος), logoi (οι λόγοι, δηλαδή οι συλλογισμοί που ο ίδιος αναπτύσσει)· καθώς και σε όλα τα χωρία στα οποία, θα λέγαμε, ο ίδιος σχολιάζει τον δικό του λόγο, τη δική του πορεία σκέψης εκείνη τη στιγμή. Και ο λόγος που αναπτύσσει εκείνος είναι αυτός που αποτελείται από τα έργα του, δηλαδή τα «Ηθικά Νικομάχεια», τα «Ηθικά Ευδήμεια» και την «Πολιτική» — έργα πρακτικής φιλοσοφίας και όχι εκφράσεις της φρόνησης ή της σοφίας.
Άλλο πράγμα είναι να είναι κανείς φρόνιμος, να είναι phronimos στην πρακτική ζωή και να συμπεριφέρεται με φρόνηση· και άλλο πράγμα είναι να συγγράφει πραγματείες πάνω στη φρόνηση και στην πρακτική φιλοσοφία. Η πρώτη στάση είναι έκφραση της phronesis, η δεύτερη όμως της πρακτικής φιλοσοφίας.
Το πρώτο και πιο γνωστό κείμενο, φυσικά, στο οποίο στρέφεται η σκέψη σε αυτή την περίπτωση είναι η αρχή των «Ηθικών Νικομαχείων», όπου ο Αριστοτέλης, αφού πει ότι κάθε ανθρώπινη πράξη και επομένως κάθε τέχνη, κάθε επιστήμη έχει έναν σκοπό, ότι πάντα στοχεύει σε κάποιο τέλος, προσθέτει ότι η επιστήμη που μελετά το ύψιστο από αυτά τα τέλη είναι η πολιτική επιστήμη — πολιτική όχι με την έννοια ότι διακρίνεται από την ηθική, αλλά με την έννοια ότι περιλαμβάνει και την ηθική· διότι, λέει ο Αριστοτέλης, το αγαθό του συνόλου, δηλαδή το αγαθό της πόλης (πόλις), περιλαμβάνει μέσα του, ως μέρος του, το αγαθό του ατόμου, και επομένως η πολιτική περιλαμβάνει μέσα της την ηθική.
Σε ένα ορισμένο σημείο, λοιπόν, περνά να εξηγήσει τη μέθοδο αυτής της επιστήμης που ονομάζεται πολιτική.
Και αυτό συμβαίνει στο Πρώτο Βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων», στο κείμενο αριθμός 10 που έχω αναφέρει στα φωτοαντίγραφα, δηλαδή στη σελίδα 1094b10 και εξής. Εκεί, ο Αριστοτέλης λέει: «Η μέθοδος —και εδώ η λέξη “μέθοδος” σημαίνει η πραγματεία που εκπονούμε— ακολουθεί αυτές τις αρχές, αυτές τις υποδείξεις, καθώς πρόκειται για μια πολιτική πραγματεία (πολιτικῆ τίς οὖσα)». Και συνεχίζει: «Θα ήταν αρκετό αν ξεκαθάριζε κανείς σύμφωνα με το αντικείμενο». Δηλαδή, το σημαντικό, όταν θέλουμε να εξηγήσουμε τη μέθοδο μιας ορισμένης πραγματείας, είναι να το κάνουμε λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αντικειμένου.
Με άλλα λόγια, είναι η ύλη, νοούμενη εδώ ως το αντικείμενο της έρευνας, που υπαγορεύει τη μέθοδο.Η μέθοδος πρέπει να προσαρμόζεται στο αντικείμενο· είναι η ύλη, δηλαδή το περιεχόμενο, που επιβάλλει τους κανόνες που πρέπει να ακολουθηθούν.
Να, λοιπόν, η πρώτη ένδειξη.
Η ακρίβεια (akribeia), πράγματι, η αυστηρότητα, δεν πρέπει να αναζητείται με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους λόγους. Υπάρχουν, επομένως, διάφοροι βαθμοί ή τύποι αυστηρότητας, ανάλογα με τον λόγο που εκφέρεται και με το αντικείμενο στο οποίο αυτός αναφέρεται.
Θα θυμάστε ότι αυτή η αναφορά στην akribeia, στην ακρίβεια, εμφανίζεται ήδη στο τέλος του μικρού Άλφα της Μεταφυσικής, εκεί όπου γίνεται λόγος για τη μέθοδο της φυσικής.
Σε εκείνη την περίπτωση, ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η φυσική δεν μπορεί να έχει τον ίδιο βαθμό αυστηρότητας με τα μαθηματικά.Εδώ ετοιμάζεται να πει το ίδιο πράγμα σχετικά με την πρακτική φιλοσοφία. Να, λοιπόν, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε δομική αναλογία ανάμεσα στην πρακτική φιλοσοφία και τη φυσική.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να αναζητούμε την ίδια ακρίβεια σε όλους τους λόγους, ούτε και στα προϊόντα της ανθρώπινης τέχνης (demiourgêmata).
Και γιατί; Το εξηγεί αμέσως: Τὰ δὲ καλὰ καὶ τὰ δίκαια, περὶ ἧς ἡ πολιτικὴ σκοπεῖται, τοσαύτην ἔχει διαφορὰν καὶ πλάνην, ὥστε δοκεῖν νόμῳ μόνον εἶναι, φύσει δὲ μη. Δηλαδή: «Τα καλά και τα δίκαια, γύρω από τα οποία ερευνά η πολιτική, παρουσιάζουν τόσες διαφορές και τόσες μεταβολές, ώστε φαίνονται να υπάρχουν μόνο κατά νόμον και όχι κατά φύσιν».
Τα kalá, δηλαδή τα «ωραία» ή «ευγενή» έργα, και τα dikaia, δηλαδή τα «δίκαια» ή «δίκαιες πράξεις», γύρω από τα οποία περιστρέφεται η πολιτική, παρουσιάζουν, λέει, τόσο μεγάλη ποικιλία (diaphoran) και αστάθεια (planen), ώστε φαίνονται να υπάρχουν μόνο σύμφωνα με τον νόμο, και όχι από τη φύση.
Η λέξη planê σημαίνει κυριολεκτικά περιπλάνηση, απόκλιση, μεταβολή — από εκεί προέρχεται και η λέξη πλανήται, οι «πλανήτες», τα «περιπλανώμενα άστρα», των οποίων η κίνηση είναι ακανόνιστη. Θα μπορούσαμε, επομένως, να αποδώσουμε το planê και ως ανομοιομορφία ή μεταβλητότητα. Έτσι, οι δίκαιες και ευγενείς πράξεις παρουσιάζουν τόσες διαφορές και τόσες μεταβολές, ώστε να φαίνονται ότι υπάρχουν μόνο κατά σύμβαση (νόμω) και όχι από τη φύση (φύσει). Δηλαδή, φαίνονται σχεδόν συμβατικές, αποτέλεσμα συμφωνίας, ενώ το «κατά φύσιν» σημαίνει από μόνο τους, αντικειμενικά.
Και όμως, λέει ο Αριστοτέλης, οι αξίες όπως το καλό και το δίκαιο παρουσιάζουν τόσο μεγάλη ποικιλία και μεταβλητότητα, ώστε δίνουν την εντύπωση πως υπάρχουν περισσότερο κατά νόμον παρά κατά φύσιν.
Προσοχή, δεν σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι είναι πράγματι κατά νόμον·
κατά τον Αριστοτέλη είναι κατά φύσιν, αλλά παρουσιάζουν τόσες διαφορές και τόσες μεταβολές, ώστε μπορεί κανείς να αμφιβάλλει αν είναι πράγματι κατά φύσιν.
Και προσθέτει: Τοιαύτην δέ τινα πλάνην ἔχει καὶ τὰ ἀγαθά, δηλαδή,
μια τέτοια μεταβλητότητα και ποικιλία παρουσιάζουν επίσης και τα αγαθά, τα agatha,
διότι σε πολλούς προκαλούν βλάβες (dia to pollois symbainein blabas ap’autôn),
εξαιτίας του γεγονότος ότι σε πολλούς προκύπτουν ζημιές εξαιτίας τους.
Δηλαδή, υπάρχουν αγαθά από τα οποία μπορεί να προκύψει και βλάβη, για πολύ κόσμο. Αυτό αποδεικνύει πόσο ταλαντευόμενη είναι η ίδια η έννοια του αγαθούΚαὶ γὰρ τινὲς ἀπώλοντο διὰ πλοῦτον, ἕτεροι δὲ δι’ ἀνδρείαν. Πράγματι, ορισμένοι χάθηκαν, αφανίστηκαν εξαιτίας του πλούτου, άλλοι εξαιτίας της ανδρείας.
Τώρα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πλούτος και η ανδρεία καθαυτά είναι αγαθά (agatha). Ωστόσο, είναι αγαθά που μπορούν επίσης να οδηγήσουν πολλούς στην απώλεια. Αυτό δείχνει τη συνθετότητα που είναι σύμφυτη στα αγαθά.
Ἀγαπητὸν οὖν περὶ τοιούτων, καὶ ἐκ τοιούτων λέγοντας, παχύλως καὶ τύπῳ τ’ ἀληθὲς ἐνδείκνυσθαι. Είναι λοιπόν επιθυμητό, agapetón, γύρω από τέτοια πράγματα —δηλαδή γύρω από τα δίκαια, τα καλά/ωραία και τα αγαθά— και μιλώντας ξεκινώντας από αυτά, να δεικνύεται η αλήθεια, τ’ ἀληθὲς ἐνδείκνυσθαι, χοντρικά (pachýlōs) και κατά το περίγραμμα (týpō).
Άρα, υπάρχει επίδειξη/απόδειξη (λέγεται t’alēthès endeiknysthai): πρέπει να δείχνουμε το αληθές σχετικά με τέτοια πράγματα· δηλαδή υπάρχει μια αλήθεια που αφορά τα καλά/ωραία, τα δίκαια, τα αγαθά. Υπάρχει λοιπόν πρακτική αλήθεια — κάτι που μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας, μέχρι πρόσφατα, για παράδειγμα το σύνολο σχεδόν της αναλυτικής φιλοσοφίας, αρνείται: αρνείται ότι μπορεί να γίνει λόγος για αλήθεια σε σχέση με τις αξίες. Ένας μεγάλος Ιταλός αναλυτικός φιλόσοφος, ο Uberto Scarpelli, έγραψε πριν από λίγα χρόνια ένα βιβλίο με τίτλο Ηθική χωρίς αλήθεια, θεωρώντας ότι στον χώρο της ηθικής μπορεί κανείς να μιλά μόνο για καλό και κακό, για δίκαιο και άδικο, για έντιμο και ανέντιμο, αλλά δεν έχει νόημα να μιλά για αληθές και ψευδές. Μια ηθική πρόταση —π.χ. «οφείλεις να πεθάνεις για την πατρίδα» ή «οφείλεις να αγαπάς τον πλησίον»— δεν έχει, κατά τη γνώμη αυτή, νόημα να χαρακτηριστεί αληθής ή ψευδής.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι δίκαιη ή μη δίκαιη, καλή ή κακή. Ε, λοιπόν, ο Αριστοτέλης δεν το έβλεπε έτσι. Για τον Αριστοτέλη, η πρακτική φιλοσοφία πρέπει να δείχνει το αληθές ακόμη και σχετικά με το τι είναι αγαθό, τι είναι δίκαιο και τι είναι καλό/ωραίο.
Αλλά πώς πρέπει να το δείχνει; Εδώ έρχεται ο λόγος περί του διαφορετικού βαθμού αυστηρότητας που απαιτεί η ύλη/ύποθεση. Παχύλως και τύπω. Το παχύλως σημαίνει «χονδρικά, προσεγγιστικά».
Και το τύπω είναι το περίγραμμα, το σχήμα, η «σιλουέτα». Άρα týpō σημαίνει «σε γενικές γραμμές», χωρίς επιμέλεια λεπτομερειών, σκιαγραφώντας το περίγραμμα. Αυτός είναι ο τρόπος να δεικνύεται η αλήθεια που αρμόζει στην πρακτική φιλοσοφία.
Επομένως, υπάρχει απόδειξη, υπάρχει αλήθεια, αλλά κατά προσέγγιση, συνοπτικά, γενικά, σε πλατιές γραμμές. Και γύρω από πράγματα που είναι ἐπὶ τὸ πολύ (epì to polý, «κατά κανόνα, ως επί το πλείστον» — όχι πάντα, ούτε απλώς μερικές φορές, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις), γύρω από αυτά τα πράγματα και μιλώντας ξεκινώντας από αυτά, είναι αναγκαίο να καταλήγουμε επίσης σε συμπεράσματα ἐπὶ τὸ πολύ. Τι θέλει να πει ο Αριστοτέλης; Το συλλογίζεσθαι/ συμπεραίνειν είναι ακριβώς το ρήμα που δηλώνει το να συνάγεις συμπέρασμα σε έναν συλλογισμό.
Τώρα, σε έναν συλλογισμό όπου οι προκείμενες ισχύουν ἐπὶ τὸ πολύ, και τα συμπεράσματα πρέπει να ισχύουν ἐπὶ τὸ πολύ. Όπου οι προκείμενες ισχύουν πάντα, τα συμπεράσματα ισχύουν πάντα. Όπου οι προκείμενες ισχύουν ως επί το πλείστον, και τα συμπεράσματα ισχύουν ως επί το πλείστον.
Εδώ μιλάμε για την πρακτική φιλοσοφία· άρα η πρακτική φιλοσοφία προβαίνει σε δείξεις/αποδείξεις που όμως είναι παχύλως καὶ τύπῳ και ὡς ἐπὶ τὸ πολύ. Την έκφραση pachýlōs kai týpō δεν την είχαμε συναντήσει πρωτύτερα ούτε στη φυσική ούτε στη μεταφυσική· όμως την έκφραση ὡς ἐπὶ τὸ πολύ την είχαμε συναντήσει ακριβώς στη φυσική. Αυτό είναι ένα ακόμη γνώρισμα που συγγενεύει το καθεστώς της ηθικής, δηλαδή της πρακτικής φιλοσοφίας, με εκείνο της φυσικής.
Εξάλλου, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι για τον Αριστοτέλη η υψηλότερη μορφή φυσικής είναι η ιατρική. Λέει —δεν ξέρω σε ποιο από τα Parva Naturalia— ότι το ακρότατο της φυσικής, εκεί όπου καταλήγουν οι άριστοι φυσικοί, είναι η ιατρική. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τον Αριστοτέλη η ιατρική αποτελεί το μεθοδολογικό πρότυπο της ηθικής. Κάθε φορά που θέλει να διαφωτίσει κάποιο ζήτημα ηθικής, παίρνει παραδείγματα από την ιατρική. Γιατί; Διότι η ηθική θεραπεύει την ψυχή, όπως η ιατρική θεραπεύει το σώμα. Υπάρχει τέλεια αναλογία ανάμεσα στην ηθική και την ιατρική. Είναι ακριβώς στο όνομα της ιατρικής που παράγεται αυτή η συνάντηση, αυτή η μεθοδολογική σύγκλιση ανάμεσα στη φυσική και την ηθική. Και είναι πράγματι η ιατρική εκείνη που, κατά τη γνώμη μου, ακόμη και σήμερα, ανάμεσα σε όλες τις επιστήμες, προσφέρει την καλύτερη επίδειξη του πώς είναι δυνατό να περάσουμε από απλές περιγραφές σε προδιαγραφές/προσταγές — κάτι που η αναλυτική φιλοσοφία απαγόρευε στο όνομα της μεγάλης διάκρισης μεταξύ γνώσης και δράσης.
Η ιατρική συνίσταται σε διαγνώσεις —και οι διαγνώσεις είναι περιγραφές, πράξεις γνώσης— και επίσης σε θεραπείες —και οι θεραπείες είναι προσταγές/προδιαγραφές. Στην ιατρική είναι δυνατόν να περάσουμε άνετα —μάλιστα, είναι το αυτονόητο— από τη διάγνωση στη θεραπεία. Γιατί; Διότι στη βάση προϋποτίθεται ένας σκοπός, δηλαδή η υγεία: να διαφυλάξουμε την υγεία ή να την ανακτήσουμε όταν έχει διασαλευτεί. Αυτό το προϋποτιθέμενο είναι εκείνο που, στην αριστοτελική ηθική, επιτρέπει το πέρασμα από τη γνώση στη δράση και, επομένως, επιτρέπει να μιλάμε για πρακτική αλήθεια, για αλήθεια της ηθικής. Η πρακτική αλήθεια είναι η αληθής γνώση του τέλους προς το οποίο πρέπει να τείνουμε, γνώση από την οποία συνάγεται η προδιαγραφή ποια πράγματα πρέπει να γίνουν και ποια πρέπει να αποφευχθούν, ώστε να επιτευχθεί εκείνος ο σκοπός. — Αλλά αυτός είναι ένας λόγος που πηγαίνει λίγο πέρα από τα κείμενα του Αριστοτέλη, στα οποία όμως θέλω να επιστρέψω.
Κατά τον ίδιο τρόπο, λέει ο Αριστοτέλης, είναι αναγκαίο να εκτεθεί/δειχθεί καθεμία από τις πραγματείες που προαναφέραμε — δηλαδή τα αγαθά, τα καλά/ωραία κ.λπ. Είναι ίδιον εκείνου που είναι πεπαιδευμένος (paideuménou), δηλαδή έχει παιδεία —όχι εκείνου που είναι, όπως λέγαμε χθες το βράδυ, αδαής ή μεθοδολογικά ανεπαρκής—: ο πεπαιδευμένος γνωρίζει μέχρι ποίου σημείου, σε ποιο μέτρο πρέπει να ζητείται η ακρίβεια σε κάθε γένος, δηλαδή όσο το επιτρέπει η φύση του πράγματος. Πάντοτε το αντικείμενο, η ύλη, είναι εκείνο που υπαγορεύει τη μέθοδο και, άρα, τον βαθμό αυστηρότητας.
Διότι θα ήταν —ή φαίνεται— το ίδιο, και εξίσου παράλογο, να απαιτούμε (apaitéin) από τον μαθηματικό να εκθέτει με πειστικό τρόπο (pithanológhontos) και από τον ρήτορα να παρέχει αποδείξεις: δηλαδή, είναι το ίδιο —και στις δύο περιπτώσεις παράλογο— να ζητάμε από τον μαθηματικό να κάνει πειστικούς λόγους και από τον ρήτορα να κάνει μαθηματικές αποδείξεις.
Γιατί; Επειδή ο μαθηματικός οφείλει να αποδεικνύει και όχι να φροντίζει να πείσει κανέναν, μόνο να αποδείξει με τον μέγιστο δυνατó βαθμό αυστηρότητας· ενώ ο ρήτορας οφείλει να πειθεί και όχι να επιχειρεί να αποδεικνύει με μαθηματική αυστηρότητα. Όποιος αντιστρέφει αυτούς τους ρόλους δεν έχει παιδεία, δεν είναι πεπαιδευμένος (ou peripaideuménos).
Συνεχίζεται
Η λέξη planê σημαίνει κυριολεκτικά περιπλάνηση, απόκλιση, μεταβολή — από εκεί προέρχεται και η λέξη πλανήται, οι «πλανήτες», τα «περιπλανώμενα άστρα», των οποίων η κίνηση είναι ακανόνιστη. Θα μπορούσαμε, επομένως, να αποδώσουμε το planê και ως ανομοιομορφία ή μεταβλητότητα. Έτσι, οι δίκαιες και ευγενείς πράξεις παρουσιάζουν τόσες διαφορές και τόσες μεταβολές, ώστε να φαίνονται ότι υπάρχουν μόνο κατά σύμβαση (νόμω) και όχι από τη φύση (φύσει). Δηλαδή, φαίνονται σχεδόν συμβατικές, αποτέλεσμα συμφωνίας, ενώ το «κατά φύσιν» σημαίνει από μόνο τους, αντικειμενικά.
Και όμως, λέει ο Αριστοτέλης, οι αξίες όπως το καλό και το δίκαιο παρουσιάζουν τόσο μεγάλη ποικιλία και μεταβλητότητα, ώστε δίνουν την εντύπωση πως υπάρχουν περισσότερο κατά νόμον παρά κατά φύσιν.
Προσοχή, δεν σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι είναι πράγματι κατά νόμον·
κατά τον Αριστοτέλη είναι κατά φύσιν, αλλά παρουσιάζουν τόσες διαφορές και τόσες μεταβολές, ώστε μπορεί κανείς να αμφιβάλλει αν είναι πράγματι κατά φύσιν.
Και προσθέτει: Τοιαύτην δέ τινα πλάνην ἔχει καὶ τὰ ἀγαθά, δηλαδή,
μια τέτοια μεταβλητότητα και ποικιλία παρουσιάζουν επίσης και τα αγαθά, τα agatha,
διότι σε πολλούς προκαλούν βλάβες (dia to pollois symbainein blabas ap’autôn),
εξαιτίας του γεγονότος ότι σε πολλούς προκύπτουν ζημιές εξαιτίας τους.
Δηλαδή, υπάρχουν αγαθά από τα οποία μπορεί να προκύψει και βλάβη, για πολύ κόσμο. Αυτό αποδεικνύει πόσο ταλαντευόμενη είναι η ίδια η έννοια του αγαθούΚαὶ γὰρ τινὲς ἀπώλοντο διὰ πλοῦτον, ἕτεροι δὲ δι’ ἀνδρείαν. Πράγματι, ορισμένοι χάθηκαν, αφανίστηκαν εξαιτίας του πλούτου, άλλοι εξαιτίας της ανδρείας.
Τώρα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πλούτος και η ανδρεία καθαυτά είναι αγαθά (agatha). Ωστόσο, είναι αγαθά που μπορούν επίσης να οδηγήσουν πολλούς στην απώλεια. Αυτό δείχνει τη συνθετότητα που είναι σύμφυτη στα αγαθά.
Ἀγαπητὸν οὖν περὶ τοιούτων, καὶ ἐκ τοιούτων λέγοντας, παχύλως καὶ τύπῳ τ’ ἀληθὲς ἐνδείκνυσθαι. Είναι λοιπόν επιθυμητό, agapetón, γύρω από τέτοια πράγματα —δηλαδή γύρω από τα δίκαια, τα καλά/ωραία και τα αγαθά— και μιλώντας ξεκινώντας από αυτά, να δεικνύεται η αλήθεια, τ’ ἀληθὲς ἐνδείκνυσθαι, χοντρικά (pachýlōs) και κατά το περίγραμμα (týpō).
Άρα, υπάρχει επίδειξη/απόδειξη (λέγεται t’alēthès endeiknysthai): πρέπει να δείχνουμε το αληθές σχετικά με τέτοια πράγματα· δηλαδή υπάρχει μια αλήθεια που αφορά τα καλά/ωραία, τα δίκαια, τα αγαθά. Υπάρχει λοιπόν πρακτική αλήθεια — κάτι που μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας, μέχρι πρόσφατα, για παράδειγμα το σύνολο σχεδόν της αναλυτικής φιλοσοφίας, αρνείται: αρνείται ότι μπορεί να γίνει λόγος για αλήθεια σε σχέση με τις αξίες. Ένας μεγάλος Ιταλός αναλυτικός φιλόσοφος, ο Uberto Scarpelli, έγραψε πριν από λίγα χρόνια ένα βιβλίο με τίτλο Ηθική χωρίς αλήθεια, θεωρώντας ότι στον χώρο της ηθικής μπορεί κανείς να μιλά μόνο για καλό και κακό, για δίκαιο και άδικο, για έντιμο και ανέντιμο, αλλά δεν έχει νόημα να μιλά για αληθές και ψευδές. Μια ηθική πρόταση —π.χ. «οφείλεις να πεθάνεις για την πατρίδα» ή «οφείλεις να αγαπάς τον πλησίον»— δεν έχει, κατά τη γνώμη αυτή, νόημα να χαρακτηριστεί αληθής ή ψευδής.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι δίκαιη ή μη δίκαιη, καλή ή κακή. Ε, λοιπόν, ο Αριστοτέλης δεν το έβλεπε έτσι. Για τον Αριστοτέλη, η πρακτική φιλοσοφία πρέπει να δείχνει το αληθές ακόμη και σχετικά με το τι είναι αγαθό, τι είναι δίκαιο και τι είναι καλό/ωραίο.
Αλλά πώς πρέπει να το δείχνει; Εδώ έρχεται ο λόγος περί του διαφορετικού βαθμού αυστηρότητας που απαιτεί η ύλη/ύποθεση. Παχύλως και τύπω. Το παχύλως σημαίνει «χονδρικά, προσεγγιστικά».
Και το τύπω είναι το περίγραμμα, το σχήμα, η «σιλουέτα». Άρα týpō σημαίνει «σε γενικές γραμμές», χωρίς επιμέλεια λεπτομερειών, σκιαγραφώντας το περίγραμμα. Αυτός είναι ο τρόπος να δεικνύεται η αλήθεια που αρμόζει στην πρακτική φιλοσοφία.
Επομένως, υπάρχει απόδειξη, υπάρχει αλήθεια, αλλά κατά προσέγγιση, συνοπτικά, γενικά, σε πλατιές γραμμές. Και γύρω από πράγματα που είναι ἐπὶ τὸ πολύ (epì to polý, «κατά κανόνα, ως επί το πλείστον» — όχι πάντα, ούτε απλώς μερικές φορές, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις), γύρω από αυτά τα πράγματα και μιλώντας ξεκινώντας από αυτά, είναι αναγκαίο να καταλήγουμε επίσης σε συμπεράσματα ἐπὶ τὸ πολύ. Τι θέλει να πει ο Αριστοτέλης; Το συλλογίζεσθαι/ συμπεραίνειν είναι ακριβώς το ρήμα που δηλώνει το να συνάγεις συμπέρασμα σε έναν συλλογισμό.
Τώρα, σε έναν συλλογισμό όπου οι προκείμενες ισχύουν ἐπὶ τὸ πολύ, και τα συμπεράσματα πρέπει να ισχύουν ἐπὶ τὸ πολύ. Όπου οι προκείμενες ισχύουν πάντα, τα συμπεράσματα ισχύουν πάντα. Όπου οι προκείμενες ισχύουν ως επί το πλείστον, και τα συμπεράσματα ισχύουν ως επί το πλείστον.
Εδώ μιλάμε για την πρακτική φιλοσοφία· άρα η πρακτική φιλοσοφία προβαίνει σε δείξεις/αποδείξεις που όμως είναι παχύλως καὶ τύπῳ και ὡς ἐπὶ τὸ πολύ. Την έκφραση pachýlōs kai týpō δεν την είχαμε συναντήσει πρωτύτερα ούτε στη φυσική ούτε στη μεταφυσική· όμως την έκφραση ὡς ἐπὶ τὸ πολύ την είχαμε συναντήσει ακριβώς στη φυσική. Αυτό είναι ένα ακόμη γνώρισμα που συγγενεύει το καθεστώς της ηθικής, δηλαδή της πρακτικής φιλοσοφίας, με εκείνο της φυσικής.
Εξάλλου, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι για τον Αριστοτέλη η υψηλότερη μορφή φυσικής είναι η ιατρική. Λέει —δεν ξέρω σε ποιο από τα Parva Naturalia— ότι το ακρότατο της φυσικής, εκεί όπου καταλήγουν οι άριστοι φυσικοί, είναι η ιατρική. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τον Αριστοτέλη η ιατρική αποτελεί το μεθοδολογικό πρότυπο της ηθικής. Κάθε φορά που θέλει να διαφωτίσει κάποιο ζήτημα ηθικής, παίρνει παραδείγματα από την ιατρική. Γιατί; Διότι η ηθική θεραπεύει την ψυχή, όπως η ιατρική θεραπεύει το σώμα. Υπάρχει τέλεια αναλογία ανάμεσα στην ηθική και την ιατρική. Είναι ακριβώς στο όνομα της ιατρικής που παράγεται αυτή η συνάντηση, αυτή η μεθοδολογική σύγκλιση ανάμεσα στη φυσική και την ηθική. Και είναι πράγματι η ιατρική εκείνη που, κατά τη γνώμη μου, ακόμη και σήμερα, ανάμεσα σε όλες τις επιστήμες, προσφέρει την καλύτερη επίδειξη του πώς είναι δυνατό να περάσουμε από απλές περιγραφές σε προδιαγραφές/προσταγές — κάτι που η αναλυτική φιλοσοφία απαγόρευε στο όνομα της μεγάλης διάκρισης μεταξύ γνώσης και δράσης.
Η ιατρική συνίσταται σε διαγνώσεις —και οι διαγνώσεις είναι περιγραφές, πράξεις γνώσης— και επίσης σε θεραπείες —και οι θεραπείες είναι προσταγές/προδιαγραφές. Στην ιατρική είναι δυνατόν να περάσουμε άνετα —μάλιστα, είναι το αυτονόητο— από τη διάγνωση στη θεραπεία. Γιατί; Διότι στη βάση προϋποτίθεται ένας σκοπός, δηλαδή η υγεία: να διαφυλάξουμε την υγεία ή να την ανακτήσουμε όταν έχει διασαλευτεί. Αυτό το προϋποτιθέμενο είναι εκείνο που, στην αριστοτελική ηθική, επιτρέπει το πέρασμα από τη γνώση στη δράση και, επομένως, επιτρέπει να μιλάμε για πρακτική αλήθεια, για αλήθεια της ηθικής. Η πρακτική αλήθεια είναι η αληθής γνώση του τέλους προς το οποίο πρέπει να τείνουμε, γνώση από την οποία συνάγεται η προδιαγραφή ποια πράγματα πρέπει να γίνουν και ποια πρέπει να αποφευχθούν, ώστε να επιτευχθεί εκείνος ο σκοπός. — Αλλά αυτός είναι ένας λόγος που πηγαίνει λίγο πέρα από τα κείμενα του Αριστοτέλη, στα οποία όμως θέλω να επιστρέψω.
Κατά τον ίδιο τρόπο, λέει ο Αριστοτέλης, είναι αναγκαίο να εκτεθεί/δειχθεί καθεμία από τις πραγματείες που προαναφέραμε — δηλαδή τα αγαθά, τα καλά/ωραία κ.λπ. Είναι ίδιον εκείνου που είναι πεπαιδευμένος (paideuménou), δηλαδή έχει παιδεία —όχι εκείνου που είναι, όπως λέγαμε χθες το βράδυ, αδαής ή μεθοδολογικά ανεπαρκής—: ο πεπαιδευμένος γνωρίζει μέχρι ποίου σημείου, σε ποιο μέτρο πρέπει να ζητείται η ακρίβεια σε κάθε γένος, δηλαδή όσο το επιτρέπει η φύση του πράγματος. Πάντοτε το αντικείμενο, η ύλη, είναι εκείνο που υπαγορεύει τη μέθοδο και, άρα, τον βαθμό αυστηρότητας.
Διότι θα ήταν —ή φαίνεται— το ίδιο, και εξίσου παράλογο, να απαιτούμε (apaitéin) από τον μαθηματικό να εκθέτει με πειστικό τρόπο (pithanológhontos) και από τον ρήτορα να παρέχει αποδείξεις: δηλαδή, είναι το ίδιο —και στις δύο περιπτώσεις παράλογο— να ζητάμε από τον μαθηματικό να κάνει πειστικούς λόγους και από τον ρήτορα να κάνει μαθηματικές αποδείξεις.
Γιατί; Επειδή ο μαθηματικός οφείλει να αποδεικνύει και όχι να φροντίζει να πείσει κανέναν, μόνο να αποδείξει με τον μέγιστο δυνατó βαθμό αυστηρότητας· ενώ ο ρήτορας οφείλει να πειθεί και όχι να επιχειρεί να αποδεικνύει με μαθηματική αυστηρότητα. Όποιος αντιστρέφει αυτούς τους ρόλους δεν έχει παιδεία, δεν είναι πεπαιδευμένος (ou peripaideuménos).
Συνεχίζεται
ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΕ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου