Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (32)

Συνέχεια από Δευτέρα, 2 Απριλίου 2018
                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987

                                            3.  Η ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΥΑΔΑΣ
                                                      β)  Θεωρία και πράξη
Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο;

     Μια δεύτερη όψη τής αλληλεπίδρασης Υιού και Πνεύματος είναι το ότι δεν διαχωρίζονται στην αποκάλυψη τού Θεού θεωρία και πράξη ή ορθοδοξία (Orthodoxie) και ορθοπραξία (Orthopraxie). Μόνο που δεν μπορεί να αναχθή (να ελαττωθή…) σε κάποιαν απλή διατύπωση, αλλά πρέπει να αναπτυχθή σε όλη της την πολυπλοκότητα αυτή η αλληλοπεριχώρηση. Ήδη απ’ την ‘άποψη’ τού ενεργούντος με τα «δυό του χέρια» Πατέρα φαίνεται το αδιαχώριστο: «Ο Πατήρ μου εργάζεται μέχρι σήμερα», λέει ο Ιησούς (Ιωάν. 5, 19), που εργάζεται κι αυτός κοιτώντας τον Πατέρα   (( Όπως σε εμάς, όπου ένα παιδάκι κοιτάει τον πατέρα του!...  Μωραίνει Κύριος… ))  , ενώ επιτρέπει ταυτόχρονα, αποστέλλοντας Υιό και Πνεύμα, να επενεργούν (να εργάζονται…) και οι δυό τους, υπό το βλέμμα του, ο Πατήρ   (( Αριστούργημα! … )) . Και εμφανίζεται έτσι πέρα από θέα και πράξη, καθώς και τα δυό ξεκινούν απ’ αυτόν και επιστρέφουν σ’ αυτόν, ο Πατήρ   (( Λέει ο Φίλιππος στον Κύριο, στον αποχαιρετισμό: «Δείξε μας τον Πατέρα, κι αυτό θα μας είναι αρκετό». Κι απαντά ο Χριστός: «Τόσο καιρό είμαι μαζί σας, Φίλιππε, κι ακόμα δεν με γνωρίσατε;» … Οι άνθρωποι αυτοί, απλώς δεν πιστεύουν… )) .
      1. Είναι το Πνεύμα που μας οδηγεί κατ’ αρχάς να δούμε τον Υιό, εφ’ όσον ζη πράττοντας καθαρά και μόνο για να φανερώση τον Πατέρα ο Υιός   (( Ο καθένας τη δουλειά του, τακτικά και πειθαρχημένα… )) . Μας ανοίγει λοιπόν τα μάτια σε μιαν πρώτη θεωρία (Theorie), με περιεχόμενο την πράξη (Praxis) τού Υιού το Πνεύμα: στην ζωή δηλ., τον θάνατο και την επιστροφή του προς τον Πατέρα. Κι αυτή η ‘θεωρία’ είναι δυνατή μόνο με το «κολλύριο» της πίστεως που μας χαρίζεται (Αποκ. 3, 18), με το οποίο και βλέπουμε για πρώτη φορά την αλήθεια του Χριστού, που συνίσταται  (( ναι, ναι: συνίσταται!... ))  στην «κατάλληλη μετάδοση» του Πατέρα και της τριαδικής του ζωής στην ανθρώπινη ύπαρξη   ((Πράγματι, ένας ‘ενδιάμεσος’ ο Χριστός… Θού, Κύριε… )) . Γιατί αν ήθελε   (( Αν ήθελε, λέμε τώρα… ))   να ξεκινήση με μιαν ορθή πράξη ο άνθρωπος, χωρίς να δεχτή κατ’ αρχάς τη δωρεά να δη την αλήθεια, δεν θα μπορούσε να είναι κατά κανέναν τρόπο σωστή (orthi) με την έννοια τού Θεού η πράξη του. Ακόμα όμως κι αν είναι μια καθαρή δωρεά τού Αγίου Πνεύματος η πίστη, πρέπει παρ’ όλ’ αυτά να την «αγοράση» τρόπον τινά ο άνθρωπος (Αποκ. ό.π.), που πρέπει να ‘βάλη τα δυνατά του’, ώστε να αποδεχθή αυτό το δώρο και να του επιτρέψη να γίνη η ίδια η δική του πράξη   (( Το ακριβές απόσπασμα: «Και τω αγγέλω τής εν Λαοδικεία εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή τής κτίσεως του Θεού· οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός· όφελον ψυχρός ής ή ζεστός. ούτως ότι χλιαρός εί, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου. ότι λέγεις ότι πλούσιός ειμι και πεπλούτηκα και ουδενός χρείαν έχω, - και ουκ οίδας ότι συ ο ταλαίπωρος και ο ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός, - συμβουλεύω σοι αγοράσαι παρ’ εμού χρυσίον πεπυρωμένον εκ πυρός ίνα πλουτήσης, και ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη και μη φανερωθή η αισχύνη της γυμνότητός σου, και κολλύριον ίνα εγχρίση τούς οφθαλμούς σου ίνα βλέπης. εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω και παιδεύω· ζήλευε ούν και μετανόησον. ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση τής φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού. Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά τού πατρός μου εν τω θρόνω αυτού. Ο έχων ούς ακουσάτω τί το Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις»… )) . Κι αν πούμε πως είναι δευτερεύουσα, ‘δίπλα’ ή και ‘έξω’ απ’ το γεγονός, αυτή η απόφαση, θα λέγαμε τη μισή και μόνον αλήθεια· γιατί πρέπει μάλλον να τονίσουμε, πως έχει δωρηθή απ’ το Άγιο Πνεύμα στον άνθρωπο η ελευθερία, να θέση ο ίδιος μέσα σ’ αυτήν την αποκεκαλυμμένη ελευθερία την πράξη τής πίστης. Την οποία μπορεί άλλωστε, μέσα στην ελευθερία που του χαρίστηκε, να την αρνηθή. Η πράξη τής θεωρίας (Theoria), της θέασης του Υιού και της συνεχόμενης κατόπιν παρατήρησης αυτού που μια φορά εθεάθη, βιώνεται απ’ τον ίδιον τον πιστό ως η ενότητα ενός δώρου και μιας απόφασης, ενός ‘θαυμασμού’, που φανερώνεται απροσδόκητα, και μιας ταυτόχρονης ‘κατάκτησης’, μιας πρωταρχικής ενύπαρξης της πράξης στη θεωρία.
       Δεν δείχνει όμως απλώς, σαν ένα προτεταμμένο δάχτυλο, προς τον Υιό και το έργο του το Πνεύμα, αλλά εισάγει επίσης ως ‘έρμηνευτής’ σ’ αυτό. Ενώ δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την ‘εισαγωγή’ απ’ την ‘ερμηνεία’   (( Ό,τι θέλουμε κάνουμε… )) . Ερμηνεύει γι’ αυτόν που κοιτά, την πράξη τού Υιού ως το άνοιγμα τού χώρου τής αγάπης ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, κάτι που δεν θα μπορούσε καν (από έξω τρόπον τινά) να το κάνη, χωρίς να (μας…) εισάγη ταυτόχρονα σ’ αυτόν τον χώρο, όπου τελείται όχι με απλά «λόγια», αλλά «πράγματι και εν αληθεία» η πράξη και η αγάπη (Α’ Ιωάν. 3, 18). Γι’ αυτό και δεν μπορεί να παραμείνη, μ’ έναν καινοφανή τρόπο, αφηρημένη η θεωρία τού πιστού, χωρίς να μεταβαίνη δηλ. ταυτόχρονα στο αίτημα και τη θέληση ν’ ακολουθήση (τον Θεό…). (Μας…) παρακινεί δε τόσο το Πνεύμα όσο και ο Υιός σ’ αυτό, ο οποίος Υιός δεν μπορεί να μας προσφέρη παρά μόνον αν τον ακολουθήσουμε μιαν έποψη στην πραγματικότητα τής ύπαρξής του: «Έρχου και ίδε» (Ιωάν. 1, 39). Μόνον ερχόμενοι και ‘συμβαδίζοντας’ μπορούμε να ‘δούμε’ πραγματικά· και δεν μπορούμε να ΄παρακολουθήσουμε’ εξωτερικά (όπως την πορεία π.χ. ενός αεροπλάνου), αλλά μόνο συμμετέχοντας στη συγκεκριμένη διαδρομή. Κάτι που θα μας οδηγήση (εξάλλου…) πολύ πιο μακριά απ’ τον καλόπιστο Ναθαναήλ, που ακούει προσκυνώντας τον Κύριο: «Θα ιδής μεγαλύτερα κι απ’ αυτό» (ό.π. 50). Το Πνεύμα (μάς…) εισάγει άλλωστε εξαρχής σε όλο το ‘φαινόμενο’ (Phänomen) του Ιησού Χριστού: στη ζωή του, τον θάνατό του και την ανάσταση. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να επιτευχθή η ‘συνοδοιπορούσα’ θεωρία και να γίνη πραγματική θέαση, παρά μόνο με μιαν ‘άμεση’ συμμετοχή στη ζωή, τον θάνατο και την ανάσταση, όπως διδάσκουν ο Παύλος κι ο Ιωάννης, μέσα απ’ την οποίαν και ‘εξασφαλίζεται’ η είσοδος στον ερμηνευτικό χώρο, τον χώρο που ερμηνεύει τον Υιό    (( Εδώ βλέπουμε και την κυριαρχία τής ‘ερμηνείας’ στον χώρο τής Δύσης… Πόση αντίθεση προς τους ‘λόγους’ τών Πατέρων, που η ψυχή κι ο νους τους ‘φλέγονταν’ απ’ το Άγιο Πνεύμα… )) .
      Να το πούμε όμως άλλη μια φορά: δεν ερμηνεύει, ούτε κι απ’ αυτήν την άποψη, απ’ έξω το Πνεύμα. Δεν μας δείχνει δηλ. πέρα απ’ τον εαυτό του τον Υιό. Αφού είναι βέβαια το ίδιο που πραγματοποιεί στον Υιό την ενανθρώπησή του, και όλην την ‘ερμηνεία’ τού Πατρός που ακολουθεί, εφ’ όσον καθιστά από κοινού δυνατή, υπάρχοντας στον Υιό (ως Πνεύμα τού Υιού) και πάνω απ’ τον Υιό (ως Πνεύμα και Απεσταλμένος τού Πατρός) την υπακοή τού Υιού, που οδηγεί μέχρι την τελείωση της αποστολής τού Υιού, μέχρι τη μαρτυρία τού Πνεύματος, του ύδατος και του αίματος απ’ την ανοιγμένη (τού Κυρίου…) πλευρά. «Όποιος το είδε αυτό» (η θεωρία), είναι ο ίδιος που συμπορεύτηκε μαζί Του απ’ την αρχή (αυτός αναμφισβήτητα που δεν ονομάζεται στο Ιωάν. 1, 29, «που πήγε μαζί Του και είδε πού έμενε, και έμεινε μαζί Του») (η πράξη), «και είναι αληθινή η μαρτυρία του· και γνωρίζει, ότι λέει την αλήθεια, ώστε να πιστεύσετε κι εσείς» (Ιωάν. 19, 35). Αυτός είναι η καλύτερη απόδειξη της ‘πρότασης’, ότι τελειούται στη συμπόρευση,  συμμετέχοντας έτσι κατ’ αρχάς στη θεολογική αλήθεια τού Υιού, η θεωρία. Αυτός που συμπορεύεται ωστόσο πρωταρχικά είναι, εντός και πάνω απ’ τον ίδιον τον Ιησού, το Πνεύμα, που μπορεί έτσι να γίνη, περαίνοντας την αποστολή, και ο πιο έμπειρος ερμηνευτής και ‘εισαγωγός’ στο τετελειωμένο μεταξύ Πατρός και Υιού έργο για την Εκκλησία: μαζί με τους Μαθητές, οι οποίοι «εγκαρτέρησαν» μαζί με τον Ιησού στις «δοκιμασίες» του (Λουκ. 27, 28), «ήταν μαζί του απ’ την αρχή» (Ιωάν. 15, 27) και μπορούν γι’ αυτό να «καταθέσουν» μαζί με το «Πνεύμα τής αληθείας» τη «μαρτυρία» τους (ό.π.).
      2.  Φαίνεται λοιπόν τώρα λιγότερο παράδοξος και ο λόγος τού (αγίου…) Μαξίμου Ομολογητού που αναφέραμε παραπάνω, ότι «όσο περισσότερο»  θεοποιείται ο άνθρωπος, «τόσο περισσότερο» ενανθρωπίζει και ο Θεός. Γιατί συνόδευε το Πνεύμα τον Ιησού στην πρώτη του  (( ; )) , μέχρι και τις έσχατες συνέπειές της, Ενανθρώπηση, ώστε να μπορούμε να πούμε πως περατούται (τελειώνει!...) στη γυμνότητα και στην άναρθρη πλέον κραυγή θανάτου στον Σταυρό η Ενανθρώπηση του θεїκού Λόγου   (( Πράγματι, δεν έχουν τον Θεό τους!... )) · κι όταν βλέπη εδώ να κορυφούται η δόξα τού Πατρός ο Ιωάννης, βλέπει εξίσου  να κορυφούται και η δόξα τού Υιού («ευθύς», “euthys”, Ιωάν. 13, 32)   (( Λέει το Ευαγγέλιο: «Ότε ούν εξήλθεν (ο Ιούδας…), λέγει ο Ιησούς· νυν εδοξάσθη ο υιός τού ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ. ει ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ, και ο Θεός δοξάσει αυτόν εν εαυτώ, και ευθύς δοξάσει αυτόν. τεκνία, έτι μικρόν μεθ’ υμών ειμι. ζητήσετέ με, και καθώς είπον τοις Ιουδαίοις ότι όπου υπάγω εγώ, υμείς ου δύνασθε ελθείν, και υμίν λέγω άρτι. εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις. λέγει αυτώ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πού υπάγεις; απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς· όπου εγώ υπάγω, ου δύνασαί μοι νύν ακολουθήσαι, ύστερον δε ακολουθήσεις μοι. λέγει αυτώ ο Πέτρος· Κύριε, διατί ου δύναμαί σοι ακολουθήσαι άρτι; την ψυχήν μου υπέρ σού θήσω. απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς· την ψυχήν σου υπέρ εμού θήσεις! αμήν, αμήν λέγω σοι, ου μη αλέκτωρ φωνήσει έως ού απαρνήση με τρίς»… )) . Το οποίο και σημαίνει, πως συμπίπτει με την τελευταία Ενσάρκωση   (( Εννοεί ίσως το τέλος τής Ενσάρκωσης… Είναι εντελώς ‘κολλημένη’ στον κόσμον αυτόν η αντίληψή τους, τίποτα δεν απομένει για ‘πάνω απ’ τον (αισθητόν…) ορίζοντα’… ))  και η πλήρης ‘πνευματοποίηση’ (Pneumatisierung) του Υιού: ο οποίος καθίσταται, «εκπνέοντας» το Πνεύμα, Κύριος του Πνεύματος, το οποίο και «εμφυσά» στους δικούς του (Ιωάν. 20, 22), εκ του Πατρός τώρα πλέον, εφ’ όσον ολοκληρώθηκε η υπακοή, και μαζί με τον Πατέρα, σε μιαν ‘αλληλοκάλυψη’ ενσάρκωσης και πνευματοποίησης, την οποίαν και ΄δικαιολογεί’ ως εξής ο Λόγος: «Είναι το Πνεύμα ο Κύριος», εφ’ όσον είναι «το Πνεύμα τού Κυρίου» το Πνεύμα (Β’ Κορ. 3, 17)   (( Όπου και λέγεται: «…αλλ’ επωρώθη τα νοήματα αυτών. άχρι γαρ τής σήμερον το αυτό κάλυμμα επί τη αναγνώσει τής παλαιάς διαθήκης μένει, μη ανακαλυπτόμενον ότι εν Χριστώ καταργείται, αλλ’ έως σήμερον, ηνίκα αναγινώσκεται Μωϋσής, κάλυμμα επί την καρδίαν αυτών κείται· ηνίκα δ’ αν επιστρέψη προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα. ο δε Κύριος το Πνεύμά εστιν· ού δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία. ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος»… )) .
       Μπορούμε δε να δούμε στο ‘πεπρωμένο’ τών αγίων τής Εκκλησίας αυτό το παράδοξο (Paradox): η πλήρης ενσάρκωση ή ‘προσωποποίησή’ τους (το ότι γίνονται ‘πρόσωπα’…) είναι πάντοτε ταυτόχρονα και η ‘διαφάνεια’ τής πνευματικής τους αποστολής. Στον Παύλο είναι αυτό εξαιρετικά σαφές, ενώ μπορούμε να το δούμε και στον μέγιστο χαρισματούχο (Charismatiker) Φραγκίσκο τής Ασσίζης, που παραλαμβάνει από ένα Σεραφείμ (ένα Πνεύμα-Χριστό) τις σωματικές ουλές· αλλά και στον Ιωάννη τού Σταυρού, που αποκτά στην πιο βαθειά και ανυπόφορη νύχτα την καθαρώτατη πίστη και γνωρίζει πως: «Δεν αναζητά τη δόξα τού Χριστού, εκείνος που δεν αναζητά (και…) τον Σταυρό Του».
       Μπορούμε να κοιτάξουμε λίγο τώρα και τα παράδοξα τής χριστιανικής προσευχής, με τα οποία και θα ασχοληθούμε επίσης αργότερα. Η προσευχή προϋποθέτει πάντα – ως λατρεία, εγκώμιο, ευχαριστία και παράκληση – μιαν ορισμένην απόσταση προς τον Θεό, έστω κι αν πρόκειται για την απόσταση του παιδιού (με τον ‘υιικό του φόβο’ – timor filialis) προς τον ουράνιο Πατέρα. Αλλά και μιαν πρωταρχική εμπιστοσύνη, με την οποία και τολμάται (εξάλλου…) η προσευχή. Ο προσευχόμενος δεν μπορεί να προσευχηθή από ένα φανταστικό ύψος, αλλά μόνον απ’ το πραγματικό έδαφος του δημιουργήματος προς τον Θεό, μιαν αλήθεια στην οποίαν τον επαναθέτει το Πνεύμα, και στην οποία δεν γνωρίζει πώς και τί πρέπει να προσευχηθή (Ρωμ. 8, 26)· αλλά ακριβώς σε κείνο το ‘σημείο’ όπου τον μεταθέτει το Πνεύμα, αναλαμβάνει το Πνεύμα να προσευχηθή με «άρρητους αναστεναγμούς» γι’ αυτόν, το οποίο και το ‘εννοεί’ ως προσευχή τού ανθρώπου ο Πατήρ, εισακούοντας αλάνθαστα και αντίστοιχα με τον «πνευματικό στολισμό» τού ανθρώπου την προσευχή   (( Σημ. τ. μετ.: Ίσως κάπου εδώ να ‘κρύβεται’ – ή και να φανερώνεται – η ‘ακραία εκδοχή’ τού Ι. Ζηζιούλα, πως δεν μπορεί να προσευχηθή άμεσα προς τον Θεό, αλλά μόνο μέσα απ’ το πρόσωπο του επισκόπου ο κάθε χριστιανός! Εξάλλου στους Λατίνους ο Πάπας είναι Ποντίφηξ, ‘γεφυροποιός’! … )) . Όπως «εισακούεται πάντα» στην προσευχή του, που είναι καθαρή υπακοή, ο Υιός (Ιωάν. 11, 22 και 42), έτσι (εισακούεται…) και το Πνεύμα, που προσεύχεται εντός μας, με την ταπείνωση μάλιστα πάντοτε του Υιού, ώστε να εισακούεται ‘αλάνθαστα’ όποιος προσεύχεται εν Πνεύματι «στο όνομα» του Υιού (Ιωάν. 14, 13), όχι ‘συμπληρωματικά’ ή μεταγενέστερα, αλλά στην ίδια την πράξη τής προσευχής (Μάρκ. 11, 24 – Α΄ Ιωάν. 5, 15).

      ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου