Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Sumphilosophein 28

Συνέχεια από: Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

SUMPHILOSOPHEIN 28
Του Enrico Berti
ΙΙΙ. Η αληθινή πραγματικότητα



Η διακυβέρνηση της πόλης

1. Ο Πλάτων για την Αθήνα και τις Συρακούσες

Όποιος κι αν ήταν ο πραγματικός σκοπός της Ακαδημίας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί από τα μέλη της συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική ζωή, δηλαδή σε δράσεις υπέρ της δικής τους πόλης. Αυτή, δηλαδή η πόλις, ήταν ακόμη στό πρώτο μισό του 4ου αιώνα η κύρια πολιτική θεσμική μορφή της Ελλάδας· και ήταν μια κοινωνία πολιτών που κυβερνούσε με τρόπο αυτάρκη, δηλαδή αυτόνομο, από μια πρωτεύουσα (την ίδια την πόλη, το ἄστυ), ένα περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο έδαφος: στην περίπτωση της Αθήνας η Αττική· στην περίπτωση της Σπάρτης, σε ορισμένες στιγμές της ιστορίας της, ολόκληρη η Πελοπόννησος· στην περίπτωση των Συρακουσών, στο απόγειο της δύναμής τους, ολόκληρη η Σικελία και τμήμα της Ιταλίας.

Ο άλλος πολιτικός θεσμός που υπήρχε, λιγότερο διαδεδομένος τότε μεταξύ των Ελλήνων επειδή είχε υποκατασταθεί από τις πόλεις, ήταν η βασιλεία· οι δύο σημαντικότερες εκφράσεις της ήταν το βασίλειο της Περσίας, που κυβερνιόταν από εκείνον που οι Έλληνες αποκαλούσαν «Μέγας Βασιλεύς», ιστορικός εχθρός του ελληνισμού, και το βασίλειο της Μακεδονίας, που στο δεύτερο μισό του αιώνα θα κατακτούσε, με τον Φίλιππο Β΄, την ηγεμονία σε ολόκληρη την Ελλάδα και, με τον Μέγα Αλέξανδρο, θα την επέκτεινε στην Περσία, δηλαδή σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο γνωστό στους Έλληνες.

Το πρώτο μέλος της Ακαδημίας που ασχολήθηκε με την πολιτική ζωή ήταν ο ίδιος ο ιδρυτής της, δηλαδή ο Πλάτων, ο οποίος πιθανώς ίδρυσε τη σχολή ακριβώς ως συνέχεια της πολιτικής του δραστηριοποίησης. Δύο ήταν οι πόλεις στις οποίες ο Πλάτων αφιέρωσε αυτή την ενασχόληση: η Αθήνα, η πατρίδα του, και οι Συρακούσες, τότε η μεγαλύτερη και ισχυρότερη από τις ελληνικές πόλεις, γιατί κυριαρχούσε — όπως ήδη είπαμε — σε ολόκληρη τη Σικελία και σε μέρος της Ιταλίας.

Οι κύριες ιστορικές πηγές από τις οποίες αντλούνται οι πληροφορίες για την πολιτική δράση του Πλάτωνα είναι πρώτα απ’ όλα οι Επιστολές που του αποδίδονται, έπειτα ο Βίος του Δίωνα που περιλαμβάνεται στους Παράλληλους Βίους του Πλουτάρχου και, τέλος, η βιογραφία του ίδιου του Πλάτωνα που έγραψε ο Διογένης Λαέρτιος.

Στις Επιστολές βαραίνει η ισχυρή αμφιβολία ως προς την αυθεντικότητά τους, η οποία για τις περισσότερες μεταφράζεται σε μια πραγματική βεβαιότητα ανακρίβειας. Το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος ήταν πράγματι πολύ διαδεδομένο στην αρχαιότητα και προσφερόταν για εύκολες πλαστογραφήσεις, που υπαγορεύονταν συνήθως από εμπορικούς σκοπούς: το να κυκλοφορήσει στην αγορά μια επιστολή του Πλάτωνα προς τον τύραννο Διονύσιο των Συρακουσών ή μια επιστολή του Αριστοτέλη προς τον βασιλιά Φίλιππο, ή ακόμη και προς τον Αλέξανδρο, μπορούσε ασφαλώς να αποφέρει κέρδος.

Οι πλαστογραφίες, ωστόσο, για να μη γίνονται πολύ εύκολα αναγνωρίσιμες, έπρεπε να περιέχουν ειδήσεις αναγνωρίσιμες ως αληθινές· άρα από ιστορική σκοπιά μπορούν να λειτουργήσουν ως αξιόπιστες πηγές.

Τέτοια είναι η περίπτωση της πιο διάσημης ανάμεσα στις Επιστολές που αποδίδονται στον Πλάτωνα, της Επιστολής Ζ΄, η οποία θέλει να είναι μια απάντηση του Πλάτωνα προς τους φίλους του Δίωνα, γραμμένη μετά τον θάνατό του (354 π.Χ.) ως μορφή αποστασιοποίησης από τους δολοφόνους του. Περιέχει ένα είδος αυτοβιογραφίας του Πλάτωνα, αφηγημένης κατά μερικούς από τον ίδιο, κατά άλλους από έναν μαθητή του.

Μετά τα επιχειρήματα υπέρ της αυθεντικότητας της Επιστολής που προέβαλε ο Giorgio Pasquali και κατά αυτής από τον Antonio Maddalena, είναι δύσκολο να προστεθούν άλλα. Σε κάθε περίπτωση, είτε είναι γνήσια είτε όχι, η Επιστολή Ζ΄ περιέχει ειδήσεις των οποίων είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί η αλήθεια, επειδή στην εποχή εκείνη ήταν επαληθεύσιμες από όλους. Σε αυτήν, επομένως, θα ανατρέξουμε κυρίως, και μάλιστα επειδή αυτή η Επιστολή φαίνεται να είναι η πηγή του Πλουτάρχου, αν όχι και του Διογένη Λαέρτιου.

Σε αυτήν γράφει ο Πλάτων, ή κάποιος άλλος για λογαριασμό του:

*«Όταν ήμουν νέος, είχα μια εμπειρία παρόμοια με εκείνη πολλών άλλων: σκεφτόμουν να αφοσιωθώ στην πολιτική ζωή [κυριολεκτικά: στα κοινά της πόλης, ἐπὶ τὰ κοινὰ τῆς πόλεως], μόλις θα είχα γίνει κύριος του εαυτού μου. Και έτυχε τότε να συμβεί αυτό στην πόλη: η κυβέρνηση, δεχόμενη επιθέσεις από πολλούς, πέρασε σε άλλα χέρια, και πενήντα ένας πολίτες έγιναν οι κυβερνήτες του κράτους. Έντεκα τοποθετήθηκαν επικεφαλής του κέντρου της πόλης, δέκα επικεφαλής του Πειραιά, όλοι με την εντολή να εποπτεύουν την αγορά και να φροντίζουν τη διοίκηση, και, επάνω σε αυτούς, τριάντα άρχοντες με πλήρη εξουσία».

Η αναφορά είναι στην κυβέρνηση των λεγόμενων Τριάντα Τυράννων, που κατέλαβαν την εξουσία στην Αθήνα μετά την ήττα της πόλης στον Πελοποννησιακό πόλεμο από τη Σπάρτη (404 π.Χ.). Τότε ο Πλάτων ήταν 23 ή 24 ετών, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια (καθώς είχε μεταξύ των προγόνων του τον μυθικό βασιλιά Κόδρο από την πλευρά του πατέρα και τον μεγάλο νομοθέτη Σόλωνα από την πλευρά της μητέρας), ήταν ανιψιός ενός εκ των Τριάντα, του Κριτία, στον οποίο θα αφιέρωνε έναν από τους διαλόγους του, και βρισκόταν, συνεπώς, σε ιδανικές συνθήκες για να ξεκινήσει μια λαμπρή πολιτική καριέρα.

Δεν τον κινούσε, ωστόσο, η φιλοδοξία, αλλά — ως καλός μαθητής του Σωκράτη, που ήδη ήταν — η επιθυμία να συμβάλει στην πραγμάτωση της δικαιοσύνης. Αυτή η επιθυμία όμως σύντομα διαψεύστηκε: δηλώνει πράγματι ότι οι Τριάντα Τύραννοι «σε λίγο χρόνο έκαναν να φαίνεται χρυσή η προηγούμενη κυβέρνηση», δηλαδή η κυβέρνηση του δημοκρατικού κόμματος, που είχε διεξαγάγει τον πόλεμο εναντίον της Σπάρτης και τον είχε χάσει, οδηγώντας την πόλη στην καταστροφή.

Ως ένδειξη της ατιμίας των Τριάντα, ο συγγραφέας αναφέρει το γεγονός ότι αυτοί έστειλαν τον Σωκράτη, τον οποίο χαρακτηρίζει «άνδρα που δεν διστάζω να πω πως ήταν ο πιο δίκαιος της εποχής του», να συλλάβει έναν πολίτη για να τον οδηγήσουν στον θάνατο (τον δημοκρατικό Λέοντα από τη Σαλαμίνα, επεισόδιο που μνημονεύεται επίσης από τον Πλάτωνα στη σίγουρα γνήσια Απολογία του Σωκράτη), πράγμα που ο Σωκράτης αρνήθηκε να πράξει.

Λίγο μετά, η κυβέρνηση των Τριάντα Τυράννων, ένοχη — σύμφωνα με τον Πλάτωνα — σοβαρών κακουργημάτων που οδήγησαν τον φιλόσοφο να παραιτηθεί από την πολιτική του δράση, κατέρρευσε και αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση του δημοκρατικού κόμματος, υπό την ηγεσία του Θρασύβουλου και του Άνυτου (403 π.Χ.).

Για αυτήν την κυβέρνηση ο Πλάτων μιλά αρχικά με θετικά λόγια, δηλώνοντας ότι, παρά τις αναπόφευκτες εκδικήσεις που συνοδεύουν κάθε επανάσταση, «οι άνθρωποι που τότε επέστρεψαν ήταν γεμάτοι μετριοπάθεια». Για αυτόν τον λόγο σκέφτηκε ξανά ότι θα μπορούσε να αφοσιωθεί στην πολιτική («με κατέλαβε ξανά, αν και λιγότερο έντονα, η επιθυμία να αφοσιωθώ στην πολιτική ζωή»), ένδειξη ότι αυτή αποτελούσε τό μεγάλο του πάθος.

Όμως μέσα σε λίγα χρόνια η δημοκρατική κυβέρνηση μολύνθηκε από εκείνο που, για τον Πλάτωνα, ήταν το σοβαρότερο έγκλημα που μπορούσε να διαπραχθεί: την κατηγορία ασέβειας εναντίον του Σωκράτη από τον Άνυτο, τον Μέλητο και τον Λύκωνα, τη θανατική του καταδίκη και την εκτέλεσή του (399 π.Χ.).

Έτσι ο Πλάτων πείστηκε ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να συμμετάσχει κανείς στην πολιτική παραμένοντας έντιμος, και παραιτήθηκε με μια απόφαση που αποδείχθηκε, τουλάχιστον όσον αφορά την Αθήνα, οριστική.

Σχετικά με αυτό το ζήτημα, η Επιστολή αναφέρει:


*«Οι νόμοι και τα ήθη διαφθείρονταν και διαλύονταν με τρόπο ασυνήθιστο, έτσι ώστε εγώ, που κάποτε επιθυμούσα πάρα πολύ να συμμετάσχω στη δημόσια ζωή, παρατηρώντας αυτά τα πράγματα και βλέποντας ότι όλα ήταν πλήρως αναστατωμένα, κατέληξα να τρομάξω».

Πράγματι, σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, ο Πλάτων δεν συμμετείχε στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Για αυτόν γνωρίζουμε, εκτός από την ίδρυση της Ακαδημίας, μόνο ένα επεισόδιο συμμετοχής στη ζωή της πόλης του, εκείνο που αφηγείται ο Διογένης Λαέρτιος:

«Είναι επίσης φήμη ότι αυτός [ο Πλάτων] ήταν ο μόνος που υπερασπίστηκε τον στρατηγό Χαβρία, ένοχο κεφαλαιώδους εγκλήματος, ενώ κανένας άλλος πολίτης δεν θέλησε να αναλάβει την πρωτοβουλία. Τότε ο συκοφάντης Κρόβιλος τον συνάντησε ενώ ανέβαινε μαζί με τον Χαβρία στην Ακρόπολη και του είπε: “Πας να υπερασπιστείς κάποιον άλλο, αγνοώντας ότι σε περιμένει κι εσένα το κώνειο του Σωκράτη;”. Ο Πλάτων απάντησε: “Ακόμα κι όταν πολεμούσα για την πατρίδα, αντιμετώπιζα τους κινδύνους· και τώρα θα τους αντιμετωπίσω, όπως απαιτεί το καθήκον προς τον φίλο”».

Ο Χαβρίας, επαγγελματίας στρατιωτικός και εκλεγμένος στρατηγός από τους Αθηναίους 13 φορές, δικάστηκε με την κατηγορία ότι παρέδωσε τον Ωρωπό στους Θηβαίους το 366 π.Χ. και αθωώθηκε. Εκείνη την περίοδο ο Πλάτων πρέπει να είχε μόλις επιστρέψει από το δεύτερο ταξίδι του στις Συρακούσες, για το οποίο θα μιλήσουμε τώρα. Η απάντηση του Πλάτωνα στον Κρόβιλο, άγνωστο πρόσωπο, υπαινίσσεται μια υποτιθέμενη στρατιωτική θητεία του ίδιου του Πλάτωνα στην υπηρεσία της Αθήνας, για την οποία δεν γνωρίζουμε τίποτε· προπαντός, όμως, αποκαλύπτει το αίσθημα πίστης προς έναν φίλο, που τον ωθεί να περιφρονεί τον κίνδυνο. Είδαμε, πράγματι, ότι ο Χαβρίας αναφέρεται από τον Πλούταρχο ανάμεσα στους μαθητές του Πλάτωνα, δηλαδή μεταξύ των μελών της Ακαδημίας, που ακολούθησαν πολιτική καριέρα. Παραμένει το γεγονός ότι καμία άλλη πολιτική σχέση του Πλάτωνα με την Αθήνα δεν μας έχει μεταδοθεί.

Αντίθετα, υπάρχει μια άλλη πόλη στην οποία ο Πλάτων αφιέρωσε σχεδόν όλη τη ζωή του τον μέγιστο πολιτικό μόχθο: οι Συρακούσες, οι οποίες αποτελούσαν, όπως είδαμε, ίσως τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη του ελληνικού κόσμου της εποχής.

Μετά τις νεανικές απογοητεύσεις που γνώρισε στην Αθήνα, ο Πλάτων πείστηκε ότι υπήρχε ακόμη μια δυνατότητα να πραγματοποιηθεί η δικαιοσύνη μέσα στις πόλεις· αυτή περιγράφεται έτσι στην Επιστολή Ζ΄:

«Συνέχιζα, βέβαια, να παρατηρώ αν θα μπορούσε να υπάρξει κάποια βελτίωση, και κυρίως αν θα μπορούσε να βελτιωθεί η διακυβέρνηση της πόλης, αλλά, για να δράσω, περίμενα πάντοτε την κατάλληλη στιγμή, ώσπου στο τέλος κατάλαβα ότι όλες οι πόλεις κυβερνιούνταν άσχημα, γιατί οι νόμοι τους δεν μπορούσαν να εξυγιανθούν χωρίς θαυμαστή προετοιμασία σε συνδυασμό με καλή τύχη· και αναγκάστηκα να πω ότι μόνο η ορθή φιλοσοφία καθιστά δυνατό το να βλέπει κανείς τη δικαιοσύνη στις δημόσιες και ιδιωτικές υποθέσεις, και να επαινώ μόνο αυτήν. Είδα λοιπόν ότι ποτέ δεν θα σταματούσαν οι συμφορές των ανθρώπινων γενεών, αν πρώτα στην πολιτική εξουσία δεν έφθαναν άνθρωποι αληθινά και ειλικρινά φιλόσοφοι, ή οι ηγέτες των πόλεων δεν γίνονταν, από κάποιο θεϊκό πεπρωμένο, αληθινοί φιλόσοφοι».

Όποιος κι αν είναι ο συγγραφέας της Επιστολής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή εξέφραζε τον αληθινό στοχασμό του Πλάτωνα, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή του, σχεδόν με τις ίδιες λέξεις, που περιέχεται στην Πολιτεία. Η εντύπωση ενός αφελούς ουτοπισμού που μπορεί να δώσει αυτή η δήλωση, πρέπει να ξεπεραστεί αν λάβουμε υπόψη ότι με τον όρο «φιλόσοφοι» ο Πλάτων δεν εννοεί τους φιλοσόφους κατ’ επάγγελμα, ή τους καθηγητές φιλοσοφίας — που θα τους αποκαλούσε «σοφιστές» — αλλά εκείνους που γνωρίζουν το αγαθό και το πράττουν, δηλαδή αυτούς που σήμερα θα ονομάζαμε τους ικανούς και τους έντιμους.

Ε λοιπόν, η συνθήκη που υπαινίσσονται αυτά τα λόγια φάνηκε να πραγματοποιείται ακριβώς στις Συρακούσες, όπου βασίλευε ένας τύραννος, ο Διονύσιος, που όλοι αργότερα ονόμασαν τον Πρεσβύτερο για να τον διακρίνουν από τον διάδοχό του Διονύσιο τον Νεότερο. Η κατάσταση φάνηκε ευνοϊκή όχι τόσο χάρη στον Διονύσιο, που στον Πλάτωνα αποκαλύφθηκε αμέσως στη γνήσια φύση του ως τυράννου, δηλαδή ως η μορφή που ο Πλάτων στην Πολιτεία τοποθετεί στον αντίποδα του αληθινού φιλοσόφου, όσο χάρη σε έναν άλλο χαρακτήρα, που σημάδεψε βαθιά τη ζωή του Πλάτωνα: τον Δίωνα.

Ο Πλάτων τον είχε γνωρίσει με την ευκαιρία του πρώτου του ταξιδιού στις Συρακούσες. Δεν είναι σαφές για ποιο λόγο ο Πλάτων μετέβη για πρώτη φορά στις Συρακούσες, πιθανώς το 388 π.Χ., αφού προηγουμένως είχε βρεθεί στην Ιταλία, στην κοινότητα των Πυθαγορείων· ίσως επειδή τότε οι Συρακούσες ήταν η πρωτεύουσα της ισχυρότερης πολιτικής δύναμης του ελληνικού κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, το πιο σημαντικό γεγονός του πρώτου του ταξιδιού ήταν η συνάντηση με τον Δίωνα.

Ο Δίων, όπως αφηγείται ο Πλούταρχος, ήταν αδελφός της Αριστομάχης, της δεύτερης συζύγου του Διονυσίου, και συνεπώς γαμπρός του τυράννου, γεγονός που τον έθετε σε σημαντική θέση από πολιτική σκοπιά. Έγινε μαθητής του Πλάτωνα και προσχώρησε στη φιλοσοφία του. Αυτό τον οδήγησε αναπόφευκτα σε θέσεις αντίθετες προς τον τύραννο, με τον οποίο ωστόσο διατηρούσε τη σχέση που του εξασφάλιζε η συγγένεια. Χάρη σε αυτό, ο Δίων πέτυχε ώστε ο Διονύσιος να συναντήσει τον Πλάτωνα και να τον ακούσει· αλλά η συνάντηση σύντομα εκφυλίστηκε, γιατί ο τύραννος κατάλαβε ότι οι διδασκαλίες του Πλάτωνα για τη δικαιοσύνη στην πόλη ήταν άλλες τόσες κατηγορίες κατά του τρόπου διακυβέρνησής του, οργίστηκε και έδιωξε τον Πλάτωνα από τις Συρακούσες, βάζοντάς τον σε πλοίο ενός ονόματι Πολλίδη, ο οποίος είχε την εντολή να τον σκοτώσει, αλλά αντ’ αυτού τον πούλησε δούλο στην Αίγινα.

Ήταν τότε που ο Πλάτων, όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο, αφού εξαγοράστηκε από τον Αννίκερι και έλαβε από αυτόν ως δώρο τα χρήματα που χρειάζονταν για να αγοράσει τον κήπο στην Ακαδημία, ίδρυσε τη σχολή του (387 π.Χ.), πιθανότατα με σκοπό να πραγματοποιήσει, μέσω αυτής, το σχέδιό του να διαπλάσει με τη φιλοσοφία τους μελλοντικούς άρχοντες.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυση της σχολής έγραψε την Πολιτεία, που είναι το μεγάλο μανιφέστο του ιδεατού του σχεδίου και περιέχει το πρόγραμμα διαπαιδαγώγησης των μελλοντικών κυβερνητών: μέσω της μελέτης των μαθηματικών, ως προπαιδείας στη διαλεκτική, και μέσω της άσκησης της ίδιας της διαλεκτικής, όρος με τον οποίο ο Πλάτων εννοούσε τη φιλοσοφία.

Σε αυτόν τον διάλογο, όπως είναι γνωστό, ο Πλάτων παραβάλλει τη διαπαιδαγώγηση του φιλοσόφου με την έξοδο από ένα σπήλαιο, που του επιτρέπει να αντικρίσει τον Ήλιο, δηλαδή το αγαθό, και διακηρύσσει την αναγκαιότητα να εξαναγκαστεί ο φιλόσοφος να επιστρέψει μέσα στο σπήλαιο, παρά τις αντιστάσεις του, για να πραγματώσει το αγαθό που γνώρισε, δηλαδή για να κυβερνήσει την πόλη.

Η ευκαιρία για να «επιστρέψει στο σπήλαιο», δηλαδή για να ξαναρχίσει τη δέσμευσή του στην πολιτική, φάνηκε να παρουσιάζεται στον Πλάτωνα με την είδηση του θανάτου του Διονυσίου του Πρεσβύτερου, όταν η εξουσία στις Συρακούσες κληρονομήθηκε από τον γιο του τυράννου, τον Διονύσιο Β΄, που αργότερα ονομάστηκε ο Νεότερος (367 π.Χ.). Αυτός ήταν γιος της πρώτης συζύγου του Πρεσβύτερου, της Δωρίδας, και παντρεύτηκε μία από τις δύο κόρες της δεύτερης συζύγου του πατέρα του, της Σωφροσύνης, ενώ η άλλη κόρη, η Αρέτη, δόθηκε ως σύζυγος στον Δίωνα, που ήταν θείος του. Έτσι, ο Δίων ήταν, εκτός από θείος εξ αγχιστείας του Διονυσίου του Νεότερου, και γαμπρός του, γεγονός που σίγουρα του έδινε σημαντική θέση στη διακυβέρνηση της πόλης. Ταυτόχρονα, όμως, τον καθιστούσε αντιπαθή στους αυλικούς, οι οποίοι με συκοφαντίες προσπαθούσαν να τον δυσφημίσουν ενώπιον του νέου τυράννου.

Ήταν ακριβώς ο Δίων που πρότεινε στον νεαρό Διονύσιο τη δυνατότητα να καλέσει τον Πλάτωνα στις Συρακούσες και να στηριχθεί σε αυτόν για την εκπαίδευσή του και για συμβουλές στη διακυβέρνηση της πόλης. Έτσι, ο Διονύσιος έγραψε στον Πλάτωνα, προσκαλώντας τον να μεταβεί στις Συρακούσες, και μαζί με τις επιστολές του έφτασαν στον φιλόσοφο και οι πιέσεις του ίδιου του Δίωνα και των Πυθαγορείων.

Ο Πλάτων πείστηκε εύκολα, και γιατί η πολιτική δέσμευση αποτελούσε μέρος της αντίληψής του για τα καθήκοντα του φιλοσόφου, και έτσι μετέβη για δεύτερη φορά στις Συρακούσες. Εκεί προσπάθησε πρώτα απ’ όλα να πείσει τον τύραννο, που ζούσε βίο άσωτο, να αλλάξει τρόπο ζωής, θεωρώντας ότι αυτή ήταν η αναγκαία προϋπόθεση για να κυβερνηθεί σωστά η πόλη. Έπειτα, πιθανότατα μαζί με τον Δίωνα, του έδωσε συμβουλές σχετικά με το πώς να κυβερνά, ποιους νόμους να θεσπίσει, πώς να συμπεριφερθεί προς τις άλλες πόλεις της Σικελίας.

Κατά τον Πλούταρχο, ο Πλάτων έγινε δεκτός από τον Διονύσιο με μεγάλες τιμές και
«στην αυλή όλοι όρμησαν, θα έλεγε κανείς, στα γράμματα και στη φιλοσοφία· το βασιλικό παλάτι, όπως έλεγαν οι σύγχρονοι, είχε γεμίσει σκόνη από το πλήθος των ανθρώπων που μελετούσαν γεωμετρία».


Για να κατανοήσουμε αυτά τα λόγια, πρέπει να θυμηθούμε ότι εκείνη την εποχή η γεωμετρία μελετιόταν σχεδιάζοντας τις μορφές πάνω στην άμμο, και ότι η γεωμετρία, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Πλάτωνα, ήταν η αναγκαία προπαιδεία στη φιλοσοφία και επομένως στην πολιτική.

Πάντοτε κατά τον Πλούταρχο, ωστόσο, ο Διονύσιος δεν φαινόταν να δίνει ακρόαση στις συμβουλές του Πλάτωνα και του Δίωνα, τόσο ώστε ο τελευταίος, σε κάποια στιγμή, συνέλαβε το σχέδιο να τον ανατρέψει και να αποκαταστήσει την εξουσία στους Συρακουσίους. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, και ο Πλάτων συμμερίστηκε αυτό το σχέδιο, μάλιστα επιχείρησε να παρακινήσει τον ίδιο τον Δίωνα και κάποιον Θεοδωτά να απελευθερώσουν τη Σικελία από τον τύραννο.

Δεν είναι σαφές πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, δηλαδή αν ο Πλάτων παρασύρθηκε πράγματι σε συνωμοσία εναντίον του Διονυσίου. Το γεγονός είναι ότι εκείνος, ειδοποιημένος ή παρακινημένος από τους αυλικούς του, έδιωξε τον Δίωνα από τις Συρακούσες και έκλεισε τον Πλάτωνα στην ακρόπολη, αναθέτοντάς του μια φρουρά που, με το πρόσχημα ότι τον προστάτευε, στην πράξη τον κρατούσε αιχμάλωτο.

Πάντοτε κατά τον Πλούταρχο, ο Διονύσιος θα είχε μάλιστα ερωτευθεί τον Πλάτωνα, δείχνοντας ζήλια για τη φιλία του με τον Δίωνα και απαιτώντας ο Πλάτων να είναι αποκλειστικά φίλος δικός του. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, αντίθετα, ο Πλάτων θα είχε διατρέξει κίνδυνο ζωής, σε σημείο που ο Πυθαγόρειος Αρχύτας, άρχοντας του Τάραντα, λέγεται ότι έγραψε επιστολή στον Διονύσιο, παρακαλώντας τον να σώσει τη ζωή του Πλάτωνα και να τον στείλει πίσω στην Αθήνα. Όπως κι αν έγιναν τα πράγματα, ο Διονύσιος άφησε τελικά τον Πλάτωνα να φύγει, και γιατί στο μεταξύ είχε ξεσπάσει ένας πόλεμος που τον απασχολούσε.

Ο Πλάτων επέστρεψε στην Αθήνα μετά από μόλις έναν χρόνο παραμονής στις Συρακούσες, πιθανότατα το 366 π.Χ., δηλαδή στο πλαίσιο του δεύτερου ταξιδιού του. Ο Διονύσιος, που μετά την εκδίωξη του Δίωνα συνέχισε να του στέλνει τις προσόδους των κτήσεών του, του υποσχέθηκε με δική του πρωτοβουλία να τον καλέσει πίσω, αλλά δεν κράτησε την υπόσχεση. Έτσι, ο Δίων, επιστρέφοντας στην Ακαδημία, τον αφιέρωσε στις σπουδές της φιλοσοφίας και τον έκανε με τον τρόπο αυτόν έναν από τους Ακαδημαϊκούς.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Δίων έμεινε στην Αθήνα, κατοικώντας στο σπίτι κάποιου Καλλίππου, με τον οποίο έγινε πολύ στενός φίλος· στην Ακαδημία συναναστρεφόταν κυρίως τον Σπεύσιππο. Ύστερα, ο Δίων ταξίδεψε σε άλλες ελληνικές πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Σπάρτης, που του παραχώρησε την τιμητική πολιτογράφηση.

Ο Διονύσιος, ωστόσο, δεν παραιτήθηκε από την παρουσία του Πλάτωνα, και έτσι κατέβαλε προσπάθειες για να προκαλέσει την επιστροφή του στις Συρακούσες, παρακινώντας τον Αρχύτα και τους Πυθαγόρειους να γίνουν εγγυητές των υποσχέσεών του και να καλέσουν τον Πλάτωνα στην Ιταλία. Ο φιλόσοφος δίστασε αυτή τη φορά — και δικαιολογημένα, αν σκεφτούμε τη μεγάλη απογοήτευση που είχε γνωρίσει κατά την προηγούμενη διαμονή του στις Συρακούσες, που προστίθετο στην απογοήτευση που είχε νωρίτερα βιώσει στην Αθήνα· όλα, λοιπόν, έμοιαζαν να τον συμβουλεύουν να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη φιλοσοφική του δραστηριότητα στην Ακαδημία, εγκαταλείποντας οριστικά κάθε πολιτική ενασχόληση.

Αλλά οι πιέσεις του Διονυσίου, του Αρχύτα και του ίδιου του Δίωνα στο τέλος έπεισαν τον Πλάτωνα να αναχωρήσει για τρίτη φορά προς τις Συρακούσες, πιθανότατα με συντροφιά τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη, αλλά χωρίς τον Δίωνα (361 π.Χ.). Φαίνεται ότι οι Πυθαγόρειοι είχαν στείλει στην Αθήνα κάποιον Αρχέδημο για να πείσει τον Πλάτωνα να ξεκινήσει, ενώ ο Διονύσιος του είχε αποστείλει τριήρη για το ταξίδι, απειλώντας τον ταυτόχρονα ότι δεν θα συγχωρούσε πια τον Δίωνα, αν ο Πλάτωνας δεν έφευγε, και υποσχόμενος, αντιθέτως, να πράξει όλα όσα θα επιθυμούσε.

Για να κατανοήσουμε πόσο κόστισε στον Πλάτωνα η απόφαση αυτού του νέου ταξιδιού, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι εκείνη τη στιγμή, δηλαδή το 361 π.Χ., ήταν ήδη 66 ετών, ηλικία πολύ προχωρημένη για εκείνη την εποχή, και ότι ένα ταξίδι δια θαλάσσης από την Αθήνα στις Συρακούσες δεν ήταν χωρίς κινδύνους, ακόμη και θανάσιμους. Ωστόσο, το γεγονός ότι πείστηκε δείχνει πόση σημασία είχε γι’ αυτόν η πολιτική δέσμευση.

Μόλις έφθασε για τρίτη φορά στις Συρακούσες, ο Πλάτων θέλησε να δοκιμάσει τον Διονύσιο, εκθέτοντάς του αμέσως και ολοκληρωτικά τη διδασκαλία του για τις υπέρτατες αρχές της πραγματικότητας· διδασκαλία που, όπως είδαμε, ήταν αρκετά αφηρημένη και δύσκολη, και απαιτούσε, για να κατανοηθεί, σημαντικό υπόβαθρο μαθηματικών γνώσεων. Ο Διονύσιος όχι μόνο πίστεψε ότι την είχε καταλάβει τέλεια, αλλά έφτασε στο σημείο να συντάξει ένα γραπτό κείμενο πάνω σε όσα του είχε πει ο Πλάτωνας, παρουσιάζοντάς το ως δικό του έργο και όχι ως απλή αναπαραγωγή όσων είχε ακούσει.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, στην Επιστολή Ζ΄ ο Πλάτων — ή όποιος για λογαριασμό του — διατυπώνει τη διάσημη δήλωση, σύμφωνα με την οποία η διδασκαλία του δεν μπορεί να αποδοθεί γραπτώς· για τον λόγο αυτόν, ο ίδιος δεν την έγραψε ποτέ, και όλοι όσοι έχουν γράψει ή θα γράψουν γι’ αυτήν, δεν έχουν καταλάβει τίποτε. Εκφράζει έπειτα αμφιβολίες για το αν ο Διονύσιος είχε κατανοήσει τη διδασκαλία του και στο τέλος συμπεραίνει ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν, με βάση τον τρόπο με τον οποίο ο Διονύσιος τον μεταχειρίστηκε κατόπιν.

Αυτή η τελευταία αναφορά σχετίζεται με το γεγονός ότι ο Διονύσιος σταμάτησε να αποστέλλει στον Δίωνα τις προσόδους των κτημάτων του και, παρά τις διαμαρτυρίες του Πλάτωνα, πούλησε όλα τα υπάρχοντά του και κράτησε ο ίδιος τα έσοδα. Στις Συρακούσες ξέσπασαν κατόπιν ταραχές, επειδή ο Διονύσιος αποφάσισε να μειώσει τον μισθό των μισθοφόρων, και αυτοί επαναστάτησαν. Κατά τη διάρκεια αυτών των ταραχών ο Διονύσιος υποψιάστηκε την πίστη ενός ονόματι Ηρακλείδα και του ήδη μνημονευθέντος Θεοδωτά, φίλων του Πλάτωνα, και έτσι και ο ίδιος ο Πλάτων βρέθηκε σε δυσμένεια.

Ο Διονύσιος, ως συνέπεια, μετέφερε τον Πλάτωνα από τον κήπο δίπλα στο παλάτι, όπου διέμενε, σε μια συνοικία έξω από την ακρόπολη, όπου έμεναν οι μισθοφόροι, οι οποίοι εδώ και καιρό τον μισούσαν, επειδή ήθελε να πείσει τον Διονύσιο να απαλλαγεί από αυτούς. Ο Πλάτων, αντιλαμβανόμενος ότι κινδύνευε να δολοφονηθεί, ζήτησε τη βοήθεια του Αρχύτα και των Πυθαγορείων, οι οποίοι μεσολάβησαν στον Διονύσιο και πέτυχαν την απελευθέρωση του Πλάτωνα και την αναχώρησή του για την Αθήνα (360 π.Χ.).

Στον δρόμο της επιστροφής ο Πλάτων συνάντησε τον Δίωνα στην Ολυμπία, στην Πελοπόννησο, όπου ο φίλος του είχε μεταβεί για να παρακολουθήσει τους αγώνες, και τον ενημέρωσε για τη συμπεριφορά του Διονυσίου. Ο Δίων τότε αποφάσισε να εκδικηθεί τον Διονύσιο και να τον τιμωρήσει για τα κακουργήματά του· κάλεσε τον Πλάτωνα και τους φίλους του να ενωθούν μαζί του για να πάνε στη Σικελία να πολεμήσουν εναντίον του τυράννου.

Ο Πλάτων αυτή τη φορά αρνήθηκε, αλλά συναίνεσε ώστε ο Σπεύσιππος και άλλοι Ακαδημαϊκοί, ανάμεσα στους οποίους και ο Εύδημος ο Κύπριος, φίλος του Αριστοτέλη, να συνοδεύσουν τον Δίωνα στην εκστρατεία εναντίον του Διονυσίου. Το 357 ο Δίων, με τους φίλους του, ανάμεσά τους δύο Αθηναίοι αδελφοί, ο Κάλλιππος και ο Φιλόστρατος, ξεκίνησαν για τη Σικελία και, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Διονυσίου από τις Συρακούσες, λόγω εκστρατείας του τυράννου στην Καλαβρία, κατέλαβαν την πόλη, εγκαθιστώντας εκεί την εξουσία τους.

Σύντομα όμως ανάμεσα στους νέους κυβερνώντες ξέσπασαν διχόνοιες, επειδή μερικοί Συρακούσιοι κατηγόρησαν τον Δίωνα ότι ήθελε να γίνει τύραννος· και οι δύο Αθηναίοι αδελφοί, ιδίως ο Κάλλιππος, που στην Αθήνα είχε φιλοξενήσει τον Δίωνα στο σπίτι του, ενώθηκαν μαζί τους και συνεργάστηκαν σε μια εξέγερση, στην οποία ο Δίων δολοφονήθηκε (354 π.Χ.).

Στις συγκρούσεις ανάμεσα στους υποστηρικτές του Δίωνα και τους αντιπάλους του σκοτώθηκε επίσης ο Εύδημος ο Κύπριος, φίλος του Αριστοτέλη. Για να παρηγορηθεί για τον θάνατό του, ο Αριστοτέλης έγραψε τον διάλογο που έφερε το όνομά του, τον Εύδημο (σήμερα χαμένο), στον οποίο υποστήριζε την αθανασία της ψυχής.

Η προδοσία που διέπραξαν ο Κάλλιππος και ο Φιλόστρατος εναντίον του Δίωνα, η Ἐπιστολή Ζ΄ θα ήθελε να αποτελεί ένα είδος εγγράφου απολογίας, γραμμένης από τον Πλάτωνα προς τους φίλους του Δίωνα. Έτσι, πράγματι, εκφράζεται σχετικά με τους δύο Αθηναίους:

*«Αυτοί, όταν βρέθηκαν στη Σικελία, μόλις έμαθαν τις συκοφαντίες για τον Δίωνα που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους Σικελιώτες, τους οποίους είχε απελευθερώσει, ότι δηλαδή προσπαθούσε να γίνει τύραννος, όχι μόνο πρόδωσαν τον οικοδεσπότη και φίλο τους, αλλά έγιναν κατά κάποιο τρόπο οι ίδιοι δολοφόνοι του, βοηθώντας και συντρέχοντας, με τα όπλα στο χέρι, τους φονιάδες του. Την αισχρότητα και την ασεβή φύση αυτής της πράξης, εγώ δεν τη συγχωρώ, αλλά ούτε και θέλω να μιλήσω γι’ αυτήν, επειδή πολλοί άλλοι την τραγουδούν και θα την τραγουδούν στο μέλλον. Ωστόσο, το ότι η Αθήνα ατιμάστηκε από αυτούς τους δολοφόνους, όπως λέγεται, εγώ το αρνούμαι· γιατί Αθηναίος είναι και εκείνος που δεν θέλησε να προδώσει τον Δίωνα και γι’ αυτό αρνήθηκε πλούτη και άφθονες τιμές· αλλά αυτός δεν τον συνέδεε με μια κοινή φιλία, αλλά με εκείνη την οικειότητα που γεννιέται από την ελεύθερη παιδεία, τη μόνη στην οποία μπορεί να εμπιστευθεί ο φρόνιμος άνθρωπος, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στη συγγένεια των ψυχών και των σωμάτων. Επομένως, με καμία ντροπή δεν μολύνθηκε η πόλη από τους δολοφόνους του Δίωνα, σαν να ήταν ποτέ άνθρωποι που να μετρούσαν για κάτι».

Δεν είναι σαφές αν, με τις τελευταίες εκφράσεις, ο συγγραφέας υπαινίσσεται τον ίδιο τον Πλάτωνα ή τον Σπεύσιππο. Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερή η πρόθεσή του να απαλλάξει την Αθήνα και συνεπώς την Ακαδημία από κάθε μομφή.

Ο Κάλλιππος, μετά τον θάνατο του Δίωνα, κράτησε την εξουσία στις Συρακούσες για έναν χρόνο, αλλά έπειτα, ξεκινώντας για την κατάκτηση των Κατάνων, ηττήθηκε στη μάχη από τους φίλους του Δίωνα, οι οποίοι έτσι επέστρεψαν στην πόλη υπό την ηγεσία του Ιππάρινου, γιου του Διονυσίου του Πρεσβύτερου και, επομένως, ετεροθαλούς αδελφού του Διονυσίου του Νεότερου.

Το 347, έτος του θανάτου του Πλάτωνα, οι Συρακούσες ανακαταλήφθηκαν από τον Διονύσιο τον Νεότερο, αλλά ο λαός των Συρακουσών επαναστάτησε εναντίον του και κάλεσε σε βοήθεια τον Τιμολέοντα, άρχοντα της Κορίνθου, που ήταν η μητρόπολη των Συρακουσών. Σ’ αυτόν παραδόθηκε ο Διονύσιος (345 π.Χ.), πηγαίνοντας έπειτα και ο ίδιος στην Κόρινθο, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.

Έτσι έληξε η, συνολικά πικρή, ιστορία της πολιτικής ανάμειξης του Πλάτωνα στις Συρακούσες. Ο συγγραφέας της Ἐπιστολής Ζ΄, όποιος κι αν είναι, δεν φαίνεται να θεωρεί εντελώς αποτυχημένη την αποστολή του Πλάτωνα. Στο τέλος του κειμένου, πράγματι, καταλήγει:

*«Η συμβουλή μου, ύστερα από όσα σας διηγήθηκα, σας την έδωσα ήδη και είναι αρκετή. Για αυτόν τον λόγο διηγήθηκα το δεύτερο ταξίδι στη Σικελία, επειδή μου φάνηκε σκόπιμο να το αναφέρω, λόγω της δυσκολίας και της πρωτοτυπίας όσων συνέβησαν. Αν κάποιος θεωρεί λογικά αυτά που αφηγήθηκα και βρίσκει αρκετά δικαιολογημένα όσα έπραξα, πέτυχα αυτό που ήθελα, και δεν υπάρχει ανάγκη να πω περισσότερα».

Η συμβουλή στην οποία γίνεται αναφορά είναι εκείνη που εκφράζεται αμέσως μετά τη δικαίωση της Αθήνας, όταν το κείμενο δηλώνει:

*«Όλα αυτά τα είπα για να συμβουλέψω τους φίλους και τους οικείους του Δίωνα. Θέλω όμως να προσθέσω και μια άλλη συμβουλή, επαναλαμβάνοντας για τρίτη φορά τους ίδιους λόγους που ήδη δύο φορές είπα σε άλλους: να μη δουλωθεί η Σικελία, ούτε καμία άλλη πόλη, αλλά να ζουν όλες υπό την κυριαρχία των νόμων· αυτό λέω. Η τυραννία δεν ωφελεί ούτε τους καταπιεστές ούτε τους καταπιεζόμενους, ούτε τους γιους ούτε τους απογόνους των γιων· αντιθέτως, είναι μια εμπειρία απολύτως καταστροφική. Μόνο οι ευτελείς και δουλοπρεπείς άνθρωποι αγαπούν τέτοια κέρδη, οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τίποτε από ό,τι είναι καλό και δίκαιο, ανθρώπινα και θεϊκά, τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον. Αυτό ήθελα την πρώτη φορά να πείσω τον Δίωνα, τη δεύτερη τον Διονύσιο· την τρίτη εσάς τώρα».

Από αυτό το συμπέρασμα αντλεί ίχνη και ο τελευταίος διάλογος που έγραψε ο Πλάτων, οι Νόμοι, όπου το ιδεώδες που εκτίθεται στην Πολιτεία — οι φιλόσοφοι στην εξουσία —, ήδη περιορισμένο στον Πολιτικό (όπου ο πολιτικός νοείται θεμελιωδώς ως «υφαντής», δηλαδή ως ικανός διαμεσολαβητής), εγκαταλείπεται οριστικά και η διακυβέρνηση της πόλης ανατίθεται, ακριβώς, στους νόμους.

Συνεχίζεται με:
 
2. Ισοκράτης για την Αθήνα, για την Κύπρο και για την Ελλάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια: