Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Οι μορφές της λογικότητας στον Αριστοτέλη 3β

  Συνέχεια από: Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025


Οι μορφές της λογικότητας στον Αριστοτέλη 3β
Enrico Berti

https://www.youtube.com/watch?v=XonmUJr0T8E


Ἡ γὰρ σοφιστικὴ φαινομένη μόνον σοφία ἐστίν, καὶ οἱ διαλεκτικοὶ διαλέγονται περὶ ἁπάντων.

Διότι η σοφιστική είναι μια σοφία μόνο φαινόμενη, φαινομενική, και γι’ αυτό είναι φυσικό ο σοφιστής να ενδύεται τα ενδύματα του φιλοσόφου, επειδή πρέπει να φαίνεται φιλόσοφος, πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι κατέχει κι αυτός μια σοφία — αλλά μόνο φαινομενική (φαινομένη μόνον σοφία).

Και οι διαλεκτικοί, τι κάνουν;Διαλέγονται, φυσικά· αφού είναι διαλεκτικοί, δεν μπορούν παρά να διαλέγονται, να συζητούν περὶ πάντων, για όλα — για το «ὂν ᾗ ὄν», για το «όν καθόσον είναι».
Επομένως, το γεγονός ότι οι σοφιστές και οι διαλεκτικοί, που θέλουν να φαίνονται φιλόσοφοι, συζητούν για τα πάντα, δείχνει ότι και στον φιλόσοφο ταιριάζει να συζητά για όλα. Όμως ο φιλόσοφος αναζητά το αληθές, ενώ ο σοφιστής όχι· και —όπως θα δούμε αμέσως— ούτε ο διαλεκτικός.

Κοινό αντικείμενο σε όλους είναι το ὄν, δηλαδή το «Είναι» — γι’ αυτό μπορεί να ειπωθεί ότι η φιλοσοφία, η σοφιστική και η διαλεκτική έχουν κοινό αντικείμενο, δηλαδή το ον, το οποίο σημαίνει «όλα τα πράγματα».
Οι διαλεκτικοί και οι σοφιστές λοιπόν συζητούν για αυτά τα πράγματα· είναι φανερό ότι συζητούν γι’ αυτά, γιατί αυτά ανήκουν στη φιλοσοφία, είναι ίδια και οικεία σ’ αυτήν.

Εν ολίγοις, οι διαλεκτικοί και οι σοφιστές, ασχολούμενοι με αυτά τα ζητήματα, δείχνουν ότι αυτά είναι τα αντικείμενα με τα οποία πρέπει να ασχολείται ο φιλόσοφος.
Γιατί πράγματι η σοφιστική και η διαλεκτική στρέφονται (στρέφεται – στρέφεται) γύρω από το ίδιο γένος με τη φιλοσοφία· «στρέφονται» δηλαδή περί το ίδιο γένος (περὶ τὸ αὐτὸ γένος) της φιλοσοφίας.


Όμως διαφέρουν από τη φιλοσοφία:
Η διαλεκτική ως προς τον τρόπο της δυνάμεως, δηλαδή ως προς το είδος της ικανότητας που χρησιμοποιεί.
— Η σοφιστική, ως προς την επιλογή του βίου (τοῦ βίου τὴν προαίρεσιν), δηλαδή ως προς την ηθική στάση και τον τρόπο ζωής.


Με άλλα λόγια, η διαφορά μεταξύ φιλοσόφου και σοφιστή οφείλεται σε διαφορετική ηθική επιλογή: ο φιλόσοφος αναζητά την αλήθεια, την αυθεντική σοφία, ενώ ο σοφιστής επιδιώκει τη φαινομενική σοφία, προσποιείται· με άλλα λόγια, ο φιλόσοφος είναι έντιμος, ο σοφιστής απατεώνας. Να η διαφορά — η επιλογή διαφορετικού τρόπου ζωής, διαφορετικής ηθικής στάσης.

Αντίθετα, η διαφορά μεταξύ φιλοσόφου και διαλεκτικού έγκειται στον τρόπο της δυνάμεως: στην ικανότητα, στη λειτουργία που χρησιμοποιούν.
Και αυτό εξηγείται αμέσως μετά: Η διαλεκτική είναι πειραστική (πειραστική, από το πειρᾶσθαι), ενώ η φιλοσοφία είναι γνωριστική.

Η λέξη πειραστική προέρχεται από το ρήμα πειρᾶσθαι, «δοκιμάζω, εξετάζω», και το ουσιαστικό πεῖρα σημαίνει «δοκιμή, εξέταση» (από όπου προέρχεται και το λατινικό experimentum). Άρα, όταν λέμε ότι η διαλεκτική είναι πειραστική, εννοούμε ότι εξετάζει, ελέγχει, δοκιμάζει. Ο φίλος μου Ρεάλε, στη μετάφρασή του της Μεταφυσικής, αποδίδει το «πειραστική» ως «προχωρεί στα τυφλά»· αυτό όμως είναι εντελώς λανθασμένο.
Η διαλεκτική δεν «ψάχνει στα τυφλά», αλλά κριτικάρει, εξετάζει, υποβάλλει σε έλεγχο.


Στους Τοπικούς, ο Αριστοτέλης λέει ότι είναι ἐξεταστική — όρος συνώνυμος του πειραστική: σημαίνει ότι ερευνά, εξετάζει, υποβάλλει σε κρίση. Άρα, η διαλεκτική είναι πειραστική, ενώ η φιλοσοφία είναι γνωριστική, δηλαδή ικανή να γνωρίζει.

Να λοιπόν η διαφορά ως προς τη «δύναμη»: Η διαλεκτική έχει τη δύναμη να εξετάζει, να δοκιμάζει, ενώ η φιλοσοφία έχει τη δύναμη να γνωρίζει.

Όσον αφορά τη σοφιστική, η διαφορά είναι εκείνη που είπαμε: η σοφιστική είναι μόνον φαινομενική, όχι πραγματική σοφία — μια πλαστή σοφία. Άρα δεν υπάρχει ταύτιση ανάμεσα σε διαλεκτική και φιλοσοφία, διότι τη στιγμή που φθάνουμε στη γνώση, δεν βρισκόμαστε πια στο πεδίο της διαλεκτικής, αλλά της φιλοσοφίας. Η διαλεκτική οδηγεί στην ἀπορία, η φιλοσοφία στη γνώση.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τη διαλεκτική μέθοδο — τη διαπόρευση (διεξέρχεσθαι διά τῶν ἀποριῶν). Ξέρω καλά ότι αυτή η θέση δεν είναι καθόλου αυτονόητη για όλους τους ερμηνευτές του Αριστοτέλη· όμως έχω παραθέσει κείμενα που στηρίζουν ισχυρά αυτήν την ερμηνεία. Έδειξα ότι οι όροι που χρησιμοποιεί εδώ ο Αριστοτέλης στη Μεταφυσική είναι οι ίδιοι ακριβώς με εκείνους που είχε χρησιμοποιήσει όταν περιέγραφε την επιστημονική χρήση της διαλεκτικής, δηλαδή τη χρησιμοποίησή της εντός της φιλοσοφίας.

Διότι, στον χώρο της φιλοσοφίας, φθάνουμε στη γνώση του αληθούς και του ψευδούς·
οπότε μπορούμε να έχουμε αποδείξεις, δηλαδή ἀποδείξεις ἀποδεικτικές (ἀποδεικτικοί συλλογισμοί), όπως συμβαίνει στη μαθηματική μέθοδο.

Ωστόσο, όποιος διαβάζει ολόκληρη τη Μεταφυσική του Αριστοτέλη θα παρατηρήσει ότι ελάχιστες είναι οι αποδείξεις με την αυστηρή αποδεικτική έννοια·
αντίθετα, βρίσκει πληθώρα διαλεκτικών συζητήσεων, στο τέλος των οποίων ο Αριστοτέλης προτείνει λύσεις που είναι καρποί αυτών των διαλεκτικών συζητήσεων, όχι αποδεικτικά συμπεράσματα.

Ανάμεσα σε όλες αυτές τις αποδείξεις και συζητήσεις υπάρχει μία περίφημη, υπόδειγμα όλων των άλλων και ταυτόχρονα οριακή περίπτωση, δηλαδή η άμυνα του αρχής της μη-αντίφασης (ἀρχὴ τοῦ μὴ ἀντιφάσκειν), που βρίσκεται στο Βιβλίο Γ (Γάμμα) της Μεταφυσικής.

Εκεί ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον όρο ἀποδεῖξαι, δηλαδή «να αποδείξει», αλλά προσθέτει το επίρρημα ἐλεγκτικῶς· «ἀποδεῖξαι ἐλεγκτικῶς», δηλαδή να αποδείξει μέσω ἐλέγχου, μέσω διαλεκτικής ἐλέγξεως.
Επομένως, «ἀποδεῖξαι ἐλεγκτικῶς» σημαίνει ἀποδεῖξαι διαλεκτικῶς — «να αποδείξει με τρόπο διαλεκτικό». Έτσι, έχουμε εδώ την έννοια της διαλεκτικής απόδειξης.

Λίγο παρακάτω, στο τέταρτο κεφάλαιο του Γ βιβλίου, λέει:
«Εμείς τώρα υποθέτουμε —ή μάλλον έχουμε ήδη υποθέσει— ότι είναι αδύνατο να είναι και να μην είναι ταυτόχρονα». Ασχολούμαστε, δηλαδή, με την ἀρχὴ τῆς μὴ ἀντιφάσεως, διατυπωμένη πολύ συνοπτικά: «ἀδύνατον ἅμα εἶναι καὶ μὴ εἶναι».

Και έτσι, λέει ο Αριστοτέλης, «ἐδείξαμεν» — «δείξαμε» — ότι αυτή είναι η πιο σταθερή, η πιο βέβαιη αρχή απ’ όλες, η ἀρχὴ ἀναμφισβήτητος, «τὸ βεβαιότατον πάντων».

Μερικοί νομίζουν ότι μπορούν να αποδείξουν ακόμη και αυτήν την αρχή — «ἀποδεῖξαι καὶ ταύτην» — αλλά αυτό, λέει ο Αριστοτέλης, οφείλεται σε ἀπαιδευσία, δηλαδή σε έλλειψη παιδείας. Δηλαδή, εκείνοι που πιστεύουν πως μπορούν να αποδείξουν αυτήν την αρχή, το πιστεύουν επειδή είναι αμαθείς, επειδή δεν έχουν παιδεία, επειδή δεν γνωρίζουν τις αρχές της μεθόδου.
Αυτό είναι που ο Αριστοτέλης ονομάζει apaideusia (ἀπαιδευσία), δηλαδή έλλειψη παιδείας, έλλειψη μόρφωσης, έλλειψη διανοητικής καλλιέργειας· με μια λέξη, άγνοια. Και πράγματι — λέει ο Αριστοτέλης — είναι άγνοια, το να μη γνωρίζει κανείς για ποιου είδους πράγματα πρέπει να ζητά αποδείξεις και για ποια δεν πρέπει. Είναι, γενικότερα, αδύνατο να υπάρχει απόδειξη για όλα. Δεν μπορεί να υπάρξει απόδειξη για τα πάντα.


Πράγματι, όποιος ήθελε να αποδείξει τα πάντα, θα προχωρούσε επ’ άπειρον, θα προχωρούσε χωρίς τέλος· και επομένως, ούτε έτσι θα υπήρχε απόδειξη. Γιατί το να θέλει κανείς να αποδείξει τα πάντα σημαίνει να μην παραδέχεται καμία αρχή, κανένα σημείο αφετηρίας· και έτσι, θα οδηγούνταν σε άπειρη αναγωγή (εἰς ἄπειρον ἄγειν), σε μια ατέρμονη αναζήτηση του «πρώτου» απ’ το οποίο θα μπορούσε να ξεκινήσει. Αλλά το να προχωρεί κανείς στο άπειρο σημαίνει να μην φτάνει ποτέ, και επομένως να μη βρίσκει ποτέ το σημείο εκκίνησης, άρα να μην αποδεικνύει ποτέ τίποτα. Επομένως, είναι αδύνατο να υπάρχει απόδειξη για όλα.

Αν, αντίθετα, για ορισμένα πράγματα δεν πρέπει να ζητούμε απόδειξη, τότε — για ποιο άλλο, περισσότερο από αυτό το αρχικό θεμέλιο, θα μπορούσε να ισχύει αυτό;
Δηλαδή, αν δεν είναι δυνατό να αποδειχθούν όλα, και αν υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να αποδειχθούν,είναι φανερό ότι μεταξύ αυτών πρέπει να περιλαμβάνεται πρώτα απ’ όλα αυτή η αρχή, η ἀρχὴ τῆς μὴ ἀντιφάσεως.

Αυτό το αξίωμα, λοιπόν, είναι εκείνο που δεν μπορεί να αποδειχθεί. Αυτό θέλει να υποστηρίξει εδώ ο Αριστοτέλης: ότι το αρχικό αυτό θεμέλιο δεν μπορεί να αποδειχθεί.
Αλλά αμέσως μετά προσθέτει — προσέξτε αυτό το δέ, αυτό το «αλλά»· λέει: είναι δυνατόν, παρ’ όλα αυτά, να το αποδείξει κανείς, όχι με την αποδεικτική έννοια, αλλά με διαλεκτικό τρόπο, μέσω ἐλέγχου, δηλαδή μέσω διαψεύσεως.


Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν να «αποδείξουμε» (σε εισαγωγικά) διαλεκτικῶς, μέσω ἐλέγχου, ακόμη και για αυτήν την αρχή, ότι είναι ἀδύνατον να την αρνηθούμε — υπό έναν μόνο όρο: ἀν μόνον τις λέγῃ τι, εφόσον ο αντίπαλος λέγει κάτι.
Αυτή είναι η μοναδική προϋπόθεση: αν ο αντίπαλος πει κάτι, αν μιλήσει (τι λέγει).

Αν όμως δεν πει τίποτα, αν αρνηθεί να υποβληθεί ακόμη και σε αυτήν τη μία και μοναδική προϋπόθεση, αν σιωπήσει, τότε — λέει ο Αριστοτέλης — είναι γελοίο να προσπαθήσει κανείς να φέρει επιχειρήματα εναντίον εκείνου που δεν έχει επιχειρήματα, δηλαδή είναι μάταιο να συζητά κανείς με κάποιον που δεν θέλει να συζητήσει.

Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει συζήτηση με εκείνον που σιωπά. Λίγο πιο κάτω ο Αριστοτέλης λέει ότι εκείνος που σιωπά είναι όμοιος με φυτό — ούτε καν με ζώο. Γιατί ακόμη και τα ζώα εκφέρουν ήχους, ενώ το φυτό είναι άφωνο, χωρίς λόγο, χωρίς φωνή.
Έτσι, εκείνος που δεν μιλά, που δεν απαντά, είναι σαν φυτό: δεν έχει ούτε την «αισθητική» ζωή του ζώου, αλλά μόνο τη φυτική ζωή.

Και αφού λοιπόν αποκλείσουμε την περίπτωση εκείνου που σιωπά,
ας στραφούμε σε εκείνον που μιλά,
για να δούμε σε τι συνίσταται αυτή η αποδεικτική μέσω ἐλέγχου.


Ο Αριστοτέλης το ορίζει ρητά: λέει — «Λέγω, δηλαδή, ότι το ἀποδεικνύναι ἐλεγκτικῶς διαφέρει από το ἀποδεικνύναι ἁπλῶς».
Θα λέγαμε σήμερα: Η απόδειξη μέσω ἐλέγχου (διαλεκτική απόδειξη) διαφέρει από την καθαυτή απόδειξη, δηλαδή από εκείνη που θεμελιώνεται στη Αποδεικτική (Ἀναλυτικὰ Ὕστερα). Το ἀποδεικνύναι ἐλεγκτικῶς λοιπόν, διαφέρει από το ἀποδεικνύναι ἁπλῶς,
διότι — λέει — όποιος επιχειρεί να αποδείξει (με τον κανονικό τρόπο) θα φαινόταν ότι ζητά εκείνο ακριβώς που έχει τεθεί ως αρχή, δηλαδή θα διέπραττε το γνωστό σφάλμα της petitio principii, της αιτήσεως του αιτουμένου· το να επιχειρείς να αποδείξεις αυτό που έχει τεθεί ήδη ως αρχή.


Άρα, όποιος επιχειρούσε να αποδείξει με τον συνηθισμένο αποδεικτικό τρόπο την αρχή της μη αντιφάσεως, θα διέπραττε αίτηση του αιτουμένου, διότι θα έθετε υπό αμφισβήτηση εκείνο ακριβώς που είναι η προϋπόθεση κάθε αποδείξεως και κάθε συζητήσεως.

Αν όμως ο υπαίτιος αυτής της κατάστασης — ο aitios — είναι κάποιος άλλος,
δηλαδή όχι εκείνος που αποδεικνύει, αλλά ο συνομιλητής του, ότε η διαδικασία δεν είναι πια «ἀπόδειξις», αλλά ἔλεγχος, δηλαδή διαλεκτική ἀντίκρουση, confutazione.

Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης λέει: αν εγώ επιχειρούσα να αποδείξω το αξίωμα της μη αντιφάσεως, θα έπεφτα σε αίτηση του αιτουμένου. Αν όμως αυτό το επιχειρεί ο συνομιλητής μου, τότε εγώ μπορώ να τον ἐλέγξω, να τον διαψεύσω· και αυτή η διαδικασία είναι ἔλεγχος, δηλαδή διαλεκτική απόδειξη μέσω αντιφάσεως.

Όπως λέγαμε εμείς — λέει ο σχολιαστής ειρωνικά — «στην Πάδοβα τον λέγαμε antifasi»:τον αντιφάσκοντα, τον αντιλέγοντα, εκείνον που αρνείται το θεμέλιο της ίδιας της λογικής. Είχαμε προσωποποιήσει αυτό το πρόσωπο με το οποίο —αυτό το ιδεατό πρόσωπο με το οποίο— ο Αριστοτέλης εδώ συζητά. Όχι το «φυτό»· το φυτό σιωπά. Εκείνος που μιλά είναι κάποιος που μπορούμε να τον ονομάσουμε ἀντίφασι —δηλαδή «αντιφάσκοντα».
Αν ο ἀντίφασι προτείνεται να αποδείξει ο ίδιος την αρχή ή, οπωσδήποτε, θέτει ο ίδιος υπό αμφισβήτηση την ἀρχή τῆς μὴ ἀντιφάσεως, τότε δική του είναι η ευθύνη για την αίτηση του αιτουμένου (petitio principii). Και τότε δεν έχουμε αποδείξει την αρχή, αλλά έχουμε κάνει μια ἐλεγκτική διαψευση, δηλαδή έχουμε καταρρίψει τον ἀντίφασι· έχουμε δείξει, με άλλα λόγια, την ἀδυνατότητα της ἀρνήσεως.
Αυτή είναι η apodeixai elenktikos: δεν είναι «απόδειξη» με την αυστηρή έννοια, δεν είναι το να συναγάγεις αλήθεια από αλήθεια, αλλά το να φθάνεις στο αληθές περνώντας μέσα από το ψευδές — να δείχνεις την αναγκαιότητα του αληθινού μέσω της ἀδυνατότητας του ψευδούς. Να λοιπόν η διαλεκτική απόδειξη.


Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χέγκελ ξαναπιάνει τον όρο «διαλεκτική» για να δηλώσει ακριβώς αυτό το είδος διαδικασίας: να καταλήγεις στο αληθές περνώντας από το ψευδές.
Και εδώ ο Αριστοτέλης εξηγεί πώς γίνεται: το σημείο εκκίνησης, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, δεν είναι να ζητήσουμε από κάποιον να πει ότι «κάτι είναι» ή «δεν είναι». Δεν χρειάζεται να του ζητήσουμε αυτό.
Πράγματι, κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αίτηση του αιτουμένου· γιατί ο ἀντίφασι θα μπορούσε να πει: «Πώς; Αν με ρωτάς να πω ότι κάτι είναι ή δεν είναι, ήδη μου ζητάς να παραδεχθώ ακριβώς την αρχή για την οποία συζητάμε».Άρα δεν χρειάζεται αυτό· δεν είναι αυτό το σημείο εκκίνησης.


Αλλά τουλάχιστον πρέπει να του ζητήσουμε να σημαίνει (να έχει νόημα) κάτι — τουλάχιστον κάτι — για τον εαυτό του και για έναν άλλον· κάτι που να έχει σημασία γι’ αυτόν και για κάποιον άλλον.
Διότι αυτό είναι απαραίτητο: εάν λέει κάτι, τότε αυτό που λέει πρέπει να έχει κάποιο νόημα για τον ίδιο ή για κάποιον άλλον.
Δηλαδή, δεν χρειάζεται να του ζητήσουμε να διατυπώσει κρίση («είναι/δεν είναι»), αρκεί να πει μια λέξη· αρκεί ένας λόγος σημαίνων (logos semantikos). Δεν απαιτείται λόγος ἀποφαντικός (logos apophantikos), όχι πλήρης ἀπόφανση· μόνο ένα σημαίνων μόριο.


Γιατί αν δεν προσδίδει σημασία σε αυτό που λέει, δεν θα υπάρχει σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο λόγος — ούτε προς τον εαυτό του, ούτε προς τους άλλους.
Όποιος μιλά χωρίς να δίνει σημασία σε ό,τι λέει, δεν συνιστά λόγο — ούτε εσωτερικό, ούτε διάλογο με τους άλλους. Η προϋπόθεση της επικοινωνίας είναι η σημαντικότητα (το να σημαίνει κάτι).


Αν όμως κάποιος παραχωρήσει αυτό — αν πει μια λέξη που σημαίνει κάτι — τότε «μπαίνει σε ενέργεια» η απόδειξη· estai apodeixis, «θα υπάρξει απόδειξη». Διότι αμέσως θα υπάρξει κάτι ὡρισμένο (orisμένον), κάτι καθορισμένο. Γιατί; Επειδή, αν δίνει σημασία σε εκείνο που λέει, ακόμη και σε μια μόνο λέξη, οφείλει να της δίνει αυτήν τη σημασία και όχι μια άλλη. Και τη στιγμή που της αποδίδει αυτήν και όχι άλλη σημασία, προϋποθέτει την ἀρχή τῆς μὴ ἀντιφάσεως· δεν την αρνείται, την προϋποθέτει. Για να την αρνηθεί, πρέπει να μιλήσει· αλλά τη στιγμή που μιλά, δεν την αρνείται αλλά την επιβεβαιώνει.

Τώρα, η ενοχή για την αίτηση του αιτουμένου —αυτός ο φαύλος κύκλος όπου προϋποτίθεται αυτό ακριβώς που τίθεται υπό αμφισβήτηση— δεν ανήκει σ’ εκείνον που «αποδεικνύει» (στον Αριστοτέλη), αλλά στον ὑπομένων (ὁ ὑπομένων), δηλαδή στον ἀντίφασι: εκείνον που υφίσταται την εξέταση — την ἐξέτασιν, την πεῖραν.
Τον ανακρίνουμε τη στιγμή που του ζητούμε να πει κάτι, για να μπορέσουμε να τον ἐλέγξουμε. Άρα, η ευθύνη για την αίτηση του αιτουμένου δεν είναι αυτού που αποδεικνύει, αλλά εκείνου που υποβάλλεται στην εξέταση.


«ἀναιρῶν γὰρ λόγον, ὑπομένει λόγον» — διότι, τη στιγμή που καταστρέφει τον λόγο, υπομένει τον λόγο· τον ανέχεται. Βρίσκεται δηλαδή σε παράλογη κατάσταση: θέλει να συζητήσει, και ταυτόχρονα καταλύει όλες τις προϋποθέσεις του λόγου — δηλαδή την ίδια την αρχή της μη αντιφάσεως.

Πρόκειται για πολύ γνωστό χωρίο — ζητώ συγγνώμη, πολλοί θα το έχουν διαβάσει αμέτρητες φορές· δεν λέει κάτι «νέο», αλλά μου φάνηκε αναγκαίο να το παραθέσω για να δείξω την παρουσία μιας διαδικασίας που μοιάζει με απόδειξη, αλλά είναι ιδιότυπη: μια ἀπόδειξη ἐλεγκτική, δηλαδή διαλεκτική απόδειξη.
Και αυτό επιβεβαιώνει ότι και μέσω της διαλεκτικής είναι δυνατόν να προσεγγίσουμε αλήθειες: η φιλοσοφία μπορεί να είναι γνωριστική (gnōristikē), χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική που είναι απλώς πειραστική (peirastikē).

Φυσικά, για να είναι πλήρης ο λόγος, θα χρειαζόταν να ερμηνεύσουμε ολόκληρη τη Μεταφυσική. Θα μπορούσε να φανεί πώς ο Αριστοτέλης, σε όλη την έκθεση, κάθε φορά που «αποδεικνύει» μια ειδική θέση, το κάνει περνώντας μέσα από την κατάρριψη αντιθέτων θέσεων: το κάνει περί ουσίας, περί δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, περί τοῦ ἀκινήτου κινήσαντος. Υπάρχει όμως ένα σημείο που αποτελεί ένα είδος συμπυκνώματος όλης της Μεταφυσικής: στο τέλος του Βιβλίου Γ, κεφ. 8.
Εκεί, ο Αριστοτέλης, «με ένα χτύπημα», ξεμπερδεύει ταυτόχρονα με τον Ελεατισμό και τον Ηρακλειτισμό: δεν είναι δυνατόν να πει κανείς ούτε ότι όλα είναι ακίνητα (ελεατισμός), ούτε ότι όλα κινούνται (ηρακλειτισμός).
Και καταρρίπτει αμφότερες τις θέσεις μέσω ἀποδείξεως ἐλεγκτικῆς:
Όποιος λέει ότι όλα είναι ακίνητα, για να το πει, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να κινηθεί: το να διατυπώνεις θέση, να λες κάτι, να αναλαμβάνεις στάση, είναι πράξη· η ίδια η πράξη του λέγειν αναιρεί τη θέση ότι «όλα είναι ακίνητα». Αν όλα ήταν όντως ακίνητα, ούτε κατάφαση ούτε άρνηση θα ήταν δυνατή, γιατί και οι δύο είναι πράξεις (έστω νοητικές). Άρα ο ελεατισμός αυτοαναιρείται.
Αντίστοιχα, δεν μπορεί να λέγεται ότι όλα κινούνται, γιατί τουλάχιστον ένα δεν κινείται: η αλήθεια αυτής της ίδιας της αποφάνσεώς μας. Όποιος λέει «όλα κινούνται» πιστεύει ότι λέει κάτι αληθινό· κι αυτή η αλήθεια δεν κινείται· αν «κινείτο» —αν μεταβαλλόταν από αληθής σε ψευδής— τότε δεν θα ήταν πλέον αληθές ότι «όλα κινούνται».
Ίσως φαίνονται λεπτές επιχειρηματολογίες — και πιθανότατα είναι· διαλεκτικού χαρακτήρα. Δεν είναι οι μόνες που ανέπτυξε ο Αριστοτέλης· φυσικά αναζητά και άλλες, πιο οντολογικού τύπου.Ωστόσο είναι τυπικές, εμβληματικές του τρόπου που προχωρεί η φιλοσοφία: των διαλεκτικών «αποδείξεων».

Έτσι, η κατάρριψη του ελεατισμού ως αυτοαναιρούμενου, και η κατάρριψη του ηρακλειτισμού ως εξίσου αυτοαναιρούμενου, δίνουν ως αποτέλεσμα την άρνηση και των δύο.
Και ποια είναι αυτή η άρνηση; Ότι κάτι μένει ακίνητο και κάτι κινείται.
Αυτό, σε σύνοψη, είναι η όλη Μεταφυσική του Αριστοτέλη: αποδεικνύει ότι υπάρχει μια πραγματικότητα που κινείται και μια πραγματικότητα που μένει ακίνητη — δηλαδή κινητό ακίνητο. Και σ’ αυτό καταλήγει μέσα από την κατάρριψη των δύο αντίθετων θέσεων. Παρέθεσα μόνο αυτήν την, θα λέγαμε, οριακή περίπτωση· ασφαλώς θα μπορούσαμε να πούμε πολλά ακόμη. Όμως νομίζω ότι ήδη δόθηκε μια ένδειξη για τον τρόπο με τον οποίο προχωρεί η Μεταφυσική: μέσω διαλεκτικών αποδείξεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: