Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Sumphilosophein 30

 Συνέχεια από 6. Οκτωβρίου 2025

SUMPHILOSOPHEIN 30
Του Enrico Berti
ΙΙΙ. Η αληθινή πραγματικότητα

Η διακυβέρνηση της πόλης

2. Ο Ισοκράτης για την Αθήνα, την Κύπρο και την Ελλάδα (συνέχεια)

Εδώ φαίνεται η σύμπτωση ανάμεσα στη πολιτική και την πολιτιστική δέσμευση, που ενώνει τον Ισοκράτη με τον Πλάτωνα, αν και διαφορετική είναι η έννοια του πολιτισμού που οι δύο αυτοί συγγραφείς κατέχουν και που και οι δύο αποκαλούν με το όνομα φιλοσοφία.

Στον λόγο του «Περί Ειρήνης», ο Ισοκράτης είχε αναφερθεί και στην κατάκτηση της Αμφίπολης από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας — που έγινε το 357 π.Χ., παρά την επέμβαση της Αθήνας υπέρ εκείνης της πόλης — δίνοντας κατά κάποιον τρόπο δίκιο στον Φίλιππο, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ισοκράτη, θα είχε λόγο να φοβάται την παρουσία μιας ιμπεριαλιστικής Αθήνας σε μια περιοχή που συνόρευε με το βασίλειό του. Έτσι, ο Ισοκράτης τάχθηκε στο πλευρό του Μακεδόνα, σε αντίθεση με έναν άλλο μεγάλο ρήτορα της Αθήνας, τον Δημοσθένη, που είχε γράψει ή επρόκειτο να γράψει τις περίφημες Φιλιππικές εναντίον του Φιλίππου, και σε ομοιότητα με έναν άλλον ρήτορα, τον Αισχίνη. Αυτό δείχνει πόσο οι ρήτορες έπαιρναν μέρος στην πολιτική ζωή της πόλης τους, αν και δεν προκύπτει ότι ούτε ο Δημοσθένης ούτε ο Αισχίνης είχαν σχέσεις με την Ακαδημία του Πλάτωνα.

Στον Φίλιππο ο Ισοκράτης αφιέρωσε και έναν άλλο λόγο, με τίτλο «Φίλιππος», που δημοσιεύθηκε το 346 π.Χ., δηλαδή ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, όταν ο γηραιός ρήτορας ήταν ήδη 90 ετών. Η Μακεδονία ήταν ένα βασίλειο που οι Έλληνες της εποχής θεωρούσαν κατοικούμενο από βάρβαρους, αλλά υποτελείς σε μια ελληνικής καταγωγής δυναστεία, τους Αργεάδες, απογόνους του Ηρακλή και της πόλης του Άργους. Ένας από τους βασιλείς αυτής της δυναστείας, ο Αμύντας Γ΄ (392–370 π.Χ.), είχε για αρχίατρό του τον Νικόμαχο, πατέρα του Αριστοτέλη. Ο τρίτος από τους γιους του Αμύντα, Φίλιππος Β΄, κατέλαβε τον θρόνο μετά τον θάνατο των δύο μεγαλύτερων αδελφών του, Αλέξανδρου Β΄ και Περδίκκα Γ΄, το 359 π.Χ., αναδιοργάνωσε τον στρατό (με τη διάσημη «φάλαγγα») και έκανε τη Μακεδονία μεγάλη στρατιωτική δύναμη.

Άρχισε μια επεκτατική πολιτική, που περιλάμβανε την κατάληψη της Αμφίπολης το 357, παρά την αθηναϊκή υπεράσπιση της πόλης, την κατάκτηση της Κρηνίδας με τα χρυσωρυχεία της, όπου ίδρυσε την πόλη των Φιλίππων το 356, την κατάληψη των Φερών στη Θεσσαλία το 354, την άλωση της Ολύνθου — επίσης υπερασπιζόμενης από την Αθήνα — το 348, και τελικά την ειρήνη με τους Αθηναίους το 346 (Ειρήνη του Φιλοκράτη), στις διαπραγματεύσεις της οποίας συμμετείχαν και ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης. Με αυτή την ειρήνη αναγνωριζόταν ουσιαστικά η ηγεμονία του Φιλίππου σε όλη την Ελλάδα.

Στον λόγο του αυτό, ο Ισοκράτης ζητεί από τον Φίλιππο να γίνει ο δημιουργός της ενότητας των Ελλήνων και να αναλάβει την ηγεσία μιας εκστρατείας εναντίον των Περσών. Ο Φίλιππος, αντίθετα, το 343 συνήψε συμμαχία με τους Πέρσες, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν ανακαταλάβει την Αίγυπτο, και με αυτήν του αναγνώριζαν ως σφαίρα επιρροής την Ευρώπη και συνεπώς ολόκληρη την Ελλάδα. Αυτή η πολιτική δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την Αθήνα, η οποία, υποκινούμενη από τον Δημοσθένη, έσπασε την ειρήνη με τον Φίλιππο, ηγήθηκε των ελληνικών πόλεων που αντιτάχθηκαν στη μακεδονική επιρροή και μπήκε σε πόλεμο εναντίον του βασιλιά. Όμως στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ., ο Φίλιππος νίκησε τη συμμαχία των ελληνικών πόλεων υπό την ηγεσία της Αθήνας και έγινε κυρίαρχος της Ελλάδας.

Σε αυτή τη μάχη διακρίθηκε, ως διοικητής του ιππικού, ο νεαρός Αλέξανδρος, γιος του Φιλίππου, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα θα συμμετείχε στον θρόνο μαζί με τον πατέρα του και το 334 π.Χ. θα πραγματοποιούσε την εκστρατεία εναντίον των Περσών που ο Ισοκράτης μάταια είχε ζητήσει από τον πατέρα του — εκστρατεία που, όπως είναι γνωστό, ολοκληρώθηκε με την κατάκτηση ολόκληρης της περσικής αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο, που γι’ αυτό ονομάστηκε «ο Μέγας».

Αλλά το ίδιο έτος, 338 π.Χ., ο Ισοκράτης, 98 ετών πλέον, πέθανε. Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, δηλαδή μεταξύ 342 και 339 π.Χ., είχε γράψει τον τελευταίο μεγάλο του λόγο, τον Παναθηναϊκό, όπου εγκωμίαζε την Αθήνα, συγκρίνοντάς την με τη Σπάρτη, και υποστήριζε την ανωτερότητα του παλαιού αθηναϊκού πολιτεύματος έναντι του σπαρτιατικού. Ο μεγάλος ρήτορας συνέχισε έτσι την πολιτική του δράση υπέρ της Αθήνας και της Ελλάδας μέχρι το τέλος της ζωής του, που συνέπεσε με τη στιγμή κατά την οποία οι ελληνικές πόλεις έχαναν οριστικά την αυτονομία τους, αν και πλησίαζε στην πραγμάτωση το μεγάλο του όνειρο: η ήττα των Περσών.

Πρωταγωνιστής αυτής της νέας εποχής επρόκειτο να είναι, μεταξύ των Ακαδημαϊκών, ο Αριστοτέλης, ο οποίος το 343 π.Χ., αφού είχε εγκαταλείψει την Ακαδημία, προσεκλήθη από τον Φίλιππο για να γίνει διδάσκαλος του νεαρού Αλέξανδρου. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, ωστόσο, είχε συμμετάσχει στην πολιτική δράση της Ακαδημίας στην περίοδο πριν από τον θάνατο του Πλάτωνα, και η ίδια η Ακαδημία είχε λάβει θέση — ή μάλλον διαφορετικές θέσεις — απέναντι στον Φίλιππο, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

3. Ο Αριστοτέλης και η Κύπρος

Το 362 π.Χ., έναν χρόνο πριν από το τελευταίο ταξίδι του Πλάτωνα στις Συρακούσες, δόθηκε κοντά στη Μαντίνεια, πόλη της Πελοποννήσου, μια μάχη ανάμεσα σε Σπαρτιάτες και Θηβαίους (οι δεύτεροι υπό την αρχηγία του περίφημου στρατηγού Επαμεινώνδα). Το αποτέλεσμα της μάχης έμεινε αβέβαιο, καθώς τη στιγμή που η νίκη έμοιαζε να ευνοεί τους Θηβαίους, ο Επαμεινώνδας τραυματίστηκε θανάσιμα.

Σε μια σύγκρουση ιππικού που προηγήθηκε της μάχης, σκοτώθηκε κάποιος Γρύλλος, γιος του ιστορικού Ξενοφώντα, ο οποίος, όπως και ο Πλάτων, υπήρξε μαθητής του Σωκράτη και ήταν φανερά φιλολακωνικός. Ο Διογένης Λαέρτιος, στη «Βιογραφία του Ξενοφώντα», αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αναρίθμητοι συγγραφείς (murioi hosoi) έγραψαν εγκώμια και επιτάφιους λόγους για τον Γρύλλο, με σκοπό να ευχαριστήσουν (charizomenoi) τον πατέρα του. Ανάμεσά τους, πάντα σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, ήταν και ο Ισοκράτης.

Επειδή στους αρχαίους καταλόγους των έργων του Αριστοτέλη αναφέρεται, μεταξύ των διαλόγων που εκείνος είχε γράψει για ευρύτερο κοινό και που δεν διασώθηκαν, ένας διάλογος με τίτλο “Γρύλλος” ή “Περί ρητορικής”, στον οποίο, σύμφωνα με μαρτυρία του Κοϊντιλιανού, ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι η ρητορική δεν είναι τέχνη, είναι πολύ πιθανό ότι ο φιλόσοφος έγραψε αυτόν τον διάλογο με αφορμή τον θάνατο του Γρύλλου, κινούμενος από αγανάκτηση για τα υπερβολικά και ανειλικρινή εγκώμια που του απηύθυναν οι Αθηναίοι ρήτορες, και ιδίως ο Ισοκράτης, γνωστός επικριτής και αντίπαλος της Πλατωνικής Ακαδημίας, στην οποία εκείνη την εποχή ανήκε ο Αριστοτέλης.

Η θέση που υποστήριζε στον διάλογο αυτό — ότι η ρητορική δεν είναι τέχνη — πρέπει να αναφερόταν στο είδος ρητορικής που χρησιμοποιούσαν οι κολακευτικοί Αθηναίοι ρήτορες του Γρύλλου, ίσως και ο ίδιος ο Ισοκράτης· δηλαδή μια ρητορική βασισμένη αποκλειστικά στη διέγερση των συναισθημάτων, με χαμηλούς και ανέντιμους σκοπούς.

Έτσι, ο διάλογος του Αριστοτέλη εντάσσεται στην ιστορία της αντιπαλότητας μεταξύ της σχολής του Ισοκράτη και της Πλατωνικής Ακαδημίας, για την οποία ήδη έχουμε μιλήσει, και όχι μόνο μαρτυρεί τη συμμετοχή του Αριστοτέλη σε αυτήν την πολεμική, αλλά αποτελεί και εκείνο που πρέπει να θεωρηθεί ως το λογοτεχνικό του ντεμπούτο.

Την εποχή εκείνη, πράγματι, ο Αριστοτέλης ήταν μόλις 22 ετών και είχε εισέλθει στην Ακαδημία μόλις πριν από πέντε χρόνια· επομένως είχε μόλις ολοκληρώσει, ή ίσως δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει, τη μόρφωσή του στη διαλεκτική. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να αρχίσει να γράφει, με τη λογοτεχνική μορφή που είχε χρησιμοποιήσει και ο δάσκαλός του, δηλαδή τον διάλογο, πολεμώντας — πιθανότατα με νεανικό πάθος — τον πιο διάσημο ρήτορα της εποχής, τον επικεφαλής της αντίπαλης σχολής, και αρνούμενος μάλιστα ότι η επιστήμη που αυτός δίδασκε, δηλαδή η ρητορική, ήταν τέχνη, δηλαδή τεχνική άξια να διδαχθεί.

Αν ο διάλογος αυτός αποτελούσε ξεκάθαρη μίμηση των πλατωνικών διαλόγων, και η θέση που υπερασπιζόταν εκεί ήταν επανάληψη όσων είχε υποστηρίξει ο Πλάτων στον «Γοργία», δηλαδή ότι η ρητορική δεν είναι παρά κολακεία και ότι βρίσκεται, σε σχέση με τη διαλεκτική, δηλαδή τη φιλοσοφία, στην ίδια αναλογία που βρίσκεται η μαγειρική — απλό όργανο της ηδονής — με την ιατρική, την αληθινή τέχνη της υγείας.

Στην πραγματικότητα, όμως, ο Πλάτων είχε μετριάσει τη στάση του απέναντι στη ρητορική, και συνεπώς απέναντι και στον Ισοκράτη, σε σχέση με εκείνη που είχε τηρήσει στον «Γοργία». Από τον «Φαίδρο», διάλογο σίγουρα μεταγενέστερο του “Γοργία” και πιθανότατα προγενέστερο του “Γρύλλου” του Αριστοτέλη, προκύπτει ότι ο Πλάτων αναγνώριζε και ένα άλλο είδος ρητορικής, διαφορετικό από εκείνο που είχε επικρίνει στον «Γοργία»· μια ρητορική θεμελιωμένη στη διαλεκτική, δηλαδή στη γνώση της αλήθειας, και επομένως χρήσιμη σε όποιον γνωρίζει το αληθές, ώστε να μπορεί να πείθει τους άλλους γι’ αυτό.

Η αναφορά σε αυτό το διαφορετικό είδος ρητορικής δεν μπορούσε να μην φέρει στον νου τον Ισοκράτη, και πράγματι, στον «Φαίδρο» ο Πλάτων τον μνημονεύει και, ως απάντηση στην ερώτηση του Φαίδρου για το πώς θα έπρεπε να ονομαστεί η δραστηριότητα του Ισοκράτη, βάζει τον Σωκράτη να λέει:

«Ο Ισοκράτης είναι ακόμη νέος, ω Φαίδρε. Μα θέλω να σου πω ποιο μέλλον του προφητεύω. — Ποιο λοιπόν; — Μου φαίνεται ότι η φύση του είναι υπερβολικά μεγάλη για να κριθεί με το μέτρο των λόγων που γράφει ο Λυσίας, και έχει επιπλέον έναν χαρακτήρα ευγενέστερης μετριοπάθειας· έτσι ώστε δεν θα υπάρξει λόγος να απορούμε αν, προχωρώντας με τα χρόνια, στο είδος των λόγων με το οποίο τώρα ασχολείται, αφήσει πολύ πίσω του όλους όσοι ως τώρα έχουν ασκηθεί στη ρητορική· και αν, όταν αυτό δεν του αρκεί, μια θεϊκότερη ορμή τον παρασύρει σε πράγματα ακόμη υψηλότερα· γιατί υπάρχει στην ψυχή αυτού του ανθρώπου, αγαπητέ μου, ένα έμφυτο αίσθημα φιλοσοφίας (τις φιλοσοφία).»

Η αναφορά στην πρόοδο που ο Ισοκράτης είχε σημειώσει σε σχέση με τον Λυσία προφανώς σχετίζεται με το γεγονός ότι, με την ίδρυση της σχολής του ρητορικής, ο Ισοκράτης έπαψε να είναι λογογράφος, δηλαδή να γράφει λόγους για δικαστικές αγορεύσεις, και υιοθέτησε ένα ευγενέστερο είδος ρητορικής.

Η αναγνώριση, εξάλλου, ότι ο Ισοκράτης κατείχε “κάποια φιλοσοφία” (τις φιλοσοφία), μπορεί να υπονοεί είτε ότι ο ίδιος ονόμαζε “φιλοσοφία” τη ρητορική του, είτε ότι η διδασκαλία του περιείχε έναν πυρήνα αλήθειας, δηλαδή έναν προσανατολισμό κοινό με εκείνον του Πλάτωνα· για παράδειγμα, στην έκκλησή του προς όλους τους Έλληνες για ενότητα εναντίον των βαρβάρων (στον «Πανηγυρικό»), ή στις συμβουλές του για σύνεση προς τους ηγεμόνες (στους λόγους προς τον Νικοκλή της Κύπρου), ή αργότερα, στην επιθυμία του για αναβάθμιση του Αρείου Πάγου (στον «Αρεοπαγιτικό»).

Απ’ όλα αυτά, ο Αριστοτέλης στον “Γρύλλο” φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη τίποτε, εμφανιζόμενος αυστηρότερος απέναντι στον Ισοκράτη ακόμη και από τον ίδιο τον Πλάτωνα — όπως συχνά συμβαίνει με τους νέους μαθητές, που είναι πιο αδιάλλακτοι και δογματικοί από τον δάσκαλό τους.

Ωστόσο, η συγγραφή ενός διαλόγου για τη ρητορική πρέπει να τράβηξε την προσοχή του Πλάτωνα προς τον μαθητή του· γιατί πιθανότατα λίγο αργότερα, δηλαδή όσο ακόμη ο Αριστοτέλης ανήκε στην Ακαδημία, ο Πλάτων του ανέθεσε να διδάξει ένα μάθημα ρητορικής μέσα στη σχολή του.

Η ύπαρξη αυτού του μαθήματος μαρτυρείται από αρχαίους συγγραφείς, όπως ο επικούρειος Φιλόδημος από τα Γάδαρα, που έζησε στην Ηράκλεια της Ιταλίας τον 1ο αιώνα π.Χ., και ο ίδιος ο Κικέρων, ο οποίος έζησε την ίδια εποχή.

Φαίνεται, μάλιστα, ότι η μαρτυρία του Φιλόδημου ανάγεται στον ίδιο τον δάσκαλό του, Επίκουρο, ο οποίος έζησε και δίδαξε στην Αθήνα λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη.

Πράγματι, σύμφωνα με όσα γράφει ο Φιλόδημος στο έργο του «Περί Ρητορικής» (De rhetorica), που διασώθηκε σε πάπυρο της Ηράκλειας.

Ορισμένοι, πράγματι, αναφέρουν ότι ο Αριστοτέλης δίδασκε το απόγευμα, αφού προηγουμένως είχε δηλώσει:
«Είναι αισχρό να σωπαίνει κανείς και να αφήνει να μιλά ο Ισοκράτης».

Οι «ορισμένοι» αυτοί είναι, σύμφωνα με τη γνώμη των μελετητών, ο Επίκουρος, ο οποίος αναφέρεται ρητά από τον Φιλόδημο λίγο παρακάτω· επομένως πρόκειται για πηγή αθηναϊκή, σχεδόν σύγχρονη του Αριστοτέλη, και άρα καλά πληροφορημένη για όσα εκείνος έκανε στην Αθήνα.

Το μάθημα που δίδασκε ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε να είναι άλλο παρά η ρητορική, γιατί μόνο με τη διδασκαλία της μπορούσε να ανταγωνιστεί τον Ισοκράτη.
Το ότι δίδασκε το απόγευμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά αποτελεί λεπτομέρεια που δείχνει τον βαθμό ακριβείας των πληροφοριών του Φιλόδημου (πιθανότατα το πρωινό ήταν αφιερωμένο στα μαθήματα του Πλάτωνα ή στους κοινούς διαλόγους).

Και το γεγονός ότι άρχιζε τη διδασκαλία του με μια πολεμική κατά του Ισοκράτη, πράγμα που σημαίνει ότι ο Ισοκράτης ήταν ακόμη ενεργός, αποδεικνύει ότι αυτό το μάθημα δεν μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί παρά μόνο την εποχή που ο Αριστοτέλης βρισκόταν ακόμη στην Ακαδημία· γιατί η επόμενη περίοδος διδασκαλίας του Αριστοτέλη, στο Λύκειο, άρχισε με την επιστροφή του στην Αθήνα το 334 π.Χ., ενώ ο Ισοκράτης είχε πεθάνει το 338.

Η φράση του Αριστοτέλη που παραθέτει ο Φιλόδημος είναι παράφραση ενός στίχου από τον “Φιλοκτήτη” του Ευριπίδη:
«Είναι αισχρό να σωπαίνει κανείς και να αφήνει να μιλούν οι βάρβαροι».

Η είδηση που παραδίδει ο Φιλόδημος επιβεβαιώνεται από τον Κικέρωνα, ο οποίος γράφει στο έργο του De oratore:
«Όταν [ο Αριστοτέλης] είδε ότι ο Ισοκράτης διακρινόταν για τη γενναιότητα των μαθητών του, έχοντας μεταφέρει τους λόγους του από τις δικανικές και πολιτικές υποθέσεις στη μάταιη κομψότητα του ύφους, άλλαξε ξαφνικά σχεδόν όλη τη μορφή της διδασκαλίας του· χρησιμοποίησε εναντίον του Ισοκράτη τον γνωστό στίχο του Ευριπίδη και ένωσε με τη διδασκαλία του την εξάσκηση της ρητορικής.»
Και στις Tusculanae disputationes, ο ίδιος ο Κικέρων γράφει:
«Ο Αριστοτέλης, παρακινημένος από τη δόξα του Ισοκράτη, άρχισε να διδάσκει στους νέους την τέχνη του λόγου και να ενώνει τη σοφία με την ευγλωττία.»


Δεν είναι απολύτως σαφές σε ποια “αιφνίδια μεταβολή” αναφέρεται ο Κικέρων· πιθανότατα ο Ρωμαίος συγγραφέας γνώριζε τον “Γρύλλο”, στον οποίο ο Αριστοτέλης επικρίνει τη ρητορική, και έτσι θεώρησε ότι η διδασκαλία της ρητορικής αποτελούσε μεταστροφή στη στάση του Αριστοτέλη — ακόμη κι αν ο φιλόσοφος προηγουμένως δεν είχε διδάξει τίποτε, γεγονός το οποίο ο Κικέρων ίσως αγνοούσε, μη γνωρίζοντας τη χρονολογία της ζωής του Αριστοτέλη.

Παραμένει, ωστόσο, το γεγονός ότι, σύμφωνα και με τον Κικέρωνα, ο Αριστοτέλης δίδαξε ρητορική σε ανταγωνισμό με τον Ισοκράτη, και επομένως αυτό έγινε κατά την περίοδο που ανήκε ακόμη στην Ακαδημία του Πλάτωνα.

Αυτό που δεν είναι ακόμη σαφές, είναι ο λόγος για τον οποίο ο Αριστοτέλης αποφάσισε να διδάξει ρητορική, έστω ένα είδος ρητορικής διαφορετικό από εκείνο που ο ίδιος είχε επικρίνει στον “Γρύλλο”, δηλαδή σίγουρα μια ρητορική θεμελιωμένη στη διαλεκτική, όπως είχε επιθυμήσει ο Πλάτων στον “Φαίδρο”.

Κατά τον Κικέρωνα, επρόκειτο για ζήλια απέναντι στον Ισοκράτη, επειδή εκείνος «διακρινόταν χάρη στη λαμπρότητα των μαθητών του».

Μια τέτοια ζήλια, όμως, είναι δυνατή μόνο εκ μέρους του επικεφαλής μιας αντίπαλης σχολής. Εκείνη την εποχή, όμως, ο Αριστοτέλης δεν ήταν ακόμη αρχηγός σχολής, γιατί ανήκε στην Πλατωνική Ακαδημία. Συνεπώς, η εξήγηση του Κικέρωνα δεν φαίνεται πειστική.
Μπορεί, αντίθετα, να υπάρχει άλλη εξήγηση για την απόφαση του Αριστοτέλη, που πάντως ελήφθη σε συμφωνία με τον δάσκαλό του, γιατί είναι αδιανόητο κάποιος να δίδασκε κάτι μέσα στην Ακαδημία χωρίς να έχει λάβει εντολή ή τουλάχιστον άδεια από τον Πλάτωνα.


Η εξήγηση αυτή ίσως βρίσκεται ακόμη στη μαρτυρία του επικούρειου Φιλόδημου. Εκείνος, πράγματι, παρατηρεί ειρωνικά — οι Επικούρειοι ήταν γνωστοί για την εχθρότητά τους προς τον Αριστοτέλη — ότι ο Αριστοτέλης “ψελλίζει” όταν προσπαθεί να εξηγήσει σε τι διαφέρει η ρητορική από την πολιτική, δηλαδή δεν τις διακρίνει επαρκώς, και θεωρεί την πολιτική μέρος της φιλοσοφίας — κάτι απαράδεκτο για έναν Επικούρειο.
Στη συνέχεια, ο Φιλόδημος παραθέτει μια σειρά από λόγους που ο Αριστοτέλης θα είχε επικαλεστεί για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή του στην πολιτική δραστηριότητα, δηλαδή:
Όποιος είναι άπειρος από τα πράγματα που συμβαίνουν στις πόλεις, τίποτα δεν του είναι φιλικό·
Η φιλοσοφία προοδεύει πολύ, όταν ασκείται μέσα στο πλαίσιο ενός καλού πολιτεύματος·


Ο Αριστοτέλης αγανακτούσε με τους περισσότερους από εκείνους που ασκούν την πολιτική σήμερα, επειδή βρίσκονται πάντα σε διαμάχη, από τη μια όσοι κυβερνούν και από την άλλη όσοι επιθυμούν να κυβερνήσουν.
Επειδή καμία από αυτές τις απόψεις δεν απαντάται στα σωζόμενα έργα του Αριστοτέλη, είναι πιθανό — και σε αυτό συμφωνούν οι μελετητές — ότι αυτές ανήκαν στο μάθημα ρητορικής που δίδαξε ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία, για το οποίο ο Φιλόδημος δείχνει να είναι καλά πληροφορημένος.
Αν αυτό ισχύει, τότε προκύπτει ότι ο Αριστοτέλης αποφάσισε να διδάξει ρητορική επειδή πίστευε πως αυτή είναι χρήσιμη για την πολιτική, και επειδή θεωρούσε την πολιτική μέρος της φιλοσοφίας.
Η διδασκαλία της ρητορικής από τον Αριστοτέλη εντάσσεται, επομένως, απόλυτα μέσα στην αντίληψη της αγωγής που χαρακτήριζε την Πλατωνική Ακαδημία, δηλαδή μια σχολή για τη διαμόρφωση πολιτικών ανδρών, βασισμένη στην πεποίθηση ότι για να ασκήσει κανείς σωστά την πολιτική, έπρεπε να είναι έμπειρος στη φιλοσοφία.
Αλλά γιατί λοιπόν να τα βάλει με τον Ισοκράτη;
Μήπως αυτή δεν ήταν και η άποψη του ίδιου του Ισοκράτη για τη ρητορική;
Φυσικά — ήταν ακριβώς η ίδια· και ακριβώς γι’ αυτό ενοχλούσε τον Αριστοτέλη: γιατί ο Ισοκράτης έκανε το ίδιο πράγμα που ήθελε να κάνει και η Πλατωνική Ακαδημία, και μάλιστα το έκανε σε μια περιοχή προς την οποία είχαν στραμμένα τα βλέμματά τους τόσο η Ακαδημία όσο και ο ίδιος ο Αριστοτέλης — δηλαδή στο νησί της Κύπρο
υ.

Είδαμε ήδη ότι ο Ισοκράτης έγραψε τρεις λόγους απευθυνόμενους σε ηγεμόνες της Κύπρου:
«Προς Νικοκλέα»,
«Νικοκλής»,
και «Ευαγόρας».
Αλλά από την Κύπρο καταγόταν και ο Εύδημος, ο οποίος συμμετείχε στην εκστρατεία των φίλων του Δίωνα, δηλαδή των Ακαδημαϊκών, εναντίον του Διονυσίου των Συρακουσών, και σκοτώθηκε στη μάχη.
Ήταν εκείνος ο Εύδημος, για τον θάνατο του οποίου, ώστε να παρηγορηθεί, ο Αριστοτέλης έγραψε έναν διάλογο — δυστυχώς χαμένο κι αυτόν — με τίτλο «Εύδημος ή Περί ψυχής», όπου υπερασπιζόταν την αθανασία της ψυχής.
Επομένως, ο Εύδημος δεν ήταν μόνο μαθητής του Πλάτωνα, αλλά και φίλος του Αριστοτέλη — πιθανότατα πολύ στενός φίλος του.


Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: