Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 12

Συνέχεια από Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 12
Του Martin Heidegger

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ


ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)



ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

§ 4. Για την ιστορία της νεωτερικής συγκρότησης των συστημάτων


β) Ο καθορισμός της έννοιας του συστήματος από τον Kant
μέσα από την ουσία της Λογικής (της Vernunft). Οι κινητήριες δυσκολίες κατά τη θεμελίωση και διαμόρφωσή του


Όσο λίγο κι αν ο Καντ ο ίδιος προσέλαβε ποτέ τη θεμελιώδη στάση του γερμανικού ιδεαλισμού, και όσο μακριά κι αν ο γερμανικός ιδεαλισμός προχώρησε πέρα από τον Καντ, τόσο βέβαιο είναι ότι αυτό μπορούσε να συμβεί μόνο στη βάση και με οδηγό την θεμελιώδη περισυλλογή που πραγματοποίησε ο Καντ πάνω στην ουσία της ανθρώπινης Λογικής (Vernunft). Αυτή η περισυλλογή πραγματοποιήθηκε θεμελιωδώς στην «Κριτική του καθαρού Λόγου»· η κριτική περισυλλογή συμπληρώθηκε στην «Κριτική του πρακτικού Λόγου» και ολοκληρώθηκε, σύμφωνα με τα ίδια της τα μέτρα, στην «Κριτική της Κριτικής Δύναμης».

Δεν είναι όμως εδώ ο τόπος να επεκταθούμε σε αυτά.
Ρωτούμε μόνο: Πώς στέκεται ο Καντ απέναντι στην απαίτηση του συστήματος;
Πώς καθορίζει την έννοια του “συστήματος”; Και τι σημαίνει η φιλοσοφία του για την περαιτέρω ανάπτυξη της βούλησης προς το σύστημα; Ο εσωτερικός συσχετισμός ανάμεσα στους όρους ανάπτυξης της κυριαρχίας του Λόγου και στη βούληση για το σύστημα έχει ήδη υποδειχθεί. Από αυτό μπορεί εύκολα να συναχθεί το εξής:


Η αποφασιστικότητα της βούλησης για σύστημα, η ασφάλεια στη θεμελίωση του συστήματος και στη μέτρηση της έκτασής του, η διορατικότητα ως προς την ύστατη αναγκαιότητα του συστήματος — όλα αυτά εξαρτώνται από το είδος και τον βαθμό της γνώσης που έχει κανείς για την ουσία του μαθηματικού και της λογικής. Διότι αυτά τα δύο χαρακτηρίζουν, όπως είδαμε, το «σύστημα» στην έως τώρα μορφή του. Η οριοθέτηση της φιλοσοφικής γνώσης ως καθαρής λογικής γνώσης, έναντι της μαθηματικής γνώσης, είναι όμως ένα ουσιώδες μέλημα της «Κριτικής του καθαρού Λόγου». Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι στον Καντ συναντούμε για πρώτη φορά μια ρητή συστηματική περισυλλογή πάνω στην ουσία του ίδιου του συστήματος και έναν καθορισμό της έννοιάς του με βάση την ουσία της Λογικής.

Μέχρι τον Καντ, εκείνο που ονομάζονταν στη σχολαστική γλώσσα ratio — και μεταφραζόταν πότε ως νόηση (Verstand) και πότε ως λογική ή διάνοια (Vernunft) — είχε πολλαπλές σημασίες.
Ο διαχωρισμός της ratio από την αισθητικότητα έμενε χωρίς σαφές θεμέλιο και επαρκή αιτιολόγηση. Η Vernunft (λογική/διάνοια) ήταν στην πραγματικότητα μόνο Verstand (νόηση): η ικανότητα να φέρνει κανείς τις δοσμένες παραστάσεις σε έννοιες, να τις διακρίνει και να τις συγκρίνει μεταξύ τους. Μόνο μέσω του Καντ η νόηση (Verstand) οδηγήθηκε στη Λογική (Vernunft)· αυτό σημαίνει: η ουσία της Λογικής προσδιορίστηκε καθεαυτή, και η νόηση διακρίθηκε από τη Λογική και υποτάχθηκε σε αυτήν. Ολόκληρη αυτή η διαδικασία καθορισμού της έννοιας της Λογικής βρίσκει στον ίδιο τον Καντ την έκφρασή της στο ότι αυτός εννοεί τη Λογική σε ευρύτερη και στενότερη σημασία. Στην ευρύτερη έννοια, η Vernunft σημαίνει: το ανώτερο γνωστικό όργανο (oberes Erkenntnisvermögen). Στην στενότερη έννοια, σημαίνει: το ύψιστο όργανο μέσα στα ανώτερα γνωστικά όργανα — τα οποία, κατά τον Καντ, είναι: η νόηση (Verstand), η κριτική δύναμη (Urteilskraft) και η λογική ή διάνοια (Vernunft). Η Λογική (Vernunft), με τη στενή και ουσιώδη σημασία, είναι για τον Καντ το όργανο των Ιδεών ως αρχών (das Vermögen der Ideen als Prinzipien).

Παράλληλα με τη διαύγαση της έννοιας της Λογικής, πραγματοποιείται και μια διαύγαση της έννοιας της Ιδέας (Idee), η οποία αρχικά — από τον Ντεκάρτ και εξής — σήμαινε απλώς παράσταση (Vorstellung). Οι Ιδέες είναι οι παραστάσεις της ενότητας της διαρθρωμένης πολλαπλότητας ενός πεδίου ως ενός όλου. Οι ύψιστες Ιδέες είναι εκείνες στις οποίες παριστάνονται οι κύριες περιοχές του όντος: οι Ιδέες του Θεού, του Κόσμου και του Ανθρώπου. Αυτές οι Ιδέες, ως παραστάσεις της Λογικής, σύμφωνα με τις γνώσεις που αποκτήθηκαν στην Κριτική του καθαρού Λόγου, δεν είναι «καταδεικνύουσες» (ostensiv) — δηλαδή δεν μας δείχνουν τα αντικείμενα που εννοούν ως δοσμένα, παρόντα — αλλά μόνο εν ιδέα.

Η παράστασή μας για τον Θεό είναι μόνο μια Ιδέα. Με αυτό ο Καντ δεν θέλει να πει ότι ο Θεός δεν υπάρχει ή ότι είναι απλή φαντασία· η ύπαρξη του Θεού στεκόταν για τον Καντ πέρα από κάθε αμφιβολία. Θέλει μόνο να πει: Ο Θεός ως υπαρκτός δεν μπορεί ποτέ να μας γίνει βεβαιότητα μέσω της απλής εννοιολογικής σκέψης του όρου «Θεός» και της ανάλυσης αυτής της παράστασης. Το ίδιο ισχύει για τον Κόσμο ως όλο, και αντιστοίχως για τον Άνθρωπο ως ον καθορισμένο από την ελευθερία. Οι Ιδέες δεν φέρνουν το αντικείμενο που παριστάνουν αισθητά μπροστά μας απλώς με το γεγονός της παράστασής του, αλλά υποδεικνύουν μόνο την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να ερευνήσουμε την πολλαπλότητα του δοσμένου, ως προς τη συνάφεια και, δηλαδή, ως προς τη δυνατή του ενότητα. Οι Ιδέες δεν είναι λοιπόν καταδεικτικές, αλλά ευρετικές (heuristisch) ή ρυθμιστικές (regulativ) — δηλαδή καθοδηγητικές και κανονιστικές για την πορεία της έρευνας και της εύρεσης. Η ικανότητα αυτών των Ιδεών είναι η Λογική (Vernunft). Η Λογική δίνει, επομένως, στο βλέπειν και στο σκέπτεσθαι μας εκ των προτέρων τον προσανατολισμό προς την καθολική ενότητα και τη συνεκτική διάρθρωση του όλου του όντος. Με αυτό έχουμε συγχρόνως αποκτήσει τον Καντιανό ορισμό του συστήματος.

Το σύστημα είναι «η ενότητα των ποικίλων γνώσεων υπό μία Ιδέα» (A 832, B 860).

Επίσης: «... ο συστηματικός χαρακτήρας της γνώσης … δηλαδή η συνάφεια αυτής από μία αρχή»
(A 645, B 673). «Αυτή η ενότητα της Λογικής (Vernunfteinheit) προϋποθέτει πάντοτε μια Ιδέα — δηλαδή την Ιδέα της μορφής ενός όλου της γνώσης, το οποίο προηγείται της καθορισμένης γνώσης των μερών και περιέχει τους όρους που καθιστούν δυνατό να καθορίζεται a priori σε κάθε μέρος η θέση και η σχέση του προς τα υπόλοιπα.
Αυτή η Ιδέα, επομένως, απαιτεί πλήρη ενότητα της γνώσης τής διάνοιας (Verstandeserkenntnis), μέσω της οποίας αυτή η γνώση δεν είναι πια ένα τυχαίο άθροισμα, αλλά ένα σύστημα που συνδέεται σύμφωνα με αναγκαίους νόμους.»

(όπως παρατίθεται στο ίδιο σημείο) Η Λογική (Vernunft) είναι εκείνη που καθιστά όλες τις πράξεις τής διάνοιας “συστηματικές” (A 664, B 692). Η Λογική είναι εκείνη που προκαθορίζει ώστε σε κάθε τι που συναντούμε να αποβλέπουμε εκ των προτέρων στην ενότητα μιας θεμελιώδους συνάφειας (A 655, B 683). Η Λογική είναι το όργανο του “προοπτικού βλέμματος” — η δύναμη που ορίζει τον ορίζοντα. Έτσι, η Λογική δεν είναι τίποτε άλλο παρά το όργανο του ίδιου του συστήματος, και το ενδιαφέρον της Λογικής στρέφεται προς την ανάδειξη της μέγιστης δυνατής ποικιλίας της γνώσης μέσα στην μέγιστη δυνατή ενότητα. Αυτή η απαίτηση είναι η ίδια η ουσία της Λογικής. Η Λογική είναι η προϋποτιθέμενη δύναμη, η ουσιαστικά εκτεινόμενη και περιεκτική. Η προϋπόθεση που αυτή θέτει είναι εκείνη η ενότητα, στη βάση της οποίας καθίσταται δυνατή κάθε γνώση ενός πεδίου αντικειμένων και μιας ολότητας του κόσμου. Τέτοιου είδους προϋποθέσεις, που καθιστούν δυνατή τη μετάβαση (Transzendenz) της ανθρώπινης γνώσης προς ένα όλο του γνωστού, ο Καντ τις ονομάζει υπερβατική Λογική (transzendentale Vernunft).

Το «Παιγνίδι προοιμίου της Λογικής» (Vernunft-Vorspiel, Κριτική της Κριτικής Δύναμης, 2η έκδ., σ. 194) σημαίνει: το προ-παίξιμο και το παίξιμο υπέρ εκείνου, για το οποίο ποτέ δεν υπάρχει μέσα στην εμπειρία κανένα παράδειγμα (Beispiel). Σύμφωνα με τον Καντ (A 644, B 672), η Λογική (Vernunft) θέτει έναν focus imaginarius — έναν φαντασιακό εστιακό σημείο στον οποίο συγκλίνουν όλες οι ακτίνες της ερώτησης για τα πράγματα και του καθορισμού των αντικειμένων, ή, αντίστροφα, από τον οποίο όλη η γνώση αντλεί την ενότητά της. Αυτό το εστιακό σημείο είναι όμως φανταστικό (ein-gebildeter), δηλαδή τεθειμένο μέσα στη φαντασία — στο ίδιο το ουσιώδες είναι της Λογικής. Η Λογική είναι — θα μπορούσαμε να πούμε — η δύναμη της προληπτικής συγκέντρωσης (προ-συλλογής), του λέγειν – λέγειν μαζί, το οποίο οι Έλληνες ονόμαζαν λόγος (λόγος, λέγειν)[ΤΗΣ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗΣπ.χ. ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ]. Ο Καντ έρχεται, όπως συχνά, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει ρητά, με μια ενστικτώδη φιλοσοφική βεβαιότητα — ή, καλύτερα, με την αληθινή εκλεκτική συγγένεια της σκέψης — στη θεμελιώδη σημασία των αρχικών φιλοσοφικών εννοιών των Ελλήνων. Η Λογική είναι εκ φύσεως συστηματική· είναι δύναμη και απαίτηση του συστήματος ταυτόχρονα[ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΤΩΝ, ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ].

Η περισυλλογή πάνω στην ουσία της Λογικής, στην εσωτερική της δομή και στις δυνάμεις της, στους δυνατούς δρόμους της πορείας της — δηλαδή η μεθοδολογία της Λογικής οφείλει επομένως να εξετάσει τη Λογική και ως προς τους όρους της συγκρότησης του συστήματος, και να καθορίσει, όπως λέει ο Καντ, «την τέχνη των συστημάτων» (Kunst der Systeme). Αυτό είναι το έργο της «Αρχιτεκτονικής της καθαρής Λογικής» (Architektonik der reinen Vernunft). Ο τίτλος «Αρχιτεκτονική» (Architectonic) απαντά ήδη στη προκαντιανή φιλοσοφία, ως τίτλος ενός έργου περί του Είναι:
«Σχέδιο για μια Αρχιτεκτονική, ή θεωρία του απλού και του πρώτου στη φιλοσοφική και μαθηματική γνώση», από τον J. H. Lambert (τόμοι I και II, 1771). Αρχιτεκτονικό σημαίνει τεκτονικό — δηλαδή δομημένο, συναρθρωμένο και θεμελιωμένο (gebaut, gefügt und gegründet) σύμφωνα με καθοδηγητικές και κυριαρχούσες αρχές και λόγους (Prinzipien). Η «Αρχιτεκτονική της καθαρής Λογικής» είναι το τρίτο κύριο μέρος της Υπερβατικής Μεθοδολογίας (A 832 επ., B 860 επ.). Η συστηματική ενότητα είναι εκείνο που μετατρέπει την “κοινή γνώση”, δηλαδή ένα απλό σύνολο πληροφοριών, σε επιστήμη· το συστηματικό είναι αυτό που κάνει μια γνώση επιστημονική.[Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ Α.Ι]

Το συστηματικό όμως, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν, δεν είναι κάτι εξωτερικό, όπως μια τυχαία διάταξη κατά κεφάλαια ή παραγράφους, αλλά το προληπτικό βλέμμα που ανιχνεύει την εσωτερική ουσιώδη ενότητα κάθε πεδίου, και ταυτόχρονα το προσχέδιο της διάρθρωσης της συνάφειας, μέσα στην οποία στέκονται οι ποικίλες φαινόμενες μορφές του πεδίου. Η Αρχιτεκτονική είναι επομένως «η διδασκαλία του επιστημονικού στοιχείου μέσα στη γνώση μας εν γένει», δηλαδή η διδασκαλία εκείνου που καθιστά τη γνώση επιστημονική. Ο Καντ ανακάλυψε — και αυτό στη φιλοσοφία σημαίνει πάντοτε επίσης: διαμόρφωσε — ως πνευματικό νόμο, τον εσωτερικό συστηματικό χαρακτήρα της Λογικής. Ανάλογα, κατανοεί εξ αρχής και τον ίδιο τον όρο “φιλοσοφία”. Καθώς η φιλοσοφία αποβλέπει στις έννοιες και παραστάσεις από τις οποίες καθοδηγείται κάθε γνώση του όντος και στις οποίες επιστρέφει, η φιλοσοφία πραγματεύεται εκείνο μέσα στο οποίο το όλο του γνωστού φτάνει στο περικλείον τέλος του, το οποίο είναι ταυτόχρονα αρχή.[ΚΑΤ'ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ. ΟΙΚΟΔΟΜΕΙΤΑΙ ΗΔΗ Η ΕΛΛΟΣΜΙΚΕΥΣΗ]

Ένα τέτοιο τέλος ονομάζεται στα ελληνικά τέλος (telos),
και η γνωστική ανάδειξη αυτού του έσχατου και υπέρτατου εστιακού σημείου όλων των ακτίνων της γνώσης μέσω της ίδιας της γνώσης, αυτή η τέλεσις (τελολογία), είναι εκείνο που ο Καντ ονομάζει Teleologie. Γι’ αυτό ο Καντ ορίζει την ουσία της φιλοσοφίας με τη φράση: «Η φιλοσοφία είναι η τελεολογία της ανθρώπινης Λογικής» (Philosophie ist teleologia rationis humanae — A 839, B 867). Κανείς πριν από τον Καντ δεν γνώριζε τόσο καθαρά όσο αυτός ότι αυτή η λογική γνώση της Λογικής και του πεδίου της είναι πάντοτε ανθρώπινη Λογική. Αυτό εκφράζεται απλά και καθαρά στον παραπάνω ορισμό της φιλοσοφίας.[ΑΝΤΚΑΘΙΣΤΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΕΝΩ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΚΙΝΑΤΗΣ ΤΗΝ ΕΙΧΑΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ] Ήταν ωστόσο πεποίθηση του Καντ ότι οι Ιδέες της καθαρής Λογικής «μας έχουν δοθεί από τη φύση της ίδιας μας της Λογικής» και ότι «αυτό το ανώτατο δικαστήριο όλων των δικαιωμάτων και αξιώσεων της θεωρητικής μας δραστηριότητας δεν μπορεί να περιέχει πρωταρχικές πλάνες ή ψευδαισθήσεις». «Πιθανότατα λοιπόν [οι Ιδέες] έχουν τον καλό και εύλογο προορισμό τους μέσα στη φυσική διάταξη της Λογικής μας.» (A 669, B 697· βλ. και στην Εισαγωγή, B, για τη μεταφυσική ως “φυσική διάταξη” της Λογικής).

Αυτή η εμπιστοσύνη στην αλήθεια του θεμελιώδους γεγονότος της ανθρώπινης Λογικής είναι θεμελιακή προϋπόθεση της φιλοσοφίας του Καντ. Το ότι ο τρόπος της σκέψης και η χρήση των εννοιών, η εκτέλεση της χρήσης της Λογικής, η παρεμπόδιση, η ενίσχυση ή η μεταβολή της κατεύθυνσής της, τελούν — λ.χ. — υπό τους όρους της λειτουργίας των γεννητικών αδένων, δεν αποδεικνύει τίποτε ούτε υπέρ ούτε κατά της αλήθειας εκείνου που αποκαλύπτεται μέσα στη σκέψη. Οι όροι της πραγμάτωσης της εύρεσης της αλήθειας, καθώς και οι περιορισμοί αυτής της πραγμάτωσης, δεν είναι ακόμη και οι νόμοι της ύπαρξης της αλήθειας. Και όσο η ουσία της αλήθειας παραμένει τόσο καλυμμένη όσο είναι, τόσο περισσότερο θα μένουν στο σκοτάδι και οι νόμοι της ύπαρξης της αλήθειας.

Αν κάποιος στοχαστής — τότε ο Καντ — έδειξε ότι η Λογική είναι πάντοτε ανθρώπινη Λογική, αυτός ήταν ο Καντ. Το να διαπιστώνει κανείς σήμερα, μετά από ενάμιση αιώνα ιστορικής, εθνολογικής και ψυχολογικής έρευνας, ότι «εκείνος ο Καντ δεν γνώριζε ακόμη τίποτε για τις πιθανές ιστορικές μεταβολές της χρήσης της Λογικής», δεν είναι δύσκολο· είναι απλώς αποκρουστικό και άγονο. Το δύσκολο, ωστόσο, είναι να ανυψώσουμε ξανά το έργο και την αποστολή της σκέψης στο επίπεδο του καντιανού στοχασμού.[ΣΕ ΜΑΣ ΤΟ ΥΨΗΛΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΥΚΟΛΟ]

Η φιλοσοφία του Καντ — ο καθορισμός της ουσίας της Λογικής και του Συστήματος —
είναι όμως η προϋπόθεση και ταυτόχρονα η αφετηρία για το γεγονός ότι, στον γερμανικό ιδεαλισμό, το «σύστημα» γίνεται ο αποφασιστικός σκοπός, η ύψιστη απαίτηση και το πεδίο των ανώτατων στοχαστικών προσπαθειών. Αν και από την αρχή της νεωτερικότητας — σύμφωνα με τις προαναφερθείσες συνθήκες — παραμένει μια διαρκής τάση προς το σύστημα, εντούτοις, μέσω του Καντ και από τον Καντ και έπειτα, με τον μετασχηματισμένο όρο της Λογικής, εισέρχεται κάτι νέο μέσα στη βούληση για σύστημα.[ΚΡΙΜΑ ΓΙΑΤΙ ΕΙΧΑΜΕ ΜΠΕΡΔΕΥΤΕΙ ΜΕ ΤΗ ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΟΤΙ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Η ΟΥΤΟΠΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ.]

Αυτό το νέο όμως έρχεται πλήρως στο φως μόνο από τη στιγμή που η φιλοσοφία υπερβαίνει τον Καντ. Και το κινητήριο στοιχείο μέσα σε αυτή την υπέρβαση του Καντ δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια την αποστολή του συστήματος. Οι διαφορές στην αντίληψη και τη συγκρότηση του συστήματος ανάμεσα στον Καντ και τον γερμανικό ιδεαλισμό μπορούν αρχικά να υποδειχθούν μόνο κατά προσέγγιση. Διότι η ανάπτυξη της απαίτησης του συστήματος τείνει όλο και περισσότερο να κατανοεί το σύστημα όχι πλέον ως πλαίσιο της γνώσης του όντος, αλλά ως την ίδια τη σύνδεση (Fuge, τόπος επαφής δυο επιφανειών) του Είναι — και να το διαμορφώνει ανάλογα. Η ουσία και η θέση του συστήματος στη φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού μπορούν επομένως να κατανοηθούν μόνο αν γνωρίζουμε αυτή τη φιλοσοφία μέσα στην περιεκτική της πληρότητα.

Από αυτό όμως απέχουμε ακόμη πολύ. Ωστόσο, αν θέλουμε να φτάσουμε σε μια τέτοια γνώση, είναι αναγκαίο εκ των προτέρων να χαράξουμε τη βασική κατεύθυνση της διαμόρφωσης του συστήματος. Αυτό θα το επιχειρήσουμε αντιπαραθέτοντας τη θεμελιώδη στάση του γερμανικού ιδεαλισμού προς εκείνη του Καντ. Σε αυτή την αντιπαράθεση, παραβλέπουμε προς το παρόν τις εσωτερικές και ειδικές διαφορές μεταξύ των κύριων στοχαστών — Φίχτε, Σέλλινγκ, Χέγκελ — και συνειδητοποιούμε ότι μια τέτοια διακριτική αντιπαραβολή μπορεί να έχει μόνο τον χαρακτήρα μιας υπόδειξης για περαιτέρω ερώτηση, και ποτέ να αποτελεί την τελική διατύπωση για το ίδιο το ζήτημα. Αυτή την αντιπαραβολή του γερμανικού ιδεαλισμού προς τον Καντ θα την επιχειρήσουμε καθοδηγούμενοι από την έννοια της φιλοσοφίας.

Συνεχίζεται

ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΕΠΟΝ ΝΑ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΟΥ, ΝΑ ΕΠΙΝΟΗΣΕΙ ΕΝΑ ΕΓΩ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ ΘΕΟ; ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ, ΕΝΑ ΤΕΙΧΟΣ ΠΟΥ ΧΩΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ; 
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΑΣ ΞΕΝΑΓΕΙ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΑΝ ΕΩΣΦΟΡΟΣ ΠΛΕΟΝ ΠΑΡΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ. ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ. ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΟΜΩΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: