Συνέχεια από Σάββατο 29 Μαρτίου 2025
MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
DER WANDEL VOM SEELENORGAN ZUM GEHIRN – Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΕ ΕΓΚΕΦΑΛΟ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ «ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ» ΣΤΟΝ 17ΟΝ ΚΑΙ 18ΟΝ ΑΙΩΝΑ…
Ο ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΟΣ ΔΥΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ…
Οι άνθρωποι διέθεταν ήδη στην αρχαιότητα, αλλά και στον Μεσαίωνα, ανατομικές γνώσεις για τον εγκέφαλο, εξηγούσαν τις φυσιολογικές εγκεφαλικές λειτουργίες ως τη ροή ενός πνεύματος ή και ζωϊκού πνεύματος (Pneuma ή Spiritus animalis) και συμπεριελάμβαναν ακόμα και τους συλλογισμούς αυτής τής μυστηριώδους ουσίας σε μιαν υπάρχουσα σχέση μεταξύ ψυχικών δυνατοτήτων και εγκεφάλου. Το «πνεύμα» κατανοείτο ως ένα υλικό, έστω και πολύ λεπτό και παροδικό μέσον, το οποίο και μετέφερε τις αισθητικές εντυπώσεις απ’ τα αισθητήρια μέσω τού νευρικού συστήματος στον «κοινό νου» (sensus communis). Εν σχέσει προς τις πνευματικές δυνατότητες, όπως την αντίληψη, τη λογική, τη φαντασία και τη μνήμη (sensus communis, ratio, imaginatio vel fantasia, memoria)επεκράτησε, μέχρι και τη σύγχρονη εποχή, μια ούτως ονομαζόμενη «διδασκαλία των κοιλιών», που ξεκινούσε απ’ την πεποίθηση ότι αυτές οι δυνατότητες εντοπίζονται σε φυσαλοειδείς εγκεφαλικές αίθουσες ή κοιλότητες (κοιλίες) στην ανθρώπινη κεφαλή. Μπορούμε με βεβαιότητα να θεωρήσουμε, ότι αυτές οι εγκεφαλικές «κοιλίες» ήταν γνωστές τόσο στην αρχαία ανατομία όσο και στον Μεσαίωνα, χωρίς να συμπεραίνουμε ωστόσο αναγκαστικά, ότι εθεωρούντο πάντα και ως η ίδια ακριβώς και ταυτόσημη γνώση. Ενώ δηλ. η διδασκαλία περί «κοιλιών» είχε το «προτέρημα», να ενσωματώνη διάφορα ψυχικά φαινόμενα σ’ ένα ενιαίο ερμηνευτικό μοντέλο, και μπορούσε να ερμηνεύση επίσης κάποιες φορές και πνευματικά εξαιρετικά φαινόμενα σε περίπτωση εγκεφαλικών βλαβών, δεν προωθούσε οπωσδήποτε και το ενδιαφέρον για την ανατομία τού εγκεφάλου. Δεν είναι άρα καθόλου συμπτωματικό το ότι η κριτική σ’ αυτή τη διδασκαλία συμβαδίζει κατά την όψιμη Αναγέννηση με τις απαρχές τής σύγχρονης, σχετικής ανατομίας.
Πέρα όμως κι απ’ αυτό, ο εντοπισμός τών γνωστικών πνευματικών δυνατοτήτων και ιδιοτήτων στις «κοιλίες», (εξαιρουμένων τών συγκινήσεων και των «εξάψεων») δεν ταυτίζεται κατά κανέναν τρόπο με έναν (αντίστοιχο) εντοπισμό τής ψυχής ως αρχής τής ζωής ή ως «ηγεμονικού» (Hegemonikon), το οποίον και εδράζεται στην καρδιά κατά την αριστοτελική, στον δε εγκέφαλο(νού) κατά την πλατωνική παράδοση (( ; )) . Είναι στις αρχές τού 16ου αιώνα που αρχίζει να επιβάλλεται η ιδέα μιας ταυτίσεως της ψυχής με τις ικανότητές της. Με τον Καρτέσιο φτάνει αυτή η εξέλιξη σε μια κορύφωση, που δηλώνει ταυτόχρονα κι ένα καινούργιο ξεκίνημα, καθώς ο Καρτέσιος καθιστά προβληματική τη σχέση σώματος-ψυχής με μιαν άγνωστη μέχρι τότε οξύτητα. Η φιλοσοφική προϋπόθεση γι’ αυτή τη «στροφή» είναι ως γνωστόν η γνωσιο-θεωρητική διάκριση μεταξύ μιας άυλης res cogitans (ψυχή) και μιας υλικής res extensa (σώμα), που πρέπει να θεωρούνται ως απολύτως αυτόνομες και συνενούμενες αναμεταξύ τους μόνο στον άνθρωπο. Ως δεύτερη δε προϋπόθεση χρειάζεται εδώ μια μηχανιστική θεωρία τής σωματικής λειτουργίας, κατά την οποίαν ο Καρτέσιος ξεκινά απ’ την «πεποίθηση», ότι οι οργανικές λειτουργίες συντελούνται με τους ίδιους κανόνες όπως και οι ανόργανες. Κατά δε τρίτον, αποδέχεται εδώ τελικά ο Καρτέσιος και μιαν αλληλεπίδραση των δύο τόσο διαφορετικών κατά το είδος τους ουσιών, η οποία και συνιστά την αφετηρία – όσον αφορά στον άνθρωπο – της θεωρίας του για την εγκεφαλική λειτουργία.
Πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο αναπτύσσει ο Καρτέσιος δύο οριστικές για την ψυχοφυσιολογία του μέγιστες αρχές: απ’ τη μια, πρέπει να αποδεχθούμε μιαν αναγκαία συνάρτηση μεταξύ άυλου και αμέριστου της ψυχής· κι απ’ την άλλη – και επεκτείνει εδώ στην ύλη την ιδέα τής ενότητας της ψυχής –, πρέπει να αναζητηθή ένας τόπος αλληλεπίδρασης, ο οποίος και υφίσταται μόνο μια φορά στον εγκέφαλο, που σημαίνει ότι αναζητούνται μόνο τέτοιες «δομές», που δεν υφίστανται και στα δυό εγκεφαλικά ημισφαίρια, δυό φορές. Ο δε Καρτέσιος υποστηρίζει αυτό το επιχείρημά του με το ενιαίο τής αντίληψης, καθώς για τη φυσιολογία τών αισθήσεων υπήρξε πάντοτε ένα πρόβλημα το πού και το πώς συνδέονται σε μιαν εικόνα ή έναν ήχο οι αισθήσεις απ’ τα δυό μάτια ή τα δυό αυτιά. Η πιο σημαντική συνέπεια απ’ όλες αυτές τις καρτεσιανές «θεωρήσεις» συνίσταται κατ’ αρχάς στο ότι δεν μπορεί να εκληφθή (πλέον) ολόκληρος ο εγκέφαλος ως όργανο της ψυχής, εφ’ όσον αποτελείται από δύο, όχι εντελώς ταυτόσημα ημισφαίρια.
Στο σημείο αυτό προστίθεται κι ένα ακόμα ανατομικο-φυσιολογικό επιχείρημα. Όπως ήδη ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, του οποίου οι στοχασμοί παρέμεναν ωστόσο «κρυμμένοι» απ’ τους μεταγενέστερους μέχρι και τον 18ον αιώνα, θεωρεί και ο Καρτέσιος το σημείο συγκέντρωσης των προσαγωγικών (αισθητηριακών) και απαγωγικών (κινητηρίων) νευρικών διαδρομών ως όργανο της ψυχής. Η αποδοχή ενός αισθητηριο-κινητηριακού σημείου μετατροπής ήταν μια πιθανή ερμηνεία τής καθημερινής εμπειρίας, όπου σ’ ένα ερέθισμα ακολουθεί μια αντίδραση και σε μια παρατήρηση μια ενέργεια ή πράξη. Ο Καρτέσιος αποσκοπούσε βέβαια με τη θεωρία του περί «ψυχικού οργάνου» σε κάτι περισσότερο απ’ το να δώση απλώς μιαν ανατομικά θεμελιωμένη απάντηση σε συγκεκριμένα αισθητικο-φυσιολογικά προβλήματα, καθώς όμως προσδιόριζε το αισθητηριο-κινητηριακό σημείο μετατροπής ως τον κύριο τόπο αλληλεπίδρασης σώματος και ψυχής, πρόσεχε (ταυτόχρονα) να μην αναφερθή σε μια πραγματική καθέδρα τής ψυχής. Εφ’ όσον γινόταν αποδεκτό, ότι ήταν άυλη η ψυχή, πιστοποιείτο εκ των προτέρων το αδύνατο να της αποδοθή και ένας μορφολογικά αντιληπτός «τόπος διαμονής». Ο Καρτέσιος μιλά κατά συνέπεια για μια διαμοιρασμένη σε όλο το σώμα παρουσία τής ψυχής, που ανέπτυσσε ωστόσο στο εγκεφαλικό κωνάριο (την επίφυση), ως αισθητικο-κινητικό σημείο μετατροπής ή Sensus communis («κοινή αίσθηση»), τη βασική της ενέργεια.
( συνεχίζεται )
Η ιστορία τού «ψυχικού οργάνου» εξελίσσεται απ’ τα μέσα τού 17ου μέχρι και τα τέλη τού 18ου αιώνα. Ξεκινά με τον φιλοσοφικό δυαλισμό σώματος και ψυχής τού Καρτέσιου, ο οποίος και παραμένει ενεργός, παρ’ όλες τις ποικίλες αμφισβητήσεις τών «ανεπίδεκτων πλαισίων αναφοράς», για όλο αυτό το χρονικό διάστημα· για να απομείνη στο τέλος μια ασαφής μάλλον, ερμηνευμένη κατά διαφόρους τρόπους, αντίληψη του «ψυχικού οργάνου», που η μοναδική της πλέον ισχύς είναι να αποδίδη ένα κοινό σημείο αναφοράς στην ιατρική και τη φιλοσοφία. Πιστεύοντας πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα εμποδιζόταν η διάσπαση της γνώσης για τον άνθρωπο. Ένας κίνδυνος που απειλούσε λόγω τής εγκαθιδρύσεως των «επιστημών τής ζωής» στο δεύτερο μισό τού 18ου αιώνα, οι οποίες δεν σταματούσαν ούτε μπροστά στον άνθρωπο. Το τέλος τού «ψυχικού οργάνου» συνδέεται λοιπόν άμεσα με την καινοφανή συζήτηση περί ανθρώπου, όπου δεν επρόκειτο πια για τον μεταφυσικό και θεολογικό προσδιορισμό του, αλλά για τα κοινά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του απέναντι στα (άλογα) ζώα, για ανθρώπους πέρα απ’ την ευρωπαϊκή ήπειρο και για τη θέση του ως καθημερινό όν με (τους δικούς του) τρόπους συμπεριφοράς, τα πάθη και τα αισθήματά του. Και παρ’ όλο που οι περιοχές αυτές απομακρύνονταν από το 1800 όλο και περισσότερο αναμεταξύ τους – ο άνθρωπος ως φυσική από τη μια και ως κοινωνική από την άλλην ύπαρξη –, δεν είχαν ακόμα, ως τις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες τού 18ου αιώνα, ανατεθή σε συγκεκριμένη η κάθε μια ειδικότητα και επιστήμη. Η ιατρική και η ανθρωπολογία, η εμπειρική περί ψυχής γνώση και η φιλολογία-λογοτεχνία, η φιλοσοφία και η ιστορία συμμετείχαν στην προσπάθεια, να ερευνηθή εμπειρικά η πνευματική ζωή τού ανθρώπου. Όσο κι αν επιθυμούσε ωστόσο να απομακρυνθή η παρατηρούσα λογική απ’ την καρτεσιανή ανθρώπινη εικόνα και το καρτεσιανό Εγώ, το «ψυχικό όργανο» παρέμενε το υλικό υπόβαθρο της συνέργειας σώματος και πνεύματος, η επονομαζόμενη commercium mentis et corporis (συναλλαγή διανοίας και σώματος). Γύρω απ’ αυτή τη φράση συγκεντρωνόταν λοιπόν τότε το συνολικό ενδιαφέρον για την εξερεύνηση του «όλου ανθρώπου». Και θα ήθελα να περιγράψω τώρα σύντομα εκείνες τις συνθήκες (τις συνάφειες), που υπήρξαν καταστατικές για την εγκεφαλική έρευνα εκείνα τα 150 χρόνια.
Οι άνθρωποι διέθεταν ήδη στην αρχαιότητα, αλλά και στον Μεσαίωνα, ανατομικές γνώσεις για τον εγκέφαλο, εξηγούσαν τις φυσιολογικές εγκεφαλικές λειτουργίες ως τη ροή ενός πνεύματος ή και ζωϊκού πνεύματος (Pneuma ή Spiritus animalis) και συμπεριελάμβαναν ακόμα και τους συλλογισμούς αυτής τής μυστηριώδους ουσίας σε μιαν υπάρχουσα σχέση μεταξύ ψυχικών δυνατοτήτων και εγκεφάλου. Το «πνεύμα» κατανοείτο ως ένα υλικό, έστω και πολύ λεπτό και παροδικό μέσον, το οποίο και μετέφερε τις αισθητικές εντυπώσεις απ’ τα αισθητήρια μέσω τού νευρικού συστήματος στον «κοινό νου» (sensus communis). Εν σχέσει προς τις πνευματικές δυνατότητες, όπως την αντίληψη, τη λογική, τη φαντασία και τη μνήμη (sensus communis, ratio, imaginatio vel fantasia, memoria)επεκράτησε, μέχρι και τη σύγχρονη εποχή, μια ούτως ονομαζόμενη «διδασκαλία των κοιλιών», που ξεκινούσε απ’ την πεποίθηση ότι αυτές οι δυνατότητες εντοπίζονται σε φυσαλοειδείς εγκεφαλικές αίθουσες ή κοιλότητες (κοιλίες) στην ανθρώπινη κεφαλή. Μπορούμε με βεβαιότητα να θεωρήσουμε, ότι αυτές οι εγκεφαλικές «κοιλίες» ήταν γνωστές τόσο στην αρχαία ανατομία όσο και στον Μεσαίωνα, χωρίς να συμπεραίνουμε ωστόσο αναγκαστικά, ότι εθεωρούντο πάντα και ως η ίδια ακριβώς και ταυτόσημη γνώση. Ενώ δηλ. η διδασκαλία περί «κοιλιών» είχε το «προτέρημα», να ενσωματώνη διάφορα ψυχικά φαινόμενα σ’ ένα ενιαίο ερμηνευτικό μοντέλο, και μπορούσε να ερμηνεύση επίσης κάποιες φορές και πνευματικά εξαιρετικά φαινόμενα σε περίπτωση εγκεφαλικών βλαβών, δεν προωθούσε οπωσδήποτε και το ενδιαφέρον για την ανατομία τού εγκεφάλου. Δεν είναι άρα καθόλου συμπτωματικό το ότι η κριτική σ’ αυτή τη διδασκαλία συμβαδίζει κατά την όψιμη Αναγέννηση με τις απαρχές τής σύγχρονης, σχετικής ανατομίας.
Πέρα όμως κι απ’ αυτό, ο εντοπισμός τών γνωστικών πνευματικών δυνατοτήτων και ιδιοτήτων στις «κοιλίες», (εξαιρουμένων τών συγκινήσεων και των «εξάψεων») δεν ταυτίζεται κατά κανέναν τρόπο με έναν (αντίστοιχο) εντοπισμό τής ψυχής ως αρχής τής ζωής ή ως «ηγεμονικού» (Hegemonikon), το οποίον και εδράζεται στην καρδιά κατά την αριστοτελική, στον δε εγκέφαλο(νού) κατά την πλατωνική παράδοση (( ; )) . Είναι στις αρχές τού 16ου αιώνα που αρχίζει να επιβάλλεται η ιδέα μιας ταυτίσεως της ψυχής με τις ικανότητές της. Με τον Καρτέσιο φτάνει αυτή η εξέλιξη σε μια κορύφωση, που δηλώνει ταυτόχρονα κι ένα καινούργιο ξεκίνημα, καθώς ο Καρτέσιος καθιστά προβληματική τη σχέση σώματος-ψυχής με μιαν άγνωστη μέχρι τότε οξύτητα. Η φιλοσοφική προϋπόθεση γι’ αυτή τη «στροφή» είναι ως γνωστόν η γνωσιο-θεωρητική διάκριση μεταξύ μιας άυλης res cogitans (ψυχή) και μιας υλικής res extensa (σώμα), που πρέπει να θεωρούνται ως απολύτως αυτόνομες και συνενούμενες αναμεταξύ τους μόνο στον άνθρωπο. Ως δεύτερη δε προϋπόθεση χρειάζεται εδώ μια μηχανιστική θεωρία τής σωματικής λειτουργίας, κατά την οποίαν ο Καρτέσιος ξεκινά απ’ την «πεποίθηση», ότι οι οργανικές λειτουργίες συντελούνται με τους ίδιους κανόνες όπως και οι ανόργανες. Κατά δε τρίτον, αποδέχεται εδώ τελικά ο Καρτέσιος και μιαν αλληλεπίδραση των δύο τόσο διαφορετικών κατά το είδος τους ουσιών, η οποία και συνιστά την αφετηρία – όσον αφορά στον άνθρωπο – της θεωρίας του για την εγκεφαλική λειτουργία.
Πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο αναπτύσσει ο Καρτέσιος δύο οριστικές για την ψυχοφυσιολογία του μέγιστες αρχές: απ’ τη μια, πρέπει να αποδεχθούμε μιαν αναγκαία συνάρτηση μεταξύ άυλου και αμέριστου της ψυχής· κι απ’ την άλλη – και επεκτείνει εδώ στην ύλη την ιδέα τής ενότητας της ψυχής –, πρέπει να αναζητηθή ένας τόπος αλληλεπίδρασης, ο οποίος και υφίσταται μόνο μια φορά στον εγκέφαλο, που σημαίνει ότι αναζητούνται μόνο τέτοιες «δομές», που δεν υφίστανται και στα δυό εγκεφαλικά ημισφαίρια, δυό φορές. Ο δε Καρτέσιος υποστηρίζει αυτό το επιχείρημά του με το ενιαίο τής αντίληψης, καθώς για τη φυσιολογία τών αισθήσεων υπήρξε πάντοτε ένα πρόβλημα το πού και το πώς συνδέονται σε μιαν εικόνα ή έναν ήχο οι αισθήσεις απ’ τα δυό μάτια ή τα δυό αυτιά. Η πιο σημαντική συνέπεια απ’ όλες αυτές τις καρτεσιανές «θεωρήσεις» συνίσταται κατ’ αρχάς στο ότι δεν μπορεί να εκληφθή (πλέον) ολόκληρος ο εγκέφαλος ως όργανο της ψυχής, εφ’ όσον αποτελείται από δύο, όχι εντελώς ταυτόσημα ημισφαίρια.
Στο σημείο αυτό προστίθεται κι ένα ακόμα ανατομικο-φυσιολογικό επιχείρημα. Όπως ήδη ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, του οποίου οι στοχασμοί παρέμεναν ωστόσο «κρυμμένοι» απ’ τους μεταγενέστερους μέχρι και τον 18ον αιώνα, θεωρεί και ο Καρτέσιος το σημείο συγκέντρωσης των προσαγωγικών (αισθητηριακών) και απαγωγικών (κινητηρίων) νευρικών διαδρομών ως όργανο της ψυχής. Η αποδοχή ενός αισθητηριο-κινητηριακού σημείου μετατροπής ήταν μια πιθανή ερμηνεία τής καθημερινής εμπειρίας, όπου σ’ ένα ερέθισμα ακολουθεί μια αντίδραση και σε μια παρατήρηση μια ενέργεια ή πράξη. Ο Καρτέσιος αποσκοπούσε βέβαια με τη θεωρία του περί «ψυχικού οργάνου» σε κάτι περισσότερο απ’ το να δώση απλώς μιαν ανατομικά θεμελιωμένη απάντηση σε συγκεκριμένα αισθητικο-φυσιολογικά προβλήματα, καθώς όμως προσδιόριζε το αισθητηριο-κινητηριακό σημείο μετατροπής ως τον κύριο τόπο αλληλεπίδρασης σώματος και ψυχής, πρόσεχε (ταυτόχρονα) να μην αναφερθή σε μια πραγματική καθέδρα τής ψυχής. Εφ’ όσον γινόταν αποδεκτό, ότι ήταν άυλη η ψυχή, πιστοποιείτο εκ των προτέρων το αδύνατο να της αποδοθή και ένας μορφολογικά αντιληπτός «τόπος διαμονής». Ο Καρτέσιος μιλά κατά συνέπεια για μια διαμοιρασμένη σε όλο το σώμα παρουσία τής ψυχής, που ανέπτυσσε ωστόσο στο εγκεφαλικό κωνάριο (την επίφυση), ως αισθητικο-κινητικό σημείο μετατροπής ή Sensus communis («κοινή αίσθηση»), τη βασική της ενέργεια.
( συνεχίζεται )
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΛΟΙΠΟΝ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ! ΑΥΤΟΣ Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ
…Ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ δέ, ὡς ἐν ὀργάνῳ εὑρίσκεται, οὐχί ἡ οὐσία καί ἡ δύναμις τοῦ νοός, ἤτοι τῆς ψυχῆς· ἀλλά μόνη ἡ τοῦ νοός ἐνέργεια, ὡς προείπομεν ἐν τῇ ἀρχῇ, καί ἄφες τούς νεωτέρους φυσικούς καί μεταφυσικούς νά λέγωσιν, ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εὑρίσκεται εἰς τόν ἐγκέφαλον, καί εἰς τό τοῦ ἐγκεφάλου κωνάριον· διότι τοῦτο εἶναι τό ἴδιον, ὡσεί νά εἴπῃ τις, ὅτι ἡ φυτική ψυχή δέν εὑρίσκεται ἀρχικῶς εἰς τήν ρίζαν τοῦ δένδρου, ἀλλά εἰς τόν κλάδον καί εἰς τόν καρπόν1. Τό διδασκαλεῖον τῶν Γραφῶν, καί τῶν ἱερῶν Πατέρων, εἶναι ἀληθέστερον τῶν διδασκαλείων τῶν ἀνθρώπων.
1 Ἔπειτα καί τοῦτο πρέπει νά στοχασθῶμεν· ὅτι πᾶν ἀεικίνητον ᾗ ἀεικίνητον, ἀναλογίαν ἔχει,καί ὁμοιότητα, καί συγγένειαν πρός τό ἀεικίνητον. Ἐπειδή δέ ἡ καρδία, καί τό ἐν τῇ καρδίᾳ ἀπειλικρινημένον πνεῦμα, ἀεικίνητόν ἐστιν, ἄρα καί ἡ ἀεικίνητος ψυχή, ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ νά εὑρίσκηται κατ’ οὐσίαν καί δύναμιν, καί ἀκόλουθον, καί εὔλογόν ἐστι, μᾶλλον, ἤ νά εὑρίσκηται ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ. Ὅτι μέν οὖν ἡ καρδία ἐστίν ἀεικίνητος, πρόδηλον.
α) διότι αὕτη ἀφ’οὗ πλασθῇ, δέν παύει ἀπό τοῦ νά κινῆται, ἕως οὗ νά ἐξέλθῃ ἡ ψυχή ἐκ τοῦ σώματος·
β) ὅτι αὕτη εἶναι πηγή ζωῆς ὅλου τοῦ σώματος διά τῆς κινήσεώς της, καί εὐθύς ὅταν παύσῃ ἡ κίνησις αὐτῆς, παύει καί ἡ ζωή τοῦ σώματος· μᾶλλον δέ ἡ ψυχή ἡ ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ οὖσα ἐνιδρυμένη, διά τῆς κινήσεως τῆς καρδίας ἐνεργεῖ, μεταδίδουσα τήν ζωήν εἰς ὅλον τό σῶμα καί τοῦτο ζωοποιοῦσα, κατά τόν μέγαν Βασίλειον λέγοντα· «Τήν ζωτικήν δύναμιν, ἐπεί συγκέκραται τῷ σώματι ἡ ψυχή φυσικῶς διά τήν εὐκρασίαν, καί οὐκ ἐκ προαιρέσεως χορηγεῖ». (Διαταξ. ἀσκητικῇ β) Καί
γ) ὅτι τῶν ἄλλων μελῶν, καί μερῶν τοῦ σώματος ἠρεμούντων πολλάκις καί ἀκινητούντων, καθώς μάλιστα συμβαίνει ἐν τοῖς ὕπνοις, καί ὕπνοις βαθυτάτοις, καί ἀφαντάστοις, ἡ καρδία μόνη δέν ἠρεμεῖ, ἀλλά πάντοτε κινεῖται καί ἀγρυπνεῖ, ὡσεί νά προφυλάττῃ αὕτη ὅλα τά λοιπά μέλη τοῦ σώματος, ἅπερ τότε ἡσυχάζουσι, καί ἀναπαύονται· καί τοῦτο ἐστί τό γεγραμμένον ἐν τῷ Ἄσματι· «Ἐγώ καθεύδω, καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». (Ἆσμα ε΄ 2) ἄν καί τό ρητόν αὐτό τροπολογικῶς ἑρμηνεύεται ὑπό τῶν θείων Πατέρων, διά τήν τελείαν, καί ὑπό τοῦ θείου ἔρωτος κατεχομένην
1 Ἔπειτα καί τοῦτο πρέπει νά στοχασθῶμεν· ὅτι πᾶν ἀεικίνητον ᾗ ἀεικίνητον, ἀναλογίαν ἔχει,καί ὁμοιότητα, καί συγγένειαν πρός τό ἀεικίνητον. Ἐπειδή δέ ἡ καρδία, καί τό ἐν τῇ καρδίᾳ ἀπειλικρινημένον πνεῦμα, ἀεικίνητόν ἐστιν, ἄρα καί ἡ ἀεικίνητος ψυχή, ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ νά εὑρίσκηται κατ’ οὐσίαν καί δύναμιν, καί ἀκόλουθον, καί εὔλογόν ἐστι, μᾶλλον, ἤ νά εὑρίσκηται ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ. Ὅτι μέν οὖν ἡ καρδία ἐστίν ἀεικίνητος, πρόδηλον.
α) διότι αὕτη ἀφ’οὗ πλασθῇ, δέν παύει ἀπό τοῦ νά κινῆται, ἕως οὗ νά ἐξέλθῃ ἡ ψυχή ἐκ τοῦ σώματος·
β) ὅτι αὕτη εἶναι πηγή ζωῆς ὅλου τοῦ σώματος διά τῆς κινήσεώς της, καί εὐθύς ὅταν παύσῃ ἡ κίνησις αὐτῆς, παύει καί ἡ ζωή τοῦ σώματος· μᾶλλον δέ ἡ ψυχή ἡ ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ οὖσα ἐνιδρυμένη, διά τῆς κινήσεως τῆς καρδίας ἐνεργεῖ, μεταδίδουσα τήν ζωήν εἰς ὅλον τό σῶμα καί τοῦτο ζωοποιοῦσα, κατά τόν μέγαν Βασίλειον λέγοντα· «Τήν ζωτικήν δύναμιν, ἐπεί συγκέκραται τῷ σώματι ἡ ψυχή φυσικῶς διά τήν εὐκρασίαν, καί οὐκ ἐκ προαιρέσεως χορηγεῖ». (Διαταξ. ἀσκητικῇ β) Καί
γ) ὅτι τῶν ἄλλων μελῶν, καί μερῶν τοῦ σώματος ἠρεμούντων πολλάκις καί ἀκινητούντων, καθώς μάλιστα συμβαίνει ἐν τοῖς ὕπνοις, καί ὕπνοις βαθυτάτοις, καί ἀφαντάστοις, ἡ καρδία μόνη δέν ἠρεμεῖ, ἀλλά πάντοτε κινεῖται καί ἀγρυπνεῖ, ὡσεί νά προφυλάττῃ αὕτη ὅλα τά λοιπά μέλη τοῦ σώματος, ἅπερ τότε ἡσυχάζουσι, καί ἀναπαύονται· καί τοῦτο ἐστί τό γεγραμμένον ἐν τῷ Ἄσματι· «Ἐγώ καθεύδω, καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». (Ἆσμα ε΄ 2) ἄν καί τό ρητόν αὐτό τροπολογικῶς ἑρμηνεύεται ὑπό τῶν θείων Πατέρων, διά τήν τελείαν, καί ὑπό τοῦ θείου ἔρωτος κατεχομένην
[Στον εγκέφαλο, όπως σε ένα όργανο, δεν βρίσκεται η ουσία και η δύναμη του νου, δηλαδή της ψυχής· αλλά μόνο η ενέργεια του νου, όπως αναφέραμε στην αρχή. Και άφησε τους νεότερους φυσικούς και μεταφυσικούς να λένε ότι η ουσία της ψυχής βρίσκεται στον εγκέφαλο και στο κωνάριο του εγκεφάλου. Διότι αυτό είναι το ίδιο, σαν να λέει κάποιος ότι η ψυχή των φυτών δεν βρίσκεται αρχικά στη ρίζα του δέντρου, αλλά στον κλάδο και στον καρπό. Το διδασκαλείο των Γραφών και των ιερών Πατέρων είναι πιο αληθινό από τα διδασκαλεία των ανθρώπων.
Στη συνέχεια, πρέπει να σκεφτούμε και το εξής: κάθε τι που είναι αιωνίως κινούμενο, επειδή είναι αιωνίως κινούμενο, έχει αναλογία, ομοιότητα και συγγένεια με το αιωνίως κινούμενο. Επειδή, λοιπόν, η καρδιά και το πνεύμα που υπάρχει μέσα στην καρδιά είναι αιώνια κινούμενα, άρα και η αιώνια κινούμενη ψυχή βρίσκεται κατ’ ουσίαν και δύναμιν στην αιωνίως κινούμενη καρδιά, και είναι λογικό και εύλογο ότι βρίσκεται περισσότερο εκεί παρά στον εγκέφαλο. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η καρδιά είναι αιωνίως κινούμενη.
α) Διότι από τη στιγμή που σχηματίζεται, δεν παύει να κινείται έως ότου η ψυχή εξέλθει από το σώμα. β) Διότι αυτή είναι η πηγή της ζωής ολόκληρου του σώματος μέσω της κίνησής της, και μόλις η κίνησή της παύσει, παύει και η ζωή του σώματος. Ακόμη, η ψυχή που είναι εγκατεστημένη στην αιωνίως κινούμενη καρδιά, μέσω της κίνησης της καρδιάς ενεργεί, μεταδίδοντας τη ζωή σε ολόκληρο το σώμα και το ζωογονεί. Όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Η ζωτική δύναμη, επειδή η ψυχή είναι φυσικά ενωμένη με το σώμα μέσω της ισορροπίας, δεν παρέχεται κατ’ επιλογήν». γ) Ενώ τα υπόλοιπα μέλη και μέρη του σώματος πολλές φορές ηρεμούν και ακινητούν, όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου, ιδιαίτερα στους βαθύτερους και πιο ανενόχλητους ύπνους, η καρδιά δεν ησυχάζει ποτέ, αλλά συνεχώς κινείται και αγρυπνά, σαν να προστατεύει όλα τα υπόλοιπα μέλη του σώματος που εκείνη την ώρα αναπαύονται και ηρεμούν. Αυτό είναι το γραμμένο στο Άσμα: «Εγώ κοιμάμαι, και η καρδιά μου αγρυπνά». Αν και αυτό το ρητό ερμηνεύεται αλληγορικά από τους θεϊκούς Πατέρες, αναφέρεται στην τέλεια ψυχή που κατέχεται από τον θεϊκό έρωτα.]
Εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ὁ Γέρων ἀπήντησε:
Συμπάθεια εἶναι τὸ νὰ εὐσπλαγχνισθῇς αὐτόν, ποὺ εὑρέθη εἰς μίαν δυσκολίαν καὶ ἔχει ἀνάγκη τῆς βοηθείας σου.
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θέλει νὰ κάμῃ τὸ ἰδικόν του θέλημα, νὰ μὴ τὸν συμπαθήσῃς.
Ἡ συμπάθεια γεννᾶται εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὅταν ὁ ἴδιος ἐνθυμεῖται διαρκῶς πόσον καὶ ὁ Θεὸς τὸν λυπεῖται καὶ τὸν εὐσπλαγχνίζεται. Ἡ σκέψις αὐτὴ θὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ πλησίον.
~ Ἁγίου Βαρσανουφίου
Ευεργετινός
Τόμος Γ σελ. 629
Συμπάθεια εἶναι τὸ νὰ εὐσπλαγχνισθῇς αὐτόν, ποὺ εὑρέθη εἰς μίαν δυσκολίαν καὶ ἔχει ἀνάγκη τῆς βοηθείας σου.
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θέλει νὰ κάμῃ τὸ ἰδικόν του θέλημα, νὰ μὴ τὸν συμπαθήσῃς.
Ἡ συμπάθεια γεννᾶται εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὅταν ὁ ἴδιος ἐνθυμεῖται διαρκῶς πόσον καὶ ὁ Θεὸς τὸν λυπεῖται καὶ τὸν εὐσπλαγχνίζεται. Ἡ σκέψις αὐτὴ θὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ πλησίον.
~ Ἁγίου Βαρσανουφίου
Ευεργετινός
Τόμος Γ σελ. 629
" Στα αβυσσαλέα βάθη του εαυτού μας, εκεί από όπου πηγάζει και το ίδιο το εγώ, υπάρχει στην πραγματικότητα ο βαθύς εαυτός, η «καρδιά» (βασικότατος φιλοκαλικός όρος), που σημαίνει τον εσώτατο άνθρωπο, εκεί οπού κλίνει τελικά η όλη ηθική υπόσταση του ανθρώπου, η αναφορά του στον Θεό ή το κλείσιμο στον εαυτό, η παράδοσή του στον άλλο ή η φιλαυτία. Και το σπουδαιότερο εδώ είναι το εξής περίεργο, άκρως ενδιαφέρον «ψυχαναλυτικό» φαινόμενο, που κανείς μέχρι τώρα, από όσα γνωρίζω, δεν μελέτησε εμπεριστατωμένα: το ότι δηλαδή η αμαρτία εξελίσσεται σε ολόκληρο εαυτό («παλαιός άνθρωπος»)".
ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ, ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΛΗΘΗΚΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΙ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ Ή ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ. ΤΟΝ ΑΝΗΦΟΡΙΚΟ Ή ΤΟΝ ΚΑΤΗΦΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ..
ΑΠΟ ΕΔΩ ΑΡΧΙΖΕΙ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ, ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΝΗΦΟΡΙΚΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΘΕΑΣ.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Ο ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ.
"διότι ενέβαλε την γνώσι του πρακτέου μέσα στην φύσι μας, ως φιλάγαθος και φιλάνθρωπος που είναι.
Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν"
ΕΔΩ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΒΑΘΕΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
ΤΟ ΕΓΩ ΣΑΝ Ο ΗΝΙΟΧΟΣ ΤΟΥ ΑΡΜΑΤΟΣ ΚΑΤΕΧΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ
ΣΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου