SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 13
Του Martin Heidegger
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
§ 4. Για την ιστορία της νεωτερικής συγκρότησης των συστημάτων
β) Ο καθορισμός της έννοιας του συστήματος από τον Kant (συνέχεια)
Μετά τον Καντ, η φιλοσοφία είναι teleologia rationis humanae, δηλαδή η ουσιώδης γνώση εκείνου προς το οποίο προσανατολίζεται η ανθρώπινη λογική — και, δηλαδή, ο άνθρωπος στην ουσία του. Σ’ αυτόν τον καθορισμό της έννοιας της φιλοσοφίας, η ανθρώπινη λογική δεν εννοείται απλώς ως το όργανο με το οποίο η φιλοσοφία γνωρίζει,
αλλά η ίδια η λογική είναι το αντικείμενο της φιλοσοφικής επιστήμης, και μάλιστα υπό το πρίσμα εκείνου που συνιστά την καθοδηγητική και περιεκτική ενότητα της λογικής — το σύστημά της.
Αυτό το σύστημα καθορίζεται από τις υπέρτατες έννοιες της ενότητας και του σκοπού:
Θεός, Κόσμος, Άνθρωπος. Αυτά είναι τα αρχέτυπα μέσα στα οποία — και μάλιστα εκ των προτέρων, κατά την παράσταση — προδιαγράφεται ο χώρος μέσα στον οποίο κατόπιν τοποθετούνται τα υπαρκτά όντα. Το σύστημα αυτό δεν απορρέει από την εμπειρία, αντιθέτως όμως τίθεται για χάρη αυτής. Γιατί λοιπόν δεν καταλήγει ο Καντ στο Σύστημα; Η φιλοσοφία, ως λόγος της ratio humana (γενική αντικειμενική και υποκειμενική), νοείται τώρα ρητώς ως συγκρότηση συστήματος. Η Κριτική της Κριτικής Δύναμης (Kritik der Urteilskraft) κατανοείται ως ο αγώνας για το Σύστημα. Αλλά γιατί το Σύστημα δεν εκτελείται απλώς; Γιατί ο ίδιος ο Καντ δεν οδηγείται συστηματικά μέχρι το τέλος;
Γιατί πρέπει να τον υπερβούμε; Και πώς φαίνεται τότε το νέο σημείο στάσης;
Προτού όμως προβούμε στη διάκριση των εννοιών της φιλοσοφίας μεταξύ τους,
είναι αναγκαίο να καταστήσουμε ορατή τη θεμελιώδη δυσκολία μέσα στο καντιανό σύστημα. Για τον σκοπό αυτό ας ρίξουμε μια ματιά στις τελευταίες συστηματικές σκέψεις του Καντ — εκείνες που συνέλαβε σε μια εποχή όπου ήδη τα πρώτα βήματα του γερμανικού ιδεαλισμού έρχονταν στο φως. Πρόκειται για «ένα σύστημα το οποίο είναι το Όλον και το Ένα, χωρίς αύξηση και βελτίωση» (ΑΑ XXI, 8)· «το υπέρτατο αρχή του συστήματος της καθαρής λογικής μέσα στη μεταφυσική φιλοσοφία ως η αντιπαράθεση
των ιδεών του Θεού και του Κόσμου» (ό.π., 18). Αλλά σε τι έγκειται και από τι εξαρτάται αυτή η “αντίθεση”;
Και επιπλέον: «η έννοια του υποκειμένου που τις ενοποιεί, το οποίο εισάγει μέσα σε αυτές τις έννοιες [Θεός και Κόσμος] μια συνθετική ενότητα (a priori), καθόσον η ίδια η λογική δημιουργεί αυτή την υπερβατολογική ενότητα.» (ό.π., 23) «Σύστημα της υπερβατολογικής φιλοσοφίας σε τρεις ενότητες [ως τίτλος]: Θεός, ο Κόσμος, το σύμπαν και εγώ ο ίδιος, ο άνθρωπος ως ηθικό ον. — Θεός, ο Κόσμος και ο κάτοικος του κόσμου, ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο. — Θεός, ο Κόσμος, και εκείνο που σκέφτεται και τους δύο
σε πραγματική σχέση μεταξύ τους: το υποκείμενο ως λογικό ον του κόσμου.» «Ο μέσος όρος (copula) στην κρίση είναι εδώ το κρίνον υποκείμενο (το σκεπτόμενο ον του κόσμου, ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο). Υποκείμενο, κατηγόρημα, σύνδεσμος.» (ό.π., 27) Ένα αξιοσημείωτο αξίωμα, το οποίο θα ξανασυναντήσουμε αργότερα στον Χέγκελ.
Η μεσολαβητική ενότητα, η ανθρώπινη λογική, είναι ο άξονας του Συστήματος. Θεός – το καθ’ εαυτό και εν εαυτώ υπάρχον απολύτως· Κόσμος – το ειρημένο, εκείνο που έχει καταστεί λόγος· Άνθρωπος – ως ο σύνδεσμος (copula). (Όλα αυτά θυμίζουν τον Χάμαν.)
Γνωρίζουμε εδώ και καιρό ότι ο Καντ, μέχρι τα τελευταία του χρόνια, ήταν ολοκληρωτικά απασχολημένος ακριβώς με το έργο του Συστήματος. Εδώ και καιρό επίσης είναι γνωστά αποσπάσματα από το χειρόγραφο του φιλοσοφικού του υπολοίπου· όμως μόλις πριν από λίγες εβδομάδες αποκτήσαμε το πρώτο μέρος αυτού του υπολοίπου σε πλήρη έκδοση, ως τον τόμο XXI της Ακαδημαϊκής Έκδοσης των έργων του Καντ.
Εκεί φαίνεται πώς ο Καντ, ξανά και ξανά, σε πολυάριθμες επαναλήψεις, επιχειρεί να προσεγγίσει τη σύλληψη του Συστήματος — και μόνον εκεί φαίνεται καθαρά ότι, και γιατί, με όλη του τη βούληση μένει μπλεγμένος μέσα σε μια αρχικά άλυτη δυσκολία·
μια δυσκολία, επιπλέον, που διαπερνά ολόκληρη τη νεότερη φιλοσοφία από τον Ντεκάρτ έως τον Νίτσε. (Σύστημα και Ελευθερία.) Οι ύψιστες καθοδηγητικές έννοιες —Θεός, Κόσμος, Άνθρωπος— είναι ιδέες και έχουν μόνο ευρετικό χαρακτήρα. Μέσα σε αυτές τις παραστάσεις δεν συνυπάρχει το ίδιο το παρασταθέν ως ον, ούτε μπορεί να προστεθεί ή να αποδειχθεί ως τέτοιο. Ο Θεός νοείται μόνον ως καθοδηγητική έννοια για την τάξη της γνώσης — και έτσι ισχύει για όλες τις ιδέες. Δεν υποστηρίζεται ότι ο Θεός δεν υπάρχει· απλώς, βάσει της Κριτικής του καθαρού λόγου, παραμένει σταθερό ότι: η ύπαρξη του Θεού, ο κόσμος ως όλο, και ο άνθρωπος ως πρόσωπο, δεν μπορούν να αποδειχθούν θεωρητικά. (Είναι και Ύπαρξη.)
Γιατί όμως είναι αναγκαίες αυτές οι ιδέες — και γιατί ακριβώς αυτές; Και πώς μπορεί να θεμελιωθεί η ίδια η συνάφειά τους, όταν αυτές οι ιδέες δεν αντλούνται από το ίδιο το Ον στο οποίο αναφέρονται, ούτε από την άμεση σύλληψη αυτού του Όντος; Σε αυτό ο Καντ δεν γνωρίζει άλλη απάντηση, παρά μόνο την επίκληση του γεγονότος ότι αυτές οι ιδέες ανήκουν αναγκαστικά στη φύση της ανθρώπινης λογικής. Εδώ εξακολουθεί να ενεργεί η παλαιά διδασκαλία περί των idea innatae (έμφυτων ιδεών), η οποία όμως έχει βαθύτερο νόημα από εκείνο που συνήθως της αποδίδεται. Ωστόσο, παραμένει το ερώτημα, αν η επίκληση της φυσικής διάρθρωσης της ανθρώπινης λογικής και της κατοχής των ιδεών της — αν αυτή η επίκληση συνιστά μια συστηματική θεμελίωση του Συστήματος με την έννοια του ίδιου του Συστήματος, και αν με αυτήν τίθεται πράγματι ένα συστηματικό θεμέλιο γι’ αυτό.
Ο ίδιος ο Καντ δεν μπορεί εδώ να απομακρύνει τις αμφιβολίες· έτσι, στους σχεδιασμούς του, όπως μπορούμε τώρα να δούμε, αναδύονται ξαφνικά ερωτήματα όπως το εξής: «Είναι επιτρεπτή η διάκριση Θεός και Κόσμος;» (ό.π., 5) Αν αυτό το ερώτημα της διάκρισης εξακολουθεί να ισχύει ως ερώτημα, τότε το ίδιο το Σύστημα καθίσταται αμφίβολο. Ο Καντ δεν κατόρθωσε επίσης να καταστήσει επαρκώς σαφή και να θεμελιώσει τον τρόπο γνώσης της φιλοσοφίας ως teleologia rationis humanae.
Πέτυχε μια Κριτική — δηλαδή, συγχρόνως, έναν θετικό ουσιώδη καθορισμό της γνώσης ως εμπειρίας· αλλά παρέλειψε τη θεμελίωση της ουσίας εκείνης της γνώσης η οποία συντελείται ως Κριτική. Η Κριτική ως τέτοια, ως Κριτική, δεν έφθασε ποτέ στη θεμελίωσή της. (Κατά πόσον μπορεί να προσδιοριστεί η πορεία της Κριτικής ως «υπερβατολογική αναστοχαστικότητα» (transzendentale Reflexion) — βλ. Κριτική του καθαρού λόγου, Α 260 εξ. «Αναστοχασμός» και teleologia.)
Θα μπορούσε κανείς να νομίσει ότι μια τέτοια επιχείρηση οδηγεί στο άπειρο, και έτσι στο έδαφος που χάνεται — και ότι, γι’ αυτόν τον λόγο, η «Κριτική» με την καντιανή έννοια είναι εν γένει αδύνατη. Δεν θα εισέλθουμε στη συζήτηση αυτού του ερωτήματος· διότι, με αυτή τη μορφή, στηρίζεται σε έναν εντελώς εξωτερικό, φορμαλιστικό συλλογισμό. Απλώς σημειώνουμε ότι η μη επαρκής θεμελίωση των ίδιων των βάσεων της Κριτικής έγινε ένα έναυσμα που ώθησε πέρα από τον Καντ. Η απαίτηση για θεμελίωση των ίδιων των θεμελίων είναι όμως μια απαίτηση του ίδιου του Συστήματος. Οι νεότεροι στοχαστές προσέκοψαν στην αμφισβητησιμότητα του καντιανού Συστήματος, ως ενός Συστήματος ιδεών που έχουν μόνο ευρετικό και όχι δηλωτικό (δεικτικό, ostensiv) χαρακτήρα. Ακριβώς επειδή η καντιανή απαίτηση για Σύστημα εγινε πλήρως αποδεκτή, έφτασαν στην απομάκρυνση από τον δρόμο με τον οποίο ο Καντ προσπάθησε να ικανοποιήσει αυτή την απαίτηση. Από την άλλη πλευρά, ο νέος δρόμος κατέστη δυνατός μόνον μέσω του νέου προσδιορισμού που έδωσε ο Καντ στην ουσία της Λογικής, και τον οποίο ονόμασε υπερβατολογικό (transzendental). Σ’ αυτόν τον προσδιορισμό, η λογική — παρά τον περιορισμό της στο κανονιστικό (το ρυθμιστικό) — νοείται ωστόσο ως μια δημιουργική ικανότητα.
Ας συνοψίσουμε και πάλι εν συντομία τις ουσιώδεις δυσκολίες που αφήνει πίσω της η φιλοσοφία του Καντ σε σχέση με το Σύστημα: Η λογική, ως η ικανότητα των ιδεών —
των καθοδηγητικών παραστάσεων για τη γνώση του Όντος στο σύνολό του — είναι από μόνη της στραμμένη προς το Όλον του Είναι και τη συνάφειά του. Η λογική, κατά τον Καντ, είναι από τη φύση της συστηματική. Όμως ο Καντ δεν έδειξε την αρχή των ιδεών,
δηλαδή το θεμέλιο του Συστήματος. Και μάλιστα κάτι περισσότερο: εφόσον οι ιδέες έχουν απλώς αυτόν τον κανονιστικό, ενδεικτικό χαρακτήρα, όπως διδάσκει ο Καντ, εφόσον και καθόσον ως παραστάσεις δεν συν-παρίστανται με εκείνο στο οποίο αναφέρονται, δεν μπορεί καθόλου να θεμελιωθεί το σύνολο των ιδεών — το Σύστημα —
επάνω στο ίδιο το πράγμα, επάνω στο Ον ως σύνολο. Ο θεμέλιος λόγος του Συστήματος δεν μπορεί να δειχθεί. (Οι ιδέες είναι μόνο ενδείξεις προς ανακάλυψη, αλλά όχι οι ίδιες ευρήματα!)
Συνοπτικά: το θεμέλιο του Συστήματος είναι σκοτεινό· ο δρόμος προς το Σύστημα δεν είναι ασφαλής· η αλήθεια του Συστήματος είναι εντελώς αμφίβολη. Και από την άλλη πλευρά: η απαίτηση του Συστήματος είναι αναπόφευκτη. Μόνο το Σύστημα εγγυάται την εσωτερική ενότητα της γνώσης, την επιστημονικότητά της και την αλήθεια της ως βεβαιότητα — κι αυτή η βεβαιότητα, με τη σειρά της, εγγυάται την ίδια την οντικότητα των όντων. Γι’ αυτό, με σκοπό την αλήθεια και τη γνώση, πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να τίθεται διαρκώς υπό ερώτηση το ίδιο το Σύστημα, να θεμελιώνεται στην ουσία του και να αναπτύσσεται στην έννοιά του.
Έτσι πρέπει να κατανοηθεί το γεγονός ότι για τον γερμανικό ιδεαλισμό το Σύστημα γίνεται το καθοδηγητικό σύνθημα· και ότι δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την αυθεντική αυτοθεμελίωση του όλου της ουσιώδους γνώσης, της ίδιας της επιστήμης, της φιλοσοφίας. Η πρώτη καθοριστική δημοσίευση του Φίχτε, το 1794, είναι η Διδασκαλία της Επιστήμης (Wissenschaftslehre), δηλαδή η επιστήμη της επιστήμης με την έννοια της ουσιώδους γνώσης. Η Διδασκαλία της Επιστήμης είναι θεμελίωση του Συστήματος στη συστηματικότητά του.
Τα πρώτα έργα του Σέλλινγκ (1794/95) πραγματεύονται «Περί της δυνατότητας μιας μορφής της φιλοσοφίας» και «Περί του Εγώ ως αρχής της φιλοσοφίας». Ο όρος μορφή της φιλοσοφίας δεν σημαίνει το εξωτερικό πλαίσιο, αλλά ρητώς την εσωτερική τάξη του περιεχομένου της — πιο συγκεκριμένα, το εξής: ότι εδώ τα δύο αυτά ανήκουν μαζί και είναι το ίδιο: το Σύστημα. Αρχή της φιλοσοφίας είναι ο καθοριστικός λόγος της ενότητας της δυνατής θεμελίωσης της συνοχής της γνώσης (του Συστήματος). Το πρώτο σημαντικό δοκίμιο του Χέγκελ ασχολείται με τη «Διαφορά μεταξύ του συστήματος του Φίχτε και του Σέλλινγκ».
Αυτό το θυελλώδες θέλημα για το Σύστημα, αν και εμψυχώνεται από το γνήσιο νεανικό πνεύμα, δεν είναι ωστόσο μια απλή νεανική υπέρβαση των δυσκολιών, ούτε μια πρόωρη επιθυμία να έχει κανείς για τον εαυτό του ένα οικοδόμημα της γνώσης. Αυτό το θέλημα για το Σύστημα φέρνεται και καθοδηγείται συνειδητά από έναν διάλογο με το έργο του Καντ — και μάλιστα κυρίως με το τελευταίο, την Κριτική της Κριτικής Δύναμης· κι αυτό σημαίνει εδώ: από μια μοναδική ευλάβεια προς τον Καντ.
Όσο αιχμηρή κι αν είναι σε πολλά η κριτική, πάντοτε —και όσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότερο— μεγαλώνει μέσα σε αυτούς τους στοχαστές η επίγνωση ότι μόνο ο Καντ τους έθεσε ουσιαστικά στη θέση όπου βρίσκονται. Ό,τι ήδη ειπώθηκε για τη μεταξύ τους σχέση, ισχύει και για τη σχέση όλων αυτών προς τον Καντ: Πίσω από την ορμή και τη σφοδρότητα της αντιπαράθεσης υπάρχει το πάθος ενός καθορισμού και η επίγνωση ότι με αυτούς και μέσω αυτών συντελείται κάτι ουσιώδες· κάτι δηλαδή που, στον καιρό του, μέσα από κάθε μεταμόρφωση, θα έχει ξανά και ξανά τη δύναμη να γεννά μέλλον.
Συνεχίζεται με
§ 5. Η νέα αφετηρία στον γερμανικό ιδεαλισμό:
Η φιλοσοφία ως διανοητική εποπτεία του Απολύτου
a) Το βήμα πέρα από τον Καντ. Η γνώση με την έννοια της διανοητικής εποπτείας.
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ ΧΑΟΣ ΤΟΥ ΣΒΕΝΤΕΝΜΠΟΡΓΚ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΑΘΗΤΕΥΣΕ Ο ΚΑΝΤ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΛΕΙΣΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΕΙ ΚΑΘΕ ΙΧΝΟΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΕ ΣΑΝ ΑΡΧΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΟΥ.
2 σχόλια:
Πανω απ' όλα το σύστημα... Η Διδασκαλία της Επιστήμης είναι θεμελίωση του Συστήματος στη συστηματικότητά του... Πόνταρε με σύστημα και δεν θα χάσεις μας είπαν οι γερμαναράδες και εμείς ποντάραμε στο σύστημά τους για πλούτο αεριτζίδικο... Ας προσέχαμε!
Καί όχι μόνο σύστημα αλλά σύστημα ελευθερίας. Ελευθερίας από τόν θεό; Μόνον αυτή είναι η χρησιμότητα ενός συστήματος ελευθερίας χωρίς νά είναι κραυγαλέα αντίφαση.
Δημοσίευση σχολίου