Συνέχεια από Σάββατο, 4 Οκτωβρίου 2025
MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣDER WANDEL VOM SEELENORGAN ZUM GEHIRN – Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΕ ΕΓΚΕΦΑΛΟ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ «ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ» ΣΤΟΝ 17ΟΝ ΚΑΙ 18ΟΝ ΑΙΩΝΑ…
Ο ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΟΣ ΔΥΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ… ( 2η συνέχεια...)
Το «σχέδιο» της Sensus communis («κοινής αίσθησης») μετατρέπεται έτσι αποφασιστικά. Στη μεσαιωνική περί εγκεφαλικών κοιλιών διδασκαλία ίσχυε ως μια ψυχική δύναμη, δίπλα σε άλλες δυνάμεις, όπως η μνήμη, η φαντασία και η λογική. Η επιστημολογική και φυσιολογική «ανατίμηση» της Sensus communis στον Καρτέσιο συνίσταται στο ότι οι υπόλοιπες ψυχικές δυνάμεις, ως αυτόνομες δυνάμεις, τοποθετημένες σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο, χάνουν προς χάριν τής μέσης ή ενδιάμεσης λειτουργίας αυτής τής «(κοινής) αίσθησης» (Sensorium) την αυτονομία τους. Δυνάμεις όπως η λογική και η φαντασία παραμένουν μεν ως ψυχικές ιδιότητες, χωρίς να διαθέτουν όμως κανενός (πια) είδους ψυχο-φυσική σημασία ως «μεσολαβητές» ή «μεσίτες» (μεταξύ) σώματος και ψυχής. Στη δε μνήμη «αναθέτει» ο Καρτέσιος κάτι διαφορετικό, διαχωρίζοντάς την σε μιαν άυλη αναμνηστική δυνατότητα της ψυχής και μιαν υλική εγχάραξη ιχνών, που παραμένουν στην εγκεφαλική ουσία. Κάτι που δεν παίζει ωστόσο κανέναν αξιοσημείωτο ρόλο στην περί αλληλεπιδράσεως (ψυχής και σώματος) θεωρία του.
Αυτή η επανερμηνεία τής Sensus communis σε ένα υλικό και λειτουργικό «κατασκεύασμα», που συνιστά και τον ουσιαστικό σύνδεσμο μεταξύ σώματος και ψυχής, αποτέλεσε και την προϋπόθεση για να μπορή να μιλά κανείς από τότε και στο εξής για ένα ψυχικό όργανο ή μιαν έδρα τής ψυχής σ’ ένα φυσιολογικό (αποκλειστικά) πλαίσιο. Κάτι που δεν συνέβη απαραιτήτως όπως το εννοούσε ο Καρτέσιος, που επιφυλασσόταν να καθορίση έναν (συγκεκριμένο) τόπο τής σκέψης. Οι συστηματικές ωστόσο προσπάθειές του για τον προσδιορισμό τής Sensus communis συνετέλεσαν αναμφισβήτητα στο συνολικό μηχανιστικό πρόγραμμα αναγνώρισης του σώματος. Το οποίο καθίσταται σαφές κι απ’ τη μετατόπιση του συνδετικού στοιχείου σώματος και ψυχής απ’ το επί αιώνες αόρατο στο ορατό. Η «ιδέα» ενός ζωϊκού πνεύματος (Spiritus animalis) στους παλαιότερους είχε το πλεονέκτημα, ότι το πνεύμα αυτό ήταν μεν υλικό, εθεωρείτο όμως ταυτόχρονα τόσο λεπτό, ώστε κανείς δεν ανέμενε ποτέ να το δη. Θεωρούμενο έτσι ως ένα φυσιολογικό απ’ τη μια υπόβαθρο, διαθέτοντας όμως απ’ την άλλη και την «αύρα» μια θεϊκής ουσίας. Με την «ορατότητα» τώρα τού ψυχικού οργάνου είχε προετοιμασθή το έδαφος για μιαν ενδεχόμενη συγκεκριμενοποίηση των ψυχικών οργάνων, για μια στάθμιση και έναν υπολογισμό τους, καθώς και για μιαν ανατομικο-φυσιολογική εξερεύνηση του εγκεφάλου. Το ψυχικό όργανο έχανε έτσι τη θεϊκή του αύρα, διατηρώντας ωστόσο την ανώτατη θέση στην ιεραρχία τών εγκεφαλικών δομών και σχηματισμών. Το ότι η όλη σκέψη τού Καρτέσιου επιβαρύνθηκε από αυτή τη σύλληψη με σοβαρές δυσκολίες – για την εξήγηση π.χ. των αισθητηριακών αντιλήψεων – αυτό δεν άλλαξε τίποτα στο ότι διέθετε πια κανείς τώρα ένα μεθοδικό πλαίσιο, στο οποίο και θα μπορούσε να προσανατολισθή από εκεί και πέρα.
Η τάση να ασκηθή κριτική στον Καρτέσιο στηριγμένη στις ίδιες τις δικές του μεθοδικές βάσεις διακρίνεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στον χώρο τής ανατομίας. Έτσι απορρίφθηκε η θεωρία τής επίφυσης, κι αναζητήθηκε μια καινούργια, πιο κατάλληλη δομή στον εγκέφαλο, χωρίς ωστόσο να εγκαταλειφθούν οι καρτεσιανοί προσδιορισμοί – μιας απλής παρουσίας στον εγκέφαλο και μιας άμεσης νευρολογικής σύνδεσης προς τα αισθητήρια όργανα. Ενώ δηλ. ο Καρτέσιος παρέμεινε από μεθοδικής πλευράς αλώβητος, συνδέθηκε αυτή η ανατομική κριτική με μιαν αναθεώρηση της εικόνας του για τον άνθρωπο ως μιας μηχανής, στην οποίαν ο Θεός είχε απλώς παράσχει μιαν αθάνατη ψυχή. Για τον Καρτέσιο κάθε τι γνήσια ανθρώπινο ανήκε στην περιοχή τής «ψυχής» (res cogitans), από τις συζητήσεις ωστόσο περί οργάνου τής ψυχής γινόταν σαφές, ότι δεν εμπιστευόταν πράγματι κανείς αυτήν την απλή διάκριση μεταξύ ανθρώπου και ζώου. Η ανατομική έτσι σύγκριση ανθρώπου και ζώου αναφέρθηκε ως ένα περαιτέρω βασικό επιχείρημα απέναντι στη θεωρία τής επίφυσης, όταν ο Θωμάς Βαρτολίνος διαπίστωνε π.χ. ότι η επίφυση μερικών ζώων είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στον άνθρωπο, κάτι που δεν θα μπορούσε βέβαια επ’ ουδενί να συμβαίνη σε ένα όργανο με «τόσο μεγάλη σημασία». Και έτσι η ποσότητα και η δομή τού εγκεφάλου ή ενός μέρους του κατέστησαν σαφώς ενδεικτικές για τον προσδιορισμό τού ψυχικού οργάνου – μια άποψη που δεν είχε παίξει ωστόσο κανέναν ρόλο στον Καρτέσιο. Η εμπλοκή όμως αυτού τού ανατομικού επιχειρήματος οδήγησε και περαιτέρω στο να συζητούνται πλέον ερωτήματα για τις ψυχο-φυσικές ομοιότητες μεταξύ ανθρώπου και ζώου με ολοένα και οξύτερη αναφορά στο σώμα, όσο κι αν παρέμεναν ακόμα ένα πρόβλημα της μεταφυσικής. Ο αυστηρός κατά συνέπεια δυαλισμός τού Καρτέσιου άρχισε ολοένα να υποχωρή, ενώ υπήρχαν ταυτόχρονα και ένα πλήθος «στρατηγικών», με τις οποίες και διαφυλασσόταν η εξαιρετική και ιδιαίτερη θέση τού ανθρώπου, η αθανασία του και το αμέριστο της ψυχής του.
Όπως η ανατομική, το ίδιο και η φιλοσοφική κριτική στον καρτεσιανό δυαλισμό είναι περίπου τόσο παλιά όσο και ο ίδιος. Σε αντίθεση όμως προς τους φιλοσόφους, δεν μπόρεσαν οι περισσότεροι ανατόμοι και ιατροί τού 17ου και 18ου αιώνα να δώσουν κάποια σαφή και συγκεκριμένη απάντηση όσον αφορά στις επιστημολογικές και οντολογικές βάσεις τής σχέσης μεταξύ σώματος και ψυχής. Αυτός είναι και ο λόγος που οι φιλοσοφικο-ιστορικές κατηγοριοποιήσεις όπως ο Οκκα-νιασμός, ο Σπινοζισμός, οι ακόλουθοι του Χομπς ή του Λάιμπνιτς επέδειξαν περιορισμένη δυνατότητα στην περαιτέρω ανακατασκευή τού ψυχικού οργάνου. Και ως ελάχιστος κοινός παρονομαστής μεταξύ φιλοσόφων και ιατρών συμφωνήθηκε, εξαιρουμένων τών υλιστών όπως ο Χομπς και ο La Mettrie, μια παλαιόθεν θεμελιωμένη ανεξαρτησία τής ψυχής απ’ το σώμα. Αυτό το δεδομένο καλείτο να διαβεβαιώση και το επονομαζόμενο «ψυχικό όργανο». Προέκυψαν ωστόσο εξ αυτού δυσχέρειες, που προσδιόρισαν περισσότερο τις περαιτέρω έρευνες για τον εγκέφαλο παρά την ένταξη σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφική κατεύθυνση. Η προσπάθεια να εντοπισθή ανατομικά η ύπαρξη του ψυχικού οργάνου, έπρεπε να απαντήση και στο ερώτημα, αν θα μπορούσαν να συσχετισθούν και οι δομικές διαφορές τής εγκεφαλικής ουσίας προς ή και απέναντι στην εν λόγω θεωρία. Ενώ διερευνήθηκε επίσης και η διαδρομή τών εγκεφαλικών νεύρων στην προοπτική, αν ένας κοινός τόπος προέλευσης των αισθητηριακών τουλάχιστον νεύρων ταυτιζόταν ενδεχομένως μ’ αυτήν την «κοινή (μεταξύ σώματος και ψυχής) αίσθηση» (Sensorium commune) (( Εγκαταλείπονται λοιπόν σιγά-σιγά όλα αποκλειστικά στο σώμα )) .
Ερωτήματα και προβληματισμοί τέτοιου είδους χαρακτηρίζουν μεταξύ άλλων και το έργο τού Thomas Willis, που προσανατολίσθηκε, ερμηνεύοντας τον Καρτέσιο, στον κριτικό τού Καρτέσιου Pierre Gassendi. Ο οποίος Gassendi ορίζει τον δυαλισμό, διακρίνοντας ανάμεσα σε μια σωματική ψυχή (όπου και ανήκουν το ζωτικό και ζωώδες πνεύμα – Spiritus vitalis et animalis – αλλά και το γεννητικό υγρό), την οποία διαθέτουν και τα άλογα ζώα, και μιαν άυλη και αθάνατη ψυχή τού ανθρώπου (προικισμένη με λογική, σκέψη, γνώση, ικανότητα απόφασης και ελεύθερη θέληση). Ο Willis επαναφέρει, πέρα κι απ’ αυτόν τον διαχωρισμό, κατά αξιοσημείωτο τρόπο την παλιά διαίρεση της διδασκαλίας τών (εγκεφαλικών) κοιλιών, μεταθέτοντας ωστόσο τις πνευματικές δυνατότητες στην ίδια τώρα την εγκεφαλική ουσία (( ! )) : την «κοινήν αίσθηση» (Sensus communis) στο «γραμμωτό (εγκεφαλικό) σώμα» (Corpus striatum)˙ τη φαντασία στο «σκληρό (εγκεφαλικό) σώμα» (Corpus callosum) (όρος υπό τον οποίον ο 17ος αιώνας απέδιδε στη σύνολη λευκή εγκεφαλική ουσία)˙ το δε ένστικτο, τα πάθη και τα αισθήματα, καθώς και τις φυτικές λειτουργίες στον μικρό εγκέφαλο, και τη μνήμη στον εγκεφαλικό φλοιό (( Ό,τι θέλουμε, κάνουμε... )) .
Αυτή η επέκταση της παραδεδομένης απ’ την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα συγκινησιακής και ενστικτώδους δυνατότητας του εγκεφάλου, δεν αποτελεί ωστόσο ένα απλό συμπλήρωμα, αλλά την έκφραση μιας άλλου είδους αντίληψης, η οποία και εγκαθιστά τις ψυχικές ποιότητες στον εγκέφαλο. Η θεμελιακή μάλιστα στρατηγική τού Willis καταλήγει στην κατασκευή μιας ευθείας συσχέτισης μεταξύ ανατομικής δομής και ψυχο-φυσικής λειτουργίας. Ο εγκεφαλικός φλοιός αποτελεί, κατόπιν αυτού, έδρα τής μνήμης, επειδή ο άνθρωπος διαθέτει την καλύτερη μνήμη και (ταυτόχρονα) τον πιο εκτεταμένο εγκεφαλικό φλοιό από όλα τα όντα (( ! )) . Ο μικρός εγκέφαλος αποτελεί αντίθετα έδρα τών παθών, των αισθημάτων και των ενστίκτων, επειδή δεν διαφέρει ουσιωδώς στον άνθρωπο και στα ζώα. Αυτές οι «διακρίσεις» δεν μπορούν ωστόσο να λύσουν ένα βασικό πρόβλημα για τον Willis: Η διαφορά δηλ. ανάμεσα στον ανθρώπινο και στον εγκέφαλο του σκύλου δεν είναι κατά κανέναν τρόπο τόσο χαρακτηριστική, ώστε να μπορούσε κανείς να συμπεράνη εξ αυτού τις ριζικές ψυχικές διαφορές ανάμεσα στα δυό αυτά «πλάσματα του Θεού». Η ανατομική «ισχύς» τού Willis φτάνει λοιπόν, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, στα όριά της˙ για να εξηγήση ωστόσο αυτές και άλλες αδιάψευστες διαφορές, δεν βλέπει ο ίδιος καμμιάν άλλη δυνατότητα, απ’ το να αποδεχτή μεν μιαν άυλη ψυχή τού ανθρώπου, όπου η συγκριτική όμως παρατήρηση του ανθρώπινου και του εγκεφάλου των ζώων εξακολουθεί να έχη τον κυρίαρχο ρόλο.
Η αμφιθυμία ενός τέτοιου στοχαστή είναι λοιπόν προφανής. Η σχετικά παρόμοια εγκεφαλική δομή τών ζωντανών όντων καθίσταται, απ’ τη μια, ένα σημαντικό κριτήριο, τόσο όμως ταυτόχρονα ανησυχητικό, ώστε να τίθενται όρια στον ανατομικό συσχετισμό. Ενώ, απ’ την άλλη, η αθάνατη ψυχή υπερασπίζεται, όχι πλέον θεολογικά, αλλά μεταφυσικά και ανατομικά. Το αποτέλεσμα αυτού τού συνδυασμού είναι στον Willis ο τοπογραφικός και επιστημολογικός διαχωρισμός τής «κοινής αισθήσεως» (Sensus communis) και της φαντασίας. Όπου απομένει ωστόσο εν πολλοίς μόνος, καθώς η ισχυρή επίδραση της «αισθησιαρχίας» (Sensualismus) εγκαθιστά την αισθητηριακή αντίληψη ως βάση τής σκέψης, της λογικής και της φαντασίας. Έτσι ένας οποιοσδήποτε διαχωρισμός τού ψυχικού οργάνου απ’ τα αισθητήρια όργανα μοιάζει πλέον αδύνατος. Ενώ η θεωρία περί δύο ψυχών τού Willis μπορεί να εννοηθή επίσης ως μια πρώιμη διατύπωση της σχέσης που υποστηρίζεται πως υπάρχει ανάμεσα στις αποκλειστικά ανθρώπινες ποιότητες και σε κείνες που είναι κοινές στον άνθρωπο και στα ζώα, και μια πρώτη έτσι εκδοχή τής μεταγενέστερης ιδέας τού «διπλού ανθρώπου» (homo duplex ).
Αυτή η σύντομη παρουσίαση του Καρτέσιου (Descartes) και του Willis ως εκπροσώπους ενός τρόπου παρατήρησης του εγκεφάλου, καθοριστικού για τον 18ον αιώνα, οδηγεί στο εξής «εύρημα»: Ο εγκέφαλος εννοείται εδώ ως ένα μέσον ή ενδιάμεσο μεταξύ ψυχής ή «ψυχικού οργάνου» στο κέντρο, και αισθητηρίων ή εκτελεστικών οργάνων στην περιφέρεια. Η έρευνα του εγκεφάλου έχει λοιπόν αυτές τις δυό «δομές», το ψυχικό όργανο και τα αισθητήρια όργανα, ως σημεία αναφοράς. Η άμεση αντίληψη του ψυχικού οργάνου ως μιας προεξάρχουσας δομής στον εγκέφαλο επιτρέπει από εκεί και πέρα τις δυνατότητες σύγκρισης με τους εγκεφάλους τών άλλων ζωντανών όντων, με αποτέλεσμα να καταστή και η συγκριτική ανατομία ένας ακόμα παράγοντας στην εξερεύνηση του εγκεφάλου. Μια διαδικασία που συνδέεται κατά τον 18ον αιώνα με μιαν αυξανόμενη εκκοσμίκευση του ανθρώπου, την οποία και θα προσπαθήσω να περιγράψω λεπτομερέστερα.
( συνεχίζεται, με το επόμενο υπο-κεφάλαιο: Ο πειραματικός εντοπισμός τού «ψυχικού οργάνου» )
. Ο Καρτέσιος μιλά κατά συνέπεια για μια διαμοιρασμένη σε όλο το σώμα παρουσία τής ψυχής, που ανέπτυσσε ωστόσο στο εγκεφαλικό κωνάριο (την επίφυση), ως αισθητικο-κινητικό σημείο μετατροπής ή Sensus communis («κοινή αίσθηση»), τη βασική της ενέργεια.
Αυτή η επανερμηνεία τής Sensus communis σε ένα υλικό και λειτουργικό «κατασκεύασμα», που συνιστά και τον ουσιαστικό σύνδεσμο μεταξύ σώματος και ψυχής, αποτέλεσε και την προϋπόθεση για να μπορή να μιλά κανείς από τότε και στο εξής για ένα ψυχικό όργανο ή μιαν έδρα τής ψυχής σ’ ένα φυσιολογικό (αποκλειστικά) πλαίσιο. Κάτι που δεν συνέβη απαραιτήτως όπως το εννοούσε ο Καρτέσιος, που επιφυλασσόταν να καθορίση έναν (συγκεκριμένο) τόπο τής σκέψης. Οι συστηματικές ωστόσο προσπάθειές του για τον προσδιορισμό τής Sensus communis συνετέλεσαν αναμφισβήτητα στο συνολικό μηχανιστικό πρόγραμμα αναγνώρισης του σώματος. Το οποίο καθίσταται σαφές κι απ’ τη μετατόπιση του συνδετικού στοιχείου σώματος και ψυχής απ’ το επί αιώνες αόρατο στο ορατό. Η «ιδέα» ενός ζωϊκού πνεύματος (Spiritus animalis) στους παλαιότερους είχε το πλεονέκτημα, ότι το πνεύμα αυτό ήταν μεν υλικό, εθεωρείτο όμως ταυτόχρονα τόσο λεπτό, ώστε κανείς δεν ανέμενε ποτέ να το δη. Θεωρούμενο έτσι ως ένα φυσιολογικό απ’ τη μια υπόβαθρο, διαθέτοντας όμως απ’ την άλλη και την «αύρα» μια θεϊκής ουσίας. Με την «ορατότητα» τώρα τού ψυχικού οργάνου είχε προετοιμασθή το έδαφος για μιαν ενδεχόμενη συγκεκριμενοποίηση των ψυχικών οργάνων, για μια στάθμιση και έναν υπολογισμό τους, καθώς και για μιαν ανατομικο-φυσιολογική εξερεύνηση του εγκεφάλου. Το ψυχικό όργανο έχανε έτσι τη θεϊκή του αύρα, διατηρώντας ωστόσο την ανώτατη θέση στην ιεραρχία τών εγκεφαλικών δομών και σχηματισμών. Το ότι η όλη σκέψη τού Καρτέσιου επιβαρύνθηκε από αυτή τη σύλληψη με σοβαρές δυσκολίες – για την εξήγηση π.χ. των αισθητηριακών αντιλήψεων – αυτό δεν άλλαξε τίποτα στο ότι διέθετε πια κανείς τώρα ένα μεθοδικό πλαίσιο, στο οποίο και θα μπορούσε να προσανατολισθή από εκεί και πέρα.
Η τάση να ασκηθή κριτική στον Καρτέσιο στηριγμένη στις ίδιες τις δικές του μεθοδικές βάσεις διακρίνεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στον χώρο τής ανατομίας. Έτσι απορρίφθηκε η θεωρία τής επίφυσης, κι αναζητήθηκε μια καινούργια, πιο κατάλληλη δομή στον εγκέφαλο, χωρίς ωστόσο να εγκαταλειφθούν οι καρτεσιανοί προσδιορισμοί – μιας απλής παρουσίας στον εγκέφαλο και μιας άμεσης νευρολογικής σύνδεσης προς τα αισθητήρια όργανα. Ενώ δηλ. ο Καρτέσιος παρέμεινε από μεθοδικής πλευράς αλώβητος, συνδέθηκε αυτή η ανατομική κριτική με μιαν αναθεώρηση της εικόνας του για τον άνθρωπο ως μιας μηχανής, στην οποίαν ο Θεός είχε απλώς παράσχει μιαν αθάνατη ψυχή. Για τον Καρτέσιο κάθε τι γνήσια ανθρώπινο ανήκε στην περιοχή τής «ψυχής» (res cogitans), από τις συζητήσεις ωστόσο περί οργάνου τής ψυχής γινόταν σαφές, ότι δεν εμπιστευόταν πράγματι κανείς αυτήν την απλή διάκριση μεταξύ ανθρώπου και ζώου. Η ανατομική έτσι σύγκριση ανθρώπου και ζώου αναφέρθηκε ως ένα περαιτέρω βασικό επιχείρημα απέναντι στη θεωρία τής επίφυσης, όταν ο Θωμάς Βαρτολίνος διαπίστωνε π.χ. ότι η επίφυση μερικών ζώων είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στον άνθρωπο, κάτι που δεν θα μπορούσε βέβαια επ’ ουδενί να συμβαίνη σε ένα όργανο με «τόσο μεγάλη σημασία». Και έτσι η ποσότητα και η δομή τού εγκεφάλου ή ενός μέρους του κατέστησαν σαφώς ενδεικτικές για τον προσδιορισμό τού ψυχικού οργάνου – μια άποψη που δεν είχε παίξει ωστόσο κανέναν ρόλο στον Καρτέσιο. Η εμπλοκή όμως αυτού τού ανατομικού επιχειρήματος οδήγησε και περαιτέρω στο να συζητούνται πλέον ερωτήματα για τις ψυχο-φυσικές ομοιότητες μεταξύ ανθρώπου και ζώου με ολοένα και οξύτερη αναφορά στο σώμα, όσο κι αν παρέμεναν ακόμα ένα πρόβλημα της μεταφυσικής. Ο αυστηρός κατά συνέπεια δυαλισμός τού Καρτέσιου άρχισε ολοένα να υποχωρή, ενώ υπήρχαν ταυτόχρονα και ένα πλήθος «στρατηγικών», με τις οποίες και διαφυλασσόταν η εξαιρετική και ιδιαίτερη θέση τού ανθρώπου, η αθανασία του και το αμέριστο της ψυχής του.
Όπως η ανατομική, το ίδιο και η φιλοσοφική κριτική στον καρτεσιανό δυαλισμό είναι περίπου τόσο παλιά όσο και ο ίδιος. Σε αντίθεση όμως προς τους φιλοσόφους, δεν μπόρεσαν οι περισσότεροι ανατόμοι και ιατροί τού 17ου και 18ου αιώνα να δώσουν κάποια σαφή και συγκεκριμένη απάντηση όσον αφορά στις επιστημολογικές και οντολογικές βάσεις τής σχέσης μεταξύ σώματος και ψυχής. Αυτός είναι και ο λόγος που οι φιλοσοφικο-ιστορικές κατηγοριοποιήσεις όπως ο Οκκα-νιασμός, ο Σπινοζισμός, οι ακόλουθοι του Χομπς ή του Λάιμπνιτς επέδειξαν περιορισμένη δυνατότητα στην περαιτέρω ανακατασκευή τού ψυχικού οργάνου. Και ως ελάχιστος κοινός παρονομαστής μεταξύ φιλοσόφων και ιατρών συμφωνήθηκε, εξαιρουμένων τών υλιστών όπως ο Χομπς και ο La Mettrie, μια παλαιόθεν θεμελιωμένη ανεξαρτησία τής ψυχής απ’ το σώμα. Αυτό το δεδομένο καλείτο να διαβεβαιώση και το επονομαζόμενο «ψυχικό όργανο». Προέκυψαν ωστόσο εξ αυτού δυσχέρειες, που προσδιόρισαν περισσότερο τις περαιτέρω έρευνες για τον εγκέφαλο παρά την ένταξη σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφική κατεύθυνση. Η προσπάθεια να εντοπισθή ανατομικά η ύπαρξη του ψυχικού οργάνου, έπρεπε να απαντήση και στο ερώτημα, αν θα μπορούσαν να συσχετισθούν και οι δομικές διαφορές τής εγκεφαλικής ουσίας προς ή και απέναντι στην εν λόγω θεωρία. Ενώ διερευνήθηκε επίσης και η διαδρομή τών εγκεφαλικών νεύρων στην προοπτική, αν ένας κοινός τόπος προέλευσης των αισθητηριακών τουλάχιστον νεύρων ταυτιζόταν ενδεχομένως μ’ αυτήν την «κοινή (μεταξύ σώματος και ψυχής) αίσθηση» (Sensorium commune) (( Εγκαταλείπονται λοιπόν σιγά-σιγά όλα αποκλειστικά στο σώμα )) .
Ερωτήματα και προβληματισμοί τέτοιου είδους χαρακτηρίζουν μεταξύ άλλων και το έργο τού Thomas Willis, που προσανατολίσθηκε, ερμηνεύοντας τον Καρτέσιο, στον κριτικό τού Καρτέσιου Pierre Gassendi. Ο οποίος Gassendi ορίζει τον δυαλισμό, διακρίνοντας ανάμεσα σε μια σωματική ψυχή (όπου και ανήκουν το ζωτικό και ζωώδες πνεύμα – Spiritus vitalis et animalis – αλλά και το γεννητικό υγρό), την οποία διαθέτουν και τα άλογα ζώα, και μιαν άυλη και αθάνατη ψυχή τού ανθρώπου (προικισμένη με λογική, σκέψη, γνώση, ικανότητα απόφασης και ελεύθερη θέληση). Ο Willis επαναφέρει, πέρα κι απ’ αυτόν τον διαχωρισμό, κατά αξιοσημείωτο τρόπο την παλιά διαίρεση της διδασκαλίας τών (εγκεφαλικών) κοιλιών, μεταθέτοντας ωστόσο τις πνευματικές δυνατότητες στην ίδια τώρα την εγκεφαλική ουσία (( ! )) : την «κοινήν αίσθηση» (Sensus communis) στο «γραμμωτό (εγκεφαλικό) σώμα» (Corpus striatum)˙ τη φαντασία στο «σκληρό (εγκεφαλικό) σώμα» (Corpus callosum) (όρος υπό τον οποίον ο 17ος αιώνας απέδιδε στη σύνολη λευκή εγκεφαλική ουσία)˙ το δε ένστικτο, τα πάθη και τα αισθήματα, καθώς και τις φυτικές λειτουργίες στον μικρό εγκέφαλο, και τη μνήμη στον εγκεφαλικό φλοιό (( Ό,τι θέλουμε, κάνουμε... )) .
Αυτή η επέκταση της παραδεδομένης απ’ την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα συγκινησιακής και ενστικτώδους δυνατότητας του εγκεφάλου, δεν αποτελεί ωστόσο ένα απλό συμπλήρωμα, αλλά την έκφραση μιας άλλου είδους αντίληψης, η οποία και εγκαθιστά τις ψυχικές ποιότητες στον εγκέφαλο. Η θεμελιακή μάλιστα στρατηγική τού Willis καταλήγει στην κατασκευή μιας ευθείας συσχέτισης μεταξύ ανατομικής δομής και ψυχο-φυσικής λειτουργίας. Ο εγκεφαλικός φλοιός αποτελεί, κατόπιν αυτού, έδρα τής μνήμης, επειδή ο άνθρωπος διαθέτει την καλύτερη μνήμη και (ταυτόχρονα) τον πιο εκτεταμένο εγκεφαλικό φλοιό από όλα τα όντα (( ! )) . Ο μικρός εγκέφαλος αποτελεί αντίθετα έδρα τών παθών, των αισθημάτων και των ενστίκτων, επειδή δεν διαφέρει ουσιωδώς στον άνθρωπο και στα ζώα. Αυτές οι «διακρίσεις» δεν μπορούν ωστόσο να λύσουν ένα βασικό πρόβλημα για τον Willis: Η διαφορά δηλ. ανάμεσα στον ανθρώπινο και στον εγκέφαλο του σκύλου δεν είναι κατά κανέναν τρόπο τόσο χαρακτηριστική, ώστε να μπορούσε κανείς να συμπεράνη εξ αυτού τις ριζικές ψυχικές διαφορές ανάμεσα στα δυό αυτά «πλάσματα του Θεού». Η ανατομική «ισχύς» τού Willis φτάνει λοιπόν, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, στα όριά της˙ για να εξηγήση ωστόσο αυτές και άλλες αδιάψευστες διαφορές, δεν βλέπει ο ίδιος καμμιάν άλλη δυνατότητα, απ’ το να αποδεχτή μεν μιαν άυλη ψυχή τού ανθρώπου, όπου η συγκριτική όμως παρατήρηση του ανθρώπινου και του εγκεφάλου των ζώων εξακολουθεί να έχη τον κυρίαρχο ρόλο.
Η αμφιθυμία ενός τέτοιου στοχαστή είναι λοιπόν προφανής. Η σχετικά παρόμοια εγκεφαλική δομή τών ζωντανών όντων καθίσταται, απ’ τη μια, ένα σημαντικό κριτήριο, τόσο όμως ταυτόχρονα ανησυχητικό, ώστε να τίθενται όρια στον ανατομικό συσχετισμό. Ενώ, απ’ την άλλη, η αθάνατη ψυχή υπερασπίζεται, όχι πλέον θεολογικά, αλλά μεταφυσικά και ανατομικά. Το αποτέλεσμα αυτού τού συνδυασμού είναι στον Willis ο τοπογραφικός και επιστημολογικός διαχωρισμός τής «κοινής αισθήσεως» (Sensus communis) και της φαντασίας. Όπου απομένει ωστόσο εν πολλοίς μόνος, καθώς η ισχυρή επίδραση της «αισθησιαρχίας» (Sensualismus) εγκαθιστά την αισθητηριακή αντίληψη ως βάση τής σκέψης, της λογικής και της φαντασίας. Έτσι ένας οποιοσδήποτε διαχωρισμός τού ψυχικού οργάνου απ’ τα αισθητήρια όργανα μοιάζει πλέον αδύνατος. Ενώ η θεωρία περί δύο ψυχών τού Willis μπορεί να εννοηθή επίσης ως μια πρώιμη διατύπωση της σχέσης που υποστηρίζεται πως υπάρχει ανάμεσα στις αποκλειστικά ανθρώπινες ποιότητες και σε κείνες που είναι κοινές στον άνθρωπο και στα ζώα, και μια πρώτη έτσι εκδοχή τής μεταγενέστερης ιδέας τού «διπλού ανθρώπου» (homo duplex ).
Αυτή η σύντομη παρουσίαση του Καρτέσιου (Descartes) και του Willis ως εκπροσώπους ενός τρόπου παρατήρησης του εγκεφάλου, καθοριστικού για τον 18ον αιώνα, οδηγεί στο εξής «εύρημα»: Ο εγκέφαλος εννοείται εδώ ως ένα μέσον ή ενδιάμεσο μεταξύ ψυχής ή «ψυχικού οργάνου» στο κέντρο, και αισθητηρίων ή εκτελεστικών οργάνων στην περιφέρεια. Η έρευνα του εγκεφάλου έχει λοιπόν αυτές τις δυό «δομές», το ψυχικό όργανο και τα αισθητήρια όργανα, ως σημεία αναφοράς. Η άμεση αντίληψη του ψυχικού οργάνου ως μιας προεξάρχουσας δομής στον εγκέφαλο επιτρέπει από εκεί και πέρα τις δυνατότητες σύγκρισης με τους εγκεφάλους τών άλλων ζωντανών όντων, με αποτέλεσμα να καταστή και η συγκριτική ανατομία ένας ακόμα παράγοντας στην εξερεύνηση του εγκεφάλου. Μια διαδικασία που συνδέεται κατά τον 18ον αιώνα με μιαν αυξανόμενη εκκοσμίκευση του ανθρώπου, την οποία και θα προσπαθήσω να περιγράψω λεπτομερέστερα.
( συνεχίζεται, με το επόμενο υπο-κεφάλαιο: Ο πειραματικός εντοπισμός τού «ψυχικού οργάνου» )
…Ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ δέ, ὡς ἐν ὀργάνῳ εὑρίσκεται, οὐχί ἡ οὐσία καί ἡ δύναμις τοῦ νοός, ἤτοι τῆς ψυχῆς· ἀλλά μόνη ἡ τοῦ νοός ἐνέργεια, ὡς προείπομεν ἐν τῇ ἀρχῇ, καί ἄφες τούς νεωτέρους φυσικούς καί μεταφυσικούς νά λέγωσιν, ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εὑρίσκεται εἰς τόν ἐγκέφαλον, καί εἰς τό τοῦ ἐγκεφάλου κωνάριον· διότι τοῦτο εἶναι τό ἴδιον, ὡσεί νά εἴπῃ τις, ὅτι ἡ φυτική ψυχή δέν εὑρίσκεται ἀρχικῶς εἰς τήν ρίζαν τοῦ δένδρου, ἀλλά εἰς τόν κλάδον καί εἰς τόν καρπόν1. Τό διδασκαλεῖον τῶν Γραφῶν, καί τῶν ἱερῶν Πατέρων, εἶναι ἀληθέστερον τῶν διδασκαλείων τῶν ἀνθρώπων.
1 Ἔπειτα καί τοῦτο πρέπει νά στοχασθῶμεν· ὅτι πᾶν ἀεικίνητον ᾗ ἀεικίνητον, ἀναλογίαν ἔχει,καί ὁμοιότητα, καί συγγένειαν πρός τό ἀεικίνητον. Ἐπειδή δέ ἡ καρδία, καί τό ἐν τῇ καρδίᾳ ἀπειλικρινημένον πνεῦμα, ἀεικίνητόν ἐστιν, ἄρα καί ἡ ἀεικίνητος ψυχή, ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ νά εὑρίσκηται κατ’ οὐσίαν καί δύναμιν, καί ἀκόλουθον, καί εὔλογόν ἐστι, μᾶλλον, ἤ νά εὑρίσκηται ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ. Ὅτι μέν οὖν ἡ καρδία ἐστίν ἀεικίνητος, πρόδηλον.
1 Ἔπειτα καί τοῦτο πρέπει νά στοχασθῶμεν· ὅτι πᾶν ἀεικίνητον ᾗ ἀεικίνητον, ἀναλογίαν ἔχει,καί ὁμοιότητα, καί συγγένειαν πρός τό ἀεικίνητον. Ἐπειδή δέ ἡ καρδία, καί τό ἐν τῇ καρδίᾳ ἀπειλικρινημένον πνεῦμα, ἀεικίνητόν ἐστιν, ἄρα καί ἡ ἀεικίνητος ψυχή, ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ νά εὑρίσκηται κατ’ οὐσίαν καί δύναμιν, καί ἀκόλουθον, καί εὔλογόν ἐστι, μᾶλλον, ἤ νά εὑρίσκηται ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ. Ὅτι μέν οὖν ἡ καρδία ἐστίν ἀεικίνητος, πρόδηλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου