Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Γέρων Συμεών του Τιμίου Σταυρού του Έσσεξ: 9 χρόνια από τη κοίμηση του μακαριστού γέροντα(1)

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΣΥΜΕΩΝ
1. Η ίδρυση του Μοναστηριού


Όταν ο πατήρ Συμεών (κατά κόσμο Ρενέ Μπρουσβάιλερ) συναντά τον πατέρα Σωφρόνιο στη Γαλλία το τέλος του 1951, η συνάντηση αυτή έγινε μεταξύ ενός νεαρού καθολικού που ήταν «γεμάτος δύναμη και ενέργεια» (κατά τον λόγο του Γέροντος Σωφρονίου) και του πνευματικού καθοδηγητή που ο νεαρός έψαχνε από καιρό. Ήθελε ο νεαρός Ρενέ να συναντήσει τον Γέροντα για να του ζητήσει διευκρινήσεις για την Προσευχή του Ιησού, τη λεγόμενη νοερά προσευχή [1]. Εκείνη την περίοδο ο πατήρ Σωφρόνιος ζούσε, σχεδόν άγνωστος, στον ‘‘Πύργο’’ του Sainte-Genevieve-des-Bois [2]. Η συνάντηση έλαβε χώραν στο γηροκομείο των Ρώσων εμιγκρέ στο ‘‘Ρωσικό Σπίτι’’ [3] όπου ο πατήρ Σωφρόνιος προσέφερε ιερατικές υπηρεσίες σε ηλικιωμένους. «Ο πατήρ Σωφρόνιος με δέχθηκε με εξαιρετική φιλοφροσύνη και στη συνέχεια μου είπε μερικά λόγια που μου αποκάλυψαν ότι το βλέμμα του είχε διεισδύσει στα πιο κρυφά μύχια του είναι μου. Από εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι είχα ανακαλύψει τον ‘‘πολύτιμο μαργαρίτη’’ και αποφάσισα να ξανάλθω για να τον δω το επόμενο καλοκαίρι». Έτσι αισθάνθηκε ο Ρενέ όταν άκουσε τα λόγια του γέροντος Σωφρονίου και τις συμβουλές του, τις τόσο αποφασιστικές, όπως αποδείχθηκε, για το μέλλον του.
                            
Το 1954 οι αναζητήσεις του τον βρίσκουν να πηγαίνει με μοτοποδήλατο για προσκύνημα στο Άγιο Όρος. Ήδη όμως μετά τη δεύτερη η ίσως την τρίτη επίσκεψή του στη Γαλλία, το πνεύμα του είχε πια κατασταλάξει: ότι θα γινόταν μέλος της αδελφότητας που μόλις άρχισε να δημιουργείται γύρω από τον πατέρα Σωφρόνιο. Έτσι, στις 25 Νοεμβρίου 1957, δύο φίλοι, ο αδελφός Ανσέλμος και ο μετέπειτα πατήρ Συμεών, δόκιμοι τότε και οι δύο του Αββαείου Αγίου Βενεδίκτου στο Saint-Benoit-de Porte-Valais στο Μπουβρέ της γαλλόφωνης Ελβετίας, φτάνουν στο Παρίσι με την ευλογία των ηγουμένων τους, πατρός Πέτρου και πατρός Μποναβεντούρα αντίστοιχα.
Ήδη από το φθινόπωρο του 1956, μία μικρή ομάδα νέων διαφορετικών εθνικοτήτων είχε αρχίσει να συναθροίζεται σε μία στάνη που μετατράπηκε σε εκκλησάκι. Αυτό το κτίριο απείχε περίπου 15 λεπτά με τα πόδια από το Ρωσικό Σπίτι, όπου πήγαιναν να προμηθευτούν νερό. Τα πήγαινε-έλα από το εκκλησάκι στον Πύργο ήταν πολύ συχνά και ο πατήρ Σωφρόνιος υποδεχόταν τους επισκέπτες στα δύο αυτά μέρη για πνευματικές συζητήσεις και συμβουλές. Τρεις νεαροί δόκιμοι (οι μελλοντικοί μοναχοί Προκόπιος, Ειρηναίος και Συμεών) εγκαταστάθηκαν σε μία σιταποθήκη που τους παραχώρησε ο ιδιοκτήτης της Στάνης.
Η νέα κοινότητα, που αποτελείτο από ένα μικρό αριθμό ανδρών και γυναικών που μαζεύονταν γύρω από τον πατέρα Σωφρόνιο, έψαχνε να βρει ένα χώρο κατάλληλο που θα τους επέτρεπε να ζήσουν τη ζωή της προσευχής που αναζητούσαν. Στο στάδιο αυτό, ο γέροντας συνειδητοποίησε την πραγματοποίηση μιας προφητικής αποκάλυψης του ηγουμένου του στο Άγιο Όρος:

«Μία μέρα κι εσύ ο ίδιος θα αναθέτεις διακονήματα».

Η λειτουργική ζωή της ομάδας ήταν προέκταση της ζωής που ο πατήρ Σωφρόνιος ασκούσε ως ερημίτης στην αθωνική του ‘‘έρημο’’ και βασιζόταν στη Θεία Λειτουργία και την Προσευχή του Ιησού. Πρακτικά, η τήρηση του ημερήσιου κύκλου των διαφόρων ακολουθιών ήταν πολύ δύσκολη, λόγω της έλλειψης λειτουργικών βιβλίων και της γλωσσικής ανομοιογένειας των μελών της ομάδας. Ο πατήρ Συμεών ασπάστηκε την Ορθοδοξία, την 1η Ιουνίου 1958, ημέρα της Πεντηκοστής.

Μία μέρα κάποιος ρώτησε τη γνώμη του πατρός Σωφρονίου, ως ιδρυτού του μοναστηριού, πως θα μπορούσε κάποιος να δημιουργήσει ένα Μοναστήρι. Ο ερωτήσας, με αφέλεια, κρατούσε και ένα σημειωματάριο ανοικτό, έτοιμος να καταγράψει τις συμβουλές που θα άκουγε. Ο γέροντας Σωφρόνιος με το γνωστό του χιούμορ, τον κοίταξε πολύ σοβαρά και του είπε:

«Μπορώ να μιλήσω μόνο για την προσωπική μου εμπειρία. Ο τρόπος να ιδρύσει κανείς ένα μοναστήρι είναι να πέφτει με το κεφάλι του στη γη και να προσεύχεται με δάκρυα».

Μετά που είχε γνωρίσει τον Άγιο Σιλουανό και έχοντας διακρίνει σε αυτόν μία τετελειωμένη ανθρώπινη υπόσταση κατ’ εικόνα Θεού, ο πατήρ Σωφρόνιος έδινε προτεραιότητα σε όποια πρόσωπα διψούσαν για μοναχική ζωή, έστω και αν αυτό κόστιζε στην οργάνωση της εξωτερικής ζωής του μοναστηριού. Εκτιμούσε πολύ τον ήρεμο χαρακτήρα του πατρός Συμεών, την ψυχική του ισορροπία και την ικανότητά του να εργάζεται μεθοδικά. Ο πατήρ Σωφρόνιος θα πει αργότερα:

«Κόσμος πολύς ήρχετο εις το Sainte-Genevieve και ήτο αναγκαίον να ενσωματωθώμεν εις μίαν ομάδα. Αι συνθήκαι ήσαν πολύ πτωχικαί. Ο πατήρ Προκόπιος και ο πατήρ Συμεών, ήσαν ήρωες. Η υπομονή του πατρός Συμεών εξησφάλισε την επιβίωσιν του μοναστηρίου».

Και επίσης, το 1990, όταν ο πατήρ Συμεών [4] έλαβε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη είπε:

«Επιτρέψατέ μου να μιλήσω περί του πατρός Συμεών. Αφίχθηκε την πρώτη φορά, ευρισκόμενος εις την ακμήν της νεότητός του, ως στρατιώτης, ως αξιωματικός, νέος, πλήρης ενεργείας. Όταν ήλθε ήτο 1 η 2 Ιανουαρίου του 1952. Αυτήν την περίοδον ήμην πολύ άρρωστος… Και τώρα, 40 έτη μετά, εξακολουθώ να αισθάνομαι θαυμασμό, όταν ομιλώ δια την υπομονήν του. Ναι, ήσαν ημέραι πτωχείας. Ήμην πτωχότερος και από τον πλέον ταπεινόν εργάτην. Ο πατήρ Συμεών δεν εσκανδαλίσθη από την πτωχείαν μου. Κοινοβιακά δεν ημπορούσε να πραγματοποιηθεί τίποτε καθ’ ότι ουδέν διέθετα. Όταν δια πρώτην φοράν αποκτήσαμεν κάτι, αυτό ήτο εν κατάλυμα μίας παλαιάς πτωχής φάρμας, εγκαταλελειμμένης. Ο πατήρ Συμεών και ο πατήρ Προκόπιος διέμεναν εις δωμάτια, μικρότερα και από μίαν κλινάμαξα (βαγκόν-λι) σιδηροδρόμου. Η κεφαλή του πατρός Συμεών ήγγιζε τον εξωτερικόν τοίχον και οι πόδες του τον εσωτερικόν. Το πλάτος του δωματίου δεν ήτο μεγαλύτερον από το τραπέζι αυτό. Υπήρχεν ένα τραπεζάκι στερεωμένον εις τον τοίχον και το κρεβάτι εκρέματο με τον ίδιον τρόπον. Όταν έβρεχε πολύ, σταγόνες βροχής έπιπτον εντός του δωματίου. Την περίοδον εκείνην, προσευχόμεθα επί τρίωρον με το κομποσχοίνιον την πρωίαν και επίσης την εσπέραν. Παρά ταύτα, και είναι και ολίγον παράδοξον, μας εφαίνετο ως εορτή καθημερινώς, παρ’ όλην αυτήν την πτωχείαν. Ο Χ έλεγε προσφάτως δια το μοναστήριόν μας: ‘‘Υπάρχουν εδώ πολλοί πατέρες, αλλά ο αληθής πατήρ είναι μόνον είς’’, υπονοών εμέ. Όμως εγώ σας λέγω, μετά πάσης ειλικρινείας, ότι τόσον ο πατήρ Προκόπιος όσον και ο πατήρ Συμεών, είναι επίσης πραγματικοί πατέρες. Ειδικότερον ο πατήρ Συμεών είχεν μεγίστην συμμετοχήν εις την δομήν της συγκροτήσεως του Μοναστηρίου. Εβίωναν και εχαίροντο την διαμόρφωσιν της κοινής μας προσευχής. Καθ’ όλην την περίοδον αυτήν, η προσευχή ήτο θερμή, διότι ουδέν άλλον είχομεν, ουδέν υλικόν δια να κτίσωμεν, πραγματικώς τίποτε…».

1. Είναι η προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» με τις διάφορες παραλλαγές της. Στα Ελληνικά χρησιμοποιείται περισσότερο ο όρος Νοερά Προσευχή, ενώ στη Δύση είναι γνωστή ως η Προσευχή του Ιησού. Στην μετάφραση προτιμήσαμε τον όρο Προσευχή του Ιησού.

2. Προάστιο νότια του Παρισιού.

3. Émigré (o), αυτός που εκπατρίζεται με τη θέληση του (συνών. αυτοεξόριστος).

4. Ο πατήρ Προκόπιος και ο πατήρ Συμεών ήταν αυτοί που συνόδευσαν τον πατέρα Σωφρόνιο στο Μοναστήρι του Έσσεξ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου