Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (39)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

                                                          VΙΙΙ
         ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.
                                    ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ

 22. Η ΦΥΣΗ – ΣΦΙΓΓΑ

1. Η αναζήτηση τής αλήθειας και η λατρεία τής φαινομενικότητας
    
Ο Νίτσε αναφέρθηκε συχνά, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, στον αφορισμό τού Ηράκλειτου: «Η Φύση κρύπτεσθαι φιλεί». Λέει για παράδειγμα ότι ο «διθυραμβικός δραματουργός»  – πρόκειται για τον Βάγκνερ – αντιμετώπισε τη Φύση γυμνή, ή ακόμη ότι χάρη σ’ αυτόν, «η Φύση, θέλοντας να κρυφτεί αποκαλύπτει την ουσία τών αντιφάσεών της». Αλλά ο σημαντικότερος υπαινιγμός του σ’ αυτό το θέμα βρίσκεται στο τέλος τού προλόγου στη δεύτερη έκδοση τού έργου του Η χαρούμενη γνώση – και επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσιος στον επίλογο τού Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Χριστούγεννα του 1888). Ο Νίτσε επικαλείται την ιδέα μιας τέχνης, που σε αντίθεση με αυτή του Βάγκνερ που άλλοτε θαύμαζε – όπως είδαμε – και αντίθετα από τη ρομαντική τέχνη του Βορρά, δεν θα είχε το βαρύ φορτίο τού μεγαλείου, αλλά θα ήταν μια «τέχνη μόνο για καλλιτέχνες», μια τέχνη «σκωπτική», «ανάλαφρη», «φευγαλέα», για την ακρίβεια: μια τέχνη γεμάτη χαρά, μια φωτεινή τέχνη, μια τέχνη του Νότου.
     Και μέσα σ’ αυτό το πνεύμα επικαλείται ταυτόχρονα τη ρήση τού Ηράκλειτου και το άγαλμά τής Ίσιδας:
«Και όσον αφορά στο μέλλον μας: δεν υπάρχει περίπτωση να ακολουθήσουμε τα βήματα εκείνων των νεαρών Αιγυπτίων που μετατρέπουν τη νύχτα τους ναούς σε μέρη ανασφαλή, εναγκαλίζονται τα αγάλματα και θέλουν με κάθε τρόπο να ξεσκεπάσουν, να αποκαλύψουν και να φέρουν στο άπλετο φως κάθε τι για το οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να είναι κρυμμένο. Όχι, αυτό το κακό γούστο, αυτή η επίμονη αναζήτηση τής αλήθειας, της «αλήθειας με κάθε τίμημα», αυτή η νεανική παράνοια για την αγάπη της αλήθειας είναι κάτι που μας προκαλεί αποστροφή: είμαστε πάρα πολύ έμπειροι, πάρα πολύ σοβαροί, πάρα πολύ πρόσχαροι, πάρα πολύ δοκιμασμένοι, πάρα πολύ βαθείς για κάτι τέτοιο. Δεν πιστεύουμε πια πως η αλήθεια παραμένει αλήθεια  αν της αφαιρέσουμε τα πέπλα· - έχουμε ζήσει πάρα πολύ για να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Σήμερα είναι για μας ζήτημα ευπρέπειας το να μη θέλει κανείς να βλέπει τα πάντα γυμνά, να παρευρίσκεται σε όλα, να καταλαβαίνει τα πάντα και να «γνωρίζει» τα πάντα. – «Είναι αλήθεια πως ο Καλός Θεός είναι πανταχού παρών;», ρωτούσε ένα κοριτσάκι τη μητέρα του: – «Αυτό το βρίσκω άπρεπο»! Ιδού μια υπόδειξη για τους φιλοσόφους: Θa έπρεπε να δείχνουμε περισσότερο σεβασμό προς την αιδώ με την οποία η Φύση καλύπτεται πίσω από αινίγματα και φανταχτερές αβεβαιότητες. Μήπως η Αλήθεια είναι μια γυναίκα που έχει βάσιμους λόγους να μην μας αφήνει να δούμε τους λόγους της; Μήπως το όνομά της, αν χρησιμοποιήσουμε την ελληνική γλώσσα, είναι Βαυβώ;… - Αχ αυτοί οι Έλληνες! Ήξεραν να ζουν: πράγμα που απαιτεί να σταματάς θαρραλέα στην επιφάνεια, στην πτυχή, στην επιδερμίδα, να λατρεύεις τη φαινομενικότητα, να πιστεύεις στις μορφές, στους ήχους, στις λέξεις, σ’ ολόκληρο τον Όλυμπο της φαινομενικότητας! Αυτοί οι Έλληνες ήταν επιφανειακοί – εξ αιτίας του βάθους τους! […] Μήπως δεν είμαστε ακριβώς από αυτή την άποψη Έλληνες; Λάτρεις των μορφών, των ήχων, των λέξεων; Και γι’ αυτό ακριβώς – καλλιτέχνες;».
     Σε γενικές γραμμές αυτό το κείμενο είναι αρκετά σαφές: ο Νίτσε αντιπαραθέτει την αναζήτηση της αλήθειας με κάθε κόστος, στην προσπάθεια παραμονής στην επιφάνεια, στον κόσμο των φαινομένων, δηλαδή τελικά στη τέχνη, στον κόσμο των μορφών, των ήχων και των λέξεων. Τί σημαίνει όμως αυτή η αντίθεση; Για να γίνει κατανοητή θα πρέπει να θυμίσουμε ότι για τον Νίτσε η γνώση συνήθως υπηρετεί τη ζωή, και επομένως οι αναπαραστάσεις μας λειτουργούν προς όφελος των ζωτικών αναγκών μας. Είναι δηλαδή τα απαραίτητα σφάλματα για την διατήρηση του είδους.
     «Φτιάξαμε έναν κόσμο βολικό για να ζήσουμε –  παραδεχόμενοι την ύπαρξη στερεών σωμάτων, γραμμών, επιφανειών, αιτίων και αποτελεσμάτων, κίνησης και παύσης, μορφής και περιεχομένου: χωρίς αυτά τα δεδομένα κανένας άνθρωπος δεν θα άντεχε σήμερα να ζει! Αλλά αυτό δεν αποτελεί και απόδειξη της ύπαρξής τους. Η ζωή δεν είναι επιχείρημα· στις προϋποθέσεις της ζωής μπορεί να περιλαμβάνεται και η πλάνη».
    Σμιλεύουμε έτσι τις ψευδαισθήσεις που αντιστοιχούν στην προοπτικής τής επιβίωσής μας. Σ’ αυτές τις αναπαραστάσεις που γεννούν οι αναγκαιότητες τής ζωής, σ’ αυτά τα ζωτικά σφάλματα, αντιπαρατίθεται η αρχέγονη Αλήθεια, όπως την αποκαλεί ο Jean Garnier, δηλαδή το όραμα ή η γνώση τού κόσμου «καθαυτού», μια γνώση απαλλαγμένη από κάθε ανθρωπομορφισμό, μια γνώση απανθρωποποιημένη. Διότι η πραγματικότητα είναι κατά βάθος ένα τυφλό, ανώφελο και αέναο παιχνίδι καταστροφής και δημιουργίας. Για τον Νίτσε, η αναζήτηση της αλήθειας με κάθε κόστος, η αναζήτηση της γνώσης για τη γνώση, η παραίτηση από τις ζωτικές ψευδαισθήσεις ισοδυναμεί με την καταστροφή της ανθρωπότητας. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο ο άνθρωπος δεν  μπορεί να επιζήσει. Δεν μπορεί να στερηθεί τον κόσμο των ζωτικών ψευδαισθήσεων, των αξιών και των μύθων, χωρίς τους οποίους είναι αδύνατον να ζήσει. Η καθαρή Αλήθεια είναι άρνηση Ζωής. Η αναζήτηση της αλήθειας είναι κατά βάθος αναζήτηση του θανάτου.
     Αλλά για τον Νίτσε, αναζήτηση της αλήθειας και λατρεία της φαινομενικότητας είναι ταυτόχρονα διαμετρικά αντίθετες και βαθειά αλληλένδετες στάσεις ζωής, όπως αποδεικνύουν κάποιες φράσεις του στο προσχέδιο για την εισαγωγή στη Χαρούμενη Γνώση, τις οποίες παρέλειψε στο τελικό κείμενο:
     «Αυτή η χαρά κάτι κρύβει, αυτή η επιδίωξη του επιφανειακού προδίδει κάποια γνώση, μια επιστήμη του βάθους, ενός βάθους που διασπείρει τα χνώτα του, μια ψυχρή ανάσα που προκαλεί ρίγος […] Τελικά ας το ομολογήσω: εμείς οι άνθρωποι του βάθους χρειαζόμαστε τη χαρά για να μην την καταστήσουμε ύποπτη. […] Και όμως, υπάρχει σ’ εμάς ένα είδος απαισιοδοξίας που διαφαίνεται ακόμη και μέσα από τη χαρά μας, καταφέρνουμε να δώσουμε αυτή την εντύπωση – διότι μας αρέσουν οι εντυπώσεις, μάλιστα τις λατρεύουμε – επειδή απέναντι στην ίδια την «ύπαρξη», έχουμε τις δικές μας υποψίες. […] Ώ, αν μπορούσατε να καταλάβετε ότι ακριβώς εμείς έχουμε ανάγκη την τέχνη, μια τέχνη σκωπτική, θεία, γαλήνια…»
     Το προσχέδιο αυτό αποκαλύπτει ότι η αναζήτηση της χαράς και της επιπολαιότητας αναδύεται μέσα από μια γνώση, την οποία ο Νίτσε αποκαλεί γνώση του βάθους, μια γνώση αυτού που στην πραγματικότητα είναι το βάθος των πραγμάτων, δηλαδή τελικά μέσα από μιαν αναζήτηση της αλήθειας που οδηγεί στην απόγνωση. Οι «άνθρωποι του βάθους» είναι απαισιόδοξοι (πεσιμιστές).
     Απέναντι λοιπόν στην «αναζήτηση της αλήθειας με κάθε κόστος», ο Νίτσε τοποθετεί μιαν άλλη αναζήτηση της αλήθειας που αποκαλεί «γνώση του βάθους». Πώς όμως ακριβώς αυτές διακρίνονται; Στην παράγραφο 370 της Χαρούμενης γνώσης με τίτλο «Τί είναι ρομαντισμός;» ο Νίτσε αντιπαραβάλλει ακριβώς τον ρομαντικό πεσιμισμό, του Σοπενχάουερ και του Βάγκνερ, στον οποίο πίστεψε κατά την νεότητά του,  και τον διονυσιακό πεσιμισμό, στον οποίο τον οδήγησε η εσωτερική του εξέλιξη. Ο ρομαντικός πεσιμισμός είναι σύμπτωμα  ευτελισμού της ζωής. Το βάθος των πραγμάτων εμφανίζεται ως οδύνη, πόνος, αντίφαση, και αυτή η γνώση προκαλεί την απέχθεια του ζειν. Ο πεσιμισμός αυτός οδηγεί επομένως, «δια της τέχνης και της γνώσης», στην άρνηση της θέλησης-του-ζειν, σε μια θλιβερή παραίτηση που θα επέφερε «την ανάπαυση, τη γαλήνη, την ακύμαντη θάλασσα, τη λύτρωση από τον εαυτό, ή αντίθετα τη μέθη, το ρίγος, τη νάρκωση, τη τρέλα». Αυτή είναι η στάση που εμπνέει η τέχνη του ρομαντισμού. Ο Νίτσε αισθάνεται τώρα μόνο απέχθεια γι’ αυτή τη «πανηγυρτζίδικη οχλαγωγία». Η αναζήτηση της Αλήθειας με κάθε κόστος είναι επομένως μια νοσηρή τάση εχθρότητας προς τη ζωή, μια συμπεριφορά παρά φύση. Αντίθετα, ο διονυσιακός πεσιμισμός, ο πεσιμισμός του Νίτσε είναι πλησμονή ζωής. Το βάθος των πραγμάτων παραμένει τρομαχτικό, αλλά μέσα από αυτή τη φρίκη γεννιέται η φαινομενικότητα, ένας θαυμάσιος κόσμος μορφών και ήχων, η τέχνη της φύσης και η τέχνη του ανθρώπου. Αυτό είναι το παιχνίδι του Διονύσου: δημιουργία και καταστροφή, ακόμη και των ιερότερων πραγμάτων. Αλλά ενώ ο ρομαντικός πεσιμισμός λέει «Όχι» στον κόσμο, ο διονυσιακός πεσιμισμός του Νίτσε λέει «Ναι» στον κόσμο, σε ολόκληρο το μεγαλείο και τη φρίκη του, με τόλμη, διαύγεια και ενθουσιασμό.
        Και ενώ στον πρόλογο του έργου του που εκδόθηκε δίνεται η εντύπωση ότι η χαρά, η λατρεία και η φαινομενικότητα είναι προϊόντα της άρνησης της γνώσης, μιας άρνησης της αναζήτησης της Αλήθειας, το προσχέδιο αποκαλύπτει ότι αντίθετα η χαρά αυτή είναι η συνέπεια μιας γνώσης και μιας αναζήτησης της Αλήθειας, που είναι και οι δύο διονυσιακές, που γέννησαν την αμφιβολία απέναντι στο Είναι, και επομένως τον πεσιμισμό. Όπως αναφέρουν τα Μεταθανάτια αποσπάσματα: «Φαίνεται ότι είμαστε χαρούμενοι επειδή ακριβώς είμαστε υπέρμετρα κατηφείς. Είμαστε σοβαροί, γνωρίζοντας την άβυσσο. Γι’ αυτό απεμπολούμε κάθε σοβαρότητα».
     Για τον Νίτσε τέχνη δεν είναι οι καλές τέχνες αλλά κάθε δημιουργική και παραγωγική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη ζωή και τη φύση, όπως αποδεικνύουν και τα κείμενα του Jean Garnier: «Η φύση είναι ο κατ’ εξοχήν καλλιτέχνης». Η ανθρώπινη τέχνη έχει καθολικό νόημα, είναι μια από τις μορφές των τεχνασμάτων της φύσης, «είναι μια από τις δυνάμεις της φύσης». Είναι ένα ολόκληρος κόσμος από μορφές, ψευδαισθήσεις και αναπαραστάσεις που συνδέονται με τις ζωτικές ανάγκες, όλα αυτά που ο Νίτσε αποκαλεί «Όλυμπο της φαινομενικότητας», αλλά επίσης όλα όσα βρίσκονται στην επιφάνεια, σε αντίθεση με το βάθος: η επιδερμίδα ή η πτυχή στο πέπλο. Αυτή η λατρεία της φαινομενικότητας και αυτή η χαρά είναι λοιπόν άρρηκτα δεμένες με την τρομαχτική γνώση της Αλήθειας, της οποία η ψυχρή πνοή προκαλεί ρίγος:
     «Αυτός που έχει ανιχνεύσει το βάθος των πραγμάτων διαισθάνεται τη σοφία του ανθρώπου που παραμένει επιφανειακός. Το ένστικτο της επιβίωσης τον ωθεί στη βιασύνη, την ελαφράδα και το ψεύδος».
     Ήδη στη Γέννηση της τραγωδίας ο Νίτσε είχε αναγνωρίσει στους Έλληνες την ύπαρξη αυτής της βαθειάς σχέσης ανάμεσα στη γνώση της Αλήθειας και τη λατρεία της φαινομενικότητας.
     «Ο Έλληνας γνώριζε και βίωνε τον τρόμο και τη φρίκη της ύπαρξης· δεν θα ήταν δυνατόν να επιβιώσει αν δεν είχε τοποθετήσει ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο και τον εαυτό του αυτή τη θαυμαστή δημιουργία του ονείρου, τον ολύμπιο κόσμο».
     Η δημιουργία αυτή των ολύμπιων θεών είναι μια καλλιτεχνική δημιουργία: αντιστοιχεί, λέει ο Νίτσε, στο ένστικτο που δημιούργησε τη τέχνη. Αχώριστες είναι η Αλήθεια και η ψευδαίσθηση που μας κρατούν στη ζωή.
2. Το πέπλο της Ίσιδας και η Φύση-Σφίγγα
     Σε αυτό τον πρόλογο  της Χαρούμενης γνώσης, οι σκέψεις περί της αναζήτησης της αλήθειας και της λατρείας της φαινομενικότητας εντάσσονται στην προοπτική της αποκάλυψης του αγάλματος της Ίσιδας της Σάις. Ο Νίτσε αρνείται να ακολουθήσει «αυτούς του νεαρούς αιγύπτιους που θέλουν να αποκαλύψουν κάτι για το οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να παραμείνει κρυφό».
     Ίσως να διατηρεί στη μνήμη του τις μεγαλόστομες δηλώσεις του Σλέγκελ: «Όποιος αδυνατεί να αντικρύσει τη θεότητα, ας αποχωρήσει ή ας χαθεί», και του Νοβάλις : «Αυτός που δεν επιθυμεί να ανασύρει το πέπλο της δεν είναι άξιος ακόλουθος της θεάς». Για τον Νοβάλις και ορισμένους άλλους ρομαντικούς, η αποκάλυψη της Ίσιδας σήμαινε, όπως είδαμε, τη συνάντηση με το ίδιο το Εγώ. Πιθανότατα ο Νίτσε να υπονοεί το ίδιο πράγμα όταν αναφέρεται σε «ανθρώπους σοβαρούς», που ισχυρίζονται ότι «ατενίζουν την πραγματικότητα χωρίς πέπλα». Η αλήθεια είναι ότι σύμφωνα με την περιγραφή του Νίτσε,
αυτοί οι «σοβαροί άνθρωποι», δεν φαίνονται τόσο ρομαντικοί όσο πραγματιστές και αντικειμενιστές, που πρεσβεύουν την απελευθέρωση από τα πάθη στην πορεία αναζήτησης της αλήθειας. Αναφερόμενος σ’ αυτούς όμως γράφει τα εξής:
     «Εσείς μόνο θα μπορούσατε να αντικρύσετε την πραγματικότητα χωρίς πέπλα, και ίσως να είσαστε και οι ίδιοι το ευγενέστερο μέρος της. – Ώ εσείς, προσφιλείς μορφές της Σάις !Αλλά μήπως κι εσείς, παρότι έχετε απαλλαγεί εντελώς από πέπλα, δεν παραμένετε εξαιρετικά εμπαθείς και σκοτεινές υπάρξεις […] και μήπως δεν διατηρείτε μια υπερβολική ομοιότητα με έναν ερωτευμένο καλλιτέχνη !»
     Η προσφώνηση «Ώ εσείς προσφιλείς μορφές της Σάις» είναι ασφαλώς ειρωνική. Αναφέρεται σ’ αυτό που σκέπτονται οι «σοβαροί άνθρωποι» όταν ισχυρίζονται ότι αποκαλύπτοντας τη Φύση αποκαλύπτουν το ίδιο το εγώ τους.
     Αλλά στον πρόλογο της Χαρούμενης Γνώσης ο Νίτσε μοιάζει να έχει κυρίως κατά νου το ποίημα του Σίλερ που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, με τον τίτλο «Η κεκαλυμμένη εικόνα της Σάις», ποίημα που θέτει επί σκηνής έναν νέο άνδρα που φλέγεται από την επιθυμία να ανασύρει το πέπλο του αγάλματος της Ίσιδας, διότι ο ιεροφάντης τού είπε πως πίσω από το πέπλο της θεάς κρύβεται η Αλήθεια. Εισέρχεται τη νύχτα στο ναό και αποφασίζει να τραβήξει το πέπλο. Θα πεθάνει από μαρασμό χωρίς να μπορέσει ποτέ να περιγράψει τί είδε. Σε σχέση με αυτή την ανάμνηση του Σίλερ από τον Νίτσε, ο Charles Andler, παραθέτει την κατάληξη του ποιήματος του Σίλερ «Κασσάνδρα»: «Το σφάλμα μόνο είναι  ζωή. Και η γνώση είναι  θάνατος», η οποία θα μπορούσε να συνοψίσει τη σκέψη του Νίτσε. Άλλα ο πεσιμισμός τού Σίλερ είναι ένα ιδεαλιστικός πεσιμισμός, που βρίσκει καταφύγιο στο Ιδανικό, στην άρνηση της ζωής.
     Μπορούμε να καταλήξουμε εκτιμώντας ότι ο Νίτσε συμπορεύεται αποφασιστικά με τη στάση όλων αυτών που, όπως ο Ρουσώ ή ο Γκαίτε, αρνήθηκαν να αποσπάσουν από την Ίσιδα το πέπλο της:
     «Θα έπρεπε να δείχνουμε περισσότερο σεβασμό προς την αιδώ με την οποία η Φύση καλύπτεται πίσω από αινίγματα και φανταχτερές αβεβαιότητες».
     Σ’ αυτές τις τελευταίες γραμμές αναγνωρίζουμε την ηχώ του αφορισμού του Ηράκλειτου, η οποία μας συνοδεύει σε ολόκληρο αυτό το βιβλίο, αλλά επίσης μια στάση ανάλογη με αυτήν του Γκαίτε, που συμβουλεύει τον σεβασμό του μυστηρίου και αποτρέπει το Πνεύμα από την αποκάλυψη του αγάλματος της Ίσιδας, δηλαδή, λέει ο Γκαίτε, την αποκάλυψη της Φύσης-Σφίγγας,  του τρομαχτικού, «του τερατώδους πλάσματος», αυτής της Σφίγγας την οποία τα «αινίγματα» για τα οποία ομιλεί ο Νίτσε ασφαλώς υπονοούν:
                 «Σεβάσου το μυστήριο,
                  Μην αφήσεις το βλέμμα σου να πλανηθεί στη λαγνεία.
                 Η Φύση-Σφίγγα, τερατώδης ύπαρξη,
                 Θα σε τρομοκρατήσει με τους αναρίθμητους μαστούς της».
     Αυτή η εικόνα της Φύσης-Σφίγγας στο ποίημα του Γκαίτε, οδήγησε χωρίς αμφιβολία τον Νίτσε να αναπαραστήσει αλληγορικά τη Φύση, όχι πλέον με τα χαρακτηριστικά της Ίσιδας, όπως το θέλησε η παράδοση που μελετήσαμε, αλλά μάλλον με αυτά της Σφίγγας. Αυτή η τρομαχτική μορφή εμφανίζεται ήδη σε ένα έργο της νεότητας του Νίτσε, που έγραψε υπό την επίδραση του Σοπενχάουερ, Το Κράτος στους Έλληνες (Χριστούγεννα 1872), σε μιαν απροσδόκητη συγκυρία. Ερμηνεύει την αίσθηση της ντροπής που δοκιμάζουν οι Έλληνες απέναντι στην εργασία και τη δουλεία: «Σ’ αυτή την αίσθηση της ντροπής κρύβεται η ασυνείδητη γνώση του γεγονότος ότι ο πραγματικός σκοπός της ύπαρξης απαιτεί αυτές τις προϋποθέσεις [=εργασία και κυρίως δουλεία], αλλά ότι μέσα σ’ αυτήν την απαίτηση εδρεύει η φρίκη και η κτηνώδης αγριότητα της Σφίγγας-Φύσης, που όμως προβάλλει το πανέμορφο νεανικό θηλυκό της κορμί, δοξάζοντας έτσι τον πολιτισμένο και ελεύθερο καλλιτεχνικό βίο». Και συνεχίζει ο Νίτσε: «Η κουλτούρα που είναι κυρίως αυθεντική απαίτηση τέχνης, στηρίζεται σε ένα θεμέλιο τρόμου». Στη Γέννηση της τραγωδίας, όταν αναφέρεται στον Οιδίποδα, ταυτίζει και πάλι τη φύση με τη Σφίγγα: «Ο ίδιος άνθρωπος που λύνει το αίνιγμα της φύσης, αυτής της διπλής στην ουσία της Σφίγγας, θα παραβιάσει επίσης τους ιερότερους νόμους της φύσης». Σ’ αυτό ακριβώς το πνεύμα ανήκει και η αναφορά του Νίτσε στα μυστικά της φύσης και την παρά φύση βιαιότητα που προϋποθέτει η αποκάλυψή τους: «Ο μόνος τρόπος να εξαναγκάσουμε τη φύση να μας παραδώσει τα μυστικά της είναι αντιστεκόμενοι να την υποτάξουμε, δηλαδή παραβιάζοντας τη φύση με μια πράξη παρά φύση». Σε κάθε περίπτωση, η διπλή όψη της Σφίγγας, άγριο κτήνος με στήθος νεαρής κόρης, συμβολίζει τη διπλή όψη της Φύσης: ομορφιά και αγριότητα, μας προκαλούν θαυμασμό και φρίκη. Το ίδιο και ο πολιτισμός με τις δύο όψεις του – τη φρικώδη δουλεία και τη λαμπρή καλλιτεχνική δημιουργία – αναπαριστά τη διττότητα της Σφίγγας, της Φύσης και του Όντος, που αντιπροσωπεύει η τρομαχτική και καταστροφική άβυσσος της Αλήθειας, και η απατηλή και γοητευτική φαινομενικότητα της Ζωής.
     Ας επιστρέψουμε στον πρόλογο της Χαρούμενης Γνώσης. Η άρνηση της αποκάλυψης αυτού που κρύβεται, που εκφράζεται εκεί, οδηγεί στην αποφασιστική επιλογή της παραμονής σε αυτό που το καλύπτει, σε ό,τι δεν είναι κρυφό, στο φαινόμενο, στην επιδερμίδα, ακολουθώντας το ελληνικό πρότυπο:
«Αχ αυτοί οι Έλληνες! Ήξεραν να ζουν: πράγμα που απαιτεί να σταματάς θαρραλέα στην επιφάνεια, στην πτυχή, στην επιδερμίδα, να λατρεύεις τη φαινομενικότητα, να πιστεύεις στις μορφές, στους ήχους, στις λέξεις, σ’ ολόκληρο τον Όλυμπο της φαινομενικότητας! Αυτοί οι Έλληνες ήταν επιφανειακοί – δια του βάθους τους!»
     Οι Έλληνες, λέει ο Νίτσε, ήταν επιφανειακοί δια του βάθους τους. Και όπως είπαμε, το βάθος είναι ακριβώς η θέαση του κόσμου όπως είναι. Οι Έλληνες ήταν γνώστες της Αλήθειας, γνώριζαν τον τρόμο και τη φρίκη της ύπαρξης. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ήξεραν να ζουν. Γιγνώσκειν τον βίον σημαίνει να γνωρίζεις πώς να κατασκευάσεις, να δημιουργήσεις ένα σύμπαν που σου επιτρέπει να ζεις, ένα σύμπαν μορφών, ήχων , αλλά επίσης και ψευδαισθήσεων, ψευδών εντυπώσεων και μύθων. «Δημιουργείν σημαίνει καλύπτω με πέπλο την αλήθεια της φύσης». Έτσι είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το νόημα της διατύπωσης: σεβάσου την αιδώ της Φύσης. Θα μπορούσαμε να πούμε δηλαδή: γνώριζε ότι θα πρέπει να παραμείνει εντέχνως καλυμμένη!
     «Δεν πιστεύουμε πια πως η αλήθεια παραμένει αλήθεια  αν της αφαιρέσουμε τα πέπλα· - έχουμε ζήσει πάρα πολύ για να πιστεύουμε κάτι τέτοιο».
         Ο σεβασμός της αιδούς της Φύσης είχε εκφραστεί εμμέσως ήδη στο κείμενο της Γέννησης της Τραγωδίας, όπου ο καλλιτέχνης, δηλαδή αυτός που λατρεύει την φαινομενικότητα, αντιπαρατίθεται στον θεωρητικό άνθρωπο, δηλαδή αυτόν που αναζητά με κάθε μέσον την αλήθεια:
     «Αν κάθε φορά που ανακαλύπτεται η αλήθεια, το συνεπαρμένο βλέμμα του καλλιτέχνη παραμένει στυλωμένο σ’ αυτό που μετά την αποκάλυψή του παραμένει καλυμμένο, ο θεωρητικός άνθρωπος από την πλευρά του, ικανοποιείται και χαίρεται βλέποντας το πέπλο να πέφτει, και συναντά την υπέρτατη ηδονή κατορθώνοντας με τις δικές του δυνάμεις να ανασύρει και άλλα πέπλα».
     Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εδώ η ορφική αντιμετώπιση της φύσης διακρίνεται σαφώς από την προμηθεϊκή. Οπωσδήποτε όμως ο Νίτσε έμεινε πιστός στην θεμελιακή του αντίληψη: η αλήθεια είναι αδιαχώριστη από τα πέπλα της· η φαινομενικότητα, οι μορφές, η ζωτική ψευδαίσθηση είναι αδιαχώριστες από την αλήθεια. «Η αλήθεια παραμένει αλήθεια στον βαθμό που το μη-αληθινό την καλύπτει». Στο πνεύμα της αλληγορικής μορφής της Φύσης-Σφίγγας, το να μην αποσπάσουμε το πέπλο της Φύσης, σημαίνει να αφήσουμε το στήθος της νεαρής κόρης, σύμβολο του κάλλους και της τέχνης, να καλύψει το κτηνώδες και τρομαχτικό τέρας, σύμβολο της Αλήθειας.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: