Συνέχεια από Πέμπτη 16. Οκτωβρίου 2025
Μηδενισμός 4Του Franco Volpi, εκδόσεις Editori Laterza, 1996
Κεφάλαιο Τρίτο β
Μηδενισμός, ρομαντισμός, ιδεαλισμός
Αν το σύμπαν δεν είναι δεσμευμένο σε μια μεταφυσική περιπέτεια, τότε όλα είναι κοινότοπα.
Το γεγονός ότι ο όρος άρχισε τότε να κυκλοφορεί στη Γερμανία —ίσως μάλιστα και ως «θεμελιώδης όρος στη συζήτηση για τον ιδεαλισμό» (Pöggeler, στο Arendt, 1974: 310)— αποδεικνύεται από την περίσταση ότι ένα ευρέως διαδεδομένο έργο αναφοράς, όπως το Καθολικό φορητό λεξικό των φιλοσοφικών επιστημών του Wilhelm Traugott Krug (Allgemeines Handwörterbuch der philosophischen Wissenschaften, 1828), του αφιερώνει ξεχωριστό λήμμα, το οποίο προστέθηκε ρητά στον τόμο των συμπληρωμάτων.
Η κύρια, ωστόσο, επιβεβαίωση προέρχεται από λεξικολογικές έρευνες που έχουν τεκμηριώσει τη χρήση του όρου και από άλλους στοχαστές της ρομαντικής εποχής, ακόμη και πριν από την επιστολή του Jacobi προς τον Fichte. Για παράδειγμα, ο Daniel Jenisch —ένας θεολόγος σχεδόν άγνωστος κατά τα άλλα, που υπήρξε κοντά στον Hamann, είχε σχέσεις με τον Kant και κατέληξε αυτοκτονώντας στον ποταμό Spree— χρησιμοποιεί επανειλημμένα τον όρο στο έργο του Περί του θεμελίου και της αξίας των ανακαλύψεων του καθηγητή Kant στη μεταφυσική, την ηθική και την αισθητική (Über Grund und Wert der Entdeckungen des Herrn Professor Kant in der Metaphysik, Moral und Ästhetik, 1796), το οποίο παρουσίασε στον περίφημο διαγωνισμό της Πρωσικής Ακαδημίας για τις προόδους της μεταφυσικής, στον οποίο συμμετείχε και ο ίδιος ο Kant.
Απαντώντας στο ερώτημα «ποιες υπήρξαν οι πραγματικές πρόοδοι της μεταφυσικής στη Γερμανία από την εποχή του Leibniz και του Wolff», ο Jenisch αντιπαραθέτει στον σπινοζισμό —δηλαδή στον δογματισμό και τον ρεαλισμό— τη νέα θέση που αναδύθηκε με τον Kant, δηλαδή τον ιδεαλισμό, και προτίθεται να δείξει —όπως αναφέρει ο τίτλος της επιστολής του προς τον Kant, που δημοσιεύθηκε σε παράρτημα του έργου— «τις ευνοϊκές και δυσμενείς συνέπειες της κριτικής φιλοσοφίας έως σήμερα».
Υποστηρικτής ενός «σχεσιακού ρεαλισμού» (Verhältnis-Realismus), ο Jenisch ερμηνεύει τον καντιανό ιδεαλισμό όχι με απόλυτη, αλλά με κριτική έννοια, δηλαδή ως υπερβατολογικό ιδεαλισμό: εφόσον ο ανθρώπινος νους(MIND,NOHΣH) δεν είναι «αρχέτυπος» αλλά «παράτυπος» (nicht archetypisch, sondern ectypisch), δηλαδή δεν είναι αρχικός ούτε ικανός να παράγει ο ίδιος τις ιδέες και τις έννοιες που γνωρίζει, αλλά περιορισμένος και πεπερασμένος, το πράγμα καθ’ εαυτό δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Παραμένει, επομένως, μια σκληρή αντίσταση του Είναι[ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΝΟΣ, ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ], που δεν αφήνεται να απορροφηθεί και να διαλυθεί ολοκληρωτικά μέσα στη σκέψη.
Τώρα, παρόλο που η κατάργηση του πράγματος καθ’ εαυτό φαίνεται στη λογική και στη φαντασία μας ως μια τερατώδης και τρομερή υπόθεση, εντούτοις αυτή έχει ευρέως εφαρμοστεί από τη νεότερη φιλοσοφία, η οποία κατανόησε και ανέπτυξε τον ιδεαλισμό με απόλυτη έννοια. Με αυτήν την ενέργεια, ωστόσο, κατέληξε να αρνηθεί την πραγματικότητα των πραγμάτων, δηλαδή να εξαφανίσει μέσα στην άβυσσο της μη-πραγματικότητας, ανάμεσα στα «κύματα της λήθης του αιώνιου μηδενός», ολόκληρη τη φύση με το πλήθος των όντων και των πλασμάτων που σφύζουν στο σύμπαν.
Αν έτσι θα έπρεπε να ερμηνευθούν, τότε ο ιδεαλισμός και ο κριτικισμός «θα κήρυτταν τον πιο φανερό αθεϊσμό και μηδενισμό» (βλ. Pöggeler, στο Arendt, 1974: 335 κ.εξ.· Riedel, 1978: 380).
Περίπου την ίδια εποχή με τον Jacobi —και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και πριν από αυτόν— χρησιμοποιούν τον όρο «μηδενισμός» και άλλοι γνωστοί συγγραφείς, όπως ο Friedrich Schlegel και ο Jean Paul. Ο πρώτος μάλιστα τον χρησιμοποιεί πολλές φορές και με διαφορετικές σημασίες. Για παράδειγμα, σε μια σημείωση του 1797 ο Schlegel καταγράφει ότι «κάθε ευφυολογία τείνει προς τον μηδενισμό». Η εμφάνιση της έννοιας σε αυτό το απόσπασμα δεν είναι εύκολο να αποσαφηνιστεί ούτε να ερμηνευτεί. Πιθανότατα ο Schlegel αναφέρεται στη διαβρωτική λειτουργία της ευφυολογίας (Witz), δηλαδή της ειρωνείας: αυτή παράγει μια μετατόπιση της προοπτικής και μια αποστασιοποίηση απέναντι στο πεπερασμένο, αναστέλλει και καταστρέφει τις αξιώσεις του να ισχύει απολύτως, και με αυτή την έννοια τείνει προς εκείνον τον «μηδενισμό» που, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το πεπερασμένο και σχετικοποιώντας το, ανοίγει τον δρόμο προς το άπειρο, δηλαδή προς το αληθινό Απόλυτο.
Μια χρήση του όρου σε σαφή αναφορά προς την πολεμική του Jacobi εναντίον του Fichte απαντά, αντίθετα, στα πανεπιστημιακά μαθήματα που παρέδιδε ο Schlegel μεταξύ 1804 και 1806. Ιδού τι παρατηρεί σχετικά:
Παρά το γεγονός ότι ο ιδεαλισμός και ο ρεαλισμός βρίσκονται μεταξύ τους σε απόλυτη αντίθεση, είναι ωστόσο πάρα πολύ εύκολο να πηδήξει κανείς από το ένα άκρο στο άλλο. Και οι δύο οδηγούν εύκολα στον μηδενισμό (...). Ο μηδενισμός δεν θα έπρεπε να αποτελεί ένα δικό του, συγκεκριμένο σύστημα;
(Schlegel, 1837: 475· πρβλ. επίσης 428, 486).
Ο Schlegel χρησιμοποιεί τον όρο «μηδενισμός» και με μια άλλη σημασία, για να χαρακτηρίσει την ανατολική κοσμοθεώρηση. Λέει ότι ο μηδενισμός είναι η μυστικο-ανατολική μορφή του πανθεϊσμού (Schlegel, 1963: 27, 573, 575) —μια εξίσωση που απαντά αργότερα και στην Ουσία του χριστιανισμού του Feuerbach.
Ενώ στον Schlegel η σημασία του όρου ταλαντεύεται και μεταβάλλεται στις διάφορες φάσεις της σκέψης του, ο Jean Paul, αντίθετα, κάνει μια απολύτως συγκεκριμένη και σαφή χρήση του. Δημιουργός, όχι τυχαία, του χαρακτήρα του Roquairol (Titan, 1800–01) —μιας από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές μηδενιστή στη γερμανική λογοτεχνία— ο Jean Paul ασκεί κριτική, στην Clavis Fichtiana seu Leibgeberiana (1800), αφιερωμένη στον Jacobi, και κατόπιν σε ολόκληρο κεφάλαιο της Προπαιδείας στην αισθητική (Vorschule der Ästhetik, 1804), σε εκείνους που αποκαλεί «ποιητικούς μηδενιστές», δηλαδή τους ρομαντικούς.
Αυτοί βλέπουν μόνο την τέχνη και όχι τη φύση· μεθυσμένοι από το εγώ τους, βαθιά «εγωιστές», δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υμνούν το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας, δηλαδή τη αυθόρμητη δραστηριότητα του δημιουργικού εγώ, ξεχνώντας το μη-εγώ, τη φύση, ολόκληρο το σύμπαν, ακόμη και τον Θεό, τον οποίο τελικά καταλήγουν να μειώνουν στο μηδέν.
Όταν όμως, σχεδόν όπως ο ήλιος που δύει, και ο Θεός εξαφανίζεται και σβήνει για μια εποχή, τότε ολόκληρος ο κόσμος βυθίζεται στο σκοτάδι (Jean Paul, 1959: V, 31).
Η αθεΐα διασπά ολόκληρο το σύμπαν σε μια μυριάδα απομονωμένων εγώ, χωρίς ενότητα και σύνδεση, όπου το καθένα στέκει μόνο του μέσα στο Τίποτα —μπροστά στο οποίο ακόμη και ο Χριστός, στο τέλος των καιρών, απελπίζεται για την ύπαρξη του Θεού-Πατέρα.
Είναι η συγκλονιστική, αποκαλυπτική όραση που ο Jean Paul φαντάζεται δύο φορές.
Πρώτα, στο Θρήνο του νεκρού Σαίξπηρ, ανάμεσα στους νεκρούς που τον ακούν στην εκκλησία, για τη μη ύπαρξη του Θεού (Des toten Shakespears Klage unter den toten Zuhörern in der Kirche, daß kein Gott sei, 1789).
Επιχειρώντας μια λογοτεχνική περιγραφή της εμπειρίας του του Μηδενός, ο Jean Paul φαντάζεται μια φωνή που από το ιερό διακηρύσσει:
Δεν υπάρχει ούτε Θεός ούτε χρόνος.
Η αιωνιότητα δεν κάνει παρά να αναμασά τον εαυτό της και να ροκανίζει το χάος.
Το πολύχρωμο ουράνιο τόξο των όντων υψώνεται χωρίς ήλιο πάνω από την άβυσσο και διαλύεται σταγόνα σταγόνα· εμείς παρευρισκόμαστε στην άφωνη ταφή της αυτοκτονημένης Φύσης και ενταφιαζόμαστε μαζί της.
Ποιος, λοιπόν, σηκώνει το βλέμμα προς ένα θείο μάτι της Φύσης;
Εκείνη σας κοιτά με μια απέραντη κόγχη άδεια και μαύρη.
(Jean Paul, 1959: II, II, 590–591).
Μια δεύτερη φορά, στον περίφημο Λόγο του νεκρού Χριστού, από τα ύψη του σύμπαντος, για τη μη ύπαρξη του Θεού (Rede des toten Christus vom Weltgebäude herab, daß kein Gott sei, 1796), που εντάσσεται στο μυθιστόρημα Siebenkäs και έγινε γνωστός από τη Madame de Staël, η οποία τον μετέφρασε στα γαλλικά στο De l’Allemagne.
Εδώ ο Jean Paul τελειοποιεί και ριζοσπαστικοποιεί τη σκανδαλώδη του όραση του απόλυτου Μηδενός:
«Ακίνητο και άφωνο Μηδέν!
Ψυχρή, αιώνια αναγκαιότητα!
Τρελή τύχη!
Γνωρίζετε εσείς αυτό που εξουσιάζετε;
Πότε θα καταρρίψετε το οικοδόμημα — και εμένα μαζί;
Τύχη, γνωρίζεις τι κάνεις,
όταν προχωρείς με τις θύελλές σου μέσα στο χιονόχρωμο νέφος των άστρων,
σβήνοντας έναν ήλιο μετά τον άλλον με την πνοή σου,
και όταν η φωτεινή δροσιά των αστερισμών παύει να λάμπει στο πέρασμά σου;
Πόσο μόνος είναι ο καθένας μέσα στον απέραντο τάφο του σύμπαντος!
Δίπλα μου δεν υπάρχει παρά μόνο εγώ.
Ω Πατέρα! ω Πατέρα!
Πού είναι το άπειρο στήθος Σου,
για να μπορέσω να αναπαυθώ επάνω του;»
(Jean Paul, 1977: 30).
Στο Μηδέν καταποντίζεται τελικά και το σταθερό σημείο πάνω στο οποίο οι ιδεαλιστές θεμελίωναν την annihilatio mundi (η εκμηδένιση του κόσμου) τους, δηλαδή το εγώ.
Αν κάθε εγώ είναι πατέρας και δημιουργός του εαυτού του —αναρωτιέται ο Jean Paul— γιατί να μη μπορεί να είναι και ο δικός του άγγελος της καταστροφής;
(Jean Paul, 1977: 30).
Δεν είναι τυχαίο ότι, σε ένα άλλο κείμενο που πολλοί θεωρούν —λόγω της ριζικής και δηκτικής ειρωνείας του— ως το αποκορύφωμα του ρομαντικού μηδενισμού, στις Νυχτερινές σκοπιές του Bonaventura (Nachtwachen des Bonaventura, 1804), ο ανώνυμος συγγραφέας επαναλαμβάνει, στο επεισόδιο του Αιώνιου Ιουδαίου, το ίδιο μηδενιστικό μοτίβο του Jean Paul, χωρίς πλέον να το απαλύνει μέσα στο πλαίσιο του ονείρου όπως έκανε εκείνος.
Όλο το έργο είναι μια αναμέτρηση με το Μηδέν,
κι η ομολογία μηδενισμού που διατυπώνεται στον όγδοο «νυχτερινό» δεν θα μπορούσε να είναι πιο ζοφερή:
Το κρανίο δεν εγκαταλείπει ποτέ τη μάσκα που κοιτάζει με τα μάτια του·
η ζωή δεν είναι παρά το κουδουνιστό ένδυμα που το Μηδέν φορά
για να κουδουνίσει λίγο προτού το ξεσκίσει από πάνω του.
Τι είναι το Όλο; τίποτε άλλο παρά το Μηδέν:
αυτό πνίγεται από μόνο του και καταπίνει λαίμαργα τον εαυτό του·
να σε ποια γελοία απάτη καταλήγει η δοξασία
σύμφωνα με την οποία θα υπήρχε κάτι!
Αν, έστω και για μια στιγμή, αυτή η πνιγηρή κίνηση σταματούσε,
το Μηδέν θα ξεπεταγόταν φανερό στα μάτια των ανθρώπων
και θα τους γέμιζε φρίκη·
οι τρελοί ονομάζουν “αιωνιότητα” αυτή τη στάση!
— Μα όχι, είναι ακριβώς το Μηδέν, ο απόλυτος θάνατος,
αφού η ζωή δεν είναι παρά ένας αδιάκοπος θάνατος.
(Bonaventura, 1984: 77–78· 1990: 187).
Και στο τέλος του έργου εκτοξεύεται για μια ακόμη φορά η αυτοκαταστροφική πρόκληση προς το Μηδέν:
Θέλω να κοιτάξω οργισμένα μέσα στο Μηδέν
και να αδελφωθώ μαζί του,
ώστε να μην αισθάνομαι πια κανένα ανθρώπινο υπόλειμμα
όταν τελικά με αρπάξει!
Μαζί σου, γέρο αλχημιστή,
θα ήθελα να ξεκινήσω το ταξίδι·
μόνο, μην επαιτείς για να κερδίσεις τον ουρανό —
μην επαιτείς·
κυρίεψέ τον, αν έχεις τη δύναμη (...).
Σταμάτα να επαιτείς·
με τη βία σου ανοίγω τα χέρια!
Αλλοίμονο! Τι είναι αυτό —
κι εσύ δεν είσαι παρά μια μάσκα, και με εξαπατάς;
Δεν σε βλέπω πια, Πατέρα — πού είσαι;
Με το άγγιγμα των δαχτύλων μου
τα πάντα γίνονται στάχτη,
και στο έδαφος δεν απομένει παρά μια χούφτα σκόνη,
ενώ μερικά σκουλήκια χορτασμένα
σέρνονται αθόρυβα μακριά κρυφά (...).
Σκορπίζω αυτή τη χούφτα πατρικής σκόνης στον αέρα —
και τι απομένει; — Τίποτα!
Μπροστά, πάνω στον τάφο,
ο οραματιστής ακόμη διστάζει
και αγκαλιάζει το Μηδέν!
Μέσα στο οστεοφυλάκιο, για τελευταία φορά,
κι η ηχώ φωνάζει: «Τίποτα!»
(Bonaventura, 1990: 319, 323· 1984: 143–145).
Αυτά τα στοιχεία αρκούν για να δώσουν μια ιδέα του φαντασιακού συμφραζομένου μέσα στο οποίο οι ρομαντικοί πραγματεύονται το πρόβλημα του «μηδενισμού».
Ακόμη πιο σημαντικό όμως, από φιλοσοφική άποψη, είναι το γεγονός ότι ο όρος χρησιμοποιείται με τεχνική σημασία από κανέναν λιγότερο παρά τους νεαρούς Schelling και Hegel.
Ο Schelling, αφού λαμβάνει υπόψη του την πολεμική ανάμεσα στον Jacobi και τον Fichte, απορρίπτει την κατηγορία ότι ο ίδιος είναι μηδενιστής· ενώ ο Hegel, αντίθετα, διεκδικεί την αναγκαιότητα του υπερβατολογικού μηδενισμού ως μεθοδολογικής διαδικασίας της φιλοσοφίας.
Στο δοκίμιο Πίστη και Γνώση (Glauben und Wissen, 1802), που δημοσιεύτηκε στο Kritisches Journal der Philosophie, το περιοδικό που διηύθυνε μαζί με τον Schelling, ο Hegel παίρνει θέση ως προς τη διαμάχη Jacobi–Fichte και τους επικρίνει και τους δύο, μαζί με τον Kant, ως δυαλιστές.
Το κύριο επιχείρημα που προβάλλει εναντίον τους είναι ότι παραμένουν προσκολλημένοι σε μια θεμελιώδη οντολογική διχοτομία, καθώς δεν κατορθώνουν να διαλύσουν πλήρως το Είναι μέσα στη σκέψη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Hegel υποστηρίζει —ενάντια στον Jacobi— ότι ο «μηδενισμός της υπερβατολογικής φιλοσοφίας» του Fichte είναι ένα αναπόφευκτο μεθοδολογικό βήμα, αλλά ταυτόχρονα —ενάντια στον ίδιο τον Fichte— ότι ο μηδενισμός του είναι απλώς σχετικός και ανίκανος να φτάσει σε εκείνη την καθαρή σκέψη μέσα στην οποία η αντίθεση προς το είναι έχει ξεπεραστεί.
«Πρώτο καθήκον της φιλοσοφίας», «καθήκον του μηδενισμού», είναι, λέει, να φτάσει στο «να γνωρίσει το απόλυτο μηδέν», δηλαδή να φτάσει στην «πληρότητα του αληθινού μηδενός» — όπου πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με ό,τι θα συμβεί αργότερα στη Φαινομενολογία του Πνεύματος και κυρίως στην Επιστήμη της Λογικής (Wissenschaft der Logik, 1812), εδώ είναι το μηδέν, όχι το είναι, που λειτουργεί ως αφετηριακός όρος στην απαρχή της φιλοσοφίας (Hegel, 1981: 231).
Αυτή η πρώτη θεματοποίηση του Μηδενός αποτελεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο ο Hegel θα αναπτύξει αργότερα τη μηδενιστική διάγνωση της μετάβασης στον σύγχρονο κόσμο, με όρους όπως «θάνατος του Θεού», «αθεΐα», «μοιρολατρία», «πεσιμισμός», «εγωισμός», «ατομισμός»· και θα διακηρύξει την αναγκαιότητα η διαλεκτική να διαπεράσει τη αρνητικότητα και τον «μηδενισμό», δηλαδή το «αίσθημα ότι ο Θεός έχει πεθάνει», αναγνωρίζοντάς το ωστόσο μόνο ως στιγμή στη ζωή του Πνεύματος, που πρέπει να υπερβαθεί.
Το γεγονός ότι ακόμη κι ένας τόσο σημαντικός στοχαστής όσο ο Hegel χρησιμοποιεί φιλοσοφικά τον όρο «μηδενισμός» —έστω μόνο στη νεανική φάση της σκέψης του— αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό επεισόδιο για την ανασύνθεση της ιστορίας της έννοιας και του προβλήματος.
Στη συνέχεια, ιδίως μέσα από την κριτική αντιπαράθεση με τον Schelling, η προβληματική του «μηδενός» και της «αρνητικότητας», μαζί με τη χρήση των σχετικών όρων, θα υποστεί στον Hegel σημαντικό μετασχηματισμό. Όσον αφορά την περαιτέρω παρουσία της έννοιας στο εσωτερικό του ιδεαλισμού, ως μαρτυρία της μη τυχαίας χρήσης του όρου πρέπει να λεχθεί ότι τον συναντούμε επίσης σε άλλους, μικρότερης εμβέλειας, εκπροσώπους του κινήματος —όπως ο Karl Rosenkranz, ο Christian Weisse και ο Immanuel H. Fichte— κάθε φορά με διαφορετικές αποχρώσεις.
Αλλά όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από την αρχική διαμάχη σχετικά με τη γένεση του ιδεαλισμού, τόσο περισσότερο η σημασία του όρου μετατοπίζεται από το καθαρά φιλοσοφικό-στοχαστικό επίπεδο στο κοινωνικό και πολιτικό· δηλαδή, προς τις συνέπειες που προκαλούνται από την υιοθέτηση, εκ μέρους ενός προνομιούχου υποκειμένου, μιας στάσης ριζικής εκμηδένισης κάθε τι που περιορίζει τη δράση του.
Εμφανίζεται έτσι η μορφή του «μηδενιστή», ως ελεύθερου στοχαστή που καταλύει κάθε προϋπόθεση, κάθε προκατάληψη, κάθε δεδομένη συνθήκη — και μαζί με αυτές, κάθε παραδοσιακή αξία· μορφή που προαναγγέλλει τα χαρακτηριστικά του αναρχικού–ελευθεριακού μηδενιστή, ο οποίος θα γνωρίσει την πιο έντονη του περίοδο κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Συνεχίζεται με: Κεφάλαιο τέταρτο
Ο μηδενισμός με την κοινωνική και πολιτική του έννοια και η γαλλική του προέλευση
Η κύρια, ωστόσο, επιβεβαίωση προέρχεται από λεξικολογικές έρευνες που έχουν τεκμηριώσει τη χρήση του όρου και από άλλους στοχαστές της ρομαντικής εποχής, ακόμη και πριν από την επιστολή του Jacobi προς τον Fichte. Για παράδειγμα, ο Daniel Jenisch —ένας θεολόγος σχεδόν άγνωστος κατά τα άλλα, που υπήρξε κοντά στον Hamann, είχε σχέσεις με τον Kant και κατέληξε αυτοκτονώντας στον ποταμό Spree— χρησιμοποιεί επανειλημμένα τον όρο στο έργο του Περί του θεμελίου και της αξίας των ανακαλύψεων του καθηγητή Kant στη μεταφυσική, την ηθική και την αισθητική (Über Grund und Wert der Entdeckungen des Herrn Professor Kant in der Metaphysik, Moral und Ästhetik, 1796), το οποίο παρουσίασε στον περίφημο διαγωνισμό της Πρωσικής Ακαδημίας για τις προόδους της μεταφυσικής, στον οποίο συμμετείχε και ο ίδιος ο Kant.
Απαντώντας στο ερώτημα «ποιες υπήρξαν οι πραγματικές πρόοδοι της μεταφυσικής στη Γερμανία από την εποχή του Leibniz και του Wolff», ο Jenisch αντιπαραθέτει στον σπινοζισμό —δηλαδή στον δογματισμό και τον ρεαλισμό— τη νέα θέση που αναδύθηκε με τον Kant, δηλαδή τον ιδεαλισμό, και προτίθεται να δείξει —όπως αναφέρει ο τίτλος της επιστολής του προς τον Kant, που δημοσιεύθηκε σε παράρτημα του έργου— «τις ευνοϊκές και δυσμενείς συνέπειες της κριτικής φιλοσοφίας έως σήμερα».
Υποστηρικτής ενός «σχεσιακού ρεαλισμού» (Verhältnis-Realismus), ο Jenisch ερμηνεύει τον καντιανό ιδεαλισμό όχι με απόλυτη, αλλά με κριτική έννοια, δηλαδή ως υπερβατολογικό ιδεαλισμό: εφόσον ο ανθρώπινος νους(MIND,NOHΣH) δεν είναι «αρχέτυπος» αλλά «παράτυπος» (nicht archetypisch, sondern ectypisch), δηλαδή δεν είναι αρχικός ούτε ικανός να παράγει ο ίδιος τις ιδέες και τις έννοιες που γνωρίζει, αλλά περιορισμένος και πεπερασμένος, το πράγμα καθ’ εαυτό δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Παραμένει, επομένως, μια σκληρή αντίσταση του Είναι[ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΝΟΣ, ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ], που δεν αφήνεται να απορροφηθεί και να διαλυθεί ολοκληρωτικά μέσα στη σκέψη.
Τώρα, παρόλο που η κατάργηση του πράγματος καθ’ εαυτό φαίνεται στη λογική και στη φαντασία μας ως μια τερατώδης και τρομερή υπόθεση, εντούτοις αυτή έχει ευρέως εφαρμοστεί από τη νεότερη φιλοσοφία, η οποία κατανόησε και ανέπτυξε τον ιδεαλισμό με απόλυτη έννοια. Με αυτήν την ενέργεια, ωστόσο, κατέληξε να αρνηθεί την πραγματικότητα των πραγμάτων, δηλαδή να εξαφανίσει μέσα στην άβυσσο της μη-πραγματικότητας, ανάμεσα στα «κύματα της λήθης του αιώνιου μηδενός», ολόκληρη τη φύση με το πλήθος των όντων και των πλασμάτων που σφύζουν στο σύμπαν.
Αν έτσι θα έπρεπε να ερμηνευθούν, τότε ο ιδεαλισμός και ο κριτικισμός «θα κήρυτταν τον πιο φανερό αθεϊσμό και μηδενισμό» (βλ. Pöggeler, στο Arendt, 1974: 335 κ.εξ.· Riedel, 1978: 380).
Περίπου την ίδια εποχή με τον Jacobi —και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και πριν από αυτόν— χρησιμοποιούν τον όρο «μηδενισμός» και άλλοι γνωστοί συγγραφείς, όπως ο Friedrich Schlegel και ο Jean Paul. Ο πρώτος μάλιστα τον χρησιμοποιεί πολλές φορές και με διαφορετικές σημασίες. Για παράδειγμα, σε μια σημείωση του 1797 ο Schlegel καταγράφει ότι «κάθε ευφυολογία τείνει προς τον μηδενισμό». Η εμφάνιση της έννοιας σε αυτό το απόσπασμα δεν είναι εύκολο να αποσαφηνιστεί ούτε να ερμηνευτεί. Πιθανότατα ο Schlegel αναφέρεται στη διαβρωτική λειτουργία της ευφυολογίας (Witz), δηλαδή της ειρωνείας: αυτή παράγει μια μετατόπιση της προοπτικής και μια αποστασιοποίηση απέναντι στο πεπερασμένο, αναστέλλει και καταστρέφει τις αξιώσεις του να ισχύει απολύτως, και με αυτή την έννοια τείνει προς εκείνον τον «μηδενισμό» που, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το πεπερασμένο και σχετικοποιώντας το, ανοίγει τον δρόμο προς το άπειρο, δηλαδή προς το αληθινό Απόλυτο.
Μια χρήση του όρου σε σαφή αναφορά προς την πολεμική του Jacobi εναντίον του Fichte απαντά, αντίθετα, στα πανεπιστημιακά μαθήματα που παρέδιδε ο Schlegel μεταξύ 1804 και 1806. Ιδού τι παρατηρεί σχετικά:
Παρά το γεγονός ότι ο ιδεαλισμός και ο ρεαλισμός βρίσκονται μεταξύ τους σε απόλυτη αντίθεση, είναι ωστόσο πάρα πολύ εύκολο να πηδήξει κανείς από το ένα άκρο στο άλλο. Και οι δύο οδηγούν εύκολα στον μηδενισμό (...). Ο μηδενισμός δεν θα έπρεπε να αποτελεί ένα δικό του, συγκεκριμένο σύστημα;
(Schlegel, 1837: 475· πρβλ. επίσης 428, 486).
Ο Schlegel χρησιμοποιεί τον όρο «μηδενισμός» και με μια άλλη σημασία, για να χαρακτηρίσει την ανατολική κοσμοθεώρηση. Λέει ότι ο μηδενισμός είναι η μυστικο-ανατολική μορφή του πανθεϊσμού (Schlegel, 1963: 27, 573, 575) —μια εξίσωση που απαντά αργότερα και στην Ουσία του χριστιανισμού του Feuerbach.
Ενώ στον Schlegel η σημασία του όρου ταλαντεύεται και μεταβάλλεται στις διάφορες φάσεις της σκέψης του, ο Jean Paul, αντίθετα, κάνει μια απολύτως συγκεκριμένη και σαφή χρήση του. Δημιουργός, όχι τυχαία, του χαρακτήρα του Roquairol (Titan, 1800–01) —μιας από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές μηδενιστή στη γερμανική λογοτεχνία— ο Jean Paul ασκεί κριτική, στην Clavis Fichtiana seu Leibgeberiana (1800), αφιερωμένη στον Jacobi, και κατόπιν σε ολόκληρο κεφάλαιο της Προπαιδείας στην αισθητική (Vorschule der Ästhetik, 1804), σε εκείνους που αποκαλεί «ποιητικούς μηδενιστές», δηλαδή τους ρομαντικούς.
Αυτοί βλέπουν μόνο την τέχνη και όχι τη φύση· μεθυσμένοι από το εγώ τους, βαθιά «εγωιστές», δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υμνούν το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας, δηλαδή τη αυθόρμητη δραστηριότητα του δημιουργικού εγώ, ξεχνώντας το μη-εγώ, τη φύση, ολόκληρο το σύμπαν, ακόμη και τον Θεό, τον οποίο τελικά καταλήγουν να μειώνουν στο μηδέν.
Όταν όμως, σχεδόν όπως ο ήλιος που δύει, και ο Θεός εξαφανίζεται και σβήνει για μια εποχή, τότε ολόκληρος ο κόσμος βυθίζεται στο σκοτάδι (Jean Paul, 1959: V, 31).
Η αθεΐα διασπά ολόκληρο το σύμπαν σε μια μυριάδα απομονωμένων εγώ, χωρίς ενότητα και σύνδεση, όπου το καθένα στέκει μόνο του μέσα στο Τίποτα —μπροστά στο οποίο ακόμη και ο Χριστός, στο τέλος των καιρών, απελπίζεται για την ύπαρξη του Θεού-Πατέρα.
Είναι η συγκλονιστική, αποκαλυπτική όραση που ο Jean Paul φαντάζεται δύο φορές.
Πρώτα, στο Θρήνο του νεκρού Σαίξπηρ, ανάμεσα στους νεκρούς που τον ακούν στην εκκλησία, για τη μη ύπαρξη του Θεού (Des toten Shakespears Klage unter den toten Zuhörern in der Kirche, daß kein Gott sei, 1789).
Επιχειρώντας μια λογοτεχνική περιγραφή της εμπειρίας του του Μηδενός, ο Jean Paul φαντάζεται μια φωνή που από το ιερό διακηρύσσει:
Δεν υπάρχει ούτε Θεός ούτε χρόνος.
Η αιωνιότητα δεν κάνει παρά να αναμασά τον εαυτό της και να ροκανίζει το χάος.
Το πολύχρωμο ουράνιο τόξο των όντων υψώνεται χωρίς ήλιο πάνω από την άβυσσο και διαλύεται σταγόνα σταγόνα· εμείς παρευρισκόμαστε στην άφωνη ταφή της αυτοκτονημένης Φύσης και ενταφιαζόμαστε μαζί της.
Ποιος, λοιπόν, σηκώνει το βλέμμα προς ένα θείο μάτι της Φύσης;
Εκείνη σας κοιτά με μια απέραντη κόγχη άδεια και μαύρη.
(Jean Paul, 1959: II, II, 590–591).
Μια δεύτερη φορά, στον περίφημο Λόγο του νεκρού Χριστού, από τα ύψη του σύμπαντος, για τη μη ύπαρξη του Θεού (Rede des toten Christus vom Weltgebäude herab, daß kein Gott sei, 1796), που εντάσσεται στο μυθιστόρημα Siebenkäs και έγινε γνωστός από τη Madame de Staël, η οποία τον μετέφρασε στα γαλλικά στο De l’Allemagne.
Εδώ ο Jean Paul τελειοποιεί και ριζοσπαστικοποιεί τη σκανδαλώδη του όραση του απόλυτου Μηδενός:
«Ακίνητο και άφωνο Μηδέν!
Ψυχρή, αιώνια αναγκαιότητα!
Τρελή τύχη!
Γνωρίζετε εσείς αυτό που εξουσιάζετε;
Πότε θα καταρρίψετε το οικοδόμημα — και εμένα μαζί;
Τύχη, γνωρίζεις τι κάνεις,
όταν προχωρείς με τις θύελλές σου μέσα στο χιονόχρωμο νέφος των άστρων,
σβήνοντας έναν ήλιο μετά τον άλλον με την πνοή σου,
και όταν η φωτεινή δροσιά των αστερισμών παύει να λάμπει στο πέρασμά σου;
Πόσο μόνος είναι ο καθένας μέσα στον απέραντο τάφο του σύμπαντος!
Δίπλα μου δεν υπάρχει παρά μόνο εγώ.
Ω Πατέρα! ω Πατέρα!
Πού είναι το άπειρο στήθος Σου,
για να μπορέσω να αναπαυθώ επάνω του;»
(Jean Paul, 1977: 30).
Στο Μηδέν καταποντίζεται τελικά και το σταθερό σημείο πάνω στο οποίο οι ιδεαλιστές θεμελίωναν την annihilatio mundi (η εκμηδένιση του κόσμου) τους, δηλαδή το εγώ.
Αν κάθε εγώ είναι πατέρας και δημιουργός του εαυτού του —αναρωτιέται ο Jean Paul— γιατί να μη μπορεί να είναι και ο δικός του άγγελος της καταστροφής;
(Jean Paul, 1977: 30).
Δεν είναι τυχαίο ότι, σε ένα άλλο κείμενο που πολλοί θεωρούν —λόγω της ριζικής και δηκτικής ειρωνείας του— ως το αποκορύφωμα του ρομαντικού μηδενισμού, στις Νυχτερινές σκοπιές του Bonaventura (Nachtwachen des Bonaventura, 1804), ο ανώνυμος συγγραφέας επαναλαμβάνει, στο επεισόδιο του Αιώνιου Ιουδαίου, το ίδιο μηδενιστικό μοτίβο του Jean Paul, χωρίς πλέον να το απαλύνει μέσα στο πλαίσιο του ονείρου όπως έκανε εκείνος.
Όλο το έργο είναι μια αναμέτρηση με το Μηδέν,
κι η ομολογία μηδενισμού που διατυπώνεται στον όγδοο «νυχτερινό» δεν θα μπορούσε να είναι πιο ζοφερή:
Το κρανίο δεν εγκαταλείπει ποτέ τη μάσκα που κοιτάζει με τα μάτια του·
η ζωή δεν είναι παρά το κουδουνιστό ένδυμα που το Μηδέν φορά
για να κουδουνίσει λίγο προτού το ξεσκίσει από πάνω του.
Τι είναι το Όλο; τίποτε άλλο παρά το Μηδέν:
αυτό πνίγεται από μόνο του και καταπίνει λαίμαργα τον εαυτό του·
να σε ποια γελοία απάτη καταλήγει η δοξασία
σύμφωνα με την οποία θα υπήρχε κάτι!
Αν, έστω και για μια στιγμή, αυτή η πνιγηρή κίνηση σταματούσε,
το Μηδέν θα ξεπεταγόταν φανερό στα μάτια των ανθρώπων
και θα τους γέμιζε φρίκη·
οι τρελοί ονομάζουν “αιωνιότητα” αυτή τη στάση!
— Μα όχι, είναι ακριβώς το Μηδέν, ο απόλυτος θάνατος,
αφού η ζωή δεν είναι παρά ένας αδιάκοπος θάνατος.
(Bonaventura, 1984: 77–78· 1990: 187).
Και στο τέλος του έργου εκτοξεύεται για μια ακόμη φορά η αυτοκαταστροφική πρόκληση προς το Μηδέν:
Θέλω να κοιτάξω οργισμένα μέσα στο Μηδέν
και να αδελφωθώ μαζί του,
ώστε να μην αισθάνομαι πια κανένα ανθρώπινο υπόλειμμα
όταν τελικά με αρπάξει!
Μαζί σου, γέρο αλχημιστή,
θα ήθελα να ξεκινήσω το ταξίδι·
μόνο, μην επαιτείς για να κερδίσεις τον ουρανό —
μην επαιτείς·
κυρίεψέ τον, αν έχεις τη δύναμη (...).
Σταμάτα να επαιτείς·
με τη βία σου ανοίγω τα χέρια!
Αλλοίμονο! Τι είναι αυτό —
κι εσύ δεν είσαι παρά μια μάσκα, και με εξαπατάς;
Δεν σε βλέπω πια, Πατέρα — πού είσαι;
Με το άγγιγμα των δαχτύλων μου
τα πάντα γίνονται στάχτη,
και στο έδαφος δεν απομένει παρά μια χούφτα σκόνη,
ενώ μερικά σκουλήκια χορτασμένα
σέρνονται αθόρυβα μακριά κρυφά (...).
Σκορπίζω αυτή τη χούφτα πατρικής σκόνης στον αέρα —
και τι απομένει; — Τίποτα!
Μπροστά, πάνω στον τάφο,
ο οραματιστής ακόμη διστάζει
και αγκαλιάζει το Μηδέν!
Μέσα στο οστεοφυλάκιο, για τελευταία φορά,
κι η ηχώ φωνάζει: «Τίποτα!»
(Bonaventura, 1990: 319, 323· 1984: 143–145).
Αυτά τα στοιχεία αρκούν για να δώσουν μια ιδέα του φαντασιακού συμφραζομένου μέσα στο οποίο οι ρομαντικοί πραγματεύονται το πρόβλημα του «μηδενισμού».
Ακόμη πιο σημαντικό όμως, από φιλοσοφική άποψη, είναι το γεγονός ότι ο όρος χρησιμοποιείται με τεχνική σημασία από κανέναν λιγότερο παρά τους νεαρούς Schelling και Hegel.
Ο Schelling, αφού λαμβάνει υπόψη του την πολεμική ανάμεσα στον Jacobi και τον Fichte, απορρίπτει την κατηγορία ότι ο ίδιος είναι μηδενιστής· ενώ ο Hegel, αντίθετα, διεκδικεί την αναγκαιότητα του υπερβατολογικού μηδενισμού ως μεθοδολογικής διαδικασίας της φιλοσοφίας.
Στο δοκίμιο Πίστη και Γνώση (Glauben und Wissen, 1802), που δημοσιεύτηκε στο Kritisches Journal der Philosophie, το περιοδικό που διηύθυνε μαζί με τον Schelling, ο Hegel παίρνει θέση ως προς τη διαμάχη Jacobi–Fichte και τους επικρίνει και τους δύο, μαζί με τον Kant, ως δυαλιστές.
Το κύριο επιχείρημα που προβάλλει εναντίον τους είναι ότι παραμένουν προσκολλημένοι σε μια θεμελιώδη οντολογική διχοτομία, καθώς δεν κατορθώνουν να διαλύσουν πλήρως το Είναι μέσα στη σκέψη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Hegel υποστηρίζει —ενάντια στον Jacobi— ότι ο «μηδενισμός της υπερβατολογικής φιλοσοφίας» του Fichte είναι ένα αναπόφευκτο μεθοδολογικό βήμα, αλλά ταυτόχρονα —ενάντια στον ίδιο τον Fichte— ότι ο μηδενισμός του είναι απλώς σχετικός και ανίκανος να φτάσει σε εκείνη την καθαρή σκέψη μέσα στην οποία η αντίθεση προς το είναι έχει ξεπεραστεί.
«Πρώτο καθήκον της φιλοσοφίας», «καθήκον του μηδενισμού», είναι, λέει, να φτάσει στο «να γνωρίσει το απόλυτο μηδέν», δηλαδή να φτάσει στην «πληρότητα του αληθινού μηδενός» — όπου πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με ό,τι θα συμβεί αργότερα στη Φαινομενολογία του Πνεύματος και κυρίως στην Επιστήμη της Λογικής (Wissenschaft der Logik, 1812), εδώ είναι το μηδέν, όχι το είναι, που λειτουργεί ως αφετηριακός όρος στην απαρχή της φιλοσοφίας (Hegel, 1981: 231).
Αυτή η πρώτη θεματοποίηση του Μηδενός αποτελεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο ο Hegel θα αναπτύξει αργότερα τη μηδενιστική διάγνωση της μετάβασης στον σύγχρονο κόσμο, με όρους όπως «θάνατος του Θεού», «αθεΐα», «μοιρολατρία», «πεσιμισμός», «εγωισμός», «ατομισμός»· και θα διακηρύξει την αναγκαιότητα η διαλεκτική να διαπεράσει τη αρνητικότητα και τον «μηδενισμό», δηλαδή το «αίσθημα ότι ο Θεός έχει πεθάνει», αναγνωρίζοντάς το ωστόσο μόνο ως στιγμή στη ζωή του Πνεύματος, που πρέπει να υπερβαθεί.
Το γεγονός ότι ακόμη κι ένας τόσο σημαντικός στοχαστής όσο ο Hegel χρησιμοποιεί φιλοσοφικά τον όρο «μηδενισμός» —έστω μόνο στη νεανική φάση της σκέψης του— αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό επεισόδιο για την ανασύνθεση της ιστορίας της έννοιας και του προβλήματος.
Στη συνέχεια, ιδίως μέσα από την κριτική αντιπαράθεση με τον Schelling, η προβληματική του «μηδενός» και της «αρνητικότητας», μαζί με τη χρήση των σχετικών όρων, θα υποστεί στον Hegel σημαντικό μετασχηματισμό. Όσον αφορά την περαιτέρω παρουσία της έννοιας στο εσωτερικό του ιδεαλισμού, ως μαρτυρία της μη τυχαίας χρήσης του όρου πρέπει να λεχθεί ότι τον συναντούμε επίσης σε άλλους, μικρότερης εμβέλειας, εκπροσώπους του κινήματος —όπως ο Karl Rosenkranz, ο Christian Weisse και ο Immanuel H. Fichte— κάθε φορά με διαφορετικές αποχρώσεις.
Αλλά όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από την αρχική διαμάχη σχετικά με τη γένεση του ιδεαλισμού, τόσο περισσότερο η σημασία του όρου μετατοπίζεται από το καθαρά φιλοσοφικό-στοχαστικό επίπεδο στο κοινωνικό και πολιτικό· δηλαδή, προς τις συνέπειες που προκαλούνται από την υιοθέτηση, εκ μέρους ενός προνομιούχου υποκειμένου, μιας στάσης ριζικής εκμηδένισης κάθε τι που περιορίζει τη δράση του.
Εμφανίζεται έτσι η μορφή του «μηδενιστή», ως ελεύθερου στοχαστή που καταλύει κάθε προϋπόθεση, κάθε προκατάληψη, κάθε δεδομένη συνθήκη — και μαζί με αυτές, κάθε παραδοσιακή αξία· μορφή που προαναγγέλλει τα χαρακτηριστικά του αναρχικού–ελευθεριακού μηδενιστή, ο οποίος θα γνωρίσει την πιο έντονη του περίοδο κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Τέλος Κεφαλαίου
Ο μηδενισμός με την κοινωνική και πολιτική του έννοια και η γαλλική του προέλευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου