Του Franco Volpi, εκδόσεις Editori Laterza, 1996
Κεφάλαιο 6
Μηδενισμός, αναρχισμός, λαϊκισμός στη ρωσική σκέψη
Η διάνοια καταναλώνει καθετί που ρίχνουμε στη φλόγα της, και στο τέλος τρέφεται από την ίδια της τη φωτιά.
Στη ρωσική σκέψη των τελευταίων δεκαετιών του δέκατου ένατου αιώνα, ο μηδενισμός έγινε φαινόμενο γενικής εμβέλειας, που διαπότισε με τον εαυτό του την πολιτισμική ατμόσφαιρα ολόκληρης της εποχής.
Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε, μεταξύ άλλων παραγόντων, και το γεγονός ότι ο όρος, αφού έγινε η ονομασία ενός κινήματος κοινωνικής και ιδεολογικής εξέγερσης, βγήκε έξω από τα όρια των φιλοσοφικών συζητήσεων και ριζώθηκε άμεσα στο σώμα της κοινωνίας, επενεργώντας πάνω σε αναρχικά και ελευθεριακά στοιχεία και θέτοντας σε κίνηση μια εκτεταμένη διαδικασία μετασχηματισμού (πρβλ. Masaryk, 1971· Venturi, 1972).
Οι θεωρητικοί του ρωσικού μηδενισμού επιδόθηκαν σε μια αντιαισθηματική και αντιμεταφυσική εξέγερση των «γιων ενάντια στους πατέρες», αμφισβητώντας την εξουσία και την καθεστηκυία τάξη και επιτιθέμενοι ιδίως στις αξίες της θρησκείας, της μεταφυσικής και της παραδοσιακής αισθητικής, που θεωρούνταν «μηδενικότητες», αυταπάτες προορισμένες να διαλυθούν.
Το ρωσικό μηδενιστικό κίνημα υπήρξε συχνά περισσότερο δογματικό και επαναστατικό παρά κριτικό και σκεπτικιστικό, πεπεισμένο όπως ήταν για το επιτακτικό καθήκον της άρνησης με κάθε κόστος, της ανάγκης να προχωρεί κανείς πάση θυσία — ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πορεία μέσα σε ερείπια και θραύσματα.
Απέρριπτε λοιπόν το παρελθόν, καταδίκαζε το παρόν, αλλά χωρίς τη δυνατότητα να ανοίξει τον δρόμο προς μια συγκεκριμένη και θετική διαμόρφωση του μέλλοντος.
Αυτό που εξυμνείτο ήταν το αίσθημα της ατομικότητας, η ωφελιμιστική ψυχρότητα — όχι κυνική ούτε αδιάφορη, αλλά ριζική και συνεπής στην υποστήριξη της εξέγερσης της intelligencija απέναντι στην κυρίαρχη εξουσία και κουλτούρα.
Καθοριστικής σημασίας για την προετοιμασία και τη διάδοση του μηδενισμού υπήρξαν το έργο του ήδη αναφερθέντος Τουργκένιεφ, ο οποίος διέδωσε την έννοια, και η δράση μιας ομάδας άλλων διανοουμένων, ανάμεσα στους οποίους πρέπει να αναφερθούν πρωτίστως οι δύο που πέθαναν πολύ νέοι, πριν ακόμη φτάσουν τα τριάντα: ο Νικολάι Α. Ντομπρολιούμποφ (1836–1861) και ο Ντμίτρι Ι. Πισάρεφ (1840–1866).
Ο πρώτος υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού Ο Σύγχρονος (Il Contemporaneo) και, με την κριτική του για το Ομπλόμοφ (1856) του Γκοντσάροφ —έργο που απεικόνιζε τη νωχελική και συντηρητική αριστοκρατία— έγινε υπέρμαχος ενός δημοκρατικού και προοδευτικού ριζοσπαστισμού, τον οποίο επιδίωκε να προαγάγει μέσω της λογοτεχνίας και του μυθιστορήματος.
(Από αυτόν θα εμπνευστεί αργότερα ο Λούκατς με τον κριτικό ρεαλισμό του και την μαρξιστική του αισθητική).
Αμφισβητώντας αποφασιστικά το ιδεώδες της τέχνης για την τέχνη (στο έργο του Razrušenie estetiki, 1865 — Η καταστροφή της αισθητικής), ο Πισάρεφ έφερε τον μηδενισμό στις έσχατες συνέπειές του, απορρίπτοντας κάθε κατάλοιπο ανθρωπισμού ή ηθικισμού, και αποδέχθηκε με θετική σημασία τον χαρακτηρισμό του «μηδενιστή», που είχε καταστήσει δημοφιλή ο Τουργκένιεφ (με τον Μπαζάροφ, 1862).
Αλλά ο αληθινός νους των μηδενιστών της δεκαετίας του 1860 υπήρξε ο Νικολάι Γ. Τσερνισέφσκι, μελετητής της οικονομίας και υποστηρικτής ενός αυστηρού υλισμού.
Το κοινωνικό και ουτοπικό του μυθιστόρημα Τι να κάνουμε; (Čto delat’, 1863), γραμμένο στη φυλακή, γνώρισε τεράστια απήχηση στο κοινό και πρέπει να θεωρείται ένα από τα κυριότερα μανιφέστα του ρωσικού μηδενισμού.
Σ’ αυτό παρουσιάζονταν οι νέες μορφές ζωής, εμπνευσμένες από την κατάργηση των συμβάσεων και των παραδόσεων, από έναν κοινοτισμό που απέρριπτε κάθε αισθήματα ιδιοκτησίας, από την χειραφέτηση της γυναίκας και από την αφοσίωση στην υπόθεση του λαού. Όλα αυτά ισοδυναμούσαν, φυσικά, με άρνηση των αρχών πάνω στις οποίες στηριζόταν η προηγούμενη κοινωνική τάξη, και συνεπώς με μια ριζική μορφή μηδενισμού.
Το μηδενιστικό κίνημα της δεκαετίας του ’60 είχε σύντομα τραγική κατάληξη.
Ο Ντομπρολιούμποφ και ο Πισάρεφ πέθαναν πρόωρα· ο Τσερνισέφσκι φυλακίστηκε σε ηλικία τριάντα τεσσάρων ετών, το 1862, και ξαναβρήκε την ελευθερία του μόλις λίγο πριν πεθάνει, το 1888. Ωστόσο, όλα αυτά δεν εμπόδισαν τις μηδενιστικές ιδέες να διαδοθούν ταχύτατα και να εμπνεύσουν τη ρωσική νεολαία.
Αλλά χωρίς απτά αποτελέσματα: καθ’ όλη τη δεκαετία που ακολούθησε σημειώθηκαν μεγάλες δίκες με καταδίκες και μαζικές εξορίες.
Μέσα στη γενική όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων γεννήθηκε το κίνημα της «Λαϊκής Θέλησης» (Narodnaja Volja), το οποίο υποστήριζε ότι η ανατροπή του συμβόλου της εξουσίας, δηλαδή η δολοφονία του τσάρου, ήταν η πρώτη συγκεκριμένη πράξη που έπρεπε να πραγματοποιηθεί για να αρχίσουν οι επιθυμητές αλλαγές.
Ύστερα από μια σειρά απόπειρες, την 1η Μαρτίου 1881, ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ έπεσε νεκρός από τις βόμβες των ναροντοβολίκι (Narodnaja Volja).
Κατά τη διάρκεια της σκληρής καταστολής που ακολούθησε συνελήφθη ένας ακραίος επαναστάτης, ο Σεργκέι Γ. Νετσάεφ, συγγραφέας μιας Κατήχησης του επαναστάτη (Katechizis revoljucionera), του οποίου οι θέσεις ξεχώριζαν για το αμείλικτο πνεύμα οργάνωσης που έθετε στην υπηρεσία της πίστης στην επανάσταση.
Η έκφραση «νετσαεβισμός» (neaevismo) χρησιμοποιήθηκε τότε για να δηλώσει τις πιο ανελέητες και αδιάλλακτες μορφές πολιτικού μηδενισμού — έναν ριζοσπαστικό τρόπο κατανόησης της επαναστατικής δράσης, τον οποίο ο Νετσάεφ υποστήριζε, ο Αλεξάντρ Ι. Χέρτσεν απέρριπτε, ενώ ο Μιχαήλ Α. Μπακούνιν συμμεριζόταν πλήρως.
Ορισμένοι θεωρούν μάλιστα ότι ο τελευταίος υπήρξε εμπνευστής και συν-συγγραφέας της Κατήχησης.
Αυτοί οι δύο στοχαστές ενσάρκωναν πράγματι δύο αντίθετους τρόπους κατανόησης της μηδενιστικής–επαναστατικής κοσμοαντίληψης: ο Μπακούνιν την ριζοσπαστική και εξεγερμένη ακραία στάση, ο Χέρτσεν τη μετριοπάθεια και τη ρεαλιστική συγκεκριμενοποίηση. Ο Μπακούνιν αυτοανακηρυσσόταν «ιδρυτής του μηδενισμού και απόστολος της αναρχίας» και διακήρυσσε: «Pour vaincre les ennemis du prolétariat il nous faut détruire, encore détruire et toujours détruire. Car! l'esprit destructeur est en même temps l'esprit constructeur.» (Πρέπει να νικήσουμε τους εχθρούς του προλεταριάτου· πρέπει να καταστρέψουμε, να ξανακαταστρέψουμε και πάντα να καταστρέφουμε. Διότι! το καταστροφικό πνεύμα είναι ταυτόχρονα και δημιουργικό πνεύμα.) (βλ. Wittkopf, 1974: 83).
Ο Μπακούνιν εξύμνουσε συνεπώς τη στιγμή της αρνητικότητας, την οποία αντλούσε από την αριστερή Εγελιανή παράδοση και θεωρούσε ως «τρομερή αίχμα», την έκφραση της δύναμης του πνεύματος που εξαλείφει και καταστρέφει. Και ριζοσπαστικοποιούσε τον μηδενισμό σε έναν εκρηκτικό συζυγισμό αναρχικών, σοσιαλιστικών και ουτοπικά-ελευθεριακών ιδεών.
Όσον αφορά τον Χέρτσεν, εκείνος έστρεψε τα βέλη της κριτικής του εναντίον των «βουδιστών της επιστήμης» που αράζανε σε περίσκεψη σε μια εποχή που, κατά τη γνώμη του, όφειλε να καλέσει σε δράση. Αντιτιθέμενος σε κάθε συντηρητισμό, υπήρξε ο κύριος θεωρητικός του λαϊκισμού (narodnichestvo), αλλά—αντιπαρατιθέμενος στον τρομοκρατία του Νετσάεφ και στον επαναστατικό ριζοσπαστισμό του Μπακούνιν—έδινε τις μάχες του με τη μετριοπάθεια που του επέβαλλε η αγάπη του για τον πολιτισμό και την ιστορία, όπως φαίνεται από τις επιστολές Προς έναν παλιό σύντροφο (K staromu tovarišču) και από τα δοκίμια που υπαγόρευσε στα γερμανικά Από την άλλη όχθη (Vom anderen Ufer, 1850· η ρωσική έκδοση του 1855). Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να αρθρώσει μια διαφοροποιημένη θέαση του μηδενισμού, αντιλαμβανόμενος τον μηδενισμό ως λογική της μεταρρύθμισης και χαιρετίζοντάς τον ως θετικό φαινόμενο:
«Ο μηδενισμός είναι η λογική χωρίς στεγανά, είναι η επιστήμη χωρίς δόγματα, είναι η άνευ όρων υπακοή στην εμπειρία και η ταπεινή αποδοχή όλων των συνεπειών, όποιες κι αν είναι, εφόσον προκύπτουν από την παρατήρηση, εφόσον απαιτούνται από τό λόγο. Ο μηδενισμός δεν μετατρέπει κάτι σε τίποτε· αποκαλύπτει ότι το τίποτε που λαθεμένα θεωρείται κάτι είναι οπτική ψευδαίσθηση και ότι κάθε αλήθεια, όσο κι αν αντιβαίνει σε φανταστικές αναπαραστάσεις, είναι πιο υγιής απ’ αυτές και σε κάθε περίπτωση επιβαλλόμενη. Είτε αυτό το όνομα είναι κατάλληλο είτε όχι, δεν έχει σημασία. Έχει συνηθιστεί, γίνεται αποδεκτό από φίλους και εχθρούς, κατέληξε να γίνει σήμα για την αστυνομία, έγινε προδοσία, ύβρις για μερικούς, έπαινος για άλλους.» (Χέρτσεν, 1977: 31).
Αλλά ο Χέρτσεν είδε επίσης τους κινδύνους που έκρυβε ο μηδενισμός και τον εκτίμησε με κριτικό βλέμμα:
«Φυσικά, αν με μηδενισμό εννοήσουμε την αντίστροφη δημιουργία, δηλαδή τη μετατροπή των γεγονότων και των ιδεών σε τίποτε, σε στείρο σκεπτικισμό, σε υπερόπτικο «να μένεις με τα χέρια σταυρωμένα», σε απελπισία που οδηγεί στην αδράνεια, τότε οι αληθινοί μηδενιστές λιγότερο απ’ όλους θα εμπίπτουν σε αυτόν τόν ορισμό και ένας από τους μεγαλύτερους μηδενιστές θα είναι ο Ι. Τουργκένιεφ, που εναντίον τους έριξε την πρώτη πέτρα, και ίσως ο αγαπημένος του φιλόσοφος Σοπενχάουερ (...). Όταν ο Μπακούνιν αποκάλυπτε τους καθηγητές του Βερολίνου και τους επαναστάτες του Παρισιού του 1848, κατηγορώντας τους πρώτους για δειλία και τους δεύτερους για συντηρητισμό, ήταν ένας τέλειος μηδενιστής (...). Όταν οι πετρασέφτσι οδηγήθηκαν σε καταναγκαστικά έργα επειδή «ήθελαν να καταργήσουν όλους τους ανθρώπινους και θεϊκούς νόμους και να καταστρέψουν τα θεμέλια της κοινωνίας» (...) τότε αυτοί ήταν μηδενιστές.» (Χέρτσεν, 1977: 31–32).
Και γι’ αυτό, στο χάσμα που είχε ανοίξει ο μηδενισμός, εκείνος (ο Χέρτσεν) αντιπαρέβαλε τη συνείδηση των ορίων μέσα στα οποία το φαινόμενο είχε εκδηλωθεί:
«Από τότε ο μηδενισμός έχει επεκταθεί, έχει αποκτήσει πιο σαφή αυτοσυνείδηση, εν μέρει έχει γίνει διδασκαλία, έχει δεχθεί μέσα του πολλά στοιχεία της επιστήμης και έχει αναδείξει ανθρώπους δράσης με τεράστιες δυνάμεις και τεράστια ταλέντα (…) όλα αυτά είναι αδιαμφισβήτητα. Αλλά δεν έφερε νέες αρχές». (Χέρτσεν, 1977: 32).
Το σκηνικό του μηδενισμού απλώνεται σε όλο το εύρος και το βάθος του στο έργο του Ντοστογιέφσκι. Παγκόσμιος συγγραφέας, προορισμένος να επηρεάσει όχι μόνο τη Ρωσία αλλά ολόκληρη την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ο Ντοστογιέφσκι δίνει σάρκα και οστά, μέσα από τις μορφές και τις υπαρξιακές καταστάσεις των μυθιστορημάτων του —ιδίως Έγκλημα και τιμωρία (Prestuplenie i nakazanie, 1863), Οι δαίμονες (Besy, 1873) και Οι αδελφοί Καραμάζωφ (Brat'ja Karamazovy, 1879–80)— σε διαισθήσεις και φιλοσοφικά μοτίβα που προαναγγέλλουν αποφασιστικές εμπειρίες της στοχαστικής σκέψης του εικοστού αιώνα, πρωτίστως την εμπειρία του αθεϊσμού και του μηδενισμού. Σε αυτόν το φαινόμενο της διάλυσης των αξιών, βιωμένο ως κρίση που κατατρώγει την ρωσική ψυχή, ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σε όλες τις καταστροφικές του συνέπειες, μέχρι το έγκλημα και τη διαστροφή. Και παρότι η αναπαράσταση του κακού από μέρους του στοχεύει τελικά στην απαξίωσή του, η λογοτεχνική τύχη του έργου του ευνοούσε στην πραγματικότητα τη διάδοση του «μηδενιστικού» νοσήματος, συμβάλλοντας στο να κλονιστούν βαθιά ριζωμένες βεβαιότητες και να διαβρωθούν θεσμοί σταθεροί.
Ανάμεσα στους εντυπωσιακούς χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του, που αποτελούν εξίσου παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο ο Ντοστογιέφσκι ανέπτυξε το θέμα του μηδενισμού, παρουσιάζοντάς τον σε όλες τις ποικιλίες του και προσωποποιώντας τον σε συγκεκριμένες μορφές, αναφέρονται εδώ μόνον οι κύριοι:
Ο Ρασκολνίκοφ, ο πρωταγωνιστής του Έγκλημα και τιμωρία, για τον οποίο η άνευ όρων διεκδίκηση της ατομικής του ελευθερίας γίνεται ένα ηθικο-φιλοσοφικό πρόβλημα γεμάτο αμέτρητους βασάνους.
Στους Δαίμονες (Οι Δαίμονες), μεγάλο μυθιστόρημα που αρχικά είχε σχεδιαστεί ως πανφλετ ενάντια στον μηδενισμό — μορφή αθεϊσμού — διάφοροι χαρακτήρες ενσωματώνουν αντίστοιχες όψεις της νέας καταστροφικής κοσμοθεωρίας (Weltanschauung): ο «μαύρος άγγελος» Σταυρογίν — του οποίου το ιστορικό πρότυπο είναι ο Μπακούνιν — μηδενιστής με λουσιφερική και διεφθαρμένη ευφυΐα που διαβρώνει και καταστρέφει τα πάντα, χωρίς όμως να καταφέρνει να μετατρέψει τη δαιμονική του βούληση σε δημιουργική παραγωγικότητα· ο αναρχικός και επαναστάτης Πέτρ Βερχοβένσκι, που εφαρμόζει σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο την αρχή του Σταυρογίν ότι «όλα είναι αδιάφορα»· και τέλος ο άθεος Κιρίλοφ, ο οποίος, ακολουθώντας τυφλά το αυστηρό νήμα της λογικής, συμπεραίνει από την υπόθεσή του («Αν δεν υπήρχε ο Θεός…») την επιτρεπτότητα κάθε ανήθικης συμπεριφοράς και, τελικά, αυτοκτονεί για να αποδείξει την ανυπαρξία του Θεού.
Στους Αδελφούς Καραμάζοφ, ο χαρακτήρας του Ιβάν, λεπτός άθεος, στον οποίο ο Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα τον τρομερό μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, εκφράζει τη ρήξη ανάμεσα στα ιδανικά του χριστιανισμού —που ανήκουν στον ουρανό και «θα ήθελαν να πορεύονται με άδεια χέρια» πάνω στη γη— και στον ρεαλισμό αυτού του κόσμου, στον οποίο κυριαρχεί το Κακό, «το πνεύμα το έξυπνο και φοβερό, το πνεύμα της αυτοκαταστροφής και του μη-είναι» (Ντοστογιέφσκι, 1984: II, 845· βλ. Hessen, 1980).
Σημαντικό, για τη φιλοσοφική κατανόηση του μηδενισμού, είναι το γεγονός ότι η προοπτική που ανοίγει ο Ντοστογιέφσκι πάνω στο μηδενιστικό σκηνικό —παρά την «μεγάλη οργή» του και την κατηγορηματική καταδίκη του φαινομένου στο όνομα μιας αναγέννησης των ιδανικών σύμφωνα με το ευαγγελικό πνεύμα— βρήκε ενθουσιώδη παρατηρητή στο πρόσωπο του Νίτσε· και ότι η σύμπτωση της επιρροής των δύο, στην Ευρώπη, έδωσε καθοριστικό στίγμα στη λογοτεχνία και στην πνευματική ατμόσφαιρα των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα (πρβλ. Schubart, 1939· Šestov, 1950).
Συνεχίζεται με τό Κεφάλαιο 7
Μηδενισμός και παρακμή στον Νίτσε
ΕΥΤΥΧΩΣ ΔΟΥΛΕΨΕ ΤΟΣΟ ΣΚΛΗΡΑ Ο ΒΟΛΠΙ ΣΤΟΝ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΤΕΝΙΣΟΥΜΕ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟ ΒΑΘΜΟ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΤΗΝ ΜΗΔΕΝΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΦΙΛΟΔΟΞΕΙ ΝΑ ΈΧΕΙ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΑΝΟΙΞΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου