Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

Χάιντεγγερ και Αρεοπαγίτης - Χρήστος Γιανναράς (16)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού


Β' - Ο ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΙΑΣ

1. 
 Ἡ ἀπόφαση ὡς ἄρνηση καὶ ὡς παραίτηση

Ἡ ἄρνηση νὰ ἀποδώσουμε στὸν Θεὸ τοὺς προσδιορισμούς τοῦ ὄντος –ἄρνηση νὰ ὑποταχθεῖ ἡ πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ τρόπος τοῦ Εἶναι στὴ νοητική σχηματοποίηση– έχει διατυπωθεῖ στὰ πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς Θεολογίας τῆς ἑλληνικῆς ᾿Ανατολῆς δεκατέσσερεις τουλάχιστον αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸν Νίτσε καὶ τὸν Χάϊντεγγερ. Συγκεκριμένα, στὶς συγγραφὲς τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα ποὺ μᾶς ἔχουν παραδοθεῖ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Διονύσιου ᾿Αρεοπαγίτη, μποροῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε ἕνα κορυφαῖο ὑπόδειγμα τῆς καθολικὰ τότε διαμορφωμένης στάσης τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ66.

Ἡ μελέτη τοῦ ἀποφατισμοῦ, ὡς γνωσιοθεωρητικῆς ὁδοῦ ἢ στάσης ποὺ χαρακτηρίζει τὴ σύνολη ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση τῆς ἑλληνικῆς ᾿Ανατολῆς, θὰ ἀπαιτοῦσε μιὰ ξεχωριστή καὶ πολύπλευρη διαπραγμάτευση. Καὶ ἡ τεκμηριωμένη ἑρμηνευτική πρόσβαση στὰ κείμενα τῶν ᾿Αρεοπαγιτικῶν Συγγραφῶν, ποὺ ἡ μελέτη τους ἔχει ἤδη ἀποδώσει μιὰ ὀγκώδη βιβλιογραφία, θὰ ἔπρεπε ἐπίσης νὰ ἀντιμετωπιστεῖ μὲ ξεχωριστή διατριβή. Όμως τὸ θέμα μας ἐδῶ εἶναι –συγκεκριμένα καὶ εἰδικὰ– ὁ ἀποφατισμὸς τῶν ᾿Αρεοπαγιτικῶν Συγγραφῶν ὡς χῶρος μιᾶς ἀπόπειρας διαλόγου μὲ τὸν σύγχρονο εὐρωπαϊκὸ μηδενισμό. Επομένως, ὡς πρὸς τὸν γενικότερο ἀποφατισμὸ τῆς ἑλληνικῆς θεολογικῆς παράδοσης καὶ σὲ σχέση μὲ μιὰ συνολικὴ ἑρμηνεία τῆς ἀρεοπαγιτικῆς θεματικῆς, οἱ σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν ἔχουν μόνο ὑπαινικτικό - ἐνδεικτικὸ χαρακτήρα67.

Θὰ μπορούσαμε νὰ ὁρίσουμε καταρχὴν τὸν ἀποφατισμὸ ὡς ὑπέρβαση τῶν ἀπαιτήσεων «ἀντικειμενικοῦ» καθορισμοῦ τῆς ἀλήθειας, ἄρνηση νὰ ἐξαντλήσουμε τὴν ἀλήθεια στὴ διατύπωσή της. Ὑπέρβαση ἢ ἄρνηση δὲν σημαίνει ἐδῶ ἀπόρριψη ἢ παραθεώρηση τῶν γνωστικῶν δυνατοτήτων ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ λογική διατύπωση τῆς γνώσης. Ὁ ἀποφατισμὸς δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν ἀνορθολογισμό, τὴν ἀδιαφορία γιὰ τοὺς κανόνες ὀρθότητας στὴ διατύπωση τῆς γνώσης – ἀφοῦ οἱ κανόνες αὐτοὶ ἀντιπροσωπεύουν τὴ δυνατότητα νὰ κοινοποιεῖται καὶ κοινωνεῖται ἡ γνώση. Οὔτε μπορεῖ νὰ συγχέεται ὁ ἀποφατισμὸς μὲ τὸν ἀτομοκεντρικὸ μυστικισμό, τὴν καταφυγὴ σὲ ἀκοινώνητες συναισθηματικές βεβαιότητες. Ἡ ἀποφατικὴ ὁδὸς ἢ στάση προϋποθέτει τὴν καταρχὴν ἀποδοχὴ τῶν μεθόδων τῆς φιλοσοφικῆς γνωσιολογίας – τὴν ἀποδοχή λ.χ. τόσο τῆς ὁδοῦ τῶν καταφάσεων ὅσο καὶ τῆς ὁδοῦ τῶν ἀρνήσεων– ὡς δυνατοτήτων ἐνδεχόμενης γνώσης. Ὁ τονισμὸς ἀκριβῶς τοῦ ἐνδεχομένου τῆς γνώσης διαφοροποιεῖ τὸν ἀποφατισμὸ ἀπὸ κάθε θετικισμὸ τῆς γνώσης, δηλαδὴ ἀπὸ κάθε μορφὴ ἀπολυτοποίησης κανόνων ἢ προϋποθέσεων γιὰ τὴν ὑποχρεωτικὴ ἐγκυρότητα τῆς γνωστικῆς διατύπωσης.

Ἡ καταρχὴν ἀποδοχὴ τῶν μεθόδων τῆς φιλοσοφικῆς γνωσιολογίας ἀπὸ τὸν θεολογικὸ ἀποφατισμὸ τῆς πρωτοχριστιανικῆς Παράδοσης, ἐπισημαίνει καὶ τὴν πραγματικὴ ἀφετηρία τῶν μεταγενέστερων (στὴ μεσαιωνικὴ Δύση) ἀποκλίσεων ἀπὸ αὐτὴ τὴν Παράδοση. Ἡ ἀπολυτοποίηση μιᾶς φυσικῆς θεολογίας (theologia naturalis) ὡς λογικῆς τῶν καταφάσεων καὶ μιᾶς ἀρνητικῆς θεολογίας (theologia negativa) ὡς λογικῆς τῶν ἀποφάσεων, ἀποκαλύπτει τὴν κρίση τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ στὸν χῶρο τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης, δηλαδή τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῶν γνωστικῶν δυνατοτήτων σὲ ἀποτελεσματικές μεθόδους πρόσβασης σὲ ὑποχρεωτικὲς ἀλήθειες.

Χαρακτηριστικὸ τῆς κοινῆς ἀφετηρίας εἶναι ὅτι τόσο ἡ ἑλληνικὴ - ἀνατολικὴ ἐμμονὴ στὸν πρωτοχριστιανικὸ ἀποφατισμό, ὅσο καὶ ἡ δυτική - μεσαιωνικὴ ἀπόκλιση ἀπὸ αὐτόν, ἀντλοῦν τὴν κατοχύρωση ἢ διασάφηση τῆς γνωσιοθεωρητικῆς τους στάσης ἀπὸ τὸ βασικὸ κείμενο τοῦ ἀνατολικοῦ ἀποφατισμοῦ, τὶς ᾿Αρεοπαγιτικές Συγγραφές. Εἶναι φυσικό, έπομένως, ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν ᾿Αρεοπαγιτικῶν Συγγραφῶν νὰ ἀφορμᾶται καὶ κάθε ἐπανεξέταση τοῦ προβλήματος τῆς θεολογικῆς γνώσης.

Οἱ ἀντιπροσωπευτικότεροι ἀπὸ τοὺς λεγόμενους σήμερα «συστηματικούς» θεολόγους συμπίπτουν πράγματι στη διαπίστωση ὅτι ἡ δυτικὴ σχολαστικὴ καὶ νεοσχολαστική θεολογία βασίστηκε στὶς ᾿Αρεοπαγιτικές Συγγραφές προκειμένου νὰ προσδιορίσει μιὰν ἀναλογικὴ δυνατότητα γνώσεως τοῦ Θεοῦ, μιὰ τριπλὴ ὁδὸ γνώσεως (via triplex*): Τὴν ὁδὸ τῆς ἀφαίρεσης ἢ τῶν ἀρνήσεων (via negationis), τὴν ὁδὸ τῆς ὑπεροχής (via eminentiae) καὶ τὴν ὁδὸ τῆς αἰτίας ἢ τῶν καταφάσεων (via causalitatis affirmationis)68.

Ὁ προσδιορισμὸς τῶν τριῶν αὐτῶν δυνατοτήτων τῆς γνώσης ἔχει τὴ θεωρητική του ἀφορμὴ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ ᾿Αριστοτέλη περὶ τῆς ἀναλογίας τοῦ ὄντος (analogia entis). Ὁ ᾿Αριστοτέλης χρησιμοποίησε τὴν ἔννοια τῆς ἀναλογίας γιὰ νὰ ὁρίσει τὸ ὂν ὡς ἑνότητα ἢ λόγο τῶν διαφορῶν69: ῾Η ἀναλογία εἶναι μιὰ σχέση «κατὰ λόγον», ἀνιοῦσα ἢ κατιοῦσα, ποὺ προϋποθέτει ὁμοιότητες καὶ διαφορὲς τοῦ ὄντος ὡς πρὸς τὴ δεδομένη γνωστὴ οὐσία του. «Τὸ δὲ ὂν λέγεται μὲν πολλαχώς, ἀλλὰ πρὸς ἓν καὶ μίαν τινὰ φύσιν καὶ οὐχ ὁμωνύμως»70. Τὸ ὄν, ὡς ἑνότητα τῶν διαφορῶν, προσδιορίζεται πάντοτε ἀναλόγως πρὸς μία ἀρχὴ ποὺ εἶναι καθοριστική κάθε διαφορᾶς στὴν ποιότητα, τὴν ποσότητα τὸν τόπο, τὸν χρόνο, τὴ σχέση, ἀλλὰ καὶ ἀναλόγως πάντοτε πρὸς τὴ δεδομένη οὐσία του «κατὰ τὸν τῆς οὐσίας λόγον». Ὁ ἄνθρωπος λ.χ. καὶ τὸ ἄλογο ζῶο μετέχουν ἀπὸ κοινοῦ στὴν οὐσία τοῦ ἔμβιου ὄντος, καὶ αὐτὴ ἡ μετοχὴ προσδιορίζεται ἀπὸ ὁμοιότητες καὶ διαφορὲς σὲ σχέση ἀναλογική.

Ὅμως ὁ ᾿Αριστοτέλης δὲν προεξέτεινε τὴ χρήση τῆς ἀναλογίας προκειμένου νὰ προσδιορίσει καὶ τὴν ὀντότητα τοῦ ὄντος, τὴ σχέση τοῦ ὄντος μὲ τὸ Εἶναι. Πρῶτοι οἱ σχολαστικοί προχωροῦν σὲ μιὰ τέτοια προέκταση, καὶ χρησιμοποιοῦν τὴν ἀναλογικὴ συσχέτιση ὄντων καὶ Εἶναι προκειμένου νὰ προσδιορίσουν τὸ Εἶναι μὲ ἀφετηρία τὰ ὄντα, νὰ φτάσουν στη γνώση τοῦ Δημιουργοῦ (τοῦ ὄντως Ὄντος), μέσω τῆς γνώσης τῶν δημιουργημάτων.

Κατὰ τοὺς σχολαστικούς, ὁ κόσμος ὡς δημιούργημα έχει ἀνάλογον ὁμοιότητα πρὸς τὸν Δημιουργό, ὁμοιότητα ποὺ προϋποθέτει καὶ ἀναλογικὴ ἀνομοιότητα. Ό,τι ὀνομάζουμε «ὑπερβατικότητα» τοῦ Θεοῦ, εἶναι μιὰ «ὑπέρβαση» τῶν κατηγοριῶν ποὺ προσδιορίζουν τὴ φυσική πραγματικότητα, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ὑπέρβαση προϋποθέτει μιὰν ἀναλογικὴ ὁπωσδήποτε ἀνομοιότητα Θεοῦ καὶ κόσμου. Η τέταρτη σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ (1215) υἱοθέτησε καὶ ἐπισημοποίησε τὴ διατύπωση ὅτι ἀνάμεσα στὸν Δημιουργὸ καὶ στὰ δημιουργήματα δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσδιοριστεῖ μιὰ σημαντικὴ ὁμοιότητα, χωρὶς νὰ προϋποτίθεται μιὰ ἀκόμα μεγαλύτερη ἀνομοιότητα (: Quia inter creatorem et creaturam non potest similitudo notari, quin inter eos maior sit dissimilitudo notanda)71. Ἔτσι, ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναλογίας ἐπιτρέπει στοὺς σχολαστικοὺς νὰ προσδιορίζουν τὴν ἀνομοιότητα ὡς ποσοτικὴ ἀρνητικὴ διαφορὰ πρὸς τὴν ἀναλογικὴ ὁμοιότητα, ἑπομένως ὡς μέγεθος αναλογικὰ κατανοητό.

Σημειώσεις

66. Βλ. ὑποσημείωση 4. – Γιὰ τὸ κατὰ πόσο οἱ ᾿Αρεοπαγιτικές Συγγραφὲς συνοψίζουν καὶ ἐκφράζουν τὴ σύνολη προγενέστερή τους πατερική Παράδοση, βλ. Endre V. IVANKA, Plato Christianus - Übernahme und Umgestaltung des Platonismus durch die Väter, Einsiedeln (Johannes-Verlag) 1964, σελ. 225 κ.ε. – W. VÖLKER, Kontemplation und Ekstase bei Pseudo Dionysius Areopagita, Wiesbaden, 1958. – Gerhard PODSKALSKY, Theologie und Philosophie in Byzanz, München (Beck) 1977, όπου τεκμηριώνεται κυρίως ἡ κοινὴ βεβαιότητα τῆς μεταγενέστερης τῶν ᾿Αρεοπαγιτικῶν πατερικῆς γραμματείας γιὰ τὴν κορυφαία θέση τοῦ Διονυσίου στὴ θεολογική Παράδοση τῆς ἀδιαίρετης Εκκλησίας.
67. Τὸ πρόβλημα, λ.χ., τῆς ἀκριβέστερης δυνατῆς χρονολόγησης ἢ τῆς ταυτότητας τοῦ συγγραφέα τῶν ᾿Αρεοπαγιτικῶν, ὅπως καὶ ἡ συστηματικὴ ἀνάλυση τῆς θεματικῆς τους, δὲν εἶναι ἀντικείμενα ποὺ σχετίζονται μὲ τοὺς στόχους αὐτῆς ἐδῶ τῆς συγγραφῆς. ᾿Ανεξάρτητα ἀπὸ τὴ χρονική τους καταγωγή καὶ τὴν πνευματική τους πατρότητα, οἱ ᾿Αρεοπαγιτικές Συγγραφές, στὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία ὡς σήμερα παραδίδονται, συνόψισαν τὶς θέσεις τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης. Αὐτὴ ἡ σύνοψη ἐνδιαφέρει ἐδῶ για τις συνέπειές της στὴ διαμόρφωση μιᾶς διαχρονικῆς θεολογικῆς συνείδησης τοῦ ἀνατολικού χριστιανισμοῦ, καὶ ὄχι ὡς πρόβλημα ἱστορικο-φιλολογικής κριτικής προσέγγισης τῶν ἀρεοπαγιτικῶν κειμένων. Νὰ δοθεῖ ἕνα δείγμα ἢ μέτρο κρίσεως (ἔστω ἀφαιρετικὰ καὶ ὑπαινικτικά) τῶν προϋποθέσεων ἐκείνων ποὺ ἀπέκλεισαν ἀπὸ τὴ θεολογικὴ Παράδοση τῆς ᾿Ανατολῆς τὴν ἐμπλοκὴ στὸν προβληματισμό -κυρίαρχο στη μεσαιωνική Δύση- γιὰ τὴ ratio fide illustrata (intelligentia fidei intellectus fidei), τὸν modus ratiocinativus ή modus argumentativus, ποὺ μὲ τὴν αὐστηρὴ οἰκοδόμηση τοῦ fides-argumentum «ἀναδείχνει» τὴ θεολογία σε scientia - scientia Dei sacra scientia. Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ καὶ τὸ περίφημο «σκάνδαλο» τῶν ᾿Αρεοπαγιτικών Συγγραφῶν, ἡ χρήση νεοπλατωνικῆς ὁρολογίας ἢ καὶ προβληματικῆς ποὺ τόσο ἀπασχόλησε τὴν πλειοψηφία τῶν δυτικῶν μελετητῶν καὶ εὐάριθμους ὀρθοδόξους – δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τεθεῖ ἐδῶ ἐξ ὑπαρχῆς, ὅταν μάλιστα ἔχουν δοθεῖ στὸ θέμα αὐτὸ ἐμπεριστατωμένες ἀπαντήσεις. Καὶ μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὡς ἐπαρκὴ καταρχὴν τὴν ἀπάντηση που διατυπώνει ὁ Vladimir Lossky, στὸ βιβλίο του Théologie mystique de l'Eglise d'Orient, Paris (Aubier) 1944, σελ. 27 κ.ά. καὶ τὴν ἀκόμα ἐκτενέστερη διαπραγμάτευση τοῦ θέματος ἀπὸ τὸν Hugo BALL (ποιητὴ καὶ ζωγράφο, ἱδρυτὴ τοῦ Ντανταϊσμοῦ καὶ ἀργότερα ἐμπνευσμένο μελετητὴ τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης) ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ ὑποδειγματικό μελέτημα Byzantinisches Christentum, μὲ εἰδικὸ κεφάλαιο γιὰ τὸν ᾿Αρεοπαγίτη (Einsiedeln, Benziger-Verlag, 1958, σελ. 65 κ.έ., 80, 106-108). Σίγουρα ὅμως ἡ πληρέστερη ὡς τώρα ἀπὸ ὀρθόδοξη σκοπιά διαπραγμάτευση τῶν σχέσεων τοῦ ᾿Αρεοπαγίτη μὲ τὸν νεοπλατωνισμὸ καὶ εἰδικότερα μὲ τὸν Πρόκλο γίνεται στὴ διατριβὴ τοῦ Λάμπρου ΣΙΑΣΟΥ, Εραστές τῆς ἀλήθειας - Έρευνα στὶς ἀφετηρίες καὶ στὴ συγκρότηση τῆς θεολογικῆς γνωσιολογίας κατὰ τὸν Πρόκλο καὶ τὸν Διονύσιο ᾿Αρεοπαγίτη, Θεσσαλονίκη 1984 (δακτυλογραφ. καὶ δυστυχῶς μὲ τὸ ὀλέθριο γιὰ τὶς συνέπειές του στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα μονοτονικό σύστημα). Νομίζω ὅτι ἡ ἐργασία τοῦ Σιάσου ἀπαντάει μὲ πληρότητα στὸ ἐρώτημα γιὰ τὶς ἐπιδράσεις τοῦ Πρόκλου στὸν ᾿Αρεοπαγίτη καὶ εἶναι ὑπόδειγμα ἐμπεριστατωμένης ἐρμηνευτικῆς, τεκμηριωμένης θεματικῆς ἀνάλυσης καὶ ὡριμότητας κριτηρίων. Τελικά, οἱ ἀπόψεις τῶν ὀρθόδοξων μελετητῶν γιὰ τὶς νεοπλατωνικὲς ἐπιδράσεις στὸν ᾿Αρεοπαγίτη θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν στὴν ἐπιγραμματικὴ διατύπωση τοῦ πρώτου σχολιαστῆ τῶν ἀρεοπαγιτικών συγγραμμάτων, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Τὰ τῶν παρ' Ἕλλησι φιλοσόφων σεμνά μετάγει ἐπὶ τὴν εὐσέβειαν ἀσφαλῶς... τὰς ἐκείνων ὀνοματοποιίας εἰς ὀρθότητα μεταφέρων» (Migne, P.G. 4, 388D-392B).
68. BX. M. SCHMAUS, Katholische Dogmatik, τόμος 1, München 1960, σελ. 306 κ.ε. – Karl BARTH, Die kirchliche Dogmatik, ΙΙ 1, σελ. 390. – Χρ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, Δογματική, ᾿Αθῆναι 1907, σελ. 47 κ.ε. – Π. Ν. ΤΡΕΜΠΈΛΑ, Δογματική, ᾿Αθῆναι («Ζωή») 1959, σελ. 186 κ.ε.
69. Βλ. μιὰ ἐκτενέστερη διαπραγμάτευση στο βιβλίο μου Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως ΙΙΙ 3: Περὶ ἀναλογίας καὶ ἱεραρχίας, ἰδιαίτερα τις §§ 70β καὶ 70γ.
70. Μετὰ τὰ φυσικά Γ2, 1003a, 33.
71. DENZINGER, Enchiridion Symbolorum, σελ. 262 (806).

*Η via triplex (τριπλὴ ὁδὸς γνώσεως)

Η via triplex αποτελεί γνωσιοθεωρητική μέθοδο που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της δυτικής σχολαστικής και νεοσχολαστικής θεολογίας, με σκοπό να διευκρινίσει την αναλογική δυνατότητα γνώσεως του Θεού· δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος νους μπορεί να γνωρίσει κάτι περί της θείας ουσίας, χωρίς ωστόσο να την κατανοήσει πλήρως ή να την εξαντλήσει.

Η τριπλή αυτή οδός γνώσεως περιλαμβάνει τα εξής τρία μέρη:

Via negationis (ἡ ὁδὸς τῆς ἀφαιρέσεως ἢ τῶν ἀρνήσεων):
Πρόκειται για την αποφατική οδό, κατά την οποία αφαιρούνται από τον Θεό όλα τα πεπερασμένα και ατελή χαρακτηριστικά των κτιστών όντων. Ο Θεός δεν είναι υλικός, δεν υπόκειται στον χρόνο, δεν αλλάζει· είναι «ἄπειρος» και «ἀναίτιος». Μέσω της via negationis ο νους προσεγγίζει τον Θεό διά της απογυμνώσεως των ανθρωπομορφικών εννοιών.

Via eminentiae (ἡ ὁδὸς τῆς ὑπεροχῆς):
Μετά την αφαίρεση των περιορισμών, ο νους αναγνωρίζει ότι ό,τι είναι τέλειο στα κτιστά όντα, υπάρχει στον Θεό κατά τρόπο υπερέχοντα, ανώτερο και ασύγκριτο. Έτσι, οι έννοιες της αγαθότητας, σοφίας ή δύναμης, που συναντώνται στα δημιουργήματα, αποδίδονται στον Θεό «κατ’ ἐξοχήν» — δηλαδή, σε ύψιστο και άπειρο βαθμό.

Via causalitatis (affirmationis) (ἡ ὁδὸς τῆς αἰτίας ἢ τῶν καταφάσεων):
Βασίζεται στην αιτιακή σχέση μεταξύ Θεού και κόσμου: ο Θεός γνωρίζεται ως η πρώτη και υπέρτατη αιτία όλων των όντων. Εφόσον κάθε κτιστό φέρει το αποτύπωμα του Δημιουργού του, μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι περί του Θεού μέσω των αποτελεσμάτων του (per effectus). Πρόκειται για την «καταφατική» ή «αιτιώδη» οδό, η οποία συμπληρώνει τις δύο προηγούμενες. Η via triplex διαμορφώνει έτσι ένα ενιαίο σύστημα αναλογικής θεολογίας, μέσα από το οποίο η σχολαστική σκέψη επιχειρεί να συνδυάσει την αποφατική προφύλαξη από την ανθρωπομορφία με τη θετική αναγνώριση της θείας τελειότητας. Η κορύφωση αυτής της μεθόδου απαντά κυρίως στο έργο του Θωμά Ακινάτη (Summa Theologiae, I, q. 12–13).

ΜΑΤΑΙΟΣ ΚΟΠΟΣ. ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΧΩΡΙΣ ΝΟΗΜΑ. Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΚΑΘΙΣΤΑ ΟΛΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ, ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ.
Γιατὶ ὁ λόγος ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ γνώση τῶν θείων εἶναι διπλή· ἡ σχετική, ποὺ βρίσκεται μόνο στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες καὶ ποὺ δὲν ἔχει κατὰ τὴν πράξη μὲ τὴν πείρα αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὴν οἰκονομοῦμε τὴν παρούσα ζωή· καὶ ἡ πραγματικὴ ἀληθινὴ γνώση, ποὺ μὲ τὴν πείρα μόνο κατὰ τὴν πράξη χωρὶς λόγο καὶ ἔννοιες παρέχει ὅλη τὴν αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ, μετέχοντάς το κατὰ χάρη, καὶ μὲ αὐτὴ τὴ γνώση ὑποδεχόμαστε κατὰ τὴ μελλοντικὴ κατάπαυση τὴν πάνω ἀπὸ τὴ φύση θέωση ποὺ πραγματοποιεῖται ἀδιάκοπα.
Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο, λένε οἱ σοφοί, νὰ συνυπάρχουν ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λόγος περὶ Θεοῦ ἢ ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ νόηση γι᾿ Αὐτόν.  Καὶ λόγο περὶ Θεοῦ ἀποκαλῶ τὴν γνωστικὴ θεωρία γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναλογεῖ στὰ ὄντα, αἴσθηση τὴν μεθεκτικὴ πείρα τῶν πέρα ἀπὸ τὴ φύση ἀγαθῶν, καὶ νόηση τὴν ἁπλὴ καὶ ἑνιαία γνώση περὶ Θεοῦ μέσῳ τῶν ὄντων. Τὸ ἴδιο ἴσως μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ καὶ σὲ κάθε ἄλλο πράγμα, ἂν ἡ ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος σταματᾶ τὸ λόγο γι᾿ αὐτὸν καὶ ἡ αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ πράγματος κάνει ἀργὴ τὴν νόηση περὶ αὐτοῦ. [Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΜΟΥ] Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: