Συνέχεια από: Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025
Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής
τί ποτ' οὖν ὁ ἄνθρωπος; [...] ἐπειδὴ δ᾽ οὔτε σῶμα οὔτε τὸ συναμφότερόν ἐστιν ἄνθρωπος, λείπεται οἶμαι ἢ μηδὲν αὔτ᾽ εἶναι, ἢ εἴπερ τί ἐστι, μηδὲν ἄλλο τὸν ἄνθρωπον συμβαίνειν ἢ ψυχήν.
Τι λοιπόν είναι ο άνθρωπος; [...] Αφού ούτε το σώμα ούτε το σύνολο σώματος και ψυχής είναι ο άνθρωπος, απομένει, νομίζω, να συμπεράνουμε ή ότι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε ή, αν είναι κάτι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψυχή.
Πλάτων, Αλκιβιάδης Α΄, 129e9–130c3.
Πρόλογος
Η πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου, που κυκλοφόρησε πριν από περισσότερα από είκοσι χρόνια από τις Εκδόσεις Abete στη Ρώμη, ήταν ουσιαστικά το αποτέλεσμα των μελετών που είχα αρχίσει για την απόκτηση του διπλώματος εξειδίκευσης στην Κλασική Φιλολογία στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Το έργο τυπώθηκε σε δύο τόμους —ο ένας αφιερωμένος στο κείμενο και ο άλλος στις σημειώσεις— και προοριζόταν κυρίως να προσφέρει υλικό μελέτης για τις ασκήσεις αρχαίας φιλοσοφίας που δίδαξα στο Καθολικό Πανεπιστήμιο κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1975-76 και 1976-77. Απροσδόκητα, το έργο έτυχε ευνοϊκής υποδοχής και μεταξύ ειδικών και μελετητών, τόσο Ιταλών όσο και ξένων¹.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η κύρια επαγγελματική μου δραστηριότητα έγινε η διδασκαλία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Γι’ αυτό, όταν ο καθηγητής Τζοβάνι Ρεάλε μού ζήτησε να επιστρέψω στη νεανική μου σωκρατική εμπειρία και να ετοιμάσω μια νέα έκδοση του βιβλίου, δέχθηκα, όχι χωρίς κάποια επιφύλαξη και ύστερα από πολλούς δισταγμούς. Όχι επειδή δεν ήμουν πλέον πεπεισμένος για την ορθότητα της θέσης μου (την οποία, αντιθέτως, επιβεβαίωναν τόσο οι θετικές κρίσεις που έλαβα όσο και η μετέπειτα εξέλιξη των σωκρατικών σπουδών), αλλά επειδή ήμουν απολύτως συνειδητός ότι, έχοντας περιορισμένη πρόσβαση σε βιβλιοθήκες και ερευνητικά κέντρα, δύσκολα θα μπορούσα να επανεξετάσω εκείνη τη μελέτη και να τη συμπληρώσω λαμβάνοντας υπόψη τις νεότερες έρευνες, όπως μου φαινόταν καθήκον μου να πράξω.
Ωστόσο, ενώ εργαζόμουν στην ιταλική έκδοση των σωκρατικών συγγραμμάτων του Μπέρνετ (που στο μεταξύ εκδόθηκε στην ίδια σειρά), περνώντας σε ανασκόπηση τη σχετική κριτική βιβλιογραφία, πείστηκα ότι δεν είχε μεγάλο νόημα να αναθεωρήσω ριζικά το βιβλίο, ούτε καν στα αναλυτικά του μέρη, για τα οποία αρκούσαν ορισμένες επεμβάσεις και οι αναπροσαρμογές που επέβαλλε το νέο εκδοτικό πλαίσιο.
Γι’ αυτό περιορίστηκα στη συγκέντρωση των απολύτως αναγκαίων επικαιροποιήσεων σε μια ειδική μεθοδολογική ενότητα, την οποία τοποθέτησα στην αρχή του τόμου και η οποία είναι ουσιαστικά νέα σε σχέση με την πρώτη έκδοση. Σ’ αυτή την αρχική ενότητα του βιβλίου προσπάθησα να παρουσιάσω τις βασικές γραμμές των σωκρατικών μελετών, έτσι ώστε να καταστούν πολύ πιο σαφείς και αιτιολογημένες η μέθοδος και οι σκοποί της εργασίας. Ιδίως προσπάθησα να εξηγήσω —ελπίζω με τρόπο πιο ακριβή και λεπτομερή απ’ ό,τι στην πρώτη έκδοση— ποιο είναι το χρέος του έργου αυτού απέναντι στις μελέτες των Μπέρνετ και Τέιλορ και, ταυτόχρονα, ποια είναι η διαφορά του από τη σωκρατική ερμηνεία της σκωτσέζικης σχολής, η οποία σήμερα, για ένα σύνολο λόγων, δεν είναι πλέον υπερασπίσιμη.
Οι άλλες δύο ενότητες του βιβλίου, που ιχνηλατούν την ιστορία της δυτικής έννοιας της ψυχής από τον Όμηρο έως τον 4ο αιώνα π.Χ., αν και δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές καινοτομίες ως προς τις βασικές θέσεις, έχουν διορθωθεί και, σε ορισμένα σημεία, αισθητά επεκταθεί. Ειδικότερα, η ανάλυση των προσωκρατικών φιλοσόφων διαιρείται τώρα σε περισσότερα κεφάλαια, οι αρχικές σελίδες που αφιερώνονταν στην κωμωδία του Αριστοφάνη αποτελούν πλέον ανεξάρτητο κεφάλαιο, ενώ πολυάριθμες παράγραφοι έχουν προστεθεί σε διάφορα σημεία του βιβλίου. Ορισμένες σημειώσεις, αντιθέτως, έχουν απλοποιηθεί, είτε για λόγους χώρου είτε για να ελαφρύνει, όσο ήταν δυνατόν, η έκθεση. Αν και σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν δυνατό να αποφευχθούν ζητήματα τεχνικής φύσεως, ελπίζω ωστόσο να έχω επιτύχει έναν ικανοποιητικό βαθμό σαφήνειας.
Προκειμένου να διευκολύνω την ανάγνωση, κατέφυγα στη μεταγραφή των ελληνικών όρων κάθε φορά που αυτό ήταν δυνατό. Οι πρωτογενείς πηγές που συζητούνται κάθε φορά συνοδεύονται από παραφρασμένη απόδοση, και πολύ συχνότερα από ιταλική μετάφραση, την οποία σε κάθε περίπτωση θεώρησα καταλληλότερη μεταξύ των διαθέσιμων. Θα ήθελα, ωστόσο, να διευκρινίσω ότι, για λόγους σαφήνειας και κυρίως για λόγους παρουσίασης, αναγκάστηκα μερικές φορές να εισαγάγω ορισμένες τροποποιήσεις ή προσαρμογές. Για τούτο αισθάνομαι την υποχρέωση να ζητήσω συγγνώμη από τους αντίστοιχους μεταφραστές. Η πατρότητα των μεταφράσεων αναφέρεται στις σημειώσεις· όπου δεν υπάρχει ένδειξη, νοείται ότι η μετάφραση έγινε από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Επιθυμώ να εκφράσω την εγκάρδια ευγνωμοσύνη μου προς τον δάσκαλό μου, τον καθηγητή Τζοβάνι Ρεάλε, ο οποίος, σε χρόνια πια μακρινά, παρακολούθησε αυτό το έργο και το συζήτησε μαζί μου σελίδα προς σελίδα, με έναν ενθουσιασμό και ένα πνευματικό πάθος που ξαναβρήκα αναλλοίωτα και στις πιο πρόσφατες μας συναντήσεις, με αφορμή την παρούσα επανέκδοση.
Του είμαι βαθιά ευγνώμων για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε, για τη συνεχή του διαθεσιμότητα και, πάνω απ’ όλα, για όσα μου επέτρεψε να μάθω απ’ αυτόν, μέσα σε αυτές τις δεκαετίες, στη μικρή «Αθήνα» που έχτισε γύρω του. Το χρέος μου απέναντί του δεν μπορεί να εκφραστεί με λίγες γραμμές ευχαριστιών. Όπως και να ’χει, ούτε το παρόν βιβλίο ούτε η ιταλική έκδοση των σωκρατικών συγγραμμάτων του Μπέρνετ —που το προετοίμασε— θα είχαν ποτέ υπάρξει χωρίς τη καθοριστική συμβολή της διδασκαλίας και της στοργικής του φροντίδας.
Ο καθηγητής Μικέλε ντε Τζιάκομο διάβασε και ξαναδιάβασε τα δοκίμια εκτύπωσης με μεγάλη ακρίβεια και επιστημονική επάρκεια, δίνοντάς μου πολύτιμες συμβουλές και συμβάλλοντας ουσιαστικά στη γλωσσική και φιλολογική ορθότητα του κειμένου.
Ο καθηγητής Φράνκο Μαλβέτσι, από τον οποίο έλαβα στα γυμνασιακά μου χρόνια την πρώτη ώθηση προς τις κλασικές σπουδές, μου παρείχε βιβλιογραφικό υλικό και μου επέτρεψε να συμβουλευθώ το Thesaurus Linguae Graecae του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, που μου στάθηκε πολύτιμο για τον έλεγχο των παραπομπών.
Και στους δύο απευθύνω τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες και τη φιλική μου εκτίμηση.
Νοβάρα, 15 Απριλίου 1997
Φραντσέσκο Σάρρι
Εισαγωγή
Η δυτική έννοια της ψυχής: οι διαστάσεις της και τα στάδια της διαμόρφωσής της
Τι εννοεί ο άνθρωπος της Δύσης —όποια κι αν είναι η πολιτισμική, φιλοσοφική ή θρησκευτική του καταγωγή— όταν προφέρει τη λέξη ψυχή;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι, χωρίς αμφιβολία, πολύπλοκη, καθώς προϋποθέτει και εμπλέκει διαφορετικά στοιχεία. Μας φαίνεται, ωστόσο, ότι η λέξη ψυχή καλύπτει, για εμάς, ένα εννοιολογικό πεδίο μέσα στο οποίο συνυπάρχουν και αλληλοδιαπλέκονται τουλάχιστον οι ακόλουθες τέσσερις διαστάσεις:
Η πρώτη διάσταση, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε βιολογική ή και ζωτική, είναι η πιο στοιχειώδης και η λιγότερο καθοριστική. Διότι με τον όρο ψυχή εννοούμε, γενικά, την αρχή της ζωής, το ίδιο το θεμέλιο, θα λέγαμε, της ζωτικότητας — τόσο της ανθρώπινης όσο και της ζωικής.
Η δεύτερη διάσταση, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε προσωπική ή και ηθική με την ευρύτερη έννοια, είναι, από πολλές απόψεις, η πλέον ουσιαστική· καθώς αναφέρεται αποκλειστικά στον άνθρωπο και, κυρίως, διότι προϋποτίθεται από τις υπόλοιπες διαστάσεις και τις επηρεάζει βαθιά. Σε αυτή την περίπτωση, με τη λέξη ψυχή εννοούμε το εγώ μας, τη συνείδησή μας, το ανεπανάληπτο στίγμα της ατομικότητάς μας, τη σκέψη μας που κατανοεί και επιθυμεί — τελικά, την αληθινή μας ύπαρξη.
Η τρίτη διάσταση, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε μεταφυσική, αποτελεί το οντολογικό θεμέλιο της προηγούμενης. Η ψυχή είναι πνευματική οντότητα, η οποία, ως τέτοια, αντιπαρατίθεται στο σώμα — που είναι υλικό — ή, τουλάχιστον, διακρίνεται οντολογικά από αυτό, όπως το πνεύμα διακρίνεται από την ύλη.
Η τέταρτη διάσταση, τέλος, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε εσχατολογική, εκφράζει το θρησκευτικό στοιχείο της αντίληψης για την ψυχή. Αυτή νοείται ως πραγματικότητα που παραμένει μετά τον θάνατο του ανθρώπου — ή, ακριβέστερα, που επιζεί της φθοράς του σώματος — και, ανάλογα με τον βίο που έζησε, αξιώνει ανταμοιβή ή τιμωρία.
Αυτές οι τέσσερις διαστάσεις, καθώς είναι σχηματικές, τείνουν, φυσικά, να παγιοποιούν ορισμένα στοιχεία της σύγχρονης αντίληψης για την ψυχή, τα οποία είναι από τη φύση τους ρευστά και δυναμικά· και καθώς είναι απλουστευτικές, τείνουν να μειώνουν το εύρος των αποχρώσεων που χαρακτηρίζουν καθεμιά από τις επιμέρους συνιστώσες. Όμως —κι αυτό είναι το σημείο που θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε— όλες αυτές οι διαστάσεις αναγνωρίζονται, λίγο ή πολύ συνειδητά, τόσο από εκείνους που μιλούν για την ψυχή με θετικό τρόπο όσο και από εκείνους που προσπαθούν να την relegano (να την παραμερίσουν) ανάμεσα στους μύθους που δημιούργησε η ανθρώπινη σκέψη.
Είναι, επομένως, αναντίρρητο ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία από τις κεντρικές ιδέες της πνευματικής ιστορίας της Δύσης — μια ιδέα πάνω στην οποία και ο σύγχρονος άνθρωπος οφείλει να ρίξει φως, αν θέλει να κατανοήσει σε βάθος τον ίδιο του τον εαυτό.
Και πράγματι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιδέα της ψυχής για την οποία κάναμε λόγο υπήρξε δημιούργημα του ελληνικού κόσμου, και μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι αποτέλεσε μία από τις χαρακτηριστικότερες και πολυτιμότερες πνευματικές δημιουργίες του. Δεν υπήρξε, βέβαια, το αποτέλεσμα μιας και μόνης δημιουργικής πράξης, ενός και μόνο στοχαστή, ούτε καν ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού στιγμιότυπου· αλλά γεννήθηκε από ορισμένα σπέρματα, που σταδιακά αναπτύχθηκαν και συναρμόστηκαν μεταξύ τους μέσα από τις ποικίλες συνιστώσες του ελληνικού πολιτισμού, με τρόπο που θα περιγράψουμε συνοπτικά.
Αυτό που παρουσιάσαμε ως πρώτη διάσταση της δυτικής αντίληψης της ψυχής (ψυχή με την έννοια της ζωής) είναι ήδη παρόν εν μέρει στον Όμηρο και καθιερώνεται οριστικά στη συνήθη, ποιητική, λογοτεχνική και φιλοσοφική γλώσσα των επόμενων αιώνων.
Η δεύτερη διάσταση, η οποία, όπως είπαμε, είναι η πραγματικά ουσιώδης, υπήρξε κατάκτηση χαρακτηριστική της εποχής του Περικλή. Πράγματι, μόνο από το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. η ψυχή αρχίζει να δηλώνει τη συνείδηση του ανθρώπου, την αληθινή του ηθική και διανοητική προσωπικότητα.
Έχει πρόσωπο και όνομα ο άνθρωπος που περισσότερο από κάθε άλλον συνέβαλε σ’ αυτή την ανακάλυψη;
Ή μήπως δεν έχει ούτε πρόσωπο ούτε όνομα, και δεν υπήρξε καν, ενώ αντιθέτως υπήρξαν διάφοροι άνθρωποι που, ο καθένας σε μικρό βαθμό και όλοι μαζί με τρόπο καθοριστικό, κατέκτησαν αυτό το επίτευγμα;
Ένας ορισμένος τρόπος ανάγνωσης των μαρτυριών εκείνης της εποχής —που αντιπροσωπεύουν τις διάφορες πολιτισμικές συνιστώσες του ελληνικού κόσμου— θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι αληθεύει η δεύτερη υπόθεση. Και, πράγματι, αυτή είναι γενικά η άποψη που επικρατεί και υποστηρίζεται, εν μέρει και υπό την επίδραση του κλασικού έργου του Erwin Rohde (Βλ. E. Rohde, Ψυχή. Η λατρεία των ψυχών και η πίστη στην αθανασία μεταξύ των Ελλήνων, 2 τόμοι, Μπάρι 1914–1916 (πρώτη έκδοση: Φράιμπουργκ εν Μπράισγκαου 1890–1894). Πρόκειται για θεμελιώδες έργο, μεταφρασμένο σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η επικρατούσα άποψη σχετικά με το θέμα.). Τα τελευταία, ωστόσο, χρόνια τα πράγματα έχουν αλλάξει: προτιμάται να θεωρείται ότι ο Σωκράτης υπήρξε εκείνος που έδωσε στη δυτική συνείδηση τη “προσωπική” διάσταση της ψυχής, η οποία από τότε κυριάρχησε στη σκέψη της Ευρώπης.
Αυτή η τάση συνδέεται με τις έρευνες που διεξήχθησαν στις αρχές του αιώνα μας από τους δύο επιφανείς πλατωνιστές της σκωτσέζικης σχολής του Σεντ Άντριους, John Burnet (J. Burnet, Plato’s Phaedo, Οξφόρδη 1911· Greek Philosophy: Thales to Plato, Λονδίνο 1968 (πρώτη έκδοση 1914), σελ. 102–156· The Socratic Doctrine of the Soul, στο Proceedings of the British Academy, 7 (1915–1916), σελ. 235–259 (επίσης στο Essays and Addresses, Λονδίνο 1929, σελ. 126–162)· άρθρο Socrates στο Encyclopaedia of Religion and Ethics, επιμ. J. Hastings, τόμ. XI, σελ. 665–672· άρθρο Soul (Greek), στο ίδιο, σελ. 737–742· Greek Philosophy, στο The Legacy of Greece, Οξφόρδη 1921, σελ. 57–99 (επίσης στο Essays and Addresses, σελ. 194–235)·
Plato’s Euthyphro, Apology of Socrates and Crito, Οξφόρδη 1924· Platonism, Μπέρκλεϋ 1928, ιδιαίτερα σελ. 18–34. Ο συγγραφέας της παρούσας μελέτης έχει επιμεληθεί, για την ίδια σειρά εκδόσεων, την ιταλική μετάφραση των σημαντικότερων σωκρατικών δοκιμίων του Μπέρνετ: βλ.
J. Burnet, Ερμηνεία του Σωκράτη, επιμ. F. Sarri, Μιλάνο 1994.) και Alfred Edward Taylor (A. E. Taylor, Varia Socratica, Οξφόρδη 1911· Plato’s Biography of Socrates, στο Proceedings of the British Academy, 8 (1917–1918), σελ. 93–132· άρθρο Socrates, στο The Encyclopaedia Britannica, τόμ. XX, σελ. 915–920· Socrate, Φλωρεντία 1952 (Λονδίνο 1933)· Platone. Ο άνθρωπος και το έργο, Φλωρεντία 1968 (Λονδίνο 1926).), οι οποίοι πρώτοι διείδαν και απέδειξαν ότι ο Σωκράτης, πραγματοποιώντας μια πραγματική επανάσταση στην ελληνική αντίληψη του ανθρώπου, χρησιμοποίησε τη λέξη ψυχή για να δηλώσει την ηθική και διανοητική προσωπικότητα του ανθρώπου, το σκεπτόμενο και βουλόμενο κέντρο του.
Υιοθετώντας αυτή την άποψη των μελετητών αυτών, ο Werner Jaeger έγραψε:
«Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι, όταν ο Σωκράτης —είτε στον Πλάτωνα είτε στους άλλους Σωκρατικούς— προφέρει τη λέξη ψυχή, βάζει πάντοτε επάνω της μια πολύ ισχυρή έμφαση και φαίνεται να την περιβάλλει με έναν τόνο παθιασμένο και επιτακτικό, σχεδόν επικλητικό.
Ελληνικά χείλη δεν είχαν ποτέ, πριν από αυτόν, προφέρει έτσι αυτή τη λέξη.
Αισθανόμαστε κάτι που μας είναι οικείο και από άλλες οδούς: και η αλήθεια είναι ότι, εδώ για πρώτη φορά στον κόσμο του δυτικού πολιτισμού, εμφανίζεται εκείνο που και σήμερα ακόμη μερικές φορές ονομάζουμε με την ίδια λέξη [...].
Η λέξη ψυχή, για εμάς, χάρη στα πνευματικά ρεύματα μέσα από τα οποία πέρασε στην ιστορία, ηχεί πάντοτε με έναν ηθικό ή θρησκευτικό τόνο, όπως και άλλες λέξεις — υπηρεσία του Θεού, φροντίδα ψυχών — ηχεί δηλαδή χριστιανική.
Όμως αυτή την υψηλή σημασία την απέκτησε για πρώτη φορά στο προτρεπτικό κήρυγμα του Σωκράτη.» (W. Jaeger, Paideia. Η διαμόρφωση του Έλληνα ανθρώπου, τόμ. II, Φλωρεντία 1954, σελ. 62 κ.ε.)
Δυστυχώς, όπως θα πούμε αναλυτικά στο πρώτο μέρος, τόσο ο Μπέρνετ όσο και ο Τέιλορ συνέδεσαν αυτή την κατά τη γνώμη μας απολύτως αληθινή θέση τους με άλλες θεωρίες που οι μελετητές θεώρησαν παράδοξες και σχεδόν παράλογες, και που, ιδίως υπό το φως των πιο πρόσφατων ερευνών, είναι εντελώς αβάσιμες. Αυτή η περίσταση έβλαψε πολύ την αποδοχή της πρώτης, ορθής θέσης, γιατί εσφαλμένα πιστεύτηκε ότι η θεωρία περί σωκρατικής πατρότητας της δυτικής ιδέας της ψυχής ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις άλλες παράδοξες θέσεις και εξαρτιόταν δομικά από αυτές· και, επομένως, ότι, αφού εκείνες καταρρέουν, θα πρέπει αναγκαστικά να καταρρεύσει και αυτή.
Εμείς, αντίθετα, θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε —μέσα από την εξέταση των σύγχρονων τάσεων της σωκρατικής ιστοριογραφίας και, κυρίως, μέσω της ανάλυσης των κειμένων— ότι αυτή η συγκεκριμένη θέση των Σκωτσέζων μελετητών παραμένει απολύτως ακέραιη ακόμη και χωρίς όλες τις άλλες· και ότι, μάλιστα, αντιστέκεται καλύτερα όταν στέκει μόνη της.
Πράγματι, ακόμη κι αν παρακάμψουμε τις σωκρατικές μαρτυρίες καθαυτές (στις οποίες βασίζεται, με τρόπο συχνά αβέβαιο, η γνώση μας για τον ιστορικό Σωκράτη), η προσωπική διάσταση της ψυχής αποδίδεται στον Σωκράτη, με αξιοσημείωτη ομοφωνία, από το σύνολο των στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού, όταν εξετάζονται υπό το πρίσμα του πριν και του μετά τον Σωκράτη. Αλλά, πριν εισέλθουμε ειδικότερα στο θέμα, θα ήταν σκόπιμο να ολοκληρώσουμε τη γραμμή σκέψης που ακολουθούσαμε.
Η τρίτη διάσταση της σύγχρονης αντίληψης της ψυχής, αυτή που ονομάσαμε μεταφυσική, είναι αναμφίβολα το ειδικό επίτευγμα του Πλάτωνα. Εκείνος ανέλαβε το σωκρατικό μήνυμα και, όπως ο δάσκαλός του, υπέδειξε στην ψυχή εκείνο χάρη στο οποίο είμαστε καλοί ή κακοί, σοφοί ή αμαθείς —δηλαδή, αυτό που καθορίζει την ουσία του εαυτού μας.
Ταυτόχρονα, όμως, ο Πλάτων ένιωσε την ανάγκη να θεμελιώσει οντολογικά εκείνο που στον Σωκράτη ήταν απλώς διαισθητικά συλληφθέν, εκφρασμένο και κηρυγμένο. Ο Φαίδων σηματοδοτεί τη μεγάλη ανακάλυψη της υπεραισθητής διάστασης· πάνω σε αυτή τη βάση, ο Πλάτων έδωσε εντελώς νέο θεμέλιο στον σωκρατισμό.
Η ίδια αυτή ανακάλυψη επέτρεψε στον Πλάτωνα να ενσωματώσει και να θεμελιώσει και τη μεταθανάτια (εσχατολογική) διάσταση της ψυχής —εκείνη που ο Σωκράτης δεν είχε κατορθώσει να θεμελιώσει σε επίπεδο λόγου και που περιοριζόταν να την προβάλει μόνο ως αντικείμενο πίστης. Με τον Πλάτωνα, λοιπόν, η δημιουργία της δυτικής ιδέας της ψυχής φτάνει στην πληρέστερη μορφή της. Ωστόσο, ο Πλάτων οφείλει στον Σωκράτη· γιατί στηρίζεται ουσιαστικά στη σωκρατική διαίσθηση και, μολονότι προχωρά πέρα από τον δάσκαλο, κινείται στην ίδια κατεύθυνση που εκείνος υπέδειξε.
Ο Σωκράτης —ή κυρίως ο Σωκράτης— θα παραμείνει το σημείο αναφοράς για τη μεταγενέστερη ελληνική αντίληψη της ψυχής. Οι λεγόμενοι Μικροί Σωκρατικοί και συνολικά η κουλτούρα του 4ου αιώνα π.Χ. δέχθηκαν το μήνυμά του στη σωκρατική του απλότητα, χωρίς όμως να υιοθετήσουν τις πλατωνικές θεμελιώσεις και πολύ λιγότερο τους πλατωνικούς συσχετισμούς.
Ο Αριστοτέλης θα ακολουθήσει τον Πλάτωνα, αλλά οι ελληνιστικές σχολές θα επιστρέψουν περισσότερο στο σωκρατικό πνεύμα παρά στο πλατωνικό ή το αριστοτελικό, εμβαθύνοντας —ιδίως με το στωικισμό και τον νεοστωικισμό— στο νόημα της εσωτερικότητας της ψυχής.
Μόνο στην τελευταία περίοδο του ελληνικού στοχασμού, και συγκεκριμένα με τον νεοπλατωνισμό, η ελληνική σκέψη θα ξαναπιάσει το νήμα της ψυχής σε όλες τις διαστάσεις της, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στη μεταφυσική. Εκεί θα φανεί, μέσω της έννοιας της προόδου ή εκπορεύσεως, ο δεσμός της ψυχής με το Απόλυτο, και η ψυχή θα γίνει έτσι η τρίτη υπόσταση.
Δεν ήταν, επομένως, ο χριστιανικός στοχασμός που δημιούργησε την έννοια της ψυχής, όπως μερικές φορές λέγεται (Υπάρχουν, ωστόσο, και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η ιδέα της αθανασίας της ψυχής είναι εντελώς ξένη προς την αυθεντική χριστιανική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία δεν γίνεται λόγος για «αθανασία της ψυχής», αλλά για ανάσταση των νεκρών. Η επικάλυψη του ελληνικού με το χριστιανικό νόημα θα είχε πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με αυτή την άποψη, κατά τη διαδικασία της εξελληνίσεως του χριστιανισμού και θα συνιστούσε, τουλάχιστον στο επίπεδο της δογματικής, μια αθέμιτη παραμόρφωση, που έφθασε σχεδόν αναλλοίωτη έως τις μέρες μας. Βλ. O. Cullmann, Αθανασία της ψυχής ή ανάσταση των νεκρών;, Μπρέσια 1967, όπου ο συγγραφέας χαρακτηρίζει την πίστη στην αθανασία της ψυχής ως μία από τις σοβαρότερες παρεξηγήσεις που αφορούν τον χριστιανισμό (σ. 15). Όπως κι αν έχει το ζήτημα, η αρχική απόσταση που χώριζε ως προς αυτό το σημείο τον ελληνικό από τον χριστιανικό κόσμο μαρτυρείται με ιδιαίτερη σαφήνεια από τον Απόστολο Παύλο.
Αναφέρει ότι, ενώ κήρυττε στον Ἄρειο Πάγο, οι Έλληνες άκουγαν με προσοχή τα λόγια του· όταν όμως ο λόγος του έφτασε στο θέμα της αναστάσεως των νεκρών, τον διέκοψαν γελώντας και ειρωνευόμενοι:
«Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν, οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπαν· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (Πράξεις 17, 32). Έτσι, το ίδιο το επεισόδιο του Αρείου Πάγου αποδεικνύει τη ριζική διαφορά ανάμεσα στη σωκρατικο-πλατωνική ιδέα της ψυχής ως αθάνατης ουσίας και στη χριστιανική πίστη στην ανάσταση του σώματος, που μεταθέτει την ελπίδα όχι στην έμφυτη αθανασία, αλλά στην θεία πράξη της αναδημιουργίας.). Ο χριστιανισμός βρήκε, ήδη από τη γέννησή του, μια έννοια της ψυχής πλήρως διαμορφωμένη από μια παραδοσιακή πορεία αιώνων και, με ορισμένες προσαρμογές, τη θεώρησε απόλυτα συμβατή με τη Θεία Αποκάλυψη.
Συγκεκριμένα, η χριστιανική σκέψη υιοθέτησε την προσωπική διάσταση της ψυχής· έτσι, όπως σημειώνει ο Jaeger, στη σωκρατική γλώσσα «προαισθάνεται σχεδόν θεϊκά τον πυρήνα της χριστιανικής cura animarum — της φροντίδας για την ψυχή».
Παράλληλα, ο χριστιανισμός υιοθέτησε και τη θεμελιώδη πλατωνική διάσταση της ψυχής ως πνευματικής οντότητας, διορθώνοντας και συμπληρώνοντας την προοπτική του Φαίδωνος με το δόγμα της δημιουργίας.
Τέλος, επανέλαβε και την ορφικο-πυθαγόρεια-πλατωνική, δηλαδή εσχατολογική, διάσταση της ψυχής, αναβιώνοντάς την υπό το φως της θείας υπόσχεσης.
Και ήταν ακριβώς εξαιτίας της επιρροής του χριστιανικού στοχασμού πάνω στην κουλτούρα και, γενικότερα, στον τρόπο σκέψης του δυτικού ανθρώπου, που η ιδέα της ψυχής έγινε τόσο γνωστή και διαδεδομένη, σχεδόν όσο και η ίδια η έννοια του Θεού.
Στον σύγχρονο κόσμο, οι κυρίαρχες τάσεις φαίνεται να στρέφονται περισσότερο προς τον Σωκράτη παρά προς τον Πλάτωνα. Και υπό αυτή την οπτική, λοιπόν, φαίνεται να επιβεβαιώνεται εκείνο που έγραφε ο Ορτέγα ι Γκασσέτ, δηλαδή ότι στον Σωκράτη είναι κλεισμένο το κλειδί της ευρωπαϊκής ιστορίας, χωρίς το οποίο το παρελθόν και το παρόν μας θα ήταν ένα ακατανόητο ιερογλυφικό.
Πράγματι, ο κοσμικός πολιτισμός έχει υιοθετήσει κυρίως τη σημασία της ψυχῆς ως συνείδησης —δηλαδή ακριβώς τη σωκρατική διάσταση— ενώ, αντιθέτως, έχει απορρίψει τη μεταφυσική και την εσχατολογική διάσταση.
Ακόμη και για τον Φρόυντ και τα διάφορα ρεύματα της σύγχρονης ψυχανάλυσης, που, μιλώντας για την ψυχή, δίνουν μεγάλο χώρο στο ασυνείδητο, η συνείδηση παραμένει πάντοτε το καθοριστικό στοιχείο. Το αποδεικνύει το ίδιο το γεγονός ότι η μέθοδος της ανάλυσης συνίσταται στην επανεισαγωγή στη συνείδηση των στοιχείων και των μηχανισμών που είναι εγκλωβισμένα στο ασυνείδητο.
Από την άλλη πλευρά, η μεταφυσική σκέψη και η θεολογική στοχαστικότητα έχουν διατηρήσει κυρίως τις οντολογικές και εσχατολογικές διαστάσεις της ελληνικής αντίληψης για την ψυχή· ωστόσο κι αυτές, όπως ήδη σημειώσαμε, προϋποθέτουν τη σωκρατική διάσταση.
Ανακαλέσαμε, έστω και συνοπτικά, αυτές τις θέσεις της εποχής μας για να δείξουμε πόσο ουσιώδης είναι η συζήτηση σχετικά με την ελληνική αντίληψη της ψυχής και, ειδικότερα, πόσο καίριας σημασίας είναι, στο πλαίσιο αυτό, η αναφορά στον Σωκράτη.
Μάλιστα, επανερχόμενοι στον Σωκράτη και προσεγγίζοντας τη σωκρατική διάσταση της ψυχής —η οποία είναι προ-μεταφυσική και προ-οντολογική— η σημερινή μας κουλτούρα, τόσο ξένη προς τις μεταφυσικές προβολές και τις εσχατολογικές ελπίδες, θα μπορούσε ίσως να συνειδητοποιήσει ότι, μακριά από το να ανήκει στο λεξιλόγιο των λέξεων που έχασαν το νόημά τους, ο όρος ψυχή, με τη σωκρατική έννοια της συνείδησης, εκφράζει κάτι που έχει γίνει “μόνιμο κτήμα” — και, ίσως, δομικά αναντικατάστατο, χωρίς το οποίο ο δυτικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε πια να σκεφτεί τον εαυτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου