Συνέχεια από 3 Οκτωβρίου 2025
Μηδενισμός 3Του Franco Volpi, εκδόσεις Editori Laterza, 1996
Κεφάλαιο Τρίτο α
Μηδενισμός, ρομαντισμός, ιδεαλισμός
Αν το σύμπαν δεν είναι δεσμευμένο σε μια μεταφυσική περιπέτεια, τότε όλα είναι κοινότοπα.
Αφού αναγνωρίσουμε στον Τουργκένιεφ την αξία ότι διέδωσε την ιδέα του μηδενισμού και τη μετέτρεψε σε πρόβλημα ευρέως αισθητό, πρέπει ωστόσο να ειπωθεί ότι αγνοούσε την αρχαιότερη προέλευση του όρου. Πέρα από τη χρήση που είχε ήδη γίνει στη ρωσική κουλτούρα πριν από αυτόν, η λέξη είχε εμφανιστεί και αλλού. Αν περιοριστούμε στη λογοτεχνία που ο Τουργκένιεφ θα μπορούσε να γνωρίζει, τη συναντούμε, για παράδειγμα, στον τίτλο μιας νουβέλας του Καρλ Φερδινάνδου Γκούτσκοου (Die Nihilisten, 1853), Γερμανού μυθιστοριογράφου και δραματουργού με κάποια φήμη, εκπροσώπου του κινήματος της «Νεαρής Γερμανίας», ο οποίος είχε έρθει σε πολεμική αντιπαράθεση με τον Σοπενχάουερ γύρω από το ζήτημα της κοινωνικής αποστολής του συγγραφέα.
Χάρη σε έρευνες ιστορίας των εννοιών (Arendt, 1974· Riedel, 1978), γνωρίζουμε σήμερα ότι η καταγωγή της έννοιας του μηδενισμού πρέπει να αναχθεί ακόμη πιο πίσω. Παρακάμπτοντας τη λιγότερο τεκμηριωμένη χρήση που φέρεται να έκανε ήδη ο Αυγουστίνος, αποκαλώντας «μηδενιστές» (nihilisti) τους άπιστους, η πρώτη εμφάνιση του όρου, στη μορφή nihilianismus, μαρτυρείται στον Γουαλτέριο του Αγίου Βίκτωρα (Gualtiero di San Vittore). Εκείνος τον χρησιμοποιεί για να δηλώσει την χριστολογική αίρεση σύμφωνα με την οποία, εφόσον ο θείος Λόγος είναι αιώνιος και άκτιστος, η ανθρωπότητα ανήκει στον Χριστό μόνο ως συμβεβηκός (accidente).
Αυτός ο «θεολογικός μηδενιανισμός» (nichilianismus theologicus) θα είχε υποστηριχθεί από τον Πέτρο Λομβαρδό στο τέταρτο από τα περίφημα Libri Sententiarum του, για τον λόγο αυτόν δέχθηκε επίθεση από τον Γουαλτέριο του Αγίου Βίκτωρα και τον Ροβέρτο του Μελούν, και τελικά καταδικάστηκε επίσημα από τον πάπα Αλέξανδρο Γ΄, ο οποίος το 1173 έγραψε στον Γουλιέλμο της Καμπανίας, τότε αρχιεπίσκοπο της Σανς, για να καταδικάσει την αίρεση των μηδενιστών.
Αν όμως τηρήσουμε αυστηρά τη μορφή nihilismus, αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1733 στον τίτλο του πραγματείας του Fridrich Lebrecht Goetz, De nonismo et nihilismo in theologia, όπου ορίζεται ως «μηδενισμός» η άποψη ότι τα πάντα είναι μηδέν, pro nihilo habere omnia («να θεωρεί κανείς τα πάντα ως μηδέν») (ό.π., σ. 34· βλ. επίσης Müller-Lauter, 1984: 846).
Πέρα όμως από αυτές τις μεμονωμένες εμφανίσεις, μια πρώτη πιο γενική χρήση της λέξης έχει εντοπιστεί στη γαλλική κουλτούρα της Επανάστασης. Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο χαρακτηρισμός «μηδενιστής» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει εκείνους που δεν ήταν “ούτε υπέρ ούτε κατά της Επανάστασης”.
Μεταφέροντας αυτή τη σημασία στο επίπεδο των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ο Anacharsis Cloots — ψευδώνυμο του Jean-Baptiste du Val-de-Grâce, βαρόνου του Cloots, μέλους της Εθνικής Συνέλευσης, ο οποίος αργότερα αποκεφαλίστηκε — διακήρυξε σε μια ομιλία του στις 26 Δεκεμβρίου 1793 ότι:
«Η Δημοκρατία των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν είναι ούτε θεϊστική ούτε αθεϊστική· είναι μηδενιστική.» (Cloots, 1979: 643)
Ωστόσο, πέρα από τις λεξικολογικές εμφανίσεις, αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι η φιλοσοφική χρήση του ίδιου του όρου.
Όσον αφορά τις γενικές ιστορικο-φιλοσοφικές προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την εμφάνισή του, θα χρειαζόταν ένας μακρύς λόγος για να αναλυθεί η εκδήλωση του μηδενισμού πριν ακόμη από τη γέννηση του ίδιου του όρου.
Θα έπρεπε να δείξει κανείς, ειδικότερα, πώς η νεότερη κοσμολογία, με τη σύλληψή της της φύσης ως res extensa —δηλαδή ως απλού κενού χώρου και ύλης— προκάλεσε την μεταφυσική αποξένωση του ανθρώπου.
Στην αυγή της νεότερης εποχής, μια παγωμένη διαπίστωση του Πασκάλ αποδίδει το μέτρο της βαθιάς μεταβολής που προκάλεσε η υλιστική κοσμολογία στη μεταφυσική θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν:
«Βυθισμένος στην άπειρη απεραντοσύνη των χώρων που αγνοώ και που με αγνοούν — σημειώνει ο Πασκάλ — τρομάζω» (Pascal, 1962: 94).
Αυτό το ανήσυχο παράπονο δηλώνει ότι, με τη νέα κοσμολογία, αλλάζει η πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.
Μέσα στο φυσικό σύμπαν της νεότερης κοσμολογίας, ο άνθρωπος δεν μπορεί πια να κατοικεί και να αισθάνεται οικεία, όπως μέσα στο αρχαίο ή μεσαιωνικό κοσμικό σύμπαν.
Το σύμπαν του φαίνεται πλέον ξένο προς το ατομικό του πεπρωμένο: του παρουσιάζεται είτε ως στενό κελί, όπου η ψυχή του νιώθει φυλακισμένη, είτε ως απέραντη και αποπροσανατολιστική απειρότητα που τον ταράζει.
Απέναντι στη σιωπή των άστρων και στα άπειρα διάστιχα του χώρου που του μένουν αδιάφορα, ο άνθρωπος μένει μόνος με τον εαυτό του.
Είναι άνθρωπος χωρίς πατρίδα.
Κατονομάζοντας με τόσο καθαρό τρόπο αυτή τη μεταφυσική αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου, η παρατήρηση του Πασκάλ αγγίζει, πολύ πριν από την πλήρη ανάπτυξη της νεωτερικότητας, τον βαθύτερο λόγο ανάδυσης του μηδενισμού.
Όταν εκλείπει το νόημα, όταν λείπει η απάντηση στο “γιατί;”, τότε ο μηδενισμός είναι ήδη προ των πυλών.
Αυτός ο «ανησυχητικός επισκέπτης» —κατά την έκφραση του Νίτσε— έχει ήδη εισχωρήσει αθόρυβα στο σπίτι, με τρόπο που κανείς δεν θα μπορέσει πια να τον εκδιώξει.
Φυσικά, ο Πασκάλ αντιμετωπίζει και στοχάζεται αυτή τη νέα συνθήκη για να την αντιπαλέψει: πίσω από την αναντίρρητη αναγκαιότητα της φύσης, υπάρχει ακόμη ένας κρυμμένος Θεός (Deus absconditus) που τη κυβερνά και μας κυβερνά — όσο κι αν δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμος μέσα στο δημιούργημά του.
Ο άνθρωπος είναι, ναι, ένα θραύσμα της φύσης, ένα μηδέν συντεθλιμμένο από τις κοσμικές δυνάμεις, αλλά μπορεί, εφόσον σκέφτεται και πιστεύει, να αποσπάσει την περατότητά του από την εξάρτηση των φυσικών νόμων και να ανακηρύξει τον εαυτό του πολίτη του άλλου κόσμου, του κόσμου του πνεύματος.
Όμως το σκηνικό έχει ήδη χαραχθεί.
Σύντομα, ακόμη και ο Θεός θα εξαφανιστεί.
Αρχικά μόνο υποθετικά: όλα πρέπει να νοούνται «σαν να μην υπήρχε ο Θεός» (etiamsi Deus non daretur).
Έπειτα όμως πραγματικά: όλα πρέπει να ξαναστοχαστούν, πρωτίστως το νόημα της ύπαρξής μας, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι «ο Θεός είναι νεκρός».
Τότε, όταν η υπερβατικότητα χάνει τη δεσμευτική της ισχύ και σιωπά, ο άνθρωπος, εγκαταλειμμένος στον εαυτό του, διεκδικεί την ελευθερία του.
Μάλλον — δεν του απομένει παρά να την αρπάξει:
ο άνθρωπος είναι η ίδια η ελευθερία, εφόσον πια δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που σχεδιάζει να είναι, και όλα του επιτρέπονται.
Το γεγονός ότι αυτή η ελευθερία καταλήγει να είναι μια απελπισμένη ελευθερία, που εμφυσά περισσότερο άγχος παρά πληρότητα του Είναι, είναι μια πραγματικότητα με την οποία ο υπαρξισμός προσπάθησε να συμφιλιωθεί.
Ο στοχαστικός ορίζοντας στον οποίο υπαινίσσονται αυτές οι λίγες γραμμές —και που αναπτύσσεται σε μια κλιμάκωση μηδενιστική, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής πορείας που εκτείνεται από τον Πασκάλ έως τον σύγχρονο υπαρξισμό— επιτρέπει να ενταχθούν οι πρώτες εμφανίσεις του όρου μηδενισμός και η ίδια η γένεση του κινήματος σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από εκείνο στο οποίο περιορίζεται μια απλή λεξικογραφική ή ιστορικο-εννοιολογική έρευνα.
Μέσα σε αυτόν τον ορίζοντα κατανοείται καλύτερα η πρώτη αυθεντικά φιλοσοφική χρήση του όρου, η οποία εντοπίζεται προς τα τέλη του 18ου αιώνα, στο πλαίσιο των φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων που συνοδεύουν τη γέννηση του ιδεαλισμού.
Στην αντιπαράθεση του ιδεαλισμού προς τον ρεαλισμό και τον δογματισμό, ο όρος «μηδενισμός» χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει εκείνη τη φιλοσοφική πράξη με την οποία ο ιδεαλισμός επιδιώκει να «αναιρέσει» μέσα στη σκέψη το αντικείμενο της κοινής εμπειρίας, προκειμένου να δείξει ότι αυτό δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά το προϊόν μιας αόρατης και ασυνείδητης δραστηριότητας του υποκειμένου.
Ανάλογα με το αν υιοθετείται θετική ή αρνητική στάση απέναντι σε αυτή την επιχείρηση, ο όρος αποκτά θετική ή αρνητική σημασία.
Έτσι, ο μηδενισμός σημαίνει, στη θετική του σημασία, τη φιλοσοφική καταστροφή κάθε προϋπόθεσης και κάθε άμεσου δεδομένου· ενώ στην αρνητική, δηλώνει τη καταστροφή των αυτονόητων και των βεβαιοτήτων της κοινής εμπειρίας από τη στοχαστική δραστηριότητα του ιδεαλισμού.
Με αυτή την έννοια της αντίθεσης προς τον ρεαλισμό, ο William Hamilton, τελευταίος εκπρόσωπος της σκωτσέζικης σχολής του Thomas Reid, διέκρινε στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα «ένα λαμπρό παράδειγμα μηδενισμού» (an illustrious example of Nihilism) τίποτε λιγότερο από τον Χιουμ, χωρίς ωστόσο να μπορεί να υποδείξει ακριβείς εμφανίσεις του όρου (Hamilton, 1861–66: I, 294).
Είναι ακριβώς με αυτή την αρνητική σημασία που ο Φρήντριχ Jacobi (Friedrich Heinrich Jacobi) κατηγορεί τον ιδεαλισμό ότι είναι μηδενισμός, εισάγοντας έτσι πρώτος τον όρο με φιλοσοφική βαρύτητα.
Το πιο διάσημο χωρίο, που συνήθως θεωρείται η πρώτη εμφάνιση του όρου με τη στοχαστική του σημασία, βρίσκεται σε μια επιστολή του Jacobi προς τον Φίχτε, γραμμένη τον Μάρτιο και δημοσιευμένη το φθινόπωρο του 1799. Ο Jacobi δηλώνει:
«Στην πραγματικότητα, αγαπητέ μου Φίχτε, δεν πρέπει να ενοχλούμαι αν εσείς —ή όποιος άλλος— θέλετε να αποκαλείτε χίμαιρα αυτό που εγώ αντιπαραθέτω στον ιδεαλισμό, τον οποίο εγώ κατηγορώ για μηδενισμό.»
(Jacobi, 1972: 245· βλ. επίσης σ. 223.)
Η χρήση αυτή του όρου δεν είναι περιστασιακή, δεδομένου ότι ο Jacobi τον χρησιμοποιεί και σε άλλα σημεία του έργου του.
Τον χρησιμοποιεί, για παράδειγμα, στο έργο του Περί των θείων πραγμάτων και της αποκάλυψής τους (Von den göttlichen Dingen und ihrer Offenbarung, 1811), στο πρώτο μέρος του οποίου —όπου εμφανίζεται ο όρος— ενσωματώνει και επεξεργάζεται εκ νέου μια κριτική των έργων του Matthias Claudius, που είχε σχεδιάσει το 1798 (δηλαδή πριν από την επιστολή προς τον Φίχτε) και την οποία στη συνέχεια απέσυρε εξαιτίας της διαμάχης περί αθεϊσμού (Atheismusstreit) του 1799.
Ο Jacobi πολεμά ως “μηδενισμό”, αλλά και ως “αθεϊσμό”, τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός εντάσσεται εκ νέου στο πεδίο της φιλοσοφικής σκέψης — από τον Σπινόζα έως τον Φίχτε και τον Σέλλινγκ.
Ο Θεός, λέει ο Jacobi, καθίσταται αντικείμενο επιχειρηματολογίας, δηλαδή ενός διαλογικού, διαλεκτικού, ορθολογικού γνώσης, και παύει να είναι το Απόλυτο καθαυτό και απλό, στο οποίο μπορεί να φτάσει μόνο μια άμεση, διαισθητική σύλληψη.
Αυτή η σύλληψη είναι, για τον Jacobi, η ίδια η λειτουργία της Vernunft, δηλαδή της λόγου, νοούμενης —σύμφωνα με την ετυμολογία του όρου, που είχε ήδη υπογραμμιστεί από τον Λάιμπνιτς και τον Χέρντερ— ως Vernehmen (αντίληψη, πρόσληψη), δηλαδή ως αντίληψη του Απολύτου.
Από εδώ προκύπτει η μείωση του Λόγου σε μια μορφή άμεσης επαφής με το Απόλυτο, δηλαδή σε μια «πίστη» (Glaube) — μείωση που χαρακτηρίζει τη φιλοσοφική θέση του Jacobi και που θα δεχθεί σφοδρή κριτική από τους ιδεαλιστές, ιδιαίτερα από τον Χέγκελ.
Όσο για τις πηγές από τις οποίες ο Jacobi θα μπορούσε να είχε αντλήσει τον όρο «μηδενισμός», μπορούμε να υποθέσουμε ότι τον είχε ακούσει να χρησιμοποιείται στο γαλλικό πολιτιστικό περιβάλλον όπου ήδη κυκλοφορούσε, αν και με διαφορετική σημασία.
Έχει επίσης αποδειχθεί ότι ο Jacobi γνώριζε τη γερμανική συνέχεια του έργου του Bossuet, Discours sur l’histoire universelle, όπως αυτή γράφτηκε από τον Johann Andreas Cramer το 1786· εκεί αναφερόταν ότι οι θεολόγοι οι οποίοι είχαν χρησιμοποιήσει την έννοια του «μηδενός» για να διακρίνουν τη θεότητα του Χριστού από την ανθρωπότητά του, είχαν υποπέσει στην «αίρεση του μηδενιανισμού» (nichilianismus), στην οποία έχει ήδη γίνει αναφορά (Baum, 1969).
Συνεχίζεται
Κατονομάζοντας με τόσο καθαρό τρόπο αυτή τη μεταφυσική αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου, η παρατήρηση του Πασκάλ αγγίζει, πολύ πριν από την πλήρη ανάπτυξη της νεωτερικότητας, τον βαθύτερο λόγο ανάδυσης του μηδενισμού.
Όταν εκλείπει το νόημα, όταν λείπει η απάντηση στο “γιατί;”, τότε ο μηδενισμός είναι ήδη προ των πυλών.
Αυτός ο «ανησυχητικός επισκέπτης» —κατά την έκφραση του Νίτσε— έχει ήδη εισχωρήσει αθόρυβα στο σπίτι, με τρόπο που κανείς δεν θα μπορέσει πια να τον εκδιώξει.
Φυσικά, ο Πασκάλ αντιμετωπίζει και στοχάζεται αυτή τη νέα συνθήκη για να την αντιπαλέψει: πίσω από την αναντίρρητη αναγκαιότητα της φύσης, υπάρχει ακόμη ένας κρυμμένος Θεός (Deus absconditus) που τη κυβερνά και μας κυβερνά — όσο κι αν δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμος μέσα στο δημιούργημά του.
Ο άνθρωπος είναι, ναι, ένα θραύσμα της φύσης, ένα μηδέν συντεθλιμμένο από τις κοσμικές δυνάμεις, αλλά μπορεί, εφόσον σκέφτεται και πιστεύει, να αποσπάσει την περατότητά του από την εξάρτηση των φυσικών νόμων και να ανακηρύξει τον εαυτό του πολίτη του άλλου κόσμου, του κόσμου του πνεύματος.
Όμως το σκηνικό έχει ήδη χαραχθεί.
Σύντομα, ακόμη και ο Θεός θα εξαφανιστεί.
Αρχικά μόνο υποθετικά: όλα πρέπει να νοούνται «σαν να μην υπήρχε ο Θεός» (etiamsi Deus non daretur).
Έπειτα όμως πραγματικά: όλα πρέπει να ξαναστοχαστούν, πρωτίστως το νόημα της ύπαρξής μας, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι «ο Θεός είναι νεκρός».
Τότε, όταν η υπερβατικότητα χάνει τη δεσμευτική της ισχύ και σιωπά, ο άνθρωπος, εγκαταλειμμένος στον εαυτό του, διεκδικεί την ελευθερία του.
Μάλλον — δεν του απομένει παρά να την αρπάξει:
ο άνθρωπος είναι η ίδια η ελευθερία, εφόσον πια δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που σχεδιάζει να είναι, και όλα του επιτρέπονται.
Το γεγονός ότι αυτή η ελευθερία καταλήγει να είναι μια απελπισμένη ελευθερία, που εμφυσά περισσότερο άγχος παρά πληρότητα του Είναι, είναι μια πραγματικότητα με την οποία ο υπαρξισμός προσπάθησε να συμφιλιωθεί.
Ο στοχαστικός ορίζοντας στον οποίο υπαινίσσονται αυτές οι λίγες γραμμές —και που αναπτύσσεται σε μια κλιμάκωση μηδενιστική, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής πορείας που εκτείνεται από τον Πασκάλ έως τον σύγχρονο υπαρξισμό— επιτρέπει να ενταχθούν οι πρώτες εμφανίσεις του όρου μηδενισμός και η ίδια η γένεση του κινήματος σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από εκείνο στο οποίο περιορίζεται μια απλή λεξικογραφική ή ιστορικο-εννοιολογική έρευνα.
Μέσα σε αυτόν τον ορίζοντα κατανοείται καλύτερα η πρώτη αυθεντικά φιλοσοφική χρήση του όρου, η οποία εντοπίζεται προς τα τέλη του 18ου αιώνα, στο πλαίσιο των φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων που συνοδεύουν τη γέννηση του ιδεαλισμού.
Στην αντιπαράθεση του ιδεαλισμού προς τον ρεαλισμό και τον δογματισμό, ο όρος «μηδενισμός» χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει εκείνη τη φιλοσοφική πράξη με την οποία ο ιδεαλισμός επιδιώκει να «αναιρέσει» μέσα στη σκέψη το αντικείμενο της κοινής εμπειρίας, προκειμένου να δείξει ότι αυτό δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά το προϊόν μιας αόρατης και ασυνείδητης δραστηριότητας του υποκειμένου.
Ανάλογα με το αν υιοθετείται θετική ή αρνητική στάση απέναντι σε αυτή την επιχείρηση, ο όρος αποκτά θετική ή αρνητική σημασία.
Έτσι, ο μηδενισμός σημαίνει, στη θετική του σημασία, τη φιλοσοφική καταστροφή κάθε προϋπόθεσης και κάθε άμεσου δεδομένου· ενώ στην αρνητική, δηλώνει τη καταστροφή των αυτονόητων και των βεβαιοτήτων της κοινής εμπειρίας από τη στοχαστική δραστηριότητα του ιδεαλισμού.
Με αυτή την έννοια της αντίθεσης προς τον ρεαλισμό, ο William Hamilton, τελευταίος εκπρόσωπος της σκωτσέζικης σχολής του Thomas Reid, διέκρινε στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα «ένα λαμπρό παράδειγμα μηδενισμού» (an illustrious example of Nihilism) τίποτε λιγότερο από τον Χιουμ, χωρίς ωστόσο να μπορεί να υποδείξει ακριβείς εμφανίσεις του όρου (Hamilton, 1861–66: I, 294).
Είναι ακριβώς με αυτή την αρνητική σημασία που ο Φρήντριχ Jacobi (Friedrich Heinrich Jacobi) κατηγορεί τον ιδεαλισμό ότι είναι μηδενισμός, εισάγοντας έτσι πρώτος τον όρο με φιλοσοφική βαρύτητα.
Το πιο διάσημο χωρίο, που συνήθως θεωρείται η πρώτη εμφάνιση του όρου με τη στοχαστική του σημασία, βρίσκεται σε μια επιστολή του Jacobi προς τον Φίχτε, γραμμένη τον Μάρτιο και δημοσιευμένη το φθινόπωρο του 1799. Ο Jacobi δηλώνει:
«Στην πραγματικότητα, αγαπητέ μου Φίχτε, δεν πρέπει να ενοχλούμαι αν εσείς —ή όποιος άλλος— θέλετε να αποκαλείτε χίμαιρα αυτό που εγώ αντιπαραθέτω στον ιδεαλισμό, τον οποίο εγώ κατηγορώ για μηδενισμό.»
(Jacobi, 1972: 245· βλ. επίσης σ. 223.)
Η χρήση αυτή του όρου δεν είναι περιστασιακή, δεδομένου ότι ο Jacobi τον χρησιμοποιεί και σε άλλα σημεία του έργου του.
Τον χρησιμοποιεί, για παράδειγμα, στο έργο του Περί των θείων πραγμάτων και της αποκάλυψής τους (Von den göttlichen Dingen und ihrer Offenbarung, 1811), στο πρώτο μέρος του οποίου —όπου εμφανίζεται ο όρος— ενσωματώνει και επεξεργάζεται εκ νέου μια κριτική των έργων του Matthias Claudius, που είχε σχεδιάσει το 1798 (δηλαδή πριν από την επιστολή προς τον Φίχτε) και την οποία στη συνέχεια απέσυρε εξαιτίας της διαμάχης περί αθεϊσμού (Atheismusstreit) του 1799.
Ο Jacobi πολεμά ως “μηδενισμό”, αλλά και ως “αθεϊσμό”, τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός εντάσσεται εκ νέου στο πεδίο της φιλοσοφικής σκέψης — από τον Σπινόζα έως τον Φίχτε και τον Σέλλινγκ.
Ο Θεός, λέει ο Jacobi, καθίσταται αντικείμενο επιχειρηματολογίας, δηλαδή ενός διαλογικού, διαλεκτικού, ορθολογικού γνώσης, και παύει να είναι το Απόλυτο καθαυτό και απλό, στο οποίο μπορεί να φτάσει μόνο μια άμεση, διαισθητική σύλληψη.
Αυτή η σύλληψη είναι, για τον Jacobi, η ίδια η λειτουργία της Vernunft, δηλαδή της λόγου, νοούμενης —σύμφωνα με την ετυμολογία του όρου, που είχε ήδη υπογραμμιστεί από τον Λάιμπνιτς και τον Χέρντερ— ως Vernehmen (αντίληψη, πρόσληψη), δηλαδή ως αντίληψη του Απολύτου.
Από εδώ προκύπτει η μείωση του Λόγου σε μια μορφή άμεσης επαφής με το Απόλυτο, δηλαδή σε μια «πίστη» (Glaube) — μείωση που χαρακτηρίζει τη φιλοσοφική θέση του Jacobi και που θα δεχθεί σφοδρή κριτική από τους ιδεαλιστές, ιδιαίτερα από τον Χέγκελ.
Όσο για τις πηγές από τις οποίες ο Jacobi θα μπορούσε να είχε αντλήσει τον όρο «μηδενισμός», μπορούμε να υποθέσουμε ότι τον είχε ακούσει να χρησιμοποιείται στο γαλλικό πολιτιστικό περιβάλλον όπου ήδη κυκλοφορούσε, αν και με διαφορετική σημασία.
Έχει επίσης αποδειχθεί ότι ο Jacobi γνώριζε τη γερμανική συνέχεια του έργου του Bossuet, Discours sur l’histoire universelle, όπως αυτή γράφτηκε από τον Johann Andreas Cramer το 1786· εκεί αναφερόταν ότι οι θεολόγοι οι οποίοι είχαν χρησιμοποιήσει την έννοια του «μηδενός» για να διακρίνουν τη θεότητα του Χριστού από την ανθρωπότητά του, είχαν υποπέσει στην «αίρεση του μηδενιανισμού» (nichilianismus), στην οποία έχει ήδη γίνει αναφορά (Baum, 1969).
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου