Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ

  Συνέχεια από:  ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: «Σύγκρασις» καὶ «ζεύξις»

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ

Tὁ ὑλικὸ σῶμα μετέχει στὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου, στὴν τελείωσή του. Τελείωση καὶ ἁγιασμός σημαίνουν τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὸν φυσικό του προορισμό, σὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει κληθῆ νὰ εἶναι ὡς ἄνθρωπος, δηλαδὴ «εἰκόνα» καὶ «δόξα» τοῦ Θεοῦ. Τὸ «τέλος» αὐτὸ τοῦ ἀνθρώπινου βίου ἀναφέρεται σὲ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα του.

Εἶναι αὐτὴ μιὰ βασικὴ «ἀρχὴ» τῆς ἀνθρωπολογίας τῆς Κλίμακος ποὺ ἑρμηνεύει καὶ τὸ γεγονὸς τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως. Ἡ σωματικὴ ἄσκηση δὲν εἶναι τόσο μιὰ προσπάθεια ὑποπιασμοῦ τοῦ σώματος ὅσο μιὰ φάση τῆς καθολικῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν «καινὴ ἐν Χριστῷ» ζωή. Ὁρίζει τὴν ἄμεση καὶ ἔμπρακτη ὑποταγὴ τοῦ σώματος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄρνηση ἢ τὸν περιορισμὸ τῆς ἐπαναστατημένης φυσικῆς ἐπιθυμίας. Ἔτσι ἡ ἄσκηση γίνεται ὁδὸς ἐπιστροφῆς στὸ «κατὰ φύσιν»· ἐλέγχει τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως καὶ τὴν ὑποτάσσει, δὲν ἐπιτρέπει στὴ φύση νὰ γίνη αὐτοσκοπὸς – ἕνας δεύτερος σκοπὸς μέσα στη Δημιουργία, διαφορετικὸς ἀπὸ τὸ μοναδικό «τέλος» ποὺ εἶναι ἡ «δόξα» τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Κλίμακα ἀναφέρεται στὸ ὑπόδειγμα ποὺ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ μετοχὴ τοῦ σώματος στὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς, στὴν πορεία τῆς τελειώσεως:

«Γινώσκων ὁ Δεσπότης
τῇ ἔξωθεν καταστολῇ συσχηματίζεσθαι
τὴν τῆς ψυχῆς ἀρετήν,
λαβὼν λέντιον,
ὑπέδειξεν ἡμῖν μέθοδον ὁδοῦ ταπεινώσεως·
τοῖς γὰρ ἐπιτηδεύμασιν ἐξομοιοῦται ἡ ψυχή,
καὶ πρὸς ἃ πράττει τυποῦται, καὶ πρὸς αὐτὰ σχηματίζεται»
.1

Στὴ διατύπωση αὐτὴ γίνεται φανερὸ ὅτι ἡ μετοχὴ τοῦ σώματος στὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι συμβολικὴ (μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δίνουμε σήμερα στη λέξη σύμβολο), δὲν ἔρχεται τὸ σῶμα ἐκ τῶν ὑστέρων νὰ ἐκφράση καὶ διατυπώση τὴν προσπάθεια ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ ψυχή. Δὲν εἶναι ἡ σωματική πράξη «σύμβολο» μόνο τῆς πνευματικῆς προσπάθειας ἀλλὰ εἶναι ἕνα μέρος, μιὰ οὐσιαστικὴ φάση τῆς προσπάθειας, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι προηγεῖται τῆς συμμετοχῆς τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ «ἐξομοιοῦται» καὶ «συσχηματίζεται» «πρὸς ἃ πράττει τὸ σῶμα». Καὶ αὐτὴ ἡ ἐξομοίωση καὶ ὁ συσχηματισμὸς τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν πράξη τοῦ σώματος ὁρίζει μιὰ μέθοδο, ἕνα τρόπο γιὰ νὰ φτάση ὁ ἄνθρωπος στὴν τελείωση. Ὁ Χριστὸς ὑποδεικνύει τὸν τρόπο καὶ τὴν ὁδὸ γιὰ τὴν ταπείνωση κάνοντας μιὰ σωματική πράξη ταπεινώσεως, φορώντας τὸ λέντιο καὶ πλένοντας τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του.

Μὲ τὸν ἄμεσο αὐτὸ τρόπο μετέχει τὸ σῶμα στὴν προσευχή, τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Δὲν εἶναι μόνο τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ διατυπώνει τὴν «ἱκεσία» – τὸν λόγο ἢ τὸν «στεναγμὸ τῆς καρδίας» – ἀλλὰ εἶναι καὶ τὸ «σχῆμα» καὶ τὸ «ἔξωθεν ἦθος» τοῦ σώματος.

«Εἰ μὲν οὐ κατὰ μόνας τυγχάνομεν
ἐν τῷ καιρῷ τῆς παραστάσεως
ἔνδοθεν τὸ σχῆμα τῆς ἱκεσίας ἀνατυπώσωμεν·
εἰ δὲ οὐ πάρεισιν τῶν ἐπαίνων οἱ ὑπηρέται
καὶ τὸ ἔξωθεν ἦθος εἰς πρεσβείαν τυπώσωμεν·
ἐν γὰρ τοῖς ἀτελέσιν
ὁ νοῦς τῷ σώματι πολλάκις συσχηματίζεται»2.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ σῶμα δὲν εἶναι μόνο μιὰ δυνατότητα γιὰ νὰ ἐκφραστοῦν ἐναργέστερα τὰ ἐνδιάθετα νοήματα καὶ ὁ λόγος. Ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ νοῦς καὶ οἱ πνευματικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου συμπαρασύρονται ἀπὸ τὸ σῶμα σὲ μιὰ ζωντανὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό3. Βέβαια αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν «ἀτελῶν», τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν ἀκόμη τὴν πραγματικότητα τοῦ διχασμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ποὺ δὲν κέρδισαν τὴν ἀπολέμητη ἀπάθεια, δηλαδὴ τὴν ἑνότητα τῶν στοιχείων τῆς ὑπάρξεώς τους, τὴν ἁρμονία τοῦ θελήματος τῆς φύσεως μὲ τὸ θέλημα τοῦ προσώπου. Ωσπου νὰ φτάση ὁ ἄνθρωπος στὴν κατάσταση αὐτῆς τῆς τελειότητος ἔχει ἀνάγκη καὶ ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ τοῦ σώματος γιὰ νὰ κοινωνήση μὲ τὸν Θεό:

«Συνέρχεται τοῖς μήπω κεκτημένοις
προσευχὴν καρδίας ἀληθῆ,
ὁ ἐν τῇ σωματικῇ εὐχῇ σκυλμός (κόπος)·
λέγω δή, ἔκτασις χειρῶν, στήθους τύψις,
εἰς οὐρανοὺς εἰλικρινὴς ἀνάβλεψις,
στεναγμῶν θόρυβος,
γονάτων συνεχής κλίσις·
ἅπερ ποιεῖν διὰ τοὺς παρόντας πολλάκις
μὴ δυναμένοις ἡμῖν,
τηνικαῦτα μάλιστα πολεμοῦσιν οἱ δαίμονες
»4.

Ὅσο προχωρεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὴν τελείωσή του παύει ὁ μερισμὸς σὲ σῶμα καὶ πνεῦμα, ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἐπανέρχεται στὴν πρωτινή, προπτωτική της ἑνότητα καὶ ἡ προσευχὴ βρίσκει τὴν ἑνιαία ἔκφρασή της «διὰ τῆς καρδίας». Ἡ «καρδία» εἶναι στὴν ἀσκητικὴ φιλολογία τὸ κέντρο τῆς καθολικῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ἡ πηγὴ τῶν ἐνεργητικῶν δυνάμεων τοῦ νοῦ καὶ τῆς θελήσεως, τῶν φυσικῶν καὶ τῶν πνευματικῶν κινήσεων5. Στὴν ἄμεση καὶ καθολικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου «διὰ τῆς καρδίας» μὲ τὸν Θεὸ παύει ἡ προτεραιότητα τῆς διάνοιας, ἡ προσευχὴ δὲν ἐκφράζεται μὲ νοήματα - σκέψεις καὶ ἐκφραστικὴ ποικιλία. ᾿Ἀφοῦ ἔχει πραγματοποιηθῆ ἡ «κάθοδος» τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, ἡ ἑνότητα τῶν «πρὶν μεμερισμένων», ἡ προσευχὴ εἶναι «μονολόγιστος», συγκεντρώνεται σὲ ἕνα «λογισμό» ποὺ δὲν εἶναι διανοητικός, ἀλλὰ εἶναι ἔκφραση καθολικὴ καὶ συγκεφαλαιωτική τῆς ὑπάρξεως, πόθος καὶ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, «μνήμη» τοῦ Ἰησοῦ ἑνωμένη μὲ τὴν «πνοὴ» τοῦ ἀνθρώπου.

«Συγκοιμηθήτω σοι καὶ συναναστήτω σοι μονολόγιστος Ἰησοῦ εὐχή»6.

«Ἰησοῦ μνήμη ἑνωθήτω τῇ πνοῇ σου»7.

Ἔτσι, τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ γίνεται στὴ μονολόγιστη προσευχὴ ἡ ἔκφραση καὶ ἡ φανέρωση τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου στὴν «κατὰ φύσιν» ἑνότητα, τῆς ἐπιστροφῆς τῆς φύσεως στὴν πρώτη της δόξα, τῆς συντριβῆς τοῦ κράτους τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι φοβερὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, «μαστίζει» τοὺς πολεμίους, «οὐ γὰρ ἐστιν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἰσχυρότερον ὅπλον»8.

᾿Αλλὰ γιὰ νὰ φτάση ὁ ἄνθρωπος στὴν «ἀληθῆ» αὐτὴ «προσευχὴ τῆς καρδίας» καὶ στὴ μονολόγιστη «μνήμη» τοῦ Ἰησοῦ, ἔχει νὰ διατρέξη τὸ μακρὺ στάδιο τοῦ σωματικοῦ ἀγώνα, τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυα, τὶς τύψεις τοῦ στήθους καὶ τῶν γονάτων τὶς κλίσεις – κάθε σωματικὴ ἔκφραση τῆς βαθύτατης δίψας γιὰ τὴν κοινωνία μὲ τὸν ζῶντα Θεό.(
μὴ δυναμένοις ἡμῖν,τηνικαῦτα μάλιστα πολεμοῦσιν οἱ δαίμονες. ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΣΩΜΑ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ. Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ, ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ, ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΤΟΝ ΣΥΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΗΤΟΣ)
ΤΑ ΒΡΩΜΟΝΕΡΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ, ΔΗΛ. Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΑΓΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ Η ΟΠΟΙΑ  ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΜΕΝΟΥΣ  ΑΝΑΓΚΑΣΕ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΔΑΞΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ, ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ , Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΙΡΕΙ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΔΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΑΝ ΠΡΟΣΩΠΟ ΝΟΜΙΖΕΙ ΠΩΣ ΤΡΕΦΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΛΟ ΔΕΝΔΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ,  ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΡΠΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ, ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΑΘΑΝΑΤΗ, ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗΣ, Ο ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΧΘΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΙΔΟΥ ΚΑΙΝΑ ΠΟΙΩ ΠΑΝΤΑ, Ο ΟΠΟΙΟΣ  ΑΠΕΙΛΕΙ ΝΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙ ΤΟΝ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ΜΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ, ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΜΟΥ ΕΓΩ. 
Σωματικὴ ἄσκηση εἶναι καὶ ἡ νηστεία, ὡστόσο ἀποβλέπει καὶ αὐτὴ στὸν ἁγιασμὸ ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι μόνο στη χαλιναγώγηση τῶν σωματικῶν ἐπιθυμιῶν. Οἱ καρποὶ τῆς νηστείας εἶναι πνευματικὰ ἐπιτεύγματα, δείγματα τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου.[ΟΙ ΝΗΣΤΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΙΣ ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, Ο ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΗΛΩΣΕ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΑΕΙ ΕΙΔΩΛΟΘΥΤΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΙΡΑΞΕΙ ΠΟΤΕ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥ ΤΙ ΕΝΝΟΕΙ; ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ; ΤΟ ΣΩΜΑ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΩΜΑ;]

«Νηστεία ἐστί...
ψυχῆς φωστήρ· νοὸς φυλακή...
πονηρῶν ἐννοιῶν ἐκκοπή...
προσευχῆς καθαρότης...
κατανύξεως θύρα·
στεναγμός ταπεινός· συντριμμὸς ἱλαρός·
πολυλογίας ἀργία, ἡσυχίας ἀφορμή ὑπακοῆς φύλαξ᾽
ἀπαθείας πρόξενος. Παραδείσου θύρα καὶ τρυφή»9.

Δὲν εἶναι αὐτὰ ἔμμεσα ἀποτελέσματα τῆς νηστείας, καρποὶ τοῦ πνεύματος ὅταν τὸ σῶμα χαλιναγωγηθῆ καὶ δὲν δημιουργῆ περίσπαση. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ νηστεία ὡς ἐπίτευγμα, ὡς ὑπακοὴ τοῦ σώματος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν πλοῦτο αὐτὸ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων.[ΨΥΧΗΣ ΦΩΣΤΗΡ; ΤΟ ΣΩΜΑ ΧΩΡΙΣ ΨΥΧΗ ΥΠΑΚΟΥΕΙ ΣΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;] Γιὰ νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ταύτιση,[ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΣΟΥ ΔΙΟΤΙ ΤΑΥΤΙΣΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ, ΟΠΩΣ ΣΤΑ ΖΩΑ.] πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε τὰ δυαλιστικά σχήματα τῆς Φιλοσοφίας[ΤΟ ΝΟΥ] ἀλλὰ καὶ τὰ κριτήρια τῆς κοσμικῆς Ἠθικῆς, ποὺ ὁρίζουν τὴ σωματικὴ ἄσκηση ὡς προϋπόθεση ἀπελευθερώσεως τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ὕλης. Ὅταν δεχθοῦμε τὸν ἁγιασμὸ ὡς γεγονὸς ποὺ ἀναφέρεται στὸν ὁλόκληρο ἄνθρωπο, στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου, τότε θὰ ζητήσουμε ὁδοὺς καὶ τρόπους ἁγιασμοῦ ποὺ προϋποθέτουν τὴ μετοχὴ ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματός του. Τότε θὰ κατανοήσουμε καὶ τὴ νηστεία ὄχι ὡς αὐτοπειθαρχία – κυριαρχία τοῦ νοῦ πάνω στὴν ὕλη – ἀλλὰ ὡς μετοχὴ τοῦ σώματος στὴν ὑπακοὴ τὴν καθολικὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔμπρακτη ἄρνηση τοῦ σώματος νὰ ἀποτελῆ αὐτοσκοπό, αὐτὸ καὶ οἱ ἐπιθυμίες του [ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ, ΚΑΘΟΤΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Ο ΝΟΥΣ ΟΤΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΥΣΕΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, Η ΦΥΣΗ, ΑΚΟΥΣΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΑΚΟΥΕΙ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΣ. ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ ΕΙΠΕ ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ, ΤΗΝ ΠΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ. Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΥΒΕΡΝΑΤΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΟ ΝΟΜΟ, ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ. ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ.] Γιὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ νηστεία δὲν ἀφορᾶ στὴ γύμναση τῆς θελήσεως ἀλλὰ στὴν «καρδία», δὲν ἀποβλέπει στὴν ἐγωκεντρικὴ αὐτοκυριαρχία τῆς Ἠθικῆς οὔτε στὸν «ἐξαγνισμό» τοῦ περιορισμοῦ τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν, ἀλλὰ στὴν ταπείνωση τῆς «καρδίας», δηλαδὴ στὴ σωστή στάση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ στὴν πειθαρχία τοῦ πλάνητος λογισμοῦ, τὴν ἀπόσπαση τῆς προσοχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ματαιότητα τῆς ἀπολυτοποιημένης φύσεως.[ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝΕ ΠΟΛΛΕΣ. ΛΟΥΘΗΡΑΝΙΚΕΣ!!!
«Θλιβομένης κοιλίας ταπεινοῦται καρδία·
θεραπευομένης δὲ ταύτης, γαυριᾷ λογισμός»10.

Οἱ ἀλήθειες αὐτὲς εἶναι συμπεράσματα ἄμεσα ἀπὸ τὴν πεῖρα τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως:

«Ψηλάφα σεαυτὸν περὶ τὴν πρώτην τῆς ἡμέρας
καὶ περὶ τὴν μέσην
καὶ περὶ τὴν ἐσχάτην ὥραν πρὸ τῆς βρώσεως
καὶ μαθήσῃ ἐκ τούτου τὴν τῆς νηστείας ὠφέλειαν.
Σκιρτᾷ μὲν πρωΐας καὶ πελάζεται ὁ λογισμός· 
τῆς ἕκτης καταλαβούσης, μικρὸν ὑπεχάλασε· 
περὶ δὲ ἡλίου δύσιν, εἰς τέλος ἐταπεινώθη».11

Ἡ ἀντίθετη πεῖρα βεβαιώνει ὅτι ἡ ἀθέτηση τῆς νηστείας καὶ ἡ κατάχρηση τῆς τροφῆς γίνεται ἀφορμὴ γιὰ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς πτώσεις τοῦ μοναχοῦ:

«Γαστριμαργίαι ἐν συνοδίαις
πάντα τὰ πτώματα καὶ τὰς ἀθετήσεις ἐργάζονται».12

Ἡ διαπίστωση ἐδῶ μοιάζει μὲ ὑπερβολικό, ἀπόλυτο ἀφορισμό, ωστόσο, ἡ συσχέτιση τῆς γαστριμαργίας μὲ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα πάθη τοῦ ἀνθρώπου δὲν γίνεται μόνο στὴν Κλίμακα, εἶναι πολύ συχνή στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία τῆς ᾿Ανατολῆς. Δὲν ἔχουν ὅλα τὰ πάθη αἰτία πάντοτε τὴ γαστριμαργία, ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία μπορεῖ νὰ γεννήση ὅλα τὰ πάθη. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιμονὴ τῆς πατερικῆς διδασκαλίας στὴν ἔξαρση τῆς νηστείας, καὶ μόνο μὲ τὴ βάση ποὺ θέσαμε παραπάνω μποροῦμε νὰ τὴν καταλάβουμε: Ἡ νηστεία εἶναι ὁ ἄμεσος καὶ κατεξοχήν τρόπος ἀρνήσεως τοῦ σώματος νὰ ὑποταχθῆ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐπαναστατημένης φύσεως. Ὁ «κόρος τῶν βρωμάτων», ἡ γαστριμαργία, δὲν εἶναι ὁδὸς «κατὰ φύσιν», δὲν ἀποβλέπει στη συντήρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴ σωστή χρήση τοῦ κόσμου ὡς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν αὐτοϊκανοποίηση τῆς φύσεως, στὴν ἀπολυτοποίηση τῆς φύσεως, στὴν ἡδονή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι

«κόρος βρωμάτων, πορνείας πατήρ·
θλίψις δὲ κοιλίας, ἁγνείας πρόξενος».

Καὶ προσθέτει ὁ Κλίμακος:
«Λέοντα ὁ κολακεύσας, πολλάκις ἡμέρωσε·
σῶμα δὲ ὁ θεραπεύσας, ἐπὶ πλεῖον ἠγρίωσε».13

Αὐτὸ τὸ χωρίο (καὶ μερικὰ ἀκόμη μὲ ἀνάλογο περιεχόμενο) ἂν ἑρμηνευτή ξεχωρισμένο ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Κλίμακα δίνει τὴν ἐντύπωση μιᾶς φυσικῆς - βιολογικῆς μόνο σχέσεως ἀνάμεσα στὴ νηστεία καὶ στὴν ἁγνότητα ἢ στὴ γαστριμαργία καὶ στὴν πορνεία. Καὶ ὑπάρχει, ὁπωσδήποτε, μιὰ τέτοια καταρχὴν σχέση, μιὰ ὀργανικὴ συσχέτιση καὶ διαδοχὴ στὶς φάσεις τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως - καὶ ἀντίστοιχα στὶς φάσεις τῆς καταστολῆς της:

«Ωσπερ τὸ ἔλαιον
καὶ μὴ βουλομένην τὴν θάλασσαν ἡμεροῖ,
οὕτω καὶ ἡ νηστεία
κατασβέννυσιν ἀκούσας τὰς τοῦ σώματος πυρώσεις».14

῎Αλλα ὅμως δεδομένα, τὸ ἴδιο πραγματικὰ καὶ ἐμπειρικά, ἀναιροῦν αὐτὴ τὴ συσχέτιση καὶ τὴν ὑποχρεωτική φυσική διαδοχή. Συχνὰ οἱ ἐπαναστατημένες ἐπιθυμίες ἔχουν ἀφορμὲς ἀντίθετες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ θεωροῦμε φυσικές, ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως ἐκδηλώνεται σὲ φάσεις ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ αἰτιολογηθοῦν ἀντικειμενικά, ἔχουν ἕνα χαρακτήρα μοναδικὸ καὶ ἀνόμοιο – θὰ μπορούσαμε να ποῦμε: ἕνα χαρακτήρα προσωπικό. Μᾶς εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα ἕνα σχετικό παράδειγμα τῆς Κλίμακος:

«Ἔστιν ἀνάπαυσις τῇ ἐχθρᾷ,
τὴν τοῦ νοῦ δύναμιν διϋπνίζουσα
καὶ πύρωσιν μὴ ἐγείρουσα·
καὶ ἔστι πολλὴ κατάτηξις,
ἴσως καὶ τὰς κινήσεις κινήσασα·
ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾽ ἑαυτοῖς,
ἀλλ᾽ ἐπὶ τῷ ἀγνώστως τὴν ζῶσαν θανατοῦντι Θεῷ».15

Τὰ ἀποτελέσματα, λοιπόν, τῆς ἀσκήσεως, καὶ συγκεκριμένα τῆς νηστείας, δὲν ἀναφέρονται πάντοτε στὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα ἀλλὰ πολὺ συχνὰ σὲ μιὰν ἄμεση σχέση τοῦ σώματος μὲ τὸν Θεό – ἀνάλογη μὲ τὴν ἄμεση πνευματικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἡ νηστεία ὑπερβαίνει τὴν ἀντικειμενικὴ σκοπιμότητα, οἱ φυσικὲς ἐπαναστατημένες ἐπιθυμίες καταστέλλονται «ἀγνώστως», δηλαδὴ μὲ τρόπο ἀντικειμενικὰ ἀπροσδιόριστο, μοναδικὸ καὶ ἀνόμοιο, ποὺ ἀναφέρεται στὴ μοναδικότητα καὶ ἀνομοιότητα τῆς ζωῆς τοῦ προσώπου. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ στόχος τῆς νηστείας, ὅπως καὶ κάθε σωματικῆς ἐγκράτειας, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο ἡ χαλιναγώγηση τῆς φύσεως, δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ φύση καὶ ἡ σχέση μαζί της, ἀλλὰ ἡ σχέση μὲ τὸν Θεό, ἡ προσωπικὴ ἀναφορὰ τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς φύσεως ἄμεσα στὸ Θεό.

Αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ εἶναι προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως καὶ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς θρησκευτικῆς αὐτάρκειας ποὺ συνοδεύει τὴ νομικὴ ἀντίληψη τῆς ἀξιομισθίας. Σημαίνει τὴν ταπείνωση, τὴν ἔλλειψη πεποιθήσεως στὸν ἑαυτό μας καὶ στὴν ἀρετή μας, ποὺ κάνει δυνατὴ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Εἶναι μιὰ προσφορὰ τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας στὸ Θεό, μιὰ καθολική ἑτοιμότητα ἀποδοχῆς τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ ποὺ μόνη αὐτή, «ἀγνώστως» – μὲ τρόπο ἀντικειμενικὰ καὶ σκεπτικὰ ἀπροσδιόριστο – ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στη χαρισματική κατάσταση τῆς νεκρώσεως τῶν «παρὰ φύσιν» ἐπιθυμιῶν.

Ας προστεθῆ σὲ αὐτὰ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Κλίμακος, οἱ ἐπαναστατημένες φυσικὲς ἐπιθυμίες ἔχουν ὄχι μόνο ἀπροσδιόριστες ἀντικειμενικὲς ἀφόρμὲς ἀλλὰ καὶ ἀπροσδιόριστη ἀφετηρία – γεννιῶνται ἄλλοτε στὴν ψυχὴ καὶ ἄλλοτε στὸ σῶμα.

«Τινές φασιν
ἐκ τῶν λογισμῶν τῆς πορνείας τὸ σῶμα εἰς πάθη ἔρχεσθαι·
τινές δε τὸ ἔμπαλιν,
ἐκ τῶν τοῦ σώματος αἰσθήσεων τοὺς πονηροὺς
ἀποτίκτεσθαι λογισμούς»16.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἕνα γεγονὸς καθολικώτερο ἀπὸ τὴ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα ἢ παρόρμηση, ἕνα γεγονὸς ψυχοσωματικό, ποὺ συγκεφαλαιώνει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι καθολικὴ ἡ ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν χωρὶς ὅρια ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία. Αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ ὀνομάζεται στὴν Κλίμακα πάθος, στὸ χῶρο τῆς ἀπολυτοποιημένης ἐπιθυμίας ὁ ἄνθρωπος πάσχει. Πάθος σημαίνει τὴν ταλαιπωρία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπόλυτα μέσα σὲ πλαίσια πολὺ σχετικά. Ἡ ἄσκηση μάχεται τὴν ἐπιθυμία, ἀρνεῖται τὴν ἀπολυτοποιημένη αὐτονομία της γιὰ νὰ μείνη ἐλεύθερος ὁ χῶρος στὴν «ἀπόλυτη» διάσταση τῆς «εἰκόνας» τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προέλευση τῶν παθῶν ἐπισημαίνεται κάποτε ἀπὸ πρακτική σκοπιμότητα, γιὰ νὰ πολεμηθοῦν οἱ συχνότερες ἀφορμές – σωματικὲς ἢ ψυχικές – τῆς ἐπιθυμίας. Γιὰ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους, μᾶς λέει ἡ Κλίμακα, ἀφετηρία τῶν παθῶν εἶναι συχνότερα τὸ σῶμα, ποὺ διεγείρεται ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἀφορμὲς καὶ προκλήσεις. Ἐνῶ, «διὰ τοὺς μετιόντας τὸν μονήρη βίον» ἀφετηρία τῶν παθῶν εἶναι συχνότερα ἡ ψυχή, ἀκριβῶς γιὰ τὴν ἀπουσία ἐξωτερικῶν ἀφορμῶν, «διὰ τὴν τῶν ὑλῶν ἀπορίαν»17.

Ωστόσο, πέρα ἀπὸ τὶς σχετικὲς αὐτὲς διακρίσεις, ἡ ἐμπειρία τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς βλέπει τὸ πάθος νὰ ἀναφέρεται στὴν ἐνδότερη περιοχὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, νὰ εἶναι συχνὰ ἄσχετο μὲ τοὺς λογισμοὺς ἢ τὶς αἰσθήσεις. Οἱ «ἀκριβέστατοι τῶν γνωστικῶν πατέρων» μιλᾶνε γιὰ τὸν «παραρριπισμό τοῦ νοός», γιὰ τὴ φανέρωση τοῦ πάθους «χρόνου χωρίς καὶ λόγου καὶ εἰκόνος», πέρα ἀπὸ τὶς χρονικές, λογικές καὶ αἰσθητικὲς διαστάσεις τῆς ζωῆς:

«Οὐδὲν τούτου ὀξύτερον ἢ ἀφανέστερον ἐν πνεύμασιν εὑρίσκεται μνήμη ψιλῇ καὶ ἀσυνδυάστῳ, ἀχρόνῳ τε καὶ ἀφθάστῳ, παρά τισι δὲ καὶ ἀγνώστῳ τὴν ἑαυτοῦ παρουσίαν ἐμφαῖνον (τὸ πάθος)»18.

Εἶναι μάταιο νὰ ἐπιχειρήσουμε ἐδῶ νὰ ἑρμηνεύσουμε μὲ ἔννοιες αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις τῆς ἰσόβιας σπουδῆς τῶν ἀσκητῶν, αὐτὴ τὴν ἐμπειρικὴ ἀνθρωπογνωσία που ξεπερνάει κάθε σκεπτικό προσδιορισμό. Διαισθανόμαστε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτατη ἀντίσταση τοῦ ἀνθρώπου στη Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἀνταρσία ποὺ ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ ποὺ πρωταρχικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ κάθε προσδιορισμό χρόνου, λόγου ἢ εἰκόνας. Ἡ Κλίμακα βεβαιώνει ὅτι μόνο «διὰ πένθους» μπορεῖ νὰ φτάση κανεὶς στὴ «λεπτότητα» μιᾶς τέτοιας διακρίσεως, ὥστε νὰ κατορθώση νὰ κατανοήση πῶς εἶναι δυνατὸ «ἐκτὸς πάσης ἐννοίας καὶ λογισμοῦ, πορνεύειν ψυχὴν ἐμπαθῶς»19. Τὸ πένθος, ἡ ἐπώδυνη ἀλλὰ ταπεινὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου – τῆς ἀποτυχίας του νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ φυσικά εἶναι – συνιστᾶ μιὰν αὐτοκατανόηση, μιὰ προοδευτικὴ αὐτοδιερεύνηση τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπάρξεως, ἀπρόσιτη στὸν λόγο.

Ἡ αὐτεπίγνωση καὶ αὐτοσυνειδησία «διὰ ταπεινοφροσύνης πολλῆς» ἀποκαλύπτει στὸν ἀσκητὴ κάποτε περισσότερο συγκεκριμένα ὅτι αὐτὴ ἡ ἐσώτατη ἀντίσταση τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεό, ποὺ κινεῖ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως, ὁ βαθύτατος πυρήνας τοῦ σαρκικοῦ πάθους εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια20. «Ωσπερ ὄφις κρυπτόμενος κατὰ τὸ βάθος τῆς καρδίας» ἡ ὑπερηφάνεια γίνεται ἡ αἰτία τῶν σαρκικῶν κινημάτων τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ, καὶ μόνο ὅταν αὐτὴ νεκρωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπαλάσσεται ἀπὸ τὸν «δερμάτινο χιτώνα», τὴν ἐπαναστατημένη σάρκα, ποὺ τὴ φόρεσε μαζὶ μὲ τὴ γέννησή του.

«Σκοπείτωσαν τοίνυν (οἱ ἀγωνισάμενοι πολλὰ πρὸς τὸν τῆς πηλοῦ σύζυγον δαίμονα)
καὶ πάσῃ σπουδῇ τὸν προειρημένον ὄφιν
τῆς ἑαυτῶν καρδίας διὰ ταπεινοφροσύνης πολλῆς
νεκρώσαντες ἀπελασάτωσαν·
ὅπως ἀλλοτριωθέντες αὐτοῦ
δυνήσωνται ἴσως καὶ οὗτοί ποτε
τοὺς δερματίνους χιτῶνας ἐκδύσασθαι,
καὶ τὸν τῆς ἁγνείας ἐπινίκειον ὕμνον,
ὥς ποτε τὰ ἁγνὰ νήπια,
ἆσαι τῷ Κυρίῳ·
εἴπερ ἐκδυσάμενοι,
οὐ γυμνοὶ τῆς ἐκείνων κακίας καὶ φυσικῆς ταπεινώσεως
εὑρεθήσονται»21 - 22.

ΠΑΡΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ  ΤΗΣ ΕΛΙΤ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΒΙΑΙΟΠΡΑΓΕΙ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΑΦΑΙΡΩΝΤΑΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ. ΘΥΜΙΖΕΙ ΠΟΛΥ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΕΧΘΡΟ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ, ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ.

***
᾿Αλλὰ ἡ μετοχή τοῦ σώματος στὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ δὲν ἐξαντλεῖται στὴ σωματικὴ ἄσκηση, στὴν προσπάθεια νὰ πειθαρχηθῆ ἡ φύση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀναχθῆ στὸ «λογικό» τέλος της. Ὅ,τι ὀνομάζουμε ἁγιασμὸ καὶ τελείωση ἢ – ἀντίθετα – νέκρωση καὶ ἁμαρτία εἶναι μιὰ πραγματικότητα ἀχώριστη ἀπὸ τὸ σῶμα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀρετὲς καὶ ἁμαρτήματα ποὺ ἐμφανίζονται μὲ ἀποκλειστικὴ ἀναφορὰ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἔχουν πάντοτε ἄμεσες συνέπειες στὴ ζωὴ τοῦ σώματος. Εἴδαμε ἀμέσως παραπάνω τὴν ἀσκητικὴ πεῖρα τῆς Κλίμακος νὰ μᾶς βεβαιώνη γιὰ τὸν βαθύτατο πυρήνα τοῦ σαρκικοῦ πάθους ποὺ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Πολύ συχνὰ καὶ τὰ ἀκούσια σαρκικά κινήματα καὶ οἱ ἐπαναστάσεις τοῦ σώματος, ποὺ διαιωνίζουν τὸν πόλεμο τῆς πορνείας παρὰ τὴν πολύχρονη ἄσκηση τοῦ μοναχοῦ, δὲν ἔχουν αἰτία φυσική - βιολογική, ἀλλὰ ὀφείλονται στὴν ἔπαρση τῆς ψυχῆς ἢ στὴν ἀσπλαχνία καὶ τὴν κατάκριση τοῦ πλησίον.[H ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΕΝΥΠΑΡΧΕΙ ΗΔΗ ΣΤΟ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ. Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ  ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΜΑΣ(ΚΑΘΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΗΔΗ ΣΑΝ ΘΕΟΙ) ΕΙΝΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΧΕΙ ΗΔΗ ΤΟ ΣΩΜΑ , ΤΟ ΟΛΟΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΑΥΤΗ Η ΟΛΟΤΗΣ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΣΑΡΚΑ. Η ΑΣΚΗΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΕΜΠΝΕΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ  ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΑΓΚΑΝΕΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ ΩΣΤΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΣΩΜΑ, ΕΝΑ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΗ ΨΥΧΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΟΡΑΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ]

«Ἔστι καθ᾽ ὕπνους ἔκκρισις
ἐκ πλήθους βρωμάτων καὶ ἀνέσεως˙
ἑτέρα ἐξ ὑπερηφανίας,
ὅταν ἐν τῇ χρονίᾳ ἡμῶν ἀρρευσίᾳ τυφώμεθα·
καὶ ἔστιν αὖθις ἐκ τοῦ τὸν πλησίον κατακρίνειν» 
23.

Οἱ πνευματικὲς ἀφορμὲς ἀναιροῦν συχνὰ τὴν ἴδια τὴ φύση. Ὄχι «ἐκ τρυφῆς», ὅπως εἶναι φυσικό, ἀλλὰ κάποτε «ἐκ νηστείας» «ὁ πολὺς ὕπνος»· καὶ αὐτὸ «ὅταν οἱ νηστεύοντες ἐπαίρωνται»24. ᾿Αντίστοιχα, οἱ ἀδυναμίες καὶ ἐξεγέρσεις τοῦ σώματος καταστέλλονται μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ εἶναι μάταια ὁποιαδήποτε σωματικὴ ἄσκηση ὅταν λείπη ὁ «συντριμμὸς τῆς καρδίας».

«Ὁ μετὰ μόνης ἐγκρατείας
τὸν πόλεμον τοῦτον δοκιμάσας καταπαῦσαι,
ὅμοιός ἐστι
τῷ τῇ μιᾷ χειρὶ νηχομένῳ καὶ τοῦ πελάγους ἀπαλλαγῆναι φιλονικοῦντι.
Σύζευξον ἐγκρατείᾳ ταπείνωσιν·
ἐκτὸς γὰρ τῆς δευτέρας
ἡ προτέρα ἀνωφελής εὑρίσκεται»
25.

Μιὰ «λεπτὴ» διάκριση ποὺ γίνεται στὴν Κλίμακα εἶναι ἡ συσχέτιση τῆς φυσικῆς δειλίας μὲ τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια: «Πάντες οἱ δειλιῶντες κενόδοξοι»26. Εἶναι ἕνας ἀφορισμὸς χωρὶς ἐξαιρέσεις, γιατὶ εἶναι «δειλίας δούλη» μόνο ἡ «ὑπερήφανος ψυχή· ἐφ᾽ ἑαυτῇ πεποιθυῖα καὶ κτύπους κτισμάτων καὶ σκιάς δεδοικυῖα» [«Υπερήφανη ψυχή· έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό της και φοβούμενη τους θορύβους των δημιουργημάτων και τις σκιές»] 27. Ὄχι ὅτι ἡ δειλία εἶναι καθεαυτὴ μιὰ μορφὴ ὑπερηφάνειας, ἀλλὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἕνα δείγμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐμπιστεύεται τὶς δικές του δυνάμεις, καὶ οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις εἶναι πάντοτε πολὺ ἀνίσχυρες μπροστὰ στοὺς ποικίλους κινδύνουςΠρέπει νὰ προηγηθῆ μιὰ οὐσιαστικὴ αὐταπάρνηση, ἔνας συντριμμὸς τῆς καρδίας, ὥστε ἡ πεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ μετατεθῆ στὴ δύναμη καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικός δρόμος γιὰ νὰ νικηθῆ ἡ δειλία τῆς ἀνθρώπινης σαρκός. Διαβάζουμε στὴν Κλίμακα:

«Ποτὲ μὲν ἡ ψυχὴ ποτὲ δὲ τὸ σῶμα προεδειλίασε
καὶ τῷ ἑτέρῳ τοῦ πάθους μετέδωσε.
Ὅταν τῆς σαρκὸς δειλανθείσης,
ἐν τῇ ψυχῇ ὁ φόβος ὁ ἄκαιρος οὐκ εἰσέδυ,
πλησίον ἡ τῆς νόσου ἀπαλλαγή·
ὅταν δὲ πάντα τὰ ἀδόκητα
ἐκ συντριμμοῦ καρδίας προθύμως ἐκδεχώμεθα,
τότε ὄντως δειλίας ἠλευθερώθημεν»
28.

Άσχετος μὲ τὴ φυσικὴ δειλία εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἕνα γεγονὸς ζωῆς ποὺ ἀναφέρεται ἐπίσης στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἄμεσα συσχετισμένος μὲ τὴν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μιὰ βαθμίδα τελειώσεως[ΛΥΤΡΏΣΕΩΣ] τοῦ ἀνθρώπου. Ως γεγονός καταρχὴν πνευματικῆς συναισθήσεως ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ πειθαρχεῖ καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος:

«Ὁ μὲν φόβος,
ὅταν ἐν αἰσθήσει ψυχῆς γένηται,
τήκειν καὶ κατεσθίειν τὴν ρυπαρὰν πέφυκε·
καθήλωσον, γὰρ φησιν, ἐκ τοῦ φόβου σου
τὰς σάρκας μου»29.
[«Ο φόβος,
όταν γεννάται στην αίσθηση της ψυχής,
έχει τη φύση να λιώνει και να κατατρώει το ρυπαρό·
στερέωσε, όπως λέει, από το φόβο σου
τις σάρκες μου.»
]

᾿Αχώριστος ὁ φόβος ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἀφοῦ εἶναι καρπὸς τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὑποτάσσει αὐτὸς τὴν ἐπαναστατημένη σάρκα[ΤΟΝ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ], ἐνῶ ταυτόχρονα ἡ ἀγάπη ἐγκαρδιώνει τὸ σῶμα καὶ τὸ λαμπρύνει:

«Ἡ δὲ ὁσία ἀγάπη, ἐνίους μὲν κατεσθίειν εἴωθε, κατὰ τὸν εἰπόντα·
Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἐκαρδίωσας·
ποτὲ δέ τινας
ἀγαλλιᾶσθαι ποιεῖ καὶ λαμπρύνει·
Ἐπ᾿ αὐτῷ γάρ, φησιν, ἤλπισεν ἡ καρδία μου
καὶ ἐβοηθήθην καὶ ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου· καί·
Καρδίας εὐφραινομένης, πρόσωπον θάλλει».30

Καὶ ἄλλα πνευματικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου – άρετὲς τῆς ψυχῆς – ἔχουν ἀντίκρυσμα στὸ σῶμα καὶ φανερώνουν τὸν καθολικό χαρακτήρα τοῦ ἁγιασμοῦ:

«Καθ᾿ ὅσον ἡ πίστις θάλλει ἐν τῇ καρδίᾳ
κατὰ τοσοῦτον καὶ τὸ σῶμα σπεύδει ἐν τῇ διακονία»
.31

Καὶ ἀλλοῦ:

«Θανάτου μνήμη ἀπαρνεῖται σῶμα».32

Ἐδῶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ ἄσκηση νήψεως καὶ διακρίνεται οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴ φυσικὴ δειλία τοῦ θανάτου, «ἥτις ἐστιν ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγινόμενον»33. Ο συγγραφέας τῆς Κλίμακος ἔχει γνωρίσει τὴ σχετικὴ διδασκαλία τῶν Στωϊκῶν καὶ χαρακτηρίζει ὡς «θαῦμα, πῶς καὶ Ἕλληνες τοιοῦτὸν τι ἐφθέγξαντο· ἐπεὶ καὶ φιλοσοφίαν τοῦτο εἶναι ὁρίζονται, μελέτην θανάτου»34. ᾿Αλλὰ ἡ φιλοσοφικὴ «μελέτη» ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν «αἴσθησιν τῆς καρδίας»35 ποὺ εἶναι ἐγρήγορση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος γιὰ τὴν ἄμεση μετοχὴ στὸ μεταμορφωμένο χῶρο;;; τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.[Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΟΣ]  Αὐτὴ ἡ ἐγρήγορση μεταφράζεται σὲ «φροντίδων ἀπόθεσιν καὶ εὐχὴν διηνεκῆ καὶ νὸὸς φυλακήν»36 καὶ «πρὸς πᾶσαν τὴν φύσιν ἑκούσιον ἀπροσπάθειαν καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος παντελῆ ἐγκατάλειψιν»37, δηλαδή σὲ μιὰ βαθμιαία ἀπόσπαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ματαιότητα καὶ φθορὰ τῆς ἀπολυτοποιημένης φύσεως καὶ μετάθεση τῆς καρδιᾶς στὰ οὐσιώδη, τὰ μὴ ὁρώμενα. Ἡ ἀπόσπαση καὶ μετάθεση προϋποθέτει τὴν oδυνηρὴ ἐπίγνωση τῆς δουλείας τοῦ ἀνθρώπου στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἀπολυτοποιημένης [ΑΡΝΗΤΙΚΗΣ] φύσεως, γι' αὐτὸ καὶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὸν κλαθμὸ καὶ τὸ πένθος38. Ἡ ἀσκητικὴ ἀναφορὰ στὴ μνήμη τοῦ θανάτου, στὸν κλαθμὸ καὶ στὸ πένθος σημαίνει τὴν καθολικὴ νήψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Θεό, εἶναι

«ἐνωδύνου καρδίας διάθεσις,
ἀεὶ τὸ διψώμενον ἐμμανῶς ζητοῦσα
καὶ ἐν τῇ τούτου ἀποτυχίᾳ ἐμπόνως καταδιώκουσα
καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρῶς ὁλολύζουσα»39.

Ὁ κλαθμὸς καὶ τὸ πένθος (ποὺ θὰ δοῦμε ἀλλοῦ ὅτι εἶναι πένθος χαροποιὸ καὶ δόξα τοῦ ἀνθρώπου) εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ χαρακτηριστικές μορφὲς τῆς αἰσθητῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ, μιὰ ἄμεση σωματική βίωση τῆς «μετάνοιας» τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀντιθέσεως τοῦ προσωπικοῦ του θελήματος[ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ] στὸ ἐπαναστατημένο θέλημα τῆς φύσεως, τῆς ὀδύνης του γιὰ τὸν χωρισμὸ τῆς φύσεως ἀπὸ τὸν Θεό. Κάποτε, αὐτὴ ἡ ἄμεση σωματικὴ βίωση ἔχει συγκεκριμένες πραγματοποιήσεις ποὺ μοιάζουν – μὲ τὰ κριτήρια τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου – ὑπερβολικές, ἴσως καὶ ἀκατανόητες:

«Εἶδον ἐγὼ παρά τισι πένθους ὅρον ἀκρότατον·
αἷμα γὰρ αὐτοὺς αἰσθητῶς
ἀπὸ τῆς κατωδύνου καρδίας καὶ πεπληγμένης
ἐθεασάμην προχέοντας ἐκ τοῦ στόματος·
καὶ ἀνεμνήσθην τοῦ φήσαντος·
ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος
καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου
»40.

Τὸ ἀκρότατο αὐτὸ πένθος τῆς «πεπληγμένης καρδίας» ποὺ ἐκφράζεται στὸ σῶμα τόσο αἰσθητά, εἶναι ἕνας χῶρος ζωῆς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μετρηθῆ μὲ τὰ μέτρα τῆς κοινῆς λογικῆς – μιὰ ἐξαίρεση, «ὅρος ἀκρότατος»[ΔΩΣΕ ΑΙΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑ]. Εἶναι ἡ ἄμεση καταβολὴ ἑνὸς τιμήματος γιὰ τὴ διαφθορὰ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Προϋποθέτει μιὰν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας ὁπωσδήποτε πέρα ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἀτομικῆς ἐνοχῆς, μιὰ προσωπική πάλη μὲ τὴν ἁμαρτία στὰ ὅρια τῆς διαφθορᾶς τῆς φύσεως, στὰ ὅρια τοῦ «θανάτου» καὶ τῆς «ἀναστάσεως»: Ἡ φθορὰ ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία στὸ σῶμα εἶναι προοίμιο θανάτου, ἐνῶ ἡ ὀδυνηρὴ αὐτὴ καὶ ἀκραία μετοχὴ τοῦ σώματος στὸ πένθος τῆς μετανοίας εἶναι προοίμιο ἀναστάσεως, «ἀνακαθάρσεως» καὶ δόξας τοῦ ἀνθρώπου.

Καὶ εἶναι
«θαῦμα ἰδέσθαι
νοῦν ἀσώματον ὑπὸ σώματος μολυνόμενον
καὶ σκοτούμενον·

καὶ πάλιν διὰ πηλοῦ
τὸν ἄϋλον ἀνακαθαιρόμενόν τε καὶ λεπτυνόμενον» 41.

Εἴπαμε ὅτι ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως παρακολουθεῖ τὴν περιπέτεια τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει ἐδῶ νὰ προσθέσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς βεβαιώνει ἡ ἐμπειρία τῆς ἀσκήσεως: ὅτι ἡ πάλη τοῦ ἀνθρώπου στὰ ὅρια τῆς ἐλευθερίας του καὶ τῆς διαφθορᾶς τῆς φύσεως ἔχει πολύ συχνὰ ἄμεσο προσωπικό χαρακτήρα, εἶναι πάλη μὲ τὸν ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ πνεῦμα τῆς πονηρίας, τὸν διάβολο. Ὁ διάβολος εἶναι γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἡ πρώτη ἀρχὴ τῆς ἀνταρσίας ἐνάντια στὸ Θεό, ἡ πρώτη διαστροφὴ τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας. Ἐνσαρκώνει τὴ δυνατότητα τῆς ἀνταρσίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὁ πειρασμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐπανάσταση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔγινε μὲ τὴν ὑπαγόρευση τοῦ διαβόλου. Καὶ ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως ποὺ παρακολουθεῖ τὴν περιπέτεια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας πραγματοποιεῖται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ διαβόλου, γίνεται ὄργανο τοῦ διαβόλου γιὰ τὴν καθολική, προσωπικὴ ἄρνηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ποὺ αὐτὸς ἐνσαρκώνει. [ΔΕΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟΝ ΚΑΡΠΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕ. ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΣΕ ΝΑ ΑΡΝΗΘΕΙΤΕ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΣΗΜΕΡΑ ΟΜΩΣ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΔΩΣΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΟΝΟΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ]                                                                                                                                 
Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ μετάσχη στὴ ζωὴ τοῦ ἁγιασμοῦ πρέπει νὰ νικήση στὸ σῶμα του καὶ στὸ πνεῦμα του τὶς ἐπιθέσεις τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου. Διαβάζουμε στὴν Κλίμακα ὅτι πολλές σωματικὲς ἐκδηλώσεις, ποὺ ἀντιστρατεύονται τὴν ὑποταγὴ τῆς φύσεως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὀφείλονται στὶς ἐπενέργειες τῶν δαιμόνων: [ΠΟΛΛΕΣ. ΔΙΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΛΕΟΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΝΑΙ ΗΔΗ ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΟΣ. ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟΣ. ΔΕΝ ΚΑΛΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΕ ΥΠΟΤΑΓΗ ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ ΚΑΘΟΤΙ Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ  
ΟΝΟΜΑΖΕΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΖΩΗ.]

«Επιτηρήσαντες πολλάκις,
εὑρήσομεν γελοῖον τι
παρὰ τῶν δαιμόνων γινόμενον ἐν ἡμῖν·
κορεσθέντας γὰρ ἡμᾶς, κατανύσσουσι·
καὶ νηστεύοντας πάλιν σκληρύνουσιν·
ἵνα τοῖς νόθοις δάκρυσιν ἀπατηθέντες,
τῇ μητρὶ τῶν παθῶν τρυφῇ ἐκδῶμεν ἑαυτούς»42.

Ἡ ἐπενέργεια τῶν δαιμόνων εἶναι τὶς περισσότερες φορές μιὰ πονηρία τεχνασμάτων γιὰ νὰ ἀποτρέψουν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως τοῦ σώματος. Προκαλοῦν καὶ νόθα δάκρυα κατανύξεως γιὰ νὰ χάση ὁ ἄνθρωπος τὰ κριτήρια τῆς διακρίσεως καὶ νὰ ἀφεθῆ στὴν τρυφή, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα τῶν παθῶν. Άλλοτε πάλι οἱ δαίμονες προκαλοῦν ἀμεσώτερες ἐπαναστάσεις τῆς φύσεως, ἀκηδία τοῦ σώματος, πορνικὲς ἐπιθυμίες, λογισμοὺς βλασφημίας, σύγχυση τοῦ νοῦ, σκοτισμὸ τῆς διάνοιας:

«Τρίωρον φρίκην καὶ κεφαλαλγίαν,
πυρετόν τε καὶ στρόφον ἀκηδίας
δαίμων πεποίηκε·
τῆς ἑνάτης καταλαβούσης, μικρὸν ἀνένευσε·
τῆς δὲ τραπέζης τεθείσης, τῆς στρωμνῆς ἐξεπήδησε·
καὶ τῆς εὐχῆς καταλαβούσης, πάλιν τὸ σῶμα
βεβάρηται·
ἐν προσευχῇ σταθέντας, πάλιν τῷ ὕπνῳ ἐβάπτισε,
καὶ χάσμαις ἀκαίροις τοῦ στόματος τὸν στίχον
διήρπασε»43.

Ὁ δαίμονας τῆς ἀκηδίας, ὅπως καὶ ὁ δαίμονας τῆς γαστριμαργίας καὶ ὁ δαίμονας τῆς πορνείας, ποὺ ἀπαντᾶμε συχνὰ μέσα στὸ κείμενο τῆς Κλίμακος, εἶναι ἐκφράσεις ποὺ ἐπισημαίνουν τοὺς στόχους τῶν δαιμόνων μᾶλλον, παρὰ διακρίσεις τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας.

«Πολλάκις ὁ δαίμων τῷ στομάχῳ ἐπικαθέζεται,
καὶ μὴ κορέννυσθαι τὸν ἄνθρωπον παρασκευάζει,
κᾶν πᾶσαν τὴν Αἴγυπτον φάγῃ καὶ τὸν Νεῖλον πίῃ·
μετὰ τὴν τροφὴν ἀναχωρεῖ ὁ ἀνόσιος
καὶ τὸν τῆς πορνείας ἡμῖν ἀποστέλλει,
ἀπαγγείλας αὐτῷ τὸ γινόμενον·
κατάλαβε, λέγων, κατάλαβε, θορύβησον αὐτόν·
τῆς κοιλίας γὰρ ἐμπεφορημένης, οὐ πολὺ κοπωθήσῃ·
κἀκεῖνος ἐλθὼν ἐμειδίασε·
καὶ τῷ ὕπνῳ δήσας ἡμῶν χεῖρας καὶ πόδας,
πάντα λοιπὸν ὅσα ἠθέλησε ἐποίησε,
τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα
ἐν μολυσμοῖς καὶ φαντασίαις καὶ ἐκκρίσεσι καταμιάνας»44.

Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἐμπειρία τῆς ἐρήμου ἀντιπροσωπεύει μιὰ πνευματικότητα καὶ μιὰ ἀνθρωπολογία ποὺ ἀναφέρεται στὴν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ἔξω ἀπὸ κάθε πλαίσιο θεωρητικῆς ἠθικῆς δεοντολογίας. Ἡ προσπάθεια γιὰ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν τελείωση δὲν ἐξαντλεῖται στὴν πιστότητα σὲ ἠθικὲς ἐντολές, ἀλλὰ εἶναι ἄμεση πάλη τοῦ ἀνθρώπου, πνευματικὴ καὶ σωματική πάλη, μὲ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως καὶ μὲ τὸν δαίμονα ποὺ εἶναι ἡ προσωπική της ἐνσάρκωση. Ὁ νοῦς, τὸ σῶμα, οἱ αἰσθήσεις μετέχουν στὴν ἄμεση αὐτὴ πάλη.[ΔΕΝ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ. Η ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΙΝΕΙ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ]

Ἡ σωματικὴ ὁδὸς τοῦ ἁγιασμοῦ εἶναι ὁδὸς ἀποκαταστάσεως τῆς φύσεως στὸ «λογικό» τέλος της, φανερώσεως τοῦ λόγου καὶ σκοποῦ της ποὺ εἶναι ἡ «δόξα» τοῦ Θεοῦ, μετοχῆς στὸ γεγονὸς τῆς καθολικῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Προϋποθέτει τὴν ἐμπειρία τῆς ἀσκήσεως ποὺ εἶναι βία ἐνάντια στὶς ἐπαναστατημένες ἐπιθυμίες καὶ πάλη μὲ τοὺς πονηροὺς δαίμονες[ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΡΝΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ, ΑΡΝΟΥΜΕΝΟΣ ΝΑ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟ ΕΓΩ ΤΟΥ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΥ ΖΩΗΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΙΠΟΤΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΔΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ]

Τέλος 2ου Κεφαλαίου

Σημειώσεις


1. ΚΕ΄ νδ΄ 123.
2. ΚΗ΄ κε΄ 161.
3. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ παραπάνω ἀπόσπασμα βάζει σὰν προϋπόθεση τῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στὴν προσευχὴ τὴν ταπεινή μυστικότητα. Ἡ σωματική διατύπωση τῆς ἱκεσίας πρέπει νὰ ἀποβλέπη μόνο στὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν λείψη ἡ ταπεινὴ αὐτὴ μυστικότητα, ἔστω καὶ γιὰ τὸν ἀγαθώτερο σκοπό, (γιὰ παραδειγματισμὸ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ἢ γιὰ τὴν ἐκφραστικώτερη ἑρμηνεία τῶν νοημάτων τῆς προσευχῆς) καταλύεται τὸ οὐσιαστικό περιεχόμενο τῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στὴν προσευχὴ καὶ τὸ «ἔξωθεν ἦθος» καὶ τὸ «σχήμα» ὑπηρετεῖ μόνο μιὰ θρησκευτικὴ ἐπίδειξη.
Αὐτὴ ἡ προσπάθεια τῆς ταπεινῆς μυστικότητος ἐπέβαλε στὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό, καὶ στὴν ὀρθόδοξη λατρεία γενικώτερα, τὸν χαρακτηριστικὸ τρόπο ἀπαγγελίας τῶν ψαλμῶν καὶ ἀναγνωσμάτων καὶ λειτουργικῶν εὐχῶν, τὴν λεγόμενη «χύμα» ἀπαγγελία, ποὺ ἐλέγχεται ἀπὸ πολλούς ὡς μονότονη καὶ ἀπρόσωπη. Ὅταν ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ἀπαγγελίας δὲν ἔχει γίνει μηχανικὸς ἀπὸ τὴν τυποποίηση τῆς συνήθειας, εἶναι φανερὸ ὅτι ὑπερβαίνει τὶς ἀπαιτήσεις αἰσθητικῆς ἑρμηνείας τοῦ κειμένου ἢ ἐξάρσεως τῶν νοημάτων τῆς προσευχῆς. Ἡ χωρὶς ἐξάρσεις ἀπαγγελία «κρύπτει» ἀπὸ τοὺς «ὑπηρέτας τῶν ἐπαίνων» τὴ μετοχὴ τοῦ ἀναγνώστου στὸ ἀναγινωσκόμενο κείμενο. ᾿Αντίθετα, σὲ περιβάλλοντα πιετιστικά, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἀνάγκη γιὰ ἕνα λογικὸ ἔλεγχο τῆς θρησκευτικότητος καὶ μιὰν ἀντικειμενικὴ βεβαίωσή της, ἡ λειτουργικὴ ἀπαγγελία διαμορφώνεται περισσότερο αἰσθητικὰ καὶ μὲ ξεχωριστὸ τονισμό τῶν νοημάτων τῆς προσευχῆς. Εἶναι χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ διαμόρφωση τῶν λεγομένων «αὐτοσχέδιων» προσευχῶν ποὺ ἀποβλέπουν περισσότερο στη διδαχὴ τοῦ προσευχόμενου ἀνθρώπου καὶ ὄχι στὴν καθολική μετοχή του στὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας.
4. ΙΕ΄ οστ΄ 96.
5. Βλ.: LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 197 - 198. LOT-BORODINE, Das Mysterium der Tränengabe im christlichen Osten, Benediktinische Zeitschrift, 21 (1939) σελ. 340. Η ίδια παραπέμπει καὶ στὸν Κ. RAHNER, Coeur de Jésus chez Origène? Revue d'Ascétique et Mystique 1934, σελ. 171 – 174, καὶ στὸν J. HAUSHERR, Revue d'Asc. et Myst., 1934, σελ. 83.
6. ΙΕ΄ να΄ 91-92.
7. ΚΖ΄ κστ΄ 156.
8. Κ΄ στ΄ 104. Βλ. καὶ BECK, 354 καὶ VILLER RAHNER, 161-162.
9. ΙΔ΄ λα΄ 85.
10. ΙΔ΄ ιζ΄ 84.
11. ΙΔ΄ ιη΄ 84.
12. Δ΄ לζ΄ 45.
13. ΙΔ΄ γ΄ 82.
14. ΚΣΤγ΄ ιη΄ 147.
15. ΚΣΤ΄ ο΄ 135.
16. ΙΕ΄ οδ΄ 95.
17. ΙΕ΄ οε΄ 95.
18. ΙΕ΄ ογ΄ 95.
19. ΙΕ΄ ογ΄ 95.
20. ΙΕ΄ οστ΄ 95.
21. ΙΕ΄ οστ΄ 95 - 96.
22. Προκειμένου περὶ τῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στὴ ζωὴ τοῦ ἁγιασμοῦ πρέπει νὰ προσεχθῆ ἰδιαίτερα ἡ ἔννοια τοῦ συμβόλου. Υπάρχει μιὰ οὐσιαστικὴ διαφορὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο κατανοοῦν τὸ σύμβολο ἡ ἀνατολικὴ καὶ ἡ δυτικὴ θεολογική - πνευματική παράδοση. Η ἀνατολική Θεολογία δὲν εἶδε ποτὲ τὴν κτιστὴ φύση ὡς ἔκφραση καὶ σύμβολο μόνο τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ποτὲ δὲν ἀποδέχτηκε τὴν δυτικὴ ἀντίληψη περὶ «καθαρᾶς φύσεως» (naturae purae), χωρισμένης ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Μ. J. SCHEEBEN, Handbuch der katholischen Dogmatik, ΙΙΙ4, σελ. 506 § 1072: «naturae purae, d. h. der blossen, nicht mit der Herrlichkeit des Urstandes bekleideten Natur»). ῾Η φύση καὶ ἡ Χάρη γιὰ τὴν ἀνατολική Θεολογία δὲν εἶναι δυὸ διακεκριμένες καὶ μάλιστα ἀντιθετικὲς πραγματικότητες. Ἡ Χάρη δὲν ἀποτελοῦσε μιὰ προσθήκη στὴ φύση πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, οὔτε θὰ χορηγηθῆ τελικὰ στὴ φύση ὡς ἔξωθεν δωρεὰ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Η φύση δημιουργήθηκε γιὰ τὴ θέωση, γιὰ μιὰ ἐνεργοποίηση τῆς Χάρης, γιὰ μιὰ πληρότητα κοινωνίας μὲ τὴ Χάρη, «ἡ Χάρη περιέχεται σὲ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ δημιουργική πράξη» (LOSSKY, Théologie mystique... σελ 96). Στὸ τέλος τῆς θεώσεως τῆς φύσεως δὲν πρέπει νὰ δοῦμε μιὰ ἀριστοτελικὴ ἀναγωγὴ στὴν οὐσία τῶν ὄντων. Η ἔκπτωτη φύση δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ φύση ποὺ θὰ θεωθῆ. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ποὺ τὴν παρέλαβε ἀργότερα καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἡ οὐσία τῶν ὄντων εἶναι ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ - ἡ δημιουργικὴ αἰτία τῶν ὄντων : «Ἡ ὁρμὴ τῆς θείας προαιρέσεως ὅταν ἐθέλῃ πρᾶγμα γίνεται, καὶ οὐσιοῦται τὸ βούλευμα εὐθὺς ἡ φύσις γινόμενον, τῆς παντοδυνάμου ἐξουσίας, ὅπερ ἂν σοφῶς τε καὶ τεχνικῶς ἐθέλῃ, μὴ ἀνυπόστατον ποιούσης τὸ θέλημα. Ἡ δὲ τοῦ θελήματος ὕπαρξις οὐσία ἐστί». (Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, Migne P.G. 44, 69Α, παράγρ. 82). Η θέληση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀνυπόστατη, ὅπως ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιήση ἄλλο ὑλικό, ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, γιὰ νὰ ἐκφραστῆ καὶ νὰ διατυπωθή. Ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ «οὐσιοῦται εὐθὺς» καὶ γίνεται φύση, «πρᾶγμα» – δηλαδὴ πεπραγμένο τῆς θείας Ἐνέργειας.
    Ὁ Θεός, λέγει ὁ Νύσσης, ἐναπέθεσε «τὸν φωτιστικὸν λόγον τῇ φύσει» (Εἰς τὴν ἑξαήμερον, Migne P.G. 44, 73D), ἡ δύναμη ή οὐσιοποιὸς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ λόγος του, δύναμη συστατικὴ τῶν ὄντων. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν παρέρχεται, ὅπως συχνὰ ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ἀλλὰ «μένει εἰς τὸν αἰῶνα». «Ἐπὶ γὰρ τοῦ Θεοῦ τὸ ἔργον λόγος ἐστὶ » (P.G. 44, 734). Ο λόγος τοῦ Θεοῦ φανερώνεται, ἐμφανίζεται ὡς φύση, αὐτὸς πραγματοποιεῖ τὴν ὑλικὴ ὑπόσταση τῶν ὄντων. Ἡ φύση τῆς ὕλης εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἑνώσεως ἁπλῶν ποιοτήτων, ποὺ εἶναι νοητὲς καθεαυτές, ἀλλὰ ποὺ τὸ σύνολό τους, ἡ συνδρομή τους, ἡ ἕνωσή τους γεννάει τὴν ὑπόσταση τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, τὴ σωματικότητα. «Οὐδὲν ἐφ᾿ ἑαυτοῦ τῶν περὶ τὸ σῶμα θεωρουμένων σῶμά ἐστιν, οὐ σχῆμα, οὐ χρῶμα, οὐ βάρος, οὐ διάστημα, οὐ πηλικότης, οὐκ ἄλλο τὶ τῶν ἐν ποιότητι θεωρουμένων οὐδέν, ἀλλὰ τούτων ἕκαστον λόγος ἐστὶν· ἡ δὲ πρὸς ἄλληλα συνδρομή τούτων καὶ ἕνωσις σῶμα γίνεται». (Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, Migne P.G. 46, 124C, παράγρ. 82. Βλ. καὶ LOSSKY, Théologie mystique, σελ. 98). Επομένως, ἡ θέωση τῆς φύσεως δὲν θὰ πραγματοποιηθῆ μὲ μιὰ προσθήκη τῆς Χάρης, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναγωγή τῆς ἴδιας τῆς φύσεως στὸ «λογικὸν» τέλος της, μὲ τὴν πλήρη φανέρωση τοῦ «λόγου» ποὺ ἐνυπάρχει κιόλας ὡς συστατικὴ αἰτία στὰ κτιστὰ ὄντα. Ἐπιφορτισμένος νὰ ὁδηγήση τὴ φύση στὴ «λογοποίησή» της, στὴ θέωση τῶν κτιστῶν ὄντων, εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ Χάρη ποὺ ἐμπεριέχεται στη Φύση πρέπει νὰ ἐνεργοποιηθῆ ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο συγκεφαλαιώνει ὄχι μόνο τὴν καθολικὴ ἀνθρώπινη φύση, τὴ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη φανέρωση τῆς προσωπικῆς ὑποστατικότητος τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ τὴν καθολικότητα τῆς ὑλικῆς πραγματικότητος, τὴν ἑνοειδή ὑπόσταση τῶν κτιστῶν ὄντων. Ἔτσι, στὸν χῶρο τῆς καθολικότητος τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἡ φύση μετέχει στην περιπέτεια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, στὶς δυνατότητες τῆς πτώσεως καὶ τῆς σωτηρίας. Ἡ προπτωτικὴ ἀκεραιότητα τῆς φύσεως ἦταν συνέπεια τῆς «ἀρχέγονης δικαιοσύνης» τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι μιὰ σχέση φύσεως καὶ Χάρης καθεαυτήν. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ θέωση τῆς φύσεως εἶναι πάλι μιὰ συνέπεια τῆς συνεργασίας τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ φανερώνεται ἀντικειμενικὰ μέσα στὴν «καινή» πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας.
     Ἡ δεδομένη προϋπόθεση γιὰ νὰ πραγματοποιήση ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς θεώσεως τῆς φύσεως εἶναι τὸ σῶμα του. Στὸ μέτρο ποὺ τὸ ἀνθρώπινο σώμα μετέχει στην πραγματικότητα τοῦ προσώπου, μετέχει καὶ ἡ φύση στὴν περιπέτεια τῆς ἐλευθερίας. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ δυτικὴ καὶ ἡ ἀνατολική Θεολογία ἐμφανίζουν μιὰ βασικὴ διαφορά. Ἡ δυτικὴ ἐκκλησία μὲ τὴ σύνοδο τῆς Vienne (1311 - 1312) καθιέρωσε ὡς δόγμα τὴ διδασκαλία τοῦ ᾿Αριστοτέλη ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἐντελέχεια τοῦ σώματος (De anima ut forma corporis, βλ. DENZINGER, Enchiridion Symbolorum, 1950, σελ. 222-223 § 481). Ως σήμερα ἡ ρωμαιοκαθολική Θεολογία δὲν βλέπει στὸ ἀνθρώπινο σώμα μιὰ δυνατότητα πραγματικῆς μετοχῆς στὸ γεγονὸς τοῦ ἁγιασμοῦ, ἀλλὰ μόνο μιὰ συμβολικὴ διατύπωση καὶ ἔκφραση τῆς ψυχῆς. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ R. GUARDINI: «Στὸ σῶμα ἐκφράζεται ἡ ψυχὴ αἰσθητά, βρίσκει τὸ ζωντανό της σύμβολο. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ ξύπνιο βλέμμα ἀναγνωρίζει ἄμεσα ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἄλλου τὴν ψυχή του. Ὄχι γιατὶ ἀνατρέχει στὴ δική του ἔκφραση ἀπὸ τοὺς ξεχωριστούς ἐκφραστικούς τρόπους (τοῦ ἄλλου), ἀλλὰ ἄμεσα, ἐπειδὴ κάθε σωματική γραμμή, κίνηση καὶ χειρονομία μεταφράζει τὸ ψυχικὸ σὲ ὁρατὸ – αἰσθητό, δηλαδὴ στὸ σύμβολό του». (Liturgische Bildung.) Καὶ ἀλλοῦ : «Ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ μορφὴ τῆς οὐσίας (Wesensform - μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ ἕννοια: «οὐσία ἡ πρώτη ἢ μορφή», Μεταφ. Ζ΄ 1037α) τοῦ σώματος· ἡ δύναμη ποὺ σχηματοποιεῖ τὴν ὕλη σε ζωντανή κατασκευὴ καὶ ἐνεργητικὴ ἑνότητα. Ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ ζωή της εἶναι ἡ ἀσώματη εἰκόνα τῆς οὐσίας τοῦ σώματος (das unkörperliche Wesensbild des Körpers). ᾿Αποκαλύπτεται σὲ κάθε γραμμή, σὲ κάθε κίνηση, σὲ κάθε ὄργανο. Η ψυχὴ εἶναι ἡ ζωντανὴ ἐντελέχεια τοῦ σώματος» (Lit. Bildung, σελ. 16. Βλ. καὶ Vοm Geist der Liturgie, Herdertaschenbuch No 2, σελ. 75 κ.ε.).
     Στη λειτουργικὴ πράξη καὶ στὴν πρακτικὴ εὐσέβεια τῆς ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας κάθε χρήση συμβόλου ἀποβλέπει στὸ νὰ διατυπώση σωματικὰ τὴν ἔκφραση τῆς ψυχῆς. Τὴν εὐλάβεια, τὴν ἱκεσία, τὴν ἔξαρση τῆς ψυχῆς. Η ψυχὴ εἶναι ποὺ πραγματοποιεῖ τὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸ σῶμα συμμετέχει τόσο ὅσο γιὰ νὰ ἐκφράση τὸ βίωμα τῆς ψυχῆς. Επομένως, ἡ μετοχὴ τοῦ σώματος στη θρησκευτικὴ ζωὴ ἔχει μόνο παιδαγωγική σημασία, ἡ χρήση σωματικῶν ἐκφράσεων καὶ αἰσθητῶν συμβόλων βοηθάει μόνο τὴν κατανόηση ἢ τὴν ἐνεργότερη δραστηριο ποίηση τῆς ψυχῆς στὴν προσπάθεια τοῦ ἁγιασμοῦ. Ὁ GUARDINI ἀναφέρει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα : «Λέμε στὸ παιδί : ὁ καλὸς Θεὸς εἶναι τόσο μεγάλος καὶ μεῖς οἱ ἄνθρωποι ἐντελῶς μικροὶ καὶ φτωχοὶ μπροστά του. Όταν παρουσιάζεται κανεὶς στὸ Θεὸ (γιὰ νὰ προσευχηθή) ἔτσι ὀρθός, εἶναι σὰ νὰ τοῦ λέη : εἶμαι κι ἐγὼ κάτι, σχεδὸν ἴσος μὲ Σένα. Γι' αὐτὸ πρέπει νάναι κανεὶς ταπεινός, νὰ μικραίνη τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στὸ Θεό, να, ἔτσι – καὶ βάζομε τὸ παιδὶ νὰ γονατίση». Μὲ αὐτὴ τὴ συμβολικὴ ἀναφορὰ κατανοεῖ τὸ παιδὶ τὸ «νόημα» τῆς γονυκλισίας (Lit. Bildung, σελ. 32).
      Είδαμε παραπάνω πόσο ριζικά διαφορετικὴ εἶναι ἡ ἀντίληψη τῆς ἀνατολικῆς πνευματικῆς παραδόσεως γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ σώματος στὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ. Στὴ Δύση τὸ σῶμα μετέχει μόνο συμβολικά, στὴν ᾿Ανατολὴ μετέχει ἄμεσα, οὐσιαστικὰ καὶ πραγματικά. Σε κάθε φάση τῆς πρακτικῆς ζωῆς της ἡ ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μένει πιστὴ στὴν Ὀντολογία ποὺ διετύπωσαν οἱ Πατέρες καὶ οἱ σύνοδοι τῶν πρώτων αἰώνων, βλέπει στὴν ὕλη καὶ στὴ σωματικότητα τὴ φανέρωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ παράδοση τῆς βυζαντινῆς εἰκονογραφίας εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ δείγματα τῆς πιστότητος στὴ διάκριση Οὐσίας καὶ Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ποὺ θεμελιώνει τὴν πατερικὴ Ὀντολογία τῆς ᾿Ανατολῆς (βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Ἡ Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, σελ. 94 σημ. 59 καί : Τίμιοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, σελ. 84 κ.ε.). Ἡ διαφορετική στάση ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὴν ὑλικὴ πραγματικότητα γίνεται ἀφετηρία γιὰ μιὰ εὐρύτατη διαφοροποίηση ὄχι μόνο τῆς Θεολογίας καὶ τῆς πρακτικῆς εὐσέβειας τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρύτερου πολιτιστικοῦ χώρου Δύσεως καὶ ᾿Ανατολῆς. Ὁ GUARDINI παραπονεῖται ὅτι στὴ σημερινὴ ἐποχὴ δὲν ἀπέμεινε χῶρος γιὰ τὰ σύμβολα. ᾿Απὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ ἀπολυταρχία τῆς ἀφηρημένης σκέψεως καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ὑλικὴ σαρκικότητα ἀπεγύμνωσαν τὴν κοσμική πραγματικότητα ἀπὸ κάθε πνευματικό περιεχόμενο (Lit. Bildung, σελ. 24). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τέχνη στὴ Δύση ἔπαψε νὰ ἐκφράζη τὴν ἀνθρώπινη ύπαρξη, ἔπαψε νὰ μεταμορφώνη τὴ ζωή. «Χάνεται, μὲ μιὰ λέξη, ἡ ζωντανή μόρφωση, ἡ μορφοποίηση τῆς σωματικότητος ἀπὸ τὸ πνεῦμα, καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ πνεύματος στὸ σῶμα. Ἐξαφανίζεται ἡ μορφωμένη ἀνθρωπότητα, ἡ ἀνθρώπινη πνευματική καλλιέργεια (Kultur). Εξαφανίζεται γενικὰ ἡ πνευματική καλλιέργεια καὶ ἔρχεται ἡ τεχνικὴ ἀνάπτυξη (Zivilisation), ἡ βαρβαρότητα» (Lit. Bildung, σελ. 25). Αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις ἔκανε ὁ Guardini τὸ 1929. ᾿Απὸ τότε ἀρκετοὶ δυτικοὶ μελετητὲς ἔχουν διερωτηθῆ γιὰ τὴν εὐθύνη τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ᾿Εκκλησίας σχετικὰ μὲ τὸν ἰδεαλισμὸ τῆς δυτικῆς πνευματικότητος καὶ τὶς βίαιες ἱστορικὲς ἀντιδράσεις ποὺ προκάλεσε.
     Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ἀλλαγὴ ἐκφραστικῶν τρόπων στὴ δυτική τέχνη συμπίπτει μὲ τὴν προοδευτικὴ ὑποταγή τῆς Θεολογίας στὸν πειρασμὸ τῶν θεωρητικῶν ὁλοκληρώσεων, δηλαδή στὰ σχήματα τοῦ σχολαστικισμοῦ. Ως τὸν 13ο αἰώνα ἡ δυτικὴ τέχνη μένει πιστὴ στὴν ἐκφραστικὴ παράδοση ποὺ εἶναι κοινὴ στὴν ᾿Ανατολή καὶ στὴ Δύση. Ἡ καλλιτεχνικὴ ἔκφραση προϋποθέτει τὴ θεολογία τῆς «εἰκόνας», ἀποβλέπει στὴν ἀπεικόνιση τῆς μεταμορφωμένης κτίσεως, τῶν θεωμένων ἀνθρώπινων σωμάτων που μετέχουν ὄχι συμβολικὰ ἀλλὰ οὐσιαστικὰ καὶ ἄμεσα στὴν «καινὴ κτίση» τῆς Χάρης. Εἶναι ἡ βεβαιότητα τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, ἡ ἀπαρχὴ τῆς καινῆς γῆς καὶ τοῦ καινοῦ ἀνθρώπινου φυράματος. ᾿Αλλὰ ἀπὸ τὸν 13ο αἰώνα, ὅταν ἡ Θεολογία δεσμεύεται στὴν ὑποχρέωση τῆς ἀντικειμενικῆς ἀποδεικτικότητος καὶ στὴν ἀνάγκη μιᾶς ὁλοκληρωμένης «Μεταφυσικῆς», ἀρχίζουν καὶ οἱ καλλιτέχνες νὰ εἰσάγουν στη ζωγραφικὴ τὴν ὀπτικὴ πλαστότητα, τὴν προοπτική, τὴν αἰσθητικὴ πρόκληση τοῦ συναισθήματος. Τὸ βάθος καὶ ἡ ὅραση τῆς «φλογὸς τῶν πραγμάτων», τῆς μεταμορφώσεως τοῦ κτιστοῦ κόσμου καὶ τῆς φανερώσεως τῆς «λογοθείσης» φύσεως, δίνουν τὴ θέση τους στὴ συναισθηματικὴ ἔκφραση τῶν ψυχικών καταστάσεων, σὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Guardini ὀνομάζει σύμβολο. ᾿Απὸ ἐκείνη τὴν πρώτη ἀπόκλιση ὡς τὴ σημερινὴ ὁλοκληρωτικὴ διάλυση καὶ ἀπώλεια τῆς μορφῆς στὴ μοντέρνα τέχνη, ὑπάρχει μιὰ ἐσωτερικὴ προοδευτικὴ ἀναγκαιότητα ποὺ δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ τόπος νὰ ἀναλυθή. Συμπερασματικά μόνο πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς «εἰκόνας», ἡ διάσπαση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου στὴν τέχνη, ὅπως καὶ τὰ εἰδωλοκλαστικὰ ἀντι-ιδεαλιστικά κινήματα τοῦ φροϋδισμοῦ καὶ τοῦ μαρξισμοῦ, δὲν εἶναι ἄσχετα μὲ τὴν ἀντίληψη ποὺ καλλιεργήθηκε στὸ δυτικὸ χῶρο γιὰ τὸ σύμβολο γενικά, καὶ εἰδικώτερα γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σώμα ὡς σύμβολο.
23. ΙΕ΄ νγ΄ 92.   
24. ΚΣΤ΄ κθ΄ 129.
25. ΙΕ΄ λη΄ 90.   
26. Κ΄ ε΄ 104.
27. Κ΄ γ΄ 104.    
28. Κ΄ η΄ 105.
29. Λ΄ ια΄ 168.   
30. Λ΄ τα΄ 168.
31. Δ΄ η΄ 29.      
32. ΙΣΤ΄ κ΄ 99.
33. ΣΤ΄ γ΄ 59.     
34. ΣΤ΄ κστ΄ 62.
35. ΣΤ΄ η΄ 60.    
36. ΣΤ΄ στ΄ 59.
37. ΣΤ΄ η΄ 60.    
38. ΣΤ΄ α΄ 59.
39. Ζ΄ α΄ 62.      
40. Ζ΄ ξστ΄ 69.
41. ΙΔ΄ κδ΄ 84.
42. Ζ΄ μθ΄ 67.
43. ІГ΄ ε΄ 81.
44. ΙΔ΄ κδ΄ 84.

Ευτυχισμένοι όσοι έχουν ψυχή, ευτυχισμένοι και όσοι δεν έχουν, δυστυχείς όσοι νομίζουν πως έχουν, λέει η ανατολίτικη σοφία, σήμερα, η μόνη που απέμεινε να μιλά πια για ψυχή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: