Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Η κριτική των απολογητών του Hegel -- Περί ολοκληρωτικού κράτους. (2)

Συνέχεια απο : Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Ernst Topitsch 

Kritik der Hegel-Apologeten
Η κριτική των απολογητών του Hegel 2
Από τον συλλογικό τόμο:
Hegel und die Folgen
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)
Verlag Rombach Freiburg, 1970


Αυτό το οπωσδήποτε όχι ασήμαντο σύμπλεγμα γεγονότων έχει μείνει, εντός των πλαισίων του ομοσπονδιακού κράτους της Γερμανίας, ανέγγιχτο. Οι μηχανισμοί απώθησης οι οποίοι είναι εν δράσει στην υπόθεση αυτή, είναι ακόμα πιο αποτελεσματικοί από αυτούς που για μιάμιση δεκαετία κράτησαν έξω από την δημοσιότητα, την γενική αλλά και την επιστημονική, τις σχέσεις που επικρατούσαν μεταξύ της εκκλησίας του κλήρου και των αυταρχικών και απολυταρχικών συστημάτων των δεξιών. Αν ερευνήσει κανείς την βιβλιογραφία των τελευταίων 25 χρόνων, θα νομίσει πως η κληρονομιά του Hegel δεν έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία αλλά και στην υπηρεσία του Τρίτου Ράιχ. Προσπαθούν το πολύ να εξαφανίσουν τα μοιραία αυτά δεδομένα, ή να ξεφύγουν με διπλωματικό τρόπο από αυτά, χαρακτηρίζοντας τα παρεξήγηση, κατάχρηση ή διαστροφή της εγελιανής διανοητικής περιουσίας.
Οι τάσεις αυτές λοιπόν καταλήγουν σε πολύ ανησυχητικές παραποιήσεις της ιστορίας. Έτσι υποστηρίζεται επανειλημμένως, πως ο Carl Schmitt, συνεχίζοντας τον Max Weber, και ως εκπρόσωπος της κοινωνιολογίας χωρίς αξίες, είχε προσφέρει την ιδεολογική δικαίωση της διακυβέρνησης του Χίτλερ. Αυτό όμως είναι μια εσκεμμένη παράβλεψη του γεγονότος, πως αυτός ο πολύπλευρος θεωρητικός, στο γραπτό με το οποίο στρέφεται προς τον εθνικοσοσιαλισμό, “Über die drei Arten des rechtswissenschaftlichen Denkens” (1934), αναφέρεται στον Hegel ως στον πιο σημαντικό πρόγονο τής αντιφιλελεύθερης και αντιδημοκρατικής πολιτικής θεωρίας. Ο Schmitt είχε αποστασιοποιηθεί τότε από την παλαιότερη θεωρία του (Dezisionismus, όπου η πράξη της απόφασης είναι πιο σημαντική από το τι έχει αποφασισθεί), και στράφηκε, με σαφή επίκληση στον Hegel, προς μια “συγκεκριμένη ταξική σκέψη”, η οποία θα δικαίωνε  τό εθνικοσοσιαλιστικό σύστημα κυριαρχίας. Περί αυτού λοιπόν είχε γράψει: “Όλα αυτά τα ρεύματα και κατευθύνσεις της γερμανικής αντίστασης (εναντίον των φιλελεύθερων ιδεών του 1789) βρήκαν την συστηματική τους συμπερίληψη, την Summa τους, στην φιλοσοφία του Hegel περί δικαίου και πολιτείας. Εντός της φιλοσοφίας αυτής, η συγκεκριμένη ταξική σκέψη ζωντανεύει με μια άμεση δύναμη”(1). Στα πλαίσια αυτά εμφανίζεται και μια αξιοπρόσεκτη λεπτομέρεια, η οποία μπορεί να σκιαγραφήσει την πολιτική αξία που είχε τότε ο Hegel. Ο Schmitt λοιπόν είχε στείλει στον τότε γραμματέα του κράτους και αργότερα προέδρου του λαϊκού δικαστηρίου, Roland Freisler, ένα αντίτυπο του έργου του "Staat, Bewegung, Volk", έχοντας ως χειρόγραφη αφιέρωση μια φράση του Hegel, πράγμα που ο ευχαρίστησε πολύ τον Freisler(2). Όταν κανείς σε τέτοιες και παρόμοιες περιπτώσεις, για χάρη του Hegel, χειρίζεται τα ιστορικά δεδομένα με μεγάλη γενναιοδωρία, η δράση αυτή έχει τους βαρείς λόγους της. Η φιλοσοφία του ρομαντικού ιδεαλισμού και μάλιστα εκείνη του Hegel, κατείχε μια καίρια θέση στην ανάπτυξη της ευαγγελικής θεολογίας, αλλά και του συνόλου των επιστημών του πνεύματος στην Γερμανία. Παρίστανε δε, κατά κάποιον τρόπο, μια ιδεολογία-υπόβαθρο για το μεγαλύτερο μέρος της τάξης των μορφωμένων ευαγγελικών. Η κληρονομιά του Σουαβού στοχαστή είχε παίξει σημαντικότατο ρόλο πολύ πέρα από τα στενά πλαίσια του εγελιανισμού. Είχε μάλιστα επίδραση και σε ανθρώπους οι οποίοι έβλεπαν πολύ κριτικά τον φιλόσοφο(3). Το βασικό χαρακτηριστικό της κατάστασης αυτής ήταν, η απειλή που ασκούσαν οι πνευματικές και κοινωνικές δομές τις οποίες έφερνε η επιστημονική-βιομηχανική επανάσταση, αλλά και ανάγκη υπεράσπισης του παλιού από την απειλή του νέου. Στην ανάγκη αυτή ανταποκρίνονταν ιδιαιτέρως οι συλλογισμοί του Hegel, αφού υπόσχονταν, όχι μόνο να αποκρούσουν το νέο, αλλά και να το υπερβούν. Η επερχόμενη επιστήμη και διαφώτιση δεν αγνοήθηκαν απλά και δαιμονοποιήθηκαν, αλλά τοποθετήθηκαν σε μια κατώτερη θέση ενός διανοητικού οικοδομήματος, το οποίο βρισκόταν ακόμα στο έδαφος των μεταφυσικών-θεολογικών παραδόσεων της Δύσεως. Η “αναλυτική διάνοια” αναγνωρίστηκε, αλλά και υποτιμήθηκε ταυτόχρονα, ως αναγκαίο αλλά περιορισμένο, και άρα προς υπέρβαση προορισμένο, στάδιο πάνω στον δρόμο της λυτρώσεως, όπου η γνώση οδηγεί στα ύψη της θεωρίας (spekulative Vernunft). Με παρόμοιο τρόπο χειρίστηκε ο Hegel το κοινωνικό μέρος της οικονομίας και βιομηχανίας. Αυτό το μέρος αποτελούσε, φέροντας το όνομα “αστική κοινωνία” και όντας “κράτος ανάγκης και διάνοιας”, ένα σκαλοπάτι πριν από το “ηθικό κράτος νόησης”. Αυτό το κράτος είναι μια απόλυτη μοναρχία η οποία στηρίζεται στον στρατό, την γραφειοκρατία και την τάξη των ευγενών γαιοκτημόνων(4).
Η ιδεολογική χρησιμότητα τέτοιων συλλογισμών είναι φανερή. Προσφέρουν δηλαδή την δυνατότητα “ανταπόκρισης” στην επιστημονική-βιομηχανική επανάσταση, χωρίς να τεθεί σε σοβαρή αμφιβολία η παραδοσιακή κοσμοθεωρία, αλλά και συγκεκριμένες δομές εξουσίας. Χάριν της παραπάνω συνθήκης, η φιλοσοφία του Hegel προτιμάται, από την μια, από τους θεολόγους και μέλη άλλων επιστημών του πνεύματος, οι οποίοι θέλουν να έχουν την αναγνώριση, πως ο κλάδος τους έχει μεγαλύτερη αξία από τους κλάδους των φυσικών επιστημών. Από την άλλη πρόσφερε στις ηγετικές τάξεις των στρατιωτικών-γραφειοκρατικών απολυταρχιών, μια εντυπωσιακή κοινωνικό-μεταφυσική δικαιολογία της κυριαρχίας τους. Αν και λείπει  μια εμπεριστατωμένη έρευνα περί του θέματος, μπορούμε όμως να πούμε, πως οι συλλογισμοί του Hegel -από πρώτο, δεύτερο ή και τρίτο χέρι, μερικές φορές παραποιημένοι, και συχνά απλοποιημένοι- άσκησαν μεγάλη επίδραση στους ηγετικούς κύκλους, πολιτισμικούς και πολιτικούς, της προτεσταντικής Γερμανίας. Εθνικό-συντηρητικοί ιερείς, καθηγητές (των πνευματικών επιστημών) πανεπιστημίων και γυμνασίων, ήταν το ίδιο φίλα προσκείμενοι στους συλλογισμούς αυτούς, όσο και οι υπάλληλοι και στρατιωτικοί. Με τις επιτυχίες της πολιτικής του Bismarck (1862-1890) πρωθυπουργός της Πρωσίας, (1871-1890) καγκελάριος της γερμανικής αυτοκρατορίας)οι εγελιανές παραδόσεις απέκτησαν μια επικαιρότητα, την οποία δεν είχαν μισό αιώνα πριν, και ο “σιδηρούς αυτοκράτορας- Eiserne Kanzler“ τις χρησιμοποίησε σκόπιμα.
Η ήττα του 1918 ήταν, για την ηγετική τάξη της εποχής τού αυτοκράτορα Wilhelm, ένα συνταρακτικό γεγονός, το οποίο είχε αντίκτυπο τόσο στην κοσμοθεωρία της όσο και στο κοινωνικό  της κύρος. Αναπτύχθηκε έτσι μια ένταση, μεταξύ των κύκλων αυτών και της νέας γερμανικής Δημοκρατίας. Η ένταση αυτή εκδηλώθηκε στο ιδεολογικό επίπεδο, κυρίως στον αγώνα της “εθνικής αντιπολίτευσης” εναντίον του “ξένου προς τον λαό”, φιλελεύθερου-δημοκρατικού κόσμου (ιδεολογικού) της Δύσεως, με τον “διαλυτικό” του ατομικισμό και την λογικοκρατία. Ο αγώνας όμως ήταν και εναντίον του καπιταλιστικού ή μαρξιστικού “υλισμού”. Τέτοιοι συλλογισμοί ήταν πολύ διαδεδομένοι ακόμα και μεταξύ ακαδημαϊκών δασκάλων, οι οποίοι σπάνια ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν το δημοκρατικό κράτος (της νέας γερμανικής Δημοκρατίας)(5). Οι παραδόσεις προερχόμενες από την φιλοσοφία του Hegel, προσφέρονταν, χωρίς καμιά δυσκολία, για τον μεταφυσικό εξευγενισμό τέτοιων πολιτικών θέσεων.
Δεν μπορούμε φυσικά να εξισώσουμε τα ρεύματα αυτά με τον εθνικοσοσιαλισμό. Αυτά όμως του έδωσαν όχι μικρή ώθηση, και εν μέρει κατέληξαν εκεί. Πρέπει επίσης να πούμε, πως το κίνημα του Χίτλερ δεν εξαπλώθηκε τόσο στην εδραιωμένη τάξη των ακαδημαϊκών, όσο μεταξύ των “ημιμαθών” και αταξικών, για τους οποίους η διανοητική δύναμη και η θεωρία του Hegel και των οπαδών του ήταν πολύ λεπτή και περίπλοκη. Η εγελιανή πολιτική μεταφυσική επέτρεψε όμως στην “εθνική αντιπολίτευση”, την πιστή στην μόρφωση και την παράδοση, να ρίξει μια γέφυρα, μεταξύ της παραδεδομένης διδασκαλίας περί αυταρχικού κράτους και του νέου απολυταρχικού κράτους, και να συνδεθεί έτσι με τους βάρβαρους σε ένα πνευματικά υψηλό επίπεδο.
Αγγίζουμε λοιπόν ένα από τα κρίσιμα σημεία, το οποίο ήταν αποφασιστικής σημασίας για την απώθηση η οποία ακολούθησε. Και αν ίσως οι εγελιανές παραδόσεις δεν κατέχουν κεντρική θέση στην (σε καμιά περίπτωση ομοιογενή) εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, τόσο πιο σημαντικές είναι για την ερμηνεία του προβλήματος τής σχέσης μεταξύ της αστικής τάξης των μορφωμένων και του Τρίτου Ράιχ. Η τάξη αυτή συνέχισε να υπάρχει και μετά τον εθνικοσοσιαλισμό, και έβαλε την σφραγίδα της στην περίοδο ανοικοδόμησης μετά το 1945. Είναι λοιπόν κατανοητό πως έδειξε μικρό ενδιαφέρον για τον διαφωτισμό εκείνου του συμπλέγματος γεγονότων. Όχι μόνο για να μην αποκαλυφθούν προσωπικές διαπλοκές, αλλά για να διατηρηθεί η αξιοπιστία των τύπων σκέψης, στους οποίους είχε συνηθίσει, και οι οποίοι ήταν ακόμα εν χρήσει.

1. W. Schmidt: Hegel und die Idee der Volksordnung. Leipzig 1944, S. 45
2. Deutsche Justiz, Jg. 1934, S. 38-Το πως ο Schmitt έβλεπε την σχέση μεταξύ εγελιανισμού και φασισμού φαίνεται και στο βιβλίο του: Positionen und Begriffe im Kampf mit Weimar-Genf-Versailles. Hamburg 1940, S. 112.
3. Πρβλ. E. Topitsch: Die Freiheit der Wissenschaft und der politische Auftrag der Universität. 2. Aufl. Neuwied-Berlin 1969, S. 24.
4. E. Topitsch: Die Sozialphilosophie Hegels als Heilslehre und Herrschaftsideologie. Neuwied-Berlin 1967, S. 64.
5. Πλούσιο υλικό περί της πολιτικής στάσης των Γερμανών ακαδημαϊκών εκείνης της εποχής: H. P. Bleuel: Deutschlands Bekenner. Professoren zwischen Kaiserreich und Diktatur, Bern-München-Berlin 1968.

Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου