Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (7)

Συνέχεια από Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου 2025

MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

DER WANDEL VOM SEELENORGAN ZUM GEHIRN – Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΕ ΕΓΚΕΦΑΛΟ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ «ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ» ΣΤΟΝ 17ΟΝ ΚΑΙ 18ΟΝ ΑΙΩΝΑ…

Ο ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ «ΨΥΧΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ»



Αφ’ ότου ο εντοπισμός τού «ψυχικού οργάνου» κατέστη μια φορά «κατάκτηση» της ανατομίας, προετοίμασαν οι ανατόμοι τού 17ου και 18ου αιώνα μιαν ολόκληρη σειρά από ανατομικές δομές, για τις οποίες και πίστευαν πως πληρούσαν όλες εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε να ταυτιστούν με το επονομαζόμενο «ψυχικό όργανο» (το «όργανο» της ψυχής στον εγκέφαλο...). Η ανατομία τού εγκεφάλου δεν ταυτιζόταν μεν πλήρως με την αναζήτηση του «ψυχικού οργάνου», η ενασχόληση ωστόσο τών ανατόμων με τις εγκεφαλικές δομές αφορούσε κυρίως στο ερώτημα, ποιες απ’ αυτές τις δομές θα μπορούσαν να είναι «τόπος» τού οργάνου αυτού και ποιες όχι.

Ένα περαιτέρω κριτήριο για τον εμπειρικό προσδιορισμό τού ψυχικού οργάνου συνδέεται τώρα με την εγκαθίδρυση της ζωοτομίας στα ζώα. Κι ενώ η κριτική στα πειράματα με ζώα βασιζόταν συχνά στον 17ον αιώνα στην πεποίθηση, ότι δεν μπορούσε κανείς να συμπεραίνη έτσι απλά από τα άλογα ζώα για τον άνθρωπο, δεν υπήρξε τώρα, σ’ αυτήν την περίπτωση, καμμιά δυσκολία ως προς αυτό, καθώς κανείς πια δεν αμφέβαλε για το ότι και τα άλογα ζώα διαθέτουν μια «κοινή αίσθηση» (Sensorium commune). Η διαφορά μεταξύ ανθρώπου και ζώου ετίθετο για τον Καρτέσιο πέρα απ’ τη σωματικότητα˙ ο ίδιος είχε ανακαλύψει την επίφυση μόνο στον εγκέφαλο ενός προβάτου, απογοητευόμενος κατόπιν απ’ το ότι δεν μπορούσε κανείς να του αποδείξη την ύπαρξη επίφυσης κατά την ανατομία ενός ανθρώπινου εγκεφάλου. Στον Βαρτολίνο όμως και τον Willis έπαιζαν ήδη το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά τής κάθε εγκεφαλικής δομής έναν ρόλο. Η ζωοτομία στον εγκέφαλο οδήγησε στην ανεύρεση εκείνης τής περιοχής, της οποίας η καταστροφή συνεπαγόταν τον άμεσο θάνατο του πειραματόζωου. Η παράμετρος αυτή αποκτούσε ωστόσο μόνον τότε νόημα, εφ’ όσον η ψυχή δεν εννοείτο πια ως σκεπτόμενη ψυχή με την έννοια του Καρτέσιου, αλλά ως ενοποιός ζωτική αρχή, αρχή ζωής, ως αρχή που εμψύχωνε άρα, τρόπον τινά, ενεργώντας φυσιολογικά, το σώμα. Αυτή η «ζωτική» (για το σώμα), και εκπροσωπούμενη κυρίως απ’ τον Georg Ernst Stahl, διδασκαλία περί ψυχής χρησιμοποιήθηκε φυσικά και στον άνθρωπο, και κατορθώθηκε έτσι να τεθή μια ορισμένη περιοχή τού εγκεφάλου, που, όταν τραυματιζόταν, ο άνθρωπος πέθαινε, ως υποψήφια, να αποτελή αυτή το «ψυχικό όργανο»!

Στα επόμενα χρόνια δεν ήταν πια καθόλου αποδεκτό, ότι ο τόπος συνέργειας ψυχής και σώματος ταυτιζόταν με την έδρα τής ψυχής ή του «ψυχικού οργάνου» στον εγκέφαλο. Και όποιος αναζητούσε παρ’ όλ’ αυτά μια «κοινή αίσθηση» ή τα «εργαλεία» ή «όργανα» της ψυχής, δεν αναζητούσε υποχρεωτικά την έδρα τής ψυχής ως την ανώτατη αρχή τής ζωής. Η ταύτιση ωστόσο ψυχής και ζωτικής δύναμης οδήγησε επίσης σ’ έναν εντοπισμό τής «κοινής αίσθησης» στον επιμήκη μυελό, καθώς γρήγορα ανακαλύφθηκε (ανατομικά) πόσο σημαντικό ήταν αυτό το μέρος τού εγκεφάλου για την ζωή.

Στον όψιμο 17ον και 18ον αιώνα επιχειρήθηκε ένα πλήθος προσπαθειών εντοπισμού, με εντελώς διαφορετικά αναμεταξύ τους αποτελέσματα. Αιτία γι’ αυτήν την πολλαπλότητα υπήρξε μόνον το ότι η παράμετρος του Καρτέσιου για μιαν άπαξ (και όχι διπλή) παρουσία (της «κοινής αισθήσεως») στον εγκέφαλο εθεωρείτο ως δόγμα. Ένας εντοπισμός που δεν μπόρεσε ωστόσο ούτε με την εμφάνιση της «αισθητηριοκινητικής» θεωρίας να καταστή εντελώς ακριβής. Αρκούσε μερικές φορές το να συνδεθούν απλώς τα αισθητηριακά εγκεφαλικά νεύρα με την αναζητούμενη «δομή» ή το σημείο. Τα δε πειραματικά κριτήρια ήταν ακόμα λιγότερο δεσμευτικά. Το αποτέλεσμα όλων αυτών τών προσπαθειών συνίστατο συμπερασματικά στο ότι το «ψυχικό όργανο» προσδιοριζόταν ολοένα και ασαφέστερα, όσο περισσότερο διολίσθαινε στην περιοχή τής ιατρικής, χωρίς να παραβλάπτεται ωστόσο γι’ αυτό και η φιλοσοφική του «αξία» ως η πύλη προς την ίδια την ψυχή.

Μια σημαντική θέση στην περαιτέρω ιστορία του «ψυχικού οργάνου» κατέχει εδώ ο Albrecht von Haller, ο οποίος και εισήγαγε καινούργια πειραματικά κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτού τού «οργάνου», καταλήγοντας έτσι σε εντελώς άλλου είδους συμπεράσματα. Κατηγορήθηκε ωστόσο έμμεσα και επανειλημμένα ο Haller για το ότι οι απόψεις του ενάντια σε έναν συγκεκριμένο εντοπισμό τού «ψυχικού οργάνου» καθυστέρησαν σημαντικά την έρευνα του εντοπισμού. Ο Haller ξεκινούσε πράγματι από μια λειτουργική «ισοτιμία» τής λευκής εγκεφαλικής ουσίας, μη δίνοντας περαιτέρω σημασία στον εγκεφαλικό φλοιό, τον οποίον και θεωρούσε ως ένα (απλό) σύστημα αγγείων, διαμέσου τών οποίων έρρεε και περνούσε το ζωτικό πνεύμα (Spiritus animalis). Είναι βέβαια αναμφισβήτητο, ότι η μεγάλη του αυθεντία οδηγούσε σε σοβαρές αμφιβολίες για όλες τις προγενέστερες προσπάθειες, κάτι που δεν εμπόδισε ωστόσο καθόλου το να συνεχιστούν και μετά απ’ αυτόν οι προσπάθειες εντοπισμού, το οποίο και σημαίνει ότι τα δικά του κριτήρια δεν μπόρεσαν ποτέ να αποκτήσουν αποκλειστική ισχύ, ούτε να αμφισβητήσουν την ύπαρξη ενός «ψυχικού οργάνου». Ο ίδιος ο εγκεφαλικός φλοιός δεν απασχολούσε εξάλλου εκείνη την εποχή καθόλου τούς φυσιολόγους, παρ’ όλες τις διαφορετικές απόψεις τού Willis. Κι αυτό βασιζόταν κυρίως στο γεγονός, ότι ο εγκέφαλος ερευνάτο μέσα στην προοπτική ενός κέντρου και μιας περιφέρειας, την προοπτική άρα ενός ψυχικού και των αισθητηριακών οργάνων. Ο εγκεφαλικός φλοιός συνιστούσε κατόπιν αυτού μιαν εξω-(εκ)κεντρική δομή, πεποίθηση που ενισχυόταν απ’ το ότι τα πειράματα στον εγκεφαλικό φλοιό τών ζώων δεν τα οδηγούσαν και στο να πεθάνουν, ενώ υπήρχαν και γιατροί που ανακοίνωναν συνεχώς ότι είχαν ασθενείς, οι οποίοι και ξεπερνούσαν αξιοθαύμαστα τους τραυματισμούς στον εγκεφαλικό φλοιό.

Η πεποίθηση του Haller, ότι το «ψυχικό όργανο» (το «όργανο» της ψυχής) είναι διαμοιρασμένο σε όλη τη λευκή εγκεφαλική ουσία και ότι ο εγκεφαλικός φλοιός δεν παίζει εδώ κανέναν ρόλο, συναρτάται με τη κεντρική σημασία που κατελάμβανε η έννοια της αισθήσεως ή τής «ευαισθησίας» στη φυσιολογία του. Συγκεκριμένα ερεθιστικά ή και τραυματικά πειράματα που διενήργησαν οι μαθητές τού Haller, Johann Georg Zinn και Johann Georg Zimmermann, οδήγησαν στο συμπέρασμα, ότι δεν προκαλεί ο ερεθισμός τού εγκεφαλικού φλοιού αλλά εκείνος τού εγκεφαλικού μυελού αισθήματα πόνου, κινήσεις αποφυγής και σπασμούς. Και ο Haller το εξέλαβε αυτό – εντελώς τυπικά – ως απόδειξη για το ότι είναι ο εγκεφαλικός μυελός ο τόπος όπου μια αίσθηση μετατρέπεται σε κίνηση. Και απ’ αυτό βγήκε αναγκαστικά το συμπέρασμα, ότι ο εγκεφαλικός φλοιός δεν είχε σε τίποτα να κάνη με την αισθητηριακή και την κινητική ικανότητα. Η «έδρα τής ψυχής» δεν μπορούσε επίσης να περιοριστή, κατά τον Haller, στη λευκή (εγκεφαλική) ουσία, καθώς αυτή εμφανίζεται παντού, σε όλη της την έκταση, ίδια, κι επειδή αμφισβητείται επίσης το ότι ο τόπος απ’ όπου προέρχονται όλα τα νεύρα, και όχι μόνο τα αισθητηριακά, αποτελεί και την περιοχή τού «ψυχικού οργάνου» (( Από αμφιβολία σε αμφιβολία...)) .

Ο ανατομικός αυτός και φυσιολογικός προσδιορισμός τού «ψυχικού οργάνου» εκ μέρους τού Haller επέδρασε ευρέως, όχι μόνο λόγω τής πλήρως αποδεκτής τότε τεχνικής τών πειραμάτων, αλλά και λόγω τού ότι είχαν αποκτηθή , με τις έννοιες της ευαισθησίας και του ευερέθιστου, καινούργια κριτήρια για την κατανόηση της ζωής, τα οποία και οδηγούσαν πέρα από μια μηχανιστική ως επί το πλείστον θεώρηση του σώματος ως μηχανής, αλλά και πέρα απ’ τον απόλυτο ανιμισμό (( Ότι όλα τα όντα κατέχουν μια ψυχή ή πνεύμα )) . Κρίσιμο είναι ωστόσο εδώ να πούμε, ότι ο Halller δεν παραιτείτο, ανεξάρτητα απ’ τα πειράματα που διεξήγε, κατά κανέναν τρόπο απ’ την παρουσία ενός «ψυχικού οργάνου». Η ιεραρχική κατάταξη αισθητηρίων οργάνων, αισθητηριακών νεύρων και ψυχικού οργάνου φτάνει έτσι μέχρι το σημείο όπου «σταματά» το σώμα και ξεκινά η ψυχή: «Υπάρχει άραγες ένας τόπος στον εγκέφαλο, απ’ όπου και ξεκινούν όλες μας οι κινήσεις, όπου καταλήγουν όλες μας οι αισθήσεις, όπου κατοικεί άρα και η ψυχή;» – αυτό το ερώτημα παραμένει υποχρεωτικό και για τον Haller. Η «διένεξη» ετίθετο μόνο για το πού ακριβώς βρισκόταν αυτός ο τόπος.

Η αξιοσημείωτη θέση, ότι η χειρουργική τού 18ου αιώνα συνεισέφερε περισσότερα στην επέκταση των γνώσεων περί εγκεφάλου απ’ ό,τι η φυσιολογία, προέρχεται απ’ τον Max Neuburger: «Η ιδέα περί εντοπισμού τής ψυχής βρήκε την αληθινή της κατοικία, ακολουθώντας την ορθολογικά εμπειρική έρευνα περί εγκεφαλικού εντοπισμού εκείνων τών Γάλλων χειρουργών, οι οποίοι και την αναζητούσαν, ακολουθώντας τα ίχνη τού Lorry (( ; )) , όχι σε φιλοσοφικές έννοιες, ούτε σε φυσιολογικά δόγματα, αλλά στα ευρήματα και τις ανακαλύψεις τής κλινικής πράξης και της παθολογικής ανατομίας».

Ένα τυπικό παράδειγμα αυτής τής «παραδόσεως» συνιστά ο Francois Pourfour du Petit, που διέθετε κάποιες εμπειρίες από τραυματισμένους στον εγκέφαλο στρατιώτες στη μάχη, ενώ εκτελούσε και πειράματα με ζώα, όπου η βλάβη τού εγκεφαλικού φλοιού και μυελού τού ενός ημισφαιρίου οδηγούσε στην παραλυσία τών αντίπλευρων άκρων. Το πιο σημαντικό του συμπέρασμα απ’ αυτά τα ευρήματα ήταν το ότι υφίσταται μια διασταύρωση των νεύρων, που μεταφέρουν το ζωτικό πνεύμα (Spiritus animalis) στο μυϊκό σύστημα, κάτω απ’ την εγκεφαλική γέφυρα. Από σημερινή σκοπιά μπορούμε να πούμε, ότι με το συμπέρασμα αυτό αναγνωρίστηκε, όχι μόνον η διασταύρωση των πυραμιδικών ινών, αλλά και η μηχανική λειτουργία τού εγκεφάλου (( Ο εγκέφαλος αντιμετωπίζεται σιγά-σιγά ως μια ανεξάρτητη μηχανή )) . Δεν πρέπει όμως μ’ αυτό να αποσιωπήσουμε το ότι ο Pourfour ενδιαφερόταν για τον εγκέφαλο μόνο καθ’ όσον εντόπιζε εκεί τον τόπο παραγωγής τού «ζωτικού πνεύματος», θεωρώντας αντίστοιχα ότι τυχόν τραυματισμοί στη φλοιώδη εγκεφαλική δομή εμπόδιζαν απλώς τη διέλευση του «πνεύματος» αυτού. Ανήκοντας όμως έτσι πλήρως στην επιστημονική παράδοση του όψιμου 17ου και του πρώιμου 18ου αιώνα, καθώς οι έρευνες κάποιων ανατόμων ξεκινούσαν, σύμφωνα με τον Marcelo Malpighis, απ’ το έτος ακόμα 1666 απ’ την πεποίθηση ότι η γκρίζα ουσία τού εγκεφάλου συνίστατο από αδένες, που παρήγαγαν το «ζωτικό πνεύμα». Και μόνο μ’ αυτήν την έννοια μπορούμε να μιλάμε εδώ για «εντοπισμό» (του ψυχικού οργάνου στον εγκέφαλο). Η ίδια η δομή τού εγκεφάλου ήταν εντελώς «αδιάφορη», κι έτσι φαίνεται να μην έχη ιστορικά μεγάλο νόημα, το να μεταθέσουμε την ανακάλυψη του εγκεφαλικού φλοιού ως μηχανικού κέντρου στον πρώιμο 18ον αιώνα.

Το κείμενο του Pourfour du Petits “Lettres d’ un medecin des hopitaux a un autre medecin de ses amis” («Γράμματα ενός νοσοκομειακού γιατρού σ’ έναν άλλον φίλο του γιατρό») εκτυπώθηκε το 1710 σε 200 αντίτυπα. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, αν αιτία αυτού τού κειμένου υπήρξε το ότι οι διαγνώσεις του έτυχαν μικρής κατ’ αρχάς προσοχής. Το πρόβλημα ωστόσο τής «αντί-δρασης», της αντίπλευρης δηλ. αναπηρίας, ήταν τόσο καθοριστικό το 1760, ώστε η παρισινή Ακαδημία τών Επιστημών διοργάνωσε έναν επίσημο διαγωνισμό γι’ αυτό το ζήτημα. Επιχειρήθηκαν λοιπόν καινούργιες, εξ αυτού, έρευνες, οι οποίες επιβεβαίωσαν μεν τα πειραματικά συμπεράσματα του Pourfour, όχι όμως και την ανατομική υπόθεσή του για μια διασταύρωση των νευρικών ινών κάτω απ’ την εγκεφαλική γέφυρα. Για να φανερωθή έτσι εξ ολοκλήρου το δίλημμα αξιοπιστίας που προέκυπτε για τέτοιες πειραματικές έρευνες.

0 Louis Sebastien Saucerotte υποστήριξε λοιπόν, μεταξύ τών άλλων, ότι το πρόσθιο μέρος τού εγκεφάλου ενεύρωνε τα οπίσθια, το δε οπίσθιο μέρος τα πρόσθια άκρα τού σκύλου, μεταφέροντας αυτήν την «πεποίθηση» και σε άλλα ζώα, αλλά και στον άνθρωπο. Παρ’ όλο που υπήρξαν ωστόσο και μεμονωμένες κριτικές για τα πειράματα σε ζώα, και για απαράδεκτη γενικώς μεταφορά τών όποιων «ευρημάτων» από εκεί στον άνθρωπο, ο βασικός λόγος που οι απόψεις τού Saucerotte έτυχαν μειωμένης αποδοχής ήταν το ότι υπήρχαν αρκετά παραδείγματα παρόμοιων αναμεταξύ τους τραυματισμών, με εντελώς διαφορετικά συμπτώματα. Η ανατομική μάλιστα πρόταση του Pourfour δεν έγινε αποδεκτή ούτε καν για την εξήγηση της αμφίπλευρης αναπηρίας. Ο δε Haller παρέθεσε κάποιες δεκάδες καταγεγραμμένα παραδείγματα και περιπτώσεις ασθενείας, χωρίς καν να αναφέρη την ανατομική εξήγηση της «παραλύσεως εκ της αντιθέτου πλευράς». Ενώ και ο χειρουργός Justus Arnemann απ’ το Göttingen «καταγγέλλει» ακόμα και στα τέλη εκείνου τού αιώνα, ότι διάσημοι ανατόμοι, όπως ο Raphael Sabatier και ο Felix Vicq d’ Azyr, δεν έχουν «βρη» τις διασταυρούμενες ίνες, που την ύπαρξή τους «αξιώνει» ο Pourfour.

Δεν υπήρξε, με άλλα λόγια, καμμιά αξιόπιστη επιβεβαίωση των πειραμάτων τού Pourfour, του Saucerotte και άλλων. Ούτε δηλ. η φυσιολογία τού «ζωτικού πνεύματος» (Spiritus animalis), η οποία και απέκλειε μάλιστα έναν οποιονδήποτε εντοπισμό, ούτε η ανατομία, και ιδίως η ανατομία τών εγκεφαλικών νεύρων, ούτε και οι κλινικές παρατηρήσεις μπορούσαν να συνενωθούν σ’ ένα γνωσιακό σύνολο, που θα δικαιολογούσε την ανωτέρω αναφερθείσα εμφαντική θέση τού Neuburger. Το αντίθετο μάλιστα: Όσο περισσότερα πειράματα διεξάγονταν, και όσο περισσότερες περιπτώσεις ασθενών (με ή χωρίς ανατομία τού εγκεφάλου στην περίπτωση που είχαν αποβιώσει) γίνονταν γνωστές, τόσο μεγαλύτερη καθίστατο και η σύγχυση.

Όσο περισσότερο γινόταν, απ’ τη μια, σαφές, ότι η ακεραιότητα του εγκεφάλου αποτελούσε και την κρίσιμη προϋπόθεση για την πνευματικήν υγεία, τόσο μεγαλύτερη ήταν, απ΄την άλλη, και η έκπληξη μπροστά στο γεγονός ότι μπορούσαν να υπάρχουν εκτεταμένοι εγκεφαλικοί τραυματισμοί, χωρίς να προκληθούν και πνευματικές βλάβες! Έτσι έφτασε και ο ανωτέρω αναφερθείς Arnemann στο «απογοητευτικό» συμπέρασμα, ότι: «Είναι λοιπόν σχεδόν αξιοθαύμαστο, ότι μπορεί ακόμα να εκτελέση κανείς κάποιον, πυροβολώντας τον αποκλειστικά στο κεφάλι!».

Οι κλινικές έρευνες επηρέασαν πολύ περιορισμένα την υπόθεση του «ψυχικού οργάνου». Κι ένα καλό παράδειγμα προσφέρει εδώ η συζήτηση για το μεσολόβιο (Corpus callosum), μιαν εγκεφαλική δομή, που συνδέει τα δυό ημισφαίρια αναμεταξύ τους, και θα ήταν άρα σε εξαιρετικό βαθμό ενδεδειγμένη ως έδρα τής ψυχής. Ο δε Haller παραδέχτηκε, ότι ο τυχόν τραυματισμός τού μεσολόβιου οδηγούσε πράγματι σε απώλεια μνήμης, κατάσταση υπνηλίας, αναισθησία, ακόμα και στον θάνατο. Και κάτι ακόμα πιο εκπληκτικό: «Ανευρέθηκε ότι στην περίπτωση μιας πληγής που έφτανε μέχρι και το μεσολόβιο, όταν απομακρύνθηκε το αίμα που το επιβάρυνε, ξαναγύρισε αμέσως και η δύναμη της ψυχής». Όσα και να «υποσχόταν» ωστόσο η κλινική πράξη, το μεσολόβιο δεν κάλυπτε τις «απαιτήσεις» ενός ψυχικού οργάνου, εφ’ όσον έπρεπε να είχαν παρατηρηθή εδώ και κινητικές απώλειες, καθώς δεν μπορούσε να διαχωριστή «η πηγή τής κινήσεως απ’ την έδρα τής αισθήσεως». Οι κεντρικές νευρικές απολήξεις δεν έφταναν επιπλέον, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις, μέχρι το μεσολόβιο, και δεν έπρεπε εν τέλει «να παραχωρή κανείς μια θέση, έναν τόπο στον “οίκο τού ηγεμόνα” (τον εγκέφαλο!) στην (ανθρώπινη) ψυχή, τόπο που λείπει εξάλλου παντελώς απ’ τα μετά βεβαιότητος μη ανεπείδεκτα μαθήσεως πουλιά».

Καθίσταται έτσι άλλη μια φορά σαφές το πόσο δύσκολο ήταν να συνδυαστούν οι εμπειρικές εκτιμήσεις με τις απαιτήσεις ενός ψυχικού οργάνου. Αδιαφιλονίκητο παρέμενε βέβαια το καρτεσιανό επιχείρημα για το ανατομικό αδιαίρετο ψυχής και σώματος. Από ιατρικής ωστόσο πλευράς, ίσχυε μεν η αναγκαιότητα ενός τόπου τής συνειδήσεως ως σοβαρώτατο επιχείρημα για έναν εντοπισμό (και) του ψυχικού οργάνου, υπερίσχυε όμως ο χαρακτηρισμός τού εγκεφάλου ως τόπου αισθητικο-κινητικής μεταβίβασης. Ήταν έτσι κλειστοί όλοι οι «δρόμοι» απ’ την παθολογία προς το «όργανο της ψυχής». Η δε συγκριτική ανατομία συμμετείχε σε όλο αυτό υποστηρίζοντας, πως δεν μπορούσε ένα μέρος τού εγκεφάλου όπως το μεσολόβιο να υπολογισθή ως ψυχικό όργανο, εφ’ όσον το μέρος αυτό έλειπε παντελώς απ’ τα πουλιά. Οι διάφορες μορφολογικές διαφορές δεν συζητούνταν εδώ από πλευράς φυσιολογικών λειτουργιών, αλλά μόνον ως προς τον προσδιορισμό τού «ψυχικού οργάνου». Κάτι που είχε γίνει άλλωστε ήδη σαφές απ’ την περίπτωση του Βαρτολίνου, ο οποίος και απέρριπτε την επίφυση, επειδή η επίφυση ήταν εμφανέστερη σε ένα ορισμένο είδος ζώων. Το ότι παρέμενε ωστόσο, παρ’ όλες αυτές τις «δυσκολίες», η πεποίθηση για ένα ψυχικό όργανο (στον ανθρώπινο εγκέφαλο), αποτελεί κι ένα περαιτέρω τεκμήριο για το ότι το θέμα αυτό συνδεόταν συνεχώς και πάντα με το σημείο τομής φιλοσοφίας και ανατομίας, δηλ. ανθρωπολογίας, το οποίο και αποδίδει τόσο στον άνθρωπο, αλλά και στα άλλα είδη τών ζώων, μια δική τους θέση στην αλυσίδα τών όντων. Αυτό είναι και το πεδίο εκείνο, στο οποίο προέκυπταν τα διάφορα ερωτήματα και τελικά και οι μετατοπίσεις, που οδήγησαν και στο «πέρας» τού ψυχικού οργάνου. Τα πειράματα και οι διάφορες παθολογικές περιπτώσεις έπαιξαν τελικά έναν πολύ μικρό ρόλο σε όλο αυτό.


( συνεχίζεται, με το επόμενο υποκεφάλαιο: «Βαδίζοντας προς τον “homo duplex”: ανθρώπινος εγκέφαλος και εγκέφαλος του πιθήκου» )

ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΑΚΟΜΗ Η ΑΛΛΗ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΣ. ΤΟ ΕΓΩ ΣΑΝ ΕΔΡΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ. ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΑΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ.  ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΕΡΕΥΝΑΤΑΙ Η ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΣΑΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ.
ΕΑΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΕΝΟΤΗΣ ΓΙΑΤΙ Ο ΦΟΒΟΣ; ΤΟ ΑΓΧΟΣ; ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΦΟΒΑΤΑΙ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ; ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΗ ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ;ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΣΩΜΑ; Η ΔΟΞΑ , Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΣΩΜΑ; Η ΑΠΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΕΡΕΥΝΑ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΣΩΜΑ; Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΕΙ ΟΡΕΞΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΣΩΜΑ;  ΓΙΑΤΙ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΝ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ;ΤΟ ΔΥΝΑΜΕΙ  ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΣ; 
Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΥΘΥΝΗΣ. ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ. ΕΑΝ ΧΑΘΕΙ Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΓΙΝΕΙ  ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ; ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ; Ο ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ Η ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ;

Δεν υπάρχουν σχόλια: