Υποκείμενο και νεωτερικότητα
Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου
Του Roberto Morani
3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου η
3.2.5. Η ερμηνεία του Καρτέσιου στο Sein und Zeit ανάμεσα σε αποδόμηση και επανιδιοποίηση β
Το δεύτερο στοιχείο που αξίζει προσοχής είναι ότι η ένταξη της καρτεσιανής σκέψης στην ελληνο-μεσαιωνική παράδοση προκύπτει από τη χρήση της κατηγορίας του ens creatum, κατηγορίας ανεπαρκούς για δύο λόγους: αφενός διότι το ego δεν μπορεί να κατανοηθεί στην ιδιάζουσα οντολογική του συγκρότηση μέσω μιας γενικής και ακαθόριστης ονομασίας όπως εκείνη του «όντος»· αφετέρου διότι το γνώρισμα της κτιστότητας (creaturalità) ανήκει πλήρως στην ελληνική ερμηνεία του Είναι του όντος
Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου
Του Roberto Morani
3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου η
3.2.5. Η ερμηνεία του Καρτέσιου στο Sein und Zeit ανάμεσα σε αποδόμηση και επανιδιοποίηση β
Το δεύτερο στοιχείο που αξίζει προσοχής είναι ότι η ένταξη της καρτεσιανής σκέψης στην ελληνο-μεσαιωνική παράδοση προκύπτει από τη χρήση της κατηγορίας του ens creatum, κατηγορίας ανεπαρκούς για δύο λόγους: αφενός διότι το ego δεν μπορεί να κατανοηθεί στην ιδιάζουσα οντολογική του συγκρότηση μέσω μιας γενικής και ακαθόριστης ονομασίας όπως εκείνη του «όντος»· αφετέρου διότι το γνώρισμα της κτιστότητας (creaturalità) ανήκει πλήρως στην ελληνική ερμηνεία του Είναι του όντος
(Σύμφωνα με τον Heidegger, είναι φανερό ότι η αρχαία ερμηνεία του Είναι του όντος αντλεί τον προσανατολισμό της από τον «κόσμο» και από τη «φύση» με την ευρύτερη έννοια, και ότι, στην πραγματικότητα, αντλεί από τον “χρόνο” την κατανόηση του Είναι.[ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟ. ΕΝΝΟΕΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ]
Η έμμεση —αν και, βεβαίως, μόνο έμμεση— απόδειξη αυτού βρίσκεται στον καθορισμό του νοήματος του Είναι ως παρουσία (παρουσία ή οὐσία), που έχει οντολογικο-χρονικό νόημα ως «παρουσιακότητα».[ΟΙ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ]
Το ον νοείται, στο Είναι του, ως παρουσιακότητα, δηλαδή κατανοείται σε αναφορά προς έναν καθορισμένο τρόπο του χρόνου, το παρόν (presentes) (SZ, 25/44).
Κατά τη διάρκεια του χειμερινού εξαμήνου 1925–1926, ο Heidegger συνδέει την “κτιστότητα” (creaturalità) με τη Vorhandenheit και παραπέμπει, για πληρέστερη ανάλυση, στη Vorlesung του 1923–1924:
«Όχι μόνο η καρτεσιανή θέση του cogito sum υιοθετείται [από τον Kant] ως προς την επιρροή της στην έννοια του a priori, αλλά μαζί μ’ αυτήν υιοθετείται και ο αδιαμφισβήτητος τρόπος σύλληψης του Είναι ως ens creatum, δηλαδή ως Είναι-παρόν και ερχόμενο στην παρουσία. (Ότι ο Καρτέσιος πράγματι συλλαμβάνει το “sum” του στο cogito sum υπό αυτήν την έννοια, δεν μπορεί εδώ να αποδειχθεί εκτενέστερα· το έχω όμως ήδη δείξει σε προηγούμενα μαθήματα με μια διεξοδική ερμηνεία των Meditationes.)» (GA 21, 331–332/218).).
Τοποθετούμενη οργανικά μέσα στην ιστορία της οντολογίας, η καρτεσιανή σκέψη δεν παρήγαγε καμία ιστορική ρήξη, καμία ουσιαστική ασυνέχεια. Για να προκληθεί ένα ποιοτικό άλμα, μια ρήξη μέσα στη μονολιθική συνέχεια της ελληνο-μεσαιωνικής φιλοσοφικής παράδοσης, δεν αρκεί η απλή στροφή προς το υποκείμενο· χρειάζεται, αντιθέτως, να καταστεί ρητό το Είναι του. Μόνον η Seinsbestimmung (καθορισμός, προορισμός του Είναι) της υποκειμενικότητας επιτρέπει, σύμφωνα με τον Heidegger, να αποκαλυφθεί η καρτεσιανή αυταπάτη ότι είχε αποδείξει την απόλυτη ετερότητα του ego και του κόσμου, καθώς και την προτεραιότητα του υποκειμένου έναντι του αντικειμένου — αυταπάτη στην οποία καταλήγει, με απορρητικό τρόπο, μέσω του προσδιορισμού της res, δηλαδή της realitas, που χαρακτηρίζει κάθε ον και προέρχεται από την Rückstrahlung (αντανάκλαση) της σχέσης με τον κόσμο πάνω στην αυτοερμηνεία του υποκειμένου.
Εναντίον της επιλογής να χαραχθεί η διαφορά μεταξύ υποκειμενικότητας και κόσμου μέσα από μια έννοια που την καταργεί άμεσα, ο Heidegger υποστηρίζει ότι
«das Sein des Daseins wurde damit zugleich abgegrenzt gegen Seinsmodi (Zuhandenheit, Vorhandenheit, Realität), die nichtdaseinsmäßiges Seiendes charakterisieren» (SZ, 230),
δηλαδή:
«το Είναι του Dasein οριοθετείται έτσι έναντι των τρόπων του Είναι (Zuhandenheit, Vorhandenheit, Realität), οι οποίοι χαρακτηρίζουν όντα μη-σύμφωνα με το Dasein».
Με αυτόν τον τρόπο, ο Heidegger ανάγει γενεαλογικά την κατηγορία της Realität στην ανεπίγνωστη, αναυθεντική ερμηνεία του κόσμου και του ανθρώπου, που τους κατανοεί ως ουσίες απλώς παρούσες (Vorhandenheiten), και όχι ως Zuhandenheiten (χρησιμότητες, εργαλεία εντός πράξης) και Existenz (ύπαρξη) («Υπό την κυριαρχία του Verfallen (της πτώσης, της εκπεσούσας ύπαρξης), η ερμηνεία του χρησιμοποιήσιμου όντος παραμελεί το Είναι του· το ον νοείται ως σύνολο πραγμάτων (res). Το Είναι λαμβάνει τη σημασία της πραγματικότητας (Realität). Η ουσιακότητα (Substantialität) γίνεται ο θεμελιώδης καθορισμός του Είναι.
Ως αποτέλεσμα αυτής της διαστροφής της κατανόησης του Είναι, και η οντολογική κατανόηση του Dasein πέφτει μέσα στον οντολογικό ορίζοντα της Realität.
Το Dasein, όπως και κάθε άλλο ον, νοείται ως πραγματικό, απλώς παρόν (real, einfach-vorhanden).
Και έτσι το Είναι εν γένει αποκτά το νόημα της Realität» (SZ, 201/250).[ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΠΑΝΤΑ. ΔΕΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ]
Αντιμέτωπος με το πρωτείο της Realität, το οποίο «φράζει τον δρόμο στην υπαρξιακή αναλυτική του Dasein και εμποδίζει μια επαρκή κατανόηση του Είναι των χρησιμοποιήσιμων πραγμάτων που συναντώνται πρωταρχικά μέσα στον κόσμο» (Ibidem), ο Heidegger επισημαίνει ότι
«η “πραγματικότητα” δεν είναι μόνο ένας τρόπος του Είναι ανάμεσα σε άλλους, αλλά εξαρτάται οντολογικά από άλλους τρόπους του Είναι, όπως είναι το Dasein, ο κόσμος και η χρησιμοποιησιμότητα» (SZ, 201/251).
Βλ. επίσης SZ, 212/262–263:
«Το ον που έχει τον τρόπο του Είναι του Dasein δεν μπορεί να νοηθεί με βάση την ιδέα της Realität ή της Substantialität· το εκφράσαμε αυτό με τη θέση: η ουσία του ανθρώπου είναι η ύπαρξη (die Substanz des Menschen ist die Existenz).»).
Σχεδιασμένη κατά το πραγμα-ποιητικό πρότυπο του ενδοκοσμικού όντος, η res cogitans εμφανίζεται ως ένα ον ανάμεσα στα όντα, και αντιπροσωπεύει το ίδιο το αρχέτυπο της υποκειμενιστικής υποκειμενικότητας: μιας υποκειμενικότητας ζηλότυπα κλεισμένης μέσα στον εσωτερικό της κόσμο, εντελώς ανίκανης να εξέλθει από τον εαυτό της, να σχετισθεί μη-μονολογικά με τα πράγματα και με τα άλλα υποκείμενα.
Είναι, για άλλη μια φορά, ο Kant που υφίσταται τα πιο ορατά και επιζήμια αποτελέσματα αυτής της κληρονομιάς, δεδομένου ότι η καταγγελία του για το «σκάνδαλο» της έλλειψης μιας αδιάσειστης απόδειξης της ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου (Στον Πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της Κριτικής του καθαρού λόγου, ιδίως κατά την αναθεώρηση της αντίκρουσης του ψυχολογικού ιδεαλισμού, ο Kant θεωρεί ότι αποτελεί «σκάνδαλο για τη φιλοσοφία και για τη γενική ανθρώπινη λογική το ότι η ύπαρξη των εξωτερικών πραγμάτων […] πρέπει να γίνεται δεκτή απλώς από πίστη· και ότι, αν σε κάποιον ερχόταν η ιδέα να την αμφισβητήσει, εμείς δεν θα μπορούσαμε να του αντιτάξουμε καμία επαρκή απόδειξη»
(I. Kant, Kritik der reinen Vernunft, 2η έκδ., 1787, σ. 23· ελλ. μτφρ. Κριτική του καθαρού λόγου, τόμ. I, σ. 34).
Ο Heidegger διευκρινίζει ότι ο Kant δεν συνέλαβε το φαινόμενο του “είναι-μέσα-στον-κόσμο”, επειδή δεν κατανόησε τη δομική ενότητα του Dasein και του κόσμου,[ΤΗΝ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ] αλλά παρέμεινε στη σύνδεση —έστω και δηλωμένα αναγκαία— δύο απλώς παρόντων όντων, δηλαδή στο επίπεδο της σχέσης δύο ενδοκοσμικών όντων.
Βλ. SZ, 206/255–256:
ακόμη κι αν επικαλεστούμε την αρχή ότι το υποκείμενο πρέπει να προϋποθέτει (και πράγματι ανέκαθεν ασυνείδητα προϋποθέτει) την απλή παρουσία του «εξωτερικού κόσμου», δεν θα εξέλθουμε από τη φανταστική υπόθεση του απομονωμένου υποκειμένου.
Το φαινόμενο του Είναι-μέσα-στον-κόσμο θα παρέμενε εξίσου αόρατο όσο και με την αποδοχή της απλής παρουσίας του ψυχικού και του φυσικού.
Όταν γίνονται τέτοιου είδους προϋποθέσεις, το Dasein εισέρχεται πάντοτε στο παιχνίδι «πολύ αργά», εφόσον πραγματοποιεί αυτές τις προϋποθέσεις ως ον (και πώς αλλιώς θα μπορούσε;) και, ως ον, είναι ήδη ανέκαθεν μέσα σε έναν κόσμο.
«Πριν» από κάθε προϋπόθεση και από κάθε συμπεριφορά του Dasein, υπάρχει το a priori της δομής του Είναι του Dasein ως μέριμνα (Sorge).) ξεκινά ακριβώς «από την καρτεσιανή παραδοχή ενός απομονωμένου και προϋπάρχοντος υποκειμένου» (SZ, 204/254).
Παραμένοντας σταθερά «δεσμευμένος, στο οντολογικό επίπεδο, στη θέση του Καρτέσιου», δηλαδή στην αντίληψη του weltloses Subjekt (υποκειμένου-χωρίς-κόσμο), ο Kant δεν μπορεί να κατακτήσει «εκείνο που είναι οντολογικά αποφασιστικό: τη θεμελιώδη συγκρότηση του “υποκειμένου”, του Dasein, ως Είναι-μέσα-στον-κόσμο» (ibidem).[ΩΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ]
Ότι η res cogitans δεν ταυτίζεται ούτε οντικά ούτε οντολογικά με το Dasein (SZ, 66/92), και ότι απέχει από αυτό άβυσσος, καθώς είναι εντελώς στερημένη από το υπαρξιακό στοιχείο του In-der-Welt-sein, το αποδεικνύει το εγχείρημα της έκτης Meditatio, όπου ο Καρτέσιος επιχειρεί να αποδείξει την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου αφού προηγουμένως τον είχε εξαφανίσει μέσα στο μηδέν κατά τη διάρκεια της πορείας του αμφιβάλλοντός του στοχασμού.
Ορθώς έχει επισημανθεί ότι «δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η χαϊντεγκεριανή κριτική της πρωταρχικής βεβαιότητας, που μαρτυρεί για τον εαυτό της, του εγώ έξω από την κριτική της καρτεσιανής οντολογίας» (Βλ. V. Vitiello, La crisi del soggetto nella Existenzphilosophie del primo Heidegger, στο ίδιο, Dialettica ed ermeneutica…, ό.π., σσ. 191–224, εδώ σ. 196.), διότι είναι κυρίως ο Καρτέσιος ο πραγματικός αποδέκτης της απάντησης του Heidegger στο υποτιθέμενο “σκάνδαλο” που είχε θέσει ο Kant:
Το «σκάνδαλο της φιλοσοφίας», σημειώνει ο Heidegger, δεν συνίσταται στο γεγονός ότι μέχρι σήμερα αυτή η απόδειξη [της ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου] δεν έχει ακόμη δοθεί, αλλά στο ότι εξακολουθεί να ζητείται και να επιχειρείται.
Τέτοιες προσδοκίες, απαιτήσεις και αξιώσεις πηγάζουν από μια ανεπαρκή κατανόηση του τρόπου του Είναι του όντος που επιχειρεί να αποδείξει και να απαιτήσει τη βεβαιότητα της απλής παρουσίας ενός «κόσμου». Δεν είναι οι αποδείξεις που είναι ανεπαρκείς, αλλά ανεπαρκής είναι ο καθορισμός του τρόπου του Είναι εκείνου του όντος το οποίο αποδεικνύει και απαιτεί τις αποδείξεις.
Η ψευδαίσθηση ότι, αν αποδειχθεί η αναγκαιότητα της Vorhandenheit (της απλής παρουσίας), θα καταστεί έτσι δυνατό να θεμελιωθεί η ύπαρξη του κόσμου, είναι αυτό που ο Heidegger απορρίπτει ριζικά. Μόνο το Dasein ως Είναι-μέσα-στον-κόσμο μπορεί να καταστήσει νοητή μια τέτοια σχέση. Το Dasein, ορθά κατανοημένο, αντιφάσκει προς την αντίληψη ότι ο κόσμος και ο άνθρωπος αποτελούν ένα σύνολο δύο απλών παρουσιών· είτε έχει «αποδειχθεί» είτε μπορεί να «αποδειχθεί» οτιδήποτε σχετικό, τέτοιες απόπειρες παραμένουν πάντοτε καθυστερημένες, διότι το Dasein, στο Είναι του, είναι ήδη ανέκαθεν εκείνο που τις καθιστά δυνατές (SZ, 205/255).
Σε αντίθεση προς τον Καρτέσιο, ο οποίος διέσπασε το αρχέγονο φαινόμενο του Είναι-μέσα-στον-κόσμο και, σε δεύτερη φάση, επιχείρησε να «ρίξει μια γέφυρα ανάμεσα στα δύο κομμάτια του, το απομονωμένο υποκείμενο και τον κόσμο» (SZ, 206/256–257), ο Heidegger επισημαίνει ότι:
«Το υποκείμενο και το αντικείμενο δεν συμπίπτουν με το Dasein και τον κόσμο» (SZ, 60/84), δηλαδή η πόλωση της φιλοσοφικής σκηνής στη Subjekt-Objekt-Beziehung (σχέση υποκειμένου-αντικειμένου) προέρχεται από την αδικαιολόγητη διάσπαση της αρχέγονης ενότητάς τους·
Δεν έχει σημασία αν ξεκινά κανείς από το υποκείμενο ή από το αντικείμενο, εφόσον αυτά εξακολουθούν να νοούνται ως απλές παρουσίες (Vorhandenheiten)·
Αν η αφετηρία είναι το απομονωμένο και άκοσμο υποκείμενο (weltloses Subjekt), τότε γίνεται αδύνατο να ανακτηθεί ο χαμένος κόσμος.
Υπό το κριτήριο της υπαρξιακής αναλυτικής, το «εγώ», καρτεσιανά νοούμενο ως δεδομένο αρχικό και πρωταρχική αυταπόδειξη, αποδεικνύεται ότι δεν είναι ούτε αρχικό ούτε πρωταρχικό, αλλά μάλλον παράγωγο και δευτερεύον φαινόμενο, που προκύπτει από τη διάλυση της ενιαίας δομής του In-der-Welt-sein.
Συνεχίζεται με:
b) Η καρτεσιανή παράλειψη της κοσμικότητας του κόσμου
Η έμμεση —αν και, βεβαίως, μόνο έμμεση— απόδειξη αυτού βρίσκεται στον καθορισμό του νοήματος του Είναι ως παρουσία (παρουσία ή οὐσία), που έχει οντολογικο-χρονικό νόημα ως «παρουσιακότητα».[ΟΙ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ]
Το ον νοείται, στο Είναι του, ως παρουσιακότητα, δηλαδή κατανοείται σε αναφορά προς έναν καθορισμένο τρόπο του χρόνου, το παρόν (presentes) (SZ, 25/44).
Κατά τη διάρκεια του χειμερινού εξαμήνου 1925–1926, ο Heidegger συνδέει την “κτιστότητα” (creaturalità) με τη Vorhandenheit και παραπέμπει, για πληρέστερη ανάλυση, στη Vorlesung του 1923–1924:
«Όχι μόνο η καρτεσιανή θέση του cogito sum υιοθετείται [από τον Kant] ως προς την επιρροή της στην έννοια του a priori, αλλά μαζί μ’ αυτήν υιοθετείται και ο αδιαμφισβήτητος τρόπος σύλληψης του Είναι ως ens creatum, δηλαδή ως Είναι-παρόν και ερχόμενο στην παρουσία. (Ότι ο Καρτέσιος πράγματι συλλαμβάνει το “sum” του στο cogito sum υπό αυτήν την έννοια, δεν μπορεί εδώ να αποδειχθεί εκτενέστερα· το έχω όμως ήδη δείξει σε προηγούμενα μαθήματα με μια διεξοδική ερμηνεία των Meditationes.)» (GA 21, 331–332/218).).
Τοποθετούμενη οργανικά μέσα στην ιστορία της οντολογίας, η καρτεσιανή σκέψη δεν παρήγαγε καμία ιστορική ρήξη, καμία ουσιαστική ασυνέχεια. Για να προκληθεί ένα ποιοτικό άλμα, μια ρήξη μέσα στη μονολιθική συνέχεια της ελληνο-μεσαιωνικής φιλοσοφικής παράδοσης, δεν αρκεί η απλή στροφή προς το υποκείμενο· χρειάζεται, αντιθέτως, να καταστεί ρητό το Είναι του. Μόνον η Seinsbestimmung (καθορισμός, προορισμός του Είναι) της υποκειμενικότητας επιτρέπει, σύμφωνα με τον Heidegger, να αποκαλυφθεί η καρτεσιανή αυταπάτη ότι είχε αποδείξει την απόλυτη ετερότητα του ego και του κόσμου, καθώς και την προτεραιότητα του υποκειμένου έναντι του αντικειμένου — αυταπάτη στην οποία καταλήγει, με απορρητικό τρόπο, μέσω του προσδιορισμού της res, δηλαδή της realitas, που χαρακτηρίζει κάθε ον και προέρχεται από την Rückstrahlung (αντανάκλαση) της σχέσης με τον κόσμο πάνω στην αυτοερμηνεία του υποκειμένου.
Εναντίον της επιλογής να χαραχθεί η διαφορά μεταξύ υποκειμενικότητας και κόσμου μέσα από μια έννοια που την καταργεί άμεσα, ο Heidegger υποστηρίζει ότι
«das Sein des Daseins wurde damit zugleich abgegrenzt gegen Seinsmodi (Zuhandenheit, Vorhandenheit, Realität), die nichtdaseinsmäßiges Seiendes charakterisieren» (SZ, 230),
δηλαδή:
«το Είναι του Dasein οριοθετείται έτσι έναντι των τρόπων του Είναι (Zuhandenheit, Vorhandenheit, Realität), οι οποίοι χαρακτηρίζουν όντα μη-σύμφωνα με το Dasein».
Με αυτόν τον τρόπο, ο Heidegger ανάγει γενεαλογικά την κατηγορία της Realität στην ανεπίγνωστη, αναυθεντική ερμηνεία του κόσμου και του ανθρώπου, που τους κατανοεί ως ουσίες απλώς παρούσες (Vorhandenheiten), και όχι ως Zuhandenheiten (χρησιμότητες, εργαλεία εντός πράξης) και Existenz (ύπαρξη) («Υπό την κυριαρχία του Verfallen (της πτώσης, της εκπεσούσας ύπαρξης), η ερμηνεία του χρησιμοποιήσιμου όντος παραμελεί το Είναι του· το ον νοείται ως σύνολο πραγμάτων (res). Το Είναι λαμβάνει τη σημασία της πραγματικότητας (Realität). Η ουσιακότητα (Substantialität) γίνεται ο θεμελιώδης καθορισμός του Είναι.
Ως αποτέλεσμα αυτής της διαστροφής της κατανόησης του Είναι, και η οντολογική κατανόηση του Dasein πέφτει μέσα στον οντολογικό ορίζοντα της Realität.
Το Dasein, όπως και κάθε άλλο ον, νοείται ως πραγματικό, απλώς παρόν (real, einfach-vorhanden).
Και έτσι το Είναι εν γένει αποκτά το νόημα της Realität» (SZ, 201/250).[ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΠΑΝΤΑ. ΔΕΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ]
Αντιμέτωπος με το πρωτείο της Realität, το οποίο «φράζει τον δρόμο στην υπαρξιακή αναλυτική του Dasein και εμποδίζει μια επαρκή κατανόηση του Είναι των χρησιμοποιήσιμων πραγμάτων που συναντώνται πρωταρχικά μέσα στον κόσμο» (Ibidem), ο Heidegger επισημαίνει ότι
«η “πραγματικότητα” δεν είναι μόνο ένας τρόπος του Είναι ανάμεσα σε άλλους, αλλά εξαρτάται οντολογικά από άλλους τρόπους του Είναι, όπως είναι το Dasein, ο κόσμος και η χρησιμοποιησιμότητα» (SZ, 201/251).
Βλ. επίσης SZ, 212/262–263:
«Το ον που έχει τον τρόπο του Είναι του Dasein δεν μπορεί να νοηθεί με βάση την ιδέα της Realität ή της Substantialität· το εκφράσαμε αυτό με τη θέση: η ουσία του ανθρώπου είναι η ύπαρξη (die Substanz des Menschen ist die Existenz).»).
Σχεδιασμένη κατά το πραγμα-ποιητικό πρότυπο του ενδοκοσμικού όντος, η res cogitans εμφανίζεται ως ένα ον ανάμεσα στα όντα, και αντιπροσωπεύει το ίδιο το αρχέτυπο της υποκειμενιστικής υποκειμενικότητας: μιας υποκειμενικότητας ζηλότυπα κλεισμένης μέσα στον εσωτερικό της κόσμο, εντελώς ανίκανης να εξέλθει από τον εαυτό της, να σχετισθεί μη-μονολογικά με τα πράγματα και με τα άλλα υποκείμενα.
Είναι, για άλλη μια φορά, ο Kant που υφίσταται τα πιο ορατά και επιζήμια αποτελέσματα αυτής της κληρονομιάς, δεδομένου ότι η καταγγελία του για το «σκάνδαλο» της έλλειψης μιας αδιάσειστης απόδειξης της ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου (Στον Πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της Κριτικής του καθαρού λόγου, ιδίως κατά την αναθεώρηση της αντίκρουσης του ψυχολογικού ιδεαλισμού, ο Kant θεωρεί ότι αποτελεί «σκάνδαλο για τη φιλοσοφία και για τη γενική ανθρώπινη λογική το ότι η ύπαρξη των εξωτερικών πραγμάτων […] πρέπει να γίνεται δεκτή απλώς από πίστη· και ότι, αν σε κάποιον ερχόταν η ιδέα να την αμφισβητήσει, εμείς δεν θα μπορούσαμε να του αντιτάξουμε καμία επαρκή απόδειξη»
(I. Kant, Kritik der reinen Vernunft, 2η έκδ., 1787, σ. 23· ελλ. μτφρ. Κριτική του καθαρού λόγου, τόμ. I, σ. 34).
Ο Heidegger διευκρινίζει ότι ο Kant δεν συνέλαβε το φαινόμενο του “είναι-μέσα-στον-κόσμο”, επειδή δεν κατανόησε τη δομική ενότητα του Dasein και του κόσμου,[ΤΗΝ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ] αλλά παρέμεινε στη σύνδεση —έστω και δηλωμένα αναγκαία— δύο απλώς παρόντων όντων, δηλαδή στο επίπεδο της σχέσης δύο ενδοκοσμικών όντων.
Βλ. SZ, 206/255–256:
ακόμη κι αν επικαλεστούμε την αρχή ότι το υποκείμενο πρέπει να προϋποθέτει (και πράγματι ανέκαθεν ασυνείδητα προϋποθέτει) την απλή παρουσία του «εξωτερικού κόσμου», δεν θα εξέλθουμε από τη φανταστική υπόθεση του απομονωμένου υποκειμένου.
Το φαινόμενο του Είναι-μέσα-στον-κόσμο θα παρέμενε εξίσου αόρατο όσο και με την αποδοχή της απλής παρουσίας του ψυχικού και του φυσικού.
Όταν γίνονται τέτοιου είδους προϋποθέσεις, το Dasein εισέρχεται πάντοτε στο παιχνίδι «πολύ αργά», εφόσον πραγματοποιεί αυτές τις προϋποθέσεις ως ον (και πώς αλλιώς θα μπορούσε;) και, ως ον, είναι ήδη ανέκαθεν μέσα σε έναν κόσμο.
«Πριν» από κάθε προϋπόθεση και από κάθε συμπεριφορά του Dasein, υπάρχει το a priori της δομής του Είναι του Dasein ως μέριμνα (Sorge).) ξεκινά ακριβώς «από την καρτεσιανή παραδοχή ενός απομονωμένου και προϋπάρχοντος υποκειμένου» (SZ, 204/254).
Παραμένοντας σταθερά «δεσμευμένος, στο οντολογικό επίπεδο, στη θέση του Καρτέσιου», δηλαδή στην αντίληψη του weltloses Subjekt (υποκειμένου-χωρίς-κόσμο), ο Kant δεν μπορεί να κατακτήσει «εκείνο που είναι οντολογικά αποφασιστικό: τη θεμελιώδη συγκρότηση του “υποκειμένου”, του Dasein, ως Είναι-μέσα-στον-κόσμο» (ibidem).[ΩΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ]
Ότι η res cogitans δεν ταυτίζεται ούτε οντικά ούτε οντολογικά με το Dasein (SZ, 66/92), και ότι απέχει από αυτό άβυσσος, καθώς είναι εντελώς στερημένη από το υπαρξιακό στοιχείο του In-der-Welt-sein, το αποδεικνύει το εγχείρημα της έκτης Meditatio, όπου ο Καρτέσιος επιχειρεί να αποδείξει την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου αφού προηγουμένως τον είχε εξαφανίσει μέσα στο μηδέν κατά τη διάρκεια της πορείας του αμφιβάλλοντός του στοχασμού.
Ορθώς έχει επισημανθεί ότι «δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η χαϊντεγκεριανή κριτική της πρωταρχικής βεβαιότητας, που μαρτυρεί για τον εαυτό της, του εγώ έξω από την κριτική της καρτεσιανής οντολογίας» (Βλ. V. Vitiello, La crisi del soggetto nella Existenzphilosophie del primo Heidegger, στο ίδιο, Dialettica ed ermeneutica…, ό.π., σσ. 191–224, εδώ σ. 196.), διότι είναι κυρίως ο Καρτέσιος ο πραγματικός αποδέκτης της απάντησης του Heidegger στο υποτιθέμενο “σκάνδαλο” που είχε θέσει ο Kant:
Το «σκάνδαλο της φιλοσοφίας», σημειώνει ο Heidegger, δεν συνίσταται στο γεγονός ότι μέχρι σήμερα αυτή η απόδειξη [της ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου] δεν έχει ακόμη δοθεί, αλλά στο ότι εξακολουθεί να ζητείται και να επιχειρείται.
Τέτοιες προσδοκίες, απαιτήσεις και αξιώσεις πηγάζουν από μια ανεπαρκή κατανόηση του τρόπου του Είναι του όντος που επιχειρεί να αποδείξει και να απαιτήσει τη βεβαιότητα της απλής παρουσίας ενός «κόσμου». Δεν είναι οι αποδείξεις που είναι ανεπαρκείς, αλλά ανεπαρκής είναι ο καθορισμός του τρόπου του Είναι εκείνου του όντος το οποίο αποδεικνύει και απαιτεί τις αποδείξεις.
Η ψευδαίσθηση ότι, αν αποδειχθεί η αναγκαιότητα της Vorhandenheit (της απλής παρουσίας), θα καταστεί έτσι δυνατό να θεμελιωθεί η ύπαρξη του κόσμου, είναι αυτό που ο Heidegger απορρίπτει ριζικά. Μόνο το Dasein ως Είναι-μέσα-στον-κόσμο μπορεί να καταστήσει νοητή μια τέτοια σχέση. Το Dasein, ορθά κατανοημένο, αντιφάσκει προς την αντίληψη ότι ο κόσμος και ο άνθρωπος αποτελούν ένα σύνολο δύο απλών παρουσιών· είτε έχει «αποδειχθεί» είτε μπορεί να «αποδειχθεί» οτιδήποτε σχετικό, τέτοιες απόπειρες παραμένουν πάντοτε καθυστερημένες, διότι το Dasein, στο Είναι του, είναι ήδη ανέκαθεν εκείνο που τις καθιστά δυνατές (SZ, 205/255).
Σε αντίθεση προς τον Καρτέσιο, ο οποίος διέσπασε το αρχέγονο φαινόμενο του Είναι-μέσα-στον-κόσμο και, σε δεύτερη φάση, επιχείρησε να «ρίξει μια γέφυρα ανάμεσα στα δύο κομμάτια του, το απομονωμένο υποκείμενο και τον κόσμο» (SZ, 206/256–257), ο Heidegger επισημαίνει ότι:
«Το υποκείμενο και το αντικείμενο δεν συμπίπτουν με το Dasein και τον κόσμο» (SZ, 60/84), δηλαδή η πόλωση της φιλοσοφικής σκηνής στη Subjekt-Objekt-Beziehung (σχέση υποκειμένου-αντικειμένου) προέρχεται από την αδικαιολόγητη διάσπαση της αρχέγονης ενότητάς τους·
Δεν έχει σημασία αν ξεκινά κανείς από το υποκείμενο ή από το αντικείμενο, εφόσον αυτά εξακολουθούν να νοούνται ως απλές παρουσίες (Vorhandenheiten)·
Αν η αφετηρία είναι το απομονωμένο και άκοσμο υποκείμενο (weltloses Subjekt), τότε γίνεται αδύνατο να ανακτηθεί ο χαμένος κόσμος.
Υπό το κριτήριο της υπαρξιακής αναλυτικής, το «εγώ», καρτεσιανά νοούμενο ως δεδομένο αρχικό και πρωταρχική αυταπόδειξη, αποδεικνύεται ότι δεν είναι ούτε αρχικό ούτε πρωταρχικό, αλλά μάλλον παράγωγο και δευτερεύον φαινόμενο, που προκύπτει από τη διάλυση της ενιαίας δομής του In-der-Welt-sein.
Συνεχίζεται με:
b) Η καρτεσιανή παράλειψη της κοσμικότητας του κόσμου
Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου