Συνέχεια από: Κεφάλαιο Τέταρτο: Η ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ο ΕΡΩΣ, ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
H ἀσκητικὴ ἁγνότητα, ποὺ ἀντιτάσσεται στὴν ἀπολυτοποιημένη καὶ καὶ ἀπροσωποποιημένη ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, ὁρίζεται στὴν Κλίμακα ὡς ἔρως Θεοῦ. Ἡ ὁδὸς τῆς ἁγνείας εἶναι μιὰ ὁδὸς ἐρωτική, εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἔρωτα στὶς διαστάσεις τῆς προσωπικῆς κοινωνίας.«Αγνός ἐστιν, ὁ ἔρωτι ἔρωτα διακρουσάμενος, καὶ πῦρ ὑλαῖον πυρὶ ἀΰλῳ ἀποσβέσας»1. [Ἁγνὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸν ἕνα ἔρωτα ἀπέκρουσε τὸν ἄλλο ἔρωτα, καὶ ἔσβησε τὸ ὑλικὸ μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ.][ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΗ ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΧΕΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΜΈ ΤΌ ΆΥΛΟ ΠΎΡ ΑΠΟΣΒΑΊΝΕΙ ΤΌ ΥΛΙΚΌ ΠΎΡ;ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΠΥΡ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΛΟ; Η ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΚΟΙΝΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ; Η ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΡΩΣ ΘΕΟΥ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ; ΤΙ ΕΙΝΑΙ; ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΝΙΚΗΘΕΙ Η ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ;ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΨΕΙ ΤΟ ΠΥΡ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΜΜΑ; ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΑΝΑΜΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΑΚΡΙΝΕΙ ΤΟΝ ΕΚΛΕΚΤΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΗΤΟ;]
Αὐτὸς ὁ ὁρισμὸς ἀναφέρει τὴν ἁγνότητα σὲ μιὰ προσωπική σχέση καὶ ὄχι ἁπλῶς στὴν ἀρνητικὴ ἀποχὴ ἀπὸ τὴ σαρκικὴ ἕνωση. Πρέπει νὰ γίνη ἡ βασικὴ αὐτὴ διάκριση: Ἡ σωματικὴ ἀποχὴ συνιστᾶ τὴν ἐγκράτεια καὶ ἡ ἐγκράτεια μπορεῖ νὰ εἶναι καρπὸς τοῦ Νόμου ἢ ἐπίτευγμα φιλόσοφου βίου - ἡ φυσικὴ ἐπιθυμία μπορεῖ νὰ κυριαρχηθῆ καὶ τὸ σαρκικὸ πάθος νὰ κατασταλῆ μὲ μιὰ προσπάθεια ἠθικῆς καὶ φιλοσοφημένης αὐτοκυριαρχίας. ᾿Αλλὰ ἡ ἁγνότητα εἶναι ἕνα γεγονὸς θετικὸ καὶ ὁρίζεται μόνο ἀπὸ τὸν προσωπικὸ ἔρωτα γιὰ τὸν Θεό.[ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΤΕ;]
Γίνεται ἔτσι κατανοητὴ καὶ μιὰ δεύτερη διάκριση: Ἡ γενετήσια σχέση ἢ ἡ γενετήσια ἀποχὴ ἀφοροῦν στὸ βιολογικὸ ἄτομο καὶ μποροῦν νὰ ἀναφέρωνται θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ στὸ ἠθικὸ παράγγελμα. Ἡ ἁγνότητα ἀφορᾶ στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, προϋποθέτει τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀτομικῆς φύσεως, τὴν εἴσοδο στὸν χῶρο τῆς καθολικότητος τῆς προσωπικῆς σχέσεως ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπαχθῆ σὲ ἀντικειμενικὲς ἐπιταγές.[ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΠΑΘΟΥΣ; ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, ΘΑΥΜΑΣΜΟ; ΚΑΤΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ]
Ἡ ἁγνότητα, ὅπως ὁρίζεται στὴν Κλίμακα, ὡς ἔρως Θεοῦ, εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀποκατάσταση τοῦ προσώπου, ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀτομικότητος τοῦ εἴδους ποὺ εἶναι ὁ φορέας τῆς ἀπρόσωπης ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ἀποκατάσταση στὸν προσωπικό τρόπο ὑπάρξεως προϋποθέτει μιὰ διπλὴ πορεία: τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία τοῦ ἀπρόσωπου εἴδους, καὶ τὴν ἄμεση κοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸ κατεξοχήν Πρόσωπο «κατ' εἰκόνα» τοῦ Ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος.[ΚΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΤΗΡΙΞΟΥΝ ΜΙΑ ΑΔΙΑΝΟΗΤΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ] Ὁ ἔρωτας γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ πληρωματικὴ ἐκείνη σχέση προσωπικῆς κοινωνίας ποὺ ἀποτελεῖ τὴν τελικὴ ἀναζήτηση κάθε ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ἀναγωγὴ τοῦ ἀτόμου σὲ πρόσωπο, νὰ τὶ εἶναι ἡ ἁγνότητα. Μέτρο καὶ κριτήριο αὐτῆς τῆς ἀναγωγῆς εἶναι τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ὁ ἔρωτας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ ὑπέρτατο κάλλος τοῦ Δεσποτικοῦ Προσώπου.[ΚΑΙ Η ΔΙΟΤΙΜΑ;]
Στὴν Κλίμακα χαρακτηρίζεται «μέγας μὲν ὁ ἐπ᾿ ἀφῇ ἀπαθεὶς διαμείνας· μείζων δὲ ὁ ἐκ θέας μείνας ἄτρωτος, καὶ νικήσας θέαν πυρὸς ἐννοίᾳ κάλλους τῶν ἄνω»2. [Μέγας εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στὴν ἁφὴ παρέμεινε ἀπαθής. Ἀνώτερος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔμεινε ἄτρωτος ἀπὸ τὴν θέα, καὶ ἐνίκησε τὴν θέα τοῦ σαρκικοῦ πυρὸς μὲ τὴν σκέψι τοῦ οὐρανίου κάλλους.]
Ὁ ἐκ θέας μείνας ἄτρωτος μόνο μὲ τὴν ἀναφορὰ σὲ ἕνα προσωπικὸ κάλλος, στὴν ἀλήθεια τοῦ θείου Προσώπου, μπορεῖ νὰ πετύχη τὸ κατόρθωμα τῆς ἁγνότητος. Ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἀναφέρει ὡς «ἀκρότατον ἁγνείας ὅρον» τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα:
«Κάλλος γάρ τις, φησί, θεασάμενος,
τὸν Ποιητὴν μεγάλως ἐξ ἐκείνου ἐδόξασε·
καὶ ἀπὸ μόνης τῆς θέας εἰς ἀγάπην Θεοῦ
καὶ δακρύων πηγὴν ἐκεκίνητο·
καὶ ἦν θάμβος ἰδέσθαι τὸν ἑτέρου βόθρον
ἄλλῳ στεφάνων αἴτιον ὑπὲρ φύσιν γινόμενον.
Εἰ πάντοτε ὁ τοιοῦτος ἐν τοῖς τοιούτοις
τὴν τοιαύτην αἴσθησιν καὶ ἐργασίαν κέκτηται,
ἀνέστη ἄφθαρτος πρὸ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως.3
[«Κάποιος, μοῦ εἶπε, ἀτενίζοντας σωματικὸ κάλλος,
παρακινούμενος ἀπὸ αὐτὸ ἐδοξολόγησε τὸν Δημιουργό.
Καὶ μόνο ἀπὸ τὴν θέα του κινήθηκε σὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν
καὶ σὲ ἀκατάπαυστα δάκρυα.
Καὶ σὲ κατελάμβανε θάμβος νὰ βλέπης τὸν βόθρο τοῦ ἑνὸς
νὰ γίνεται μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο αἰτία στεφάνων στὸν ἄλλο».
Ἐὰν πάντοτε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἰς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ θέματα
ἔχῃ τὴν ἴδια αἴσθησι καὶ ἀντιμετώπισι,
ἀνεστήθη ἄφθαρτος πρὸς τῆς κοινῆς ἀναστάσεως».]
Ὁ σχολιαστὴς τοῦ κειμένου σημειώνει ὅτι τὸ γεγονὸς ἀναφέρεται στὴν περίπτωση «Νόννου τοῦ ἀσκητοῦ, τοῦ τὴν ἁγίαν Πελαγίαν βαπτίσαντος». Αν ἡ ἀναφορὰ εἶναι αὐθεντική, ἡ δοξολογία καὶ τὸ δάκρυον τοῦ ἀσκητοῦ εἶχαν ὡς ἀφορμὴ τὸ κάλλος ὄχι τοῦ προσώπου ἀλλὰ ὁλόκληρου τοῦ σώματος. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς πραγματικότητος τοῦ προσώπου. Τὸ ὅλο ἀνθρώπινο σῶμα ἀποκαθίσταται στὴν πραγματικότητα τοῦ προσώπου ὅταν ὑπερβαθῆ ἡ φυσική διάκριση τοῦ εἴδους. Ὁ ἀσκητὴς δοξολογεῖ τὸν Θεὸ πραγματοποιώντας αὐτὴ τὴν ὑπέρβαση, τὴν ἀναγωγὴ «ἀπὸ μόνης τῆς θέας» τοῦ ἀνθρώπινου κάλλους, «εἰς ἀγάπην Θεοῦ» στὸν προσωπικό του ἔρωτα γιὰ τὸ κάλλος τοῦ θείου Προσώπου.[ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ;] Ὅσοι βλέπουν στὴ διάκριση τῶν φύλων μιὰ προγνωστικὴ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐγκατέμειξε τὴν ἄλογη κτηνωδία στὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀγνοοῦν αὐτὴ τὴ δυνατότητα τῆς ἐρωτικῆς ἀναγωγῆς ἀπὸ τὸ εἶδος στὸ πρόσωπο.[Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ. ΑΝΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΜΗΛΑ ΣΤΑ ΥΨΗΛΑ ΔΕΝ ΝΟΕΙΤΑΙ ΚΑΘΩΣ Ο ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΣ ΔΙΑΣΤΡΕΦΕΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ] Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἕλξη τοῦ εἴδους στὸ πλήρωμα τῆς προσωπικῆς ἀναφορᾶς, στὸν χῶρο τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, εἶναι τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπινου βίου, ἡ ἐσχατολογικὴ κατάληξη τοῦ σώματος: «Εἰ πάντοτε ὁ τοιοῦτος ἐν τοῖς τοιούτοις τὴν τοιαύτην αἴσθησιν καὶ ἐργασίαν κέκτηται, ἀνέστη ἄφθαρτος πρὸ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως». ῎Αν, λοιπόν, ἡ ἁγνότητα ἔχει πάρει μιὰ τόσο κεντρική θέση στὴ χριστιανικὴ ἀσκητικὴ εἶναι γι' αὐτὸ τὸν λόγο: ὁρίζει τὸ πλήρωμα τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ, τὴν ἀποκατάσταση τοῦ προσώπου στὴν ἀναφορική του καθολικότητα, στὴν προπτωτική του ἀκεραιότητα, ποὺ εἶναι δόξα καὶ ἀφθαρτοποίηση καὶ ἁγιασμὸς τῆς φύσεως.[Η ΜΟΝΗ ΑΦΘΑΡΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΤΑΡΙΧΕΥΣΗ, Ή Η ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗ ΜΟΥΜΙΟΠΟΙΗΣΗ]
«Αγνεία ἐστίν,
ἀσωμάτου φύσεως οἰκείωσις.
῾Αγνεία ἐστίν,
οἶκος Χριστοῦ ἐπέραστος,
καὶ οὐρανὸς καρδίας ἐπίγειος.
῾Αγνεία ἐστὶ
φύσεως ὑπερφυὴς ἄρνησις,
καὶ σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ
παράδοξος ὄντως πρὸς ἀσωμάτους ἅμιλλα»4.
[«Αγνεία σημαίνει ἀπόκτησις τῆς ἀσωμάτου φύσεως.
Ἁγνεία σημαίνει ζηλευτὸς οἶκος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς καρδιᾶς.
Ἁγνεία σημαίνει ὑπερφυσικὴ ἀπάρνησις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως,
μία ἀληθινὰ παράδοξη ἅμιλλα σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ
πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους]
Η ΑΓΝΟΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΙΣ. Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΑ.ΜΟΙΑΖΕΙ ΟΛΗ Η ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ. Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΗ-ΠΟΛΕΜΟΣ.ΜΙΑ ΚΑΘΑΡΟΤΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΠΟΛΕΜΑ ΤΟΝ ΜΟΛΥΣΜΟ.ΜΙΑ ΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ.
Ὁ ὁρισμὸς τῆς ἁγνότητος ὡς ὁδοῦ ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ σημαίνει μιὰ καταρχὴν κατάφαση στὴ δυνατότητα τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης καὶ κοινωνίας. Καὶ ἡ κατάφαση αὐτὴ εἶναι διατυπωμένη συχνὰ καὶ ἐμφαντικὰ στὶς σελίδες τῆς Κλίμακος. Στὸ ἀσκητικὸ αὐτὸ κείμενο ἡ καταξίωση τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς δὲν βασίζεται στὴν ἀντικειμενικὴ νομιμοποίησή της, δὲν ὑπάρχει ξεχωριστὴ διδασκαλία γιὰ τὸν χριστιανικό γάμο, γιὰ τὴν ἀξιολόγησή του καὶ τὴν ἀναγωγή του σὲ μυστήριο (οὔτε, βέβαια, καὶ ἡ συγκαταβατικὴ ἀναγνώρισή του ὡς νομιμοποιημένης ἀδυναμίας, ὅπως σὲ πολλὰ ἄλλα πατερικά κείμενα). Ἐδῶ ἔχουμε μιὰν ἄμεση ἀναφορὰ στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ στὴ δεδομένη ἐρωτική δυνατότητα, μιὰν ἀποδοχὴ τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτα χωρίς ξεχωριστή φροντίδα γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἀντικειμενικῆς του νομιμότητος. Ἡ δυνατότητα τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς, τὸ πάθος τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ προϋπόθεση γιὰ τὴ σωστή σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ αὐτὴ ἡ προϋπόθεση γίνεται ἀποδεκτή χωρὶς τοὺς ἐνδοιασμοὺς τῆς ἀντικειμενικῆς (δηλαδὴ ἀπροσωποποιημένης) κοινωνικῆς Ἠθικῆς.
«Πόθου τοῦ πρὸς τὸν Θεόν,
ὁ τῶν σωμάτων ἔρως τύπος γενέσθω σοι».5
Τὸ πρότυπο τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεὸ πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ στὶς μορφὲς τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτα καὶ μάλιστα τοῦ σωματικοῦ ἔρωτα, ὄχι τῶν ἰδεαλιστικῶν σχημάτων τῆς πλατωνικῆς νοσταλγίας. Τὸ παραπάνω χωρίο δὲν εἶναι μιὰ μεταφορά, ἕνας εἰκονισμὸς ἢ συμβολισμός. «Τύπος» σημαίνει τὸ πρότυπο, τὸν συγκεκριμένο τρόπο, τὴν ἴδια ὁδό. Ὁ ἔρως τῶν σωμάτων εἶναι ἡ ἐναργέστερη ἀναζήτηση τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων. Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι τόσο πραγματικὸς καὶ συγκεκριμένος καὶ ὑποστατικὸς ὅσο καὶ ὁ ἀνθρώπινος, ὁ σωματικὸς ἔρωτας, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸ Πρόσωπο τοῦ Δεσπότου στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται εἶναι τὸ κατεξοχήν Πρόσωπο, τὸ ἀρχέτυπο τοῦ προσώπου.
«Εἰ πρόσωπον φιλουμένου ἐναργῶς ὅλους ἡμᾶς μεταβάλλει, καὶ φαιδρούς, καὶ ἱλαρούς, καὶ ἀλύπους ἀπεργάζεται, τι δ᾽ ἂν ποιήσειε πρόσωπον Δεσπότου, ἐν καθαρᾷ ψυχῇ ποιουμένου ἀοράτως ἐπιδημίαν;» [Μετάφραση: Ἐὰν τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν παρουσία του καὶ μᾶς κάνη φαιδροὺς καὶ χαρωποὺς καὶ χωρὶς λύπη, τί δὲν θὰ προξενῆ ἄραγε τὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικὰ τὴν καθαρὴ ψυχή;]6
Ἡ φαιδρότητα, ἡ ἱλαρότητα καὶ ἡ ἀλυπία εἶναι οἱ καρποὶ τοῦ ἔρωτα ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενο ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο. Καὶ οἱ καρποὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς οἱ αἰσθηματικὲς ἐξάρσεις μιᾶς εὐδαιμονικῆς εὐφροσύνης, ἀλλὰ βιώματα μιᾶς πληρωματικῆς ἀκεραιότητος, τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ προσώπου στὴν ἀρχική του καθολικὴ ἀναφορικότητα;;;;. Στὴν ἐρωτικὴ σχέση τὸ πρόσωπο ἐλευθερώνεται ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ἀτομικῆς φύσεως καὶ ξαναβρίσκει τὶς καθολικές του διαστάσεις συγκεφαλαιώνοντας τὴ φύση. Ωστόσο, αὐτὴ ἡ ἀποκατάσταση πραγματοποιεῖται σὲ ποικίλες βαθμίδες, σὲ διαφοροποιημένα στάδια πληρότητος, γιατὶ ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι μόνο μιὰ δεδομένη συστατικὴ ἰδιότητα τοῦ προσώπου ἀλλὰ καὶ ἕνα ἐπίτευγμα ὑπερβάσεως τῆς ἀτομικότητος τῆς φύσεως. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ μακαριώτερος ἔρωτας εἶναι ὁ ἔρωτας γιὰ τὸ θεῖο Πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, τὸ μοναδικό Πρόσωπο ποὺ εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε περιορισμὸ ἀτομικότητος καὶ συγκεφαλαιώνει τὸ ἀπερινόητο «κάλλος» τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ. Καὶ προϋποθέτει «καθαρὰν ψυχήν» ὁ θεῖος ἔρωτας, δηλαδή, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν πληρέστερη δυνατὴ ἀποκατάσταση τῆς προσωπικῆς καθολικότητος.
᾿Αφετηρία, πάντως, καὶ ἀπαρχὴ κατανοήσεως γιὰ τὴν πληρωματικὴ αὐτὴ σχέση προσωπικῆς κοινωνίας ποὺ εἶναι ὁ θεῖος ἔρωτας, παραμένει ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας, τὸ «πάθος» καὶ ἡ «μανία» τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης.
«Μακάριος ὅστις τοιοῦτον πρὸς Θεὸν ἐκτήσατο ἔρωτα, οἷον μανικὸς ἐραστὴς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐρωμένην κέκτηται»7.
Κανένα πλαίσιο ἠθικῆς δεοντολογίας καὶ καμμιὰ φιλοσοφικὴ ἐπινόηση δὲν μπορεῖ νὰ ὁρίση τὴ δυνατότητα τῆς ἄμεσης προσωπικῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεό, ὅπως τὴν ὁρίζει ὁ «μανικὸς ἔρως» τῶν ἑτερόφυλων προσώπων.
Τόσο στὴν περίπτωση τοῦ θείου Προσώπου ὅσο καὶ στὴν περίπτωση τῶν ἀνθρώπινων προσώπων ὁ ἔρωτας διατηρεῖ τὸν χαρακτήρα τοῦ πάθους. Τὸ πάθος πρέπει νὰ τὸ κατανοήσουμε ἐδῶ μὲ τὸ περιεχόμενο ποὺ τοῦ δώσαμε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἑρμηνεύοντας τὴ σχετική διδασκαλία τῆς Κλίμακος: Ὡς καθολική παρόρμηση καὶ ἔφεση καὶ φορὰ τοῦ προσώπου γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν στόχων καὶ ἀρετῶν ποὺ ὁλοκληρώνουν τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση. Ὁ ἔρωτας, λοιπόν, εἶναι ἕνα τέτοιο καθολικό πάθος, μιὰ φυσικὴ φορὰ πρὸς τὴν πληρότητα τῆς προσωπικῆς κοινωνίας, πρὸς τὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ ποὺ εἶναι καταρχήν τὸ πρόσωπο ὡς ἐκστατικὴ ἀναφορική καθολικότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκφράζει πάντοτε τὸ ἐρωτικὸ πάθος τὴ βαθύτερη ὑπαρκτική ἀναζήτηση, ἔστω καὶ ἂν ἀποτυγχάνη στὴν πραγμάτωση τοῦ προσδοκώμενου τέλους.8
Ἡ Κλίμακα μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι πάθος κοινὸ ἐπὶ σωμάτων καὶ ἐπὶ ἀσωμάτων – τόσο ὅταν ἀναφέρεται σὲ ἀνθρώπινα πρόσωπα ὅσο καὶ ὅταν ἀναφέρεται στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ ὄντως ἐρῶν,
ἀεὶ τοῦ φιλουμένου φαντάζεται τὸ πρόσωπον,
καὶ τοῦτο ἔνδον ἐνηδόνως περιπτύσσεται.
Ὁ τοιοῦτος
οὐκέτι οὐδὲ καθ᾽ ὕπνους ἠρεμεῖν τοῦ πόθου δύναται,
ἀλλὰ κἀκεῖ τῷ ποθουμένῳ προσαδολεσχεῖ.
Οὕτως ἐπὶ σωμάτων,
οὕτως ἐπεὶ ἀσωμάτων πέφυκε γίνεσθαι»9.
Τὸ «πέφυκε» ἀναφέρεται στὸ συστατικὸ τῆς φύσεως ἰδίωμα, στὴ φυσική καταβολὴ τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς. Ἔστω κι ἂν παρεκκλίνη ἀπὸ τὸν φυσικό της προορισμὸ καὶ ἀντικαταστήση τὴν ἀναζήτηση τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὴν ἀπρόσωπη ἐπιθυμία τοῦ εἶδους, ἡ ἐρωτικὴ ἀναφορὰ παραμένει πάντοτε μιὰ ἀνοιχτὴ δυνατότητα ἐπιστροφῆς στὴ σωστὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Αν ὁ Θεὸς εἶναι πραγματικὰ προσωπικός, καὶ ὄχι μιὰ ἀπρόσωπη ἀξιολογική, ἠθικὴ ἢ αἰτιολογικὴ ᾿Αρχή, τότε ἡ σχέση μαζί Του δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος τῆς νυχθήμερης ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς, τὴ «μανική» αὐτὴ ἐπιθυμία ποὺ γεμίζει τὴ ζωὴ σὲ κάθε της πτυχὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἀγαπημένου προσώπου. Στὸν ἔρωτα τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο καλύπτει κάθε χῶρο σὲ κάθε στιγμή, εἶναι παντοῦ μὲ ἕνα τρόπο ποὺ δὲν εἶναι ἐπιθυμία μόνο ἢ προτίμηση καὶ νοσταλγία, ἀλλὰ ἄμεση κοινωνία προσωπικῆς παρουσίας ἢ ὀδυνηρῆς ἐλλείψεως καὶ ἀπουσίας. Αὐτὸς ὁ ἀνειρήνευτος πόθος, ὅπως περιγράφεται στὸ παραπάνω χωρίο τῆς Κλίμακος, προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὴ «γνώση» τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, τὴ βεβαιότητα τῆς παρουσίας ποὺ δίνει καὶ στὴν ἀπουσία τὴν ἐνάργεια καὶ τὴν ὀδύνη τῆς προσωπικῆς ἀπώλειας. Στὰ ἀσκητικά κείμενα περιγράφεται συχνὰ ἡ «οἰκονομικὴ» αὐτὴ εὔρεση καὶ ἀπώλεια τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ, ποὺ διατηρεῖ τὸν θεῖο ἔρωτα στὴν ἔνταση τοῦ πάθους:
«Ἐν ἀρχαῖς μὲν εὐθὺς γνωρίζων ὁ νήπιος τὸν ἑαυτοῦ πατέρα,
χαρᾶς ὅλος πεπληρωμένος γίνεται˙
τούτου δὲ πρὸς χρόνον οἰκονομικῶς ἀποδημοῦντος,
εἶτα πάλιν ἐπιδημοῦντος,
χαρᾶς ὁ παῖς, καὶ λύπης ἀνάμεστος γίνεται·
χαρᾶς μέν, ὡς τὸν ποθούμενον ἰδών·
λύπης δέ, διὰ τὴν ἐν τοσούτῳ χρόνῳ τοῦ καλοῦ κάλλους στέρησιν».10
Εἶναι ἡ στέρηση καὶ ἡ ὀδύνη τῆς ἀπουσίας ποὺ ὁρίζει τὴ βεβαιότητα τῆς προσωπικῆς ἐπιγνώσεως καὶ διατηρεῖ τὸν χαρακτήρα τοῦ πάθους στὸν θεῖο ὅσο καὶ στὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα. Ἡ ἐρωτικὴ ἀπουσία ἐκφράζεται πάντοτε μὲ κατηγορίες αἰσθητικές, εἶναι στέρηση κάλλους, πάθος καὶ δίψα μετοχῆς στὸ πλήρωμα τοῦ κάλλους ποὺ εἶναι τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο. Ἡ Κλίμακα σημειώνει καὶ τὴν ἀντιστοιχία μὲ τὴ σωματικὴ δίψα, τὴν πιὸ ἐπιτακτικὴ στέρηση καὶ ἐπιθυμία:
«Ἡ μὲν τῆς πείνης ἐνέργεια, ἄδηλός τίς ἐστι, καὶ ἀσήμαντος·
ἡ δὲ τῆς δίψης, ἐπιτακτική τις καὶ προφανής,
καὶ τοῦ φλογμοῦ πᾶσι σημαντική·
διὰ τοῦτό φησιν ὁ Θεὸν ποθῶν.
Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα».11
᾿Αλλοῦ, ἡ ἐρωτικὴ στέρηση καὶ ἐπιθυμία παρομοιάζεται μὲ τραῦμα τῆς ψυχῆς, ἡ ψυχὴ εἶναι πληγωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι τόση ἡ ὀδύνη τῆς ἀπουσίας τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, ἡ ἔλλειψη τῆς πληρότητος τῆς κοινωνίας, σὰν ὀδυνηρὴ πληγὴ ποὺ διατηρεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐγρήγορση ἀδιάκοπη, νύχτα καὶ μέρα.
«Τούτῳ τις τῷ βέλει τρωθείς, ἔλεγε περὶ ἑαυτοῦ, (ὅπερ θαυμάζω),
ὡς, ἐγὼ καθεύδω, διὰ τὴν χρείαν τῆς φύσεως,
ἡ δὲ καρδία μου γρηγορεῖ, διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος».12
Ἡ ἔκφραση εἶναι δανεισμένη ἀπὸ τὸ ῎Ασμα ᾿Ασμάτων, ἀπὸ τὸ ἐρωτικὸ αὐτὸ τραγούδι στὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία εἶδε πάντοτε τὴν εἰκόνα τοῦ ἔρωτα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς γιὰ τὸν Θεὸ ἢ τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία».13
Σὲ ἀντίθεση;;;, λοιπόν, μὲ ἄλλα πατερικά κείμενα ποὺ διαστέλλουν μὲ ὀξύτητα τὸν θεῖο ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα14, ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννου μᾶς βεβαιώνει ἐμφαντικὰ ὅτι εἶναι ἡ ἴδια καθολικὴ ἐρωτικὴ ἀναφορὰ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχῃ ὡς ἀντικείμενο ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἢ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο ἡ σωστὴ ἐρωτικὴ ἀναφορά, ἀλλὰ καὶ;;; ἡ παραστρατημένη περίσπαση τῆς ἐπιθυμίας στὸν χῶρο τοῦ ἀπροσωποποιημένου εἴδους, ἡ ἀνικανοποίητη καὶ ἀδιέξοδη ἐρωτικὴ ἀπληστία, εἶναι δυνατὸ νὰ μεταστραφῇ σὲ πόθο Θεοῦ, σὲ ἔρωτα θεῖο. Εἶναι ἀποκαλυπτικὸ τὸ ἀκόλουθο χωρίο τῆς Κλίμακος:
«Εἶδον ἀκαθάρτους ψυχὰς
περὶ ἔρωτας σωμάτων ἐμμανῶς διακειμένας·
καὶ δὴ αὗται σκῆψιν μετανοίας προσλαβόμεναι
ἐκ πείρας ἔρωτος τὸν αὐτὸν πρὸς Κύριον μετενηνόχασιν ἔρωτα˙
καὶ πάντα φόβον εὐθὺς ὑπερπηδήσασαι,
ἀπλήστως εἰς ἀγάπην Θεοῦ ἐνεκεντρίσθησαν·
διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος τῇ σώφρονι ἐκείνῃ πόρνῃ
οὐ λέγει ὅτι ἐφοβήθη, ἀλλ᾽ ὅτι ἠγάπησε πολύ,
καὶ ἠδυνήθη εὐχερῶς ἔρωτι ἔρωτα διακρούσασθαι».16
[Μετάφραση: Είδα ακάθαρτες ψυχές
πού έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες.
Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον.
Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου
και εκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θεού.
Γι΄αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48)
δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ»
και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον].
[ΜΑΣ ΔΙΕΦΥΓΕ ΜΑΛΛΟΝ Η ΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ.ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ ΜΑΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΜΑΣ. ΠΟΥ ΜΑΣ ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΕΛΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΕΣ.]
Σημειώσεις
1. ΙΕ΄ β΄ 86.
2. ΙΕ΄ ζ΄ 86.
3. ΙΕ΄ νη΄ 92-98.
4. ΙΕ΄ β΄ 86.
«Πόθου τοῦ πρὸς τὸν Θεόν,
ὁ τῶν σωμάτων ἔρως τύπος γενέσθω σοι».5
Τὸ πρότυπο τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεὸ πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ στὶς μορφὲς τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτα καὶ μάλιστα τοῦ σωματικοῦ ἔρωτα, ὄχι τῶν ἰδεαλιστικῶν σχημάτων τῆς πλατωνικῆς νοσταλγίας. Τὸ παραπάνω χωρίο δὲν εἶναι μιὰ μεταφορά, ἕνας εἰκονισμὸς ἢ συμβολισμός. «Τύπος» σημαίνει τὸ πρότυπο, τὸν συγκεκριμένο τρόπο, τὴν ἴδια ὁδό. Ὁ ἔρως τῶν σωμάτων εἶναι ἡ ἐναργέστερη ἀναζήτηση τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων. Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι τόσο πραγματικὸς καὶ συγκεκριμένος καὶ ὑποστατικὸς ὅσο καὶ ὁ ἀνθρώπινος, ὁ σωματικὸς ἔρωτας, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸ Πρόσωπο τοῦ Δεσπότου στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται εἶναι τὸ κατεξοχήν Πρόσωπο, τὸ ἀρχέτυπο τοῦ προσώπου.
«Εἰ πρόσωπον φιλουμένου ἐναργῶς ὅλους ἡμᾶς μεταβάλλει, καὶ φαιδρούς, καὶ ἱλαρούς, καὶ ἀλύπους ἀπεργάζεται, τι δ᾽ ἂν ποιήσειε πρόσωπον Δεσπότου, ἐν καθαρᾷ ψυχῇ ποιουμένου ἀοράτως ἐπιδημίαν;» [Μετάφραση: Ἐὰν τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν παρουσία του καὶ μᾶς κάνη φαιδροὺς καὶ χαρωποὺς καὶ χωρὶς λύπη, τί δὲν θὰ προξενῆ ἄραγε τὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικὰ τὴν καθαρὴ ψυχή;]6
Ἡ φαιδρότητα, ἡ ἱλαρότητα καὶ ἡ ἀλυπία εἶναι οἱ καρποὶ τοῦ ἔρωτα ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενο ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο. Καὶ οἱ καρποὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς οἱ αἰσθηματικὲς ἐξάρσεις μιᾶς εὐδαιμονικῆς εὐφροσύνης, ἀλλὰ βιώματα μιᾶς πληρωματικῆς ἀκεραιότητος, τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ προσώπου στὴν ἀρχική του καθολικὴ ἀναφορικότητα;;;;. Στὴν ἐρωτικὴ σχέση τὸ πρόσωπο ἐλευθερώνεται ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ἀτομικῆς φύσεως καὶ ξαναβρίσκει τὶς καθολικές του διαστάσεις συγκεφαλαιώνοντας τὴ φύση. Ωστόσο, αὐτὴ ἡ ἀποκατάσταση πραγματοποιεῖται σὲ ποικίλες βαθμίδες, σὲ διαφοροποιημένα στάδια πληρότητος, γιατὶ ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι μόνο μιὰ δεδομένη συστατικὴ ἰδιότητα τοῦ προσώπου ἀλλὰ καὶ ἕνα ἐπίτευγμα ὑπερβάσεως τῆς ἀτομικότητος τῆς φύσεως. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ μακαριώτερος ἔρωτας εἶναι ὁ ἔρωτας γιὰ τὸ θεῖο Πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, τὸ μοναδικό Πρόσωπο ποὺ εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε περιορισμὸ ἀτομικότητος καὶ συγκεφαλαιώνει τὸ ἀπερινόητο «κάλλος» τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ. Καὶ προϋποθέτει «καθαρὰν ψυχήν» ὁ θεῖος ἔρωτας, δηλαδή, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν πληρέστερη δυνατὴ ἀποκατάσταση τῆς προσωπικῆς καθολικότητος.
᾿Αφετηρία, πάντως, καὶ ἀπαρχὴ κατανοήσεως γιὰ τὴν πληρωματικὴ αὐτὴ σχέση προσωπικῆς κοινωνίας ποὺ εἶναι ὁ θεῖος ἔρωτας, παραμένει ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας, τὸ «πάθος» καὶ ἡ «μανία» τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης.
«Μακάριος ὅστις τοιοῦτον πρὸς Θεὸν ἐκτήσατο ἔρωτα, οἷον μανικὸς ἐραστὴς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐρωμένην κέκτηται»7.
Κανένα πλαίσιο ἠθικῆς δεοντολογίας καὶ καμμιὰ φιλοσοφικὴ ἐπινόηση δὲν μπορεῖ νὰ ὁρίση τὴ δυνατότητα τῆς ἄμεσης προσωπικῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεό, ὅπως τὴν ὁρίζει ὁ «μανικὸς ἔρως» τῶν ἑτερόφυλων προσώπων.
Τόσο στὴν περίπτωση τοῦ θείου Προσώπου ὅσο καὶ στὴν περίπτωση τῶν ἀνθρώπινων προσώπων ὁ ἔρωτας διατηρεῖ τὸν χαρακτήρα τοῦ πάθους. Τὸ πάθος πρέπει νὰ τὸ κατανοήσουμε ἐδῶ μὲ τὸ περιεχόμενο ποὺ τοῦ δώσαμε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἑρμηνεύοντας τὴ σχετική διδασκαλία τῆς Κλίμακος: Ὡς καθολική παρόρμηση καὶ ἔφεση καὶ φορὰ τοῦ προσώπου γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν στόχων καὶ ἀρετῶν ποὺ ὁλοκληρώνουν τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση. Ὁ ἔρωτας, λοιπόν, εἶναι ἕνα τέτοιο καθολικό πάθος, μιὰ φυσικὴ φορὰ πρὸς τὴν πληρότητα τῆς προσωπικῆς κοινωνίας, πρὸς τὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ ποὺ εἶναι καταρχήν τὸ πρόσωπο ὡς ἐκστατικὴ ἀναφορική καθολικότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκφράζει πάντοτε τὸ ἐρωτικὸ πάθος τὴ βαθύτερη ὑπαρκτική ἀναζήτηση, ἔστω καὶ ἂν ἀποτυγχάνη στὴν πραγμάτωση τοῦ προσδοκώμενου τέλους.8
Ἡ Κλίμακα μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι πάθος κοινὸ ἐπὶ σωμάτων καὶ ἐπὶ ἀσωμάτων – τόσο ὅταν ἀναφέρεται σὲ ἀνθρώπινα πρόσωπα ὅσο καὶ ὅταν ἀναφέρεται στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ ὄντως ἐρῶν,
ἀεὶ τοῦ φιλουμένου φαντάζεται τὸ πρόσωπον,
καὶ τοῦτο ἔνδον ἐνηδόνως περιπτύσσεται.
Ὁ τοιοῦτος
οὐκέτι οὐδὲ καθ᾽ ὕπνους ἠρεμεῖν τοῦ πόθου δύναται,
ἀλλὰ κἀκεῖ τῷ ποθουμένῳ προσαδολεσχεῖ.
Οὕτως ἐπὶ σωμάτων,
οὕτως ἐπεὶ ἀσωμάτων πέφυκε γίνεσθαι»9.
Τὸ «πέφυκε» ἀναφέρεται στὸ συστατικὸ τῆς φύσεως ἰδίωμα, στὴ φυσική καταβολὴ τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς. Ἔστω κι ἂν παρεκκλίνη ἀπὸ τὸν φυσικό της προορισμὸ καὶ ἀντικαταστήση τὴν ἀναζήτηση τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὴν ἀπρόσωπη ἐπιθυμία τοῦ εἶδους, ἡ ἐρωτικὴ ἀναφορὰ παραμένει πάντοτε μιὰ ἀνοιχτὴ δυνατότητα ἐπιστροφῆς στὴ σωστὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Αν ὁ Θεὸς εἶναι πραγματικὰ προσωπικός, καὶ ὄχι μιὰ ἀπρόσωπη ἀξιολογική, ἠθικὴ ἢ αἰτιολογικὴ ᾿Αρχή, τότε ἡ σχέση μαζί Του δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος τῆς νυχθήμερης ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς, τὴ «μανική» αὐτὴ ἐπιθυμία ποὺ γεμίζει τὴ ζωὴ σὲ κάθε της πτυχὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἀγαπημένου προσώπου. Στὸν ἔρωτα τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο καλύπτει κάθε χῶρο σὲ κάθε στιγμή, εἶναι παντοῦ μὲ ἕνα τρόπο ποὺ δὲν εἶναι ἐπιθυμία μόνο ἢ προτίμηση καὶ νοσταλγία, ἀλλὰ ἄμεση κοινωνία προσωπικῆς παρουσίας ἢ ὀδυνηρῆς ἐλλείψεως καὶ ἀπουσίας. Αὐτὸς ὁ ἀνειρήνευτος πόθος, ὅπως περιγράφεται στὸ παραπάνω χωρίο τῆς Κλίμακος, προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὴ «γνώση» τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, τὴ βεβαιότητα τῆς παρουσίας ποὺ δίνει καὶ στὴν ἀπουσία τὴν ἐνάργεια καὶ τὴν ὀδύνη τῆς προσωπικῆς ἀπώλειας. Στὰ ἀσκητικά κείμενα περιγράφεται συχνὰ ἡ «οἰκονομικὴ» αὐτὴ εὔρεση καὶ ἀπώλεια τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ, ποὺ διατηρεῖ τὸν θεῖο ἔρωτα στὴν ἔνταση τοῦ πάθους:
«Ἐν ἀρχαῖς μὲν εὐθὺς γνωρίζων ὁ νήπιος τὸν ἑαυτοῦ πατέρα,
χαρᾶς ὅλος πεπληρωμένος γίνεται˙
τούτου δὲ πρὸς χρόνον οἰκονομικῶς ἀποδημοῦντος,
εἶτα πάλιν ἐπιδημοῦντος,
χαρᾶς ὁ παῖς, καὶ λύπης ἀνάμεστος γίνεται·
χαρᾶς μέν, ὡς τὸν ποθούμενον ἰδών·
λύπης δέ, διὰ τὴν ἐν τοσούτῳ χρόνῳ τοῦ καλοῦ κάλλους στέρησιν».10
Εἶναι ἡ στέρηση καὶ ἡ ὀδύνη τῆς ἀπουσίας ποὺ ὁρίζει τὴ βεβαιότητα τῆς προσωπικῆς ἐπιγνώσεως καὶ διατηρεῖ τὸν χαρακτήρα τοῦ πάθους στὸν θεῖο ὅσο καὶ στὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα. Ἡ ἐρωτικὴ ἀπουσία ἐκφράζεται πάντοτε μὲ κατηγορίες αἰσθητικές, εἶναι στέρηση κάλλους, πάθος καὶ δίψα μετοχῆς στὸ πλήρωμα τοῦ κάλλους ποὺ εἶναι τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο. Ἡ Κλίμακα σημειώνει καὶ τὴν ἀντιστοιχία μὲ τὴ σωματικὴ δίψα, τὴν πιὸ ἐπιτακτικὴ στέρηση καὶ ἐπιθυμία:
«Ἡ μὲν τῆς πείνης ἐνέργεια, ἄδηλός τίς ἐστι, καὶ ἀσήμαντος·
ἡ δὲ τῆς δίψης, ἐπιτακτική τις καὶ προφανής,
καὶ τοῦ φλογμοῦ πᾶσι σημαντική·
διὰ τοῦτό φησιν ὁ Θεὸν ποθῶν.
Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα».11
᾿Αλλοῦ, ἡ ἐρωτικὴ στέρηση καὶ ἐπιθυμία παρομοιάζεται μὲ τραῦμα τῆς ψυχῆς, ἡ ψυχὴ εἶναι πληγωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι τόση ἡ ὀδύνη τῆς ἀπουσίας τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, ἡ ἔλλειψη τῆς πληρότητος τῆς κοινωνίας, σὰν ὀδυνηρὴ πληγὴ ποὺ διατηρεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐγρήγορση ἀδιάκοπη, νύχτα καὶ μέρα.
«Τούτῳ τις τῷ βέλει τρωθείς, ἔλεγε περὶ ἑαυτοῦ, (ὅπερ θαυμάζω),
ὡς, ἐγὼ καθεύδω, διὰ τὴν χρείαν τῆς φύσεως,
ἡ δὲ καρδία μου γρηγορεῖ, διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος».12
Ἡ ἔκφραση εἶναι δανεισμένη ἀπὸ τὸ ῎Ασμα ᾿Ασμάτων, ἀπὸ τὸ ἐρωτικὸ αὐτὸ τραγούδι στὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία εἶδε πάντοτε τὴν εἰκόνα τοῦ ἔρωτα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς γιὰ τὸν Θεὸ ἢ τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία».13
Σὲ ἀντίθεση;;;, λοιπόν, μὲ ἄλλα πατερικά κείμενα ποὺ διαστέλλουν μὲ ὀξύτητα τὸν θεῖο ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα14, ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννου μᾶς βεβαιώνει ἐμφαντικὰ ὅτι εἶναι ἡ ἴδια καθολικὴ ἐρωτικὴ ἀναφορὰ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχῃ ὡς ἀντικείμενο ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἢ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο ἡ σωστὴ ἐρωτικὴ ἀναφορά, ἀλλὰ καὶ;;; ἡ παραστρατημένη περίσπαση τῆς ἐπιθυμίας στὸν χῶρο τοῦ ἀπροσωποποιημένου εἴδους, ἡ ἀνικανοποίητη καὶ ἀδιέξοδη ἐρωτικὴ ἀπληστία, εἶναι δυνατὸ νὰ μεταστραφῇ σὲ πόθο Θεοῦ, σὲ ἔρωτα θεῖο. Εἶναι ἀποκαλυπτικὸ τὸ ἀκόλουθο χωρίο τῆς Κλίμακος:
«Εἶδον ἀκαθάρτους ψυχὰς
περὶ ἔρωτας σωμάτων ἐμμανῶς διακειμένας·
καὶ δὴ αὗται σκῆψιν μετανοίας προσλαβόμεναι
ἐκ πείρας ἔρωτος τὸν αὐτὸν πρὸς Κύριον μετενηνόχασιν ἔρωτα˙
καὶ πάντα φόβον εὐθὺς ὑπερπηδήσασαι,
ἀπλήστως εἰς ἀγάπην Θεοῦ ἐνεκεντρίσθησαν·
διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος τῇ σώφρονι ἐκείνῃ πόρνῃ
οὐ λέγει ὅτι ἐφοβήθη, ἀλλ᾽ ὅτι ἠγάπησε πολύ,
καὶ ἠδυνήθη εὐχερῶς ἔρωτι ἔρωτα διακρούσασθαι».16
[Μετάφραση: Είδα ακάθαρτες ψυχές
πού έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες.
Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον.
Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου
και εκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θεού.
Γι΄αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48)
δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ»
και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον].
[ΜΑΣ ΔΙΕΦΥΓΕ ΜΑΛΛΟΝ Η ΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ.ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ ΜΑΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΜΑΣ. ΠΟΥ ΜΑΣ ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΕΛΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΕΣ.]
(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής - Απ’ την εισαγωγή…)
Ὁ ἔρωτας εἶναι πάθος καθολικὸ τῆς ὑπάρξεως, ὀδυνηρὴ ἀνάγκη καὶ φορὰ ἐπιστροφῆς στὴν πληρωματικὴ ἀκεραιότητα τοῦ προσώπου, δηλαδὴ στὴν προσωπική κοινωνία. Ἔστω κι ἂν περισπᾶται ἀδιέξοδα ὡς ἀπροσωποποιημένη ἐπιθυμία, ἡ ἐρωτικὴ ἀναφορὰ εἶναι ἡ κατεξοχὴν;;; δυνατότητα γιὰ τὴν ἀνακάλυψη καὶ τὴ φανέρωση τοῦ προσώπου, γιὰ τὴν εἴσοδο στὸν χῶρο τῆς προσωπικῆς ζωῆς, γιὰ τὴ μετοχὴ στὸν θεῖο ἔρωτα, στὴ «γνώση», τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μιὰ σπουδὴ καὶ μιὰ «γνώση» ὁ ἔρωτας μὲ κατηγορίες ἄλλες ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῆς σχολικῆς μαθήσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ καμμιὰ διανοητική θρησκευτικὴ ἀγωγὴ δὲν μπορεῖ νὰ διδάξη γιὰ τὸν Θεὸ τόσα, ὅσα διδάσκει ἡ ἐρωτικὴ ἐμπειρία.[ΚΑΙ;]
Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς τό νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ πού δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε χαρίσματα ἰαμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός. Οὔτε πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα ἀπό τά χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά χορηγεῖ. Τό φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς ἀποκαλύψεις τῶν θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Ὁ ἔρωτας εἶναι πάθος καθολικὸ τῆς ὑπάρξεως, ὀδυνηρὴ ἀνάγκη καὶ φορὰ ἐπιστροφῆς στὴν πληρωματικὴ ἀκεραιότητα τοῦ προσώπου, δηλαδὴ στὴν προσωπική κοινωνία. Ἔστω κι ἂν περισπᾶται ἀδιέξοδα ὡς ἀπροσωποποιημένη ἐπιθυμία, ἡ ἐρωτικὴ ἀναφορὰ εἶναι ἡ κατεξοχὴν;;; δυνατότητα γιὰ τὴν ἀνακάλυψη καὶ τὴ φανέρωση τοῦ προσώπου, γιὰ τὴν εἴσοδο στὸν χῶρο τῆς προσωπικῆς ζωῆς, γιὰ τὴ μετοχὴ στὸν θεῖο ἔρωτα, στὴ «γνώση», τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μιὰ σπουδὴ καὶ μιὰ «γνώση» ὁ ἔρωτας μὲ κατηγορίες ἄλλες ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῆς σχολικῆς μαθήσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ καμμιὰ διανοητική θρησκευτικὴ ἀγωγὴ δὲν μπορεῖ νὰ διδάξη γιὰ τὸν Θεὸ τόσα, ὅσα διδάσκει ἡ ἐρωτικὴ ἐμπειρία.[ΚΑΙ;]
Οἱ κατηγορίες τῆς ἐρωτικῆς ἐμπειρίας εἶναι οἱ κατηγορίες τῆς «γνώσεως» τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλά, ταυτόχρονα, αὐτὴ ἡ «γνώση» ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται καὶ μὲ τὴν ὑπέρβαση τῶν περισπάσεων τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας, δηλαδὴ μὲ τὴν ἁγνότητα. Ἡ ἁγνότητα εἶναι μιὰ κατάσταση ἐρωτική, καὶ ταυτόχρονα μιὰ ἄρνηση τῆς φυσικῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀπρόσωπου εἴδους, εἶναι μιὰ ἄρνηση τοῦ ἀπρόσωπου ἔρωτα γιὰ χάρη τοῦ κατεξοχὴν προσωπικοῦ ἔρωτα, τοῦ θείου ἔρωτα. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ σώματος, ἡ ἀπρόσωπη ἔλξη τοῦ εἴδους πρέπει νὰ κατασταλῆ γιὰ νὰ γίνη δυνατὴ ἡ ἀποκατάσταση τῆς προσωπικῆς κοινωνίας. Ὄχι γιατὶ εἶναι ἡ ἴδια ἡ φυσικὴ ἕλξη καθεαυτὴν ἁμαρτωλή, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται τὴν εὐπάθεια τῆς φύσεως γιὰ νὰ καταλύση τὴν ἐλευθερία τῆς προσωπικῆς ἀναφορᾶς μέσα στὴν ἀπρόσωπη ἐπιθυμία τοῦ εἴδους.[ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΣΗΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ.ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ]
«Τοῦτον τὸν τῆς πηλοῦ σύζυγον ἀγωνισάμενοι δαίμονα,
ἐκ τῆς ἡμετέρας καρδίας
Ὄχι μόνο ἡ ἑκούσια ταπείνωση ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ μυκτηρισμοῦ τῶν ἀνθρώπων γίνεται καθάρσιο τῆς λαγνείας καὶ ύδωρ ζωῆς. Αὐτὴ ἡ σύνδεση τῆς ταπεινώσεως μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ τῆς ὑπερηφάνειας μὲ τὴ λαγνεία φανερώνει μιὰ βαθύτατη ἐμπειρικὴ ἀνθρωπογνωσία. Ἡ ἀπροσωποποιημένη ἐρωτικὴ ἐπιθυμία δὲν εἶναι παρὰ μιὰ προσπάθεια ἀτομικῆς αὐτοεπιβεβαιώσεως, ἕνα ὑποκατάστατο τῆς προσωπικῆς κοινωνίας. Ὁ ἀληθινὸς ἔρως προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ θέληση, μιὰ «κένωση» δηλαδή παραίτηση ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ψυχολογικοῦ ἐγώ, ποὺ ἀποδεσμεύει τὶς πραγματικές δυνατότητες τοῦ προσώπου καὶ κάνει δυνατὴ τὴν καθολικότητα τῆς προσωπικῆς - ἐρωτικῆς κοινωνίας. ᾿Απὸ αὐτὴ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπώλειας καὶ τῆς εὐρέσεως, τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἁγνότητος, δηλαδὴ τοῦ θείου ἔρωτα, «γνωρίζει» ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικότητα τοῦ προσώπου, δηλαδὴ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ τελικὰ κερδίζει τὴν ἴδια τὴ θέα τοῦ θείου Προσώπου. Ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «τελειοῖ» τὴν ἁγνότητα, ἡ παρουσία Του ὁρίζει τὴν κατάληξη τῆς ἀσκητικῆς ὁδοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγνότητα ταυτίζεται μὲ τὴ Θεολογία, τὴν φανέρωση τοῦ Προσώπου τοῦ Λόγου ὡς τῆς ᾿Αλήθειας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσωπική κοινωνία μαζί Του ποὺ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς «γνώσεως».
«Ἐνούσιος μὲν Λόγος, τελειοῖ ἁγνείαν,
παρουσίᾳ ἑαυτοῦ νεκρώσας τὸν θάνατον·
τούτου δὲ νεκρωθέντος,
ὁ τῆς θεολογίας μαθητής πεφώτισται». 25
Θάνατος εἶναι ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀτομικὴ φύση καὶ ἡ δουλεία στὸ ἀπρόσωπο θέλημά της, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἐρωτικῆς του καθολικότητος, ἡ ἄγνοια τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς ἀπὸ τὴ θέα τοῦ θείου Προσώπου. (Ὁ φυσικός θάνατος δὲν εἶναι παρὰ ἡ τελικὴ συνέπεια αὐτῆς τῆς πτώσεως στὴν ἀτομικότητα, ἡ ἀποδιοργάνωση καὶ διάλυση τῆς ἀτομικῆς φύσεως, ποὺ μπορεῖ, ὡστόσο, ἐν τῷ Χριστῷ νὰ γίνεται μιὰ δυνατότητα ἀποδεσμεύσεως τῶν πραγματικῶν δυνατοτήτων τοῦ προσώπου, μία «κατάποσις τοῦ θνητοῦ ὑπὸ τῆς ζωῆς»26). ᾿Αντίθετα, ἡ προσωπικὴ ἐρωτική κοινωνία ποὺ συνιστᾶ τὴν ἁγνότητα ὁρίζει καὶ τὴ μόνη δυνατή «γνώση» τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀληθινὴ Θεολογία. Κάθε γνώση «περί» τοῦ Θεοῦ, χωρισμένη ἀπὸ τὴν ἁγνότητα, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν προσωπική κοινωνία, εἶναι μάταιη. Ἡ Θεολογία εἶναι καρπὸς τῆς ἁγνείας.
«Τέλος ἁγνείας, θεολογίας ὑπόθεσις.
Ὁ Θεῷ τελείως τὰς αἰσθήσεις ἑνώσας,
τοὺς λόγους αὐτοῦ μυσταγωγεῖται ὑπ᾿ αὐτοῦ·
τούτων γὰρ μὴ συναφθέντων, χαλεπὸν περὶ Θεοῦ διαλέγεσθαι».27
Έχουμε διατυπωμένη ἐδῶ τὴ βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθόδοξης Γνωσιολογίας: Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὁδὸς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν προσωπική κοινωνία. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μόνο στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ», μόνο αὐτοὶ ἀξιώνονται τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναγωγὴ τῆς Θεολογίας στὴν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ στὴν ὑπέρβαση τῆς ἀτομικῆς φύσεως καὶ τοῦ ἐπαναστατημένου θελήματός της καὶ στὴν ἐπίτευξη τῆς προσωπικῆς - ἐρωτικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ συνιστᾶ τὴν «ἀρχὴ» τοῦ ἀποφατισμοῦ τῆς Θεολογίας, τὴν ἀπόρριψη τῶν σχηματισμένων ιδεῶν περὶ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄρνηση νὰ ἐξαντλήσουμε τὴν ᾿Αλήθεια τοῦ Θεοῦ στὴ σκεπτική - λογική της διατύπωση28. Στὴν ταύτισή της μὲ τὴν ἐρωτικὴ ἁγνότητα ἡ ἀποφατικὴ στάση φανερώνει τὴν οὐσιαστικὴ διαφοροποίησή της ἀπὸ τὴ λεγόμενη «ἀρνητικὴ Θεολογία» ἢ «Θεολογία τῶν ἀρνήσεων» (theologia negativa), ἀφοῦ ἡ θεολογικὴ «γνώση» τὴν ὁποία ἀντιπροσωπεύει δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μιὰ μεθοδολογία ἀρνητικῶν διατυπώσεων, ἀλλὰ ἀναφέρεται στὴν ἀποκαλυπτική σχέση προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ29.
Ἡ ἁγνότητα ὡς προϋπόθεση τῆς ἀποκαλυπτικῆς «γνώσεως» τῆς Θεολογίας, ὡς μυσταγωγικὴ ὁδὸς αἰσθητῆς κοινωνίας μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Λόγου, ὁρίζει τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἐρωτικῆς δυνατότητος, τὴν τελείωση τῆς ἀναγωγῆς τῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας στὸν χῶρο τῆς ζωῆς τοῦ προσώπου. Αὐτὴ ἡ τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση εἶναι τὸ τέλος στὸ ὁποῖο κατευθύνεται ἡ μοναχική ζωή, ή ξενιτεία καὶ ἀποταγὴ τοῦ κόσμου.
«Ξενιτεία ἐστί... πόθου θείου ὑπόθεσις,
ἔρωτος πλῆθος...»30.
Οἱ ἀντίστοιχες δυνατότητες ἀποκαλυπτικῆς «γνώσεως» καὶ Θεολογίας ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων μέσα στὸ γάμο εἶναι ἕνα ἄλλο κεφάλαιο, ἕνας δεύτερος δρόμος ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, γιὰ τὸν ὁποῖο ὅμως δὲν μᾶς δίνει ἀφορμὲς τὸ κείμενο τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου.
ΜΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΑΝΕΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ; Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. ΜΟΝΟ Η ΨΥΧΗ ΔΕΝ ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ. ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΓΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ!!!
«Τοῦτον τὸν τῆς πηλοῦ σύζυγον ἀγωνισάμενοι δαίμονα,
ἐκ τῆς ἡμετέρας καρδίας
διὰ λίθου νηστείας καὶ ξίφους ταπεινώσεως
βασανίσαντες ἐξελάσωμεν».17
Αν στὴν κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης ἐρωτικῆς πληρωματικῆς κοινωνίας γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀδιάφορος γιὰ κάθε ἄλλη φυσική ἐπιθυμία, πολὺ περισσότερο πετυχαίνει τὴ νέκρωση τῶν ἐπαναστατημένων θελημάτων τῆς σαρκὸς ὅταν εἶναι θεῖος ὁ ἔρως ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ὕπαρξή του. Ισχύει, ὡστόσο, καὶ ὁ ἀντίστροφος δρόμος. Ὁ θεῖος ἔρως δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀπαρχή, εἶναι καὶ ἡ κατάληξη τῆς νεκρώσεως τῶν ἐπιθυμιῶν. Καὶ στὴν κατάληξη ἀκριβῶς αὐτὴ ἀποβλέπει ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση. Ἔτσι, εἶναι ἀδύνατο νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὸ ἐρωτικὸ τέλος τῆς χριστιανικῆς «γνώσεως» ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς. Καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ βιωθῆ σωστὰ ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ὑπακοή, χωρὶς τὴν τελικὴ ἀναφορὰ καὶ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ θείου ἔρωτα. Ὅταν, λοιπόν, τὰ ἀσκητικά κείμενα μιλᾶνε γιὰ «νέκρωση» τοῦ σώματος καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν, δὲν ἀναφέρονται σὲ μιὰν ἄρνηση καὶ ἀπαξίωση τοῦ σώματος, ἀλλὰ στὴν προϋπόθεση μιᾶς πληρωματικῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς, στὸν θεῖο ἔρωτα ποὺ συνιστᾶ τὴν πραγματικὴ ἁγνότητα, τὴν οὐσιαστικὴ ἀπόσπαση καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀπροσωποποιημένη ἐπιθυμία. [ΣΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ; ΟΠΩΣ Ο Μ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΗΓΕ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕΙ; ΠΟΙΟΣ ΚΙΝΕΙ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΕΡΩΤΑ; Η ΦΥΣΗ;]
«Οὗτος κανὼν καὶ ὅρος
τῆς τελείας καὶ πανάγνου ῾Αγνείας,
τὸ παραπλησίως ἐπ᾿ ἐμψύχοις καὶ ἀψύχοις,
λογικοῖς τε καὶ ἀλόγοις σώμασι διακεῖσθαι».18
Ἡ νέκρωση αὐτὴ εἶναι μιὰ θετικὴ ἁγνότητα ποὺ κυριαρχεί καθολικὰ στὴ ζωὴ τοῦ προσώπου, στὶς συνειδητὲς ἀλλὰ καὶ στὶς ἀσυνείδητες κινήσεις τοῦ σώματος - δὲν ἀφήνει περιθώριο οὔτε καὶ γιὰ ἀπωθημένα βιώματα στὸν χῶρο τοῦ ὀνείρου.
«Τοῦτο ἀληθοῦς ἁγνείας τεκμήριον,
τὸ ἀκίνητον εἶναι ἐν τοῖς καθ᾽ ὕπνον φαντάσμασι».19
βασανίσαντες ἐξελάσωμεν».17
Αν στὴν κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης ἐρωτικῆς πληρωματικῆς κοινωνίας γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀδιάφορος γιὰ κάθε ἄλλη φυσική ἐπιθυμία, πολὺ περισσότερο πετυχαίνει τὴ νέκρωση τῶν ἐπαναστατημένων θελημάτων τῆς σαρκὸς ὅταν εἶναι θεῖος ὁ ἔρως ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ὕπαρξή του. Ισχύει, ὡστόσο, καὶ ὁ ἀντίστροφος δρόμος. Ὁ θεῖος ἔρως δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀπαρχή, εἶναι καὶ ἡ κατάληξη τῆς νεκρώσεως τῶν ἐπιθυμιῶν. Καὶ στὴν κατάληξη ἀκριβῶς αὐτὴ ἀποβλέπει ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση. Ἔτσι, εἶναι ἀδύνατο νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὸ ἐρωτικὸ τέλος τῆς χριστιανικῆς «γνώσεως» ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς. Καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ βιωθῆ σωστὰ ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ὑπακοή, χωρὶς τὴν τελικὴ ἀναφορὰ καὶ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ θείου ἔρωτα. Ὅταν, λοιπόν, τὰ ἀσκητικά κείμενα μιλᾶνε γιὰ «νέκρωση» τοῦ σώματος καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν, δὲν ἀναφέρονται σὲ μιὰν ἄρνηση καὶ ἀπαξίωση τοῦ σώματος, ἀλλὰ στὴν προϋπόθεση μιᾶς πληρωματικῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς, στὸν θεῖο ἔρωτα ποὺ συνιστᾶ τὴν πραγματικὴ ἁγνότητα, τὴν οὐσιαστικὴ ἀπόσπαση καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀπροσωποποιημένη ἐπιθυμία. [ΣΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ; ΟΠΩΣ Ο Μ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΗΓΕ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕΙ; ΠΟΙΟΣ ΚΙΝΕΙ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΕΡΩΤΑ; Η ΦΥΣΗ;]
«Οὗτος κανὼν καὶ ὅρος
τῆς τελείας καὶ πανάγνου ῾Αγνείας,
τὸ παραπλησίως ἐπ᾿ ἐμψύχοις καὶ ἀψύχοις,
λογικοῖς τε καὶ ἀλόγοις σώμασι διακεῖσθαι».18
Ἡ νέκρωση αὐτὴ εἶναι μιὰ θετικὴ ἁγνότητα ποὺ κυριαρχεί καθολικὰ στὴ ζωὴ τοῦ προσώπου, στὶς συνειδητὲς ἀλλὰ καὶ στὶς ἀσυνείδητες κινήσεις τοῦ σώματος - δὲν ἀφήνει περιθώριο οὔτε καὶ γιὰ ἀπωθημένα βιώματα στὸν χῶρο τοῦ ὀνείρου.
«Τοῦτο ἀληθοῦς ἁγνείας τεκμήριον,
τὸ ἀκίνητον εἶναι ἐν τοῖς καθ᾽ ὕπνον φαντάσμασι».19
Ἐκφράζεται ἐδῶ μιὰ ἐμπειρία «ψυχολογίας τοῦ βάθους» (Tiefen-psychologie), συχνὴ στὰ ἀσκητικὰ κείμενα. Δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀποχὴ καὶ ἡ ἐγκράτεια γιὰ νὰ ὁρίση τὴν ἁγνότητα, πρέπει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ὡς τὶς πιὸ μυστικές πτυχὲς τοῦ ὑποσυνείδητου καὶ ἀσυνείδητου ψυχικοῦ του κόσμου, νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἐνστικτώδη καὶ ἀπρόσωπη ἐπιθυμία τοῦ εἶδους. Καὶ ἀκολουθεῖ μιὰ πορεία ὁ μοναχός, ἀκριβέστατα προσδιωρισμένη ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ἐμπειρία, ὡσότου καταλήξη στὴ θετικὴ αὐτὴ νέκρωση τῆς τέλειας ἁγνότητος.
«᾿Αρχὴ μὲν ἁγνείας,
ἀσυγκατάθετος λογισμός,
καὶ ἀνείδωλοι διὰ χρόνων ἐκκρίσεις·
μεσότης δέ,
φυσικαὶ κινήσεις ἐπὶ πλήθει βρωμάτων καὶ μόνον,
ἀνειδώλως συνιστάμεναι, καὶ ρεύσεως ἀπηλλαγμέναι·
τέλος δέ,
νέκρωσις σώματος πρὸ θανόντων λογισμῶν». 20
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη τῆς Κλίμακος, ἡ κατάκτηση αὐτῆς τῆς καθολικῆς ἁγνότητος δὲν προϋποθέτει ὁπωσδήποτε μιὰν ἀρχικὴ σωματική παρθενία. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ γενετήσια λειτουργία ποὺ ἀναιρεῖ τὴν ἁγνότητα, ἀλλὰ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ εἶδους ποὺ τὴν ὁρίζει.
«Τινές φασιν ἀμήχανον λοιπὸν μετὰ γεῦσιν ἁμαρτίας ἁγνὸν ὀνομάζεσθαι·
ἐγὼ δὲ τούτους ἀνατρέπων, ὁρίζομαι,
δυνατὸν καὶ ράδιον τῷ βουλομένῳ ἀγριέλαιον
μετεγκεντρίζειν εἰς καλλιέλαιον·
εἰ μὲν παρθένῳ τῷ σώματι αἱ κλεῖς τῶν οὐρανῶν ἐπιστεύθησαν,
δίκαια ἴσως οἱ προλεχθέντες ἐδογμάτισαν
εἰ δὲ μή, αἰσχυνέτω αὐτοὺς ὁ πενθερὰν κτησάμενος, καὶ ἁγνὸς γενόμενος, καὶ τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας ἐπιφερόμενος».21
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ τὸ χωρίο αὐτὸ τῆς Κλίμακος, γιατὶ δὲν διστάζει νὰ ἀρνηθῆ ἀπερίφραστα καὶ μαχητικὰ μιὰ θέση, διατυπωμένη συχνὰ στὴν προγενέστερη πατερικὴ διδασκαλία, ποὺ προβάλλει ὡς ἀπόλυτη τὴν ὑπεροχὴ τῆς παρθενίας, ἐξαίρει τὴν παρθενία ὡς ἀποκλειστικὴ ὁδὸ ἁγνότητος, ὡς ἀξιολογικὰ ἀνώτερο εἶδος χριστιανικῆς ζωῆς. Ἐδῶ ἡ ἁγνότητα δὲν δεσμεύεται στὴν ἀφετηριακὴ προϋπόθεση τῆς παρθενίας, ὁρίζεται ὡς ἐπίτευγμα καὶ δυναμική, θετική κατάκτηση, «ἐγκεντρισμὸς εἰς καλλιέλαιον», ὡς ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας ποὺ δὲν μειώνεται οὔτε ἀλλοιώνεται ἀπὸ προϋπάρχουσες ἐρωτικὲς ἐμπειρίες. (Καὶ εἶναι, ταυτόχρονα, αὐτὴ μιὰ ἐλευθερία ἀπὸ ἐξωτερικές προκλήσεις καὶ πειρασμοὺς ἀφοῦ ἔχει ὑπερβαθῆ ἡ ἐπιθυμία. ᾿Ακρότατο ὅρο αγνείας θεωρεῖ ὁ Κλίμακος τὸ παράδειγμα «τοῦ ἐν πορνείῳ τῷ δοκεῖν ἁμαρτίας ἕνεκεν εἰσπηδήσαντος, τὴν δὲ πόρνην πρὸς ἄσκησιν ἀνασπάσαντος»22). Ἡ νέκρωση τοῦ σώματος καὶ τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας, δηλαδὴ οἱ ἀρνήσεις ποὺ προϋποτίθενται γιὰ τὴ δυναμικὴ αὐτὴ ἁγνότητα, ἀναφέρονται τελικὰ σὲ μιὰ θετική στάση, ποὺ εἶναι ἡ στάση τῆς ὑπακοῆς, προϋπόθεση τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἀφετηρία ζωῆς καὶ ἀντίδοτο τῆς ἀνταρσίας τοῦ ᾿Αδάμ ποὺ ἔγινε ἀφετηρία θανάτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ὑπακοὴ συνοψίζει κάθε ἀσκητικὴ προσπάθεια καὶ θεμελιώνει τὴν ἁγνότητα σὲ ἀσάλευτη βάση.
«Ἡ μὲν ἐξ ἡσυχίας κατορθουμένη τοῦ σώματος ἀπάθεια,
κόσμῳ πολλάκις πλησιάζουσα, οὐκ ἀσάλευτος ἔμεινεν·
ἡ δὲ ἐξ ὑπακοῆς προσγινομένη πανταχοῦ δόκιμος καὶ ἀκράδαντος»23.
Ἡ ἐμπειρία τῆς Κλίμακος παρουσιάζει τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως ὡς ἀντιστροφὴ τῆς πορείας τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πτώση εἶχε ἀφετηρία τὴν ὑπερηφάνεια, ἀποτέλεσμα τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως καὶ κατάληξη τὴν ἀπώλεια τῆς θέας τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκηση ἔχει ἀφετηρία τὴν ταπείνωση, ἀποτέλεσμα τὴν ὑπακοὴ ποὺ ὑποτάσσει τὴ φύση καὶ κατάληξη τὴ θέα τοῦ φωτὸς τοῦ θείου Προσώπου.
«Πίνε προθύμως μυκτηρισμὸν ὡς ὕδωρ ζωῆς,
παρὰ παντὸς ἀνθρώπου ποτίζειν σε τὸ καθάρσιον τῆς λαγνείας ζητοῦντος·
τότε γὰρ ἀνατελεῖ ἁγνεία βαθεῖα ἐν τῇ ψυχῇ σου,
καὶ φῶς Θεοῦ οὐκ ἐκλείψει ἐκ τῆς καρδίας σου».24
«᾿Αρχὴ μὲν ἁγνείας,
ἀσυγκατάθετος λογισμός,
καὶ ἀνείδωλοι διὰ χρόνων ἐκκρίσεις·
μεσότης δέ,
φυσικαὶ κινήσεις ἐπὶ πλήθει βρωμάτων καὶ μόνον,
ἀνειδώλως συνιστάμεναι, καὶ ρεύσεως ἀπηλλαγμέναι·
τέλος δέ,
νέκρωσις σώματος πρὸ θανόντων λογισμῶν». 20
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη τῆς Κλίμακος, ἡ κατάκτηση αὐτῆς τῆς καθολικῆς ἁγνότητος δὲν προϋποθέτει ὁπωσδήποτε μιὰν ἀρχικὴ σωματική παρθενία. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ γενετήσια λειτουργία ποὺ ἀναιρεῖ τὴν ἁγνότητα, ἀλλὰ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ εἶδους ποὺ τὴν ὁρίζει.
«Τινές φασιν ἀμήχανον λοιπὸν μετὰ γεῦσιν ἁμαρτίας ἁγνὸν ὀνομάζεσθαι·
ἐγὼ δὲ τούτους ἀνατρέπων, ὁρίζομαι,
δυνατὸν καὶ ράδιον τῷ βουλομένῳ ἀγριέλαιον
μετεγκεντρίζειν εἰς καλλιέλαιον·
εἰ μὲν παρθένῳ τῷ σώματι αἱ κλεῖς τῶν οὐρανῶν ἐπιστεύθησαν,
δίκαια ἴσως οἱ προλεχθέντες ἐδογμάτισαν
εἰ δὲ μή, αἰσχυνέτω αὐτοὺς ὁ πενθερὰν κτησάμενος, καὶ ἁγνὸς γενόμενος, καὶ τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας ἐπιφερόμενος».21
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ τὸ χωρίο αὐτὸ τῆς Κλίμακος, γιατὶ δὲν διστάζει νὰ ἀρνηθῆ ἀπερίφραστα καὶ μαχητικὰ μιὰ θέση, διατυπωμένη συχνὰ στὴν προγενέστερη πατερικὴ διδασκαλία, ποὺ προβάλλει ὡς ἀπόλυτη τὴν ὑπεροχὴ τῆς παρθενίας, ἐξαίρει τὴν παρθενία ὡς ἀποκλειστικὴ ὁδὸ ἁγνότητος, ὡς ἀξιολογικὰ ἀνώτερο εἶδος χριστιανικῆς ζωῆς. Ἐδῶ ἡ ἁγνότητα δὲν δεσμεύεται στὴν ἀφετηριακὴ προϋπόθεση τῆς παρθενίας, ὁρίζεται ὡς ἐπίτευγμα καὶ δυναμική, θετική κατάκτηση, «ἐγκεντρισμὸς εἰς καλλιέλαιον», ὡς ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας ποὺ δὲν μειώνεται οὔτε ἀλλοιώνεται ἀπὸ προϋπάρχουσες ἐρωτικὲς ἐμπειρίες. (Καὶ εἶναι, ταυτόχρονα, αὐτὴ μιὰ ἐλευθερία ἀπὸ ἐξωτερικές προκλήσεις καὶ πειρασμοὺς ἀφοῦ ἔχει ὑπερβαθῆ ἡ ἐπιθυμία. ᾿Ακρότατο ὅρο αγνείας θεωρεῖ ὁ Κλίμακος τὸ παράδειγμα «τοῦ ἐν πορνείῳ τῷ δοκεῖν ἁμαρτίας ἕνεκεν εἰσπηδήσαντος, τὴν δὲ πόρνην πρὸς ἄσκησιν ἀνασπάσαντος»22). Ἡ νέκρωση τοῦ σώματος καὶ τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας, δηλαδὴ οἱ ἀρνήσεις ποὺ προϋποτίθενται γιὰ τὴ δυναμικὴ αὐτὴ ἁγνότητα, ἀναφέρονται τελικὰ σὲ μιὰ θετική στάση, ποὺ εἶναι ἡ στάση τῆς ὑπακοῆς, προϋπόθεση τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἀφετηρία ζωῆς καὶ ἀντίδοτο τῆς ἀνταρσίας τοῦ ᾿Αδάμ ποὺ ἔγινε ἀφετηρία θανάτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ὑπακοὴ συνοψίζει κάθε ἀσκητικὴ προσπάθεια καὶ θεμελιώνει τὴν ἁγνότητα σὲ ἀσάλευτη βάση.
«Ἡ μὲν ἐξ ἡσυχίας κατορθουμένη τοῦ σώματος ἀπάθεια,
κόσμῳ πολλάκις πλησιάζουσα, οὐκ ἀσάλευτος ἔμεινεν·
ἡ δὲ ἐξ ὑπακοῆς προσγινομένη πανταχοῦ δόκιμος καὶ ἀκράδαντος»23.
Ἡ ἐμπειρία τῆς Κλίμακος παρουσιάζει τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως ὡς ἀντιστροφὴ τῆς πορείας τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πτώση εἶχε ἀφετηρία τὴν ὑπερηφάνεια, ἀποτέλεσμα τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως καὶ κατάληξη τὴν ἀπώλεια τῆς θέας τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκηση ἔχει ἀφετηρία τὴν ταπείνωση, ἀποτέλεσμα τὴν ὑπακοὴ ποὺ ὑποτάσσει τὴ φύση καὶ κατάληξη τὴ θέα τοῦ φωτὸς τοῦ θείου Προσώπου.
«Πίνε προθύμως μυκτηρισμὸν ὡς ὕδωρ ζωῆς,
παρὰ παντὸς ἀνθρώπου ποτίζειν σε τὸ καθάρσιον τῆς λαγνείας ζητοῦντος·
τότε γὰρ ἀνατελεῖ ἁγνεία βαθεῖα ἐν τῇ ψυχῇ σου,
καὶ φῶς Θεοῦ οὐκ ἐκλείψει ἐκ τῆς καρδίας σου».24
Ὄχι μόνο ἡ ἑκούσια ταπείνωση ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ μυκτηρισμοῦ τῶν ἀνθρώπων γίνεται καθάρσιο τῆς λαγνείας καὶ ύδωρ ζωῆς. Αὐτὴ ἡ σύνδεση τῆς ταπεινώσεως μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ τῆς ὑπερηφάνειας μὲ τὴ λαγνεία φανερώνει μιὰ βαθύτατη ἐμπειρικὴ ἀνθρωπογνωσία. Ἡ ἀπροσωποποιημένη ἐρωτικὴ ἐπιθυμία δὲν εἶναι παρὰ μιὰ προσπάθεια ἀτομικῆς αὐτοεπιβεβαιώσεως, ἕνα ὑποκατάστατο τῆς προσωπικῆς κοινωνίας. Ὁ ἀληθινὸς ἔρως προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ θέληση, μιὰ «κένωση» δηλαδή παραίτηση ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ψυχολογικοῦ ἐγώ, ποὺ ἀποδεσμεύει τὶς πραγματικές δυνατότητες τοῦ προσώπου καὶ κάνει δυνατὴ τὴν καθολικότητα τῆς προσωπικῆς - ἐρωτικῆς κοινωνίας. ᾿Απὸ αὐτὴ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπώλειας καὶ τῆς εὐρέσεως, τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἁγνότητος, δηλαδὴ τοῦ θείου ἔρωτα, «γνωρίζει» ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικότητα τοῦ προσώπου, δηλαδὴ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ τελικὰ κερδίζει τὴν ἴδια τὴ θέα τοῦ θείου Προσώπου. Ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «τελειοῖ» τὴν ἁγνότητα, ἡ παρουσία Του ὁρίζει τὴν κατάληξη τῆς ἀσκητικῆς ὁδοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγνότητα ταυτίζεται μὲ τὴ Θεολογία, τὴν φανέρωση τοῦ Προσώπου τοῦ Λόγου ὡς τῆς ᾿Αλήθειας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσωπική κοινωνία μαζί Του ποὺ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς «γνώσεως».
«Ἐνούσιος μὲν Λόγος, τελειοῖ ἁγνείαν,
παρουσίᾳ ἑαυτοῦ νεκρώσας τὸν θάνατον·
τούτου δὲ νεκρωθέντος,
ὁ τῆς θεολογίας μαθητής πεφώτισται». 25
Θάνατος εἶναι ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀτομικὴ φύση καὶ ἡ δουλεία στὸ ἀπρόσωπο θέλημά της, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἐρωτικῆς του καθολικότητος, ἡ ἄγνοια τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς ἀπὸ τὴ θέα τοῦ θείου Προσώπου. (Ὁ φυσικός θάνατος δὲν εἶναι παρὰ ἡ τελικὴ συνέπεια αὐτῆς τῆς πτώσεως στὴν ἀτομικότητα, ἡ ἀποδιοργάνωση καὶ διάλυση τῆς ἀτομικῆς φύσεως, ποὺ μπορεῖ, ὡστόσο, ἐν τῷ Χριστῷ νὰ γίνεται μιὰ δυνατότητα ἀποδεσμεύσεως τῶν πραγματικῶν δυνατοτήτων τοῦ προσώπου, μία «κατάποσις τοῦ θνητοῦ ὑπὸ τῆς ζωῆς»26). ᾿Αντίθετα, ἡ προσωπικὴ ἐρωτική κοινωνία ποὺ συνιστᾶ τὴν ἁγνότητα ὁρίζει καὶ τὴ μόνη δυνατή «γνώση» τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀληθινὴ Θεολογία. Κάθε γνώση «περί» τοῦ Θεοῦ, χωρισμένη ἀπὸ τὴν ἁγνότητα, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν προσωπική κοινωνία, εἶναι μάταιη. Ἡ Θεολογία εἶναι καρπὸς τῆς ἁγνείας.
«Τέλος ἁγνείας, θεολογίας ὑπόθεσις.
Ὁ Θεῷ τελείως τὰς αἰσθήσεις ἑνώσας,
τοὺς λόγους αὐτοῦ μυσταγωγεῖται ὑπ᾿ αὐτοῦ·
τούτων γὰρ μὴ συναφθέντων, χαλεπὸν περὶ Θεοῦ διαλέγεσθαι».27
Έχουμε διατυπωμένη ἐδῶ τὴ βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθόδοξης Γνωσιολογίας: Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὁδὸς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν προσωπική κοινωνία. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μόνο στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ», μόνο αὐτοὶ ἀξιώνονται τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναγωγὴ τῆς Θεολογίας στὴν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ στὴν ὑπέρβαση τῆς ἀτομικῆς φύσεως καὶ τοῦ ἐπαναστατημένου θελήματός της καὶ στὴν ἐπίτευξη τῆς προσωπικῆς - ἐρωτικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ συνιστᾶ τὴν «ἀρχὴ» τοῦ ἀποφατισμοῦ τῆς Θεολογίας, τὴν ἀπόρριψη τῶν σχηματισμένων ιδεῶν περὶ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄρνηση νὰ ἐξαντλήσουμε τὴν ᾿Αλήθεια τοῦ Θεοῦ στὴ σκεπτική - λογική της διατύπωση28. Στὴν ταύτισή της μὲ τὴν ἐρωτικὴ ἁγνότητα ἡ ἀποφατικὴ στάση φανερώνει τὴν οὐσιαστικὴ διαφοροποίησή της ἀπὸ τὴ λεγόμενη «ἀρνητικὴ Θεολογία» ἢ «Θεολογία τῶν ἀρνήσεων» (theologia negativa), ἀφοῦ ἡ θεολογικὴ «γνώση» τὴν ὁποία ἀντιπροσωπεύει δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μιὰ μεθοδολογία ἀρνητικῶν διατυπώσεων, ἀλλὰ ἀναφέρεται στὴν ἀποκαλυπτική σχέση προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ29.
Ἡ ἁγνότητα ὡς προϋπόθεση τῆς ἀποκαλυπτικῆς «γνώσεως» τῆς Θεολογίας, ὡς μυσταγωγικὴ ὁδὸς αἰσθητῆς κοινωνίας μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Λόγου, ὁρίζει τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἐρωτικῆς δυνατότητος, τὴν τελείωση τῆς ἀναγωγῆς τῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας στὸν χῶρο τῆς ζωῆς τοῦ προσώπου. Αὐτὴ ἡ τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση εἶναι τὸ τέλος στὸ ὁποῖο κατευθύνεται ἡ μοναχική ζωή, ή ξενιτεία καὶ ἀποταγὴ τοῦ κόσμου.
«Ξενιτεία ἐστί... πόθου θείου ὑπόθεσις,
ἔρωτος πλῆθος...»30.
Οἱ ἀντίστοιχες δυνατότητες ἀποκαλυπτικῆς «γνώσεως» καὶ Θεολογίας ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων μέσα στὸ γάμο εἶναι ἕνα ἄλλο κεφάλαιο, ἕνας δεύτερος δρόμος ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, γιὰ τὸν ὁποῖο ὅμως δὲν μᾶς δίνει ἀφορμὲς τὸ κείμενο τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου.
ΜΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΑΝΕΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ; Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. ΜΟΝΟ Η ΨΥΧΗ ΔΕΝ ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ. ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΓΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ!!!
Σημειώσεις
1. ΙΕ΄ β΄ 86.
2. ΙΕ΄ ζ΄ 86.
3. ΙΕ΄ νη΄ 92-98.
4. ΙΕ΄ β΄ 86.
5. ΚΣΤ΄ λα΄ 129. [Το πλήρες απόσπασμα: Φόβου Κυρίου ὑπόδειγμα ἐξ ἀρχόντων καὶ θηρίων ληψώμεθα. Πόθου δὲ τοῦ πρὸς Θεὸν ὑπόδειγμα ὁ τῶν σωμάτων ἔρως τύπος γενέσθω σοι· οὐδὲν γὰρ τὸ κωλύον, καὶ ἐκ τῶν ἐναντίων ποιεῖσθαι ἡμᾶς τὰ τῶν ἀρετῶν ὑποδείγματα. Μετάφραση: Ἂς παίρνωμε παράδειγμα φόβου Θεοῦ ἀπὸ τὸν φόβο πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ τὰ θηρία. Καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν ἂς σοῦ γίνη ὑπόδειγμα ὁ σαρκικὸς ἔρωτας. Δὲν μᾶς ἐμποδίζει δὲ τίποτε νὰ παίρνωμε ὑποδείγματα γιὰ τὶς ἀρετὲς ἀπὸ τὰ ἀντίθετά τους.]
6. Λ΄ ι΄ 168.
7. Λ΄ ε΄ 168. [Μετάφραση: Δὲν εἶναι ἀπρεπὲς ἐὰν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιὰ τὸν πόθο καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν δουλεία καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρὸς τὸν Θεόν, ὡσὰν αὐτὸν ποὺ ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστὴς πρὸς τὴν ἐρωμένη του. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐφοβήθηκε τὸν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τὸν δικαστή.]
8. «Στὴν ἐρωτικὴ πράξη ἐκφράζεται μιὰ ἀπελπισμένη, ἔσχατη ἐξόρμηση γιὰ ὑπέρβαση ὅλων τῶν ὁρίων. Δὲν εἶναι πιὰ μήτε τὸ τυφλὸ ἔνστικτο τῆς ἀναπαραγωγῆς, ποὺ εὐθυγραμμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν μηχανισμὸ τόσων ἄλλων ἔμβιων ὄντων, μήτε ἡ ἐπιπόλαια ἀφορμὴ γιὰ ἀπόλαυση, ταπεινὴ ἡδονή, ἐγωϊστικὴ ἱκανοποίηση. Μιὰ ἔξαλλη καὶ τραγική – γιατὶ ἐκ προοιμίου καταδικασμένη – ἐξόρμηση πρὸς τὴ μεγάλη διέξοδο εἶναι ἡ ἐρωτικὴ πράξη στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ὅπου δὲν ἔχει γίνει κοινὸς τόπος, συνθήκη, θεσμός, ἔξη, μηχανισμός. Μιὰ ἐκδήλωση ἀπελπισμοῦ, ποὺ συμπυκνώνει μέσα του ὅλη τὴ γεύση τῆς ἀστοχίας ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ στὰ μάτια τοῦ συνειδητοῦ, τοῦ ἱκανοῦ νὰ ἐμβαθύνει στη φύση της ἀνθρώπου». Αγγελου ΤΕΡΖΑΚΗ, «Ἡ τραγωδία τῆς σιωπῆς», ἐπιφυλλίδα στὴν ἐφημερίδα «Τὸ Βῆμα» τῆς 3ης Φεβρουαρίου 1965.
9. Λ΄ στ΄ 168. [Μετάφραση: Ὁ πραγματικὸς ἐραστὴς φέρνει πάντοτε στὸν νοῦ του τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καὶ τὸ ἐναγκαλίζεται μυστικὰ μὲ ἡδονή. Αὐτὸς ποτέ, οὔτε καὶ στὸν ὕπνο του δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ βλέπει τὸ ποθητὸ πρόσωπο καὶ συνομιλεῖ μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει στὸν σωματικὸ ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἂν καὶ ἔχουν σῶμα εἶναι ἀσώματοι (καὶ ἀσκοῦν τὸν πνευματικὸ ἔρωτα).]
10. Ζ΄ νζ΄ 68. [Μετάφραση: Στὶς ἀρχές, καθὼς τὸ νήπιο ἀντικρύζει τὸν πατέρα του, γεμίζει ὅλο ἀπὸ χαρά. Ὅταν ὅμως ὁ πατέρας ἀπουσιάση ὡρισμένο καιρὸ σκόπιμα καὶ ἔπειτα ἐπιστρέψῃ, τότε τὸ παιδὶ εἶναι γεμάτο καὶ ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀπὸ λύπη. Ἀπὸ χαρά, διότι εἶδε αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, καὶ ἀπὸ λύπη, διότι τόσο καιρὸ στερήθηκε τὴν καλλονὴ τοῦ προσώπου του].
11. Λ΄ θ΄ 168. [Μετάφραση: Ἐκεῖνο ποὺ προξενεῖ ἡ πείνα εἶναι κάτι ποὺ δὲν φαίνεται καὶ δὲν ἐκδηλώνεται. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προξενεῖ ἡ δίψα εἶναι κάτι τὸ ἔντονο καὶ φανερὸ ποὺ κάνει ἔκδηλο σὲ ὅλους τὸν ἐσωτερικὸ φλογισμό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπόθει τὸν Θεὸν ἔλεγε: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα´ 3)].
12. Λ΄ ζ΄ 168. [Μετάφραση: Κάποιος ποὺ ἐκτυπήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βέλος ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του - πράγμα ποὺ μὲ κάνει νὰ θαυμάζω - : «Ἐγὼ καθεύδω» ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος (πρβλ. Ἆσμα ε´ 2).]
13. Γιατὶ ὁ θεῖος ἔρως εἶναι «πάθος» ἀμοιβαῖο, δὲν εἶναι μόνο, ὁ ἔρωτας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ ὁ ἔρωτας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ ἀμοιβαιότητα κάνει δυνατὴ τὴν προσωπική κοινωνία καὶ τονίζεται ἐπανειλημμένα στὰ πατερικά κείμενα. Γράφει ὁ ἅγιος ΝΕΙΛΟΣ :
«Οὐχ οὕτως τις ἐραστὴς μανικώτατος τῆς ἑαυτῷ ἐρωμένης ἐπιθυμεῖ, ὡς ὁ Θεὸς ἐφίεται ψυχῆς τῆς βουλομένης μετανοεῖν». (Migne, P.G. 79, 464). [«Κανένας εραστής, όσο παθιασμένος κι αν είναι, δεν επιθυμεί τόσο την αγαπημένη του, όσο ο Θεός επιθυμεί την ψυχή που θέλει να μετανοήσει.»]
Καὶ ὁ ἱερὸς ΦΩΤΙΟΣ :
«Αὐτὸς ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος... ἡμῶν ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων... καὶ οὐκ ἠράσθη μόνον, ἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπέρ ἡμῶν καὶ ἐραπίσθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη· καὶ διὰ τούτων ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα». (Παρὰ Νικοδήμῳ ῾Αγιορείτη, Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον, σελ. 167 σημ. 1). [«Αυτός (ο Θεός) μας αγάπησε πρώτος... ενώ εμείς ήμασταν εχθροί και πολέμιοί Του... και δεν μας αγάπησε μόνο, αλλά και ντροπιάστηκε για εμάς, και χαστουκίστηκε, και σταυρώθηκε, και θεωρήθηκε νεκρός. Και με όλα αυτά, έδειξε τον απόλυτο έρωτα Του για εμάς.»]
Καὶ ὁ συγγραφέας τῶν ᾿Αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων :
«Αὐτός, ὁ πάντων αἴτιος... δι᾽ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται... καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται. Καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα καὶ πάντων ἐξῃρημένου πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεται κατ᾿ ἐκστατικὴν ὑπερούσιον δύναμιν ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ. Διὸ καὶ ζηλωτὴν αὐτῶν οἱ τὰ θεῖα δεινοὶ προσαγορεύουσιν, ὡς πολὺν τὸν εἰς τὰ ὄντα ἀγαθὸν ἔρωτα καὶ ὡς πρὸς ζῆλον ἐγερτικὸν τῆς ἐφέσεως αὐτοῦ τῆς ἐρωτικῆς καὶ ὡς ζηλωτὴν αὐτὸν ἀποδεικνύντα». (Περὶ θείων Ὀνομάτων IV, Migne P.G. 3, 712 AB). [«Αυτός, ο αίτιος των πάντων... λόγω της υπερβολικής του ερωτικής καλοσύνης έξω από τον εαυτό του γίνεται ... και έλκεται από την καλοσύνη, την αγάπη και τον έρωτα. Και από την υπέρτατη και πέρα από όλα κατάσταση, κατέρχεται σε όλα τα όντα μέσω μιας έκστασης θεϊκής δύναμης, που δεν απομακρύνεται ποτέ από τον εαυτό του. Γι' αυτό και οι σοφοί στα θεία τον αποκαλούν ζηλωτή, λόγω του μεγάλου έρωτα του προς τα όντα και του ζήλου που γεννά η ερωτική του επιθυμία, η οποία τον αποδεικνύει ως ζηλωτή.»]
6. Λ΄ ι΄ 168.
7. Λ΄ ε΄ 168. [Μετάφραση: Δὲν εἶναι ἀπρεπὲς ἐὰν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιὰ τὸν πόθο καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν δουλεία καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρὸς τὸν Θεόν, ὡσὰν αὐτὸν ποὺ ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστὴς πρὸς τὴν ἐρωμένη του. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐφοβήθηκε τὸν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τὸν δικαστή.]
8. «Στὴν ἐρωτικὴ πράξη ἐκφράζεται μιὰ ἀπελπισμένη, ἔσχατη ἐξόρμηση γιὰ ὑπέρβαση ὅλων τῶν ὁρίων. Δὲν εἶναι πιὰ μήτε τὸ τυφλὸ ἔνστικτο τῆς ἀναπαραγωγῆς, ποὺ εὐθυγραμμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν μηχανισμὸ τόσων ἄλλων ἔμβιων ὄντων, μήτε ἡ ἐπιπόλαια ἀφορμὴ γιὰ ἀπόλαυση, ταπεινὴ ἡδονή, ἐγωϊστικὴ ἱκανοποίηση. Μιὰ ἔξαλλη καὶ τραγική – γιατὶ ἐκ προοιμίου καταδικασμένη – ἐξόρμηση πρὸς τὴ μεγάλη διέξοδο εἶναι ἡ ἐρωτικὴ πράξη στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ὅπου δὲν ἔχει γίνει κοινὸς τόπος, συνθήκη, θεσμός, ἔξη, μηχανισμός. Μιὰ ἐκδήλωση ἀπελπισμοῦ, ποὺ συμπυκνώνει μέσα του ὅλη τὴ γεύση τῆς ἀστοχίας ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ στὰ μάτια τοῦ συνειδητοῦ, τοῦ ἱκανοῦ νὰ ἐμβαθύνει στη φύση της ἀνθρώπου». Αγγελου ΤΕΡΖΑΚΗ, «Ἡ τραγωδία τῆς σιωπῆς», ἐπιφυλλίδα στὴν ἐφημερίδα «Τὸ Βῆμα» τῆς 3ης Φεβρουαρίου 1965.
9. Λ΄ στ΄ 168. [Μετάφραση: Ὁ πραγματικὸς ἐραστὴς φέρνει πάντοτε στὸν νοῦ του τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καὶ τὸ ἐναγκαλίζεται μυστικὰ μὲ ἡδονή. Αὐτὸς ποτέ, οὔτε καὶ στὸν ὕπνο του δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ βλέπει τὸ ποθητὸ πρόσωπο καὶ συνομιλεῖ μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει στὸν σωματικὸ ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἂν καὶ ἔχουν σῶμα εἶναι ἀσώματοι (καὶ ἀσκοῦν τὸν πνευματικὸ ἔρωτα).]
10. Ζ΄ νζ΄ 68. [Μετάφραση: Στὶς ἀρχές, καθὼς τὸ νήπιο ἀντικρύζει τὸν πατέρα του, γεμίζει ὅλο ἀπὸ χαρά. Ὅταν ὅμως ὁ πατέρας ἀπουσιάση ὡρισμένο καιρὸ σκόπιμα καὶ ἔπειτα ἐπιστρέψῃ, τότε τὸ παιδὶ εἶναι γεμάτο καὶ ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀπὸ λύπη. Ἀπὸ χαρά, διότι εἶδε αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, καὶ ἀπὸ λύπη, διότι τόσο καιρὸ στερήθηκε τὴν καλλονὴ τοῦ προσώπου του].
11. Λ΄ θ΄ 168. [Μετάφραση: Ἐκεῖνο ποὺ προξενεῖ ἡ πείνα εἶναι κάτι ποὺ δὲν φαίνεται καὶ δὲν ἐκδηλώνεται. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προξενεῖ ἡ δίψα εἶναι κάτι τὸ ἔντονο καὶ φανερὸ ποὺ κάνει ἔκδηλο σὲ ὅλους τὸν ἐσωτερικὸ φλογισμό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπόθει τὸν Θεὸν ἔλεγε: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα´ 3)].
12. Λ΄ ζ΄ 168. [Μετάφραση: Κάποιος ποὺ ἐκτυπήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βέλος ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του - πράγμα ποὺ μὲ κάνει νὰ θαυμάζω - : «Ἐγὼ καθεύδω» ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος (πρβλ. Ἆσμα ε´ 2).]
13. Γιατὶ ὁ θεῖος ἔρως εἶναι «πάθος» ἀμοιβαῖο, δὲν εἶναι μόνο, ὁ ἔρωτας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ ὁ ἔρωτας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ ἀμοιβαιότητα κάνει δυνατὴ τὴν προσωπική κοινωνία καὶ τονίζεται ἐπανειλημμένα στὰ πατερικά κείμενα. Γράφει ὁ ἅγιος ΝΕΙΛΟΣ :
«Οὐχ οὕτως τις ἐραστὴς μανικώτατος τῆς ἑαυτῷ ἐρωμένης ἐπιθυμεῖ, ὡς ὁ Θεὸς ἐφίεται ψυχῆς τῆς βουλομένης μετανοεῖν». (Migne, P.G. 79, 464). [«Κανένας εραστής, όσο παθιασμένος κι αν είναι, δεν επιθυμεί τόσο την αγαπημένη του, όσο ο Θεός επιθυμεί την ψυχή που θέλει να μετανοήσει.»]
Καὶ ὁ ἱερὸς ΦΩΤΙΟΣ :
«Αὐτὸς ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος... ἡμῶν ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων... καὶ οὐκ ἠράσθη μόνον, ἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπέρ ἡμῶν καὶ ἐραπίσθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη· καὶ διὰ τούτων ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα». (Παρὰ Νικοδήμῳ ῾Αγιορείτη, Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον, σελ. 167 σημ. 1). [«Αυτός (ο Θεός) μας αγάπησε πρώτος... ενώ εμείς ήμασταν εχθροί και πολέμιοί Του... και δεν μας αγάπησε μόνο, αλλά και ντροπιάστηκε για εμάς, και χαστουκίστηκε, και σταυρώθηκε, και θεωρήθηκε νεκρός. Και με όλα αυτά, έδειξε τον απόλυτο έρωτα Του για εμάς.»]
Καὶ ὁ συγγραφέας τῶν ᾿Αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων :
«Αὐτός, ὁ πάντων αἴτιος... δι᾽ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται... καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται. Καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα καὶ πάντων ἐξῃρημένου πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεται κατ᾿ ἐκστατικὴν ὑπερούσιον δύναμιν ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ. Διὸ καὶ ζηλωτὴν αὐτῶν οἱ τὰ θεῖα δεινοὶ προσαγορεύουσιν, ὡς πολὺν τὸν εἰς τὰ ὄντα ἀγαθὸν ἔρωτα καὶ ὡς πρὸς ζῆλον ἐγερτικὸν τῆς ἐφέσεως αὐτοῦ τῆς ἐρωτικῆς καὶ ὡς ζηλωτὴν αὐτὸν ἀποδεικνύντα». (Περὶ θείων Ὀνομάτων IV, Migne P.G. 3, 712 AB). [«Αυτός, ο αίτιος των πάντων... λόγω της υπερβολικής του ερωτικής καλοσύνης έξω από τον εαυτό του γίνεται ... και έλκεται από την καλοσύνη, την αγάπη και τον έρωτα. Και από την υπέρτατη και πέρα από όλα κατάσταση, κατέρχεται σε όλα τα όντα μέσω μιας έκστασης θεϊκής δύναμης, που δεν απομακρύνεται ποτέ από τον εαυτό του. Γι' αυτό και οι σοφοί στα θεία τον αποκαλούν ζηλωτή, λόγω του μεγάλου έρωτα του προς τα όντα και του ζήλου που γεννά η ερωτική του επιθυμία, η οποία τον αποδεικνύει ως ζηλωτή.»]
14. Βλ. χαρακτηριστικά, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὸ Ἄσμα ᾿Ασμάτων ΣΤ, Migne P.G. 44, 900 C: «Ἐπειδὴ γὰρ ἡ ἐμπαθὴς καὶ ρυπῶσα τῶν σωμάτων ἐπιθυμία τοῖς τῆς σαρκὸς μέλεσιν ἐγκαθημένη, καθάπερ τι σύνταγμα ληστρικὸν ἐνεδρεύει τὸν νοῦν καὶ αἰχμάλωτον ἄγει πολλάκις πρὸς τὸ ἑαυτῆς βούλημα συναρπάσασα· ἐχθρὸν δὲ τῷ Θεῷ γινόμενον, καθώς φησιν ὁ ᾿Απόστολος, ὅτι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν· διὰ τοῦτο ἀκόλουθόν ἐστιν, ἐκ τῶν ἐναντίων τῆς σωματικῆς ἐπιθυμίας τὸν θεῖον ἔρωτα γίνεσθαι».[Μετάφραση: Επειδή η εμπαθής και ρυπώσα επιθυμία του σώματος, ριζωμένη στα μέλη της σάρκας, παραμονεύει τον νου σαν ληστρική συμμορία και συχνά τον αιχμαλωτίζει, σέρνοντάς τον στο δικό της θέλημα· και γίνεται εχθρός του Θεού, όπως λέει ο Απόστολος: «Το φρόνημα της σάρκας είναι έχθρα προς τον Θεό». Γι’ αυτό είναι φυσικό, από την αντίθεση προς τη σαρκική επιθυμία, να γεννιέται ο θείος έρωτας]. Ἐπίσης, εἰς τὸ ῾Ασμα Ασμ. ΙΓ΄ Migne P.G. 44, 1048 CD : «Επιτεταμένη γὰρ ἀγάπη ἔρως λέγεται : ᾧ οὐδεὶς ἐπαισχύνεται, ὅταν μὴ κατὰ σαρκὸς γένηται παρ' αὐτοῦ ἡ τοξεία· ἀλλ᾽ ἐγκαυχᾶται μᾶλλον τῷ τραύματι, ὅταν διὰ τοῦ βάθους τῆς καρδίας δέξηται τὴν τοῦ ἀΰλου πόθου ἀκίδα».[Μετάφραση: Γιατί ο έντονος και βαθύς έρωτας λέγεται αγάπη επιτεταμένη· και κανείς δεν ντρέπεται γι’ αυτόν, όταν η πληγή που προκαλεί δεν έχει σαρκικό χαρακτήρα· αντίθετα, καυχιέται για το τραύμα, όταν δεχτεί το αγκάθι του άυλου πόθου στα βάθη της καρδιάς του]. Καὶ στὸ Ι, 963 C: «Εἴ τις πρὸς τὴν αἴσθησιν βλέποι, τὴν δι' αὐτῆς ἐμφυομένην τῷ σώματι ἡδονὴν ἐφελκόμενος, ἄγευστος τῆς θείας εὐφροσύνης διαβιώσεται»[Μετάφραση: «Αν κάποιος κοιτάζει προς την αίσθηση, έλκοντας την ηδονή που γεννιέται μέσω αυτής στο σώμα, θα ζήσει χωρίς να γευτεί ποτέ τη θεία ευφροσύνη».]
15. Ο τονισμός τοῦ συγκεκριμένου καὶ πραγματικοῦ χαρακτήρα τῆς προσωπικῆς ἀναφορᾶς στὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἀναφορὰ στὴν ἄμεση ἐρωτικὴ παρουσία ἢ ἀπουσία ἑνὸς Προσώπου, δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐρμηνεύσουμε τὶς ἀπόψεις αὐτὲς τῆς Κλίμακος σὰ νὰ πρόκειται γιὰ τὴν ἔκφραση μιᾶς ψυχολογικῆς ἀπωθήσεως τῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας στὸν χῶρο τοῦ ἰδεατοῦ καὶ φανταστικοῦ (Sublimierung - sublimation)*. Ὅ,τι αποκλείει μιὰ τέτοια φροϋδικὴ ἑρμηνεία τῶν ἀπόψεων τῆς Κλίμακος εἶναι ἡ κατάφαση στὴ φυσικὴ ἐρωτικὴ ἀγάπη καὶ ἡ συνειδητὴ καὶ συνεπέστατη σύνδεση τῆς ἐρωτικῆς ἀναζητήσεως μὲ τὸ πλήρωμα τῆς προσωπικῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.
Οπωσδήποτε ἡ ψυχολογικὴ ἔρευνα καὶ ἑρμηνεία τοῦ κειμένου ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἁρμοδιότητα αὐτῆς ἐδῶ τῆς μελέτης. Χωρὶς νὰ ἀρνηθοῦμε ὅτι τὸ φαινόμενο τῆς Sublimierung εἶναι συχνότατο σὲ θρησκευτικὰ περιβάλλοντα (τόσο πιὸ ἐπικίνδυνο ψυχολογικὰ ὅσο πιὸ ἀπόλυτη εἶναι ἡ ἠθικιστικὴ ἀπαξίωση τῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας), σημειώνουμε ἐδῶ μόνο τὴ διαφορὰ ποὺ νομίζουμε ὅτι ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν ἐξιδανίκευση τῆς ὁπωσδήποτε ἀπωθημένης ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας, καὶ στὴ συνειδητὴ ἀποδοχή της καὶ ἀναφορά της στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρέπει νὰ ἀγνοηθῆ ἡ καθολική μετοχὴ στὸν θεῖο ἔρωτα, ἡ σωματική ἄσκηση καὶ κακοπάθεια ποὺ εἶναι μιὰ ἐρωτικὴ ἀπάρνηση καὶ στέρηση κάθε περισπάσεως στὴν ἀποκλειστικὴ προσωπικὴ ἀφοσίωση.
* [Η Sublimierung στα γερμανικά (στα ελληνικά: υποκατάσταση ή εξιδανίκευση, συχνά μεταφράζεται και απλώς ως υψίπετη μετατόπιση) και στα αγγλικά sublimation, είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τον Φρόυντ και αφορά έναν αμυντικό μηχανισμό της ψυχής. Η sublimation/εξιδανίκευση είναι η μετατροπή ενστίκτων ή επιθυμιών (κυρίως σεξουαλικών ή επιθετικών) σε κοινωνικά αποδεκτές ή δημιουργικές μορφές έκφρασης. Αντί να εκφραστεί π.χ. η σεξουαλική ενέργεια με ωμό ή απαγορευμένο τρόπο, μετατοπίζεται προς την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, τη δημιουργία, ή άλλες ανώτερες δραστηριότητες].
16. Ε΄ στ΄ 57.
15. Ο τονισμός τοῦ συγκεκριμένου καὶ πραγματικοῦ χαρακτήρα τῆς προσωπικῆς ἀναφορᾶς στὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἀναφορὰ στὴν ἄμεση ἐρωτικὴ παρουσία ἢ ἀπουσία ἑνὸς Προσώπου, δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐρμηνεύσουμε τὶς ἀπόψεις αὐτὲς τῆς Κλίμακος σὰ νὰ πρόκειται γιὰ τὴν ἔκφραση μιᾶς ψυχολογικῆς ἀπωθήσεως τῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας στὸν χῶρο τοῦ ἰδεατοῦ καὶ φανταστικοῦ (Sublimierung - sublimation)*. Ὅ,τι αποκλείει μιὰ τέτοια φροϋδικὴ ἑρμηνεία τῶν ἀπόψεων τῆς Κλίμακος εἶναι ἡ κατάφαση στὴ φυσικὴ ἐρωτικὴ ἀγάπη καὶ ἡ συνειδητὴ καὶ συνεπέστατη σύνδεση τῆς ἐρωτικῆς ἀναζητήσεως μὲ τὸ πλήρωμα τῆς προσωπικῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.
Οπωσδήποτε ἡ ψυχολογικὴ ἔρευνα καὶ ἑρμηνεία τοῦ κειμένου ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἁρμοδιότητα αὐτῆς ἐδῶ τῆς μελέτης. Χωρὶς νὰ ἀρνηθοῦμε ὅτι τὸ φαινόμενο τῆς Sublimierung εἶναι συχνότατο σὲ θρησκευτικὰ περιβάλλοντα (τόσο πιὸ ἐπικίνδυνο ψυχολογικὰ ὅσο πιὸ ἀπόλυτη εἶναι ἡ ἠθικιστικὴ ἀπαξίωση τῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας), σημειώνουμε ἐδῶ μόνο τὴ διαφορὰ ποὺ νομίζουμε ὅτι ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν ἐξιδανίκευση τῆς ὁπωσδήποτε ἀπωθημένης ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας, καὶ στὴ συνειδητὴ ἀποδοχή της καὶ ἀναφορά της στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρέπει νὰ ἀγνοηθῆ ἡ καθολική μετοχὴ στὸν θεῖο ἔρωτα, ἡ σωματική ἄσκηση καὶ κακοπάθεια ποὺ εἶναι μιὰ ἐρωτικὴ ἀπάρνηση καὶ στέρηση κάθε περισπάσεως στὴν ἀποκλειστικὴ προσωπικὴ ἀφοσίωση.
* [Η Sublimierung στα γερμανικά (στα ελληνικά: υποκατάσταση ή εξιδανίκευση, συχνά μεταφράζεται και απλώς ως υψίπετη μετατόπιση) και στα αγγλικά sublimation, είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τον Φρόυντ και αφορά έναν αμυντικό μηχανισμό της ψυχής. Η sublimation/εξιδανίκευση είναι η μετατροπή ενστίκτων ή επιθυμιών (κυρίως σεξουαλικών ή επιθετικών) σε κοινωνικά αποδεκτές ή δημιουργικές μορφές έκφρασης. Αντί να εκφραστεί π.χ. η σεξουαλική ενέργεια με ωμό ή απαγορευμένο τρόπο, μετατοπίζεται προς την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, τη δημιουργία, ή άλλες ανώτερες δραστηριότητες].
16. Ε΄ στ΄ 57.
17. ΙΕ΄ οστ΄ 95.
18. ΙΕ΄ γ΄ 86. Βλ. καὶ ΚΘ΄ η΄ 165 - 166.
19. ΙΕ΄ θ΄ 87.
19. ΙΕ΄ θ΄ 87.
20. ΙΕ΄ δ΄ 86.
21. ΙΕ΄ ξστ΄ 93 - 94.
22. ΚΣΤ΄β΄ ξε΄ 140.
23. ΙΕ΄ λδ΄ 90.
24. Δ΄ οθ΄ 44.
25. Λ΄ ιγ΄ 169.
26. 2 Κορ. 5,4 : «Ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς».
27. Λ΄ ιβ΄ 169.
28. Καὶ ἡ ἀποφατικότητα ἀφορᾶ ὄχι μόνο στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴ γνώση τοῦ ἀνθρώπου. Πλασμένος «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» ὁ ἄνθρωπος ἀντανακλᾶ τὴν πληρότητα τοῦ ἀρχετύπου καὶ εἶναι τὸ ἴδιο ἀπρόσιτος στὴ λογικὴ ὅσο καὶ ὁ Δημιουργός του. Ἡ ἀναγωγὴ τῆς ἐρωτικῆς σχέσεως τῶν ἑτερόφυλων προσώπων στὸν χῶρο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπει ἀκριβῶς στὴν ἀποκαλυπτικὴ «γνώση» τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, δηλαδὴ σὲ ἕνα δώρημα τῆς Χάρης τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ βιωματικὴ ὁδὸς τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων στὰ ὅρια τῆς ἐρωτικῆς σχέσεως ἀποκαλύπτει τὴν ἀληθινὴ «γνώση» περὶ τοῦ ἀνθρώπου (τὸ πρόσωπο ὡς συγκεφαλαίωση τῆς φύσεως, τὴ φύση ὡς περιεχόμενο τοῦ προσώπου) μόνο ὅταν ἡ ἐρωτική σχέση ἀποκαθίσταται στὴ δυναμική της ἀναφορὰ στὴν καθολικὴ καινὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Τριαδικό Θεό. ᾿Αντίστοιχα στὸν μοναχισμὸ τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου προσεγγίζεται μέσῳ τοῦ θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ὁποίου τὴ φύση «ἐνδύεται» ὁ Χριστιανὸς μὲ τὸ Βάπτισμα. ῾Ο γάμος ἀναφέρεται στὸν εἰκονισμὸ τῆς ῾Αγίας Τριάδος, στὸ μυστήριο τῆς ὀντολογικῆς διακρίσεως φύσεως καὶ προσώπων, στὴν καινὴ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ὁμοούσια καὶ μυριϋπόστατη. Ο μοναχισμὸς ἀναφέρεται στὸν εἰκονισμό τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἕνωση τῆς κτιστῆς φύσεως μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ἄκτιστης Χάρης, δηλαδὴ στὴ μόνη ἀλήθεια περὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ καινὸς ἄνθρωπος, ὁ νέος ᾿Αδάμ. Καὶ ὁ εἰκονισμὸς δὲν σημαίνει ἁπλῆ συσχέτιση καὶ ἀντιστοιχία, ἀλλὰ φανέρωση, ἐμφάνιση καὶ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς πραγματικότητος. Θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ὁ γάμος ἀνταποκρίνεται περισσότερο στὸν πνευματολογικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μοναχισμὸς στὸν χριστολογικό. Εἶναι δυὸ ὄψεις τῆς ἴδιας πραγματικότητος, δυὸ δυνατότητες προσωπικῆς προσβάσεως, δυὸ κλήσεις. Οδηγοῦν καὶ οἱ δυὸ στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ προσώπου, στὴ γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, καὶ προϋποθέτουν τὴν ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἀτομικότητος, τὴν ὑποταγὴ τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας ποὺ τείνει νὰ ἀναχθῆ σὲ αὐτοσκοπό. Τόσο ὁ γάμος ὅσο καὶ ὁ μοναχισμός, στὸ μέτρο ποὺ ἀναφέρονται στὴν ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἀτομικότητος, ὁρίζουν μιὰ κοινὴ ὁδὸ ἁγνότητος, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀναφέρονται στὴ «γνώση» τοῦ προσώπου ὅρίζουν μιὰ κοινὴ ἐρωτικὴ ὁδό.
29. Βλ. τὸ κεφάλαιο «Ἡ ἀποφατικὴ γνώση ὡς ἐρωτικὴ κοινωνία» στὸ βιβλίο: Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ «Ἡ Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ», σελ.81 κ.ἑ. Βλ. ἐπίσης, LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 40, 41 καὶ τὸ σχόλιο τοῦ ΙVΑΝΚΑ γιὰ τὴν ἄποψη τοῦ Lossky, Plato Christianus, σελ. 438.
30. Γ΄ α΄ 23.
21. ΙΕ΄ ξστ΄ 93 - 94.
22. ΚΣΤ΄β΄ ξε΄ 140.
23. ΙΕ΄ λδ΄ 90.
24. Δ΄ οθ΄ 44.
25. Λ΄ ιγ΄ 169.
26. 2 Κορ. 5,4 : «Ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς».
27. Λ΄ ιβ΄ 169.
28. Καὶ ἡ ἀποφατικότητα ἀφορᾶ ὄχι μόνο στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴ γνώση τοῦ ἀνθρώπου. Πλασμένος «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» ὁ ἄνθρωπος ἀντανακλᾶ τὴν πληρότητα τοῦ ἀρχετύπου καὶ εἶναι τὸ ἴδιο ἀπρόσιτος στὴ λογικὴ ὅσο καὶ ὁ Δημιουργός του. Ἡ ἀναγωγὴ τῆς ἐρωτικῆς σχέσεως τῶν ἑτερόφυλων προσώπων στὸν χῶρο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπει ἀκριβῶς στὴν ἀποκαλυπτικὴ «γνώση» τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, δηλαδὴ σὲ ἕνα δώρημα τῆς Χάρης τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ βιωματικὴ ὁδὸς τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων στὰ ὅρια τῆς ἐρωτικῆς σχέσεως ἀποκαλύπτει τὴν ἀληθινὴ «γνώση» περὶ τοῦ ἀνθρώπου (τὸ πρόσωπο ὡς συγκεφαλαίωση τῆς φύσεως, τὴ φύση ὡς περιεχόμενο τοῦ προσώπου) μόνο ὅταν ἡ ἐρωτική σχέση ἀποκαθίσταται στὴ δυναμική της ἀναφορὰ στὴν καθολικὴ καινὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Τριαδικό Θεό. ᾿Αντίστοιχα στὸν μοναχισμὸ τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου προσεγγίζεται μέσῳ τοῦ θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ὁποίου τὴ φύση «ἐνδύεται» ὁ Χριστιανὸς μὲ τὸ Βάπτισμα. ῾Ο γάμος ἀναφέρεται στὸν εἰκονισμὸ τῆς ῾Αγίας Τριάδος, στὸ μυστήριο τῆς ὀντολογικῆς διακρίσεως φύσεως καὶ προσώπων, στὴν καινὴ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ὁμοούσια καὶ μυριϋπόστατη. Ο μοναχισμὸς ἀναφέρεται στὸν εἰκονισμό τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἕνωση τῆς κτιστῆς φύσεως μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ἄκτιστης Χάρης, δηλαδὴ στὴ μόνη ἀλήθεια περὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ καινὸς ἄνθρωπος, ὁ νέος ᾿Αδάμ. Καὶ ὁ εἰκονισμὸς δὲν σημαίνει ἁπλῆ συσχέτιση καὶ ἀντιστοιχία, ἀλλὰ φανέρωση, ἐμφάνιση καὶ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς πραγματικότητος. Θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ὁ γάμος ἀνταποκρίνεται περισσότερο στὸν πνευματολογικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μοναχισμὸς στὸν χριστολογικό. Εἶναι δυὸ ὄψεις τῆς ἴδιας πραγματικότητος, δυὸ δυνατότητες προσωπικῆς προσβάσεως, δυὸ κλήσεις. Οδηγοῦν καὶ οἱ δυὸ στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ προσώπου, στὴ γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, καὶ προϋποθέτουν τὴν ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἀτομικότητος, τὴν ὑποταγὴ τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας ποὺ τείνει νὰ ἀναχθῆ σὲ αὐτοσκοπό. Τόσο ὁ γάμος ὅσο καὶ ὁ μοναχισμός, στὸ μέτρο ποὺ ἀναφέρονται στὴν ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἀτομικότητος, ὁρίζουν μιὰ κοινὴ ὁδὸ ἁγνότητος, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀναφέρονται στὴ «γνώση» τοῦ προσώπου ὅρίζουν μιὰ κοινὴ ἐρωτικὴ ὁδό.
29. Βλ. τὸ κεφάλαιο «Ἡ ἀποφατικὴ γνώση ὡς ἐρωτικὴ κοινωνία» στὸ βιβλίο: Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ «Ἡ Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ», σελ.81 κ.ἑ. Βλ. ἐπίσης, LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 40, 41 καὶ τὸ σχόλιο τοῦ ΙVΑΝΚΑ γιὰ τὴν ἄποψη τοῦ Lossky, Plato Christianus, σελ. 438.
30. Γ΄ α΄ 23.
ΑΝΕΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΠΟΥ ΕΠΙΝΟΗΣΕ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΕ Ο ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ.
ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΠΑΤΕΡΑ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ Ο ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου