Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: «ΕΧΘΡΟΣ» ΚΑΙ «ΘΑΝΑΤΟΣ»

  Συνέχεια από: Κεφάλαιο 2ο : Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

«ΕΧΘΡΟΣ» ΚΑΙ «ΘΑΝΑΤΟΣ»

Ωστόσο, τὸ σῶμα εἶναι «ἐχθρὸς» καὶ «θάνατος». Αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ἀνήκει ὀργανικὰ στὴν καθολικὴ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καὶ μετέχει οὐσιαστικὰ στὸ γεγονὸς τῆς τελειώσεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, εἶναι «τύραννος»1 καὶ «θηρίον»2 καὶ «ἐχθρὸς»3 καὶ «δράκων»4, εἶναι «ὁ ἐν ἡμῖν θάνατος»5. Ἡ ὑλικὴ φύση τοῦ σώματος εἶναι «ἐπίβουλος καὶ ἐχθρά»6, ἡ σάρκα «ρυπαρὰ καὶ μοχθηρά»7 καὶ «λιχνώδης παχύτης»8. Οἱ ἐκφράσεις αὐτὲς βεβαιώνουν τὸν «δυαλισμό» ποὺ διαπιστώσαμε στὴν ἀνθρωπολογία τῆς Κλίμακος, τὴν ἀντίθεση τῆς ὑλικῆς φύσεως στὸν «κατὰ φύσιν» προορισμό της, τὴ δυσαρμονία ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία στὴ φύση. Τὴ σωστὴ ἑρμηνεία αὐτῶν τῶν ἀρνητικῶν γιὰ τὸ σῶμα διατυπώσεων πρέπει νὰ τὴ ζητήσουμε μέσα στὸ χῶρο τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας, στὸ χῶρο καὶ πάλι τῆς ἀσκήσεως, καὶ πιὸ συγκεκριμένα, στη σχέση ποὺ ἔχει ὁ ὑποπιασμὸς τοῦ σώματος μὲ μιὰ πραγματικὴ ὑποτίμηση ἢ μὲ μιὰ θεωρητικὴ ἀξιολόγηση ποὺ ὑποβιβάζει ἀντικειμενικὰ τὸ σῶμα [ΤΗ ΣΑΡΚΑ. ΤΟΥΣ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΥΣ ΧΙΤΩΝΕΣ].

᾿Αρχικὰ ἂς σημειωθῇ ἐδῶ ὅτι οἱ ἐκφράσεις οἱ ἐχθρικὲς γιὰ τὸ σῶμα – συχνὲς στὰ ἀσκητικὰ κείμενα τῆς ᾿Ανατολῆς – ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ καταλογιστῆ στὴν ἀνατολικὴ πνευματικότητα ὅτι εἶναι ἄμεσα ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν πλατωνικὴ καὶ νεοπλατωνικὴ ἀποστροφὴ γιὰ τὴν ὕλη ἢ ἀπὸ τὴν κυνικὴ διατριβὴ καὶ τὴν ἀρετολογία τῶν Στωϊκῶν9 [Ο ΠΛΑΤΩΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΕΙΔΕ ΚΑΘΑΡΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΣΕ ΜΕ ΤΙΣ ΛΙΓΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΠΟΥ ΔΙΕΘΕΤΕ]. Ὁπωσδήποτε ὑπάρχει συχνὰ μιὰ κοινὴ ὁρολογία, ἀκόμα καὶ ἰδέες κοινές. ᾿Αλλὰ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ προσεχθῆ εἶναι τὸ καινούργιο πνεῦμα ποὺ ὑπηρετοῦν αὐτὰ τὰ δάνεια τῆς ὁρολογίας καὶ τῶν ἰδεῶν, τὸ διαφορετικό πλαίσιο στὸ ὁποῖο ἐντάσσονται. Ὑπάρχει ἕνα ἀφετηριακὸ δεδομένο (ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλεγχθῆ κριτικὰ - ἐπιστημονικά) καὶ ποὺ προϋποτίθεται γιὰ τὴ σωστή κατανόηση τῶν ἀσκητικῶν κειμένων τῆς ᾿Ανατολῆς: ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ κατὰ κανόνα δὲν ἀποβλέπουν σὲ συστηματικές διατυπώσεις μὲ σκοπὸ νὰ ὁλοκληρωθῆ ἕνα σύστημα Γνωσιολογίας, μιὰ φιλοσοφική ᾿Ανθρωπολογία ἢ Μεταφυσική. ᾿Αποβλέπουν στὴν ἔκφραση καὶ διατύπωση τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀσκήσεως, ποὺ εἶναι ἐμπειρία τῆς πτώσεως καὶ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ γίνη ὁδηγὸς ἡ ἐμπειρία αὐτὴ γιὰ τὴ βιωματική μετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸ γεγονὸς τῆς ἀνακαινίσεως τῆς φύσεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ὁρολογία τῶν ἀσκητικῶν συγγραφῶν δὲν ἀντιπροσωπεύει κατηγορίες σκέψεως, παρόμοιες ἢ ἀντίθετες πρὸς τὶς πλατωνικές ἢ τὶς στωϊκές, ἀλλὰ ἐκφράζει ἀλήθειες ἐμπειρικὲς ποὺ ἔχουν προκύψει ἀπὸ τὴν ἄσκηση.

Θὰ καταλήξουμε, λοιπόν, σὲ λαθεμένη ἑρμηνεία ἂν θεωρήσουμε τὴν ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας ὡς συστηματικὴ διατύπωση, ἂν τῆς δώσουμε νόημα καὶ περιεχόμενο φιλοσοφικὸ ποὺ δὲν τὸ ἔχει.[Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ;] Ἡ ἄσκηση [ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ] εἶναι, βέβαια, ἕνας χῶρος ἀνθρωπολογικῆς σπουδῆς, ἀποβλέπει σὲ μιὰ γνώση, ἀλλὰ ὄχι στὴ μερικὴ καὶ ἀποσπασματική γνώση τῆς φιλοσοφίας· ἀποβλέπει στὴν εὐαγγελικὴ «γνώση» ποὺ εἶναι μετοχὴ καθολικὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν «καινὴ κτίση» τῆς Χάρης. Καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ φτάσουμε στὴ βίωση τῆς καινῆς κτίσεως;;;; χωρὶς ἐπίγνωση τῆς πτώσεως καὶ τῆς διαφθορᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Πτώση καὶ ἀνακαίνιση, διαφθορὰ καὶ μεταμόρφωση εἶναι οἱ δυὸ πόλοι τῆς ἀσκητικῆς ἀνθρωπολογίας. Ἡ ἐναντίωση τῆς φύσεως [ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ] στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ καθημερινὸ βίωμα τοῦ ἀσκητοῦ καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ βίωμα ξεκινᾶνε οἱ ἐκφράσεις οἱ ἐχθρικὲς γιὰ τὸ σῶμα.

Πρέπει νὰ ποῦμε, περισσότερο συγκεκριμένα, ὅτι ἡ ἀφετηριακή προτεραιότητα τῆς ἐμπειρίας στὶς θεολογικές διατυπώσεις τῆς ᾿Ανατολῆς διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη ἀφετηριακὴ θεωρητική προτεραιότητα ποὺ ὑπάρχει στὴ Δύση. Ἡ διάκριση μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη ἐδῶ, προκειμένου νὰ προσεγγίσουμε σωστὰ τὴ διδασκαλία τῆς Κλίμακος, γιατὶ οἱ δυτικές θεολογικές προϋποθέσεις δημιουργοῦν ἕνα ἀνθρωπολογικό πλαίσιο ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήση σὲ παρερμηνεία ἑνὸς ἀσκητικοῦ κειμένου τῆς ᾿Ανατολῆς. Τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἑρμηνεύωνται μὲ δυτικὲς προϋποθέσεις κείμενα τῆς ᾿Ανατολῆς παρακολουθεῖ ἔμμεσα ἢ ἄμεσα πολλοὺς μελετητές.

᾿Αντίστοιχα, λοιπόν, μὲ τὴν ἀφετηριακή προτεραιότητα τῆς ἐμπειρίας στὴν ᾿Ανατολή, ὑπάρχει στὴ Δύση μιὰ ἀφετηριακὴ θεωρητική προτεραιότητα. Ἡ θεολογικὴ ἀλήθεια ἀποβλέπει συχνὰ – ἴσως καὶ καταρχὴν – σὲ μιὰ συνολική συστηματικὴ σύνθεση. Ἔτσι, τὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως καὶ τῆς διαφθορᾶς τῆς φύσεως (ἀφετηρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδαχῆς γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σώμα), ἑρμηνεύτηκε στὴ Δύση στὰ πλαίσια μιᾶς δικανικῆς σχέσεως ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Μὲ ἀφετηρία τὸν Αὐγουστίνο καὶ χαρακτηριστικοὺς σταθμοὺς τὸν Ἄνσελμο καὶ τὸν ᾿Αβελάρδο10 εἶδε ἡ δυτικὴ Θεολογία τὴ δυσαρμονία καὶ ἀνταρσία τῆς φύσεως σὰν διαταραχὴ μιᾶς ἀντικειμενικῆς σχέσεως, σὰν τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορὰ εἶναι τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἑτοιμάση τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀποδεχτοῦν τὴ ζωή, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ μέσα δὲν παύουν νὰ ἐκφράζουν τὴ θεία ὀργή. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ σωτηρία καὶ ἡ λύτρωση «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ» ἀνάγεται στὴν ἀποκατάσταση μιᾶς ἀντικειμενικῆς καὶ πάλι σχέσεως, γι᾿ αὐτὸ καὶ περιορίζεται προπάντων στὸ γεγονὸς τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο θάνατο ἱκανοποιήθηκε ἡ θεία δικαιοσύνη, ὁ ἄνθρωπος λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀντικειμενικὴ ἐνοχὴ καὶ ἡ θεία ὀργὴ μπορεῖ πιὰ νὰ ἀναστέλλεται11.

Ἡ νομικὴ αὐτὴ θεώρηση τῆς πτώσεως καὶ τῆς σωτηρίας ἔχει ὁπωσδήποτε τὶς ρίζες της σὲ μιὰ λαθεμένη κοσμολογία. Ἡ δυτική Θεολογία δὲν μπόρεσε νὰ δὴ τὴν πτώση τῆς φύσεως ὡς γεγονός καθεαυτό, ἀκριβῶς ἐπειδὴ βλέπει καὶ τὴν ἴδια τὴ φύση μόνο ὡς ἀπεικόνισμα «ἐν χρόνῳ» τῶν ἀγέννητων «ἀρχετύπων» τῆς θείας Οὐσίας. Ἔχοντας ἀρνηθῆ τὴ διάκριση Οὐσίας καὶ Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν οἱ δυτικοὶ καμμιὰ πραγματικότητα «ἐκτὸς» τῆς Οὐσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν πανθεϊστικὴ ἐκδοχὴ τῆς ἀπορροῆς τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ θεία Οὐσία βλέπουν στὴν ὑλικὴ δημιουργία τὶς χρονικὲς «εἰκόνες» τῶν αἰώνιων ἀρχετύπων ποὺ ὑπάρχουν στὸ Θεό12. Ἡ πτώση καὶ ἡ ἁμαρτία καὶ οἱ συνέπειες ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι μιὰ χρονικὴ παραβίαση τῆς τάξεως τῶν ἰδεῶν στὴ θεία Οὐσία ποὺ δὲν ἀλλοιώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο (ἀφοῦ ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἀναφέρεται στὰ ἀρχέτυπα τοῦ κόσμου) ἀλλὰ μεταβάλλει τὴ θεία διάθεση γιὰ τὸν κόσμο. Μὲ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἡ θεία δικαιοσύνη δέχεται ἐπαρκῆ, δηλαδὴ ἄπειρη ἱκανοποίηση, καὶ ἡ θεία διάθεση μεταβάλλεται εὐνοϊκὰ καὶ πάλι γιὰ τὸν κόσμο. [ΜΟΝΟ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΠΕΣΕ ΜΕΤΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΟΣ ΣΕ ΥΙΟ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ. Η ΦΥΣΗ ΔΕΝ ΕΠΕΣΕ.]

᾿Αντίθετα, ἡ ἀνατολικὴ Θεολογία μὲ ἀφετηρία τὴ διάκριση Οὐσίας καὶ Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ βλέπει τὸν ὑλικὸ κόσμο ὡς ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς Ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ,[ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ; ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ Ή ΣΥΝΤΗΡΟΥΝ;;;]καὶ ἑπομένως ὡς πραγματικότητα καθεαυτήν, ὡς ὑποκείμενο ἀπόλυτα νέο, τέλεια διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ θεία Οὐσία. ᾿Αφοῦ ἡ κτίση δὲν ἔχει τὴν αἰτία της στὸν ἑαυτό της, γιατί δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ μηδέν, οὔτε καὶ στὴ θεία Οὐσία, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν κινήθηκε ἀπὸ ἀνάγκη νὰ δημιουργήση,[Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ, ΜΟΙΡΑΖΟΜΕΝΗ ΤΑ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΑ, ΚΑΘΟΤΙ ΔΥΝΑΜΕΙ Η ΟΠΟΙΑ ΩΡΙΜΑΖΕΙ ΣΕ ΕΝΕΡΓΕΊΑ] γι᾿ αὐτὸ εἶναι μιὰ ὀντότητα μεταβλητή, ποὺ μπορεῖ νὰ περάση ἀπὸ μιὰ κατάσταση σὲ μιὰν ἄλλη13. Επομένως, ἡ πτώση καὶ ἡ διαφθορὰ τῆς φύσεως δὲν εἶναι κάτι ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς τιμωρία, μιὰ ἔκφραση τῆς θείας δικαιοσύνης καὶ ὀργῆς, ἕνα ἀντικειμενικό γεγονός μεταβολῆς τῆς θείας διαθέσεως γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς μεταβολῆς καθεαυτήν, τοῦ χωρισμοῦ τῆς φύσεως ἀπὸ τὴ θεία ζωή.[ΚΑΜΜΙΑ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ] Ὁ ἄνθρωπος καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου ἡ καθολική φύση – ἀρνεῖται τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ζητάει μιὰν ἐπαναστατημένη αὐτάρκεια. Ἡ ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀναστέλλει τὴν ἔκχυση τῶν θείων Ἐνεργειῶν ποὺ κάνουν δυνατὴ τὴν ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα «ἐκτὸς» τῆς Φύσεως τοῦ Θεοῦ, ἀποκλείει ὅμως τὴ «μετοχή» τοῦ ἀνθρώπου στὴ θεία ζωὴ καὶ ἀποκαλύπτει τὴν ἄβυσσο τῆς φυσικῆς ἀποστάσεως ἀνάμεσα στὴν κτίση καὶ στὸν Θεό. Αὐτὸς ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὴ θεία ζωὴ εἶναι μιὰ μεταβολή καθεαυτὴν στὴν ὁποία συνεργὸς εἶναι ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος ἔσπειρε τὴν παρακοὴ στὸ ἔδαφος τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καὶ ρίζωσε στὴ φύση ὁ «ἕτερος νόμος, ὁ ἐν τῇ σαρκί». Γιὰ τὴν παρακοὴ τοῦ ἑνός, τοῦ ᾿Αδάμ, – τοῦ πρώτου προσώπου ποὺ συγκεφαλαίωσε καθολικὰ τὴ φύση – βλάστησε ἡ φύση τὴν ἀρρώστεια τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι κληροδοτήθηκε ἡ ἁμαρτία στοὺς ἀνθρώπους, ὄχι γιατὶ ἁμαρτήσανε ὅλοι θεληματικὰ μαζὶ μὲ τὸν ᾿Αδάμ, ἀλλὰ γιατὶ ἔχουνε τὴν ἴδια φύση – ἡ διεφθαρμένη φύση τοῦ ᾿Ἀδὰμ εἶναι ἡ φύση τους14.[ΕΝ ΑΜΑΡΤΙΑΙΣ ΕΚΙΣΣΗΣΕ ΜΕ Η ΜΗΤΗΡ ΜΟΥ. ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ.]

Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἡ νομικὴ εὐθύνη μιᾶς ἐνοχῆς ποὺ μεταβιβάζεται διαδοχικὰ στὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀρρωστημένη καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ βλαστάνη τὴν παρακοή.[ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ] Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποβλέπει σὲ μιὰ δικαίωση καὶ καταλλαγὴ μὲ χαρακτήρα δικανικό, ἀλλὰ στὴν ἀνάπλαση τῆς διεφθαρμένης φύσεως, σὲ μιὰ φύση καινούργια, κτίση καινἡ – ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ γενάρχης μιᾶς νέας ἀνθρωπότητος. Μὲ τὸ βάπτισμα ἀποθέτουμε τὴ φθαρμένη φύση τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ καὶ ἐγκεντριζόμαστε στὴν καινούργια φύση τοῦ σαρκωμένου Λόγου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἐγκεντρισμὸς δὲν ἐξαντλεῖ μιὰ ἀντικειμενικὴ σχέση δικαιώσεως, ἡ φύση ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁ χῶρος τῆς δοκιμασίας τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἡ παράβαση συνεχίζει νὰ σπέρνεται στὸ χῶρο τῆς φύσεως ἀπὸ τὸν συνεργὸ τῆς διαφθορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τὸν διάβολο. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἐνῶ ἡ φύση τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ ἦταν τελεσίδικα καταδικασμένη στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, ἡ καινούργια φύση τοῦ βαπτίσματος ὅσο κι ἂν διαφθαρῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία δὲν χάνει τὴ δυνατότητα ἀναπλάσεως καὶ ἀνακαινισμοῦ. [ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΛΕΟΝ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ]


Ἡ ἀσκητικὴ ἐμπειρία τῆς Κλίμακος βεβαιώνει μὲ τὴν ἴδια ἐνάργεια καὶ τὴ διαφθορὰ καὶ τὴν ἀνακαίνιση τῆς φύσεως. Μόνο μὲ τὴν ἄσκηση, ποὺ εἶναι ἡ συνειδητὴ ἀντίσταση στὴ φυσική διαφθορά, μποροῦμε νὰ μετρήσουμε τὶς πραγματικές διαστάσεις τοῦ γεγονότος τῆς πτώσεως. Ἡ διατύπωση τῆς Κλίμακος ὅτι τὸ σῶμα εἶναι «ἐχθρὸς» προέρχεται ἀπὸ τὴν ἄμεση πεῖρα τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως, τῆς παραβάσεως ποὺ εἶναι σπαρμένη στὴν ὑλικὴ μας φύση καὶ δὲν ἀφήνει χῶρο γιὰ τὴ Χάρη καὶ τὴ θεία ζωή. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀπέχει ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὴν ὑλικὴ φύση καὶ στὸ Θεὸ μένει ἀγεφύρωτο καὶ ἡ φύση γίνεται θύρα τῆς ἁμαρτίας.

«Εχθραίνων ἔχθραινε σῷ σώματι διαπαντός.
᾿Αγνώμων καὶ δόλιος φίλος ἡ σάρξ·
καὶ θεραπευομένη μειζόνως ἀδικεῖ». 15

Ὡς ὀργανικὸ καὶ οὐσιαστικὸ μέρος τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως ἡ σάρκα εἶναι «φίλος», εἶναι «σύζυγος», εἶναι ἡ «ἡμῶν φύσις»16. ᾿Αλλὰ εἶναι φίλος δόλιος. Ἡ ἄσκηση εἶναι μιὰ τραγικὴ ἐμπειρία αὐτῶν τῶν ἀντιθέσεων. Ἡ «δολιότητα» τῆς σαρκὸς βρίσκεται στὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία περνάει ἀπὸ μιὰ κατάσταση σὲ μιὰν ἄλλη, ἀπὸ τὴν ἀρετὴ στὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ «κατὰ φύσιν» στὸ «παρὰ φύσιν»:

«Τῇ ξενοδοχείᾳ συμπέπλεκται ἡ γαστριμαργία·
τῇ ἀγάπῃ, ἡ πορνεία·
τῇ διακρίσει, ἡ δεινότης·
τῇ φρονήσει, ἡ πονηρία·
τῇ πραότητι, ἡ ὑπουλότης καὶ νωθρότης καὶ ὀκνηρία...
τῇ χαρᾷ, ἡ οἴησις·
τῇ ἐλπίδι, ἡ ὀκνηρία·
τῇ ἀγάπῃ πάλιν τὸ κατακρίνειν·
τῇ ἡσυχία, ἡ ἀκηδία καὶ ὀκνηρία
τῇ ἁγνείᾳ ἡ πικρία».17

Ἡ διαστροφὴ εἶναι «συμπεπλεγμένη» μὲ τὴ φύση. Ἡ φύση γίνεται ἡ δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας, τὸ ἔδαφος ὅπου βλαστάνει ἡ ἁμαρτία.

«Ἡ δὲ (γαστριμαργία) ἀπεκρίνατο...
Κἀγὼ τῇ φύσει συνδέδεμαι.
Ἐμοὶ θύρα, φύσις βρωμάτων».18

Τὶς ἴδιες φυσικές προϋποθέσεις μὲ τὴν γαστριμαργία ἔχει καὶ ἡ πορνεία:
«Μὴ θέλε
δικαιολογίαις καὶ ἀντιρρήσεσιν
ἀνατρέπειν τὸν τῆς πορνείας δαίμονα
διότι ἐκεῖνος τὰ εὔλογα κέκτηται,
ὡς φυσικῶς ἡμῖν μαχόμενος».19

Ὑπάρχει μιὰ ἀφετηριακὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα που συνοδεύει τὴ γαστριμαργία, τὴν πορνεία καὶ κάθε ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀντιμετωπιστῇ αὐτὴ ἡ ἀναγκαιότητα μὲ μιὰ διαλεκτικὴ τῆς διάνοιας ἢ τῆς θελήσεως. Γιατὶ κανένα ἐπιχείρημα δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθῆ μὲ τὴν προτεραιότητα τῆς φύσεως. Εἶναι ἀπόλυτες οἱ ἀπαιτήσεις τῆς φύσεως μετὰ τὴν πτώση, ὄχι μόνο μὲ μιὰ ἔννοια ἐλλείψεως κορεσμοῦ, ἀλλὰ καὶ σὰν δίψα καθολικῆς πληρότητος. Ἡ φύση ζητάει νὰ πετύχη μόνη της ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ πραγματοποιήση μόνο σὲ ἑνότητα μὲ τὸν Θεό. Ἡ φύση θέλει νὰ ὑποκαταστήση τὶς δυνατότητες τῆς θείας Χάρης, κάθε πτώση ἀνάγεται τελικὰ στὴν πρώτη ἐκείνη ἀνταρσία τῆς αὐτονομίας: «ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγηται ἀπὸ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, ἔσεσθε ὡς θεοί». Εἴδαμε κιόλας τὴν ἄσκηση ὡς πραγματικὴ ἀντίσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴ φορὰ ποὺ ἔχει ἡ φύση νὰ ἀπολυτοποιηθῆ, ὡς ἔκφραση ἐνεργητικὴ τῆς θελήσεώς του νὰ ἐπαναφέρη τὴ φύση σὲ κοινωνία μὲ τὴ Χάρη. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐπαναφορὰ καὶ ἡ ἀντίσταση προϋποθέτει τὴν πάλη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, μὲ αὐτὸ ποὺ φυσικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ μιὰ προσπάθεια λογικὰ ἀντινομική. Εἶναι μιὰ βαθειὰ καὶ ἀπερινόητη ἀντίφαση νὰ ἀντιστέκεται ὁ ἄνθρωπος στὶς ἀπαιτήσεις τῆς φύσεώς του, αὐτῆς τῆς φύσεως ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του. Ὁ τραγικὸς αὐτὸς διχασμὸς ἀποκαλύπτεται σὲ κάθε φάση τῆς ἀσκήσεως καὶ εἶναι ἡ ἐμπειρικὴ αὐτογνωσία τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, αὐτογνωσία ποὺ ἀνάγεται σὲ ἕνα πρωταρχικὸ ὑπαρκτικὸ χῶρο, πρὶν ἀπὸ κάθε λογικὸ σχῆμα σκεπτικῆς ἐπεξεργασίας. Ἡ φύση εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ ταυτόχρονα δὲν εἶναι αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἡ σάρκα εἶναι φύση του καὶ ταυτόχρονα εἶναι κάτι ξένο πρὸς τὸν «φυσικό» προορισμό του:

«Τὴν ἐμὴν ταύτην καὶ οὐκ ἐμὴν,
ἐχθρὰν φίλην σάρκα...».20

Εἶναι «ἐμὴ» καὶ «οὐκ ἐμὴ» ἡ σάρκα, εἶναι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ μιὰ ἀδυσώπητη φορὰ πρὸς τὸ «παρὰ φύσιν», τὴν ἀναγωγὴ τῆς φύσεως σὲ αὐτοσκοπό. Ἡ φύση ἀρνεῖται τὸ «φυσικό» τέλος της, ζητάει νὰ αὐτοπραγματωθῆ ἔξω ἀπὸ τὸν «φυσικό» προορισμό της καὶ ὁδηγεῖται τελικὰ στὴ διάλυση καὶ στὸν θάνατο. Ἡ ἀσκητικὴ ἐμπειρία διαπιστώνει καὶ βιώνει αὐτὸ τὸ θάνατο «ἐγκαταμεμειγμένο» στὴν ἀνθρώπινη φύση21, ἡ βία καὶ ὁ ὑποπιασμὸς τοῦ σώματος ἀποβλέπουν στὴν κατάλυση τῆς κυριαρχίας αὐτοῦ τοῦ θανάτου:[ΠΟΙΟΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ; ΟΧΙ ΠΩΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ. ΑΛΛΑ ΘΕΛΩ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΝΩ, ΛΕΕΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. ΠΩΣ ΝΑ ΣΥΝΥΠΑΡΞΟΥΝ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΛΑ; ΓΙΑΤΙ ΥΠΕΡΙΣΧΥΟΥΝ ΤΑ ΠΟΛΛΑ;]

«Δράμωμεν,
μὴ φειδόμενοι ταύτης τῆς ρυπαρᾶς καὶ μοχθηρᾶς σαρκὸς ἡμῶν·
ἀλλ᾽ ἀποκτείνωμεν αὐτήν, ὡς ἀπέκτεινεν ἡμᾶς»22.

Διαγράφεται ἐδῶ μιὰ στάση ἀπέναντι στὸ σῶμα ριζικά διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ στάση ὁποιασδήποτε φιλοσοφικῆς καὶ κοινωνικῆς Ἠθικῆς. Δὲν ὑπάρχει ἡ λογικὰ ἐπιβεβλημένη προτεραιότητα τοῦ πνεύματος ἔναντι τῆς ὕλης, τοῦ νοῦ ἔναντι τῆς θελήσεως, ἀλλὰ μιὰ λογικὰ ἀντινομικὴ καὶ παράδοξη αὐτοαναίρεση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τελικὰ βεβαιώνει αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος «κατὰ λόγον» καὶ «κατὰ φύσιν». Τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως δὲν εἶναι ὁ ἔλεγχος τῆς διάνοιας πάνω στὴ θέληση καὶ στὰ πάθη, ὁ ἐθισμὸς στὴν τήρηση κάποιου «νόμου» καὶ τὰ παρόμοια παράγωγα τῆς Ἠθικῆς, ἀλλὰ ἡ πάλη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση του, μὲ τὸν «ἐν ἡμῖν θάνατον». Πρέπει νὰ νεκρωθή ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως γιὰ νὰ ζήση ἡ φύση τὸν «κατὰ φύσιν» προορισμό της, νὰ μετάσχη στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐδῶ προστίθεται μιὰ δεύτερη λογικὴ ἀντινομία, ἕνα δεύτερο σκάνδαλο γιὰ τὴν αἰτιοκρατικὴ ἀναγκαιότητα τῆς Ἠθικῆς: ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νὰ νεκρώση τὴν ἐπαναστατημένη φύση του ἐνῶ δὲν ὑπάρχει ἐνδεχόμενο νὰ κατορθωθῆ αὐτὴ ἡ νέκρωση μὲ τὴν ἀνθρώπινη προσπάθεια.

«Τὴν γὰρ φύσιν ἑαυτοῦ νικῆσαί τινα
τῶν οὐκ ἐνδεχομένων ἐστίν»
23.

Ἐπιμένοντας στὸν ἀντιθετικὸ παραλληλισμὸ τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως πρὸς τὴν ἠθικὴ πράξη θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε νὰ συγκεφαλαιώνεται στὴ φράση αὐτὴ ἡ χρεωκοπία κάθε Ἠθικῆς καὶ κάθε ἰδεαλιστικοῦ Οὐμανισμοῦ. Κάθε προγραμματισμένη ἐπιδίωξη νὰ «βελτιωθῆ» ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ δική του θέληση καὶ προσπάθεια, νὰ τιθασεύση τὴ φύση μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, εἶναι καταδικασμένη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πάψη ἀπό μόνος του νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ φυσικὰ εἶναι.[ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ;] Ἡ προσπάθειά του νὰ νικήση τὴ φύση μὲ τὶς δυνάμεις του τὸν αἰχμαλωτίζει στὴν ἴδια ἐπαναστατημένη αὐτονομία ποὺ προκαλεῖ τὴ διαφθορὰ τῆς φύσεως. Γι' αὐτὸ καὶ κάθε ἀνθρωποκεντρική - ἀντικειμενική Ἠθικὴ καταλήγει νὰ εἶναι μιὰ ἀδιέξοδη ἐμμονὴ στὴν ἀνεπαρκέστατη ἀνθρώπινη αὐτάρκεια, μιὰ ἔκφραση τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ, ἀντίθετα, ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση ἀρνεῖται τὴν αἰτιοκρατική διαδοχή προσπάθειας καὶ ἀποτελέσματος, προϋποθέτει τὴν «ἀνελπιστία» στὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις, ἐκφράζει καὶ πραγματώνει τὴ συμμετοχὴ τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στὸ ἔργο τῆς καταστολῆς τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως, τὸ ὁποῖο ἔργο εἶναι κατόρθωμα τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ.[ Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ; ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ; ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΟΜΩΣ ΠΟΤΕ ΤΟ ΝΕΟ ΕΝΔΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ! Η ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΕΧΕΙ ΣΤΟΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟ.ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ; ΑΠΛΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟΣ;]

«Ὅπου φύσεως ἧττα γέγονεν,
ἐκεῖ τοῦ ὑπὲρ φύσιν παρουσία ἐπέγνωσται»24.
[Όπου συνέβη ήττα της φύσεως,
εκεί αναγνωρίστηκε η παρουσία του υπέρ φύσιν.]

Γι᾿ αὐτὸ καὶ
«μηδεὶς τῶν ἁγνείαν ἐξησκηκότων
ἑαυτῷ τὴν ταύτης κτῆσιν λογιζέσθω»25.
[Κανείς από εκείνους που έχουν ασκηθεί στην αγνότητα
ας μη θεωρεί ότι αυτή η κατάκτηση ανήκει σε αυτόν.]

«Ὅπου γὰρ ἐνδημήσει ὁ ὑπὲρ φύσιν Θεός, ὑπὲρ φύσιν λοιπὸν καὶ τὰ πράγματα γίνονται»26.

Διατυπώνεται ἐδῶ μὲ σαφήνεια ὁ «δυαλισμός» τῆς Κλίμακος. Εἶναι ἡ διαστολὴ καὶ διάκριση τῆς φύσεως ἀπὸ τὸ «ὑπὲρ φύσιν», τοῦ «ἐν ἡμῖν θανάτου» ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκηση δὲν πραγματοποιεῖται στὰ συμβατικὰ ὅρια τοῦ «νόμου», τῆς σκεπτικῆς - ἀντικειμενικῆς διακρίσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακιοῦ, ἀλλὰ στὰ ὅρια τῆς ἀντιθέσεως τῆς φύσεως καὶ τοῦ «ὑπὲρ φύσιν», τῆς διακρίσεως θανάτου καὶ ζωῆς.[ΔΕΝ ΠΡΟΥΠΗΡΧΕ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ; ΠΟΙΟΣ ΕΙΧΕ ΔΙΑΓΝΩΣΕΙ ΤΗΝ ΣΚΛΑΒΙΑ ΚΑΙ ΖΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ; ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗ; Ο ΔΥΑΛΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ;]

Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸς ὁ «δυαλισμός» δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ὑποτίμηση τῆς ὑλικῆς φύσεως καὶ τὸ πρωτεῖο μιᾶς ἰδεαλιστικῆς πνευματικότητος. [ΑΝΙΚΑΝΗΣ ΕΞΑΛΛΟΥ] Ἡ πραγματικότητα τοῦ «ὑπὲρ φύσιν» δὲν ἀναφέρεται σὲ μιὰν ἄύλη πνευματικότητα, ἀλλὰ στὴν «ἐνδημία» τοῦ Θεοῦ, στὴν κοινωνία φύσεως καὶ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ κοινωνία ποὺ μετὰ τὴν πτώση ὁρίζεται ὡς «ὑπὲρ φύσιν», συνιστοῦσε τὴ «φυσική» κατάσταση πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνταρσία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Οἱ ἐκφράσεις τῆς Κλίμακος οἱ ἀρνητικὲς καὶ ἐχθρικὲς γιὰ τὸ σῶμα ἀναφέρονται στὴ μεταπτωτικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ στὸ «παρὰ φύσιν», στὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπαναστατημένη αὐτονομία27. [ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ; ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΟΠΩΣ ΤΑ ΑΦΗΣΕ; ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΑΝΑΓΙΝΩ ΟΠΩΣ ΗΜΟΥΝ;]

Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἡ φύση καθεαυτὴν «ἐχθρὸς» καὶ «θάνατος» κάτι –ἀντικειμενικὰ κακό–, ἀλλὰ εἶναι ἡ μεταπτωτική ροπή τῆς φύσεως πρὸς τὴν ἐπαναστατημένη αὐτονομία ποὺ μεταβάλλει τὶς φυσικὲς ἐπιθυμίες σὲ ἐνδεχόμενο θανάτου. Ἡ ἴδια ἡ φύση εἶναι ὁ χῶρος ὅπου δοκιμάζεται ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία καὶ ὅπου ἐνεργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ «ἐπιγιγνώσκεται ἡ παρουσία τοῦ ὑπὲρ φύσιν». Οπωσδήποτε, ἡ ροπὴ τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν νὰ ἀπολυτοποιηθοῦν εἶναι ἕνα νόσημα τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ ἕνας ὑποβιβασμὸς τῆς φύσεως σὲ μιὰ κατάσταση «ψυχική», δηλαδὴ σὲ μιὰ κατάσταση χωρισμοῦ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ προσώπου28. [ΑΥΤΗ Η ΡΟΠΗ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ; Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΡΟΠΗ; ΚΑΙ Η ΙΔΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΠΑΝΟΡΘΩΝΕΙ; ΓΕΥΣΑΣΘΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΗΜΑΣ;]

ΣΧΟΛΙΟΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ Η ΨΥΧΗ ΓΕΝΝΑ ΤΕΡΑΤΑ. ΤΟΝ ΠΟΠΠΕΡ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΟΡΟΣ.

Τὸ ἰδανικὸ τῆς ἀσκήσεως ἀποβλέπει στὸ «ἡγεμονικόν» τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως, στὴν κυριαρχία τοῦ θελήματος τοῦ προσώπου πάνω στὸ θέλημα τῆς φύσεως. [ΚΑΙ ΣΩΘΗΚΑΜΕ;]

«Γενοῦ ὡς βασιλεὺς ἐν τῇ σῇ καρδίᾳ, ὑψηλὸς ἐν ταπεινώσει καθήμενος, καὶ κελεύων τῷ γέλωτι˙ πορεύου, καὶ πορεύεται· καὶ τῷ κλαυθμῷ τῷ γλυκεῖ ἔρχου, καὶ ἔρχεται· καὶ τῷ δούλῳ ἡμῶν καὶ τυράννῳ σώματι ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ». 29

Ἡ «καρδία» εἶναι τὸ κέντρο τῆς καθολικῆς ἑνότητος ψυχῆς καὶ σώματος, δηλαδὴ ὁ χῶρος τῆς φύσεως στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀναδειχθῆ βασιλέας, κυρίαρχος τόσο τῶν πνευματικῶν παρορμήσεων ὅσο καὶ τῶν σωματικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ διάκριση ποὺ γίνεται στὴν Κλίμακα δὲν εἶναι ἀνάμεσα στὸ νοῦ καὶ στὸ σῶμα, στὸ πνεῦμα καὶ στὴν ὕλη, ἀλλὰ ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο, ὡς ὑπεύθυνη προσωπικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ἐλευθερία, καὶ στὴ φύση τῆς ὁποίας ὡρίστηκε βασιλέας καὶ ἐξουσιαστής. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ λογικὴ καὶ ἡ σκέψη, οἱ πνευματικές του λειτουργίες, εἶναι ἐπίσης δεδομένα τῆς φύσεως ποὺ γίνονται συχνὰ φορεῖς τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος πολύ περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα.[Ο ΝΟΥΣ ΕΠΕΣΕ] Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι

«μόχθος ὄντως, μόχθος,
καὶ πολλή, καὶ ἀφόρητος ἡ πικρία, καὶ μάλιστα τοῖς ἀμελῶς διακειμένοις, ἄχρις οὗ τὸν φιλομάκελλον ἡμῶν κύνα νοῦν καὶ φιλόβρωμον,
φιλεπίσκοπόν τινα καὶ φίλαγνον
δι᾽ ἁπλότητος καὶ ἀοργησίας βαθείας καὶ ἐπιμελείας ποιήσωμεν».30

Ἡ ἀσκητικὴ ἐμπειρία ἀποδίδει στὸ νοῦ πάθη σαρκικά – ἐπιθυμία βρωμάτων, ἐπιθυμία σαρκὸς – καὶ ὡς ὁδὸ καθάρσεως δὲν ορίζει μιὰ διαλεκτικὴ πειθὼ ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴ συλλογιστική δυνατότητα τοῦ νοῦ, ἀλλὰ τὴν ἐπιδίωξη ἀρετῶν ἄλλης τάξεως - ἁπλότητα καὶ ἀοργησία καὶ ἐπιμέλεια – ποὺ ἀναφέρονται καθολικὰ στὸ ἀνθρώπινο ἦθος. Μιὰ τέτοια καταπολέμηση τῶν παθῶν μὲ τὴν καλλιέργεια ἀρετῶν ποὺ φαίνονται καταρχὴν ἄσχετες μὲ τὸ πολεμούμενο πάθος, συνιστᾶται συχνὰ στὴν Κλίμακα: [ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΝΟΥ]

«Ὅσοι ἐν αἰσθήσει καρδίας πένθος ἐκτήσαντο... τὸ ἑαυτῶν σῶμα ὡς ἐχθρὸν ἀπεστράφησαν».31

Ὅπως τονίστηκε παραπάνω, ἡ ἄσκηση δὲν ἀποβλέπει καθεαυτὴν σὲ ἀποτέλεσμα ἄμεσο, γι' αὐτὸ καὶ μόνο ὡς ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ὁριστῆ, ὑπακοὴ ποὺ θὰ ἐκφραστῆ καταρχὴν μὲ πένθος αἰσθητὸ γιὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἄσκηση, ὁπωσδήποτε, γεγονὸς παράδοξο, ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀντικειμενικῆς σχέσεως ἀνθρώπινης προσπάθειας καὶ ἠθικοῦ ἐπιτεύγματος32. Στὴν ἄσκηση μετέχει τὸ σῶμα, μετέχει τὸ πνεῦμα, μετέχουν οἱ δαίμονες, μετέχει καὶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ· καὶ αὐτὴ ἡ μετοχὴ τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας, τῆς ἔχθρας τῶν δαιμόνων καὶ τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται σὲ ἕνα κοινὸ καὶ καθολικό, ἀλλὰ σκεπτικὰ ἀπροσδιόριστο χώρο, στὸν χῶρο τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ἔτσι, τὸ γεγονὸς τῆς ἀσκήσεως παίρνει, μὲ τὰ κριτήρια τῆς Κλίμακος, τὶς διαστάσεις τοῦ «θαύματος»:

«Οὐ θαῦμα τῷ ἀΰλῳ τὸν ἄϋλον μάχεσθαι·
θαῦμα δὲ ὄντως, θαῦμα,
τὸν ἔνυλον μετὰ τῆς ἐχθρᾶς ταύτης καὶ ἐπιβούλου μαχόμενον ὕλης,
τοὺς ἀΰλους ἐχθροὺς τροπώσασθαι».33

«Ἔνυλος» εἶναι ἐδῶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ «ἐν ὕλῃ» πνεῦμα, ποὺ νικάει καὶ φυγαδεύει τοὺς ἄϋλους ἐχθροὺς πολεμώντας τὴν ἐπίβουλη ὑλική σάρκα. Ἡ παράδοξη αὐτὴ νίκη τῆς ἔνυλης ψυχῆς πάνω στοὺς ἄϋλους ἐχθροὺς μέσῳ τῆς ὑλικῆς σαρκός, εἶναι τὸ «θαῦμα» τῆς ἀσκήσεως, τὸ γεγονὸς τῆς δοκιμασίας τοῦ προσώπου πέρα ἀπὸ κάθε ἀναγκαστικό προσδιορισμό, στὸν πρωταρχικὸ ὑπαρκτικὸ χῶρο τῆς καθολικῆς ἑνότητος τῶν στοιχείων τοῦ ἀνθρώπινου συνθέτου.

Πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὴ διαπίστωση αὐτὴ τῆς Κλίμακος: ἡ ἄσκηση ἀναφέρεται σὲ ἕνα χῶρο ὅπου δὲν ἰσχύουν ἀντικειμενικὲς ἀναγκαιότητες. Ὑπάρχουν, βέβαια, καθωρισμένοι ὁδοὶ ἀσκήσεως, μέθοδοι καὶ τρόποι κοινοὶ γιὰ ὅλους, ἀλλὰ ἡ βίωσή τους καὶ τὸ ἀποτέλεσμά τους – τὸ «θαῦμα» τοῦ βιασμοῦ τῆς φύσεως – παραμένει ἕνα γεγονὸς μὲ διαστάσεις μοναδικές, ἀσύγκριτες καὶ ἀνόμοιες, δηλαδή προσωπικές. Στὸ πέμπτο κεφάλαιο - βαθμίδα τῆς Κλίμακος προβάλλεται ὡς πρότυπο μετανοίας τὸ παράδειγμα τῶν μοναχῶν «ἰδιαζούσης» μονῆς, «τῆς καλουμένης φυλακῆς». Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἐφήρμοζαν κανόνα πένθους ξεχωριστό, «τὸν Θεὸν δυνάμενον βιάσασθαι».

«Ἐν ἐκεῖνοις ἑωρᾶτο
γόνατα ἀπεσκληκότα τῷ πλήθει τῶν μετανοιῶν·
ὀφθαλμοὶ ἐκτακέντες καὶ ἔσω που εἰς βάθος δεδωκότες·
τριχῶν ἀπεστερημένοι,
καὶ παρειὰς πεπληγμένας καὶ περιπεφλεγμένας κεκτημένοι
τῇ ζέσει τῶν θερμῶν δακρύων·
πρόσωπα καταμεμαραμένα καὶ ὠχρά,
μηδὲν ἐν συγκρίσει νεκρῶν διαφέροντα·
στήθη ταῖς πληγαῖς ἀλγοῦντα
καὶ αἱμάτων πτύελοι ἐκ τῶν ἐν τῷ στήθει πυγμῶν ἐκπεμπόμενοι»34.

Χωρὶς νὰ προβάλη ὡς καθολικό κανόνα τὴν ἰδιάζουσα αὐτὴ ὁδὸ πένθους καὶ μετανοίας, θαυμάζει, ὡστόσο, καὶ μακαρίζει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος

«τοὺς πεπτωκότας καὶ πενθοῦντας ἑαυτούς,
ὑπὲρ τοὺς μὴ πεπτωκότας καὶ ἑαυτοὺς μὴ πενθοῦντας·
ὅτι διὰ πτώσεως
ἀνέστησαν ἀνάστασιν ἀκίνδυνον».35

Ἂς ὑπογραμμίσουμε καὶ ἐδῶ παρενθετικὰ τὴν παράδοξη «Ηθική» ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὁ χριστιανὸς ἀσκητής, τὴν προτίμηση καὶ τὸν θαυμασμό του γιὰ τοὺς πεπτωκότας, τὴν κατάφασή του στὴν πτώση, τὴν πτώση ποὺ γίνεται αἰτία πένθους ζωηφόρου καὶ ἀκινδύνου ἀναστάσεως. Στὶς σελίδες τῆς Κλίμακος ἡ χριστιανική ζωή διατηρεῖ τὸν αὐθεντικὸ ὁριακὸ χαρακτήρα της - εἶναι μιὰ διακινδύνευση στὰ ἀκραῖα ὅρια τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀναστάσεως, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς, ὁλότελα ἄσχετη μὲ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τῆς θρησκευτικότητος ποὺ ἔχει ταυτιστῆ μὲ τὶς ἀντικειμενικὲς κοινωνικὲς ἀπαιτήσεις καὶ δὲν ἀποβλέπει παρὰ μόνο σὲ συμβατικὰ ἠθικὰ ἐπιτεύγματα. Μόνο ἡ ἀκραία αὐτὴ διακινδύνευση ἀνάμεσα στὴν πτώση καὶ στὴν ἀνάσταση, στὸν θάνατο καὶ στὴ ζωή, μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύση μορφὲς πένθους καὶ μετάνοιας ὅπως αὐτὲς τῶν μοναχῶν τῆς «ἰδιαζούσης» μονῆς. Δὲν ἦταν φιλοσοφικὲς οἱ προϋποθέσεις – πλατωνικές, νεοπλατωνικὲς ἢ στωϊκὲς – τῶν μοναχῶν τῆς «καλουμένης φυλακῆς», δὲν ἦταν θεωρητικά βεβαιωμένοι γιὰ τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀπαξία τῆς ὕλης καὶ τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἦταν χριστιανοὶ ἔμπειροι τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς – μὲ προηγούμενη τὴ γεύση τοῦ θανάτου ποὺ κάνει ἀναγκαία, μὲ κάθε θυσία καὶ ὑπερβολή, τὴν ἀπόκτηση τῆς ζωῆς.

Ὁ ἴδιος κανόνας πένθους καὶ μετανοίας ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ ἐφαρμοσθῆ ἀπὸ ἄλλους μοναχούς χωρὶς τὶς ἴδιες ἐμπειρίες, χωρὶς τὴν ἴδια ἄμεση προσωπικὴ γεύση τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς, ὁπωσδήποτε δὲν θὰ ἦταν «ἀκίνδυνος» οὔτε θὰ ὡδηγοῦσε στὴν ἄπτωτη ἀνάσταση. Γιατὶ ἡ ἄσκηση δὲν εἶναι ἕνας ἀντικειμενικός κανόνας ἀλλὰ ἕνα προσωπικό γεγονός. Ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννου, βιβλίο ἀφιερωμένο ἀποκλειστικὰ στὴν ἄσκηση, δὲν εἶναι μιὰ συλλογὴ ἀντικειμενικῶν κανόνων καὶ «πρακτικῶν» ὁδηγιῶν γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τῆς ἀσκήσεως – ὅπως πολλὰ ἀπὸ τὰ μεταγενέστερα ἀσκητικὰ ἐγχειρίδια. Ὑπάρχουν πάντοτε γενικὲς «ἀρχὲς» τῆς ἀσκήσεως, ποὺ θὰ τὶς δοῦμε ἀμέσως στὴ συνέχεια, ἀλλὰ αὐτὲς δὲν ὁρίζουν ποτὲ κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ προσωπικοῦ γεγονότος. [ΤΑ ΔΥΟ α'priori ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΙ; ΑΠΟ ΤΑ a' posteriori; ΣΩΘΗΚΑΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΣΤΑΤΑ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ.]

ΜΕΡΙΚΟΙ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΣΙΓΟΥΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ. ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΑΙΩΝΟΣ ΣΤΗΝ ΙΔΑΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ, ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.

Μιὰ πρώτη γενική «ἀρχή», σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς Κλίμακος, εἶναι ἡ παραίτηση, γιὰ ὅποιον ἀναλαμβάνει τὴν ἄσκηση ὡς ἔργο μετανοίας, ἀπὸ κάθε ἐλπίδα σωματικῆς ἀνέσεως καὶ σωματικῆς παρηγορίας.
«Μετάνοιά ἐστι
σωματικῆς παρακλήσεως διηνεκὴς ἀνελπιστία»36.

Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀναπληρώση τὴ στέρηση τῆς σωματικῆς παρακλήσεως, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος θὰ μιλήση ἀλλοῦ γιὰ τὴν σάρκα ποὺ ἀναθάλλει ὅταν ἐνδημήση στὸν ἄνθρωπο ἡ ὁσία ἀγάπη37, ὡστόσο καταρχὴν ἡ πραγματικὴ μετάνοια, τὸ πένθος γιὰ τὴν ἀνταρσία καὶ τὴν πτώση τῆς φύσεως, δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ἐλπίδα σωματικῆς παρηγορίας. Κάθε παραχώρηση ποὺ ἀποβλέπει στὴν παράκληση τῆς σαρκὸς εἶναι μιὰ θύρα ἀνοικτὴ στὴν ἐπιθυμία, γι' αὐτὸ ἡ ἄσκηση ταυτίζεται μὲ μιὰν ἀδιάκοπη ἐγρήγορση, μιὰν ἀνύσταχτη ἑτοιμότητα:

«Ωσπερ ὁ λέοντι μαχόμενος,
ἐὰν ἀλλαχοῦ τὸν ὀφθαλμὸν ἀποπλανηθῇ,
εὐθέως ἀπόλλυται, οὕτω καὶ ὁ τῇ ἑαυτοῦ σαρκὶ μαχόμενος,
ἐὰν ταύτην ἀναπαύσῃ»38.
Ξεχωρίζει ἡ ἀσκητικὴ τῆς Κλίμακος μὲ τὴν προτεραιότητα ποὺ δίνει στὴν πρακτική. Ἡ ἑτοιμότητα καὶ ἡ ἐγρήγορση εἶναι μιὰ ἐνεργητικὴ ἐναντίωση στη φύση[τής επιθυμίας], μιὰ ἄμεση ἄρνηση τῶν ἐπιθυμιῶν της. Ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ νηστεία ἐπανέρχονται συχνὰ καὶ τονίζονται ὡς οἱ ἀμεσώτεροι δρόμοι γιὰ τὴ στέρηση τῆς σωματικῆς παρακλήσεως καὶ τὴν καταστολὴ τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός.
«῎Αγρυπνον ὄμμα ἤγνισε νοῦν·
πλῆθος δὲ ὕπνου, ἐπώρωσε ψυχήν.
῎Αγρυπνος μοναχός, πορνείας ἐχθρός,
ὁ δὲ ὑπνώδης, ταύτῃ σύζυγος.
᾿Αγρυπνία πυρώσεως θραῦσις·
ἐνυπνιασμοῦ λύτρωσις·
κάθυγρος ὀφθαλμός·
ἠπαλυμμένη καρδία·
λογισμῶν φυλακή»39.

Ἀλλὰ καὶ πάλι πρέπει νὰ φυλαχτοῦμε μήπως καὶ θεωρήσουμε τὴν πρακτικὴ ὁδὸ ἀποκλειστικὰ τεχνική. Ἡ ἀγρυπνία ποὺ ἁγνίζει τὸ νοῦ καὶ ἐλέγχει τοὺς λογισμοὺς καὶ χαρίζει τὸ δῶρο τῶν δακρύων δὲν εἶναι μόνο μιὰ φυσικὴ στέρηση, ἕνας περιορισμὸς τοῦ ὕπνου. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἐγρηγόρσεως ποὺ ἀποβλέπει στὴν ὑπακοή στὸ θεῖο θέλημα ἀπὸ ἀγάπη σφοδρὴ γιὰ τὸν Θεό, ἀπὸ θεῖο ἔρωτα. Μόνο ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς βεβαιώνει ἀλ λοῦ ἡ Κλίμακα: ὅτι καὶ ὁ φυσικὸς ὕπνος δὲν καταλύει τὴν ἐγρήγορση τῆς καρδιᾶς.

«Ἐγὼ καθεύδω,
διὰ τὴν χρείαν τῆς φύσεως.
Ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ,
διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος».40

Καὶ ἀντίστοιχα μὲ τὴν ἀγρυπνία, ἡ νηστεία, ὅπως τὴν σπουδάσαμε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο, ἐλέγχει καὶ περιορίζει τὶς φυσικές ἐπιθυμίες, δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀπολυτοποίηση καὶ τὴν κυριαρχία τους, μὲ προϋπόθεση ὅμως τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι «ἐναντίος» τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ἀνέλπιδη σωματικὴ στέρηση καὶ κακοπάθεια, σκληρὴ καὶ ἐπίπονη στὴν ἀρχὴ τοῦ δρόμου τῆς ἀσκήσεως, καταλήγει νὰ εἶναι εὐφρόσυνη ἐρωτικὴ ἔξαρση καὶ ἡδύτητα. Ὅσοι κατέχονται ἀπὸ ἔρωτα θεῖο
«πολλάκις τροφῆς σωματικῆς ἐπιλανθάνονται·
οἶμαι δὲ οὐδὲ συχνοτέρως ταύτης ὀρέγονται·
καὶ οὐ θαῦμα· εἴπερ καὶ πόθος ἐναντίος πολλάκις τροφὴν διεκρούσατο».41

Αὐτὴ ἡ ἀναγωγὴ κάθε συγκεκριμένης σωματικῆς προσπάθειας στὸ τέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ θὰ μποροῦσε νὰ προσδιοριστῇ σὰν δεύτερη «ἀρχὴ» τῆς ἀσκήσεως. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα χωρίο τῆς Κλίμακος ποὺ δίνει σὲ κάθε μορφή σωματικῆς κακοπάθειας μιὰ διάσταση ἐσχατολογική, τὴν ἀποκαλύπτει ὡς ἐπαγρύπνιση καὶ ἑτοιμότητα γιὰ τὸ ἐπερχόμενο τέλος:

«Γενέσθω σοι ἡ ἐν τῇ κλίνῃ ἀνάκλισις
τῆς ἐν τῷ τάφῳ σου κατακλίσεως τύπος,
καὶ ἧττον ὑπνώσεις.
Καὶ αὕτη σοι ἡ τῆς τραπέζης ἀπόλαυσις
τῆς τῶν σκωλήκων ἐκείνων ὀδυνηρᾶς μερίδος γενέσθω ἀνάμνησις,
καὶ ἧττον τρυφήσεις.
Μηδὲ τοῦ ποτοῦ τοῦ ὕδατος μεταλαμβάνων,
τῆς ἐν τῇ φλογὶ ἐκείνῃ δίψης ἀμνημονήσης
καὶ πάντως βιάσῃ τὴν φύσιν».42

Ἐδῶ ὡς ἐπερχόμενο τέλος τῆς φύσεως ποὺ πρέπει νὰ «βιασθῆ» ὁρίζεται ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀποσύνθεση καὶ ἡ φλόγα τῆς γεέννης. Θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνεύση κανεὶς αὐτὴ τὴν καθημερινὴ καὶ ἀδιάκοπη ἀναφορὰ τῆς ζωῆς στὸν θάνατο μόνο ὡς ἄρνηση, ὡς μετάθεση τῆς ὑπάρξεως ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ, τελικὰ ὡς μολυσμὸ καὶ ἀπαξίωση τῆς ζωῆς, ἕνα εἶδος διαστροφῆς τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν κόσμο, αὐτῆς τῆς σχέσεως ποὺ συνιστᾶ τὴν ἀνθρώπινη κοσμική παρουσία. ᾿Αλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι στὸ παραπάνω χωρίο ἡ ἀναφορὰ στὸ θάνατο εἶναι μιὰ ὑπόμνηση τοῦ ἀναπόφευκτου τέλους τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως, ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν ἀνάγκη νὰ «βιασθῆ» αὐτὴ ἡ καταδικασμένη φύση, νὰ ἀρνηθῆ τὴν «παρὰ φύσιν» ἀνταρσία της, γιὰ νὰ κατορθωθῆ τὸ πλήρωμα τῆς «φυσικῆς» ζωῆς, ἡ κοινωνία τῆς φύσεως μὲ τὴ Χάρη, ἡ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ θεία ἀγάπη, ἡ ἀνύψωση τῆς «πηλοῦ» στὸν χῶρο τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.

«Πάσῃ μηχανῇ ὀφείλει τις κεχρῆσθαι,
ἵνα οὕτως εἶπω,
ὅπως εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ τὴν πηλὸν ἀνενέγκας ἐνθρονίση».43

Ἑπομένως, τόσο ἡ ἀναφορὰ στὸ ἀναπόφευκτο τέλος τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως, στὸν θάνατο, ὅσο καὶ στὸ ἐπιδιωκόμενο τέλος τῆς ἀνακαινίσεως τῆς φύσεως καὶ τῆς μετοχῆς στὴ θεία ζωή, ὁρίζουν τὴν ἴδια οὐσιαστικὴ κατάφαση τῆς ὑλικῆς φύσεως, τῆς «πηλοῦ», καὶ τὴν ἴδια «ἀρχὴ» τῆς ἀσκήσεως, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθῆ χωρὶς ἐσχατολογικὴ ἀναφορά. Οἱ διάφορες μορφὲς τῆς ἀσκήσεως – περισσότερο ἢ λιγώτερο αὐστηρές – εἶναι μόνο τρόποι σχετικοὶ (μηχανεύματα) ποὺ ὑπηρετοῦν τὴ βασικὴ «ἀρχὴ» τῆς προσπάθειας γιὰ τὴν ἀναγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου στο τέλος τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Ὁ σκοπὸς τῆς ἀσκήσεως δὲν εἶναι νὰ καταλύση, νὰ ἀφανίση ἢ νὰ ἀρνηθῆ τὴν ὑλικὴ φύση τοῦ σώματος, ἀλλὰ νὰ τὴν «ἐνθρονίση» στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν ἐγκεντρίση στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ σαρκωμένου Λόγου ποὺ μετέχει δοξασμένη στὴ ζωὴ τῆς Τριάδος.

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅσο γίνεται πιὸ σωστὰ τὴ χριστιανικὴ ἄσκηση πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε κριτήρια ξένα σκεπτικά καὶ ἠθικὰ – καὶ νὰ ζητήσουμε τὰ κριτήρια τῆς ἀσκητικῆς ποιμαντικῆς, τὶς ξεχωριστὲς «ἀρχὲς» καὶ προϋποθέσεις της. Αὐτὴ ἡ ἄρνηση τῶν ξένων, τῶν κοσμικῶν κριτηρίων, εἶναι μιὰ συνειδητὴ παραίτηση ποὺ διαμορφώνει προοδευτικά μέσα στὸν ἄνθρωπο ἕνα καινούργιο μέτρο, μιὰ διαφορετικὴ ὅραση καὶ θέα τοῦ χώρου τῆς πνευματικῆς προσπάθειας, μιὰν ἄλλη «ἀρχὴ» ποὺ κατευθύνει τὴν ἄσκηση καὶ ποὺ ὀνομάζεται στὶς ἀσκητικὲς συγγραφές «διάκριση». Ἡ διάκριση εἶναι τελικὰ ἕνας φωτισμὸς ἐπιγνώσεως τῶν λεπτότατων ἰδιωμάτων τῆς φύσεως, προσδιορισμοῦ τῆς ἐπενέργειας τῶν δαιμόνων καὶ θέας τῶν δωρημάτων τῆς Χάρης. Προϋποθέτει μιὰ προοδευτικὴ ἐξέλιξη, (ὁ λόγος γι᾿ αὐτὴν μέσα στὴν Κλίμακα εἶναι μακρός), ὁ ἄνθρωπος προάγεται στὴ «διακριτική» ἱκανότητα· ἡ διάκριση ὡς «νοερά αἴσθησις» φωτίζει καὶ ἑρμηνεύει τὶς ἀντιφάσεις τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως, κατευθύνει τὴν ἄσκηση στὴν ἄρνηση τοῦ «φυσικοῦ ἀγαθοῦ» γιὰ χάρη τοῦ «κυρίως ἀγαθοῦ» καὶ καταλήγει σὲ ἐκεῖνο τὸ εἶδος τῆς «γνώσεως» ποὺ εἶναι μετοχὴ καθολικὴ καὶ ἄμεση στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

«Διάκρισίς ἐστιν,
ἐν τοῖς εἰσαγωγικοῖς μὲν, ἡ τῶν καθ' ἑαυτοὺς ἀληθὴς ἐπίγνωσις·
ἐν τοῖς μέσοις δέ, ἡ τὸ κυρίως ἀγαθὸν
ἐκ τοῦ φυσικοῦ καὶ ἐναντίου ἀπταίστως διακρίνουσα νοερὰ αἴσθησις·
ἐν δὲ τοῖς τελείοις,
ἡ διὰ τῆς θείας ἐλλάμψεως ἐνυπάρχουσα γνῶσις,
ἥτις, καὶ τὰ ἐν ἄλλοις σκοτεινῶς ἐνυπάρχοντα,
τῷ ἑαυτῆς λύχνῳ καταφωτίζειν ἰσχύει».44

Χωρὶς νὰ ἐπειμείνουμε περισσότερο σὲ μιὰ ἀνάλυση καὶ ἑρμηνεία τοῦ χαρίσματος τῆς «διακρίσεως» – ἕνα κεφάλαιο ξεχωριστὸ τῆς ἀσκητικῆς ποιμαντικῆς – ὑπογραμμίζουμε ἐδῶ τὴ «διάκριση» ὡς κατευθυντήρια «ἀρχὴ» τῆς ἀσκήσεως, ὡς μέτρο καὶ κριτήριο γιὰ τὴ σωστὴ βίωση τῆς ἀσκητικῆς προσπάθειας καὶ ὡς προϋπόθεση ἐπιγνώσεως τοῦ «φυσικοῦ» τέλους τῆς ἀσκήσεως ποὺ εἶναι ἡ μετοχὴ στὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ.

Ταυτόχρονα ὅμως οἱ προϋποθέσεις τῆς «διακριτικῆς» ἀνθρωπογνωσίας μᾶς ὁδηγοῦν νὰ προσδιορίσουμε καὶ μιὰ τέταρτη γενικὴ «ἀρχὴ» τῆς ἀσκητικῆς ποιμαντικῆς: μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε μιὰ κατάφαση στὰ δεδομένα τῶν φυσικῶν καταβολῶν τοῦ ἀνθρώπου, μιὰν ἀποδοχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς φυσικὲς «ἀρετές» ἢ «κακίες» του. Αὐτὴ ἡ ἀποδοχὴ – χωρὶς δεοντολογικοὺς καὶ ἰδεαλιστικοὺς προκαθορισμούς – τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ δεδομένη μοναδικὴ καὶ ἀνόμοια ἔκφραση τῆς πτώσεως, ἡ ἀποδοχὴ τῆς προσωπικῆς ἀνταρσίας καὶ περιπέτειας, ὅπως διαμορφώνεται ἀπὸ ἀπροσδιόριστες φυσικές καταβολὲς μὲ ρόλο δευτερεύοντα τῆς θελήσεως, ἡ κατάφαση στὶς ἀντιφάσεις καὶ στὶς ἀντινομίες τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως, στὴν ἀδυναμία καὶ στὴν ἀποτυχία του, εἶναι μιὰ στάση καὶ μιὰ ἀρχὴ ποὺ κατευθύνει τὴν ἄσκηση, ποὺ δὲν ἀναιρεῖ ἢ ὑποτιμάει τὴν ἀνθρώπινη προσπάθεια, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπολυτοποιεῖ τὴν προσπάθεια σὲ αὐτοσκοπό.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἄσκηση δὲν προϋποθέτει ἕνα ὡρισμένο τύπο ἀνθρώπου, αὐτὸν ποὺ διαθέτει φυσικές καταβολὲς ἀγαθὲς καὶ μπορεῖ εὔκολα νὰ παραιτῆται ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἐπιθυμίες. ᾿Αποδέχεται τὸν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο καὶ ἀποτελεῖ δυνατότητα ἁγιασμοῦ καὶ τελειώσεως τόσο γιὰ τὸν εὐάγωγο ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀτίθασο φυσικό χαρακτήρα. Αὐτὴ ἡ ἀποδοχὴ καὶ τῶν ἀρνητικῶν φυσικῶν προϋποθέσεων, τῶν κληρονομικῶν ἢ ἄλλων ἐπαναστατημένων ροπῶν τοῦ φυσικοῦ χαρακτήρα, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ποιμαντικὴ τὰ ἀντικειμενικά χαρακτηριστικὰ μιᾶς ἠθικῆς μεθοδολογίας, μιᾶς ὡρισμένης «τακτικῆς» ποὺ διαμορφώνεται μὲ βάση ἕνα δεδομένο τύπο ἀνθρώπου στὸν ὁποῖο ἡ ἠθικὴ συμπεριφορὰ καταλήγει νὰ εἶναι φυσικὴ ἀναγκαιότητα. Ἡ ἄσκηση δὲν ἀποβλέπει σὲ ἠθικὰ πρότυπα, δηλαδὴ σὲ ἀντικειμενικὰ πιστοποιημένες ἀρετὲς ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο φυσικὰ προτερήματα. ᾿Αποβλέπει στὴ δοκιμασία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ποὺ ἐπιμένει νὰ στρέφεται πρὸς τὸν Θεὸ παρὰ τὴν ἐπαναστατημένη ἀντίπραξη τῆς ἴδιας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ τὰ μέτρα τῆς ἀντικειμενικῆς - σχολαστικῆς ἠθικῆς μεθοδολογίας ἡ ἀσκητική ποιμαντικὴ μπορεῖ νὰ ἐμφανίζη ἀκατανόητες ἀντιφάσεις, ἀντινομικὲς ἀκρότητες ἐπιείκιας καὶ αὐστηρότητας, σκληρὴ ἐπιμονὴ στοὺς κανόνες καὶ ταυτόχρονη ἄρνηση κάθε κανόνα. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ἕνα πρωτεῖο δεοντολογικῆς ἀναφορᾶς, ἀλλὰ μιὰ ἀνθρωπολογικὴ προτεραιότητα ποὺ ἐκφράζεται ὡς κατάφαση στὴν προσωπική ἰδιομορφία κάθε ἀνθρώπινου χαρακτήρα:

«Τινές, πόθεν οὐκ οἶδα,
φύσει, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, περὶ τὸ ἐγκρατὲς ἢ τὸ ἁγνὸν
ἢ τὸ ἡσυχαστικὸν ἢ ἀπαρρησίαστον
ἢ πρᾶον ἢ εὐκατάνυκτον
ἐπιρρεπῶς ἔχουσι.
Καὶ εἰσὶν ἕτεροι,
αὐτὴν σχεδὸν τὴν ἑαυτῶν φύσιν πρὸς ταῦτα αὐτοῖς ἀντιπράττουσαν ἔχοντες,
καὶ κατὰ δύναμιν ἑαυτοὺς βιαζόμενοι·
οἴ, εἰ καὶ ἐν καιρῷ ἡττῶνται,
ὅμως ὡς βιαστὰς τῆς φύσεως
μᾶλλον αὐτοὺς τῶν προτέρων ἀποδέχομαι».45

Αὐτὴ ἡ ἀπερίφραστη προτίμηση τῶν «βιαστῶν» τῆς φύσεως, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι συχνότερα νικημένοι παρὰ νικητές, φανερώνει τὸ ἀληθινὸ πνεῦμα τῆς ἀσκητικῆς ποιμαντικῆς, τὴ δυναμική κατάφαση τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν τραγικότητά της ἀκόμα. Δὲν εἶναι μιὰ ἄπτωτη ἀρετὴ τὸ ἰδανικὸ τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ ἡ ἐπίμονη ἐπιστροφὴ στὸν «κατὰ φύσιν» προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ σημαίνει τὴν ἀδιάκοπη – συχνὰ ἀτελέσφορη – μάχη μὲ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως.

«Πάλαιε ἐννοίᾳ ἀδιαλείπτως,
ταύτην ρεμβομένην ἐπισυνάγων πρὸς σεαυτόν·
οὐ γὰρ ἀρέμβαστον ὁ Θεὸς τοὺς ὑπηκόους ἀπαιτεῖ προσευχήν.
Μὴ ἀθύμει κλεπτόμενος·
ἀλλ᾽ εὐθύμει, τὸν νοῦν ἀεὶ ἀνακαλούμενος.
᾿Αγγέλου γὰρ μόνον τὸ ἄσυλον».46

Οἱ τέσσερες «ἀρχὲς» τῆς ἀσκήσεως ποὺ συνοπτικά διαγράψαμε δίνουν ἴσως ἕνα κάποιο περίγραμμα τοῦ χώρου στὸν ὁποῖο κινεῖται ἡ ἀσκητικὴ ποιμαντικὴ τῆς Κλίμακος. Ἡ σημασία αὐτῶν τῶν «ἀρχῶν» γίνεται σαφέστερη ὅταν προσδιορίση κανεὶς τὶς συνἐπειες τῆς ἀπουσίας ἢ τῆς παραθεωρήσεώς τους. Σὲ καιρούς παρακμῆς τῆς ἀσκήσεως ἡ βία τῆς φύσεως διασκευάζεται σὲ ἠθική προσπάθεια, ἡ ἄσκηση συγχέεται μὲ τὴν ἠθικὴ πράξη, ἀποβλέπει στὴ «βελτίωση»» τῶν χαρακτήρων καὶ σὲ ἐπιτεύγματα ποὺ μποροῦν νὰ ἀξιολογηθοῦν ἀντικειμενικά. Στὰ πλαίσια αὐτὰ προβάλλεται ὡς πρότυπο θρησκευτικοῦ ἀνθρώπου ὁ «φύσει ἀπαθής», ὁ ἐκ καταβολῆς «ἐνάρετος» ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι πάντοτε περισσότερο εὔχρηστος ὡς παράδειγμα διδαχῆς, ἀνταποκρίνεται καλύτερα στὶς ἀπαιτήσεις τῆς Ἠθικῆς ποὺ εἶναι οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ πλήθους. Ὁ «κυρίως ἄνθρωπος» τῆς ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς εἶναι ἀκατανόητος μὲ τὰ μέτρα τῆς ἐκκοσμικευμένης χριστιανοσύνης ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἠθικὴ βελτίωση καὶ ἀγνοεῖ τὴν «ἀντιπράττουσαν φύσιν», τὴν ὑπεύθυνη ἀναμέτρηση μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ Χάρη, τὴν πραγματικότητα τῆς μετοχῆς τόσο στὸν θάνατο ὅσο καὶ στὴν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ.

ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΠΕΡΙΣΣΕΙΑ ΤΗΣ ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΑΣ. ΑΛΛΟ ΤΟ ΣΩΜΑ, ΟΙ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΙ ΧΙΤΩΝΕΣ,  ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΓΙΝΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΑΙΩΝΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟ Η ΣΑΡΚΑ, ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΣΩΜΑ  ΤΗΣ ΔΑΙΜΟΝΙΚΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΚΕΠΑΖΟΥΜΕ ΚΑΚΗΝ ΚΑΚΩΣ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΑΚΑΡΠΗΣ ΣΥΚΗΣ, ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΚΤΟΝΟΥ ΦΟΝΟΥ. ΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΠΩΝ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΕΞ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ (ΜΕ ΤΟΝ ΕΞΟΡΚΙΣΜΟ), Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. ΑΛΛΟ Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟ Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΑΛΛΟ Η ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟ Η ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΕΓΩ. ΑΛΛΟ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ, ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ.

Ἡ ἄσκηση, λοιπόν, εἶναι μιὰ στάση ζωῆς, ἕνας τρόπος νὰ δεχτῆ κανεὶς τὴ δεδομένη ἀνταρσία τῆς φύσεως ποὺ εἶναι «ἐχθρὸς» καὶ «θάνατος». Δὲν μποροῦμε νὰ ὁλοκληρώσουμε τὸ συνοπτικὸ αὐτὸ διάγραμμα τῆς ἀσκήσεως χωρὶς νὰ ἐπανέλθουμε στὶς πνευματικές προϋποθέσεις τοῦ βιασμοῦ τῆς φύσεως καὶ ξεχωριστὰ στὴν ταπεινοφροσύνη. Χωρισμένη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη, ἀπὸ τὸ μακάριο πένθος, τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὴ συντριβὴ τῆς καρδίας, ἡ ἄσκηση εἶναι ἀτελέσφορη καὶ ἀνώφελη.

«Δι᾿ ἀπάθειαν ἀκροτάτην καὶ πλοῦτον χαρισμάτων
καὶ θαυμάτων ἐνέργειαν καὶ προγνώσεως δύναμιν
πολλοὶ τὰ ἑαυτῶν σώματα εἰκὴ κατατρίβουσιν·
λαθόντες οἱ τάλανες ἑαυτούς,
ὡς οὐ πόνοι, ἀλλὰ μᾶλλον ταπείνωσις
τῶν τοιούτων μήτηρ καθέστηκεν».47

Ἡ ἐνδημία τῆς Χάρης ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὴ φύση στις πραγματικές της δυνατότητες δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καρπὸς μιᾶς ἀσκητικῆς «τεχνικῆς», τοῦ ὑποπιασμοῦ τοῦ σώματος καὶ μόνο. Εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς καθολικῆς ἀλλαγῆς στὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Θεό, αὐτῆς τῆς «μετάνοιας» ποὺ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη.

Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο
«κενόδοξος ἀσκητὴς ἀδικεῖται διπλῶς·
τὸ μὲν σῶμα κατατήκων,
τὸν δὲ μισθὸν μὴ λαμβάνων».48

Οἱ διατυπώσεις αὐτὲς τῆς Κλίμακος ἐπισημαίνουν τὸν σχετικὸ χαρακτήρα τῆς ἀσκήσεως, παρ᾿ ὅλη τὴν προτεραιότητα ποὺ ἔχει ἡ ἄσκηση στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν. Δὲν διστάζει ὁ ἀπογραφέας τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας νὰ ἀπορρίψη ἐντελῶς τὴν ἄσκηση προκειμένου νὰ τονιστῇ ἡ ἀξία καὶ τὸ πρωτεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης:

«Οὐκ ἐνήστευσα, οὐκ ἠγρύπνησα, οὐκ ἐχαμεύνησα,
ἀλλ᾽ ἐταπεινώθην, φησί,
καὶ ἔσωσέ με ὁ Κύριος».49

Μόνη ἡ σωματικὴ στέρηση καὶ κακοπάθεια δὲν ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ του ἀπὸ τὸν Θεό. Πρέπει νὰ παραιτηθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πεποίθηση στις δικές του δυνάμεις, νὰ παραιτηθῆ καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πεποίθηση στὴν ἀξία τῶν κόπων καὶ τῶν προσπαθειών του. Γι' αὐτὸ καὶ μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη ὑποτάσσει οὐσιαστικὰ καὶ ὄχι ἐφήμερα τὸ ἐπαναστατημένο θέλημα τῆς σαρκός.

«Ὁ μὲν ἐξ ἱδρώτων καὶ μόχθων πολεμῶν τούτῳ τῷ ἀντιδίκῳ,
τῷ καταδήσαντι βρυλλίῳ τὸν ἐχθρὸν αὐτοῦ ἔοικεν·
ὁ δὲ ἐξ ἐγκρατείας καὶ ἀγρυπνίας,
τῷ κλοιὰ τούτῳ περιβάλλοντι
ὁ δὲ διὰ ταπεινοφροσύνης καὶ ἀοργησίας καὶ δίψης,
τῷ ἀποκτείναντι τὸν πολέμιον, καὶ ἐν ψάμμῳ κρύψαντι·
ψάμμον νοήσεις τὴν ταπείνωσιν
οὐ γὰρ τρέφει παθῶν βοσκήν,
ἀλλ᾽ ἔστι γῆ καὶ σποδός».50

Περισσότερο συγκεκριμένα προσδιορίζονται ἀλλοῦ τέσσερες βαθμίδες, τέσσερα προοδευτικά στάδια ὡς τὴν τελικὴ ὑποταγὴ τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως: Πρῶτο στάδιο εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀσθένειας ποὺ δυναστεύει τὴ φύση – καὶ ἡ ἀσθένεια ἀναφέρεται τόσο στὴν ψυχὴ ὅσο καὶ στὸ σῶμα. Δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ ἐγκράτεια τῆς τροφῆς. Τρίτο, ἡ ὑπακοή. Καὶ τέταρτη, τελικὴ βαθμίδα, ἡ ταπείνωση:

«Αν ἐναργῶς γνῶς τὴν ἐμὴν (τῆς φύσεως) καὶ σὺν (τῆς ψυχῆς) βαθεῖαν, ἀσθένειαν,
ἔδησάς μου τὰς χεῖρας·
ἂν τὸν λαιμὸν βασανίσης,
ἔδησάς μου τοὺς πόδας, τοῦ μὴ πρόσω βαδίζειν·
ἂν ζευχθῇς ὑπακοῇ,
ἐμοῦ ἀπεζεύχθης
ἂν κτήσῃ ταπείνωσιν,
ἐμοῦ τὴν κεφαλὴν ἀπέκοψας».51

Ἡ ταπείνωση καὶ οἱ ἄλλες πνευματικές προϋποθέσεις γιὰ τὴν καταστολὴ τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως τονίζουν πάντοτε τὸ μυστήριο τῆς «συγκράσεως» ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς φύσεως στὸν ἄνθρωπο, ἀναφέρουν τὴ σωματικὴ προσπάθεια τῆς ἀσκήσεως σὲ μια καθολική στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὅταν τὸ σῶμα ζητάη μὲ τὴν ἄσκηση νὰ πειθαρχήση στὸν «κατὰ φύσιν» προορισμό του, νὰ ἀρνηθῆ τὶς ἐπαναστατημένες ἐπιθυμίες τῆς φύσεως, ἡ προσπάθειά του μένει ἀτελέσφορη, ἂν καὶ τὸ πνεῦμα δὲν ἀρνηθῆ τὴν αὐτάρκεια καὶ αὐτονομία του καὶ δὲν πειθαρχήση στὴν ἐπίγνωση τῆς «κατὰ φύσιν» μικρότητός του ἔναντι τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ταπείνωση. Τελικά, τόσο ἡ σωματικὴ ὅσο καὶ ἡ πνευματική προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρονται σὲ μιὰ κοινὴ περιοχή ζωῆς, ὁρίζουν μιὰ κοινὴ στάση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, μιὰ στάση ποὺ ἐπηρεάζεται τόσο ἀπὸ τὶς σωματικὲς ὅσο καὶ τὶς πνευματικές παρεκτροπές.

«Αν δήσω νηστείᾳ τοῦτο (τὸ σῶμα)
κατακρίνας τὸν πλησίον, πάλιν αὐτῷ παραδίδομαι·
ἂν τὸ κρίνειν παύσας τοῦτο νικήσας,
ὑψωθεὶς τῇ καρδίᾳ, κατηνέχθην ἐν τούτῳ».52

Ἡ ταπεινοφροσύνη σημαίνει τὴν παραίτηση καὶ ἀπὸ τὴν πεποίθηση στὴ σωματική προσπάθεια, δηλαδὴ τὴν προσαγωγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὸν Θεό, τὴν ἐγκατάλειψη στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο κάθε ἐλπίδας γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν «κατὰ φύσιν» προορισμό του.

«Ὁ τὴν ἑαυτοῦ σάρκα βουληθεὶς νικῆσαι ἢ πολεμῆσαι ἐξ ἑαυτοῦ
εἰς μάτην τρέχει·
ἐὰν γὰρ μὴ Κύριος καταλύσῃ οἶκον σαρκὸς
καὶ οἰκοδομήσῃ οἶκον ψυχῆς,
εἰς μάτην ἐνήστευσε καὶ ἠγρύπνησεν ὁ καταλύειν βουλόμενος».53

Τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα ὑποτάσσονται στὴν κυριαρχία τοῦ θείου θελήματος γιατὶ ἔχουν τὴν ὀργανική τους ἀναφορὰ καὶ τὴ φυσική τους καταβολὴ στὸ θεῖο θέλημα, εἶναι ποίημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπείνωση, ὡς προϋπόθεση τῆς ἀσκήσεως, εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς σχέσεως μὲ τὸν Δημιουργό, ἡ ἀναφορὰ τῆς κτίσεως στὸν Κτίστη. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ καυχηθῆ μόνο γιὰ κατορθώματα ποὺ τὰ πέτυχε μὲ δεδομένα ἄλλα ἀπὸ τὴ σωματική - κοσμική παρουσία του ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθῆ γιὰ κανένα δικό του κατόρθωμα.

«Ὅσας ἐκτὸς τοῦ νοὸς ἀρετὰς κατώρθωκας,
αὗται καὶ μόναι σαὶ τυγχάνουσι·
τὸν γὰρ νοῦν ὁ Θεὸς ἐδωρήσατο.

Ὅσα ἐκτὸς τοῦ σώματος ἐπεδείξω ἆθλα,
ἐκ μόνης τῆς σῆς σπουδῆς γεγόνασι˙
τὸ γὰρ σῶμα οὐ σόν, ἀλλὰ Θεοῦ ποίημα»
.54

Τὸ τέλος, λοιπόν, τῆς ἀσκήσεως δὲν εἶναι τὸ ἀνθρώπινο ἐπίτευγμα, ἀλλὰ ἡ ἐπιστροφὴ στὴ φυσικὴ - ὀργανικὴ ἀναφορὰ καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό. Συμβαίνει κάποτε νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσο ἀποκλειστικὰ ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ κόσμου καὶ τὴ βιοτικὴ περίσπαση, ὥστε νὰ ἀπαρνοῦνται γιὰ χάρη αὐτῶν τῶν μεριμνῶν καὶ φροντίδων τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος. ᾿Αλλὰ μιὰ τέτοια «ἀπάθεια» δὲν ἔχει τὴν παραμικρή σχέση μὲ τοὺς στόχους τῆς ἀσκήσεως, μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, εἶναι ἕνα φαινόμενο συμπτωματικὸ καὶ ἀποδεικνύεται ἀμέσως ἡ σαθρότητα τοῦ ἐπιτεύγματος μέσα στὸ πειρατήριο τῆς πραγματικῆς ἀσκήσεως:

«Πολλοὺς τεθέαμαι ἐν κόσμῳ
ὑπὸ μεριμνῶν καὶ φροντίδων καὶ ἀδολεσχιῶν καὶ ἀγρυπνιῶν βιοτικών
τὴν τοῦ οἰκείου σώματος μανίαν ἐκφυγόντας·
ἐν ἀμεριμνησίᾳ δὲ πάσῃ πρὸς τὸν μονήρη βίον ἐληλυθότες οἱ τοιοῦτοι,
ἐλεεινῶς ὑπὸ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως ἐρρυπώθησαν».55

Στὸν ἀπερίσπαστο βίο τῆς ἀναχωρήσεως τὰ πνευματικὰ ἐπιτεύγματα κρίνονται καθεαυτά, χωρὶς κίνδυνο πλάνης κοσμικῆς. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ τέλειο μέτρο τῆς ἀσκήσεως τὸ δίνουν πάντοτε οἱ μοναχοί. Προκειμένου γιὰ τὴν ἀντίσταση στὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως ἡ ὀρθόδοξη πνευματικὴ παράδοση ἀναφέρεται πρωταρχικὰ στὸ ἰδανικὸ τῆς μοναχικῆς ἀναχωρήσεως, στὴν ἀποκλειστικὴ αὐτὴ σπουδὴ καὶ στὴν καθαρότητα τῶν κριτηρίων τῆς ἐμπειρικῆς ἀνθρωπογνωσίας.


Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ, ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΟΙΗΜΑ, ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ, ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΗ ΣΤΗΝ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. 
ΔΙΟΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΚΑΛΕΙ ΣΕ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΜΟΝΟ, ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ.
                                      Από το “Ημερολόγιο” του Αλεξάνδρου Σμέμαν
«Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου, 1980

Γενικά, νιώθω όλο και πιο αποξενωμένος, απομακρυσμένος απ’ όσα έχω να κάνω. Παίζω όλους μου τους ρόλους – Σεμινάριο, θεολογία, Εκκλησία, Ρώσοι εμιγκρέδες, αλλά κυριολεκτικά «ρόλους». Δεν ξέρω πώς ν’ αποτιμήσω αυτούς τους ρόλους, τί είναι. Ίσως απλή τεμπελιά, ίσως κάτι βαθύτερο. Για να είμαι τίμιος, δεν γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η αποξένωση δεν με κάνει δυστυχισμένο. Ουσιαστικά είμαι αρκετά ευχαριστημένος με τη μοίρα μου και δεν θα ήθελα κάποια άλλη. Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει ο καθένας απ’ αυτούς τους ρόλους, ο καθένας απ’ αυτούς τους κόσμους, και μάλλον θα έπληττα αν τους στερούμουν. Αλλά δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους. Σκέφτομαι χονδρικά ως εξής: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά η πνευματική μου κρατιέται χαμηλά. Ναι, έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον όποιο τόσο προφανώς απαιτεί το Ευαγγέλιο.

Σημειώσεις


1. Z΄ μ΄ 66.
2. ΚΣΤ΄ ιγ΄ 126.
3. Ζ΄ λα΄ 65.
4. KE΄ ξγ΄ 123.
5. IE΄ κη΄ 89.
6. IE΄ οα΄ 24.
7. E΄ ε΄ 54.
8. ΚΣΤβ΄ ιδ΄ 139.
9. Βλ. ἐνδεικτικά : Κ. BARTH, Kirchliche Dogmatik III- 2, σελ. 455-456.
10. Anselm, ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Canterbury, σχολαστικός θεολόγος καὶ φιλόσοφος, 1033-1109. Petrus Abaelardus, ἐπίσης σχολαστικὸς θεολόγος καὶ φιλόσοφος, 1079 – 1142.
11. Ἡ δέσμευση τῆς δυτικῆς θεολογίας, καθολικῆς καὶ προτεσταντικῆς, στὸ σχῆμα τῆς δικανικῆς αὐτῆς σχέσεως ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ ἔχει ἐμπεριστατωμένα ἐκτεθῆ στὴ μελέτη τοῦ Ἰωάννου ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Τὸ Προπατορικὸν Αμάρτημα, ᾿Αθῆναι 1957. Βλ. ἰδιαίτερα στὶς σελίδες 11 – 133. Τὴν τυπικὰ δυτικὴ αὐτὴ ἀντίληψη τῆς σωτηρίας ἐξεπροσώπησαν στὸν ὀρθόδοξο ἑλλαδικό χώρο τόσο ὁ Χρ. ᾿Ανδρούτσος (βλ. Δογματική, σελ. 198 - 207) ὅσο καὶ ὁ Π. Ν. Τρεμπέλας (βλ. Δογματική, τόμος ΙΙ, σελ. 159 - 160 καὶ 179 – 181) καὶ ὁλόκληρη ή κατηχητική πιετιστική προσπάθεια τῶν τελευταίων ἐτῶν.
12. Βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, ᾿Αθῆναι 1957, σελ. 66 - 68. Καὶ VI. LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 90-92.
13. LOSSKY, Théologie mystique.. σελ. 89.
14. «Οὕτως ἀνέφυ ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἀγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν ᾿Αδάμ, οὕτως ἀμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὐχ ὡς τῷ ᾿Αδὰμ συμπαραβεβηκότες, οὐ γὰρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ᾿ ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες τῆς ὑπὸ νόμον πεσούσης τὸν τῆς ἁμαρτίας». ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Migne P.G. 74, 788-789.
15. Θ΄ η΄ 74.
16. ΙΕ΄ πγ΄ 97.
17. ΚΣΤ΄ λζ΄ 130.
18. ΙΔ΄ λβ΄ 85.
19. IE΄ κ΄ 87.
20. ΙΕ΄ κθ΄ 89.
21. Ἡ ἔκφραση εἶναι τοῦ ἁγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος Κατηχ. ΛΖ΄ Migne P.G. 46, 93.
22. Ε΄ ε΄ 54.
23. ΙΕ΄ δ΄ 86.
24. IE΄ δ΄ 86.
25. IE΄ δ΄ 86.
26. ΚΣΤ΄ γ΄ 124.
27. Διευκρινίζει πολύ χαρακτηριστικὰ αὐτοὺς τοὺς ὅρους: «κατὰ φύσιν», καὶ «παρὰ φύσιν» ὁ ἅγιος ΙΩΑΝΝΗΣ & ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ. Γράφει : «Μένοντες ἐν τῷ κατὰ φύσιν ἐν τῇ ἀρετῇ ἐσμέν, ἐκκλίνοντες δὲ ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἐρχόμεθα καὶ ἐν τῇ κακίᾳ γινόμεθα»
[Μένοντας στο κατά φύσιν, βρισκόμαστε στην αρετή· όταν όμως αποκλίνουμε από το κατά φύσιν, οδηγούμαστε στο παρά φύσιν και γινόμαστε έρμαια της κακίας]. (Migne P.G. 94, 976).
28. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει καὶ πάλι νὰ ὑπογραμμιστῆ ἡ οὐσιαστικὴ διαφορὰ τῆς διδασκαλίας τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ρωμαιοκαθολικοί κάνουν διάκριση τοῦ «κατὰ φύσιν», ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ δημιουργία, καὶ τῆς Χάρης ποὺ προστίθεται ὡς ὑπερφυσικό χάρισμα. Στὸ βιβλίο τῆς Δογματικῆς τοῦ SCHEEBEN, ποὺ ἀναγνωρίζεται ὡς αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστική Δογματική, ἡ «καθαρή φύση» (natura pura) ταυτίζεται μὲ τὴ «ζωώδη πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου». Γράφει ὁ Scheeben:
«Η καθολική διδασκαλία στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ἡ ἑξῆς: Μολονότι στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς (Lebensprinzip) τοῦ σώματος μετέχει τῆς πνευματικῆς ὑποστάσεως καὶ γι' αὐτὸ εἶναι οὐσιαστικά διαφορετικὴ ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι στὰ ζῶα, καὶ μὲ τὶς πνευματικές της ἐνέργειες μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀσκῆ μιὰ σταθερή κυριαρχία πάνω στὸ σῶμα καὶ στὴ ζωὴ τοῦ σώματος, ὡστόσο παραμένει στὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ ζωώδης ἢ βιολογική καὶ αἰσθησιακὴ ζωὴ τοῦ σώματος, μὲ τοὺς ἴδιους νόμους καὶ ὅρους καὶ ταυτόχρονα μὲ τὶς ἴδιες ἀτέλειες που προσδιορίζονται ἀπὸ τὴν ῾Αγία Γραφὴ μὲ τὸν ὅρο infirmitas carnis (ἀσθένεια τῆς σαρκὸς) καὶ ποὺ ὑπάρχουν καὶ στὶς καθαρὰ ζωώδεις ὑποστάσεις» (Handbuch der katholischen Dogmatik, τόμ. III 4, Freiburg 1961, σελ.240). Αὐτὴ ἡ δυαρχία, ἡ ἐπινόηση δυὸ ἀρχῶν ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο προκειμένου νὰ ἑρμηνευθῆ ἡ ἀντίθεση τοῦ φρονήματος τῆς σαρκὸς πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ πνεύματος, δὲν ἔχει, βέβαια, καμμιὰ σχέση μὲ τὸν «δυαλισμὸν τῆς ἀσκητικῆς ἀνθρωπολογίας. Εἶναι μιὰ καθαρὰ διανοητική προσπάθεια τῆς σχολαστικῆς θεολογίας νὰ ἑρμηνεύση λογικὰ τὴ φορὰ τῆς φύσεως πρὸς τὸ «παρὰ φύσιν», πρὸς τὴν «ἀλογίαν», χωρίς ταυτόχρονα νὰ παραγνωρίση τὴν πνευματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ο Scheeben πιστεύει ὅτι βρίσκει τὴ θεμελίωση αὐτῆς τῆς δυαρχίας στη διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. Συνδυάζει τὴ διήγηση τῆς Γενέσεως γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴ διάκριση που κάνει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος σὲ «ψυχικό» καὶ «πνευματικό» σῶμα (1 Κορ. 15,44). Τὸ «ψυχικὸ» σῶμα τοῦ Παύλου εἶναι ὁ χοϊκὸς ἄνθρωπος ποὺ δέχθηκε τὴν πνοή τοῦ Θεοῦ «καὶ ἐγένετο εἰς ψυχὴν ζώσαν» (Γεν. 2,7). Ως σῶμα ζωοποιη μένο ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, δὲν διέφερε ἀπὸ τὰ ἄλλα ζωϊκὰ πλάσματα, ζωοποιημένα ἐπίσης μὲ τρόπο ἀνάλογο πρὸς τὴ φύση τους (SCHEEBEN, σελ. 241). Γι' αὐτὸ καὶ ὀνομάζει ὁ Scheeben ζωώδες ζωϊκὸ σῶμα (corpus animale) αὐτὸ τὸ «ψυχικό» σῶμα ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὸ χαρακτηρίζει respirando und darum possibiliter vivens ("αναπνέοντας και έτσι πιθανώς ζώντας") καὶ ταυτόχρονα corpus infirmum und corruptibile ("ασθενές και φθαρτό σώμα"). (Βέβαια, ὁ ὅρος corpus animale δὲν εἶναι τοῦ Scheeben, τὸν χρησιμοποιεῖ ἡ Vulgata μεταφράζοντας τὸ χωρίο 1 Κορ. 15, 44: seminatur corpus animale, surget corpus spirituale. Si est corpus animale, est et spirituale) "σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν".
Τὴν ἀντιθετικὴ διάκριση τοῦ «ψυχικοῦ» καὶ τοῦ «πνευματικοῦ» σώματος ἐνσαρκώνει ὁ ᾿Απ. Παῦλος στις μορφὲς τοῦ πρώτου καὶ τοῦ ἔσχατου ᾿Αδὰμ: «Εγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ᾿Αδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος ᾿Αδάμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν» (1 Κορ. 15, 45). Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ BULTMANN, ποὺ θέλει νὰ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, δὲν κατορθώνει νὰ ἀρνηθῆ στὴν ἑρμηνεία αὐτῶν τῶν χωρίων τὴ διαλεκτικὴ τῶν ἀντιθέσεων. Στὴν ἔκφραση «ψυχὴ ζῶσα», βλέπει μιὰ γνήσια παλαιοδιαθηκικὴ διατύπωση, ποὺ σημαίνει τὸν ζωντανὸ ἄνθρωπο, τὴ ζωντανή καθολικὴ ὑπόσταση. ᾿Αλλὰ στὴ διάκριση τῆς «ζώσης ψυχῆς» πρὸς τὸ «ζωοποιοῦν πνεῦμα» διαπιστώνει μιὰ παρεμβολὴ ξένη πρὸς τὶς παλαιοδιαθηκικὲς ἀντιλήψεις, ἕνα γνωστικὸ ἐπηρεασμὸ τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου. Στὴν ὀρολογία τῶν Γνωστικῶν ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς φυσικῆς ζωϊκῆς δυνάμεως, ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴ θεία δύναμη τῆς αἰώνιας ζωῆς (Theologie des N. T. σελ. 205).
᾿Αλλὰ ἡ διάκριση τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου σὲ σῶμα «ψυχικὸν» καὶ σῶμα «πνευματικόν» δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαλεκτική, γιατί ἔχει φανερὴ ἐσχατολογικὴ ἀναφορά. Τὸ ψυχικὸ σῶμα ἀναφέρεται στὴν ἀφετηρία καὶ στὴ σημερινή πραγματικότητα, τὸ πνευματικὸ σῶμα στὸ ἔσχατο τέλος τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, στὴν ὥρα τῆς ἔσχατης «ἀλλαγῆς» στὴν ὁποία εἶναι ἀφιερωμένο καὶ ὁλόκληρο τὸ 15ο κεφάλαιο τῆς 1 Κορ. Στὸν δεύτερο ᾿Αδάμ, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, βλέπει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος τὴν τελείωση καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς φύσεως, ἐνῶ στὸν πρῶτο ᾿Αδάμ τὴν ἀπαρχὴ καὶ τὴν ἁπλῆ δυνατότητα. Ὅ,τι γιὰ τὸν πρῶτο ᾿Αδὰμ ἦταν μόνο προορισμός, γιὰ τὸν δεύτερο ᾿Αδάμ εἶναι γεγονὸς καὶ πραγματικότητα. Ο «ψυχικός», ἑπομένως, ἄνθρωπος εἶναι μιὰ ὁλοκληρωμένη ἀνθρώπινη ὕπαρξη, μιὰ καθολική ψυχοσωματική ἑνότητα, ἕνα πρόσωπο κατ' εἰκόνα τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ δημιουργημένο, τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἔχει ἐνδυθῆ τὴν ἀφθαρσία (1 Κορ. 15, 53), στερεῖται τὴν ἀφθαρτοποιὸ ἐνέρ γεια τοῦ Πνεύματος, «περιπατεῖ κατὰ ἄνθρωπον» καὶ «οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ» (1 Κορ. 2, 14 - 3,3. Βλ. καὶ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Προπ. ἁμάρτημα, σελ. 130 - 131). ᾿Αλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι ἀποτελεῖ μιὰ «ζωώδη ὑπόσταση», ὅμοια ἢ ἀντίστοιχη μὲ τὶς ἄλλες ζωϊκὲς ὑποστάσεις. ᾿Ακόμα καὶ μετὰ τὴν πτώση καὶ στὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς καταπτώσεως καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅταν ἔχῃ ἀπορρίψει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχη ὑποταχθῆ στὶς ἀκόρεστὲς φυσικὲς ἐπιθυμίες, ἐξακολουθεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι μιὰ καθολική ψυχοσωματική ἑνότητα, ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνσαρκώνη τὸ μυστήριο τοῦ προσώπου, νὰ τοποθετῆται ὑπεύθυνα – ἔστω καὶ ἀρνητικά – ἀπέναντι στον προσωπικό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος παραμένει πρόσωπο ἔστω κι ἂν ἀπομακρυνθή θεληματικὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γίνη ἀνόμοιος πρὸς Αὐτόν, τεμαχίζοντας καὶ διαιρώντας τη φύση του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄφθαρτη στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ πρωταρχικὴ ὑπαρκτική προϋπόθεση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ δυαλισμὸς τῆς σχολαστικῆς διαλεκτικῆς καὶ ὁ ὑποβιβασμὸς τοῦ σώματος στὸ ἐπίπεδο τῆς ζωώδους ὑποστάσεως εἶναι μιὰ θεωρητική στάση μὲ συνέπειες ἄμεσες στὴ ζωὴ τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας. Γράφει ὁ F. WALTER ἑρμηνεύοντας τὴν ἀντίληψη τῆς Δύσεως γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἄσκηση : «Στὸν Χριστιανισμὸ τὸ γήϊνο σῶμα βρίσκεται σὲ ὀξύτατη ἀντίθεση πρὸς τὸ ὑπεργήϊνο πνεῦμα, τὸ ὁποῖο πνεῦμα καὶ μόνο ἔχει τὰ σημάδια τῆς ὁμοιότητος μὲ τὸν Θεό. Ὁ ὁρισμὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι : θανάτωση τῆς σαρκός, ἀπόρριψη τῶν αἰσθήσεων, κυριαρχία τοῦ πνεύματος πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ σώματος. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ περιφρόνηση τοῦ σώματος καὶ τῆς φροντίδας γιὰ τὴν ὑγεία, οἱ ταλαιπωρεῖες καὶ οἱ αὐτομαστιγώσεις ποὺ πῆραν τὴ θέση τῆς ἁρμονικῆς ψυχοσωματικῆς ἀναπτύξεως». (Der Leib und sein Recht im Christentum, Donauwörth 1910. σελ. 37). Καὶ ὁ Guardini σημειώνει : «Ἡ σάρκα ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος καὶ ζητάει νὰ τὸ ὑποδουλώση. Τὸ πνεῦμα πρέπει νὰ ἀγωνίζεται νὰ ὑποτάξη τὴ σάρκα καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο βρίσκεται πάντοτε σὲ κίνδυνο νὰ τὴν ἀχρηστέψη καὶ νὰ ἀρνηθῆ ἔτσι τὸ ἴδιο τὸ πνεῦμα τὴ δυνατότητα νὰ ἐνεργῆ». (Liturgische Bildung, σελ. 19 - 20).
᾿Απὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς ᾿Αναγεννήσεως (Renaissance) ἕως τὸν Nietzsche καὶ τὸν γαλλικὸ ἀμοραλισμὸ καὶ ρεαλισμὸ καὶ τὶς σημερινές διαστάσεις ποὺ δίνει ἡ Τεχνικὴ στὴ λεγόμενη «ἠθικὴ κρίση», σ' ἕνα πλήθος μορφὲς τοῦ δυτικοῦ πνευματικοῦ βίου, πραγματώνεται μὲ ὀξύτατες φανερώσεις ἡ ἀντιθετικὴ αὐτὴ διαλεκτική, ποὺ ἔχει τὴν ἀφετηρία της στὴ σχολαστική ρωμαιοκαθολικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σώμα. Η ᾿Αναγέννηση πίστεψε ὅτι «ἀνεκάλυψε» τὸ ἀνθρώπινο σώμα, ἀπολυτοποίησε τὶς αἰσθητικὲς ἀξίες τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητας καὶ ἐκφράστηκε καλλιτεχνικὰ μὲ ἕνα συνεπέστατο νατουραλισμό. ᾿Απὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ξεκινάει ἕνα ἱστορικό processus ποὺ βρίσκει τὴ χαρακτηριστική του κορύφωση στὸν NIETZSCHE, στὸ κήρυγμα μιᾶς καινούργιας «θρησκείας», ποὺ καταφάσκει στὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ στὴ βιολογική πληρότητα, συντρίβει τὴν ᾿Ἠθικὴ αὐτὴ τὴ στέρηση τῆς ζωῆς – καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἀρχαῖο Διόνυσο. («Ἡ ἀνακάλυψη τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲν ἔχει τὸ ταῖρι του, εἶναι μιὰ ἀληθινὴ καταστροφή... Επινοήσανε τὴν ἔννοια τῆς ψυχῆς, τὴν ἔννοια τοῦ πνεύματος καὶ στὸ τέλος τὴν ἔννοια τῆς ἀθάνατης ψυχῆς γιὰ νὰ δώσουν ἐλευθερία στὴν περιφρόνηση τοῦ σώματος, γιὰ νὰ τὸ κάνουν ἄρρωστο, ἱερό, γιὰ νὰ ἀντιτάξουνε τὴ χειρότερη ἀφροντισιὰ ἀπέναντι σὲ ὅλα τὰ σοβαρὰ ζητήματα τῆς ζωῆς, στὰ ζητήματα τῆς τροφῆς, τῆς κατοικίας, τῆς πνευματικῆς δίαιτας, τῆς ὑγιεινῆς, τῆς ἰατρικῆς, τῆς θερμοκρασίας. Πήρανε τὸ μέρος τῶν φιλάσθενων, τῶν ἀδύνατων, τῶν ἀποτυχημένων, τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν γίνει ἄρρωστοι ἀπὸ μόνοι τους, καὶ ὁποιουδήποτε ἄλλου πράγματος που πρέπει νὰ ἐξαφανιστῆ. ᾿Αντιστρέψανε τὸν νόμο τῆς ἐπιλογῆς, φτιάξανε ἕνα ἰδανικὸ ποὺ τὸ βάλανε ἀντιμέτωπο στὸν καλοφτιασμένο ἄνθρωπο, στὸν ἄνθρωπο ποὺ λέει ναι, στὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι σίγουρος γιὰ τὸ αὔριο καὶ ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιὰ τὸ μέλλον – φτιάξανε ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κακὸ ἄνθρωπο. Κι᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ πιστέψανε. Καὶ τὰ εἴπανε ᾿Ηθική!» «Ессе Homo», XIV/8). ᾿Απὸ τὸν Nietzsche ὡς σήμερα ἔχουν ἐξαιρετικὰ πληθυνθῆ τὰ κινήματα, οἱ ἰδέες καὶ τὰ ρεύματα ποὺ ἐκφράζουν τὴ βαθύτατη ἀγωνία, τὴ σύγχυση, συχνὰ καὶ τὴ βίαιη ἀντίδραση τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ προβλήματος τοῦ σώματος στὰ διαλεκτικά σχήματα τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ στὴ σφαίρα τῆς ἀντικειμε νικῆς Ἠθικῆς. Θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστῆ κανεὶς ὅτι τόσο ὁ Φροϋδισμὸς μὲ τὶς πρακτικές προεκτάσεις τῆς ἐρωτικῆς ἀποδεσμεύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο – καὶ περισσότερο – ὁ Μαρξισμὸς μὲ τὴν ἐπιμονὴ του στην ὑλικὴ πραγματικότητα τῆς ζωῆς, ἦρθαν νὰ χτυπήσουν τὴν θεολογική πλάνη τοῦ «ἀγγελισμοῦ», τὸν ψευτοχριστιανικὸ ἐκεῖνο ἰδεαλισμὸ ποὺ ἀρνεῖται ἡ ὑποτιμάει τὴν ὑλικὴ ὄψη τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀλήθειας. Κάτι ἀντίστοιχο θὰ μποροῦσε σίγουρα νὰ λεχθῆ καὶ γιὰ τὴ σύγχρονη λογοτεχνία, τὶς εἰκαστικές τέχνες, τὸ θέατρο, τὴν ἔβδομη τέχνη. («Ο έρωτισμὸς ποὺ χαρακτηρίζει τὴ μοντέρνα λογοτεχνία ἔχει μιὰ ἐντελῶς δική του μορφή, ποὺ δὲν μοιάζει μὲ καμμιὰ προηγούμενη καί, πολύ περισσότερο, δὲν μοιάζει καθόλου μὲ τὸν ἐρωτισμὸ τῆς παγανιστικῆς λογοτεχνίας. Γιατί, ἐνῶ αὐτὴ ἡ δεύτερη κλείνει μέσα της ὅλον τὸν αὐθορμητισμό καὶ τὴν ἀθωότητα μιᾶς πράξεως φυσιολογικῆς καὶ ὄχι ἀξιοκατάκριτης, στὴν ὁποία δὲν εἶχε εἰσχωρήσει ἀκόμα το μικρόβιο τῆς χριστιανικῆς ἁμαρτίας, ἡ μοντέρνα λογοτεχνία δεσμεύεται στὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἐμπειρία καὶ τὶς προκαταλήψεις της. Καὶ ὁ ἀγώνας ἀκριβῶς τῆς νεώτερης λογοτεχνίας ἐντοπίζει τὴν προσπάθειά του στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ ταμποὺ καὶ τὶς ὑποκριτικὲς ἀπαγορεύσεις τῆς Ἠθικῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐλευθερία αὐτὴ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἔχη τὴν τεράστια δύναμη μιᾶς ὑποσυνείδητης καταστάσεως, ἀλλὰ κλείνει ὁπωσδήποτε τὴν ἐπίγνωση μιᾶς ἐπανακατακτήσεως. Σὰν κάτι ποὺ τὸ εἴχαμε χαμένο καὶ τὸ ξαναβρίσκουμε». Alberto MORAVIA, L'homme - Editions Ffamarion, Paris 1965, σελ. 322).
29. Ζ΄ μ΄ 66.
30. Α΄ ιζ΄ 16:
31. Ζ΄ λα΄ 65.
32. Βλ. καὶ πάλι : ΚΣΤβ΄ ιδ΄ 139.
33. ΙΕ΄ οα΄ 914.
34. Ε΄ ε΄ 54.
35. Ε΄ ε΄ 56.
36. Ε΄ β΄ 51. 
37. Λ΄ ια΄ 168.
38. ΚΣΤγ΄ λβ΄ 147.
39. ΙΘ΄ βγ΄ 103.      
40. Λ΄ ζ΄ 168.
41. Λ΄ ια΄ 168.         
42. Ζ΄ κα΄ 64.
43. ΚΣΤβ΄ κ΄ 140.    
44. ΚΣΤ΄ α΄ 124.
45. ΚΣΤ΄ κβ΄ 127.   
46. Δ΄ πη΄ 44. 
47. ΚΑ΄ κε΄ 107.         
48. ΚΑ΄ στ΄ 106.
49. ΚΕ΄ ιδ' 119.           
50. IE΄ 87.
51. ΙΕ΄ πγ΄ 97.             
52. ΙΕ΄ πγ΄ 97.
53. ΙΕ΄ κα΄ 78-88.       
54. ΚΒ΄ ιστ΄ 110.
55. Β΄ ιβ΄ 22.

Δεν υπάρχουν σχόλια: