Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα - Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου (9)

Συνέχεια από: Tρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα

Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου


Του Roberto Morani

3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου η


3.2.5. Η ερμηνεία του Καρτέσιου στο Sein und Zeit ανάμεσα σε αποδόμηση και επανιδιοποίηση α

Είδαμε ότι ο Heidegger θεωρεί την καρτεσιανή υποκειμενικότητα με αμφίσημο τρόπο: αφενός αναγνωρίζει στη res cogitans το κύριο εμπόδιο για την επανεκκίνηση, με μη υποκειμενιστικό τρόπο, του ερωτήματος για το Είναι του υποκειμένου και το Είναι εν γένει· αφετέρου, κρίνει το καρτεσιανό ego ως μια αυγινή (πρωιμότατη) έκφραση του Dasein, σκιαγραφώντας τη θεμελιώδη δομή τού είναι-μέσα-στον-κόσμο.
Παράλληλα και πέρα από την κριτική, ο Χάιντεγκερ εγκαινιάζει μια θετική κίνηση ανάκτησης και επαναστοχασμού του αρχικού και λησμονημένου περιεχομένου του cogito, του οποίου η απο-ουσιοποίηση, σε αντίθεση με εκείνη του Νίτσε και του Χούσσερλ, δεν αποσκοπεί καθόλου στην ενίσχυση της υποκειμενικότητας, αλλά στη μείωση των ολοποιητικών (totalizzanti) της αξιώσεων, αποσταθεροποιώντας την και καθιστώντας την εκκεντρική (Ο Walter Schulz έχει δίκιο όταν δηλώνει ότι «ο Χάιντεγκερ ανήκει στην μετα-ιδεαλιστική εποχή της φιλοσοφίας της υποκειμενικότητας», στην οποία το υποκείμενο εμφανίζεται ως «απο-ουσιοποιημένο» (de-sostanzializzato) (W. Schulz, Über den philosophiegeschichtlichen Ort Martin Heideggers [1953-1954], στο AA.VV., Heidegger: Perspektiven zur Deutung seines Werks [1969], επιμ. O. Pöggeler, Athenäum, Königstein/Ts. 1984, σσ. 95-139, στη σ. 104). Ωστόσο, αυτό το entsubstanzialisiertes Subjekt δεν αντιπροσωπεύει μια ριζοσπαστικοποίηση της υποκειμενικότητας με την έννοια του υποκειμενισμού, αλλά ενσαρκώνει τη μορφή της αποκεντρωμένης και ετερόνομης υποκειμενικότητας.).

Ακόμη και στο Είναι και Χρόνος, έργο που συγκεντρώνει τους καρπούς της έντονης φάσης θεωρητικής επεξεργασίας κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μάρμπουργκ, η σχέση του Heidegger με τον Καρτέσιο αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη, καθώς, μαζί με τις εμφανείς και σταθερές αποστασιοποιήσεις, αναδύεται —έστω και σε λιγότερο προφανές επίπεδο— μια απόπειρα επαναπροσέγγισης και επανιδιοποίησης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα στρώματα και τις πολλαπλές όψεις της χαϊντεγκεριανής ανάγνωσης του Καρτέσιου στο Hauptwerk, είναι αναγκαίο να εστιαστούν:
η κριτική στην οντολογική απροσδιοριστία της res cogitans,
η καταγγελία της καρτεσιανής παράλειψης της Weltlichkeit der Welt (§§19–21),
η θετική λειτουργία που αναλαμβάνει η αρχή του cogito στην υπαρξιακή αναλυτική του Dasein.

α) Η οντολογική απροσδιοριστία της καρτεσιανής υποκειμενικότητας
Είναι γνωστό ότι το αρχικό σχέδιο του Sein und Zeit, που ανακοινώνεται στο §8 της Einleitung, περιλαμβάνει δύο μέρη: το πρώτο θα έπρεπε να πραγματευτεί «την ερμηνεία του Dasein υπό το πρίσμα της χρονικότητας και την εξήγηση του χρόνου ως υπερβατικού ορίζοντα του προβλήματος του Είναι», και το δεύτερο «τις θεμελιώδεις γραμμές μιας φαινομενολογικής καταστροφής της ιστορίας της οντολογίας με βάση την προβληματική της χρονικότητας» (SZ, 39/60).
Από τις τρεις ενότητες του πρώτου μέρους, μόνο δύο δημοσιεύθηκαν: εκείνες που αφιερώνονται στη vorbereitende Fundamentalanalyse des Daseins και στον αδιάσπαστο δεσμό Dasein και χρονικότητας, ενώ αποκλείστηκε η τρίτη ενότητα, εστιασμένη στη σχέση Zeit και Sein (Σε μια σημείωση των Θεμελιωδών προβλημάτων της φαινομενολογίας, ο Heidegger δηλώνει ότι το μάθημά του του 1927 αποτελεί μια «νέα επεξεργασία της τρίτης ενότητας του πρώτου μέρους του Είναι και Χρόνος» (GA 24, 1/23). Βλ. SZ, 440 και GA 9, 134.). Το δεύτερο μέρος, το οποίο λείπει εντελώς στο δημοσιευμένο έργο, θα έπρεπε να εξετάσει, πρώτον, τη καντιανή διδασκαλία περί σχηματισμού (schematismus) και χρόνου ως εισαγωγής στην προβληματική της χρονικότητας· δεύτερον, το οντολογικό θεμέλιο του καρτεσιανού cogito sum και την ενσωμάτωση της μεσαιωνικής οντολογίας στην προβληματική της res cogitans· και τρίτον, το αριστοτελικό κείμενο για τον χρόνο ως κριτήριο της φαινομενικής βάσης και των ορίων της αρχαίας οντολογίας.

Καντ – Καρτέσιος – Αριστοτέλης: αυτοί είναι οι σταθμοί του ταξιδιού προς τα πίσω που η χαϊντεγκεριανή αποδόμηση της ιστορίας της δυτικής οντολογίας σκόπευε να πραγματοποιήσει, με σκοπό να φέρει στο φως τη λήθη του Είναι που χαρακτηρίζει την τελική της έκβαση.
Παρόλο που δεν διαθέτουμε την πλήρη πραγματεία σχετικά με την αποδόμηση του cogito sum, ορισμένες σημαντικές δηλώσεις που περιέχονται στο δημοσιευμένο κείμενο μας επιτρέπουν να φωτίσουμε τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της και να ανασυγκροτήσουμε, έστω και έμμεσα, την πλοκή της.

Στην §6 της Εισαγωγής, αφιερωμένη στο Καθήκον μιας καταστροφής της ιστορίας της οντολογίας, ο Χάιντεγκερ επισημαίνει ότι στην εποχή του το πρόβλημα του νοήματος του Είναι δεν έχει ούτε λυθεί ούτε διατυπωθεί επαρκώς· έχει, αντιθέτως, βυθιστεί στη λήθη εξαιτίας της διαρκούς ηγεμονίας της ελληνικής οντολογίας, η οποία συνέλαβε το Είναι ως απλή παρουσία (Vorhandenheit), απολυτοποιώντας τη χρονική διάσταση του παρόντος. Αυτή η «πραγμα-ποιητική» και αντικειμενοποιητική σύλληψη του Είναι, που το περιορίζει σε μια σταθερή και μόνιμη υπόσταση, έχει την απαρχή της στη δομική τάση του Dasein να κατανοεί «τον εαυτό του και το Είναι εν γένει με αφετηρία τον “κόσμο”» (SZ, 22/40), δηλαδή με αφετηρία το ον που διαφέρει από τον άνθρωπο (Βλ. SZ, 15-16/33: «Το Dasein, μάλλον, εξαιτίας ενός τρόπου ύπαρξης που του είναι ίδιος, τείνει να κατανοεί το δικό του Είναι με βάση το ον με το οποίο σχετίζεται σε μια κατ’ ουσίαν σταθερή γραμμή και πρωτίστως, δηλαδή με βάση τον “κόσμο”. Αποτελεί μέρος του Dasein, και επομένως της κατανόησης του Είναι που του είναι ίδια, αυτό που εμείς θα δείξουμε ως την οντολογική αντανάκλαση της κατανόησης του κόσμου πάνω στην ερμηνεία του Dasein». Βλ. GA 24, 225-229/151-154.).

Εφόσον είναι, από οντολογική άποψη, εξοπλισμένο με τη δομή του Εἶναι-μέσα-στον-κόσμο (In-der-Welt-sein), το Dasein «έχει την ροπή να πέφτει μέσα σε εκείνον τον κόσμο που του ανήκει και μέσα στον οποίο υπάρχει, και να ερμηνεύει τον εαυτό του υπό το φως που αντανακλάται από αυτόν» και συγχρόνως «πέφτει μέσα στη δική του παράδοση, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά αφομοιωμένη», η οποία «του αφαιρεί τη δυνατότητα να καθοδηγείται από μόνο του, να ερευνά και να επιλέγει» (SZ, 21/39).

Εδραιωμένη πάνω σε αυτές τις υπαρξιακές βάσεις, η ελληνική οντολογία κατόρθωσε εύκολα να επιβληθεί τόσο στον Μεσαίωνα όσο και στη νεότερη φιλοσοφία, η οποία —με υπεροψία και αυταπάτη— πίστεψε ότι απελευθερώθηκε απ’ αυτήν μέσω του «ego cogito του Καρτέσιου, του υποκειμένου, του εγώ, του λόγου, του πνεύματος, του προσώπου» (SZ, 22/40), μορφές όλες ελλιπείς, διότι προκύπτουν από την παράλειψη της ερώτησης για το Είναι.

Η χαϊντεγκεριανή καταστροφή της ιστορίας της οντολογίας, που πραγματοποιείται υπό την καθοδήγηση της ερώτησης για το Είναι (Seinsfrage), «έχει έναν θετικό σκοπό»: δεν αποβλέπει στο να «θάψει το παρελθόν στο μηδέν» (SZ, 23/41), δηλαδή να πραγματοποιήσει μια τυφλή κατεδάφιση του es war, αλλά αποσκοπεί στο να ταρακουνήσει εκ βάθρων την ύπουλη αυτονόητη ακαμψία της παράδοσης, έτσι ώστε η εδραιωμένη οντολογική παράδοση «να καταστεί εκ νέου ρευστή» και «να αφαιρεθούν τα πέπλα που έχουν συσσωρευθεί από αυτήν» (SZ, 22/41).

Η επανάληψη του cogito sum εντάσσεται συνεπώς με συνέπεια στο πλαίσιο αυτής της στοχαστικής αναδρομής της ιστορίας της οντολογίας: στον Καρτέσιο ανήκει διττός ρόλος — αφενός του αφελούς συνεχιστή της ελληνο-μεσαιωνικής παράδοσης, την οποία υιοθετεί άκριτα μαζί με τα ουσιοκρατικά της προλήμματα (οντολογικές προκαταλήψεις)· αφετέρου, του εμποδίου που επηρεάζει αρνητικά τους μεταγενέστερους φιλοσόφους, αποτρέποντάς τους να επανεξετάσουν την θεμελιώδη του θέση και να αξιοποιήσουν πλήρως την αποφασιστική εμβέλεια των δικών τους επιτευγμάτων.

Η καντιανή αποτυχία της διερεύνησης της Temporalität (χρονικότητας) προκύπτει ακριβώς από την υιοθέτηση του καρτεσιανού σημείου εκκίνησης, το οποίο συνεπάγεται φυσικώ τω τρόπω την παράλειψη της υπαρξιακής αναλυτικής του Dasein (Βλ. SZ, 24/43: «λόγω της υιοθέτησης της οντολογικής θέσης του Καρτέσιου, παραλείπει κάτι ουσιώδες: την οντολογία του Dasein. Αυτή η παράλειψη είναι αποφασιστική για τις πιο ίδιες τάσεις της σκέψης του Καρτέσιου». Έχει εύστοχα παρατηρηθεί —όπως σημειώνει ο J. Greisch— ότι «l’échec de Kant est au fond l’échec de Descartes» (J. Greisch, Ontologie et temporalité. Esquisse d’une interprétation intégrale de Sein und Zeit, PUF, Paris 1994, σ. 99). Η κατηγορία της παράλειψης της Seinsfrage (της ερώτησης για το Είναι), στην πραγματικότητα, απευθύνεται πρωτίστως στον Καρτέσιο· σε τέτοιον βαθμό, ώστε ολόκληρη η φιλοσοφία του φαίνεται να ταυτίζεται με αυτήν ακριβώς τη λήθη.). Δεδομένης της συνέχειας του Καρτέσιου με την παραδοσιακή οντολογία, ο Χάιντεγκερ αμφισβητεί την αξίωσή του να εγκαινιάσει μια νέα εποχή της σκέψης και απορρίπτει την αυταπάτη του ότι, μέσω του cogito sum, έθεσε τη φιλοσοφία σε νέες και ασφαλέστερες βάσεις.

Αυτό όμως που αυτός ο «ριζικός» τού ξεκινήματος αφήνει ακαθόριστο, είναι ο τρόπος του Είναι της res cogitans και, ακριβέστερα, το νόημα του Είναι του sum. Η επεξεργασία των άρρητων οντολογικών θεμελίων του cogito sum αποτελεί τη δεύτερη στάση στην οδό της καταστροφικής αναβάσεως μέσα στην ιστορία της οντολογίας.

Η ερμηνεία που θα δοθεί θα δείξει όχι μόνο ότι ο Καρτέσιος δεν μπορούσε παρά να παραλείψει το πρόβλημα του Είναι εν γένει, αλλά και γιατί πείστηκε ότι η απόλυτη «βεβαιότητα του Είναι» (esser certo) του cogito τον απάλλασσε από το να θέσει το πρόβλημα του νοήματος του Είναι αυτού του όντος. Ωστόσο, ο Καρτέσιος δεν σταματά σ’ αυτήν την παράλειψη και στην επακόλουθη πλήρη οντολογική ακαθοριστία της res cogitans sive mens sive animus.

Στις Meditationes, ο Καρτέσιος οδηγεί τις θεμελιώδεις του έρευνες υπό τη μορφή εφαρμογής της μεσαιωνικής οντολογίας πάνω σ’ αυτό το ον, το οποίο θεωρεί ως fundamentum inconcussum (ακλόνητο θεμέλιο). Η res cogitans καθορίζεται οντολογικά ως ens, και το νόημα του Είναι του ens είναι εκείνο που έχει καθορισθεί από τη μεσαιωνική οντολογία: το ens νοείται ως ens creatum (κτιστό ον). Ο Θεός, ως ens infinitum, είναι το ens increatum (ἄκτιστο ον). Η κτιστότητα, με την ευρεία έννοια του ό,τι έχει παραχθεί, αποτελεί ουσιώδες δομικό στοιχείο της έννοιας του Είναι στους αρχαίους.

Εκείνο που φαίνεται ως νέο ξεκίνημα της φιλοσοφίας, αποδεικνύεται λοιπόν ότι είναι το μόσχευμα ενός μοιραίου προλήμματος, εξαιτίας του οποίου η μεταγενέστερη εποχή θα παραλείψει την ρητή οντολογική ανάλυση του ψυχικού όντος, που θα έπρεπε να διεξαχθεί υπό το φως του προβλήματος του Είναι, καθώς και την κριτική συζήτηση της παραδοσιακής αρχαίας οντολογίας.

Ότι ο Καρτέσιος «εξαρτάται» από τη μεσαιωνική σχολαστική και χρησιμοποιεί την ορολογία της, είναι πράγμα γνωστό σε κάθε γνώστη του Μεσαίωνα. Όμως αυτή η «ανακάλυψη» δεν λέει τίποτε φιλοσοφικά, εφόσον δεν συνειδητοποιηθεί η θεμελιώδης επίδραση που άσκησε η μεσαιωνική οντολογία στις επόμενες εποχές, ως προς τον καθορισμό —ή την μη καθοριστικότητα— της res cogitans (SZ, 24–25/43–44).

Δύο στοιχεία αξίζουν να επισημανθούν.

Κατ’ αρχάς, η οντολογική ακαθοριστία του καρτεσιανού ego είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το γνωσιολογικό του πρωτείο. Η άμεση γνωσιμότητά του, ο χαρακτήρας του ως πρώτου ευρήματος εντός του ordo cognoscendi, προκύπτει ακριβώς από την απώλεια του ειδικού του τρόπου του Είναι, δηλαδή από την παράλειψη της διερώτησης του sum («Ο Καρτέσιος τιτλοφορεί το δεύτερο μέρος των Μεταφυσικών του Διαλογισμών “De natura mentis humanae: quod ipsa sit notior quam corpus”, δηλαδή “Περί της φύσεως του ανθρώπινου πνεύματος και ότι αυτό είναι ευκολότερο να γνωσθεί από το σώμα”. Παρ’ όλη αυτή —ή ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτής— της ευκολίας να γνωσθεί το υποκείμενο, έχει γενικά παραγνωρισθεί και παραμεληθεί, όχι μόνο από τον Καρτέσιο, αλλά και από την επόμενη εποχή, ο τρόπος του Είναι του» (GA 24, 220–221/148).). Η αναζήτηση της βεβαιότητας και η Seinsfrage αντιπροσωπεύουν, στα μάτια του Heidegger, δύο αντίθετους τρόπους θεμελίωσης και πραγματοποίησης της φιλοσοφικής έρευνας, ανάμεσα στους οποίους δεν είναι δυνατή καμία μορφή μεσολάβησης.

Στον καθορισμό της res cogitans, όπου αποδίδεται στο υποκείμενο η Seinsbestimmung (προσδιορισμός του Είναι) των πραγμάτων που εμφανίζονται και συναντώνται μέσα στο καθημερινό Besorgen (μέριμνα, ενασχόληση), ο Heidegger διαβλέπει την ριζική αποφυγή της ερώτησης για το Είναι. Επομένως, στον Καρτέσιο δεν προσάπτεται η κατηγορία ότι άφησε το ego απολύτως στερημένο από οντολογικό καθορισμό, αλλά «ότι δεν έδωσε στο sum άλλο τρόπο του είναι πέρα από τη Vorhandenheit, δηλαδή ότι απέδωσε στο ον που εμείς είμαστε τον τρόπο του είναι των φυσικών όντων, των πραγμάτων εν γένει» (J. Taminiaux, D’une double lecture de Descartes, ό.π., σ. 223. Αντιλαμβανόμενος το Είναι ως έννοια αυτονόητη, ο Καρτέσιος παραιτείται από τη θεματική του διερεύνηση και καταλήγει να υιοθετήσει από την οντολογική παράδοση το ουσιοκρατικό πρόλημμα της beständige Vorhandenheit (σταθερής παρουσίας), το οποίο εμποδίζει να συλληφθεί με τον αυθεντικό του τρόπο το Είναι τόσο του κόσμου όσο και του υποκειμένου:

«Η ιδέα του Είναι ως απλής-παρουσίας διαρκούς δεν βρίσκεται μόνο στην αφετηρία του ακραίου καθορισμού του Είναι του ενδοκοσμικού όντος και της ταύτισής του με τον κόσμο εν γένει, αλλά εμποδίζει επίσης ώστε οι τρόποι συμπεριφοράς του Dasein να υποβληθούν σε μια επαρκή οντολογική εξέταση. […] Ο Καρτέσιος θέτει το Είναι του Dasein στο ίδιο επίπεδο με το Είναι της res extensa: της ουσίας»
(SZ, 98/128–129).).

Συνεχίζεται


Δεν υπάρχουν σχόλια: