Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Περί της φιλοσοφίας του Καρλ Ράνερ [1/3 ]

 

Περί της φιλοσοφίας του Καρλ Ράνερ [1/3 ]
Στέφανο Φοντάνα

La filosofia di Karl Rahner SJ - YouTube
https://www.youtube.com/playlist?list=PLP0PWMLNR1SAY6HM9ea95xrshkW2n7A0J


1. Ένα “παιδί” της Σχολής της Λουβαίν


Παίρνω αφορμή από το πρόσφατο βιβλίο του Σαλβατόρε Βιτιέλλο, με τίτλο «Ράνερ πέρα από τον Ράνερ»¹. Πρόκειται για ένα θεολογικό έργο· ωστόσο, ο συγγραφέας αναγκάζεται, και ορθά, να ανακτήσει και το πλαίσιο της φιλοσοφίας του Ράνερ, δεδομένου ότι χωρίς φιλοσοφία δεν μπορεί να υπάρξει θεολογία.

Η φιλοσοφία του Ράνερ, όπως θα δούμε καλύτερα παρακάτω, έχει την αφετηρία της σε ένα πρόγραμμα ή προϋπόθεση που βασίζεται:
στην προηγούμενη αποδοχή των νέων αφετηριών της νεότερης φιλοσοφίας, στη νέα ανάγνωση του Αγίου Θωμά Ακινάτη υπό το φως αυτών των αφετηριών, στην υιοθέτηση των προθέσεων του Joseph Maréchal και γενικότερα της Σχολής της Λουβαίνης,
και στη χρήση της φιλοσοφίας (κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά) του Μάρτιν Χάιντεγκερ, τον οποίο ο ίδιος ο Ράνερ αποκαλούσε «ο δάσκαλός μου».

Όλα αυτά συνοδεύονται επίσης από ορισμένα νέα και πρωτότυπα περάσματα δικής του έμπνευσης. Σε αυτά τα σημεία θα επανέλθουμε αργότερα. Προς το παρόν, ας επισημάνουμε την προβληματικότητα της φράσης “Ράνερ πέρα από τον Ράνερ”, που διαβάζουμε στον τίτλο του βιβλίου του Βιτιέλλο. Η φράση, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας, παραπέμπει σε μια ήδη γνωστή προσπάθεια —εκείνη του Μονσινιόρ Joseph Maréchal— να «υπερβεί τον Καντ με τον ίδιο τον Καντ»².

Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί αμέσως ότι το σχέδιο να προχωρήσει κανείς «με τον Ράνερ πέρα από τον Ράνερ» είναι αδύνατο, όπως αδύνατο ήταν και το να υπερβεί κανείς τον Καντ με τον Καντ. Μόλις γίνουν δεκτές οι ραννεριανές προϋποθέσεις, η πορεία καθίσταται αναγκαστική, επειδή αυτές όχι μόνο επηρεάζουν αλλά και καθορίζουν τη σκέψη, αποδίδοντάς της μεταφυσική ισχύ.
Ο κριτικισμός έχει «καθαρές φιλοσοφικές θέσεις», με αρχές αναγκαστικά συνδεδεμένες με τα αντίστοιχα συμπεράσματά τους³.

Αν, λοιπόν, οι προϋποθέσεις του Ράνερ τεθούν υπό κριτική, τότε θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει πέρα από τον Ράνερ, αλλά όχι μαζί με τον Ράνερ. Αν, αντίθετα, θελήσει να διατηρήσει την αξίωση να τον υπερβεί μαζί με τον Ράνερ, θα πρέπει να φέρει μαζί του τα θεωρητικά του θεμέλια — και τότε δεν θα μπορέσει να πάει «πέρα από αυτόν».

Ολόκληρο το πυκνό βιβλίο του Βιτιέλλο αιωρείται ανάμεσα σε αυτές τις δύο προοπτικές, χωρίς να αποφασίζει για καμία από τις δύο, και, καθώς είναι αδύνατο να τις επιβεβαιώσει ταυτόχρονα, κινείται, όπως θα φανεί, μέσα σε ένα είδος **«μεταφυσικής διπλωματίας»**⁴. Για κάθε επιμέρους ζήτημα, αυτό το δίλημμα επανέρχεται.

Για παράδειγμα, η λέξη «οντολογία», όπως χρησιμοποιείται στον υπότιτλο «οντολογία του συμβόλου», κεντρικό θέμα ολόκληρου του βιβλίου του Βιτιέλλο, δεν μπορεί να κατανοηθεί στο πλαίσιο του θωμιστικού ρεαλισμού, αλλά φέρει τα ίχνη της εκδοχής του Maréchal και του Heidegger, τους οποίους ωστόσο ο ίδιος ο Βιτιέλλο κρίνει κριτικά. Η νέα αυτή «οντολογία» γεννιέται από την ενότητα του είναι και της σκέψης, χαρακτηριστική του «υπερβατολογικού θωμισμού», ενώ η θωμιστική οντολογία στηρίζεται στην πρωτοκαθεδρία του Είναι έναντι της σκέψης. Ο Βιτιέλλο αναγκάζεται να κινείται λαμβάνοντας υπόψη και τις δύο αντίθετες αρχές, χωρίς να μπορεί ούτε να τις συνθέσει ούτε να επιλέξει μεταξύ τους. Καθίσταται έτσι αδύνατο να προχωρήσει με τον Ράνερ πέρα από τον Ράνερ.

Η προσπάθεια του Βιτιέλλο αναφορικά με τον Ράνερ παραπέμπει, όπως ειπώθηκε, στην αντίστοιχη του Maréchal να «υπερβεί τον Καντ με τον Καντ». Αυτή η απόπειρα είχε ήδη καταρριφθεί ριζικά —και, κατά τη γνώμη μου, οριστικά— από τον Étienne Gilson, στο βιβλίο του «Θωμιστικός ρεαλισμός και κριτική της γνώσης» (Realismo tomista e critica della conoscenza)⁵, που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1939.

Είναι χρήσιμο να ανακαλέσουμε εδώ τις παρατηρήσεις του Gilson στο κεφάλαιο «Η ρεαλιστική κριτική του αντικειμένου». Τι είναι αυτό που κάνει το αντικείμενο να είναι αντικείμενο; Για τον ρεαλισμό, το αντικείμενο είναι πραγματικό αντικείμενο πριν και ανεξάρτητα από τη γνώση του: γνωρίζεται επειδή υπάρχει, δεν υπάρχει επειδή γνωρίζεται.

Αντίθετα, για τον Maréchal, το πραγματικό αντικείμενο είναι το γνωσμένο αντικείμενο. Έτσι γεννιέται ο «υπερβατολογικός θωμισμός» της Σχολής της Λουβαίνης, σύμφωνα με τον οποίο Είναι σημαίνει “είναι γνωστό”.
Για τον θωμισμό, το ens προηγείται του verum και η οντολογία προηγείται της γνωσιολογίας, ενώ στον υπερβατολογικό θωμισμό πρέπει να γίνεται λόγος για αρχική ταυτότητα μεταξύ Είναι και σκέψης.

Ο Maréchal, όπως λέει ο πατήρ Fabro, θέλει να **«παράγει τη νοούμενη πραγματικότητα ως θεωρητική αναγκαιότητα»**⁶ και να δείξει ότι το αντικείμενο της γνώσης συμπίπτει με το πραγματικά υπάρχον αντικείμενο.
Αυτή θα ήταν η νέα «υπερβατολογική αναγωγή», που συνίσταται στην αξίωση να καθοριστούν a priori οι όροι της νοητότητας του Είναι, ενώ για τον ρεαλισμό το Είναι προϋποτίθεται εξ αρχής ως νοητό.

Είναι χρήσιμο να προσδιοριστεί εδώ το νόημα της λέξης «υπερβατολογικός». Το κάνουμε με τα λόγια του Cornelio Fabro, σύμφωνα με τον οποίο

«Υπερβατολογικό σημαίνει αυτό που είναι και πρέπει να είναι δοσμένο a priori μέσα στο υποκείμενο, υπό την έννοια του προϋποτιθέμενου στη γνώση· και δηλώνει, επομένως, τη ριζική, ενεργή και δραστική σύσταση του πνεύματος ή του υποκειμένου ως εκείνου που προλαμβάνει και είναι ανεξάρτητο, αλλά παρ’ όλα αυτά καθοριστικό, σε σχέση με το αντικείμενο της εμπειρίας»⁷.

Κατά τον Φάμπρο, αυτό εκφράζει την νεωτερική αρχή της εμμένειας, που θεμελιώνεται πάνω στην ταυτότητα του Είναι και της σκέψης, και όχι στη μεταφυσική υπεροχή του Είναι έναντι της σκέψης· αντιτίθεται έτσι πλήρως στο νόημα που έχει ο ίδιος όρος στο ρεαλιστικό πλαίσιο. Η έκφραση «υπερβατολογικός ρεαλισμός» είναι, για τον λόγο αυτό, οξύμωρη.

Αφού παραβιάσει τον Καντ, ο υπερβατολογικός ρεαλισμός παραβιάζει επίσης και τον θωμιστικό ρεαλισμό. Ο υπερβατολογικός ρεαλισμός αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας εκ των προτέρων (a priori) προθετικότητας του υποκειμένου, ικανής να καθιστά «αντικείμενο» το αντικείμενο. Σύμφωνα όμως με τον ρεαλισμό, μια τέτοια προθετικότητα a priori δεν υπάρχει, διότι η προθετικότητα απορρέει από τη γνώση του αντικειμένου και δεν προηγείται αυτής:

«Αυτή [η προθετικότητα] εκφράζει τη σύλληψη ενός “καθ’ εαυτό”, που έχει ήδη συντελεστεί στο οντολογικό επίπεδο, και η γνώση του οποίου επιτρέπει στο γνωρίζον υποκείμενο να αποκτήσει συνείδηση
Όταν η σκέψη τείνει προς το αντικείμενο, το αντικείμενο της έχει ήδη προηγηθεί·
είναι ακριβώς επειδή το έχει ήδη συναντήσει, που το υποκείμενο μπορεί στη συνέχεια να στραφεί προς αυτό»8.

Έχουμε λοιπόν την ακόλουθη κατάσταση: για να υπερβεί κανείς τον Καντ με τον ίδιο τον Καντ, πορευόμενος προς έναν «υπερβατολογικό ρεαλισμό», πρέπει:
a) να παραβιάσει τον Καντ, αποδίδοντας στη σκέψη μεταφυσική αξία, η οποία καθιστά το αντικείμενο πραγματικό στο μέτρο που γνωρίζεται·
b) να διατηρήσει ωστόσο μια καντιανού τύπου υπερβατολογική προθετικότητα, ώστε να μην επιστρέψει σε μια προκριτική γνωσιολογία.

Έτσι γεννιέται αυτό που ο Gilson αποκάλεσε **«μεταφυσική διπλωματία»**9, η οποία συνίσταται στο να παραμένει κανείς εντός των ορίων του καντιανού πλαισίου, ενώ ταυτόχρονα πιστεύει ότι το υπερβαίνει, παραχωρώντας πότε από τη μία και πότε από την άλλη πλευρά.

Ο Gilson σατιρίζει με ειρωνεία αυτή τη φιλοσοφική στάση:

«Το να επιχειρεί κανείς να σπάσει τις πύλες της φυλακής όπου η κριτική έχει κλειστεί,
και να προσπαθεί να τις σπάσει από μέσα, αφού πρώτα έχει κλειστεί ο ίδιος εκεί μέσα —αυτή είναι η επιχείρηση στην οποία ο πατήρ Maréchal αφιερώθηκε ηρωικά»
10.

Αλλά τι εννοούσε, πιο συγκεκριμένα, ο Maréchal με αυτήν την «προθετικότητα» του υποκειμένου, ικανή να καθιστά το αντικείμενο «αντικείμενο»;
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ανθρώπινη γνώση περνά μέσα από τρεις φάσεις:

την αφομοίωση των δεδομένων ενός εξωτερικού αντικειμένου,
την αφαίρεση των ειδών,
και την κρίση, η οποία διακηρύσσει ότι το αντικείμενο υπάρχει καθ’ εαυτό11.

Όπως φαίνεται, η επιβεβαίωση της πραγματικότητας του αντικειμένου καθ’ εαυτό επιτυγχάνεται μέσα από μια διαδικασία· πριν από αυτό το στάδιο, υπάρχει μόνο ένα γνωστικό αντικείμενο, όχι ακόμη ένα ον. Το σημείο αυτό απομακρύνεται από τον θωμιστικό ρεαλισμό σε διάφορες πλευρές: – αρνείται τη συνθετική αρχική σύλληψη του Είναι, – αρνείται την αμεσότητα της παρουσίας τού Είναι στη σκέψη, αντικαθιστώντας την με μια αυτομεσολάβηση του Είναι, νοούμενου ταυτόχρονα ως είναι και σκέψη, – και εισάγει την ιδέα μιας «γνωσιολογικής κυκλικότητας ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο», αντί να αποδίδει ρεαλιστικά την προτεραιότητα του αντικειμένου12.

Το κύριο σημείο είναι το πρώτο από τα τρία: για τον θωμιστικό ρεαλισμό, η αρχή έγκειται στην «σύλληψη του διαλεκτικού συμπλέγματος του ens», αφού «η έννοια του ens βρίσκεται στην αυγή της συνείδησης» και το θωμιστικό ens είναι το πρώτο άμεσο θεμέλιο (primum fundans immediatum), το οποίο απαιτείται σε όλα τα επίπεδα της συνείδησης13.

Αντίθετα, ο υπερβατολογικός ρεαλισμός ξεκινά από τα αντικείμενα της σκέψης, στη συνέχεια ανέρχεται στην a priori πράξη που τα συγκροτεί, έπειτα στο δυναμισμό αυτής της πράξης και τέλος στον απόλυτο σκοπό που αυτή προϋποθέτει — δηλαδή στον Θεό.

Θα έχουμε την ευκαιρία να επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα του Θεού στον Ράνερ· προς το παρόν, ας σημειώσουμε πώς το θέτει ο Maréchal:
η ανθρώπινη υπερβατολογική προθετικότητα, νοούμενη ως ανοιχτή προς όλο το είναι και ικανή να θεμελιώνει την κρίση που καθιστά το ον πραγματικό,
**προϋποθέτει το άνοιγμα προς το Απόλυτο Είναι (Θεό)**14.


Ας συγκρατήσουμε εδώ δύο παρατηρήσεις του Gilson, που θα μας φανούν χρήσιμες για τον Ράνερ: για αυτόν τον Θεό δεν μπορεί να υπάρξει απόδειξη εκ των υστέρων (a posteriori), ενώ για τον Άγιο Θωμά αυτή είναι η μόνη δυνατή·
ο Θεός είναι για εμάς **πάντοτε και μόνο ένα αξίωμα (postulato)**15 — δύο χαρακτηριστικά σαφώς καντιανά και καθόλου θωμιστικά.


Ο Gilson γράφει αυτή την κριτική προς τον Maréchal το 1939. Ο Ράνερ δημοσιεύει το Geist in Welt (Πνεύμα μέσα στον κόσμο) το ίδιο έτος (1939) και το Hörer des Wortes (Ακροατές του λόγου) το 1940. Μπορούμε, επομένως, να υποστηρίξουμε ότι οι κριτικές που απευθύνονται στον Maréchal μπορούν να εφαρμοστούν και στον Ράνερ: η χρονολογία το επιτρέπει και ένα πέρασμα του Gilson το υποδηλώνει: «Τίποτε δεν θα εμποδίσει ποτέ κανέναν να επιχειρήσει ξανά και ξανά μια προσπάθεια αυτού του τύπου»16. Αυτό ακριβώς έκανε ο Ράνερ.

Ας συνοψίσουμε συνοπτικά τις καινοτομίες του “υπερβατολογικού ρεαλισμού”, στην προσπάθειά του να υπερβεί τον Καντ με τον Καντ:
το αντικείμενο δεν είναι πλέον το σύνολο του ens ως εκείνου που έχει το είναι, αλλά το αντικείμενο που καθίσταται πραγματικό μέσω της σκέψης, δηλαδή το σκεπτόμενο αντικείμενο· – δεν υπάρχει καμία αρχική αμεσότητα μεταξύ σκέψης και είναι· η γνώση του είναι είναι πάντοτε διαμεσολαβημένη από τη συνείδηση και επομένως δυναμική·μεταξύ σκέψης και είναι δίνεται, μέσα στη συνείδηση, μια αρχική ταυτότητα· – στη συνείδηση αποδίδεται μια αρχική προθετικότητα μεταφυσικής φύσης, ικανή να θεμελιώνει την πραγματικότητα του αντικειμένου· – αυτή η θεμελιωτική προθετικότητα συντελείται στην κρίση, όπου η συνείδηση καθιερώνει τον σύνδεσμο “είναι” (copula “è”)· από αυτή τη στιγμή το αντικείμενο της σκέψης γίνεται και πραγματικό αντικείμενο· – αυτή η προθετικότητα της συνείδησης είναι a priori: δεν προέρχεται από τη γνώση του είναι αλλά την προϋποθέτει και την καθιστά δυνατή, και επομένως είναι υπερβατολογική με τη νεωτερική σημασία του όρου – αυτή η apriorica προθετικότητα είναι άνοιγμα προς όλο το είναι, και επομένως προϋποθέτει το Απόλυτο Είναι, δηλαδή τον Θεό. Όλα αυτά τα σημεία δηλώνουν το ακριβώς αντίθετο από όσα υποστηρίζει ο θωμιστικός ρεαλισμός17.

Σημειώσεις (μέσα στο κείμενο)

1 S. Vitiello, Rahner oltre Rahner. L’ontologia del simbolo in Karl Rahner, Cantagalli, Siena 2025.
2 Ivi, p. 30.
3 É. Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza, 1939, Studium, Roma 2012, p. 152.
4É. Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza cit.
5Ivi, pp. 147-166.
6Ivi, p. 162.
7C. Fabro, La svolta antropologica di Karl Rahner, 1974, Edivi, Segni 2011, p. 59.
8 É. Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza cit., p. 152.
9Ivi, p. 149.     10Ivi, p. 159.
11 Ivi, p. 152.   12 Ivi, p. 155.
13 S. Vitiello, Rahner oltre Rahner cit., p. 143.
14Ivi, p. 144.
15C. Fabro, La svola antropologica …, cit., p. 37.
16 Ivi, p. 39.     17Ivi, p. 166.

Σημειώσεις-Διαφάνειες που προβλήθηκαν κατά την ομιλία
1.Cornelio Fabro, από το έργο La svolta antropologica di Karl Rahner, 1974, Edivi, Segni 2011, σ. 59,:

«Υπερβατολογικό σημαίνει εκείνο που Είναι και πρέπει να είναι δοσμένο a priori μέσα στο υποκείμενο, υπό την έννοια του προϋποτιθέμενου για τη γνώση· και δηλώνει, επομένως, τη ριζική σύσταση —με ενεργό και δραστικό τρόπο— του πνεύματος ή του υποκειμένου ως εκείνου που προλαμβάνει και είναι ανεξάρτητο, αλλά παρ’ όλα αυτά καθοριστικό, σε σχέση με το αντικείμενο της εμπειρίας.»

2. Étienne Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza, 1939, Studium, Roma 2012, σ. 159:

«Αυτή [η προθετικότητα] εκφράζει τη σύλληψη ενός “καθ’ εαυτό”, που έχει ήδη πραγματοποιηθεί στο οντολογικό επίπεδο, και η γνώση του οποίου επιτρέπει στο γνωρίζον υποκείμενο να αποκτήσει συνείδηση... Όταν η σκέψη τείνει προς το αντικείμενο, το αντικείμενο την έχει ήδη προηγηθεί· είναι ακριβώς επειδή το έχει ήδη συναντήσει, που το υποκείμενο μπορεί στη συνέχεια να στραφεί προς αυτό.»

3. Étienne Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza, 1939, Studium, Roma 2012, σ. 155:

«Το να επιχειρεί κανείς να σπάσει τις πύλες της φυλακής όπου η κριτική έχει κλειστεί, και να προσπαθεί να τις σπάσει από μέσα, αφού πρώτα έχει ο ίδιος κλειστεί μέσα της: αυτή είναι η επιχείρηση στην οποία ο πατήρ Μαρεσάλ αφιερώθηκε ηρωικά.»

4.Étienne Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza, 1939, Studium, Roma 2012, σ. 166: Τίποτα δεν θα εμποδίσει ποτέ κανέναν να επιχειρεί, ξανά και ξανά, μια προσπάθεια αυτού του είδους

5. Το αντικείμενο δεν είναι πλέον το σύνολο του ens, νοούμενο ως εκείνο που έχει το Είναι, αλλά είναι το αντικείμενο που καθίσταται πραγματικό από τη σκέψη μας, το αντικείμενο ως νοημένο· δεν υπάρχει καμία αρχική αμεσότητα μεταξύ σκέψης και Είναι, αλλά η γνώση του Είναι είναι πάντοτε διαμεσολαβημένη από τη συνείδηση και επομένως δυναμική· μεταξύ σκέψης και Είναι δίνεται μέσα στη συνείδηση μια αρχική ταυτότητα· στη συνείδηση αποδίδεται μια αρχική προθετικότητα μεταφυσικής φύσης, ικανή δηλαδή να θεμελιώνει την πραγματικότητα του αντικειμένου·
αυτή η θεμελιωτική προθετικότητα ολοκληρώνεται στην κρίση, με την οποία η συνείδηση καθιερώνει τη συνδετική λέξη “Είναι” (copula “è”)· από αυτή τη στιγμή το αντικείμενο της σκέψης γίνεται επίσης πραγματικό αντικείμενο·
αυτή η προθετικότητα της συνείδησης είναι a priori· δεν προέρχεται από τη γνώση του Είναι, αλλά την προηγείται και την καθιστά δυνατή, και επομένως είναι υπερβατολογική με τη νεωτερική σημασία του όρου· αυτή η apriorica προθετικότητα είναι άνοιγμα προς όλο το Είναι και επομένως προϋποθέτει το Απόλυτο Είναι, δηλαδή τον Θεό.

Όλα αυτά τα σημεία αντιστρέφουν πλήρως ό,τι διδάσκει ο θωμιστικός ρεαλισμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: