SUMPHILOSOPHEIN 29
Του Enrico Berti
ΙΙΙ. Η αληθινή πραγματικότητα
Η διακυβέρνηση της πόλης
2. Ο Ισοκράτης για την Αθήνα, την Κύπρο και την Ελλάδα
Στο πλαίσιο της πολιτικής δράσης της σχολής του Πλάτωνα είναι αναγκαίο να δοθεί θέση και στον Ισοκράτη, τον μεγάλο Αθηναίο ρήτορα του 4ου αιώνα, όχι γιατί υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα – δεν ήταν, ούτε ήταν «φιλόσοφος» με την πλατωνική σημασία του όρου – αλλά επειδή είχε αρκετά στενές σχέσεις με την Ακαδημία, ακριβώς γύρω από την πολιτική της δράση, και σε κάποιο βαθμό συνέβαλε στο να τη διαμορφώσει. Πρόκειται για σχέσεις όχι συνεργασίας αλλά αντιπαλότητας, και ακριβώς γι’ αυτό η πολιτική δράση του Ισοκράτη αξίζει να συγκριθεί με εκείνη της Ακαδημίας.
Ο Ισοκράτης ήταν μεγαλύτερος από τον Πλάτωνα περίπου δέκα χρόνια. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 436 π.Χ. (ο Πλάτωνας ήταν του 427). Στα νεανικά του χρόνια είχε γνωρίσει τον Γοργία, τον περίφημο σοφιστή υμνητή της ρητορικής, και μπορούσε επομένως να θεωρηθεί μαθητής του, περιορισμένα ως προς την εξύμνηση αυτής της τέχνης· αλλά είχε γνωρίσει και τον Σωκράτη και φαίνεται πως τον εκτιμούσε, αν είναι αλήθεια – όπως παραδίδεται – ότι μετά την εκτέλεσή του, το 399, φόρεσε πένθος για τον θάνατό του.
Η πρώτη επαγγελματική δραστηριότητα του Ισοκράτη ήταν αυτή του «λογογράφου», δηλαδή συγγραφέα δικανικών λόγων που έπρεπε να διαβαστούν από τους πελάτες του στις δίκες όπου παραπέμπονταν· στην πράξη δηλαδή ασκούσε χρέη συνηγόρου. Όμως, το 392, όταν πια είχε καθιερωθεί χάρη στη ρητορική του δεινότητα, ο Ισοκράτης άνοιξε στην Αθήνα μια κανονική σχολή ρητορικής, στην οποία εκπαιδεύονταν νέοι δικηγόροι ή γενικότερα συγγραφείς λόγων: είτε δικανικών, δηλαδή υπεράσπισης ή κατηγορίας, είτε πολιτικών, δηλαδή εκφωνούμενων σε συνελεύσεις για λήψη αποφάσεων, είτε τέλος «επιδεικτικών», δηλαδή εγκωμιαστικών ή επικριτικών λόγων για ζώντα πρόσωπα.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής το παρουσίασε ο Ισοκράτης στον λόγο Κατά των Σοφιστών, γραμμένο ανάμεσα στο 390 και 385 π.Χ., όπου αντιπαρατίθεται όχι μόνο στους Σοφιστές με την αυστηρή έννοια, δηλαδή σε εκείνους που χρησιμοποιούσαν τη ρητορική με απροκάλυπτο τρόπο για να στηρίξουν οποιαδήποτε θέση, ακόμη και την αντίθετή της, αλλά και στους Σωκρατικούς, τους οποίους αποκαλεί «εριστικούς», δηλαδή φίλους των διαλεκτικών αντιπαραθέσεων χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, περιλαμβάνοντας ανάμεσά τους τον Αντισθένη και τον ίδιο τον Πλάτωνα.
Ειδικότερα, ο Ισοκράτης επικρίνει τη γνωστή σωκρατική θέση, σύμφωνα με την οποία το αγαθό πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μιας αληθινής επιστήμης, η οποία μάλιστα είναι διδακτή και αποτελεί την προϋπόθεση για την ευδαιμονία. Σε αυτήν την άποψη ο Ισοκράτης αντιπαραθέτει τη δική του σύλληψη μιας μη σοφιστικής ρητορικής, δηλαδή ικανής να διδάσκει αληθινές αξίες, αλλά θεμελιωμένης όχι στην επιστήμη – την οποία θεωρεί αδύνατη – αλλά στη γνώμη.
Στο είδος αυτό της παιδείας που παρείχε η ρητορική, ο Ισοκράτης δίνει το όνομα «φιλοσοφία», εννοώντας με αυτόν τον όρο μια γενική καλλιέργεια· άλλωστε αυτή ήταν η σημασία που αποδιδόταν τότε στη λέξη από όλους, εκτός από τον Πλάτωνα. Έτσι λοιπόν ο Ισοκράτης θεωρεί τον εαυτό του δάσκαλο της φιλοσοφίας και αρνείται αυτόν τον τίτλο στους Σωκρατικούς, που γι’ αυτόν μοιάζουν με Σοφιστές, επειδή αγαπούν τις ατελέσφορες διαμάχες (πιθανή αιχμή κατά της σωκρατικής διαλεκτικής). Είναι πιθανό αυτό το πλήγμα εναντίον του Πλάτωνα να ήταν αντίδραση στη δημοσίευση, από τον τελευταίο, του διαλόγου Γοργίας, όπου η ρητορική επικρίνεται ως μορφή κολακείας, εξομοιούμενη πλήρως με τη σοφιστική, χωρίς διάκριση ανάμεσα στις διάφορες μορφές της.
Λίγα χρόνια μεταγενέστερος από τον Κατά των Σοφιστών είναι ένας άλλος λόγος του Ισοκράτη, με τίτλο Ελένη (πρόσωπο για το οποίο ο Γοργίας είχε γράψει τον περίφημο εγκώμιο), όπου ο συγγραφέας επαναλαμβάνει την πολεμική του εναντίον των θέσεων των Σωκρατικών, δηλαδή της ταύτισης της αρετής με τη γνώση και της δυνατότητας διδασκαλίας της· αναγνωρίζει όμως στους Πλατωνικούς μια παιδευτική πρόθεση και έναν πολιτικό προσανατολισμό, αν και κρίνει αρνητικά το γεγονός ότι αυτά επιδιώκονται μέσω μιας διαλεκτικής νοούμενης ως επιστήμης, εντελώς στερημένης από πρακτική αποτελεσματικότητα.
Είναι πιθανό ότι αυτή η αναγνώριση, παντελώς απούσα στον Κατά των Σοφιστών, οφείλεται στην είδηση για την ίδρυση από τον Πλάτωνα της Ακαδημίας (387 π.Χ.), δηλαδή ενός σχολείου πολιτικής αγωγής. Ο Πλάτωνας πρέπει να πληροφορήθηκε την κριτική του Ισοκράτη, γιατί στον Εὐθύδημο, διάλογο γραμμένο μάλλον στα ίδια χρόνια, τόνισε ξανά την ανωτερότητα της διαλεκτικής έναντι της ρητορικής, αλλά διέκρινε σαφώς τη διαλεκτική που ασκούσε ο δάσκαλός του, ο Σωκράτης, από την καθαρά εριστική διαλεκτική, δηλαδή αυτήν που αποβλέπει σε διαμάχες χωρίς σκοπό, όπως εκείνη που καλλιεργούσαν Σοφιστές όπως ο Ευθύδημος και ο Διονυσόδωρος.
Στον Εὐθύδημο υπάρχει ίσως και άμεση αιχμή κατά του Ισοκράτη, όπου ο Σωκράτης επικρίνει εκείνους που βρίσκονται στη μέση οδό ανάμεσα στον φιλόσοφο και τον πολιτικό, και απαξιώνουν τους φιλοσόφους για να φαίνονται σοφότεροι από όλους, ενώ στην πραγματικότητα είναι κατώτεροι τόσο από τους φιλοσόφους όσο και από τους πολιτικούς.
Τα σχέδια του Ισοκράτη, ωστόσο, δεν περιορίζονταν στην κριτική της Ακαδημίας, με την οποία διαγραφόταν σταδιακά μια σχέση ανταγωνισμού, αφού αυτή ήταν το μόνο άλλο σχολείο πολιτικής αγωγής που υπήρχε τότε στην Αθήνα εκτός από τη δική του σχολή. Επρόκειτο να αναπτύξει και ένα δικό του γενικότερο πολιτικό σχέδιο, προτείνοντας όχι μόνο στους Αθηναίους αλλά σε όλους τους Έλληνες ένα αληθινό πρόγραμμα δράσης, όπως φαίνεται στον λόγο «Πανηγυρικός», γραμμένο το 380 π.Χ.
Ο τίτλος προέρχεται από τις «Πανηγύρεις», θρησκευτικές εορτές που συγκέντρωναν όλους τους Έλληνες σε μεγάλες περιστάσεις, όπως εκείνες των Ολυμπιακών Αγώνων. Πράγματι, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων του 380, ο Ισοκράτης δημοσίευσε αυτόν τον λόγο. Σε αυτόν απευθύνεται ιδεατά σε όλους τους Έλληνες, αλλά στην πραγματικότητα ο λόγος προορίζεται να κυκλοφορήσει μέσα στη σχολή του, δηλαδή απευθύνεται στους νέους που επρόκειτο να γίνουν ρήτορες.
Σε αυτόν, ο Ισοκράτης συμβουλεύει τους Έλληνες να κάνουν ειρήνη μεταξύ τους και να εκστρατεύσουν εναντίον των «βαρβάρων», δηλαδή των Περσών, προβάλλοντας έτσι το πανελλήνιο ιδανικό που είχαν ήδη παρουσιάσει άλλοι ρήτορες, αλλά που στον Ισοκράτη, χάρη στη ρητορική του δεινότητα, αποκτά μια ξεχωριστή αποτελεσματικότητα.
Ο Ισοκράτης ασκεί κριτική στην ειρήνη του Ανταλκίδα (386 π.Χ.), η οποία είχε συναφθεί ανάμεσα σε Σπαρτιάτες και Πέρσες, και διεκδικεί για τους Αθηναίους το δικαίωμα να αναλάβουν την ηγεσία του πολέμου εναντίον των Περσών, υπενθυμίζοντας τα πολυάριθμα ανδραγαθήματα της Αθήνας στις παλαιότερες πολεμικές συγκρούσεις με τους βαρβάρους, αλλά κυρίως την πρωτοκαθεδρία της στον τομέα του πολιτισμού.
«Η πόλη μας», γράφει, «έχει αφήσει τόσο πίσω τους άλλους ανθρώπους στα έργα της σκέψης και του λόγου (τὸ φρονεῖν καὶ τὸ λέγειν), ώστε οι μαθητές μας έγιναν δάσκαλοι των άλλων. Έχει κατορθώσει ώστε το όνομα “Έλληνες” να μην δηλώνει πια τη φυλή (γένος), αλλά την καλλιέργεια του πνεύματος (διάνοια), και να ονομάζονται Έλληνες οι άνθρωποι που μετέχουν της δικής μας πολιτιστικής παράδοσης (παίδευσις) περισσότερο από εκείνους που μοιράζονται την ίδια εθνική καταγωγή (φύσις).»
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα πανελλήνιο ιδανικό θεμελιωμένο όχι στη φυλή ή στην εθνικότητα, αλλά στον πολιτισμό, στην πολιτιστική υπεροχή των Ελλήνων· ενός πολιτισμού στον οποίο όλοι μπορούν να μετάσχουν, όποια κι αν είναι η εθνικότητά τους, και ο οποίος έτσι αποκτά σχεδόν οικουμενική σημασία.
Ο Ισοκράτης, ωστόσο, δεν παραλείπει να επισημάνει την υπεροχή των Ελλήνων έναντι των Περσών, υποστηρίζοντας ότι οι τελευταίοι
«έχουν σώματα μαλθακά από την πολυτέλεια χάρη στον πλούτο, αλλά ψυχές ταπεινωμένες και φοβισμένες λόγω της μοναρχίας· υφίστανται ταπεινώσεις μπροστά στις πύλες του βασιλικού παλατιού, προσκυνούν κατά γης και εξευτελίζονται με κάθε τρόπο, λατρεύουν έναν θνητό αποκαλώντας τον θεό, ενώ θεωρούν μικρότερης αξίας τους θεούς των ανθρώπων.»
Εκφράσεις σαν αυτές, που απαντούν επίσης στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, είναι εκείνες που θα οδηγήσουν τον Χέγκελ να πει ότι οι Έλληνες ανακάλυψαν την ελευθερία· διότι ανάμεσά τους τουλάχιστον κάποιοι ήταν ελεύθεροι (όχι όλοι, αφού υπήρχαν και δούλοι), ενώ στους ανατολικούς λαούς ελεύθερος ήταν μόνο ένας, ο δεσπότης, και όλοι οι άλλοι ήταν δούλοι· γι’ αυτό και στην πραγματικότητα κανείς δεν ήταν πραγματικά ελεύθερος, αφού η ελευθερία είναι σχέση μεταξύ περισσοτέρων ελευθέρων ανθρώπων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στον Πανηγυρικό γίνεται δύο φορές αναφορά στην κατάσταση της Κύπρου, του νησιού που κατοικούνταν από Έλληνες στο ανατολικό άκρο της Μεσογείου και που εκείνη τη στιγμή διεκδικείτο από Έλληνες και Πέρσες. Φαίνεται ότι γύρω στο 390 ο Έλληνας Ευαγόρας, βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου, επαναστάτησε εναντίον των Περσών, που κυριαρχούσαν στο νησί, ζητώντας βοήθεια από τους Αθηναίους, οι οποίοι του έστειλαν στρατό σε βοήθεια. Όμως ο Πέρσης σατράπης Τιρίβαζος, διοικητής της Ιωνίας εκ μέρους του Μεγάλου Βασιλιά, ζήτησε με τη σειρά του βοήθεια από τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι του έστειλαν στρατό· έτσι στην Κύπρο συγκρούστηκαν σε πόλεμο δύο στρατοί, και οι δύο ελληνικοί, γεγονός που ο Ισοκράτης καταδικάζει έντονα.
Στην ειρήνη του Ανταλκίδα οι Σπαρτιάτες υποσχέθηκαν να παραδώσουν τον Ευαγόρα στους Πέρσες· εκείνος όμως αντιστάθηκε για έξι χρόνια με μια ολιγάριθμη δύναμη (τρεις χιλιάδες πελταστές, δηλαδή πεζοί οπλισμένοι με ελαφρύτερες ασπίδες), κερδίζοντας έτσι τον έπαινο του Ισοκράτη.
Η είδηση είναι σημαντική, διότι μετά τον Πανηγυρικό ο Ισοκράτης έγραψε τρεις λόγους απευθυνόμενους στους απογόνους του Ευαγόρα, βασιλιά της Σαλαμίνας της Κύπρου, δηλαδή: «Προς Νικοκλέα» (περίπου το 370 π.Χ.), «Νικοκλής» (368) και «Ευαγόρας» (365).
Στον λόγο Προς Νικοκλέα απευθύνεται στον γιο του Ευαγόρα, που τον διαδέχθηκε στον θρόνο, υποστηρίζοντας ότι αν ο Νικοκλής θέλει να είναι καλός βασιλιάς πρέπει να γίνει σοφός (φρόνιμος), να καλλιεργήσει την ψυχή του και να επιδιώξει την αρετή, διότι η σοφία είναι χρήσιμη για να κυβερνά κανείς σωστά. Πρέπει, επιπλέον, να μάθει την ιστορία, η οποία χρησιμεύει για την απόκτηση εμπειρίας.
Στον λόγο Νικοκλής, που αποτελεί πρότυπο λόγου απευθυνόμενου από τον ίδιο τον Νικοκλή στους υπηκόους του, ο Ισοκράτης τονίζει τη σημασία της ρητορικής, την οποία θεωρεί ως τη μόνη τέχνη ικανή να παρέχει τη σωστή συμβουλή για τον τρόπο να εξυπηρετείται το κοινό καλό.
Στον λόγο Ευαγόρας, τέλος, ο Ισοκράτης απευθύνεται στον γιο του Νικοκλή, που τον διαδέχθηκε με τη σειρά του στον θρόνο, και μπορεί να ονομαστεί Ευαγόρας Β΄, δίνοντάς του πάνω-κάτω τις ίδιες συμβουλές.
Οι τρεις αυτοί λόγοι που απευθύνονται στη δυναστεία των Ευαγοριδών μαρτυρούν πόσο μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον του Ισοκράτη για όλες τις ελληνικές πόλεις – πάντα σε πανελλήνια και αντιπερσική κατεύθυνση – αλλά και πόσο έντονη ήταν μέσα του η πρόθεση να παρέχει αγωγή στους πολιτικούς άνδρες· πρόθεση ανάλογη με εκείνη του Πλάτωνα, αν και θεμελιωμένη σε διαφορετική αντίληψη για τη φιλοσοφία.
Το πολιτικό ενδιαφέρον του Ισοκράτη στρεφόταν, εκτός από την Ελλάδα στο σύνολό της, και στην ίδια του την πόλη, δηλαδή την Αθήνα. Πράγματι, το 357 έγραψε τον Αρεοπαγιτικό, λόγο που απευθυνόταν ιδεατά στη συνέλευση όλων των Αθηναίων πολιτών, αν και στην πράξη ήταν κατευθυνόμενος στα μέλη της σχολής του ρητορικής, στον οποίο ο Ισοκράτης προέτρεπε τους συμπολίτες του να επαναφέρουν τις παλιές εξουσίες του Αρείου Πάγου.
Αυτό ήταν ένα σώμα πρώην αρχόντων, που έπαιρνε το όνομά του από τον λόφο του Άρη όπου συνερχόταν, και είχε ιδρυθεί στην αρχαιότητα ως ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο, με εξουσία να ελέγχει την καταλληλότητα των ίδιων των αρχόντων για το αξίωμα που κατείχαν· όμως γύρω στο 462 είχε χάσει αυτή την αρμοδιότητα, διατηρώντας μόνο την αρμοδιότητα να δικάζει εγκλήματα φόνου. Ο Άρειος Πάγος ήταν το σύμβολο μιας αριστοκρατίας που δεν εναντιωνόταν στη δημοκρατία των Αθηνών, αλλά τη συγκρατούσε και τη μετρίαζε, δίνοντας μορφή σε εκείνη τη μικτή πολιτεία αριστοκρατίας και δημοκρατίας που ανάγονταν στον Σόλωνα και στον Κλεισθένη και που οι Αθηναίοι αποκαλούσαν «πάτρια πολιτεία».
Έτσι, ο Ισοκράτης, προτρέποντας τη συνέλευση να επαναφέρει τις εξουσίες του Αρείου Πάγου, τάσσονταν υπέρ αυτού του τύπου πολιτεύματος, μιας μετριοπαθούς δημοκρατίας, η οποία διέφερε από την οργάνωση της πόλης που είχε περιγράψει ο Πλάτωνας, σαφώς αριστοκρατική και αντιδημοκρατική, αλλά έμοιαζε πολύ με εκείνη που θα ήταν η προτιμώμενη πολιτεία του Αριστοτέλη, που ονομάζεται ακριβώς «πολιτεία», δηλαδή το πολίτευμα κατ’ εξοχήν.
Είναι φανερό ότι ο Ισοκράτης δεν ήταν ικανοποιημένος από τον τύπο δημοκρατίας που είχε εγκαθιδρυθεί στην Αθήνα στην περίοδο της ζωής του, την οποία θεωρούσε υπερβολική και κατηγορούσε ότι ακολουθούσε εξωτερική πολιτική ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα. Απόδειξη αυτής της κατηγορίας αποτελεί ένας άλλος λόγος του, γραμμένος γύρω στο 355 π.Χ., δηλαδή μετά την εμπλοκή της Αθήνας στό λεγόμενο «κοινωνικό πόλεμο» εναντίον των πόλεων που είχαν αποστατήσει από τη Συμμαχία της Δήλου υπό την ηγεσία της (Χίος, Ρόδος, Κως και αργότερα το Βυζάντιο).
Αυτός ο πόλεμος, στον οποίο σκοτώθηκε ο στρατηγός Χαβρίας, τον οποίο είχε υπερασπιστεί ο Πλάτωνας το 366, κατέληξε με την ήττα της Αθήνας. Τότε ο Ισοκράτης έγραψε τον λόγο Περί ειρήνης, στον οποίο επέκρινε τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, θεωρώντας τον αιτία της πολιτικής και ηθικής παρακμής της πόλης, και προέτρεπε τους Αθηναίους στην ειρήνη με τις άλλες ελληνικές πόλεις.
Στην πραγματικότητα, ο λόγος απευθυνόταν στους ίδιους τους μαθητές του Ισοκράτη· πράγματι, έκλεινε με τα εξής λόγια:
«Η τελευταία μου έκκληση είναι προς τους νέους και προς όσους βρίσκονται στην ακμή της ζωής: να λέτε και να γράφετε αυτά τα πράγματα, με τα οποία θα κατευθύνετε προς την αρετή και τη δικαιοσύνη τις πιο σημαντικές πόλεις, και εκείνες που παραδοσιακά ασκούν ηγεμονία· γιατί, να ξέρετε, στην ευημερία της Ελλάδας ευημερούν και οι άνθρωποι του πνεύματος (φιλόσοφοι).»
Συνεχίζεται
2. Ο Ισοκράτης για την Αθήνα, την Κύπρο και την Ελλάδα
Στο πλαίσιο της πολιτικής δράσης της σχολής του Πλάτωνα είναι αναγκαίο να δοθεί θέση και στον Ισοκράτη, τον μεγάλο Αθηναίο ρήτορα του 4ου αιώνα, όχι γιατί υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα – δεν ήταν, ούτε ήταν «φιλόσοφος» με την πλατωνική σημασία του όρου – αλλά επειδή είχε αρκετά στενές σχέσεις με την Ακαδημία, ακριβώς γύρω από την πολιτική της δράση, και σε κάποιο βαθμό συνέβαλε στο να τη διαμορφώσει. Πρόκειται για σχέσεις όχι συνεργασίας αλλά αντιπαλότητας, και ακριβώς γι’ αυτό η πολιτική δράση του Ισοκράτη αξίζει να συγκριθεί με εκείνη της Ακαδημίας.
Ο Ισοκράτης ήταν μεγαλύτερος από τον Πλάτωνα περίπου δέκα χρόνια. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 436 π.Χ. (ο Πλάτωνας ήταν του 427). Στα νεανικά του χρόνια είχε γνωρίσει τον Γοργία, τον περίφημο σοφιστή υμνητή της ρητορικής, και μπορούσε επομένως να θεωρηθεί μαθητής του, περιορισμένα ως προς την εξύμνηση αυτής της τέχνης· αλλά είχε γνωρίσει και τον Σωκράτη και φαίνεται πως τον εκτιμούσε, αν είναι αλήθεια – όπως παραδίδεται – ότι μετά την εκτέλεσή του, το 399, φόρεσε πένθος για τον θάνατό του.
Η πρώτη επαγγελματική δραστηριότητα του Ισοκράτη ήταν αυτή του «λογογράφου», δηλαδή συγγραφέα δικανικών λόγων που έπρεπε να διαβαστούν από τους πελάτες του στις δίκες όπου παραπέμπονταν· στην πράξη δηλαδή ασκούσε χρέη συνηγόρου. Όμως, το 392, όταν πια είχε καθιερωθεί χάρη στη ρητορική του δεινότητα, ο Ισοκράτης άνοιξε στην Αθήνα μια κανονική σχολή ρητορικής, στην οποία εκπαιδεύονταν νέοι δικηγόροι ή γενικότερα συγγραφείς λόγων: είτε δικανικών, δηλαδή υπεράσπισης ή κατηγορίας, είτε πολιτικών, δηλαδή εκφωνούμενων σε συνελεύσεις για λήψη αποφάσεων, είτε τέλος «επιδεικτικών», δηλαδή εγκωμιαστικών ή επικριτικών λόγων για ζώντα πρόσωπα.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής το παρουσίασε ο Ισοκράτης στον λόγο Κατά των Σοφιστών, γραμμένο ανάμεσα στο 390 και 385 π.Χ., όπου αντιπαρατίθεται όχι μόνο στους Σοφιστές με την αυστηρή έννοια, δηλαδή σε εκείνους που χρησιμοποιούσαν τη ρητορική με απροκάλυπτο τρόπο για να στηρίξουν οποιαδήποτε θέση, ακόμη και την αντίθετή της, αλλά και στους Σωκρατικούς, τους οποίους αποκαλεί «εριστικούς», δηλαδή φίλους των διαλεκτικών αντιπαραθέσεων χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, περιλαμβάνοντας ανάμεσά τους τον Αντισθένη και τον ίδιο τον Πλάτωνα.
Ειδικότερα, ο Ισοκράτης επικρίνει τη γνωστή σωκρατική θέση, σύμφωνα με την οποία το αγαθό πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μιας αληθινής επιστήμης, η οποία μάλιστα είναι διδακτή και αποτελεί την προϋπόθεση για την ευδαιμονία. Σε αυτήν την άποψη ο Ισοκράτης αντιπαραθέτει τη δική του σύλληψη μιας μη σοφιστικής ρητορικής, δηλαδή ικανής να διδάσκει αληθινές αξίες, αλλά θεμελιωμένης όχι στην επιστήμη – την οποία θεωρεί αδύνατη – αλλά στη γνώμη.
Στο είδος αυτό της παιδείας που παρείχε η ρητορική, ο Ισοκράτης δίνει το όνομα «φιλοσοφία», εννοώντας με αυτόν τον όρο μια γενική καλλιέργεια· άλλωστε αυτή ήταν η σημασία που αποδιδόταν τότε στη λέξη από όλους, εκτός από τον Πλάτωνα. Έτσι λοιπόν ο Ισοκράτης θεωρεί τον εαυτό του δάσκαλο της φιλοσοφίας και αρνείται αυτόν τον τίτλο στους Σωκρατικούς, που γι’ αυτόν μοιάζουν με Σοφιστές, επειδή αγαπούν τις ατελέσφορες διαμάχες (πιθανή αιχμή κατά της σωκρατικής διαλεκτικής). Είναι πιθανό αυτό το πλήγμα εναντίον του Πλάτωνα να ήταν αντίδραση στη δημοσίευση, από τον τελευταίο, του διαλόγου Γοργίας, όπου η ρητορική επικρίνεται ως μορφή κολακείας, εξομοιούμενη πλήρως με τη σοφιστική, χωρίς διάκριση ανάμεσα στις διάφορες μορφές της.
Λίγα χρόνια μεταγενέστερος από τον Κατά των Σοφιστών είναι ένας άλλος λόγος του Ισοκράτη, με τίτλο Ελένη (πρόσωπο για το οποίο ο Γοργίας είχε γράψει τον περίφημο εγκώμιο), όπου ο συγγραφέας επαναλαμβάνει την πολεμική του εναντίον των θέσεων των Σωκρατικών, δηλαδή της ταύτισης της αρετής με τη γνώση και της δυνατότητας διδασκαλίας της· αναγνωρίζει όμως στους Πλατωνικούς μια παιδευτική πρόθεση και έναν πολιτικό προσανατολισμό, αν και κρίνει αρνητικά το γεγονός ότι αυτά επιδιώκονται μέσω μιας διαλεκτικής νοούμενης ως επιστήμης, εντελώς στερημένης από πρακτική αποτελεσματικότητα.
Είναι πιθανό ότι αυτή η αναγνώριση, παντελώς απούσα στον Κατά των Σοφιστών, οφείλεται στην είδηση για την ίδρυση από τον Πλάτωνα της Ακαδημίας (387 π.Χ.), δηλαδή ενός σχολείου πολιτικής αγωγής. Ο Πλάτωνας πρέπει να πληροφορήθηκε την κριτική του Ισοκράτη, γιατί στον Εὐθύδημο, διάλογο γραμμένο μάλλον στα ίδια χρόνια, τόνισε ξανά την ανωτερότητα της διαλεκτικής έναντι της ρητορικής, αλλά διέκρινε σαφώς τη διαλεκτική που ασκούσε ο δάσκαλός του, ο Σωκράτης, από την καθαρά εριστική διαλεκτική, δηλαδή αυτήν που αποβλέπει σε διαμάχες χωρίς σκοπό, όπως εκείνη που καλλιεργούσαν Σοφιστές όπως ο Ευθύδημος και ο Διονυσόδωρος.
Στον Εὐθύδημο υπάρχει ίσως και άμεση αιχμή κατά του Ισοκράτη, όπου ο Σωκράτης επικρίνει εκείνους που βρίσκονται στη μέση οδό ανάμεσα στον φιλόσοφο και τον πολιτικό, και απαξιώνουν τους φιλοσόφους για να φαίνονται σοφότεροι από όλους, ενώ στην πραγματικότητα είναι κατώτεροι τόσο από τους φιλοσόφους όσο και από τους πολιτικούς.
Τα σχέδια του Ισοκράτη, ωστόσο, δεν περιορίζονταν στην κριτική της Ακαδημίας, με την οποία διαγραφόταν σταδιακά μια σχέση ανταγωνισμού, αφού αυτή ήταν το μόνο άλλο σχολείο πολιτικής αγωγής που υπήρχε τότε στην Αθήνα εκτός από τη δική του σχολή. Επρόκειτο να αναπτύξει και ένα δικό του γενικότερο πολιτικό σχέδιο, προτείνοντας όχι μόνο στους Αθηναίους αλλά σε όλους τους Έλληνες ένα αληθινό πρόγραμμα δράσης, όπως φαίνεται στον λόγο «Πανηγυρικός», γραμμένο το 380 π.Χ.
Ο τίτλος προέρχεται από τις «Πανηγύρεις», θρησκευτικές εορτές που συγκέντρωναν όλους τους Έλληνες σε μεγάλες περιστάσεις, όπως εκείνες των Ολυμπιακών Αγώνων. Πράγματι, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων του 380, ο Ισοκράτης δημοσίευσε αυτόν τον λόγο. Σε αυτόν απευθύνεται ιδεατά σε όλους τους Έλληνες, αλλά στην πραγματικότητα ο λόγος προορίζεται να κυκλοφορήσει μέσα στη σχολή του, δηλαδή απευθύνεται στους νέους που επρόκειτο να γίνουν ρήτορες.
Σε αυτόν, ο Ισοκράτης συμβουλεύει τους Έλληνες να κάνουν ειρήνη μεταξύ τους και να εκστρατεύσουν εναντίον των «βαρβάρων», δηλαδή των Περσών, προβάλλοντας έτσι το πανελλήνιο ιδανικό που είχαν ήδη παρουσιάσει άλλοι ρήτορες, αλλά που στον Ισοκράτη, χάρη στη ρητορική του δεινότητα, αποκτά μια ξεχωριστή αποτελεσματικότητα.
Ο Ισοκράτης ασκεί κριτική στην ειρήνη του Ανταλκίδα (386 π.Χ.), η οποία είχε συναφθεί ανάμεσα σε Σπαρτιάτες και Πέρσες, και διεκδικεί για τους Αθηναίους το δικαίωμα να αναλάβουν την ηγεσία του πολέμου εναντίον των Περσών, υπενθυμίζοντας τα πολυάριθμα ανδραγαθήματα της Αθήνας στις παλαιότερες πολεμικές συγκρούσεις με τους βαρβάρους, αλλά κυρίως την πρωτοκαθεδρία της στον τομέα του πολιτισμού.
«Η πόλη μας», γράφει, «έχει αφήσει τόσο πίσω τους άλλους ανθρώπους στα έργα της σκέψης και του λόγου (τὸ φρονεῖν καὶ τὸ λέγειν), ώστε οι μαθητές μας έγιναν δάσκαλοι των άλλων. Έχει κατορθώσει ώστε το όνομα “Έλληνες” να μην δηλώνει πια τη φυλή (γένος), αλλά την καλλιέργεια του πνεύματος (διάνοια), και να ονομάζονται Έλληνες οι άνθρωποι που μετέχουν της δικής μας πολιτιστικής παράδοσης (παίδευσις) περισσότερο από εκείνους που μοιράζονται την ίδια εθνική καταγωγή (φύσις).»
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα πανελλήνιο ιδανικό θεμελιωμένο όχι στη φυλή ή στην εθνικότητα, αλλά στον πολιτισμό, στην πολιτιστική υπεροχή των Ελλήνων· ενός πολιτισμού στον οποίο όλοι μπορούν να μετάσχουν, όποια κι αν είναι η εθνικότητά τους, και ο οποίος έτσι αποκτά σχεδόν οικουμενική σημασία.
Ο Ισοκράτης, ωστόσο, δεν παραλείπει να επισημάνει την υπεροχή των Ελλήνων έναντι των Περσών, υποστηρίζοντας ότι οι τελευταίοι
«έχουν σώματα μαλθακά από την πολυτέλεια χάρη στον πλούτο, αλλά ψυχές ταπεινωμένες και φοβισμένες λόγω της μοναρχίας· υφίστανται ταπεινώσεις μπροστά στις πύλες του βασιλικού παλατιού, προσκυνούν κατά γης και εξευτελίζονται με κάθε τρόπο, λατρεύουν έναν θνητό αποκαλώντας τον θεό, ενώ θεωρούν μικρότερης αξίας τους θεούς των ανθρώπων.»
Εκφράσεις σαν αυτές, που απαντούν επίσης στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, είναι εκείνες που θα οδηγήσουν τον Χέγκελ να πει ότι οι Έλληνες ανακάλυψαν την ελευθερία· διότι ανάμεσά τους τουλάχιστον κάποιοι ήταν ελεύθεροι (όχι όλοι, αφού υπήρχαν και δούλοι), ενώ στους ανατολικούς λαούς ελεύθερος ήταν μόνο ένας, ο δεσπότης, και όλοι οι άλλοι ήταν δούλοι· γι’ αυτό και στην πραγματικότητα κανείς δεν ήταν πραγματικά ελεύθερος, αφού η ελευθερία είναι σχέση μεταξύ περισσοτέρων ελευθέρων ανθρώπων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στον Πανηγυρικό γίνεται δύο φορές αναφορά στην κατάσταση της Κύπρου, του νησιού που κατοικούνταν από Έλληνες στο ανατολικό άκρο της Μεσογείου και που εκείνη τη στιγμή διεκδικείτο από Έλληνες και Πέρσες. Φαίνεται ότι γύρω στο 390 ο Έλληνας Ευαγόρας, βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου, επαναστάτησε εναντίον των Περσών, που κυριαρχούσαν στο νησί, ζητώντας βοήθεια από τους Αθηναίους, οι οποίοι του έστειλαν στρατό σε βοήθεια. Όμως ο Πέρσης σατράπης Τιρίβαζος, διοικητής της Ιωνίας εκ μέρους του Μεγάλου Βασιλιά, ζήτησε με τη σειρά του βοήθεια από τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι του έστειλαν στρατό· έτσι στην Κύπρο συγκρούστηκαν σε πόλεμο δύο στρατοί, και οι δύο ελληνικοί, γεγονός που ο Ισοκράτης καταδικάζει έντονα.
Στην ειρήνη του Ανταλκίδα οι Σπαρτιάτες υποσχέθηκαν να παραδώσουν τον Ευαγόρα στους Πέρσες· εκείνος όμως αντιστάθηκε για έξι χρόνια με μια ολιγάριθμη δύναμη (τρεις χιλιάδες πελταστές, δηλαδή πεζοί οπλισμένοι με ελαφρύτερες ασπίδες), κερδίζοντας έτσι τον έπαινο του Ισοκράτη.
Η είδηση είναι σημαντική, διότι μετά τον Πανηγυρικό ο Ισοκράτης έγραψε τρεις λόγους απευθυνόμενους στους απογόνους του Ευαγόρα, βασιλιά της Σαλαμίνας της Κύπρου, δηλαδή: «Προς Νικοκλέα» (περίπου το 370 π.Χ.), «Νικοκλής» (368) και «Ευαγόρας» (365).
Στον λόγο Προς Νικοκλέα απευθύνεται στον γιο του Ευαγόρα, που τον διαδέχθηκε στον θρόνο, υποστηρίζοντας ότι αν ο Νικοκλής θέλει να είναι καλός βασιλιάς πρέπει να γίνει σοφός (φρόνιμος), να καλλιεργήσει την ψυχή του και να επιδιώξει την αρετή, διότι η σοφία είναι χρήσιμη για να κυβερνά κανείς σωστά. Πρέπει, επιπλέον, να μάθει την ιστορία, η οποία χρησιμεύει για την απόκτηση εμπειρίας.
Στον λόγο Νικοκλής, που αποτελεί πρότυπο λόγου απευθυνόμενου από τον ίδιο τον Νικοκλή στους υπηκόους του, ο Ισοκράτης τονίζει τη σημασία της ρητορικής, την οποία θεωρεί ως τη μόνη τέχνη ικανή να παρέχει τη σωστή συμβουλή για τον τρόπο να εξυπηρετείται το κοινό καλό.
Στον λόγο Ευαγόρας, τέλος, ο Ισοκράτης απευθύνεται στον γιο του Νικοκλή, που τον διαδέχθηκε με τη σειρά του στον θρόνο, και μπορεί να ονομαστεί Ευαγόρας Β΄, δίνοντάς του πάνω-κάτω τις ίδιες συμβουλές.
Οι τρεις αυτοί λόγοι που απευθύνονται στη δυναστεία των Ευαγοριδών μαρτυρούν πόσο μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον του Ισοκράτη για όλες τις ελληνικές πόλεις – πάντα σε πανελλήνια και αντιπερσική κατεύθυνση – αλλά και πόσο έντονη ήταν μέσα του η πρόθεση να παρέχει αγωγή στους πολιτικούς άνδρες· πρόθεση ανάλογη με εκείνη του Πλάτωνα, αν και θεμελιωμένη σε διαφορετική αντίληψη για τη φιλοσοφία.
Το πολιτικό ενδιαφέρον του Ισοκράτη στρεφόταν, εκτός από την Ελλάδα στο σύνολό της, και στην ίδια του την πόλη, δηλαδή την Αθήνα. Πράγματι, το 357 έγραψε τον Αρεοπαγιτικό, λόγο που απευθυνόταν ιδεατά στη συνέλευση όλων των Αθηναίων πολιτών, αν και στην πράξη ήταν κατευθυνόμενος στα μέλη της σχολής του ρητορικής, στον οποίο ο Ισοκράτης προέτρεπε τους συμπολίτες του να επαναφέρουν τις παλιές εξουσίες του Αρείου Πάγου.
Αυτό ήταν ένα σώμα πρώην αρχόντων, που έπαιρνε το όνομά του από τον λόφο του Άρη όπου συνερχόταν, και είχε ιδρυθεί στην αρχαιότητα ως ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο, με εξουσία να ελέγχει την καταλληλότητα των ίδιων των αρχόντων για το αξίωμα που κατείχαν· όμως γύρω στο 462 είχε χάσει αυτή την αρμοδιότητα, διατηρώντας μόνο την αρμοδιότητα να δικάζει εγκλήματα φόνου. Ο Άρειος Πάγος ήταν το σύμβολο μιας αριστοκρατίας που δεν εναντιωνόταν στη δημοκρατία των Αθηνών, αλλά τη συγκρατούσε και τη μετρίαζε, δίνοντας μορφή σε εκείνη τη μικτή πολιτεία αριστοκρατίας και δημοκρατίας που ανάγονταν στον Σόλωνα και στον Κλεισθένη και που οι Αθηναίοι αποκαλούσαν «πάτρια πολιτεία».
Έτσι, ο Ισοκράτης, προτρέποντας τη συνέλευση να επαναφέρει τις εξουσίες του Αρείου Πάγου, τάσσονταν υπέρ αυτού του τύπου πολιτεύματος, μιας μετριοπαθούς δημοκρατίας, η οποία διέφερε από την οργάνωση της πόλης που είχε περιγράψει ο Πλάτωνας, σαφώς αριστοκρατική και αντιδημοκρατική, αλλά έμοιαζε πολύ με εκείνη που θα ήταν η προτιμώμενη πολιτεία του Αριστοτέλη, που ονομάζεται ακριβώς «πολιτεία», δηλαδή το πολίτευμα κατ’ εξοχήν.
Είναι φανερό ότι ο Ισοκράτης δεν ήταν ικανοποιημένος από τον τύπο δημοκρατίας που είχε εγκαθιδρυθεί στην Αθήνα στην περίοδο της ζωής του, την οποία θεωρούσε υπερβολική και κατηγορούσε ότι ακολουθούσε εξωτερική πολιτική ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα. Απόδειξη αυτής της κατηγορίας αποτελεί ένας άλλος λόγος του, γραμμένος γύρω στο 355 π.Χ., δηλαδή μετά την εμπλοκή της Αθήνας στό λεγόμενο «κοινωνικό πόλεμο» εναντίον των πόλεων που είχαν αποστατήσει από τη Συμμαχία της Δήλου υπό την ηγεσία της (Χίος, Ρόδος, Κως και αργότερα το Βυζάντιο).
Αυτός ο πόλεμος, στον οποίο σκοτώθηκε ο στρατηγός Χαβρίας, τον οποίο είχε υπερασπιστεί ο Πλάτωνας το 366, κατέληξε με την ήττα της Αθήνας. Τότε ο Ισοκράτης έγραψε τον λόγο Περί ειρήνης, στον οποίο επέκρινε τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, θεωρώντας τον αιτία της πολιτικής και ηθικής παρακμής της πόλης, και προέτρεπε τους Αθηναίους στην ειρήνη με τις άλλες ελληνικές πόλεις.
Στην πραγματικότητα, ο λόγος απευθυνόταν στους ίδιους τους μαθητές του Ισοκράτη· πράγματι, έκλεινε με τα εξής λόγια:
«Η τελευταία μου έκκληση είναι προς τους νέους και προς όσους βρίσκονται στην ακμή της ζωής: να λέτε και να γράφετε αυτά τα πράγματα, με τα οποία θα κατευθύνετε προς την αρετή και τη δικαιοσύνη τις πιο σημαντικές πόλεις, και εκείνες που παραδοσιακά ασκούν ηγεμονία· γιατί, να ξέρετε, στην ευημερία της Ελλάδας ευημερούν και οι άνθρωποι του πνεύματος (φιλόσοφοι).»
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου