Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Η κριτική των απολογητών του Hegel --- Περί ολοκληρωτικού κράτους. (1)

Ernst Topitsch 
Kritik der Hegel-Apologeten

Από τον συλλογικό τόμο:
Hegel und die Folgen
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)
Verlag Rombach Freiburg, 1970

«Η ιδέα ενός γερμανικού κράτους εξουσίας, η ιστορία της οποίας άρχισε με τον Hegel, θα υποστεί στα χέρια του Hitler την χειρότερη και πιο μοιραία κορύφωση και εκμετάλλευση: Friedrich Meinecke»
Η απώθηση και αποσιώπηση των συσχετίσεων μεταξύ της κοινωνικής φιλοσοφίας του Hegel και του εθνικοσοσιαλισμού, και μάλιστα η τάση να απορριφθεί η όποια σχέση μεταξύ του Σουαβού φιλοσόφου και, της ιδεολογίας και πραγματικότητας των απολυταρχικών συστημάτων του αιώνα μας, αποτελεί ένα από τα πιο προφανή φαινόμενα της πνευματικής ζωής των Γερμανών, μετά το τέλος του 2ου παγκόσμιου πολέμου. Παρ' όλη την έντονη ενασχόληση, ιστορική και εκδοτική, με τις πνευματικές και κοινωνικές προϋποθέσεις του Τρίτου Ράιχ, στις συζητήσεις που γίνονται στην Γερμανία γίνονται πολύ σπάνια αναφορές στις παραδόσεις οι οποίες έχουν ως αρχή τον Hegel, αν και ένας εξαίρετος ιστορικός όπως ο Friedrich Meinecke, είχε ήδη το 1946 σαφώς εκφραστεί[1]. Το όνομα του φιλοσόφου μας λοιπόν δεν αναφέρεται ούτε μια φορά στο πλούσιο σε γνώσεις βιβλίο του Kurt Sontheimer „Antidemokratisches Denken in der Weimarer Republiκ”(1962). Και όταν ο Ralf Dahrendorf αγγίζει το θέμα στο αξιοσημείωτο βιβλίο του „Gesellschaft und Demokratie in Deutschland“(1965)οι αντιδράσεις που προκάλεσε έδειξαν μάλλον αποστροφή παρά συμφωνία.
Τα πράγματα αυτά όμως δεν μπορεί να είναι άγνωστα. Ήδη το 1921, ο Hermann Heller είχε παρουσιάσει την πορεία των παραδόσεων αυτών μέχρι την εποχή του, στο πολύ εμπεριστατωμένο έργο του, „Hegel und der nationale Machtstaatsgedanke in Deutschland“. Οι δε πηγές περί της μετέπειτα εξέλιξης είναι εύκολα προσβάσιμες. Είναι επομένως θαυμαστό, πως μετά το 1945, το έργο του Heller τυγχάνει ελάχιστης προσοχής στα μέρη μας. Όσο για την συνέχιση του, την οποία καθιστούν αναγκαία τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την έκδοση του βιβλίου, δεν μπορεί να γίνει λόγος. Μόνο μερικοί μαρξιστές συγγραφείς ασχολήθηκαν με τις σχέσεις μεταξύ εγελιανισμού και εθνικοσοσιαλισμού[2].


Ο συγγραφέας της παρούσας μελέτης προσπαθεί εδώ και μια δεκαετία, με όλο και αυξανόμενη ένταση, να φέρει σαφήνεια στην περιπλοκή αυτή, δυστυχώς χωρίς επιτυχία. Πέτυχε απλά να προκαλέσει μερικές αντιδράσεις οι οποίες θα αξιολογηθούν προς το τέλος του δοκιμίου. Αν όμως εξετάσουμε το θέμα “Hegel και Τρίτο Ράιχ” στην ολότητα του, θα δούμε πως - 25 χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος του Χίτλερ - το ταμπού δεν έχει ραγίσει αποφασιστικά.
Είναι φυσικά αδικαιολόγητο να αποδώσουμε στον Σουαβό στοχαστή (χωρίς να έχουμε κάνει περαιτέρω διακρίσεις) ευθύνη για την δημιουργία του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους εξουσίας. Το ολοκληρωτικό κράτος, ως φαινόμενο του 20του αιώνα, βρισκόταν έξω από τον ορίζοντα του φιλοσόφου. Όσο πιο βαθιά όμως μπαίνουμε στο αντικείμενο, τόσο πιο σαφές γίνεται, σε ποιο βαθμό η κληρονομιά του Hegel, δια μέσου της αυτοκρατορίας του Bismarck, εισχωρεί στον νοητό κόσμο της “εθνικής αντίστασης”, η οποία στρέφεται εναντίον της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο  Meinecke, ήδη από την δεκαετία του 1920, είχε δει σαφώς την συσχέτιση μεταξύ αυτής της κληρονομιάς και των ολοκληρωτικών, αντιδημοκρατικών και αντιφιλελεύθερων ιδεολογιών που την εποχή εκείνη προσπαθούσαν να ανέβουν στην εξουσία[3].  Δεν μπορούμε φυσικά να εξισώσουμε τις ιδεολογίες αυτές με τον εθνικοσοσιαλισμό. Αυτές όμως, έμμεσα ή άμεσα, του έδωσαν ώθηση, και ουκ ολίγοι των εκπροσώπων τους, υποστήριξαν αργότερα τον Χίτλερ και το κράτος του.
Ανάμεσα στους συλλογισμούς αυτούς, οι διδασκαλίες, περί ενός εθνικιστικού κράτους εξουσίας, που προέρχονται από τον Hegel, λαμβάνουν μια ιδιαίτερη θέση. Ο λόγος είναι ότι καθιστούν δυνατό το να διεξάγεται αγώνας, σε ένα φιλοσοφικά ψηλό επίπεδο, εναντίον της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά και εναντίον κάθε φιλελεύθερης δημοκρατίας δυτικού τύπου. Εξάσκησαν λοιπόν την επιρροή τους περισσότερο στα πανεπιστήμια και στις τάξεις των μορφωμένων, παρά στα απλά μέλη των εθνικοσοσιαλιστικών κομμάτων. Σημάδια της επίδρασης τους όμως βρίσκονται μέχρι και στην καθημερινή δράση των δεξιών ριζοσπαστικών ομάδων.


Μια επιλογή σημαντικών και χαρακτηριστικών ντοκουμέντων, περί του ρόλου που έπαιξε η κληρονομιά του Hegel στην προετοιμασία αλλά και στην υπηρεσία του Τρίτου Ράιχ, παρουσίασα σε άλλα δοκίμια.[4] Για να αποφευχθούν οι επαναλήψεις, εδώ αναφέρουμε μόνο τα κύρια σημεία, και παραπέμπουμε στο αναφερθέν υλικό. Λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δημοφιλείς ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, αλλά και διευθυντές σχολείων με επιρροή, είχαν αρχίσει τον πόλεμο κατά της φιλελεύθερης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, επικαλούμενοι την διδασκαλία του Hegel περί της μεταφυσικής του κράτους εν γένει, και ιδιαιτέρως την διαλεκτική. Εξευτέλιζαν επιπλέον τα ανθρώπινα δικαιώματα, δικαιολόγησαν θεωρητικά τον αντισημιτισμό και απαίτησαν την δημιουργία ενός απολυταρχικού, στρατιωτικού κράτους, με επικεφαλής ένα αρχηγό(Führer). Όταν το 1933 αυτό το κράτος έγινε πραγματικότητα, το στόλισαν με όλους τους πολύτιμους λίθους εκείνης της μεταφυσικής. Μέχρι που πήγε το πράγμα, διασαφηνίζουν μερικά αποσπάσματα από το δοκίμιο ‘‘Der Idealismus als Grundlage der Staatsphilosophi’’ που δημοσιεύτηκε το 1935του Julius Binder, ενός κορυφαίου νέο-εγελιανού φιλοσόφου: “Πρέπει να κατανοήσουμε το κράτος ως πραγματικότητα τού πνεύματος και τότε θα το συλλάβουμε ως πραγματικότητα της ελευθερίας... Είναι (το κράτος) η βούληση του λαού, ο οποίος από μόνος του προσδιορίζει τον τρόπο της ζωής του, το είναι του (Dasein) και την πραγματικότητα του, και είναι επομένως, ως αυτοπροσδιοριζόμενη βούληση, το είναι (Dasein) της ελεύθερης βούλησης. Το κράτος, ως ελεύθερη βούληση, είναι η πραγματικότητα της ελευθερίας, και επομένως πραγματικότητα της ηθικότητας.” Από αυτούς τους γενικούς συλλογισμούς περί κοινωνικής μεταφυσικής, ο συγγραφέας βγάζει πολύ συγκεκριμένα πολιτικά συμπεράσματα: “Με αυτά τα κείμενα είχα απλά τον σκοπό να κάνω πιο κατανοητό στους ανθρώπους το κράτος, το οποίο ονομάζουμε “τρίτο Ράιχ”, να τους δείξω πως δεν είναι ένα θηρίο, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως απλή εξουσία πάνω σε μια αγέλη ανθρώπων που έχασαν την ελευθερία τους. Αλλά πως, παρόλη την εξουσία του με την οποία απαιτεί να ελέγχει ολόκληρη την ζωή των πολιτών του, δεν είναι ανελευθερία και εξαναγκασμός, αλλά πραγματική ελευθερία.”[5]
Η διδασκαλία του Hegel έδωσε επιχειρήματα, όχι μόνο για να δικαιολογηθεί η βίαιη εξουσία στο εσωτερικό, αλλά και ό ρατσισμός, η επεκτατική πολιτική και η αξίωση για κυριαρχία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το 1944 μπόρεσε κάποιος να γράψει: “Η διαλεκτική συγκεκριμένου-γενικού μας δείχνει και εδώ τον δρόμο προς το μέλλον...Η ιστορία δεν είναι απλά μια συνύπαρξη ή διαδοχή λαών, αλλά οι λαοί αυτοί είναι ενταγμένοι σε μια διαλεκτική τάξη. Σύμφωνα με τον Hegel, όπως μια συγκεκριμένη έννοια κυριαρχεί σε μια στιγμή, έτσι και οι λαοί, βάσει “της γεωγραφικής και ανθρωπολογικής τους ύπαρξης” καθορίζουν την εποχή τους. Ο  Hegel μιλά μόνο για την κυριαρχία αυτού του λαού, και δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία, πως στην εποχή του, την γερμανική εποχή, έχει μπροστά στα μάτια του τον γερμανικό λαό..Η πρόοδος αυτή διαγράφεται ήδη στην πραγματικότητα και την επιστήμη, έτσι όπως υφίστανται στην ευρωπαϊκή τάξη, που είναι ένα σύστημα διοίκησης κάτω από την εξουσία του Ράιχ.”[6]


[1]    Το κείμενο της προμετωπίδας είναι από έργο του F. Meinecke: Die deutsche Katastrophe. Wiesbaden 1946, S. 28.
[2]    Πχ W. R. Beyer: Hegel-Bilder. Berlin(Ost) 1964.
[3]    ΠρβλW. Hofer, εισαγωγή στο έργο του F. Meinecke: Die Idee der Staatsräson in der neueren Geschichte. 3. Aufl. München 1957, S. XIX.
[4]    E. Topitsch: Hegel und das Dritte Reich. In: Monat, Heft 213, Berlin, Juni 1966, E. Topitsch: Die Sozialphilosophie Hegels als Heilslehre und Herrschaftsideologie. Neuwied-Berlin 1967.
[5]    J. Binder: Der Idealismus als Grundlage der Staatsphilosophie. In: Zeitschrift für Deutsche Kulturphilosophie, I (1935), S. 155.
[6]    W. Schmidt: Hegel und die Idee der Volksordnung. Leipzig 1944, S. 158.

Μετάφραση Πέτρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: