Συνέχεια από : Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018
Η ομοιότητα αυτή γίνεται ίσως ακόμα πιο έντονη στις έννοιες “αποξένωση”(Entfremdung) και “κένωση”(Entäußerung-εξωτερίκευση), όπως τις συναντούμε στην “Φαινομενολογία τού πνεύματος”: το απόλυτο πρέπει να αποξενωθεί και να καταστεί κάτι διαφορετικό, αρνητικό, έτσι ώστε συναντώντας στο δρόμο του την αποξένωση και υπερβαίνοντας την, να βρει την αληθινή ενότητα με τον εαυτό του και να επιτύχει την τελειότητα65. Το ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται ουσιαστικά περί θεολογικών κατηγοριών, επιβεβαιώνεται από ένα σημείο του έργου “Religionsphilosophie“: „Το πεπερασμένο είναι μια ουσιαστική στιγμή του απείρου, εντός της φύσεως του Θεού, και έτσι μπορούμε να πούμε: ο ίδιος ο Θεός είναι που γίνεται πεπερασμένος...Η ύπαρξη όμως του πεπερασμένου δεν πρέπει να παραμείνει, αλλά να αρθεί: θεός είναι η κίνηση προς το πεπερασμένο, και διαμέσου αυτού, ως άρση του(πεπερασμένου), κίνηση προς τον εαυτό του. Μέσα στο εγώ, το οποίο ως πεπερασμένο αναιρείται, ο θεός επιστρέφει στον εαυτό του, και είναι θεός μόνο ως αυτή η επιστροφή.”66
Το πως ο Hegel εξέφρασε επακριβώς την ερμηνεία αυτή τού γίγνεσθαι ως θεογονίας και θεοφάνειας, δεν μπορεί να διαπραγματευθεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στα πλαίσια του θέματος μας. Το σημαντικό είναι, πως εκφράζει προ πάντων τις ιστορικές-κοινωνικές και οικονομικές συσχετίσεις, ως διαλεκτικές διαδικασίες. Εντός τής ιστορίας είναι ακριβώς που τελείται η είσοδος του θεού-πνεύματος μέσα στο πεπερασμένο(Verendlichung) και στον χρόνο(Verzeilichung), „η κένωση του στον χρόνο”, η οποία είναι ταυτόχρονα η έκπτυξη και αντανακλούσα διείσδυση τού εσωτερικού του πλούτου, και με τον τρόπο αυτό ο αναγκαίος δρόμος προς την τελειότητά του η οποία γνωρίζει τον εαυτό της, και η οποία επιτυγχάνεται εντός τής απόλυτης γνώσης τής φιλοσοφίας. Έτσι ο Hegel είναι σε θέση να αναπτύξει την φιλοσοφία τής ιστορίας ως μια γνωστικιστική θεοδικεία67. Αυτό που συγκλονίζει τον παρατηρητή της πορείας τής ανθρωπότητος-η δύναμη τού κακού, η προσωρινότητα τού ωραίου και ευγενούς-είναι, ως συνέπεια τής εισόδου στο πεπερασμένο και το χρονικό, απλά ένα αρνητικό(ein Negatives). Αυτό είναι μεν αναγκαίο, αλλά και υπερβαίνεται αναγκαίως. Το σκεπτόμενο πνεύμα επομένως μπορεί να συμφιλιωθεί με το αρνητικό. Η συμφιλίωση όμως μεταξύ σκέψης και ιστορικής πραγματικότητας, όπως την πραγματοποιεί η φιλοσοφία, περιορίζεται σε αναδρομικούς στοχασμούς. Ο νεαρός Hegel ακολούθησε την εσχατολογική παράδοση τού σουαβικού πιετισμού. Θεώρησε δηλαδή πως η πρακτική υπέρβαση και άρση των “πεσμένων” μορφών τής σύγχρονής του θρησκευτικό-πολιτικής ζωής, θα πραγματοποιηθεί στην επερχόμενη “Βασιλεία του Θεού”. Ο γηράσκων φιλόσοφος από την άλλη, όλο και πιο πολύ έτεινε προς μια θεωρητική (betrachtende) συμφιλίωση με το υπάρχον (das Bestehende), και προς την εξυψωτική του(του υπάρχοντος) σύλληψη στις μορφές γνωστικιστικής σκέψης: με την πραγματοποίηση της αυτοσυνειδησίας τού πνεύματος εντός τής φιλοσοφίας, στα μάτια τού Hegel είχε επιτευχθεί η συνθετική, καταληκτική φάση τής ιστορικής διαλεκτικής.
Πέραν από την φιλοσοφία τής ιστορίας, η θεωρία τού Hegel περί εργασίας προετοίμασε τις διδασκαλίες του Μαρξ. Ήδη σχετικά νωρίς, στις παραδόσεις που έκανε στην Γιένα (Jeneser Vorlesungen), ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τις γνωστές γνωστικιστικές αντιλήψεις για να περιγράψει την σχέση μεταξύ τού εργαζόμενου ανθρώπου, τού προϊόντος τής εργασίας και τής ανταλλαγής του: “α) καθιστώ τον εαυτό μου άμεσο προς το πράγμα, την μορφή, που αποτελεί το Είναι, εντός της εργασίας. β) Κενώνομαι από το δικό μου Είναι, το καθιστώ ξένο προς εμένα, και μένω εντός του.”68 Αυτή η “κένωση” μέσω της εργασίας, ως μια έξοδος της “εσωτερικής” προς την εξωτερική πραγματικότητα, είναι μια αναγκαία φάση της αυτοπραγμάτωσης τού ανθρώπου και του πνεύματος. Εντός της(φάσης αυτής) το υποκείμενο τελεί μια μεταφορά του εαυτού του, βγαίνοντας από την νύχτα των δυνατοτήτων προς την μέρα του παρόντος, από την “μορφή του μη εκφρασμένου Είναι προς την μορφή του εκφρασμένου.”69 Το υποκείμενο επηρεάζεται αναδρομικά μέσω αυτής της επίδοσης-η συνείδηση έρχεται στον εαυτό της, στα πλαίσια του ”σχηματισμού”(Bilden), δια της εργασίας.70 Από την άλλη, η δραστηριότητα αυτή οδηγεί στην από κοινού οικοδόμηση ενός κόσμου αντικειμένων(Dingwelt) γεμάτου από ανθρώπινα προϊόντα, η αυτονομία τού οποίου(κόσμου) έγινε το θεμελιώδες θέμα τής μαρξιστικής αντίληψης της ιστορίας.71 Με την εφαρμογή του στην ιστορία και την εργασία-αλλά και εν γένει σε εμπειρικά δεδομένα-,το μοτίβο τού τριφασικού ρυθμού που αποτελείται από θεμελιώδη κατάσταση, πρόοδο και επιστροφή, κένωση και επαναπρόσληψη, άρνηση και άρνηση της αρνήσεως κτλ, βγαίνει από την περιοχή θεοσοφικών υποθέσεων, και εισέρχεται στην περιοχή ελεγχόμενων δεδομένων, και με τον τρόπο αυτό μπαίνει σε ανταγωνισμό με τις μεθόδους τις οποίες ανέπτυξαν οι επιστήμες, για να περιγράψουν και ερμηνεύσουν το φυσικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ίσως με τη πρώτη ματιά να φαίνεται ότι η διαλεκτική μέθοδος είναι πολύ χρήσιμη και στους τομείς αυτούς: ο Hegel και άλλοι στοχαστές γνώριζαν άριστα, πως να βρίσκουν παντού εκείνο τον ρυθμό. Αλλά αυτή η γενική καταλληλότητα και το αλάθητο της διαλεκτικής είναι απλώς φαινομενικά. Διότι στην πραγματικότητα βασίζεται στην εξαιρετική απροσδιοριστία εκείνου που θεωρείται διαλεκτικό, και προ πάντων στην πολύ αόριστη χρήση του όρου “άρνηση”. Και αν το “αρνητικό” είχε μια κατά κάποιο τρόπο ξεκάθαρη σημασία στην γνωστικιστική θεοσοφία, που πήγαζε από την σχέση του όρου με το θεμελιώδες βίωμα της πίεσης τής πραγματικότητας και της επιθυμίας υπέρβασής της, η εξάπλωση όμως της διαλεκτικής σε όλες τις πτυχές τής πραγματικότητας, έγινε δυνατή μόνο με το αντίτιμο μιας πλήρους κένωσης της έννοιας της αρνητικότητας. Με τον όρο αυτό σημαίνονται οι πιο διαφορετικές συσχετίσεις, όπως έδειξε η κριτική εδώ και καιρό: λογική αντινομία, απόρριψη μιας θέσης σε επίπεδο επιστημονικό, αξιολογική απόρριψη, φυσική μεταμόρφωση, κοινωνικές συγκρούσεις, σειρές σταδίων ανάπτυξης, και τέλος κάθε είδος αλλαγής και διαφοράς. Με τον τρόπο αυτό είναι πρακτικά δυνατόν να καταταγεί κάθε δεδομένο γεγονός μέσα στον ρυθμό τής διαλεκτικής, ως “άρνηση” ή “αρνητικό”. Περί μιας τέτοιας πράξης όμως, λέει ο T.D.Weldon με το δίκιο του: “But this is merely a mystifying trick. We have not given any new factual information when we say that thw oak tree negates acorn, steam negates water, or capitalism negates feudalism72”(Αυτό είναι απλά ένα τρικ που επικαλύπτει με μυστήριο τα πράγματα. Γιατί λέγοντας πως η βελανιδιά είναι άρνηση όσον αφορά τα βελανίδια, ο ατμός για το νερό, ή ο καπιταλισμός για τον φεουδαρχισμό, δεν έχουμε δώσει καμιά καινούρια πραγματική πληροφορία). Επομένως, ό,τι απορρίπτει ή καταπολεμεί ο καθένας, μπορεί να τό εντάξει στο διαλεκτικό σχήμα ως ένα ενδιάμεσο αρνητικό στάδιο, και να φτιάξει έτσι μια άνετη γι' αυτόν πεποίθηση, πως εκείνο το “αρνητικό” είναι αναπόφευκτα καταδικασμένο να υπερβαθεί μέσω τής “άρνησης της άρνησης”. Η διαλεκτική λοιπόν, εμφανίζεται στο φως αυτών των παρατηρήσεων, ως ένας από εκείνους τούς κενούς τύπους(Leerformel) που συχνά συναντούμε στην φιλοσοφία, και οι οποίοι χρωστούν την εξαιρετική προτίμηση της οποίας χαίρουν, αλλά και την επιτυχία στο επίπεδο της παγκόσμιας ιστορίας, στο γεγονός ακριβώς ότι είναι κενοί και μετατρεπτοί.73
Συνεχίζεται
Aμέθυστος
Το πως ο Hegel εξέφρασε επακριβώς την ερμηνεία αυτή τού γίγνεσθαι ως θεογονίας και θεοφάνειας, δεν μπορεί να διαπραγματευθεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στα πλαίσια του θέματος μας. Το σημαντικό είναι, πως εκφράζει προ πάντων τις ιστορικές-κοινωνικές και οικονομικές συσχετίσεις, ως διαλεκτικές διαδικασίες. Εντός τής ιστορίας είναι ακριβώς που τελείται η είσοδος του θεού-πνεύματος μέσα στο πεπερασμένο(Verendlichung) και στον χρόνο(Verzeilichung), „η κένωση του στον χρόνο”, η οποία είναι ταυτόχρονα η έκπτυξη και αντανακλούσα διείσδυση τού εσωτερικού του πλούτου, και με τον τρόπο αυτό ο αναγκαίος δρόμος προς την τελειότητά του η οποία γνωρίζει τον εαυτό της, και η οποία επιτυγχάνεται εντός τής απόλυτης γνώσης τής φιλοσοφίας. Έτσι ο Hegel είναι σε θέση να αναπτύξει την φιλοσοφία τής ιστορίας ως μια γνωστικιστική θεοδικεία67. Αυτό που συγκλονίζει τον παρατηρητή της πορείας τής ανθρωπότητος-η δύναμη τού κακού, η προσωρινότητα τού ωραίου και ευγενούς-είναι, ως συνέπεια τής εισόδου στο πεπερασμένο και το χρονικό, απλά ένα αρνητικό(ein Negatives). Αυτό είναι μεν αναγκαίο, αλλά και υπερβαίνεται αναγκαίως. Το σκεπτόμενο πνεύμα επομένως μπορεί να συμφιλιωθεί με το αρνητικό. Η συμφιλίωση όμως μεταξύ σκέψης και ιστορικής πραγματικότητας, όπως την πραγματοποιεί η φιλοσοφία, περιορίζεται σε αναδρομικούς στοχασμούς. Ο νεαρός Hegel ακολούθησε την εσχατολογική παράδοση τού σουαβικού πιετισμού. Θεώρησε δηλαδή πως η πρακτική υπέρβαση και άρση των “πεσμένων” μορφών τής σύγχρονής του θρησκευτικό-πολιτικής ζωής, θα πραγματοποιηθεί στην επερχόμενη “Βασιλεία του Θεού”. Ο γηράσκων φιλόσοφος από την άλλη, όλο και πιο πολύ έτεινε προς μια θεωρητική (betrachtende) συμφιλίωση με το υπάρχον (das Bestehende), και προς την εξυψωτική του(του υπάρχοντος) σύλληψη στις μορφές γνωστικιστικής σκέψης: με την πραγματοποίηση της αυτοσυνειδησίας τού πνεύματος εντός τής φιλοσοφίας, στα μάτια τού Hegel είχε επιτευχθεί η συνθετική, καταληκτική φάση τής ιστορικής διαλεκτικής.
Πέραν από την φιλοσοφία τής ιστορίας, η θεωρία τού Hegel περί εργασίας προετοίμασε τις διδασκαλίες του Μαρξ. Ήδη σχετικά νωρίς, στις παραδόσεις που έκανε στην Γιένα (Jeneser Vorlesungen), ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τις γνωστές γνωστικιστικές αντιλήψεις για να περιγράψει την σχέση μεταξύ τού εργαζόμενου ανθρώπου, τού προϊόντος τής εργασίας και τής ανταλλαγής του: “α) καθιστώ τον εαυτό μου άμεσο προς το πράγμα, την μορφή, που αποτελεί το Είναι, εντός της εργασίας. β) Κενώνομαι από το δικό μου Είναι, το καθιστώ ξένο προς εμένα, και μένω εντός του.”68 Αυτή η “κένωση” μέσω της εργασίας, ως μια έξοδος της “εσωτερικής” προς την εξωτερική πραγματικότητα, είναι μια αναγκαία φάση της αυτοπραγμάτωσης τού ανθρώπου και του πνεύματος. Εντός της(φάσης αυτής) το υποκείμενο τελεί μια μεταφορά του εαυτού του, βγαίνοντας από την νύχτα των δυνατοτήτων προς την μέρα του παρόντος, από την “μορφή του μη εκφρασμένου Είναι προς την μορφή του εκφρασμένου.”69 Το υποκείμενο επηρεάζεται αναδρομικά μέσω αυτής της επίδοσης-η συνείδηση έρχεται στον εαυτό της, στα πλαίσια του ”σχηματισμού”(Bilden), δια της εργασίας.70 Από την άλλη, η δραστηριότητα αυτή οδηγεί στην από κοινού οικοδόμηση ενός κόσμου αντικειμένων(Dingwelt) γεμάτου από ανθρώπινα προϊόντα, η αυτονομία τού οποίου(κόσμου) έγινε το θεμελιώδες θέμα τής μαρξιστικής αντίληψης της ιστορίας.71 Με την εφαρμογή του στην ιστορία και την εργασία-αλλά και εν γένει σε εμπειρικά δεδομένα-,το μοτίβο τού τριφασικού ρυθμού που αποτελείται από θεμελιώδη κατάσταση, πρόοδο και επιστροφή, κένωση και επαναπρόσληψη, άρνηση και άρνηση της αρνήσεως κτλ, βγαίνει από την περιοχή θεοσοφικών υποθέσεων, και εισέρχεται στην περιοχή ελεγχόμενων δεδομένων, και με τον τρόπο αυτό μπαίνει σε ανταγωνισμό με τις μεθόδους τις οποίες ανέπτυξαν οι επιστήμες, για να περιγράψουν και ερμηνεύσουν το φυσικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ίσως με τη πρώτη ματιά να φαίνεται ότι η διαλεκτική μέθοδος είναι πολύ χρήσιμη και στους τομείς αυτούς: ο Hegel και άλλοι στοχαστές γνώριζαν άριστα, πως να βρίσκουν παντού εκείνο τον ρυθμό. Αλλά αυτή η γενική καταλληλότητα και το αλάθητο της διαλεκτικής είναι απλώς φαινομενικά. Διότι στην πραγματικότητα βασίζεται στην εξαιρετική απροσδιοριστία εκείνου που θεωρείται διαλεκτικό, και προ πάντων στην πολύ αόριστη χρήση του όρου “άρνηση”. Και αν το “αρνητικό” είχε μια κατά κάποιο τρόπο ξεκάθαρη σημασία στην γνωστικιστική θεοσοφία, που πήγαζε από την σχέση του όρου με το θεμελιώδες βίωμα της πίεσης τής πραγματικότητας και της επιθυμίας υπέρβασής της, η εξάπλωση όμως της διαλεκτικής σε όλες τις πτυχές τής πραγματικότητας, έγινε δυνατή μόνο με το αντίτιμο μιας πλήρους κένωσης της έννοιας της αρνητικότητας. Με τον όρο αυτό σημαίνονται οι πιο διαφορετικές συσχετίσεις, όπως έδειξε η κριτική εδώ και καιρό: λογική αντινομία, απόρριψη μιας θέσης σε επίπεδο επιστημονικό, αξιολογική απόρριψη, φυσική μεταμόρφωση, κοινωνικές συγκρούσεις, σειρές σταδίων ανάπτυξης, και τέλος κάθε είδος αλλαγής και διαφοράς. Με τον τρόπο αυτό είναι πρακτικά δυνατόν να καταταγεί κάθε δεδομένο γεγονός μέσα στον ρυθμό τής διαλεκτικής, ως “άρνηση” ή “αρνητικό”. Περί μιας τέτοιας πράξης όμως, λέει ο T.D.Weldon με το δίκιο του: “But this is merely a mystifying trick. We have not given any new factual information when we say that thw oak tree negates acorn, steam negates water, or capitalism negates feudalism72”(Αυτό είναι απλά ένα τρικ που επικαλύπτει με μυστήριο τα πράγματα. Γιατί λέγοντας πως η βελανιδιά είναι άρνηση όσον αφορά τα βελανίδια, ο ατμός για το νερό, ή ο καπιταλισμός για τον φεουδαρχισμό, δεν έχουμε δώσει καμιά καινούρια πραγματική πληροφορία). Επομένως, ό,τι απορρίπτει ή καταπολεμεί ο καθένας, μπορεί να τό εντάξει στο διαλεκτικό σχήμα ως ένα ενδιάμεσο αρνητικό στάδιο, και να φτιάξει έτσι μια άνετη γι' αυτόν πεποίθηση, πως εκείνο το “αρνητικό” είναι αναπόφευκτα καταδικασμένο να υπερβαθεί μέσω τής “άρνησης της άρνησης”. Η διαλεκτική λοιπόν, εμφανίζεται στο φως αυτών των παρατηρήσεων, ως ένας από εκείνους τούς κενούς τύπους(Leerformel) που συχνά συναντούμε στην φιλοσοφία, και οι οποίοι χρωστούν την εξαιρετική προτίμηση της οποίας χαίρουν, αλλά και την επιτυχία στο επίπεδο της παγκόσμιας ιστορίας, στο γεγονός ακριβώς ότι είναι κενοί και μετατρεπτοί.73
Συνεχίζεται
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου