Συνέχεια από: Κεφάλαιο Τρίτο
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ
Στὴ διδασκαλία τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου βρίσκουμε ἀναλυτικὰ διατυπωμένη τὴν ἄποψη ὅτι τὰ πάθη εἶναι «συστατικὰ τῆς φύσεως ἰδιώματα» καταρχήν θετικά, ποὺ διαστρέφονται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη θέληση καὶ τὴν ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία1. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀφετηριακὰ ἀγαθή, τίποτα στὴ φύση δὲν εἶναι οὐσιαστικά κακό.«Κακία ἢ πάθος φυσικῶς ἐν τῇ φύσει οὐ πέφυκεν. Οὐ γὰρ ἐστι κτίστης παθῶν ὁ Θεός»2.
Δὲν εἶναι ἡθικὰ ἀδιάφορη ἡ φύση, ὅπως τὴν ὥρισε ὁ ᾿Αριστοτέλης καὶ ἀργότερα ὁ ᾿Ακινάτης, δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ οὐδέτερο ἔδαφος στὸ ὁποῖο ἡ ἀνθρώπινη θέληση πραγματοποιεῖ τὴν ἀρετὴ ἢ τὴν κακία. Ἡ φύση εἶναι καταρχὴν ἀγαθὴ γιατὶ εἶναι ποίημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς «ἐποίησε τὰ πάντα καλὰ λίαν»3. Ἡ ἁμαρτία, ριζωμένη στὴν ἀνθρώπινη θέληση δὲν εἶναι μιὰ δυνατότητα τῆς φύσεως, ἀλλὰ ἕνα παράσιτο τῆς φύσεως.[ΤΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ TA ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΑΜΕ ΣΕ ΠΑΘΗ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, ΑΦΟΥ ΠΑΡΑΔΩΣΑΜΕ ΑΜΑΧΗΤΙ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΜΑΣ. ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ ΛΙΑΝ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ]
«Ηπατήθησαν δέ τινες φήσαντες
φυσικὰ εἶναί τινα τῶν παθῶν ἐν τῇ ψυχῇ,
ἀγνοήσαντες ὅτι τὰ συστατικὰ τῆς φύσεως
ἰδιώματα ἡμεῖς εἰς πάθη μετηνέγκαμεν. Οἷον·
φύσει ἐν ἡμῖν ἡ σπορὰ διὰ τεκνογονίαν,
μετεποιήσαμεν δὲ ἡμεῖς αὐτὴν εἰς πορνείαν·
φύσει ἐν ἡμῖν ὁ θυμὸς κατὰ τοῦ ὄφεως,
κεχρήμεθα δὲ ἡμεῖς αὐτῷ κατὰ τοῦ πλησίον·
φύσει ἐν ἡμῖν ὁ ζῆλος διὰ τὸ τὰς ἀρετὰς ζηλοῦν,
ἡμεῖς δὲ ἐπὶ κακῷ ζηλοῦμεν·
φύσει τῇ ψυχῇ πρόσεστι τὸ δόξης ἐπιθυμεῖν,
ἀλλὰ τῆς ἄνω·
φύσει τὸ ὑπερηφανεύεσθαι,
ἀλλὰ κατὰ τῶν δαιμόνων·
ὁμοίως ἡ χαρά,
ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον καὶ τὴν τοῦ πλησίον εὐπραγίαν·
εἰλήφαμεν καὶ μνησικακίαν,
ἀλλὰ κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς ψυχῆς·
εἰλήφαμεν ἔφεσιν τρυφῆς,
οὐ μέντοι ἀσωτίας»4.
Ἡ προγενέστερη πατερικὴ διδασκαλία ποὺ ὥρισε τὰ πάθη «ἀφορμηθέντα ἐκ τῆς κτηνώδους ἀλογίας» δὲν γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὴν Κλίμακα. Ἐδῶ ὡς ἀφετηρία τῶν παθῶν ὁρίζονται τὰ συστατικά τῆς φύσεως ἰδιώματα ποὺ εἶναι θετικά καθεαυτὰ[ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ] καὶ ὄχι ἄλογα ἢ κτηνώδη. Τὰ ἴδια τὰ πάθη στὴν ἀρχική, «φυσική» τους καταβολὴ συνιστοῦν προτερήματα καὶ ἀρετὲς τῆς φύσεως: ἡ μνησικακία καὶ ἡ ἔφεση τῆς τρυφῆς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς δόξας καὶ ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ θυμὸς καὶ ὁ φυσικὸς τρόπος τῆς διαδοχῆς εἶναι θετικὰ ἰδιώματα ποὺ ἀναφέρονται στὴν καταρχὴν ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου «κατὰ λόγον» καὶ «κατὰ φύσιν» καὶ ὄχι σὲ μιὰ ἀφετηριακή κτηνώδη ἀλογία τῆς φύσεως. Μόνο ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ θεληματικὴ ἀλλοίωση τῶν φυσικῶν αὐτῶν ἰδιωμάτων, ἡ ἐπαναστατημένη ἀπολυτοποίησή τους, ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὴ «φυσική» – «κατὰ λόγον» καὶ «κατὰ φύσιν» – ζωή. Αν στὴν καθημερινὴ ἐμπειρία καὶ ἔκφραση τὸ πάθος ταυτίζεται καὶ γίνεται συνώνυμο μὲ τὴν κακία αὐτὸ ὀφείλεται καὶ σὲ μιὰ λαθεμένη ἀγωγὴ δυσπιστίας γιὰ τὰ θετικὰ ἰδιώματα τῆς φύσεως, ἀλλά, οπωσδήποτε, καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι συναντᾶμε συχνότερα τὴν ἀλλοίωση καὶ διαστροφὴ τῶν ἰδιωμάτων τῆς φύσεως καὶ ὄχι τὴν ἀγαθὴ ἀρχική τους μορφὴ καὶ φανέρωση.[ΤΙΠΟΤΕ ΑΓΑΘΟ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ. Η ΜΗΤΡΑ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΕΧΝΗΤΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΩΝ]
[Ανώνυμος είπε...
Αμέθυστε το τελευταίο σου σχόλιο [ΤΙΠΟΤΕ ΑΓΑΘΟ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ. Η ΜΗΤΡΑ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΕΧΝΗΤΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΩΝ] δεν το πιάνω. Πώς συνδέεται μ' αυτό που λέει ο Γιανναράς για τα τὰ πάθη που εἶναι «συστατικὰ τῆς φύσεως ἰδιώματα» καταρχήν θετικά και μ' αυτό που γράφεις "ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ ΛΙΑΝ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ (μετά την πτώση)";
amethystos είπε...
Λογικώς δέν ταυτίζεται η Φύση μέ τήν φύση τού ανθρώπου, διότι υπάρχει στή μέση ο νούς, ο οποίος απορρίπτεται από τήν νεωτερικότητα. Συνέπεια τής ταυτίσεως είναι η ταύτιση τής φυσικής μέ τήν μεταφυσική όπως διαμορφώθηκε από τόν ΓΑΛΙΛΑΊΟ. Ο οποίος εισήγαγε στήν θέση τής φύσεως τού ανθρώπου τήν βαρύτητα τής φύσεως. Ο Κύριος έλαβε τά αδιάβλητα πάθη δηλ. στήν περίπτωση τής γνώσεως δέν ισχύει τό πάθος τής γνώσεως αλλά η όρεξη τού ειδέναι. Τό πάθος είναι άμετρο, ασίγαστο, όπως ο πλούτος, η τέχνη γιά τήν τέχνη, όπως πραγματοποιήθηκε από τόν Λεονάρντο στήν Αναγέννηση. Ερευνούσε τά πτώματα, τήν δυνατότητα τού ανθρώπου νά πετάξει, όρισε τόν homo universalis. Tό χαμόγελο τής Τζοκόντα είναι ζωής ή θανάτου; τού Λουδοβίκου;. Πάθη σημαινουν πάθη ψυχής, έλλειψη μέτρου, ακόρεστη δύναμη, οι πειρασμοί τής ερήμου. Η ορεξη είναι κατά φύσιν καί η φύση έχει κορεσμό τής ορέξεως.Αποκατάσταση σημαίνει επιστροφή στό κατά φύσιν, στό όριο, όπως αποκαλύπτει η αρχή τής μή αντιφάσεως τήν οποία κατήργησε η Αναγέννηση καί σήμερα ο Πόππερ. Ο Σόρος υπήρξε η τζοκόντα τού Πόππερ. Ο Γιανναράς η τζοκόντα τού Κουτρουμπή. Ο δικός μας homo universalis. Oπως δοξάζεται. Η ταύτιση καλού καί κακού φερει στήν ύπαρξη τό άπειρο καί τό αιώνιο, τά δύο a priori τού Καντ, τίς αρχές τής δημιουργικότητος, τόν χώρο καί τόν χρόνο. Τά οποία δέν υπάρχουν παρά στήν διάνοια. Υφίστανται τής Δημιουργίας ένεκεν.]
Ἡ ἐμπειρία τῆς Κλίμακος ἐπισημαίνει τὸν «ἀφανῆ» τρόπο τῆς ἀλλοιώσεως τῶν ἰδιωμάτων τῆς φύσεως προβάλλοντας τὸ παράδειγμα τῆς διαστροφῆς καὶ αὐτῶν τῶν ἀρετῶν ποὺ τὶς ἐπιδιώκουμε συνειδητά. Ἐξασκόντας τὴν ἀρετὴ συχνὰ κατεργαζόμαστε καὶ τὴ διαστροφή της, τὴν ἀλλοίωσή της σὲ ἁμάρτημα καὶ πάθος.
«Ωσπερ ὕδωρ ἐκ πηγῶν ἀπαντλοῦντες,
ἔστιν ὅτε λεληθότως καὶ τὸν λεγόμενον βάτραχον συνηντλήσαμεν,
οὕτω καὶ τὰς ἀρετὰς κατεργαζόμενοι πολλάκις
συμπεπλεγμένας αὐταῖς ἀφανῶς τὰς κακίας μετερχόμεθα.
Οἷόν τι λέγω·
τῇ ξεδονοχείᾳ, ἡ γαστριμαργία συμπέπλεκται·
τῇ ἀγάπῃ, ἡ πορνεία·
τῇ διακρίσει, ἡ δεινότης·
τῇ φρονήσει, ἡ πονηρία...
τῇ ἁγνείᾳ, ἡ πικρία...»5.
Δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του μολυσμένο τὸ νερὸ ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν πηγή, οὔτε θὰ ἀποφύγουμε τὴ χρήση του γιὰ τὸν κίνδυνο τοῦ μολυσμοῦ. Ἡ ἀναφορὰ στὴ διαστροφὴ τῶν ἀρετῶν εἶναι πολύτιμη προκειμένου νὰ καταδειχθῆ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, δηλαδὴ ἡ ἀλλοίωση τοῦ σκοποῦ. Αὐτὴ ἡ ἀλλοίωση προσδιορίζεται στὸ παραπάνω χωρίο ὄχι ὡς θεληματικὴ καὶ συνειδητή, ἀλλὰ ὡς ἀνεπαίσθητη καὶ ἀφανής. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι θύμα, ἀπατημένος ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ ποὺ ἐπέσπειρε τὰ ζιζάνια στη φύση του. Ἐξασκεί τις ἀρετὲς καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ κατεργάζεται τὴν ἁμαρτία. Τὰ ὅρια εἶναι δυσδιάκριτα, τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀλλοιώσεως παραμονεύει μέσα στὶς ἴδιες τὶς δυνατότητες τῆς φύσεως. Προσφέρει ὁ μοναχὸς φιλοξενία, διακονεῖ τοὺς περαστικοὺς καὶ ὁδοιπόρους, τοὺς παρακαλεῖ νὰ μετάσχουν ἄφοβα στὴν τροφή, μετέχει κι ὁ ἴδιος γιὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνη. Καὶ βρίσκεται δέσμιος ἀκούσιος τῆς γαστριμαργίας. ᾿Αντίστοιχα ὁ κοσμικὸς ζῇ τὴν ἀγάπη, ὡς γεγονὸς αὐτοπροσφορᾶς καὶ κοινωνίας, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸν χῶρο τοῦ μυστηρίου τῆς συναντήσεως δυὸ προσώπων ἀναδύεται ἡ πορνικὴ ἐπιθυμία τῆς ἀνεύθυνης ἡδονῆς. Ἡ διάκριση, ἡ πιὸ καθολικὴ ἀπὸ τὶς ἀρετές, σύνθεση καὶ ἔκφραση ὅλων τῶν ἄλλων πνευματικῶν χαρισμάτων, καταλήγει σὲ δεινότητα καὶ ἐφευρετικότητα ποικίλων μηχανευμάτων γιὰ τὸν ἡσυχασμὸ τῆς συνειδήσεως. Ακόμα καὶ ἡ ἁγνότητα, αὐτὸ τὸ ἐπίτευγμα τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητος, μπορεῖ νὰ εἶναι ταυτόχρονα μιὰ στέρηση δίχως διέξοδο αὐτοπροσφορᾶς, ποὺ μεταμορφώνεται σὲ πικρία καὶ σκληρότητα.
Ωστόσο, ὁ ἁμαρτητικός χαρακτήρας τῶν παθῶν τελικὰ δὲν ἀναφέρεται στὴ φύση, ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν πτώση, εἶναι μιὰ ἐπισπορὰ στὴ φύση, ἕνα νόσημα τῆς φύσεως. Εἴδαμε καὶ ἀλλοῦ ὅτι ἡ διαστροφὴ τῶν ἀγαθῶν ἰδιωμάτων ἂν καὶ δὲν ἀνήκει στὴ φύση, (δὲν ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι καταρχὴν ἡ φύση) ὅμως ἔχει γίνει μετὰ τὴν πτώση ἔξη καὶ ροπὴ τῆς φύσεως. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι ἡ διαστροφὴ ἀποτέλεσμα μόνο τῆς συγκεκριμένης ἀποτυχίας καὶ ἀποστασίας τοῦ κάθε προσώπου, ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μετοχῆς στὴν ἀφετηριακὴ καθολική πτώση – στὴν πτώση ποὺ κληροδότησε στη φύση τὴν ἁμαρτητικὴ ἕξη καὶ ροπή. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του μετέχει ὁ ἄνθρωπος στὴ φύση τῶν γονέων καὶ τῶν προγόνων του τόσο ἄμεσα καὶ οὐσιαστικά, ὥστε νὰ κληρονομή σωματικὰ καὶ ψυχικὰ χαι ρακτηριστικὰ καὶ ὁμοιότητες, σωματικὰ καὶ ψυχικά προτερήματα καὶ ἐλαττώματα, σωματικὰ καὶ ψυχικά νοσήματα. Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶναι μέρος ἀναπόσπαστο τῆς μιᾶς καθολικῆς φύσεως ὁ κάθε ἄνθρωπος μετέχει ἀναπόφευκτα καὶ στὴν καθολικὴ φθορὰ καὶ διαστροφὴ ποὺ κυριάρχησε στη φύση μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ ᾿Αδάμ6.
Ἡ ἁμαρτία ὅμως καὶ ἡ φθορὰ ἂν καὶ κυριαρχοῦν στὴ φύση δὲν ἀποτελοῦν συστατικὰ ἰδιώματα τῆς φύσεως, εἶναι ἐπιφαινόμενα, γεγονότα δευτερογενῆ ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀνταρσία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας [ΜΑΛΛΟΝ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΘΟΤΙ ΑΝΑΓΚΑΙΩΣ ΟΦΕΙΛΕ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ, ΤΗΝ ΦΡΕΝΑΡΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΠΕΤΡΕΨΕ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ. ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΔΕΝ ΔΙΕΘΕΤΕ ΠΛΕΟΝ ΙΧΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ] καὶ ὄχι στη δημιουργία τοῦ Θεοῦ7. Ἡ ἐμπειρία τῆς Κλίμακος διαπιστώνει, ἀκόμη καὶ στὴν κατάσταση τῆς πτώσεως καὶ τῆς διαφθορᾶς, πολλὲς «φυσικές» ἀρετὲς ποὺ διατηροῦνται στὴν ἀνθρώπινη φύση:
«᾿Αρεταὶ φυσικαὶ ἐν ἡμῖν πολλαὶ παρὰ τοῦ Θεοῦ γεγόνασιν,
ἐξ ὧν εἶσι καὶ αὗται σαφῶς·
ἡ ἐλεημοσύνη· εἴπερ καὶ Ἕλληνες συμπαθοῦσιν·
ἡ ἀγάπη· εἴπερ καὶ τὰ ἄλογα ζώα
πολλάκις ἐπὶ τῇ στερήσει ἀλλήλων ἐδάκρυσαν·
ἡ πίστις· πάντες γὰρ ταύτην ἐν ἑαυτοῖς ἀποτίκτομεν·
ἡ ἐλπίς· ἐπεὶ καὶ δανειζόμενοι καὶ δανείζοντες
καὶ πλέοντες καὶ σπείροντες ἐλπίζομεν τὰ χρηστότερα.
Εἰ τοίνυν, ὡς ἀποδέδεικται,
ἡ ἀγάπη φυσικὴ ἀρετὴ ἐν ἡμῖν καθέστηκε,
σύνδεσμος δὲ καὶ πλήρωμα νόμου αὕτη,
οὐκοῦν οὐ πόρρῳ τῆς φύσεως αἱ ἀρεταὶ καθεστήκασιν»8.
Ἡ διαπίστωση ὅτι ὑπάρχει κάποια φυσικὴ ἀρετὴ καὶ στὴν ἄλογη φύση δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ προσδιορίσουμε ὡς «ἀλογία» καὶ «κτηνωδία» τὸν ἁμαρτητικὸ χαρακτήρα τῶν ἐπαναστατημένων;; παθῶν.[ΤΑ ΠΑΘΗ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΤΡΑ, ΚΑΘΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ] ᾿Ανάμεσα στὴ διαφθορὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν ἀλογία τῶν ζώων δὲν ὑπάρχει ἀναλογία, γιατὶ τὰ ζῶα δὲν ἔχουν τὸ προνόμιο τῆς εὐθύνης καὶ τῆς ἐλευθερίας, δηλαδὴ τὴ δυνατότητα νὰ παραβαίνουν τὸ φυσικό σκοπὸ καὶ προορισμό τους.[ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΙ] Οπωσδήποτε ἡ καθολικὴ κτίση «συστενάζει καὶ συνωδίνει» μὲ τὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν πτώση, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀναφορὰ τῆς ἁμαρτίας στὴν ἄλογη φύση, σημαίνει μόνο τὴ δυσαρμονία στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ὑπόλοιπη κτίση. Αὐτὴ ἡ δυσαρμονία δὲν ἐπιτρέπει στὴν κτίση νὰ μετάσχη ὁλοκληρωτικὰ στὴν κοινωνία τῆς Χάρης, νὰ πραγματώση τὸν φυσικό προορισμό της, τὴ «λογοποίησή» της, ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὴ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου.[ΜΑΛΛΟΝ ΑΛΛΑΞΕ ΣΕΛΙΔΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ. ΠΟΙΑ ΧΑΡΗ; Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΕΝΝΟΕΙ ΚΑΝ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΟΤΙ ΑΜΑΡΤΑΝΕΙ. ΕΛΑΒΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΝΟΗΣΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ]
Ὑπογραμμίζεται ἀκόμα στὴν Κλίμακα ὅτι ἡ ἀλλοίωση καὶ διαστροφὴ τῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων δὲν καταλήγει ἀποκλειστικά σὲ ἁμαρτητικὰ πάθη τοῦ σώματος;;;.[ΑΛΛΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ] Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀνεπαίσθητες καὶ ἀφανεῖς ἀλλοιώσεις τῶν ἀρετῶν προσδιορίζονται καὶ ἄλλες φάσεις καθολικῆς δοκιμασίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ συγκεκριμένα διαδοχικά στάδια ὡς τὴν πραγματοποίηση τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸ πάθος. Αὐτὰ τὰ στάδια στὰ ὁποῖα δοκιμάζεται ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος προτοῦ καταλήξη στὸ πάθος, εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς Κλίμακος, τὰ ἑξῆς: ἡ προσβολή, ὁ συνδυασμός, ἡ συγκατάθεση, ἡ αἰχμαλωσία, ἡ πάλη καὶ τελικὰ τὸ πάθος. Καὶ περισσότερο συγκεκριμένα
«προσβολὴν μὲν οἱ μακάριοι εἶναι ὁρίζονται,
λόγον ψιλὸν ἢ εἰκόνα τοῦ τυχόντος,
νεοφανῶς ἐν τῇ καρδίᾳ ἐμφερομένην.
Συνδυασμόν δέ,
τὸ συλλαλῆσαι τῷ φανέντι κατὰ πάθος, ἢ ἀπαθῶς.
Συγκατάθεσιν δέ,
νεῦσιν ἐνήδονον τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ὀφθὲν γινομένην.
Αἰχμαλωσίαν δέ,
βιαίαν καὶ ἀκούσιον τῆς καρδίας ἀπαγωγήν·
ἢ ἐπίμονον συνουσίαν πρὸς τὸ τυχόν,
καὶ τῆς ἀρίστης ἡμῶν καταστάσεως ἀφανιστικήν.
Πάλην δὲ ὁρίζονται εἶναι,
ἰσοσθενῆ πρὸς τὸν μαχόμενον δύναμιν,
ἑκουσίως ἢ νικῶσαν, ἢ τὴν ἧτταν ὑπομένουσαν.
Πάθος δὲ κυρίως εἶναι λέγουσι,
τὸ χρόνῳ μακρῷ τῇ ψυχῇ ἐμπαθῶς ἐμφωλεῦον,
καὶ ὥσπερ εἰς ἕξιν αὐτὴν λοιπὸν ἐν τῇ πρὸς ἑαυτὸ συνηθείᾳ ἀγαγόν,
ὡς αὐθαιρέτως καὶ οἰκείως αὐτομολεῖν»9.
Βλέπουμε ἐδῶ καὶ τὶς ἔξι βιωματικὲς αὐτὲς φάσεις τῆς ἀναμετρήσεως μὲ τὴν ἁμαρτία νὰ πραγματοποιοῦνται στὸν χῶρο τῆς «καρδίας» τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ νὰ προϋποθέτουν τὴ μετοχὴ ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου στὸν ἀγώνα αὐτόν. Οἱ ὅροι «ψυχή» καὶ «καρδία» ποὺ ἐναλλάσσονται στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα δὲν ἀποκλείουν τὴ μετοχὴ τοῦ σώματος στὸ πάθος, ἀποκαλύπτουν ὡστόσο ὅτι ὁ χῶρος τοῦ πάθους τελικὰ δὲν εἶναι ἡ φύση, ἀλλὰ τὸ κέντρο τῆς ἑνιαίας ψυχοσωματικῆς πραγματικότητος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ χῶρος τῆς θελήσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας.[ΠΟΥ ΤΗΝ ΒΡΗΚΕ; ΚΑΝΟΥΜΕ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡΙΑΝΑ ΑΛΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΑ!!]
Ἔτσι φτάνουμε σὲ ἕναν ἀκριβέστερο προσδιορισμό τοῦ πάθους ποὺ ἀνταποκρίνεται περισσότερο καὶ στὸ ἀρνητικό περιεχόμενο μὲ τὸ ὁποῖο ἔχει φορτισθῆ ὁ ὅρος. Εἶναι ὁ ἐθισμὸς τῆς ψυχῆς στὴν ἐνήδονη συγκατάθεση, ἡ παράδοση τῆς θελήσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας στὴν ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία. Ὁ ἐθισμὸς τῆς ψυχῆς ἀφήνει ἀνεμπόδιστη τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως, δημιουργεῖ στὴ φύση ἕνα καθεστώς ἁμαρτίας. ᾿Αλλὰ καὶ τότε ἀκόμη, στὴν και τάσταση αὐτὴ τῆς ἥττας καὶ τῆς ὑποταγῆς, δὲν εἶναι ἡ ὑλική φύση αἰτία τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ ποὺ γίνεται «αὐτεπίβουλος» καὶ «αὐτοπολέμιος»:
«...μετὰ τὸ τελείως συνεθισθῆναι τὴν ψυχὴν
καὶ εἰς ἄκρον ποιωθῆναι τοῖς πάθεσιν,
αὐτεπίβουλον οὖσαν λοιπὸν καὶ αὐτοπολέμιον»10.
Πρέπει νὰ ἐπαναλάβουμε τοὺς δυὸ παράγοντες ποὺ ἔχουν συνεργήσει γιὰ νὰ δουλωθῆ ἡ ψυχὴ στὰ πάθη: Εἶναι ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ διάβολος, καὶ ἡ κληρονομημένη ροπὴ τῆς φύσεως πρὸς τὴν «παρὰ φύσιν» ἀνταρσία.[ΕΥΚΟΛΙΑ. ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΛΗΣΗ] Ωστόσο τὸ πάθος δὲν προσδιορίζεται οὔτε ἀπὸ τὴν ἐπαναστατημένη ροπὴ τῆς φύσεως οὔτε ἀπὸ τὴν ἐπισπορὰ τοῦ διαβόλου, τὸ πάθος ὁρίζεται ἀπὸ τὴ συγκατάθεση καὶ τὸν συντονισμὸ τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἐπανάσταση ἐνάντια στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.[ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ] Στὸ ἀπόσπασμα ὅπου εἶδαμε νὰ διαγράφωνται τὰ ἕξι στάδια τῆς ἀναμετρήσεως μὲ τὴν ἁμαρτία, ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ εἶναι «βιαία καὶ ἀκούσιος» ἡ αἰχμαλωσία τῆς καρδίας, καὶ ἡ πάλη «ἰσοσθενὴς πρὸς τὸν μαχόμενον δύναμις ἢ νικῶσα, ἢ τὴν ήτταν ὑπομένουσα». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ νικηθῆ ἀπὸ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως ἢ ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ διαβόλου, ἡ ἥττα του δὲν ἔχει φτάσει νὰ εἶναι πάθος, ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει συγκατατεθῆ, δὲν ἔχει προχωρήσει στὴν «ἐνήδονη νεύση».
Ἐδῶ πρέπει νὰ προστεθῆ ἕνας ἀκόμη μετριασμὸς μιᾶς τυχὸν ἀπόλυτης ἐκδοχῆς τοῦ πάθους. Καὶ ὅταν κυριαρχήσουν τὰ πάθη στη φύση μετὰ τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὴ συγκατάθεση τῆς ψυχῆς, δὲν εἶναι ἀνεπανόρθωτη ἡ φθορὰ τῆς φύσεως. Συχνὰ ἡ ὑποδούλωση στὰ πάθη εἶναι μιὰ μορφὴ παιδαγωγίας, ἕνας δρόμος γιὰ νὰ ἀποκατασταθῆ ὁ ἄνθρωπος στὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ περισσότερη ἐπίγνωση καὶ πεῖρα.
«Θαρσείτωσαν οἱ τεταπεινωμένοι ἐμπαθεῖς.
Εἰ γὰρ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς βοθύνοις πέσωσι
καὶ ἐν πάσαις ταῖς παγίσι βροχισθῶσι
καὶ πᾶσαν νόσον νοσήσουσιν,
ἀλλὰ γε μετὰ τὴν ὑγείαν
πᾶσιν ἰατροὶ καὶ φωστῆρες καὶ λύχνοι καὶ κυβερνῆται
γενήσονται,
ἑκάστης νόσου καὶ τρόπους διδάσκοντες
καὶ τοὺς μέλλοντας πίπτειν ἐκ τῆς οἰκείας διασώζοντες πείρας»11.
Σὲ παιδαγωγικὴ ὠφέλεια ἀποβλέπουν καὶ ἐκεῖνα τὰ πάθη ποὺ ἡ Κλίμακα τὰ χαρακτηρίζει «ἀναμάρτητα» – πάθη ποὺ τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς σὲ ἀνθρώπους προχωρημένους στὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ γιὰ περισσότερο πλοῦτο ταπεινοφροσύνης.
«Ἔστιν παρὰ τοῖς πνευματικοῖς πολλάκις
τινὰ εὐτελέστατα
πάθη οἰκονομικῶς ἐκ Θεοῦ καταλιμπανόμενα·
ἵνα, δι᾽ εὐτελῶν τινων καὶ ἀναμαρτήτων ἑαυτοὺς λίαν καταμεμφόμενοι
πλοῦτον ἄσυλον ταπεινοφροσύνης προσκτήσωνται»12.
Ἡ ἄποψη αὐτὴ γιὰ τὰ ἀναμάρτητα πάθη σχετίζεται τόσο μὲ τὴν ἀρχικὴ βεβαιότητα τῆς Κλίμακος γιὰ τὸν ἀγαθὸ πυρήνα τῶν παθῶν ὅσο καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ κυριαρχήση ἀπόλυτα πάνω στὴν ἐπαναστατημένη φύση ποὺ κληρονόμησε. [ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΗΝΕΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ] Στὴν πρώτη περίπτωση ἀναφέρεται καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ εἶχε ὅλα τὰ φυσικὰ πάθη, ἀπαλλαγμένα ὅμως ἀπὸ τὴ διαστροφὴ τῆς ροπῆς πρὸς τὸ «παρὰ φύσιν». Λέει ἡ Κλίμακα:
«Ὁ καλὸς ἡμῶν διδάσκαλος
τὸ ἀπαθὲς ὑπέδειξεν ἡμῖν μίσος, εἰπών·
μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου εἰσὶν
οἱ ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»13.
Αὐτὴ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπὸ τὸν φυσικό δεσμὸ τῆς σαρκικῆς συγγένειας καὶ τὸν τονισμὸ τῶν νέων δεσμῶν ποὺ δημιουργοῦνται μέσα στὴν κοινωνία τοῦ Βασιλείου τῆς Χάρης, τὸ ἀποδίδει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος σὲ ἕνα ἀνθρώπινο πάθος, ἀναμάρτητο, στὸ ἀπαθὲς μίσος.
***
«Ωσπερ ὕδωρ ἐκ πηγῶν ἀπαντλοῦντες,
ἔστιν ὅτε λεληθότως καὶ τὸν λεγόμενον βάτραχον συνηντλήσαμεν,
οὕτω καὶ τὰς ἀρετὰς κατεργαζόμενοι πολλάκις
συμπεπλεγμένας αὐταῖς ἀφανῶς τὰς κακίας μετερχόμεθα.
Οἷόν τι λέγω·
τῇ ξεδονοχείᾳ, ἡ γαστριμαργία συμπέπλεκται·
τῇ ἀγάπῃ, ἡ πορνεία·
τῇ διακρίσει, ἡ δεινότης·
τῇ φρονήσει, ἡ πονηρία...
τῇ ἁγνείᾳ, ἡ πικρία...»5.
Δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του μολυσμένο τὸ νερὸ ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν πηγή, οὔτε θὰ ἀποφύγουμε τὴ χρήση του γιὰ τὸν κίνδυνο τοῦ μολυσμοῦ. Ἡ ἀναφορὰ στὴ διαστροφὴ τῶν ἀρετῶν εἶναι πολύτιμη προκειμένου νὰ καταδειχθῆ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, δηλαδὴ ἡ ἀλλοίωση τοῦ σκοποῦ. Αὐτὴ ἡ ἀλλοίωση προσδιορίζεται στὸ παραπάνω χωρίο ὄχι ὡς θεληματικὴ καὶ συνειδητή, ἀλλὰ ὡς ἀνεπαίσθητη καὶ ἀφανής. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι θύμα, ἀπατημένος ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ ποὺ ἐπέσπειρε τὰ ζιζάνια στη φύση του. Ἐξασκεί τις ἀρετὲς καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ κατεργάζεται τὴν ἁμαρτία. Τὰ ὅρια εἶναι δυσδιάκριτα, τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀλλοιώσεως παραμονεύει μέσα στὶς ἴδιες τὶς δυνατότητες τῆς φύσεως. Προσφέρει ὁ μοναχὸς φιλοξενία, διακονεῖ τοὺς περαστικοὺς καὶ ὁδοιπόρους, τοὺς παρακαλεῖ νὰ μετάσχουν ἄφοβα στὴν τροφή, μετέχει κι ὁ ἴδιος γιὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνη. Καὶ βρίσκεται δέσμιος ἀκούσιος τῆς γαστριμαργίας. ᾿Αντίστοιχα ὁ κοσμικὸς ζῇ τὴν ἀγάπη, ὡς γεγονὸς αὐτοπροσφορᾶς καὶ κοινωνίας, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸν χῶρο τοῦ μυστηρίου τῆς συναντήσεως δυὸ προσώπων ἀναδύεται ἡ πορνικὴ ἐπιθυμία τῆς ἀνεύθυνης ἡδονῆς. Ἡ διάκριση, ἡ πιὸ καθολικὴ ἀπὸ τὶς ἀρετές, σύνθεση καὶ ἔκφραση ὅλων τῶν ἄλλων πνευματικῶν χαρισμάτων, καταλήγει σὲ δεινότητα καὶ ἐφευρετικότητα ποικίλων μηχανευμάτων γιὰ τὸν ἡσυχασμὸ τῆς συνειδήσεως. Ακόμα καὶ ἡ ἁγνότητα, αὐτὸ τὸ ἐπίτευγμα τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητος, μπορεῖ νὰ εἶναι ταυτόχρονα μιὰ στέρηση δίχως διέξοδο αὐτοπροσφορᾶς, ποὺ μεταμορφώνεται σὲ πικρία καὶ σκληρότητα.
Ωστόσο, ὁ ἁμαρτητικός χαρακτήρας τῶν παθῶν τελικὰ δὲν ἀναφέρεται στὴ φύση, ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν πτώση, εἶναι μιὰ ἐπισπορὰ στὴ φύση, ἕνα νόσημα τῆς φύσεως. Εἴδαμε καὶ ἀλλοῦ ὅτι ἡ διαστροφὴ τῶν ἀγαθῶν ἰδιωμάτων ἂν καὶ δὲν ἀνήκει στὴ φύση, (δὲν ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι καταρχὴν ἡ φύση) ὅμως ἔχει γίνει μετὰ τὴν πτώση ἔξη καὶ ροπὴ τῆς φύσεως. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι ἡ διαστροφὴ ἀποτέλεσμα μόνο τῆς συγκεκριμένης ἀποτυχίας καὶ ἀποστασίας τοῦ κάθε προσώπου, ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μετοχῆς στὴν ἀφετηριακὴ καθολική πτώση – στὴν πτώση ποὺ κληροδότησε στη φύση τὴν ἁμαρτητικὴ ἕξη καὶ ροπή. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του μετέχει ὁ ἄνθρωπος στὴ φύση τῶν γονέων καὶ τῶν προγόνων του τόσο ἄμεσα καὶ οὐσιαστικά, ὥστε νὰ κληρονομή σωματικὰ καὶ ψυχικὰ χαι ρακτηριστικὰ καὶ ὁμοιότητες, σωματικὰ καὶ ψυχικά προτερήματα καὶ ἐλαττώματα, σωματικὰ καὶ ψυχικά νοσήματα. Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶναι μέρος ἀναπόσπαστο τῆς μιᾶς καθολικῆς φύσεως ὁ κάθε ἄνθρωπος μετέχει ἀναπόφευκτα καὶ στὴν καθολικὴ φθορὰ καὶ διαστροφὴ ποὺ κυριάρχησε στη φύση μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ ᾿Αδάμ6.
Ἡ ἁμαρτία ὅμως καὶ ἡ φθορὰ ἂν καὶ κυριαρχοῦν στὴ φύση δὲν ἀποτελοῦν συστατικὰ ἰδιώματα τῆς φύσεως, εἶναι ἐπιφαινόμενα, γεγονότα δευτερογενῆ ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀνταρσία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας [ΜΑΛΛΟΝ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΘΟΤΙ ΑΝΑΓΚΑΙΩΣ ΟΦΕΙΛΕ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ, ΤΗΝ ΦΡΕΝΑΡΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΠΕΤΡΕΨΕ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ. ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΔΕΝ ΔΙΕΘΕΤΕ ΠΛΕΟΝ ΙΧΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ] καὶ ὄχι στη δημιουργία τοῦ Θεοῦ7. Ἡ ἐμπειρία τῆς Κλίμακος διαπιστώνει, ἀκόμη καὶ στὴν κατάσταση τῆς πτώσεως καὶ τῆς διαφθορᾶς, πολλὲς «φυσικές» ἀρετὲς ποὺ διατηροῦνται στὴν ἀνθρώπινη φύση:
«᾿Αρεταὶ φυσικαὶ ἐν ἡμῖν πολλαὶ παρὰ τοῦ Θεοῦ γεγόνασιν,
ἐξ ὧν εἶσι καὶ αὗται σαφῶς·
ἡ ἐλεημοσύνη· εἴπερ καὶ Ἕλληνες συμπαθοῦσιν·
ἡ ἀγάπη· εἴπερ καὶ τὰ ἄλογα ζώα
πολλάκις ἐπὶ τῇ στερήσει ἀλλήλων ἐδάκρυσαν·
ἡ πίστις· πάντες γὰρ ταύτην ἐν ἑαυτοῖς ἀποτίκτομεν·
ἡ ἐλπίς· ἐπεὶ καὶ δανειζόμενοι καὶ δανείζοντες
καὶ πλέοντες καὶ σπείροντες ἐλπίζομεν τὰ χρηστότερα.
Εἰ τοίνυν, ὡς ἀποδέδεικται,
ἡ ἀγάπη φυσικὴ ἀρετὴ ἐν ἡμῖν καθέστηκε,
σύνδεσμος δὲ καὶ πλήρωμα νόμου αὕτη,
οὐκοῦν οὐ πόρρῳ τῆς φύσεως αἱ ἀρεταὶ καθεστήκασιν»8.
Ἡ διαπίστωση ὅτι ὑπάρχει κάποια φυσικὴ ἀρετὴ καὶ στὴν ἄλογη φύση δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ προσδιορίσουμε ὡς «ἀλογία» καὶ «κτηνωδία» τὸν ἁμαρτητικὸ χαρακτήρα τῶν ἐπαναστατημένων;; παθῶν.[ΤΑ ΠΑΘΗ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΤΡΑ, ΚΑΘΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ] ᾿Ανάμεσα στὴ διαφθορὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν ἀλογία τῶν ζώων δὲν ὑπάρχει ἀναλογία, γιατὶ τὰ ζῶα δὲν ἔχουν τὸ προνόμιο τῆς εὐθύνης καὶ τῆς ἐλευθερίας, δηλαδὴ τὴ δυνατότητα νὰ παραβαίνουν τὸ φυσικό σκοπὸ καὶ προορισμό τους.[ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΙ] Οπωσδήποτε ἡ καθολικὴ κτίση «συστενάζει καὶ συνωδίνει» μὲ τὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν πτώση, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀναφορὰ τῆς ἁμαρτίας στὴν ἄλογη φύση, σημαίνει μόνο τὴ δυσαρμονία στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ὑπόλοιπη κτίση. Αὐτὴ ἡ δυσαρμονία δὲν ἐπιτρέπει στὴν κτίση νὰ μετάσχη ὁλοκληρωτικὰ στὴν κοινωνία τῆς Χάρης, νὰ πραγματώση τὸν φυσικό προορισμό της, τὴ «λογοποίησή» της, ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὴ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου.[ΜΑΛΛΟΝ ΑΛΛΑΞΕ ΣΕΛΙΔΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ. ΠΟΙΑ ΧΑΡΗ; Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΕΝΝΟΕΙ ΚΑΝ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΟΤΙ ΑΜΑΡΤΑΝΕΙ. ΕΛΑΒΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΝΟΗΣΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ]
Ὑπογραμμίζεται ἀκόμα στὴν Κλίμακα ὅτι ἡ ἀλλοίωση καὶ διαστροφὴ τῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων δὲν καταλήγει ἀποκλειστικά σὲ ἁμαρτητικὰ πάθη τοῦ σώματος;;;.[ΑΛΛΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ] Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀνεπαίσθητες καὶ ἀφανεῖς ἀλλοιώσεις τῶν ἀρετῶν προσδιορίζονται καὶ ἄλλες φάσεις καθολικῆς δοκιμασίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ συγκεκριμένα διαδοχικά στάδια ὡς τὴν πραγματοποίηση τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸ πάθος. Αὐτὰ τὰ στάδια στὰ ὁποῖα δοκιμάζεται ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος προτοῦ καταλήξη στὸ πάθος, εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς Κλίμακος, τὰ ἑξῆς: ἡ προσβολή, ὁ συνδυασμός, ἡ συγκατάθεση, ἡ αἰχμαλωσία, ἡ πάλη καὶ τελικὰ τὸ πάθος. Καὶ περισσότερο συγκεκριμένα
«προσβολὴν μὲν οἱ μακάριοι εἶναι ὁρίζονται,
λόγον ψιλὸν ἢ εἰκόνα τοῦ τυχόντος,
νεοφανῶς ἐν τῇ καρδίᾳ ἐμφερομένην.
Συνδυασμόν δέ,
τὸ συλλαλῆσαι τῷ φανέντι κατὰ πάθος, ἢ ἀπαθῶς.
Συγκατάθεσιν δέ,
νεῦσιν ἐνήδονον τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ὀφθὲν γινομένην.
Αἰχμαλωσίαν δέ,
βιαίαν καὶ ἀκούσιον τῆς καρδίας ἀπαγωγήν·
ἢ ἐπίμονον συνουσίαν πρὸς τὸ τυχόν,
καὶ τῆς ἀρίστης ἡμῶν καταστάσεως ἀφανιστικήν.
Πάλην δὲ ὁρίζονται εἶναι,
ἰσοσθενῆ πρὸς τὸν μαχόμενον δύναμιν,
ἑκουσίως ἢ νικῶσαν, ἢ τὴν ἧτταν ὑπομένουσαν.
Πάθος δὲ κυρίως εἶναι λέγουσι,
τὸ χρόνῳ μακρῷ τῇ ψυχῇ ἐμπαθῶς ἐμφωλεῦον,
καὶ ὥσπερ εἰς ἕξιν αὐτὴν λοιπὸν ἐν τῇ πρὸς ἑαυτὸ συνηθείᾳ ἀγαγόν,
ὡς αὐθαιρέτως καὶ οἰκείως αὐτομολεῖν»9.
Βλέπουμε ἐδῶ καὶ τὶς ἔξι βιωματικὲς αὐτὲς φάσεις τῆς ἀναμετρήσεως μὲ τὴν ἁμαρτία νὰ πραγματοποιοῦνται στὸν χῶρο τῆς «καρδίας» τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ νὰ προϋποθέτουν τὴ μετοχὴ ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου στὸν ἀγώνα αὐτόν. Οἱ ὅροι «ψυχή» καὶ «καρδία» ποὺ ἐναλλάσσονται στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα δὲν ἀποκλείουν τὴ μετοχὴ τοῦ σώματος στὸ πάθος, ἀποκαλύπτουν ὡστόσο ὅτι ὁ χῶρος τοῦ πάθους τελικὰ δὲν εἶναι ἡ φύση, ἀλλὰ τὸ κέντρο τῆς ἑνιαίας ψυχοσωματικῆς πραγματικότητος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ χῶρος τῆς θελήσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας.[ΠΟΥ ΤΗΝ ΒΡΗΚΕ; ΚΑΝΟΥΜΕ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡΙΑΝΑ ΑΛΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΑ!!]
Ἔτσι φτάνουμε σὲ ἕναν ἀκριβέστερο προσδιορισμό τοῦ πάθους ποὺ ἀνταποκρίνεται περισσότερο καὶ στὸ ἀρνητικό περιεχόμενο μὲ τὸ ὁποῖο ἔχει φορτισθῆ ὁ ὅρος. Εἶναι ὁ ἐθισμὸς τῆς ψυχῆς στὴν ἐνήδονη συγκατάθεση, ἡ παράδοση τῆς θελήσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας στὴν ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία. Ὁ ἐθισμὸς τῆς ψυχῆς ἀφήνει ἀνεμπόδιστη τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως, δημιουργεῖ στὴ φύση ἕνα καθεστώς ἁμαρτίας. ᾿Αλλὰ καὶ τότε ἀκόμη, στὴν και τάσταση αὐτὴ τῆς ἥττας καὶ τῆς ὑποταγῆς, δὲν εἶναι ἡ ὑλική φύση αἰτία τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ ποὺ γίνεται «αὐτεπίβουλος» καὶ «αὐτοπολέμιος»:
«...μετὰ τὸ τελείως συνεθισθῆναι τὴν ψυχὴν
καὶ εἰς ἄκρον ποιωθῆναι τοῖς πάθεσιν,
αὐτεπίβουλον οὖσαν λοιπὸν καὶ αὐτοπολέμιον»10.
Πρέπει νὰ ἐπαναλάβουμε τοὺς δυὸ παράγοντες ποὺ ἔχουν συνεργήσει γιὰ νὰ δουλωθῆ ἡ ψυχὴ στὰ πάθη: Εἶναι ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ διάβολος, καὶ ἡ κληρονομημένη ροπὴ τῆς φύσεως πρὸς τὴν «παρὰ φύσιν» ἀνταρσία.[ΕΥΚΟΛΙΑ. ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΛΗΣΗ] Ωστόσο τὸ πάθος δὲν προσδιορίζεται οὔτε ἀπὸ τὴν ἐπαναστατημένη ροπὴ τῆς φύσεως οὔτε ἀπὸ τὴν ἐπισπορὰ τοῦ διαβόλου, τὸ πάθος ὁρίζεται ἀπὸ τὴ συγκατάθεση καὶ τὸν συντονισμὸ τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἐπανάσταση ἐνάντια στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.[ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ] Στὸ ἀπόσπασμα ὅπου εἶδαμε νὰ διαγράφωνται τὰ ἕξι στάδια τῆς ἀναμετρήσεως μὲ τὴν ἁμαρτία, ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ εἶναι «βιαία καὶ ἀκούσιος» ἡ αἰχμαλωσία τῆς καρδίας, καὶ ἡ πάλη «ἰσοσθενὴς πρὸς τὸν μαχόμενον δύναμις ἢ νικῶσα, ἢ τὴν ήτταν ὑπομένουσα». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ νικηθῆ ἀπὸ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως ἢ ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ διαβόλου, ἡ ἥττα του δὲν ἔχει φτάσει νὰ εἶναι πάθος, ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει συγκατατεθῆ, δὲν ἔχει προχωρήσει στὴν «ἐνήδονη νεύση».
Ἐδῶ πρέπει νὰ προστεθῆ ἕνας ἀκόμη μετριασμὸς μιᾶς τυχὸν ἀπόλυτης ἐκδοχῆς τοῦ πάθους. Καὶ ὅταν κυριαρχήσουν τὰ πάθη στη φύση μετὰ τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὴ συγκατάθεση τῆς ψυχῆς, δὲν εἶναι ἀνεπανόρθωτη ἡ φθορὰ τῆς φύσεως. Συχνὰ ἡ ὑποδούλωση στὰ πάθη εἶναι μιὰ μορφὴ παιδαγωγίας, ἕνας δρόμος γιὰ νὰ ἀποκατασταθῆ ὁ ἄνθρωπος στὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ περισσότερη ἐπίγνωση καὶ πεῖρα.
«Θαρσείτωσαν οἱ τεταπεινωμένοι ἐμπαθεῖς.
Εἰ γὰρ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς βοθύνοις πέσωσι
καὶ ἐν πάσαις ταῖς παγίσι βροχισθῶσι
καὶ πᾶσαν νόσον νοσήσουσιν,
ἀλλὰ γε μετὰ τὴν ὑγείαν
πᾶσιν ἰατροὶ καὶ φωστῆρες καὶ λύχνοι καὶ κυβερνῆται
γενήσονται,
ἑκάστης νόσου καὶ τρόπους διδάσκοντες
καὶ τοὺς μέλλοντας πίπτειν ἐκ τῆς οἰκείας διασώζοντες πείρας»11.
Σὲ παιδαγωγικὴ ὠφέλεια ἀποβλέπουν καὶ ἐκεῖνα τὰ πάθη ποὺ ἡ Κλίμακα τὰ χαρακτηρίζει «ἀναμάρτητα» – πάθη ποὺ τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς σὲ ἀνθρώπους προχωρημένους στὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ γιὰ περισσότερο πλοῦτο ταπεινοφροσύνης.
«Ἔστιν παρὰ τοῖς πνευματικοῖς πολλάκις
τινὰ εὐτελέστατα
πάθη οἰκονομικῶς ἐκ Θεοῦ καταλιμπανόμενα·
ἵνα, δι᾽ εὐτελῶν τινων καὶ ἀναμαρτήτων ἑαυτοὺς λίαν καταμεμφόμενοι
πλοῦτον ἄσυλον ταπεινοφροσύνης προσκτήσωνται»12.
Ἡ ἄποψη αὐτὴ γιὰ τὰ ἀναμάρτητα πάθη σχετίζεται τόσο μὲ τὴν ἀρχικὴ βεβαιότητα τῆς Κλίμακος γιὰ τὸν ἀγαθὸ πυρήνα τῶν παθῶν ὅσο καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ κυριαρχήση ἀπόλυτα πάνω στὴν ἐπαναστατημένη φύση ποὺ κληρονόμησε. [ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΗΝΕΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ] Στὴν πρώτη περίπτωση ἀναφέρεται καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ εἶχε ὅλα τὰ φυσικὰ πάθη, ἀπαλλαγμένα ὅμως ἀπὸ τὴ διαστροφὴ τῆς ροπῆς πρὸς τὸ «παρὰ φύσιν». Λέει ἡ Κλίμακα:
«Ὁ καλὸς ἡμῶν διδάσκαλος
τὸ ἀπαθὲς ὑπέδειξεν ἡμῖν μίσος, εἰπών·
μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου εἰσὶν
οἱ ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»13.
Αὐτὴ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπὸ τὸν φυσικό δεσμὸ τῆς σαρκικῆς συγγένειας καὶ τὸν τονισμὸ τῶν νέων δεσμῶν ποὺ δημιουργοῦνται μέσα στὴν κοινωνία τοῦ Βασιλείου τῆς Χάρης, τὸ ἀποδίδει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος σὲ ἕνα ἀνθρώπινο πάθος, ἀναμάρτητο, στὸ ἀπαθὲς μίσος.
***
Ἡ ἀντίληψη τοῦ πάθους ὡς ὑποταγῆς τῆς θελήσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως, ὡς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραμείνη στὴν «κατὰ φύσιν» αὐθεντική του πραγματικότητα, φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνεται σὲ ἕνα καθολικώτερο ὁρισμὸ τοῦ πάθους, ὅπως τὸν διατυπώνει ἡ σύγχρονη φιλοσοφία τῆς ὑπάρξεως: τὸ πάθος ὡς φορὰ ἀπὸ τὴν «ἔκπτωση» στὴν αὐθεντικὴ ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα. [ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Η ΟΠΟΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ;. ΟΥΔΕΙΣ ΕΚΩΝ ΚΑΚΟΣ; ΤΟ ΕΚΟΥΣΙΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΟΥΣΙΟ; ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟ ΟΛΟΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ; ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΟΝΟΜΑΣΕ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΨΥΧΗ; Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΑΝ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ; Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ Ή Η ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΟ ΦΩΣ; ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ ΕΝΑ ΝΕΟ ΣΠΗΛΑΙΟ; ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΑΤΕΙΛΕΙ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ; ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΑΘΑΙΝΩ ΤΑ ΘΕΙΑ; ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΕΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΜΑΘΟΣ; ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ ΚΑΘΙΣΤΑ ΣΚΟΤΟΣ ΤΟ ΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΜΩΡΙΑ!!!] Στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία ὁ Κ. Δ. Γεωργούλης ἐπεχείρησε μιὰν ἀντιπαραβολὴ τῆς πορείας τοῦ πάθους στὴ φιλοσοφία τοῦ Heidegger καὶ στὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος14. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀντίληψη τοῦ Heidegger γιὰ τὴν «ἔκπτωση» (Verfallen) τῆς ὑπάρξεως15. Ἡ ὕπαρξη «ἐκπίπτει» ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι καθεαυτήν, στὴ μηδαμινότητα καὶ ἀσημαντότητα τῆς καθημερινότητος, στὴν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀπρόσωπου κοινωνικοῦ συνόλου. Εἶναι ἡ ἐμπλοκὴ στὴ μέριμνα (Sorge) ποὺ ἀφομοιώνει τὴν ὕπαρξη στὸ ὑπερπροσωπικό σύνολο, ποὺ τὴν μεταβάλλει σὲ οὐδέτερο ἄτομο (man, on). Γιὰ νὰ ἀποκατασταθῆ στὴν αὐθεντική της κατάσταση πρέπει ἡ ὕπαρξη νὰ ἀρνηθῆ τὴ συνολικότητα, νὰ ἀποβάλη τὴ μέριμνα, νὰ κατανοήση τὸν προορισμὸ τοῦ θανάτου. Προϋπόθεση αὐτῆς τῆς πορείας εἶναι ἡ συνείδηση τῆς ἀνεστιότητος καὶ τῆς ἀποξενώσεως, ἡ κατάσταση τῆς ἀγωνίας τῆς ὑπάρξεως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος λύνεται ἀπὸ κάθε δεσμὸ μὲ ὁποιοδήποτε πράγμα κατανοώντας τὸν ἐκ-στατικό χαρακτήρα τῆς ὑπάρξεώς του ὡς πρόσκαιρης φανερώσεως τῆς ἀλήθειας τοῦ Εἶναι μέσα στὸν χρόνο17.[ΤΟΣΟ ΑΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑ; ΤΟΣΟ ΤΥΦΛΟΣ; ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΟΦΙΑ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΤΕΙΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΟΔΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ; ΒΑΡΕΙΑ Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΤΡΕΜΠΕΛΑ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟ, ΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΕΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ;]
᾿Αντίστοιχα ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἀναφέρεται σὲ μιὰ συνείδηση τῆς πτώσεως ποὺ εἶναι πάθος καθολικὸ τῆς ὑπάρξεως, πένθος καὶ δίψα καὶ ὀδύνη γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ «κατὰ φύσιν» προορισμοῦ. Τὸ «κατὰ Θεὸν πένθος» τῆς Κλίμακος δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὶς τύψεις τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως γιὰ τὴν παράβαση νομικῶν ἐντολῶν, ἀλλὰ εἶναι μιὰ αἴσθηση ἀπώλειας, ἕνα ὀδυνηρὸ βίωμα πάθους καὶ ἐκπτώσεως. [ΤΟΣΟ ΑΓΕΥΣΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗΣ; ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΓΙΑΝΝΑΡΑ. Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΕΠ' ΕΜΕ ΧΕΙΡ ΚΥΡΙΟΥ, ΙΕΖ. 37, 1-14) ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΖΩΗ, ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ;]
«Κατὰ Θεὸν πένθος ἐστι,
σκυθρωπότης ψυχῆς,
ἐνωδύνου καρδίας διάθεσις,
ἀεὶ τὸ διψώμενον ἐμμανῶς ζητοῦσα,
καὶ ἐν τῇ τούτου ἀποτυχίᾳ ἐμπόνως καταδιώκουσα,
καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρῶς ὀλολύζουσα».18
Εἶναι ἡ «μακαρία μανία» ποὺ κατέχει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ὁποία «οὐ πίπτει, οὐδὲ στήκει τοῦ θέειν, οὐδὲ τὸν τρωθέντα λοιπὸν ἠρεμεῖν ἐᾷ»19· ἡ μανία τῆς ἀγάπης ποὺ ἀναφέρεται στὴν προσωπική πληρότητα τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἔκπτωτο ἄνθρωπο στὶς αὐθεντικές δυνατότητες τοῦ προσώπου.[ΠΟΛΛΟΙ ΟΙ ΚΛΗΤΟΙ; ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΑΣ ΠΟΥΛΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΚΛΕΚΤΟΥΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ;]
«Πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ; οὐ γὰρ φέρω λοιπὸν τοῦ πόθου τὴν ἐνέργειαν, ἀλλὰ ζητῶ ὅπερ ἀθάνατον κάλλος πρὸ τῆς πηλοῦ μοι δέδωκας».20 [ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΧΑΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ]
Συνέπεια τοῦ κυριαρχικοῦ αὐτοῦ πάθους γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ «κατὰ φύσιν» ἀθάνατο κάλλος τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, εἶναι ἡ ἀσκητικὴ πορεία ποὺ διαγράφεται στὴν Κλίμακα καὶ ἀναφέρεται στὴν «ἀποταγὴ τοῦ βίου» καὶ στὴν «κατὰ Θεὸν ξενιτεία» καὶ στὴ «μνήμη τοῦ θανάτου». Θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῆ κανεὶς ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὶς φάσεις αὐτῆς τῆς ἀσκητικῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ καὶ στὴν πορεία ποὺ διαγράφει ὁ Heidegger γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν «αὐθεντική» ὑπαρκτικότητα. Ὁ χριστιανικὸς ἀναχωρητισμὸς εἶναι μιὰ ἔξοδος ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ ἀλλοτριωμένου κοινωνικοῦ συνόλου, μιὰ ἀναζήτηση τῶν δυνατοτήτων τοῦ προσώπου στὴν πραγματοποίηση τῆς ἀποκλειστικῆς ἐρωτικῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεό.[ΞΕΧΑΣΕΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΣΕΛΙΔΑ ΚΑΥΜΕΝΕ ΚΑΙ ΜΠΕΡΔΕΨΕΣ ΤΟΥΣ ΚΛΗΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΚΛΕΚΤΟΥΣ]
«Ὁ ἐν ἀληθείᾳ τὸν Κύριον ἀγαπήσας·
ὁ ἐν ἀληθείᾳ τῆς μελλούσης βασιλείας ἐπιζητήσας τυχεῖν,
οὐκέτι ἀγαπήσει,
οὐκέτι φροντίσει ἢ μεριμνήσει,
οὐ χρημάτων, οὐ κτημάτων, οὐ γονέων,
οὐ δόξης βίου, οὐ φίλων, οὐκ ἀδελφῶν, οὐδενὸς ἐπιγείου τὸ παράπαν.
᾿Αλλὰ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν σχέσιν,
πᾶσαν τὴν περὶ τούτων φροντίδα ἐκτιναξάμενος καὶ μισήσας,
γυμνὸς καὶ ἀμέριμνος καὶ ἄοκνος Χριστῷ ἀκολουθεῖ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀεὶ βλέπων κατὰ τὸν εἰπόντα ἅγιον ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου».21
Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν περισπάσεων ποὺ ἀλλοτριώνουν τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ τὴν ἀπροσωποποιοῦν μέσα στὶς οὐδέτερες σχέσεις τῆς βιοτικῆς μέριμνας, ἡ ἀποταγὴ τοῦ βίου, συνοδεύεται ὑπὸ «βίας ἀληθῶς καὶ ἀπαύστων ὀδυνῶν».
«Μόχθος γὰρ ὄντως, μόχθος καὶ πολλὴ καὶ ἀφόρητος ἡ πικρία...
ἄχρις οὗ τὸ φιλήδονον ἡμῶν ἦθος καὶ ἡ ἀνάλγητος καρδία
εἰς φιλοθεΐαν καὶ ἁγνισμὸν
διὰ πένθους ἐναργοῦς κατασταθῶσι».22
Κατάληξη τῆς ἐξόδου εἶναι ἡ «ξενιτεία» (καὶ ἐδῶ μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε ὅ,τι ὁ Heidegger ὀνομάζει die Unheimlichkeit des Daseins, das Un-zuhause), ἡ ὁποία γιὰ τὴν Κλίμακα εἶναι
«κατάλειψις ἀνεπίστροφος
πάντων τῶν ἐν τῇ πατρίδι
πρὸς τὸν τῆς εὐσεβείας σκοπὸν ἀντιπραττόντων ἡμῖν»24.
Καὶ τοῦτο γιατὶ
«ὡς ἀμήχανον
ἑνὶ μὲν ὀφθαλμῷ εἰς τὸν οὐρανόν,
ἑνὶ εἰς τὴν γῆν νεύειν,
οὕτως ἀδύνατον μὴ κινδυνεῦσαι κατὰ ψυχήν,
τὸν μὴ τελείως πάντων τῶν οἰκείων καὶ ἀνοικείων
ἑαυτὸν τῷ λογισμῷ καὶ τῷ σώματι ξενιτεύσαντα»25.
Ἡ ξενιτεία δὲν σημαίνει μόνο τὴ σωματικὴ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὶς ἐπιθυμίες του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν χῶρο τῶν προκλήσεων τῆς ἀπρσωποποιημένης φύσεως, ἀλλὰ σημαίνει καὶ τὴν ἐλευθερία τῶν λογισμῶν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς βιοτικῆς μέριμνας – μιὰν οὐσιαστικὴ ἀνεστιότητα ποὺ δημιουργεῖ τὶς δυνατότητες γιὰ τὴν πληρέστερη προσωπική σχέση.[ΟΛΟΣ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ. ΑΛΛΑΞΑΜΕ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΑΛΗΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ!!!]
Καρπὸς τῆς ξενιτείας εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ ἐδῶ δὲν περιορίζεται στὴν αὐτοσυνειδησία τῆς χρονικῆς περατότητος τῆς ὑπάρξεως, ἀλλὰ εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς καὶ ἀναφέρεται στὴν ἐγρήγορση τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εὐθύνης γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ. (Θὰ μποροῦσε νὰ παραλληλιστῆ μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Heidegger ovoμάζει Freiheit zum Tode, der Tod als die eigenste Möglichkrit des Daseins es Selbst zu sein26. [«Ελευθερία προς τον θάνατο, ο θάνατος ως η πιο αυθεντική δυνατότητα του Dasein να είναι ο εαυτός του».](ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ ΑΠΟ ΚΛΕΠΤΑΠΟΔΟΧΟ ΚΑΥΜΕΝΕ)
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου
«παρὰ μὲν τοῖς ἐν μέσῳ (τοῦ κόσμου),
γεννᾷ πόνους, καὶ ἀδολεσχίας, μᾶλλον δὲ ἀθυμίας·
παρὰ δὲ τοῖς ἐκτὸς θορύβων,
φροντίδων ἀπόθεσιν, καὶ εὐχὴν διηνεκή, καὶ νοὸς φυλακήν»27.
«Τοῦτο (δὲ) ἀληθὲς τεκμήριον
τῶν ἐν αἰσθήσει καρδίας μνημονευόντων τοῦ θανάτου,
ἡ πρὸς πᾶσαν τὴν κτίσιν ἑκούσιος ἀπροσπάθεια
καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος παντελὴς ἐγκατάλειψις»28.
Τὸ «ἴδιον θέλημα» – ἔκφραση καθιερωμένη στὴν ἀσκητικὴ φιλολογία – εἶναι τὸ θέλημα τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀπροσωποποιημένο θέλημα τῆς φύσεως ποὺ δεσμεύει τὶς δυνατότητες τοῦ προσώπου. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ βιωματικὴ ἀναφορὰ στὴν ἐπερχόμενη ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ἔκπτωτης φύσεως, τῆς εἰσόδου στὸν χῶρο μιᾶς ἀπόλυτης προσωπικῆς σχέσεως, ποὺ συνεπάγεται τὴν ἔκπτωση τῆς ἀτομικότητος τῆς φύσεως, τὴν τέλεια ὑποταγὴ τοῦ ἀτομικοῦ θελήματος τῆς φύσεως.[ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ; ΣΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΕΜΠΟΡΟ ΛΕΥΚΗΣ ΣΑΡΚΟΣ, ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ;]
Ὁ παραλληλισμός τοῦ πάθους τῆς ὑπάρξεως, ὅπως τὸ ὁρίζει ἡ σύγχρονη φιλοσοφία, μὲ τὶς ἀντίστοιχες διατυπώσεις τῆς Κλίμακος ποὺ ἀναφέρονται στὸ πένθος τῆς ἀσκητικῆς μετάνοιας, ἐξαντλεῖται, ὁπωσδήποτε, στὸν χῶρο τῆς ἀναζητήσεως μιᾶς αὐθεντικῆς ὑπαρκτικῆς πραγματικότητος χωρὶς νὰ καταλήγη σὲ ἕνα κοινὸ προσδιορισμὸ τῆς αὐθεντικῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὴ φιλοσοφία τῆς ὑπάρξεως τὸ κυριαρχικὸ ὑπαρκτικό πάθος τῆς αὐτογνωσίας συγκεφαλαιώνεται σὲ ἕνα ἐρώτημα ἀναπάντητο. «Ο ὁρισμὸς τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ποτὲ μιὰ ἀπάντηση, ἀλλὰ ἕνα οὐσιαστικὸ ἐρώτημα»29. Ἡ συνειδητὴ ἀποδοχὴ τοῦ ἀναπάντητου αὐτοῦ ἐρωτήματος εἶναι ἕνα ἀδιέξοδο πάθος, ἀλλὰ καὶ μιὰ ἀκραία ἀνάληψη εὐθύνης ἀπέναντι σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι o ἄνθρωπος καὶ ἡ βίωση αὐτῆς τῆς εὐθύνης μπορεῖ νὰ ὁριστῆ ὡς αὐθεντικὴ ὑπαρκτικότητα30.[Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ. ΕΤΣΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ ΚΑΙ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ, ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝΕ ΠΟΛΛΕΣ, ΥΠΑΡΚΤΙΚΕΣ, ΝΕΑΝΙΚΕΣ]
Μπροστὰ στὴ συνειδητὴ εὐθύνη τῆς ἀδιέξοδης αὐτῆς ἐγρηγόρσεως ἡ χριστιανική Θεολογία πρέπει νὰ σταθῆ μὲ σεβασμό. Τὸ πάθος τῆς ὑπάρξεως γιὰ τὴ βίωση τῆς αὐθεντικότητός της εἶναι μιὰ ἐναργέστατη ὑπόμνηση τῆς προπτωτικῆς ἀκεραιότητος, μιὰ νοσταλγία τῆς προσωπικῆς ἀποκαταστάσεως τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ζῇ ὡς γεγονὸς μετέχοντας στὴν καινὴ φύση τοῦ Χριστοῦ. [Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΟΛΑ] Ωστόσο, ἡ ὁδὸς γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀποκατάσταση εἶναι πάντοτε μιὰ ὁδὸς πάθους καὶ πένθους. Εἶναι ἡ ὀδύνη ποὺ συνοδεύει τὴν αἴσθηση τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ «προτέρου κάλλους». Εξόριστος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν φυσικό του προορισμό κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἀγωνία – συνειδητὴ ἢ ἀνεπίγνωστη – μιᾶς καθολικῆς ὑπαρκτικῆς φορᾶς γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς χαμένης πληρότητος. Τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη του εἶναι οἱ λαθεμένες παραλλαγές τοῦ ἑνὸς καὶ κυριαρχικοῦ πάθους, θυελλώδεις ὁρμὲς γιὰ μιὰν ἀπόλυτη προσωπικὴ πληρότητα ποὺ ἐξαντλοῦνται στὰ ὅρια τῶν ἀπολυτοποιημένων ἐπιθυμιῶν τῆς φύσεως31.[ΝΕΝΙΚΗΚΑ ΣΕ ΤΡΕΜΠΕΛΑ. ΕΙΜΑΙ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΟΣ]
Σημειώσεις᾿Αντίστοιχα ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἀναφέρεται σὲ μιὰ συνείδηση τῆς πτώσεως ποὺ εἶναι πάθος καθολικὸ τῆς ὑπάρξεως, πένθος καὶ δίψα καὶ ὀδύνη γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ «κατὰ φύσιν» προορισμοῦ. Τὸ «κατὰ Θεὸν πένθος» τῆς Κλίμακος δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὶς τύψεις τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως γιὰ τὴν παράβαση νομικῶν ἐντολῶν, ἀλλὰ εἶναι μιὰ αἴσθηση ἀπώλειας, ἕνα ὀδυνηρὸ βίωμα πάθους καὶ ἐκπτώσεως. [ΤΟΣΟ ΑΓΕΥΣΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗΣ; ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΓΙΑΝΝΑΡΑ. Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΕΠ' ΕΜΕ ΧΕΙΡ ΚΥΡΙΟΥ, ΙΕΖ. 37, 1-14) ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΖΩΗ, ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ;]
«Κατὰ Θεὸν πένθος ἐστι,
σκυθρωπότης ψυχῆς,
ἐνωδύνου καρδίας διάθεσις,
ἀεὶ τὸ διψώμενον ἐμμανῶς ζητοῦσα,
καὶ ἐν τῇ τούτου ἀποτυχίᾳ ἐμπόνως καταδιώκουσα,
καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρῶς ὀλολύζουσα».18
Εἶναι ἡ «μακαρία μανία» ποὺ κατέχει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ὁποία «οὐ πίπτει, οὐδὲ στήκει τοῦ θέειν, οὐδὲ τὸν τρωθέντα λοιπὸν ἠρεμεῖν ἐᾷ»19· ἡ μανία τῆς ἀγάπης ποὺ ἀναφέρεται στὴν προσωπική πληρότητα τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἔκπτωτο ἄνθρωπο στὶς αὐθεντικές δυνατότητες τοῦ προσώπου.[ΠΟΛΛΟΙ ΟΙ ΚΛΗΤΟΙ; ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΑΣ ΠΟΥΛΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΚΛΕΚΤΟΥΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ;]
«Πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ; οὐ γὰρ φέρω λοιπὸν τοῦ πόθου τὴν ἐνέργειαν, ἀλλὰ ζητῶ ὅπερ ἀθάνατον κάλλος πρὸ τῆς πηλοῦ μοι δέδωκας».20 [ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΧΑΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ]
Συνέπεια τοῦ κυριαρχικοῦ αὐτοῦ πάθους γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ «κατὰ φύσιν» ἀθάνατο κάλλος τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, εἶναι ἡ ἀσκητικὴ πορεία ποὺ διαγράφεται στὴν Κλίμακα καὶ ἀναφέρεται στὴν «ἀποταγὴ τοῦ βίου» καὶ στὴν «κατὰ Θεὸν ξενιτεία» καὶ στὴ «μνήμη τοῦ θανάτου». Θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῆ κανεὶς ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὶς φάσεις αὐτῆς τῆς ἀσκητικῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ καὶ στὴν πορεία ποὺ διαγράφει ὁ Heidegger γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν «αὐθεντική» ὑπαρκτικότητα. Ὁ χριστιανικὸς ἀναχωρητισμὸς εἶναι μιὰ ἔξοδος ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ ἀλλοτριωμένου κοινωνικοῦ συνόλου, μιὰ ἀναζήτηση τῶν δυνατοτήτων τοῦ προσώπου στὴν πραγματοποίηση τῆς ἀποκλειστικῆς ἐρωτικῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεό.[ΞΕΧΑΣΕΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΣΕΛΙΔΑ ΚΑΥΜΕΝΕ ΚΑΙ ΜΠΕΡΔΕΨΕΣ ΤΟΥΣ ΚΛΗΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΚΛΕΚΤΟΥΣ]
«Ὁ ἐν ἀληθείᾳ τὸν Κύριον ἀγαπήσας·
ὁ ἐν ἀληθείᾳ τῆς μελλούσης βασιλείας ἐπιζητήσας τυχεῖν,
οὐκέτι ἀγαπήσει,
οὐκέτι φροντίσει ἢ μεριμνήσει,
οὐ χρημάτων, οὐ κτημάτων, οὐ γονέων,
οὐ δόξης βίου, οὐ φίλων, οὐκ ἀδελφῶν, οὐδενὸς ἐπιγείου τὸ παράπαν.
᾿Αλλὰ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν σχέσιν,
πᾶσαν τὴν περὶ τούτων φροντίδα ἐκτιναξάμενος καὶ μισήσας,
γυμνὸς καὶ ἀμέριμνος καὶ ἄοκνος Χριστῷ ἀκολουθεῖ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀεὶ βλέπων κατὰ τὸν εἰπόντα ἅγιον ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου».21
Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν περισπάσεων ποὺ ἀλλοτριώνουν τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ τὴν ἀπροσωποποιοῦν μέσα στὶς οὐδέτερες σχέσεις τῆς βιοτικῆς μέριμνας, ἡ ἀποταγὴ τοῦ βίου, συνοδεύεται ὑπὸ «βίας ἀληθῶς καὶ ἀπαύστων ὀδυνῶν».
«Μόχθος γὰρ ὄντως, μόχθος καὶ πολλὴ καὶ ἀφόρητος ἡ πικρία...
ἄχρις οὗ τὸ φιλήδονον ἡμῶν ἦθος καὶ ἡ ἀνάλγητος καρδία
εἰς φιλοθεΐαν καὶ ἁγνισμὸν
διὰ πένθους ἐναργοῦς κατασταθῶσι».22
Κατάληξη τῆς ἐξόδου εἶναι ἡ «ξενιτεία» (καὶ ἐδῶ μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε ὅ,τι ὁ Heidegger ὀνομάζει die Unheimlichkeit des Daseins, das Un-zuhause), ἡ ὁποία γιὰ τὴν Κλίμακα εἶναι
«κατάλειψις ἀνεπίστροφος
πάντων τῶν ἐν τῇ πατρίδι
πρὸς τὸν τῆς εὐσεβείας σκοπὸν ἀντιπραττόντων ἡμῖν»24.
Καὶ τοῦτο γιατὶ
«ὡς ἀμήχανον
ἑνὶ μὲν ὀφθαλμῷ εἰς τὸν οὐρανόν,
ἑνὶ εἰς τὴν γῆν νεύειν,
οὕτως ἀδύνατον μὴ κινδυνεῦσαι κατὰ ψυχήν,
τὸν μὴ τελείως πάντων τῶν οἰκείων καὶ ἀνοικείων
ἑαυτὸν τῷ λογισμῷ καὶ τῷ σώματι ξενιτεύσαντα»25.
Ἡ ξενιτεία δὲν σημαίνει μόνο τὴ σωματικὴ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὶς ἐπιθυμίες του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν χῶρο τῶν προκλήσεων τῆς ἀπρσωποποιημένης φύσεως, ἀλλὰ σημαίνει καὶ τὴν ἐλευθερία τῶν λογισμῶν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς βιοτικῆς μέριμνας – μιὰν οὐσιαστικὴ ἀνεστιότητα ποὺ δημιουργεῖ τὶς δυνατότητες γιὰ τὴν πληρέστερη προσωπική σχέση.[ΟΛΟΣ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ. ΑΛΛΑΞΑΜΕ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΑΛΗΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ!!!]
Καρπὸς τῆς ξενιτείας εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ ἐδῶ δὲν περιορίζεται στὴν αὐτοσυνειδησία τῆς χρονικῆς περατότητος τῆς ὑπάρξεως, ἀλλὰ εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς καὶ ἀναφέρεται στὴν ἐγρήγορση τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εὐθύνης γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ. (Θὰ μποροῦσε νὰ παραλληλιστῆ μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Heidegger ovoμάζει Freiheit zum Tode, der Tod als die eigenste Möglichkrit des Daseins es Selbst zu sein26. [«Ελευθερία προς τον θάνατο, ο θάνατος ως η πιο αυθεντική δυνατότητα του Dasein να είναι ο εαυτός του».](ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ ΑΠΟ ΚΛΕΠΤΑΠΟΔΟΧΟ ΚΑΥΜΕΝΕ)
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου
«παρὰ μὲν τοῖς ἐν μέσῳ (τοῦ κόσμου),
γεννᾷ πόνους, καὶ ἀδολεσχίας, μᾶλλον δὲ ἀθυμίας·
παρὰ δὲ τοῖς ἐκτὸς θορύβων,
φροντίδων ἀπόθεσιν, καὶ εὐχὴν διηνεκή, καὶ νοὸς φυλακήν»27.
«Τοῦτο (δὲ) ἀληθὲς τεκμήριον
τῶν ἐν αἰσθήσει καρδίας μνημονευόντων τοῦ θανάτου,
ἡ πρὸς πᾶσαν τὴν κτίσιν ἑκούσιος ἀπροσπάθεια
καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος παντελὴς ἐγκατάλειψις»28.
Τὸ «ἴδιον θέλημα» – ἔκφραση καθιερωμένη στὴν ἀσκητικὴ φιλολογία – εἶναι τὸ θέλημα τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀπροσωποποιημένο θέλημα τῆς φύσεως ποὺ δεσμεύει τὶς δυνατότητες τοῦ προσώπου. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ βιωματικὴ ἀναφορὰ στὴν ἐπερχόμενη ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ἔκπτωτης φύσεως, τῆς εἰσόδου στὸν χῶρο μιᾶς ἀπόλυτης προσωπικῆς σχέσεως, ποὺ συνεπάγεται τὴν ἔκπτωση τῆς ἀτομικότητος τῆς φύσεως, τὴν τέλεια ὑποταγὴ τοῦ ἀτομικοῦ θελήματος τῆς φύσεως.[ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ; ΣΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΕΜΠΟΡΟ ΛΕΥΚΗΣ ΣΑΡΚΟΣ, ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ;]
Ὁ παραλληλισμός τοῦ πάθους τῆς ὑπάρξεως, ὅπως τὸ ὁρίζει ἡ σύγχρονη φιλοσοφία, μὲ τὶς ἀντίστοιχες διατυπώσεις τῆς Κλίμακος ποὺ ἀναφέρονται στὸ πένθος τῆς ἀσκητικῆς μετάνοιας, ἐξαντλεῖται, ὁπωσδήποτε, στὸν χῶρο τῆς ἀναζητήσεως μιᾶς αὐθεντικῆς ὑπαρκτικῆς πραγματικότητος χωρὶς νὰ καταλήγη σὲ ἕνα κοινὸ προσδιορισμὸ τῆς αὐθεντικῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὴ φιλοσοφία τῆς ὑπάρξεως τὸ κυριαρχικὸ ὑπαρκτικό πάθος τῆς αὐτογνωσίας συγκεφαλαιώνεται σὲ ἕνα ἐρώτημα ἀναπάντητο. «Ο ὁρισμὸς τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ποτὲ μιὰ ἀπάντηση, ἀλλὰ ἕνα οὐσιαστικὸ ἐρώτημα»29. Ἡ συνειδητὴ ἀποδοχὴ τοῦ ἀναπάντητου αὐτοῦ ἐρωτήματος εἶναι ἕνα ἀδιέξοδο πάθος, ἀλλὰ καὶ μιὰ ἀκραία ἀνάληψη εὐθύνης ἀπέναντι σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι o ἄνθρωπος καὶ ἡ βίωση αὐτῆς τῆς εὐθύνης μπορεῖ νὰ ὁριστῆ ὡς αὐθεντικὴ ὑπαρκτικότητα30.[Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ. ΕΤΣΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ ΚΑΙ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ, ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝΕ ΠΟΛΛΕΣ, ΥΠΑΡΚΤΙΚΕΣ, ΝΕΑΝΙΚΕΣ]
Μπροστὰ στὴ συνειδητὴ εὐθύνη τῆς ἀδιέξοδης αὐτῆς ἐγρηγόρσεως ἡ χριστιανική Θεολογία πρέπει νὰ σταθῆ μὲ σεβασμό. Τὸ πάθος τῆς ὑπάρξεως γιὰ τὴ βίωση τῆς αὐθεντικότητός της εἶναι μιὰ ἐναργέστατη ὑπόμνηση τῆς προπτωτικῆς ἀκεραιότητος, μιὰ νοσταλγία τῆς προσωπικῆς ἀποκαταστάσεως τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ζῇ ὡς γεγονὸς μετέχοντας στὴν καινὴ φύση τοῦ Χριστοῦ. [Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΟΛΑ] Ωστόσο, ἡ ὁδὸς γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀποκατάσταση εἶναι πάντοτε μιὰ ὁδὸς πάθους καὶ πένθους. Εἶναι ἡ ὀδύνη ποὺ συνοδεύει τὴν αἴσθηση τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ «προτέρου κάλλους». Εξόριστος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν φυσικό του προορισμό κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἀγωνία – συνειδητὴ ἢ ἀνεπίγνωστη – μιᾶς καθολικῆς ὑπαρκτικῆς φορᾶς γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς χαμένης πληρότητος. Τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη του εἶναι οἱ λαθεμένες παραλλαγές τοῦ ἑνὸς καὶ κυριαρχικοῦ πάθους, θυελλώδεις ὁρμὲς γιὰ μιὰν ἀπόλυτη προσωπικὴ πληρότητα ποὺ ἐξαντλοῦνται στὰ ὅρια τῶν ἀπολυτοποιημένων ἐπιθυμιῶν τῆς φύσεως31.[ΝΕΝΙΚΗΚΑ ΣΕ ΤΡΕΜΠΕΛΑ. ΕΙΜΑΙ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΟΣ]
Γιατί ο Θεός έγινε Άνθρωπος; (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής)
"Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον, δι᾿ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος"
«᾿Αλλὰ μὲ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάστηκε σὰν ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, κι ἦταν βέβαια προορισμένος πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φανερώθηκε γιὰ χάρη μας αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια»1.
Προορισμένος ἀπὸ ποιόν;
Προορισμένος ἀπὸ ποιόν;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς τὸ ὀνόμασε Χριστὸ καὶ τὸ βεβαιώνει μὲ σαφήνεια ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «τὸ μυστικὸ σχέδιο, ποὺ ἦταν κρυμμένο ἀπὸ ὅλες τὶς γενεές, φανερώθηκε τώρα»2, ἐννοώντας δηλαδὴ ὡς τὸν Χριστό, τὸ μυστικὸ σχέδιο μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερα ἡ ἄρρητη καὶ ἀκατάληπτη ὑποστασιακὴ ἕνωση τῆς θεότητας καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ταυτότητα πλήρη τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὴ θεότητα ἐξαιτίας τῆς ὑπόστασης καί, κάνοντας μία τὴν ὑπόσταση τὴ σύνθετη ἀπὸ τὰ δύο, χωρὶς ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῆς οὐσίας τους νὰ προκαλέσει σ᾿ αὐτὴν καμμιὰ μείωση σὲ ὁτιδήποτε.
Τὸ μυστήριο τοῦτο [τοῦ Χριστοῦ] προγνώριζε ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα.
῾Ο Πατέρας γιατὶ ἔτσι εὐδόκησε, ὁ Υἱὸς γιατὶ ἦταν ὁ αὐτουργός, καὶ τὸ Πνεῦμα γιατὶ συνεργαζόταν σ᾿ αὐτό. Γιατὶ εἶναι μία ἡ γνώση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ εἶναι μία καὶ ἡ οὐσία καὶ ἡ δύναμη. Δὲν ἀγνοοῦσε δηλαδὴ ὁ Πατέρας ἢ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, γιατὶ ὑπῆρχε σὲ ὁλόκληρο τὸν Υἱό, ποὺ αὐτουργοῦσε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας μὲ τὴ σάρκωσή Του, ὅλος κατὰ τὴν οὐσία Του ὁ Πατέρας, ὄχι βέβαια μὲ σάρκωσή Του, ἀλλὰ εὐδοκώντας γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, καὶ ὁλόκληρο τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν οὐσία Του ὑπῆρχε στὸν Υἱό, ὄχι λαμβάνοντας σάρκα, ἀλλὰ συνεργώντας μὲ τὸν Υἱὸ στὴν ἀπόρρητη γιὰ μᾶς σάρκωσή Του.
Εἴτε λοιπὸν πεῖ κάποιος Χριστό, εἴτε μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόγνωση γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴν οὐσία τὴν ἔχει μόνη ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κι ἄς μὴν ἀναρωτηθεῖ κανένας πῶς ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα, γίνεται ἀντικείμενο πρόγνωσής της, ἔχοντας ὑπόψη ὅτι δὲν ἔγινε πρόγνωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀνθρώπου, ἔγινε δηλαδὴ πρόγνωση τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν σάρκωσής του γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὅ,τι ὑπάρχει αἰώνια ποτὲ δὲν προγνωρίζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο αἰώνιο. Γιατὶ ἡ πρόγνωση γίνεται γιὰ ὅσα ἔχουν ἀρχὴ στὸ εἶναι καὶ γιὰ κάποια αἰτία.
Προγνωρίσθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀπὸ πρὶν ὄχι γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἦταν κατὰ φύση γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ φάνηκε ὅτι ἔγινε ἀργότερα γιὰ μᾶς κατ᾿ οἰκονομία. ῎Επρεπε δηλαδὴ ἀληθινὰ ὁ φυσικὸς δημιουργὸς τῆς οὐσίας τῶν ὄντων νὰ γίνει αὐτουργὸς καὶ τῆς κατὰ χάρη θέωσης τῶν δημιουργημάτων, ὥστε ὁ δωρητὴς τοῦ εἶναι νὰ φανεῖ δωρεοδότης καὶ τῆς μακαριότητας. ᾿Επειδὴ λοιπὸν κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν γνωρίζει καθόλου τὸν ἑαυτό του ἢ κάποιο ἄλλο τί εἶναι ὡς πρὸς τὴν οὐσία, εἶναι εὔλογο ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἔχει κατὰ τὴ φύση τὴν ἱκανότητα πρόγνωσης κανενὸς ἀπὸ ὅσα θὰ γίνουν, πλὴν μόνο ὁ Θεὸς ὁ πάνω ἀπὸ τὰ ὄντα, ποὺ καὶ τὸν ἑαυτό Του γνωρίζει τί εἶναι κατὰ τὴν οὐσία καὶ γιὰ ὅλα ὅσα δημιούργησε καὶ πρὶν ἀκόμα γίνουν εἶχε ἀπὸ πρὶν τὴ γνώση τῆς ὕπαρξής τους κι ἔμελλε κατὰ χάρη νὰ φιλοδωρήσει τὰ ὄντα μὲ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῶν ἄλλων, τί εἶναι στὴν οὐσία τους, καὶ νὰ φανερώσει τοὺς λόγους ποὺ ὑπάρχουν ἑνιαῖα σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ πρίν.
Τὸ νὰ λένε μερικοὶ ὅμως πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε προγνωσθεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου ἀπὸ ἐκείνους, στοὺς ὁποίους φανερώθηκε ὕστερα τοὺς τελευταίους καιρούς, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου μαζὶ μὲ τὸν προεγνωσμένο Χριστό, αὐτὸν τὸ λόγο σὰν ἐντελῶς ἄσχετο μὲ τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ κάνει συναΐδια μὲ τὸν Θεὸ τὴν οὐσία τῶν λογικῶν ὄντων, τὸν ἀπορρίπτουμε. Γιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ βρίσκονται μὲ τὸ Χριστό, ἔτσι ὅπως αὐτὸς εἶναι, καὶ πάλι νὰ λείψουν τελείως κάποτε ἀπὸ αὐτόν, ἂν βέβαια εἶναι φυσικὸ νὰ γίνει σ᾿ αὐτὸν ἡ ἀποπεράτωση τῶν αἰώνων καὶ ἡ στάση ὅσων κινοῦνται, μέσα στὴν ὁποία κανένα ἀπολύτως ἀπὸ τὰ ὄντα δὲ θὰ ὑπόκειται σὲ μεταβολή. ῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς κάλεσε τὸν Χριστὸ ἄμωμο καὶ ἄσπιλο, ἐπειδὴ εἶναι κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ φύση του τελείως ξένος ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ ἡ ψυχή του δὲν εἶχε μῶμο κακίας οὔτε τὸ σῶμα του σπίλο τῆς ἁμαρτίας.
῾Αγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ.Ε.Π.Ε. τ. 14Γ, σελ. 186-195, Θεσσαλονίκη 1992)
1. Ἔχουν τὰ πάθη καταρχὴν ἕνα ἠθικὸ προσδιορισμό; Οἱ ἀπόψεις τῆς Κλίμακος προϋποθέτουν μιὰ σύντομη ἱστορικὴ ἀναδρομή.
Πρῶτος ὁ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ εἶχε ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα ἀρνητικά. «Πάθη μὲν οὖν οὐκ εἰσὶν οὔθ᾽ αἱ ἀρεταὶ οὔθ᾽ αἱ κακίαι, ὅτι οὐ λεγόμεθα κατὰ τὰ πάθη σπουδαῖοι ἢ φαῦλοι, κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας λεγόμεθα καὶ ὅτι κατὰ μὲν τὰ πάθη οὔτ᾽ ἐπαινούμεθα οὔτε ψεγόμεθα (οὐ γὰρ ἐπαι νεῖται ὁ φοβούμενος, οὐδὲ ψέγεται ὁ ἁπλῶς ὀργιζόμενος ἀλλ᾿ ὁ πῶς) κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας ἐπαινούμεθα ἢ ψεγόμεθα. ἔτι ὀργιζόμεθα καὶ ἐπαινούμεθα ἀπροαιρέτως, αἱ δὲ ἀρεταὶ προαιρέσεις τινὲς ἢ οὐκ ἄνευ προαιρέσεως». (Ηθικά Νικομάχεια ΙΙ 4, 1105 β΄ 28 - 1106α 6).
Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴν ἀντίληψη τοῦ ᾿Αριστοτέλη τὰ πάθη καθεαυτὰ ἔχουν χαρακτήρα ἠθικὰ ἀδιάφορο, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κατατάξουμε στὶς ἀρετὲς ἢ στὶς κακίες ἀφοῦ ἐκδηλώνονται «ἀπροαιρέτως». Ἡ ἀνθρώπινη προαίρεση εἶναι ποὺ δίνει στὰ πάθη ἠθικὸ προσδιορισμό. Πρὶν ἀπὸ τὸν προσδιορισμὸ τῆς προαιρέσεως τὰ πάθη εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς περιοχές «τῶν ἐν τῇ ψυχῇ γινομένων». Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ὀρίζει ὅτι «τὰ ἐν τῇ ψυχῇ γινόμενα τρία ἐστί, πάθη δυνάμεις ἔξεις... λέγω δὲ πάθη μὲν ἐπιθυμίαν ὀργὴν φόβον θάρσος φθόνον χαρὰν φιλίαν μίσος πόθον ζῆλον ἔλεον, ὅλως οἷς ἔπεται ἡδονὴ ἢ λύπη... πρὸς δὲ τούτοις κατὰ μὲν τὰ πάθη κινεῖ-σθαι λεγόμεθα, κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας οὐ κινεῖσθαι ἀλλὰ διακεῖσθαί πως» (1105β 20 κ.ε.). Δὲν διατυπώνεται ἀπὸ τὸν ᾿Αριστοτέλη καμμιὰ ἐπιφύλαξη γιὰ τὰ φυσικὰ αὐτὰ κινήματα τῆς ψυχῆς ποὺ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἡδονὴ ἢ τὴ λύπη. Δὲν ὑπάρχει πρόβλημα γιὰ τὸν λογικὸ ἢ ἄλογο χαρακτήρα τῶν παθῶν. ᾿Αν ὑπάρχη κάποιος βιολογικός - σωματικός χαρακτήρας στὰ πάθη εἶναι μόνο τὸ ὅτι βρίσκουν τὴν ἔκφρασή τους διαμέσον τοῦ σώματος, εἶναι «ἀχώριστα τῆς φυσικῆς ὕλης τῶν ζώων». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ πάθος, παρόλο ποὺ εἶναι μιὰ κίνηση τῆς ψυχῆς, ἔχει ταυτόχρονα καὶ μιὰν ἄμεση ἀναφορὰ στὸ σῶμα, εἶναι κίνησις «ἀθρόα καὶ αἰσθητὴ εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν». (Βλ. Περὶ ψυχῆς Ι, 403α 16 - Ρητορ. ΙΙ, 1369β 33).
᾿Αντίθετα μὲ τὸν ᾿Αριστοτέλη οἱ Στωϊκοὶ εἶδαν τὸ πάθος νὰ ἀντιστρατεύεται στὸ ἀνθρώπινο λογικὸ μὲ μιὰ δύναμη φυσικὴ καὶ ἄλογη. Τὸ εἶδαν ὡς θυελλώδη ψυχοσωματική κίνηση στὴν ὁποία μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ μέσα στὸ πάθος ἐνεργοῦν οἱ ἄλογες δυνάμεις καὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ. (Βλ. Ρaul BARTH, Die Stoa, Stuttgart 1946, σελ. 189. J. HIRSCHBERGER, Geschichte der Philosophie, Ι, σελ. 258. Michael WITTMANN, Die Ethik des hl. Thomas von Aquin, München 1933, unveränderter Nachdruck 1962, Frankfurt, σελ. 199).
᾿Αφετηρία τῶν παθῶν εἶναι οἱ παραστάσεις τῶν αἰσθήσεων. Οἱ παραστάσεις τῶν αἰσθήσεων εἶναι πάντοτε ὑποκειμενικὲς καὶ γι' αὐτὸ πολὺ συχνά λαθεμένες, σκοτίζουν τὸ λογικὸ καὶ δὲν τὸ ἀφήνουν νὰ ἐνεργήση σωστά. Ἡ Ἠθικὴ τῶν Στωϊκῶν ἀποβλέπει νὰ χαλιναγωγήση τὰ πάθη ἀπαλλάσσοντας τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς λαθεμένες ἀντιλήψεις, ἐντυπώσεις καὶ καταστάσεις ποὺ δημιουργοῦν οἱ παραστάσεις καὶ φαντασιώσεις τῶν αἰσθήσεων. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ :
«Μέμνησο, ὅτι οὐχ ὁ λοιδορῶν ἢ τύπτων ὑβρίζει, ἀλλὰ τὸ δόγμα τὸ περὶ τούτων, ὡς ὑβριζόντων. ὅταν οὖν ἐρεθίσῃ σε τις, ἴσθι, ὅτι ἡ σή σε ὑπόληψις ἠρέθισε τοιγαροῦν ἐν πρώτοις πειρῶ ὑπὸ τῆς φαντασίας μὴ συναρπασθῆναι· ἂν γὰρ ἅπαξ χρόνου καὶ διατριβῆς τύχοις, ρᾷον κρατήσεις σεαυτοῦ». Εγχειρίδιον, Κεφ. η' ἔκδοσις Dresdae et Lipsiae 1756, σελ. 54). Αὐτὴ ἡ ἀναγωγὴ ἀπὸ τὶς φαντασιώσεις τῶν αἰσθήσεων στὴν ἀταραξία τοῦ νοῦ συνιστᾶ τὴν ὁδὸ τῆς στωϊκῆς «ἀπάθειας», στὴν ὁποία θὰ χρειαστῆ νὰ ἐπανέλθουμε.
O ZENKOWSKY σημειώνει (Das Bild vom Menschen in der Ostkirche, σελ. 52) ὅτι στὴν ψυχολογία τῶν Στωϊκῶν βρίσκουμε ἀρκετὰ νωρὶς κάποιο μετριασμὸ τῆς ἀρχικῆς θέσεως γιὰ τὸν «ἄλογο» (χωρίς λόγο - χωρὶς λογικό, πνεῦμα Θεοῦ) χαρακτήρα τῶν παθῶν. Ἡ διαπίστωση δὲν ἀναφέρεται σε συγκεκριμένα ἀποσπάσματα τῆς διδασκαλίας τῶν Στωϊκῶν. Τὸ μόνο ἔρεισμα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι οἱ ἀπόψεις γιὰ τὰ εὐγενῆ πάθη ποὺ ἔχουν διατυπωθῆ ἀπὸ τοὺς Στωϊκοὺς (HIRSCH-BERGER I, 260). Τὰ εὐγενῆ πάθη εἶναι ἡ θετικὴ ἐκδοχὴ τῶν ἄλογων παθῶν. Ἡ ἐπιθυμία, ὁ πόθος, εἶναι τὸ ἄλογο πάθος, ἡ ἀγαθὴ θέληση τὸ εὐγενές, Παρόμοια ἀντιστοιχία ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ φόβο καὶ στὴ σύνεση, στὴν ἡδονὴ καὶ στὴ χαρά. Πρόκειται γιὰ «ἐξανθρωπισμένες» διασκευὲς τῶν καταρχὴν ἄλογων παθῶν.
Μαζὶ μὲ τοὺς Στωϊκοὺς καὶ ὁ ΦΙΛΩΝ συμμμερίζεται τὴν ἀντίληψη περὶ τῆς ἀλογίας τῶν παθῶν. «Πᾶν μὲν πάθος ἐπίληπτον, γράφει, ἐπεὶ καὶ πᾶσα ἄμετρος καὶ πλεονάζουσα ὁρμὴ καὶ τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος... εἴ τις οὖν μὴ μέτρα ταῖς ὁρμαῖς ὁρίζει μηδὲ χαλινὸν ὥσπερ τοῖς ἀφηνιασταῖς ἵπποις ἐντίθησι, πάθει χρῆται δυσιάτῳ, κάπειτα λήσεται διὰ τὸν ἀφηνιασμὸν ἐξενεχθεὶς οἷα ὑπὸ ἁρμάτων ἡνίοχος εἰς φάραγγας ή βάραθρα δυσαναπόρευτα, ἐξ ὧν μόλις ἔστι σώζεσθαι». (Περὶ τῶν ἐν μέρει διαταγμάτων, - De Spec. Leg. Βιβλ. IV 79, Έκδοσις Berolini 1906).
῎Αν καὶ εἶναι σύγχρονες, σχεδόν, μὲ τὴν Καινή Διαθήκη οἱ διδασκαλίες αὐτές, ὡστόσο δὲν ἐπέδρασαν στὰ κείμενα τῶν Εὐαγγελίων ἢ στὸν Παῦλο. ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «πάθος» σὲ τρεῖς μόνο περιπτώσεις, ἀλλὰ μὲ τὸ περιεχόμενο μὲ τὸ ὁποῖο χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ιουδαϊκὴ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐλληνική γραμματεία (βλ. Wilhelm MICHAELIS, πάθος – ThWNT, IV, 927). «Οἱ χαρακτηριστικοὶ ὅροι τῆς στωϊκῆς Ἠθικῆς λείπουν ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Παῦλο, (ἀπάθεια, ἀταραξία, εὐδαιμονία, ὅπως καὶ : ἡγεμονικόν, φαντασία) ἢ χρησιμοποιήθηκαν μὲ τὴ σημασία ποὺ εἶχαν στὴν κοινὴ γλώσσα καὶ ὄχι μὲ τὸ εἰδικὸ φιλοσοφικό τους περιεχόμενο (π.χ. πάθος καὶ δόξα). Περὶ «παθῶν ἀτιμίας» δὲν μιλάει κανένας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ ἡ ἐξομοίωση τῆς ἔννοιας τοῦ πάθους μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐπιθυμίας (Κολάσ. 3,5) ἦταν γιὰ τοὺς Στωϊκούς λογικὰ ἀδύνατη. ᾿Αλλὰ καὶ τὸ πνεῦμα, ἡ κεντρικὴ ἔννοια τῆς παυλιανῆς ἀνθρωπολογίας, δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Στωϊκῶν». (Μax POHLENZ, Paulus und die Stoa, Zeitschrift für die neutestamentliche Wissenschaft und die Kunde der älteren Kirche, 42 (1949) σελ. 81, 82). Ο Παῦλος ἀναφέρεται σὲ «πάθη ἀτιμίας» προσδιορίζοντας συγκεκριμένα τὶς ἐρωτικές διαστροφές (Ρωμ. 1, 26). Καὶ στὶς δυὸ ἄλλες περιπτώσεις ποὺ ἀναφέρεται στὸ πάθος (Κολασ. 3,5 – 1 Θεσ. 4,5) ἡ ἔννοια καὶ πάλι δὲν εἶναι γενική, δὲν προϋποθέτει τὸ πάθος ὡς καθαρή φύση (naturam puram), ἀλλὰ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, ἀκριβῶς ὅπως καὶ στὴν παράδοση τῆς ἰουδαϊκῆς γραμματείας (βλ. Τh WNT, V, 926-927).
Δύσκολο πρόβλημα, ποὺ θὰ χρειαζότανε μιὰ ἐπίπονη καὶ εὐρύτατη μελέτη γιὰ νὰ ἐρευνηθῆ καὶ νὰ ἑρμηνευθῆ, εἶναι ἡ περὶ πάθους διδασκαλία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς ᾿Ανατολῆς. Φαίνεται ὅτι ὑπάρχει μιὰ καταρχὴν κοινὴ πεποίθηση γιὰ τὸν ἄλογο καὶ κτηνώδη χαρακτήρα τῶν παθῶν, ὅμως αὐτὴ ἡ ἀλογία καὶ κτηνωδία δὲν ἀναφέρεται στη φύση ἀλλὰ στὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάθη καθεαυτὰ ἔχουν μόνο ἀρνητικό χαρακτήρα, συνιστοῦν τὴ διαφθορὰ τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως καὶ εἶναι ἡ ἀρνητικὴ προϋπόθεση τῆς ἠθικῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου. Αν ὁ πονηρὸς νοῦς συνεργήση μὲ τὰ πάθη, τότε αὐτὰ ἑδραιώνονται ὡς κακίες, ἂν ἡ ἀγαθὴ θέληση κυριαρχήση στὰ πάθη, ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐξελιχθοῦν σὲ ἀρετές. Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ διαγράφει ἐπιγραμματικὰ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο : «Τὰ καθ᾿ ἕκαστον πάθη πάντα τῆς κτηνώδους ἀλογίας ἀφορμηθέντα, διὰ τῆς πονηρᾶς τοῦ νοῦ χρήσεως κακία ἐγένετο, ὥσπερ οὖν καὶ τὸ ἔμπαλιν, εἴπερ ὁ λογισμὸς τῶν τοιούτων κινημάτων ἀντιμεταλάβοι τὸ κράτος, εἰς ἀρετῆς εἶδος ἕκαστον τούτων ἀντιμεταθίσταται... ᾿Αλλ᾽ ἐπειδὴ βαρεῖά τις ἐστὶ καὶ κατωφερὴς ἡ τῆς ἁμαρτίας ροπή, πλεῖον τὸ ἕτερον γίνεται· μᾶλλον γὰρ τῷ βάρει τῆς ἀλόγου φύσεως συγκατασπᾶται τὸ ἡγεμονικὸν τῆς ψυχῆς, ἤπερ τῷ ὕψει τῆς διανοίας τὸ βαρύ τε καὶ χοϊκὸν ἀνυψοῦται». (Περὶ ἀνθρ. κατασκ. ΙΗ' Migne P.G. 44, 193).
Τόσο ὁ Νύσσης ὅσο καὶ ὁ Χρυσόστομος καὶ ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρουν τὸν κτηνώδη καὶ ἄλογο χαρακτήρα τοῦ πάθους κατεξοχὴν στὴν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, ὄχι ὅμως μὲ τὴν παυλιανὴ ἔννοια τῆς ὁρμῆς ποὺ ἀντιστρατεύεται τὴν ἀγαθὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς φυσικῆς ἀναγκαιότητος γιὰ τὴ διαδοχὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους ποὺ εἶναι καθεαυτὴν ἄλογη καὶ κτηνώδης. Ο τρόπος τῆς διαδοχῆς καθεαυτὸν συνιστᾶ μιὰ πτώση καὶ διαφθορά. Αν καὶ ἡ διάκριση τῶν φύλων, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τῆς γενέσεως, εἶναι προπτωτικὴ καὶ ἡ αὔξηση καὶ ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν ἀνθρώπων ἀποτέλεσμα ἰδιαίτερης εὐλογίας τοῦ Θεοῦ (Γεν. 1, 28), ὡστόσο οἱ Πατέρες ποὺ ἀναφέραμε ὑποστηρίζουν ὅτι θὰ ἐπικρατοῦσε ἄλλος τρόπος διαδοχῆς στὸ ἀνθρώπινο γένος, «ἄρρητος καὶ ἀνεπινόητος στοχασμοῖς ἀνθρωπίνοις τρόπος», αὐτός ποὺ ἰσχύει γιὰ τὴ φύση τῶν ἀγγέλων, ἂν δὲν μεσολαβοῦσε ἡ πτώση. Ἐπειδὴ ἡ θεία Οἰκονομία προέβλεπε τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, προνοητικὰ «ἐγκατεσκεύασε τῇ φύσει ἀντὶ τῆς ἀγγελικῆς μεγαλοφυΐας τὸν κτηνώδη τε καὶ ἄλογον τῆς ἐξ ἀλλήλων διαδοχῆς τρόπον» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περὶ ἀνθρ. κατασκ. ΙΖ' Migne PG. 44). «Μέχρι τῆς παραβάσεως καθάπερ ἄγγελοι οὕτω διητῶντο ἐν τῷ παραδείσῳ, οὐχ ὑπὸ ἐπιθυμίας φλεγόμενοι, οὐχ ὑπὸ ἑτέρων παθῶν πολιορκούμενοι, οὐ ταῖς ἀνάγκαις τῆς φύσεως ὑποκείμενοι» (ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὸ κεφ. II τῆς Γενέσεως, ὁμιλία ΙΕ', Migne P.G. 53, 125). «Η πρώτη πλάσις γένεσις λέγεται καὶ οὐ γέννησις. Γένεσίς μεν γάρ ἐστι ἡ ἐκ Θεοῦ πρώτη πλάσις· γέννησις δέ, ἡ ἐκ καταδίκης τοῦ θανάτου, διὰ τὴν παράβασιν ἐξ ἀλλήλων διαδοχή». (ΙΩΑΝ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, βιβλ. Β΄ 30, Migne P.G. 94, 976β. Βλ. καὶ Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική Ι, 507 - 509). Μὲ τὴν ἄποψη αὐτὴ συντονίζεται καὶ ὁ ΜΑΞΙΜΟΣ ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, παρόλο ποὺ ἔχει δεχθῆ καὶ ἀντίθετες ἐπιδράσεις. (Βλ. LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 103 καὶ H.U.v. BALTHASAR, Kosmische Liturgie, σελ. 184). Γράφει περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ δευτέρου ᾿Αδὰμ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὅτι «τὸ παθητὸν φυσικῶς εἰληφὼς τὸ ἁμαρτητικὸν οὐ προσείληφε καὶ γίνεται νέος ᾿Αδάμ, γένεσιν λαμβάνων τὴν αὐτὴν ἀναμάρτητον καὶ γεννήσεως τῆς αὐτῆς παθητῆς ἀνεχόμενος... τῆς μὲν πρώτης καὶ τιμίας τὴν δευτέραν καὶ ἄτιμον ποιούμενος σωστικήν τε καὶ ἀνανεωτικήν, τῆς δὲ δευτέρας τὴν πρώτην συστατικὴν καὶ περιποιητικὴν καταστήσας. Ακρα δέ φημι τῆς μὲν γενέσεως πρώτης καὶ τιμίας ὑπαρχούσης τὸ ἄφθαρτον, ὡς ἀναμαρτησίας ἀρχή, τῆς δὲ γεννήσεως ὡς δευτέρας οὔσης καὶ ἀτίμου τὸ ἁμαρτητικόν, ὡς παντὸς πάθους αἴτιον καὶ φθορᾶς». (Περὶ διαφόρων ἀπόρων, Migne P.G. 91, 1317 ΑΒ). Ὑπάρχει, ὡστόσο, σαφέστατα ἀνεπτυγμένη μέσα στὴν Πατερική γραμματεία καὶ ἡ καταξίωση τῆς ἐρωτικῆς δυνατότητος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς «ἀγαπητικῆς δυνάμεώς» του. Ἡ ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πτώσεως ἀναδείχνει τὴν ἐρωτικὴ δυνατότητα σὲ κατεξοχήν ὁδὸ Θεογνωσίας. (Βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, σελ. 81 κ.ε.).
Στὴ Δύση ἡ διδασκαλία τοῦ ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ ἐμφανίζεται συνεπής στὴν ἀριστοτελικὴ ἀντίληψη γιὰ τὰ πάθη. Ὁ ᾿Ακινάτης δὲν ἀναγνωρίζει ἄλογα στοιχεῖα στὸ πάθος, ὁ χαρακτήρας τῶν παθῶν εἶναι καταρχὴν ἠθικὰ ἀδιάφορος. Ὁ ἁμαρτητικὸς χαρακτήρας τοῦ πάθους εἶναι ἀποτέλεσμα πειθαρχίας ἢ ἀπειθαρχίας στὸν λόγο. (Ad tertium dicendum quod passiones animae, inquantum sunt paeter ordinem rationis, inclinant ad peccatum: inquantum autem sunt ordinatae a ratione, pertinent ad virtutem. Summa Theologica, 10, I-II, 22-48, Έρωτ. 24, De bono et malo in animae passionibus, Άρθρο 2). Ο WITTMANN στὸ βιβλίο του «Die Ethik des hl. Thomas von Aquin» διαπραγματεύεται διεξοδικὰ τὶς ἀντιλήψεις τοῦ ᾿Ακινάτη γιὰ τὰ ἀνθρώπινα πάθη σὲ ξεχωριστὸ κεφάλαιο (σελ. 195 - 216). Θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ὡς συμπερασματική του διατύπωση ἡ ἀκόλουθη: «Ὁ σχολαστικός (᾿Ακινάτης) ὁρίζει τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ πάθος καὶ στὴν ἠθικὴ πράξη ἀκριβῶς μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ ἔννοια, μόνο ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνεται καὶ τὴν ἐκφράζει ἀκριβέστερα. Όπως ὁ ἕλληνας φιλόσοφος (ὁ ᾿Αριστοτέλης) ἔτσι καὶ ὁ χριστιανός θεολόγος (᾿Ακινάτης) εἶναι ἐξίσου βεβαιωμένος ὅτι μιὰ ἰσχυρὴ θέληση καθεαυτὴν προηγεῖται τοῦ πάθους καὶ ὅτι μιὰ τέτοια συνύπαρξη ἐξυψώνει τὴν ἀξία τῆς ἠθικῆς θελήσεως καὶ πράξεως. Ἡ ἀρετὴ δὲν ἐξαφανίζει τὰ πάθη, ἀλλὰ τὰ ἱεραρχεῖ» (σελ. 198).
2. ΚΣΤ΄ μα΄ 131.
3. Γεν. 1, 31.
4. ΚΣΤβ΄ μα΄ 142.
Πρῶτος ὁ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ εἶχε ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα ἀρνητικά. «Πάθη μὲν οὖν οὐκ εἰσὶν οὔθ᾽ αἱ ἀρεταὶ οὔθ᾽ αἱ κακίαι, ὅτι οὐ λεγόμεθα κατὰ τὰ πάθη σπουδαῖοι ἢ φαῦλοι, κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας λεγόμεθα καὶ ὅτι κατὰ μὲν τὰ πάθη οὔτ᾽ ἐπαινούμεθα οὔτε ψεγόμεθα (οὐ γὰρ ἐπαι νεῖται ὁ φοβούμενος, οὐδὲ ψέγεται ὁ ἁπλῶς ὀργιζόμενος ἀλλ᾿ ὁ πῶς) κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας ἐπαινούμεθα ἢ ψεγόμεθα. ἔτι ὀργιζόμεθα καὶ ἐπαινούμεθα ἀπροαιρέτως, αἱ δὲ ἀρεταὶ προαιρέσεις τινὲς ἢ οὐκ ἄνευ προαιρέσεως». (Ηθικά Νικομάχεια ΙΙ 4, 1105 β΄ 28 - 1106α 6).
Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴν ἀντίληψη τοῦ ᾿Αριστοτέλη τὰ πάθη καθεαυτὰ ἔχουν χαρακτήρα ἠθικὰ ἀδιάφορο, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κατατάξουμε στὶς ἀρετὲς ἢ στὶς κακίες ἀφοῦ ἐκδηλώνονται «ἀπροαιρέτως». Ἡ ἀνθρώπινη προαίρεση εἶναι ποὺ δίνει στὰ πάθη ἠθικὸ προσδιορισμό. Πρὶν ἀπὸ τὸν προσδιορισμὸ τῆς προαιρέσεως τὰ πάθη εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς περιοχές «τῶν ἐν τῇ ψυχῇ γινομένων». Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ὀρίζει ὅτι «τὰ ἐν τῇ ψυχῇ γινόμενα τρία ἐστί, πάθη δυνάμεις ἔξεις... λέγω δὲ πάθη μὲν ἐπιθυμίαν ὀργὴν φόβον θάρσος φθόνον χαρὰν φιλίαν μίσος πόθον ζῆλον ἔλεον, ὅλως οἷς ἔπεται ἡδονὴ ἢ λύπη... πρὸς δὲ τούτοις κατὰ μὲν τὰ πάθη κινεῖ-σθαι λεγόμεθα, κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας οὐ κινεῖσθαι ἀλλὰ διακεῖσθαί πως» (1105β 20 κ.ε.). Δὲν διατυπώνεται ἀπὸ τὸν ᾿Αριστοτέλη καμμιὰ ἐπιφύλαξη γιὰ τὰ φυσικὰ αὐτὰ κινήματα τῆς ψυχῆς ποὺ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἡδονὴ ἢ τὴ λύπη. Δὲν ὑπάρχει πρόβλημα γιὰ τὸν λογικὸ ἢ ἄλογο χαρακτήρα τῶν παθῶν. ᾿Αν ὑπάρχη κάποιος βιολογικός - σωματικός χαρακτήρας στὰ πάθη εἶναι μόνο τὸ ὅτι βρίσκουν τὴν ἔκφρασή τους διαμέσον τοῦ σώματος, εἶναι «ἀχώριστα τῆς φυσικῆς ὕλης τῶν ζώων». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ πάθος, παρόλο ποὺ εἶναι μιὰ κίνηση τῆς ψυχῆς, ἔχει ταυτόχρονα καὶ μιὰν ἄμεση ἀναφορὰ στὸ σῶμα, εἶναι κίνησις «ἀθρόα καὶ αἰσθητὴ εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν». (Βλ. Περὶ ψυχῆς Ι, 403α 16 - Ρητορ. ΙΙ, 1369β 33).
᾿Αντίθετα μὲ τὸν ᾿Αριστοτέλη οἱ Στωϊκοὶ εἶδαν τὸ πάθος νὰ ἀντιστρατεύεται στὸ ἀνθρώπινο λογικὸ μὲ μιὰ δύναμη φυσικὴ καὶ ἄλογη. Τὸ εἶδαν ὡς θυελλώδη ψυχοσωματική κίνηση στὴν ὁποία μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ μέσα στὸ πάθος ἐνεργοῦν οἱ ἄλογες δυνάμεις καὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ. (Βλ. Ρaul BARTH, Die Stoa, Stuttgart 1946, σελ. 189. J. HIRSCHBERGER, Geschichte der Philosophie, Ι, σελ. 258. Michael WITTMANN, Die Ethik des hl. Thomas von Aquin, München 1933, unveränderter Nachdruck 1962, Frankfurt, σελ. 199).
᾿Αφετηρία τῶν παθῶν εἶναι οἱ παραστάσεις τῶν αἰσθήσεων. Οἱ παραστάσεις τῶν αἰσθήσεων εἶναι πάντοτε ὑποκειμενικὲς καὶ γι' αὐτὸ πολὺ συχνά λαθεμένες, σκοτίζουν τὸ λογικὸ καὶ δὲν τὸ ἀφήνουν νὰ ἐνεργήση σωστά. Ἡ Ἠθικὴ τῶν Στωϊκῶν ἀποβλέπει νὰ χαλιναγωγήση τὰ πάθη ἀπαλλάσσοντας τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς λαθεμένες ἀντιλήψεις, ἐντυπώσεις καὶ καταστάσεις ποὺ δημιουργοῦν οἱ παραστάσεις καὶ φαντασιώσεις τῶν αἰσθήσεων. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ :
«Μέμνησο, ὅτι οὐχ ὁ λοιδορῶν ἢ τύπτων ὑβρίζει, ἀλλὰ τὸ δόγμα τὸ περὶ τούτων, ὡς ὑβριζόντων. ὅταν οὖν ἐρεθίσῃ σε τις, ἴσθι, ὅτι ἡ σή σε ὑπόληψις ἠρέθισε τοιγαροῦν ἐν πρώτοις πειρῶ ὑπὸ τῆς φαντασίας μὴ συναρπασθῆναι· ἂν γὰρ ἅπαξ χρόνου καὶ διατριβῆς τύχοις, ρᾷον κρατήσεις σεαυτοῦ». Εγχειρίδιον, Κεφ. η' ἔκδοσις Dresdae et Lipsiae 1756, σελ. 54). Αὐτὴ ἡ ἀναγωγὴ ἀπὸ τὶς φαντασιώσεις τῶν αἰσθήσεων στὴν ἀταραξία τοῦ νοῦ συνιστᾶ τὴν ὁδὸ τῆς στωϊκῆς «ἀπάθειας», στὴν ὁποία θὰ χρειαστῆ νὰ ἐπανέλθουμε.
O ZENKOWSKY σημειώνει (Das Bild vom Menschen in der Ostkirche, σελ. 52) ὅτι στὴν ψυχολογία τῶν Στωϊκῶν βρίσκουμε ἀρκετὰ νωρὶς κάποιο μετριασμὸ τῆς ἀρχικῆς θέσεως γιὰ τὸν «ἄλογο» (χωρίς λόγο - χωρὶς λογικό, πνεῦμα Θεοῦ) χαρακτήρα τῶν παθῶν. Ἡ διαπίστωση δὲν ἀναφέρεται σε συγκεκριμένα ἀποσπάσματα τῆς διδασκαλίας τῶν Στωϊκῶν. Τὸ μόνο ἔρεισμα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι οἱ ἀπόψεις γιὰ τὰ εὐγενῆ πάθη ποὺ ἔχουν διατυπωθῆ ἀπὸ τοὺς Στωϊκοὺς (HIRSCH-BERGER I, 260). Τὰ εὐγενῆ πάθη εἶναι ἡ θετικὴ ἐκδοχὴ τῶν ἄλογων παθῶν. Ἡ ἐπιθυμία, ὁ πόθος, εἶναι τὸ ἄλογο πάθος, ἡ ἀγαθὴ θέληση τὸ εὐγενές, Παρόμοια ἀντιστοιχία ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ φόβο καὶ στὴ σύνεση, στὴν ἡδονὴ καὶ στὴ χαρά. Πρόκειται γιὰ «ἐξανθρωπισμένες» διασκευὲς τῶν καταρχὴν ἄλογων παθῶν.
Μαζὶ μὲ τοὺς Στωϊκοὺς καὶ ὁ ΦΙΛΩΝ συμμμερίζεται τὴν ἀντίληψη περὶ τῆς ἀλογίας τῶν παθῶν. «Πᾶν μὲν πάθος ἐπίληπτον, γράφει, ἐπεὶ καὶ πᾶσα ἄμετρος καὶ πλεονάζουσα ὁρμὴ καὶ τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος... εἴ τις οὖν μὴ μέτρα ταῖς ὁρμαῖς ὁρίζει μηδὲ χαλινὸν ὥσπερ τοῖς ἀφηνιασταῖς ἵπποις ἐντίθησι, πάθει χρῆται δυσιάτῳ, κάπειτα λήσεται διὰ τὸν ἀφηνιασμὸν ἐξενεχθεὶς οἷα ὑπὸ ἁρμάτων ἡνίοχος εἰς φάραγγας ή βάραθρα δυσαναπόρευτα, ἐξ ὧν μόλις ἔστι σώζεσθαι». (Περὶ τῶν ἐν μέρει διαταγμάτων, - De Spec. Leg. Βιβλ. IV 79, Έκδοσις Berolini 1906).
῎Αν καὶ εἶναι σύγχρονες, σχεδόν, μὲ τὴν Καινή Διαθήκη οἱ διδασκαλίες αὐτές, ὡστόσο δὲν ἐπέδρασαν στὰ κείμενα τῶν Εὐαγγελίων ἢ στὸν Παῦλο. ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «πάθος» σὲ τρεῖς μόνο περιπτώσεις, ἀλλὰ μὲ τὸ περιεχόμενο μὲ τὸ ὁποῖο χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ιουδαϊκὴ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐλληνική γραμματεία (βλ. Wilhelm MICHAELIS, πάθος – ThWNT, IV, 927). «Οἱ χαρακτηριστικοὶ ὅροι τῆς στωϊκῆς Ἠθικῆς λείπουν ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Παῦλο, (ἀπάθεια, ἀταραξία, εὐδαιμονία, ὅπως καὶ : ἡγεμονικόν, φαντασία) ἢ χρησιμοποιήθηκαν μὲ τὴ σημασία ποὺ εἶχαν στὴν κοινὴ γλώσσα καὶ ὄχι μὲ τὸ εἰδικὸ φιλοσοφικό τους περιεχόμενο (π.χ. πάθος καὶ δόξα). Περὶ «παθῶν ἀτιμίας» δὲν μιλάει κανένας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ ἡ ἐξομοίωση τῆς ἔννοιας τοῦ πάθους μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐπιθυμίας (Κολάσ. 3,5) ἦταν γιὰ τοὺς Στωϊκούς λογικὰ ἀδύνατη. ᾿Αλλὰ καὶ τὸ πνεῦμα, ἡ κεντρικὴ ἔννοια τῆς παυλιανῆς ἀνθρωπολογίας, δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Στωϊκῶν». (Μax POHLENZ, Paulus und die Stoa, Zeitschrift für die neutestamentliche Wissenschaft und die Kunde der älteren Kirche, 42 (1949) σελ. 81, 82). Ο Παῦλος ἀναφέρεται σὲ «πάθη ἀτιμίας» προσδιορίζοντας συγκεκριμένα τὶς ἐρωτικές διαστροφές (Ρωμ. 1, 26). Καὶ στὶς δυὸ ἄλλες περιπτώσεις ποὺ ἀναφέρεται στὸ πάθος (Κολασ. 3,5 – 1 Θεσ. 4,5) ἡ ἔννοια καὶ πάλι δὲν εἶναι γενική, δὲν προϋποθέτει τὸ πάθος ὡς καθαρή φύση (naturam puram), ἀλλὰ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, ἀκριβῶς ὅπως καὶ στὴν παράδοση τῆς ἰουδαϊκῆς γραμματείας (βλ. Τh WNT, V, 926-927).
Δύσκολο πρόβλημα, ποὺ θὰ χρειαζότανε μιὰ ἐπίπονη καὶ εὐρύτατη μελέτη γιὰ νὰ ἐρευνηθῆ καὶ νὰ ἑρμηνευθῆ, εἶναι ἡ περὶ πάθους διδασκαλία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς ᾿Ανατολῆς. Φαίνεται ὅτι ὑπάρχει μιὰ καταρχὴν κοινὴ πεποίθηση γιὰ τὸν ἄλογο καὶ κτηνώδη χαρακτήρα τῶν παθῶν, ὅμως αὐτὴ ἡ ἀλογία καὶ κτηνωδία δὲν ἀναφέρεται στη φύση ἀλλὰ στὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάθη καθεαυτὰ ἔχουν μόνο ἀρνητικό χαρακτήρα, συνιστοῦν τὴ διαφθορὰ τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως καὶ εἶναι ἡ ἀρνητικὴ προϋπόθεση τῆς ἠθικῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου. Αν ὁ πονηρὸς νοῦς συνεργήση μὲ τὰ πάθη, τότε αὐτὰ ἑδραιώνονται ὡς κακίες, ἂν ἡ ἀγαθὴ θέληση κυριαρχήση στὰ πάθη, ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐξελιχθοῦν σὲ ἀρετές. Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ διαγράφει ἐπιγραμματικὰ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο : «Τὰ καθ᾿ ἕκαστον πάθη πάντα τῆς κτηνώδους ἀλογίας ἀφορμηθέντα, διὰ τῆς πονηρᾶς τοῦ νοῦ χρήσεως κακία ἐγένετο, ὥσπερ οὖν καὶ τὸ ἔμπαλιν, εἴπερ ὁ λογισμὸς τῶν τοιούτων κινημάτων ἀντιμεταλάβοι τὸ κράτος, εἰς ἀρετῆς εἶδος ἕκαστον τούτων ἀντιμεταθίσταται... ᾿Αλλ᾽ ἐπειδὴ βαρεῖά τις ἐστὶ καὶ κατωφερὴς ἡ τῆς ἁμαρτίας ροπή, πλεῖον τὸ ἕτερον γίνεται· μᾶλλον γὰρ τῷ βάρει τῆς ἀλόγου φύσεως συγκατασπᾶται τὸ ἡγεμονικὸν τῆς ψυχῆς, ἤπερ τῷ ὕψει τῆς διανοίας τὸ βαρύ τε καὶ χοϊκὸν ἀνυψοῦται». (Περὶ ἀνθρ. κατασκ. ΙΗ' Migne P.G. 44, 193).
Τόσο ὁ Νύσσης ὅσο καὶ ὁ Χρυσόστομος καὶ ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρουν τὸν κτηνώδη καὶ ἄλογο χαρακτήρα τοῦ πάθους κατεξοχὴν στὴν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, ὄχι ὅμως μὲ τὴν παυλιανὴ ἔννοια τῆς ὁρμῆς ποὺ ἀντιστρατεύεται τὴν ἀγαθὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς φυσικῆς ἀναγκαιότητος γιὰ τὴ διαδοχὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους ποὺ εἶναι καθεαυτὴν ἄλογη καὶ κτηνώδης. Ο τρόπος τῆς διαδοχῆς καθεαυτὸν συνιστᾶ μιὰ πτώση καὶ διαφθορά. Αν καὶ ἡ διάκριση τῶν φύλων, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τῆς γενέσεως, εἶναι προπτωτικὴ καὶ ἡ αὔξηση καὶ ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν ἀνθρώπων ἀποτέλεσμα ἰδιαίτερης εὐλογίας τοῦ Θεοῦ (Γεν. 1, 28), ὡστόσο οἱ Πατέρες ποὺ ἀναφέραμε ὑποστηρίζουν ὅτι θὰ ἐπικρατοῦσε ἄλλος τρόπος διαδοχῆς στὸ ἀνθρώπινο γένος, «ἄρρητος καὶ ἀνεπινόητος στοχασμοῖς ἀνθρωπίνοις τρόπος», αὐτός ποὺ ἰσχύει γιὰ τὴ φύση τῶν ἀγγέλων, ἂν δὲν μεσολαβοῦσε ἡ πτώση. Ἐπειδὴ ἡ θεία Οἰκονομία προέβλεπε τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, προνοητικὰ «ἐγκατεσκεύασε τῇ φύσει ἀντὶ τῆς ἀγγελικῆς μεγαλοφυΐας τὸν κτηνώδη τε καὶ ἄλογον τῆς ἐξ ἀλλήλων διαδοχῆς τρόπον» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περὶ ἀνθρ. κατασκ. ΙΖ' Migne PG. 44). «Μέχρι τῆς παραβάσεως καθάπερ ἄγγελοι οὕτω διητῶντο ἐν τῷ παραδείσῳ, οὐχ ὑπὸ ἐπιθυμίας φλεγόμενοι, οὐχ ὑπὸ ἑτέρων παθῶν πολιορκούμενοι, οὐ ταῖς ἀνάγκαις τῆς φύσεως ὑποκείμενοι» (ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὸ κεφ. II τῆς Γενέσεως, ὁμιλία ΙΕ', Migne P.G. 53, 125). «Η πρώτη πλάσις γένεσις λέγεται καὶ οὐ γέννησις. Γένεσίς μεν γάρ ἐστι ἡ ἐκ Θεοῦ πρώτη πλάσις· γέννησις δέ, ἡ ἐκ καταδίκης τοῦ θανάτου, διὰ τὴν παράβασιν ἐξ ἀλλήλων διαδοχή». (ΙΩΑΝ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, βιβλ. Β΄ 30, Migne P.G. 94, 976β. Βλ. καὶ Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική Ι, 507 - 509). Μὲ τὴν ἄποψη αὐτὴ συντονίζεται καὶ ὁ ΜΑΞΙΜΟΣ ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, παρόλο ποὺ ἔχει δεχθῆ καὶ ἀντίθετες ἐπιδράσεις. (Βλ. LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 103 καὶ H.U.v. BALTHASAR, Kosmische Liturgie, σελ. 184). Γράφει περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ δευτέρου ᾿Αδὰμ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὅτι «τὸ παθητὸν φυσικῶς εἰληφὼς τὸ ἁμαρτητικὸν οὐ προσείληφε καὶ γίνεται νέος ᾿Αδάμ, γένεσιν λαμβάνων τὴν αὐτὴν ἀναμάρτητον καὶ γεννήσεως τῆς αὐτῆς παθητῆς ἀνεχόμενος... τῆς μὲν πρώτης καὶ τιμίας τὴν δευτέραν καὶ ἄτιμον ποιούμενος σωστικήν τε καὶ ἀνανεωτικήν, τῆς δὲ δευτέρας τὴν πρώτην συστατικὴν καὶ περιποιητικὴν καταστήσας. Ακρα δέ φημι τῆς μὲν γενέσεως πρώτης καὶ τιμίας ὑπαρχούσης τὸ ἄφθαρτον, ὡς ἀναμαρτησίας ἀρχή, τῆς δὲ γεννήσεως ὡς δευτέρας οὔσης καὶ ἀτίμου τὸ ἁμαρτητικόν, ὡς παντὸς πάθους αἴτιον καὶ φθορᾶς». (Περὶ διαφόρων ἀπόρων, Migne P.G. 91, 1317 ΑΒ). Ὑπάρχει, ὡστόσο, σαφέστατα ἀνεπτυγμένη μέσα στὴν Πατερική γραμματεία καὶ ἡ καταξίωση τῆς ἐρωτικῆς δυνατότητος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς «ἀγαπητικῆς δυνάμεώς» του. Ἡ ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πτώσεως ἀναδείχνει τὴν ἐρωτικὴ δυνατότητα σὲ κατεξοχήν ὁδὸ Θεογνωσίας. (Βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, σελ. 81 κ.ε.).
Στὴ Δύση ἡ διδασκαλία τοῦ ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ ἐμφανίζεται συνεπής στὴν ἀριστοτελικὴ ἀντίληψη γιὰ τὰ πάθη. Ὁ ᾿Ακινάτης δὲν ἀναγνωρίζει ἄλογα στοιχεῖα στὸ πάθος, ὁ χαρακτήρας τῶν παθῶν εἶναι καταρχὴν ἠθικὰ ἀδιάφορος. Ὁ ἁμαρτητικὸς χαρακτήρας τοῦ πάθους εἶναι ἀποτέλεσμα πειθαρχίας ἢ ἀπειθαρχίας στὸν λόγο. (Ad tertium dicendum quod passiones animae, inquantum sunt paeter ordinem rationis, inclinant ad peccatum: inquantum autem sunt ordinatae a ratione, pertinent ad virtutem. Summa Theologica, 10, I-II, 22-48, Έρωτ. 24, De bono et malo in animae passionibus, Άρθρο 2). Ο WITTMANN στὸ βιβλίο του «Die Ethik des hl. Thomas von Aquin» διαπραγματεύεται διεξοδικὰ τὶς ἀντιλήψεις τοῦ ᾿Ακινάτη γιὰ τὰ ἀνθρώπινα πάθη σὲ ξεχωριστὸ κεφάλαιο (σελ. 195 - 216). Θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ὡς συμπερασματική του διατύπωση ἡ ἀκόλουθη: «Ὁ σχολαστικός (᾿Ακινάτης) ὁρίζει τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ πάθος καὶ στὴν ἠθικὴ πράξη ἀκριβῶς μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ ἔννοια, μόνο ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνεται καὶ τὴν ἐκφράζει ἀκριβέστερα. Όπως ὁ ἕλληνας φιλόσοφος (ὁ ᾿Αριστοτέλης) ἔτσι καὶ ὁ χριστιανός θεολόγος (᾿Ακινάτης) εἶναι ἐξίσου βεβαιωμένος ὅτι μιὰ ἰσχυρὴ θέληση καθεαυτὴν προηγεῖται τοῦ πάθους καὶ ὅτι μιὰ τέτοια συνύπαρξη ἐξυψώνει τὴν ἀξία τῆς ἠθικῆς θελήσεως καὶ πράξεως. Ἡ ἀρετὴ δὲν ἐξαφανίζει τὰ πάθη, ἀλλὰ τὰ ἱεραρχεῖ» (σελ. 198).
2. ΚΣΤ΄ μα΄ 131.
3. Γεν. 1, 31.
4. ΚΣΤβ΄ μα΄ 142.
5. ΚΣΤ΄ λζ΄ 130.
6. Βλ. καὶ πάλι, Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, σελ. 146 - 147.
7. Ὑπάρχει ἕνα σχετικό πολύ χαρακτηριστικό χωρίο τοῦ ἁγίου ΝΕΙΛΟΥ τοῦ ἀσκητοῦ : «Κἂν ἡ Γραφὴ λέγει ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς τοῖς πονηροῖς ἐκ νεότητος αὐτοῦ, εἰδέναι ὀφείλεις τὴν ἑρμηνείαν τῆς φράσεως ὅτι οὐ κατὰ φύσιν τοῖς ψεκτοῖς πρόσκειται ὁ ἄνθρωπος, οὐδ᾽ ἐξ αὐτῶν τῶν παρὰ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς τῇ διανοίᾳ ἡμῶν κατασπαρέντων φυσικών ἐπιθυμιῶν· μὴ γένοιτο· ἀλλ᾽ ἐκ νεότητος τοῦ ἀνθρώπου γέγραπται ἵνα δειχθῇ ὅτι ἐξ ἐπισπορᾶς τοῦ διαβόλου τὰ φαῦλα κεκτήμεθα καὶ ραδίως μᾶλλον ὑπ᾿ ἐχθροῦ θελγόμενοι πρὸς τὸ κακὸν ρέπομεν. Ἐχθρὸς γὰρ ἄνθρωπος ἐπέσπειρε τὰ ζηζάνια, φησὶν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ὁ Κύριος». (ΙΙ ΣㄣΘ' Migne P.G. 79, 348-349).
8. ΚΣΤ΄ μα΄ 131.
9. ΟΕ΄ ογ΄ 94.
10. ΚΣΤ΄ μ΄ 131.
11. ΚΣΤ΄ ια΄ 125.
12. ΚΣΤ΄ μδ΄ 132.
13. Γ΄ ιθ΄ 25.
6. Βλ. καὶ πάλι, Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, σελ. 146 - 147.
7. Ὑπάρχει ἕνα σχετικό πολύ χαρακτηριστικό χωρίο τοῦ ἁγίου ΝΕΙΛΟΥ τοῦ ἀσκητοῦ : «Κἂν ἡ Γραφὴ λέγει ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς τοῖς πονηροῖς ἐκ νεότητος αὐτοῦ, εἰδέναι ὀφείλεις τὴν ἑρμηνείαν τῆς φράσεως ὅτι οὐ κατὰ φύσιν τοῖς ψεκτοῖς πρόσκειται ὁ ἄνθρωπος, οὐδ᾽ ἐξ αὐτῶν τῶν παρὰ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς τῇ διανοίᾳ ἡμῶν κατασπαρέντων φυσικών ἐπιθυμιῶν· μὴ γένοιτο· ἀλλ᾽ ἐκ νεότητος τοῦ ἀνθρώπου γέγραπται ἵνα δειχθῇ ὅτι ἐξ ἐπισπορᾶς τοῦ διαβόλου τὰ φαῦλα κεκτήμεθα καὶ ραδίως μᾶλλον ὑπ᾿ ἐχθροῦ θελγόμενοι πρὸς τὸ κακὸν ρέπομεν. Ἐχθρὸς γὰρ ἄνθρωπος ἐπέσπειρε τὰ ζηζάνια, φησὶν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ὁ Κύριος». (ΙΙ ΣㄣΘ' Migne P.G. 79, 348-349).
8. ΚΣΤ΄ μα΄ 131.
9. ΟΕ΄ ογ΄ 94.
10. ΚΣΤ΄ μ΄ 131.
11. ΚΣΤ΄ ια΄ 125.
12. ΚΣΤ΄ μδ΄ 132.
13. Γ΄ ιθ΄ 25.
Σημειώσεις
14. Βλ. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικὸν Ηλίου, τόμος «ΕΛΛΑΣ», σελ. 702 κ.ε.
15. Βλ. HEIDEGGER, Sein und Zeit, σελ. 175 κ.ε.
16. Sein und Zeit, σελ. 121, 126 κ.ε.
17. Sein und Zeit, σελ. 184 κ.ε. Über den Humanismus, σελ. 16.
18. Ζ΄ α΄ 62. [«Το πένθος κατά Θεόν είναι μια σκυθρωπή διάθεση της ψυχής, μια κατάσταση καρδιάς γεμάτης πόνο, που ζητά μανιωδώς αυτό που επιθυμεί και, όταν δεν το πετυχαίνει, το κυνηγά με κόπο και οδύνη, και οδύρεται πίσω από αυτό με μεγάλο πόνο».]
19. Λ΄ α΄ 167.[«Η μακαρία μανία δεν σταματά, ούτε παραμένει ακίνητη από το να τρέχει, ούτε αφήνει αυτόν που τραυματίστηκε να ησυχάσει πλέον».]
20. ΚΘ' ιε΄ 166. [«Πότε θα έρθω και θα εμφανιστώ ενώπιον του προσώπου του Θεού; Διότι δεν αντέχω πλέον την ενέργεια του πόθου, αλλά ζητώ εκείνο το αθάνατο κάλλος που μου έδωσες πριν από τον πηλό».]
21. Β΄ α΄ 20.
22. Α΄ ιστ΄ - ιζ΄ 16.
23. Sein und Zeit, σελ. 189.
24. Γ΄ α΄ 23. [«Οριστική εγκατάλειψη όλων όσων στην πατρίδα αντιτίθενται στον σκοπό της ευσέβειας μας».]
25. Γ΄ λβ΄ 26. [«Όπως είναι αδύνατο να στρέφει κανείς το ένα μάτι στον ουρανό και το άλλο στη γη, έτσι είναι αδύνατο να μη διακινδυνεύει στην ψυχή του, αυτός που δεν έχει αποξενωθεί τελείως με τη σκέψη και το σώμα του από όλα τα οικεία και μη οικεία πράγματα».]
26. Sein und Zeit, σελ. 246 - 266. [Ο θάνατος, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, είναι μια δυνατότητα που ανήκει αποκλειστικά στο Dasein και του δίνει τη δυνατότητα να υπάρξει με αυθεντικότητα, επειδή το Dasein αναγνωρίζει τον αναπόφευκτο χαρακτήρα του θανάτου και της περατότητάς του.]
27. ΣΤ΄ στ΄ 59. [«Η μνήμη του θανάτου, για όσους βρίσκονται μέσα στον κόσμο, γεννά κόπους, αδολεσχίες και, κυρίως, αθυμία· ενώ για εκείνους που είναι μακριά από θορύβους και φροντίδες, φέρνει την απαλλαγή από τις έγνοιες, συνεχή προσευχή και φύλαξη του νου.»]
28. ΣΤ΄ η΄ 60.
29. HEIDEGGER, Einführung in die Metaphysik, Tübingen 1958 σελ. 109.
30. Diese fragende Auseinandersetzung bringt den Menschen erst auf solches Seiendes zurück, das er selbst ist und zu sein hat. HEIDEGGER, Einführung in die Metaphysik, σελ. 110. [«Αυτή η ερευνητική αντιπαράθεση φέρνει τον άνθρωπο πίσω σε εκείνο το ον, που είναι ο ίδιος και που οφείλει να είναι.» (Χάιντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική)]
31. Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ συγγραφέας τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων (5ος αἰώνας) : «Ὁ ἀκόλαστος, εἰ καὶ ἐστέρηται τἀγαθοῦ κατὰ τὴν ἄλογον ἐπιθυμίαν, ἐν τούτῳ μὲν οὔτε ἐστὶν, οὔτε ὄντως ἐπιθυμεῖ, μετέχει δ᾽ ὅμως τἀγαθοῦ κατ᾿ αὐτὸ τὸ τῆς ἑνώσεως καὶ φιλίας ἀμυδρὸν ἀπήχημα... Καὶ αὐτὸς ὁ τῆς χειρίστης ζωῆς ἐφιέμενος, ὡς ὅλως ζωῆς ἐφιέμενος, καὶ τῆς ἀρίστης αὐτῷ δοκούσης, κατ᾿ αὐτῷ τὸ ἐφίεσθαι, καὶ ζωῆς ἐφίεσθαι, καὶ πρὸς ἀρίστην ζωὴν ἀποσκοπεῖν, μετέχει τἀγαθοῦ» (Περὶ θείων ὀνομάτων IV, Migne P.G. 3, 720 BC). Υπάρχει στοὺς «᾿Αδελφούς Καραμάζοφ» τοῦ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ μιὰ μοναδική σκηνή : Ο στάρετς Ζωσιμᾶς, ὁ ἁγιασμένος ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου, πέφτει στὰ γόνατα – ανεξήγητα γιὰ τοὺς πολλοὺς – καὶ προσκυνάει ὡς τὴ γῆ τὸν Ντιμίτρι Καραμάζοφ, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐνσαρκώνει τὰ πιὸ ἀκραῖα, τὰ πιὸ φιλήδονα πάθη. Στὸ πρόσωπο τοῦ Καραμάζοφ προσκυνάει ὁ Ζωσιμᾶς τὴν ὀδύνη τοῦ πάθους, τὴ μαρτυρικὴ δίψα του πληρώματος τῆς ζωῆς.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου