Ενώ οι Τούρκοι ενισχύουν την αμυντική βιομηχανία τους, η Ελλάδα μιλάει ακόμη για ανύπαρκτα ευρωπαϊκά σύνορα
Οι αναλυτές των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εκτός των συνηθισμένων λεκτικών αναφορών περί διεθνούς δικαίου, ευρωπαϊκών συνόρων και κεκτημένων και έτερων κενολογιών, άρχισαν επιτέλους να επισημαίνουν την ουσία των τουρκικών διεκδικήσεων, που πηγάζει αποκλειστικά και μόνον από την ικανότητα της Τουρκίας να κατασκευάζει η ίδια τον στρατιωτικό εξοπλισμό της σε ποσοστό 75%.
Πράγματι, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 η σχετική ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών ελέγχετο από τις ΗΠΑ μέσω της διάθεσης των οπλικών συστημάτων, που ευνοούσε περισσότερο την Τουρκία, όπως απέδειξε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ομως, η στρατηγική απόφαση της Τουρκίας πριν από περίπου 30 χρόνια να υλοποιήσει εθνικά προγράμματα ανάπτυξης οπλικών συστημάτων σταδιακά αποδυνάμωνε τον ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή προς όφελος της Τουρκίας, ώστε η τελευταία σήμερα να είναι σε θέση να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος. Οντως, η αμυντική και επιθετική ικανότητα μιας χώρας εξαρτάται από την αδιάκοπη ροή των ανταλλακτικών στο πεδίο της μάχης επειδή η έλλειψη μίας και μόνο βίδας μπορεί να αχρηστεύσει ένα πολύπλοκο και πανάκριβο όπλο.
Δυστυχώς, όμως, την ίδια χρονική περίοδο που η πολεμική βιομηχανία της Τουρκίας άρχισε να απογειώνεται, η αντίστοιχη ελληνική άρχισε να διαλύεται. Αρχικά, οι κρατικές ενισχύσεις προς την αμυντική βιομηχανία απαγορεύονται από τους κανονισμούς ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίοι όμως έχουν δομηθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να ενισχύουν σχεδόν αποκλειστικά τη γαλλογερμανική αμυντική βιομηχανία μέσω της χρήσης μιας σειράς πολύπλοκων γραφειοκρατικών εργαλείων, τα οποία παρουσιάζουν την αμυντική βιομηχανία των δύο χώρων ως «ερευνητικές δομές» που χρήζουν όχι μόνο ευρωπαϊκών, αλλά και εθνικών επιδοτήσεων.
Πράγματι, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 η σχετική ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών ελέγχετο από τις ΗΠΑ μέσω της διάθεσης των οπλικών συστημάτων, που ευνοούσε περισσότερο την Τουρκία, όπως απέδειξε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ομως, η στρατηγική απόφαση της Τουρκίας πριν από περίπου 30 χρόνια να υλοποιήσει εθνικά προγράμματα ανάπτυξης οπλικών συστημάτων σταδιακά αποδυνάμωνε τον ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή προς όφελος της Τουρκίας, ώστε η τελευταία σήμερα να είναι σε θέση να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος. Οντως, η αμυντική και επιθετική ικανότητα μιας χώρας εξαρτάται από την αδιάκοπη ροή των ανταλλακτικών στο πεδίο της μάχης επειδή η έλλειψη μίας και μόνο βίδας μπορεί να αχρηστεύσει ένα πολύπλοκο και πανάκριβο όπλο.
Δυστυχώς, όμως, την ίδια χρονική περίοδο που η πολεμική βιομηχανία της Τουρκίας άρχισε να απογειώνεται, η αντίστοιχη ελληνική άρχισε να διαλύεται. Αρχικά, οι κρατικές ενισχύσεις προς την αμυντική βιομηχανία απαγορεύονται από τους κανονισμούς ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίοι όμως έχουν δομηθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να ενισχύουν σχεδόν αποκλειστικά τη γαλλογερμανική αμυντική βιομηχανία μέσω της χρήσης μιας σειράς πολύπλοκων γραφειοκρατικών εργαλείων, τα οποία παρουσιάζουν την αμυντική βιομηχανία των δύο χώρων ως «ερευνητικές δομές» που χρήζουν όχι μόνο ευρωπαϊκών, αλλά και εθνικών επιδοτήσεων.
Αντίστοιχα, η Τουρκία αντέγραψε επιτυχώς τις πρακτικές των ισχυρών κρατών στον αμυντικό τομέα και ίδρυσε τον τεχνολογικό και ερευνητικό οργανισμό TUBITAK, καθώς και το Γραφείο Αμυντικής Βιομηχανίας, που υπάγεται κατευθείαν στον πρωθυπουργό, με σκοπό να συντονίσει τις εθνικές αμυντικές δραστηριότητές της. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικοί στην Ελλάδα συνέχισαν να τροχοδρομούν στη διαχρονική γραμμή της ανικανότητας και της μίζας και δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν ότι η ύπαρξη εθνικού επιστημονικού και τεχνολογικού αμυντικού στρατηγικού σχεδιασμού άπτεται της εθνικής επιβίωσης. Ετσι, λοιπόν, στην Ελλάδα, αντί τα ελάχιστα χρήματα που διατίθενται για την επιστημονική έρευνα να διοχετεύονται για αντίστοιχα αμυντικά ερευνητικά έργα, δαπανώνται με κομματικά, πολιτικά και προσωπικά ωφελιμιστικά κριτήρια σε ερευνητικά προγράμματα τύπου «η σεξουαλική ζωή της χελώνας Καρέτα καρέτα». Ταυτόχρονα, δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί που διαθέτουν «ερευνητικά» νομικά σχήματα ώστε να διοχετεύουν μέρος των χρημάτων στις τσέπες τους.
Επειδή, λοιπόν, τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, η ικανότητα της χώρας μας να παράγει τεχνολογικά προϊόντα αντανακλάται στο γεγονός ότι κατατάσσεται στην 76η θέση διεθνώς επί συνόλου 120 χωρών στον αντίστοιχο δείκτη τεχνολογικής ικανότητας, που είναι μια θέση πάνω από την εξωτική Τζαμάικα. Αντίστοιχα, η Τουρκία δαπάνησε τα δισεκατομμύρια των χρημάτων που διέθεσε για επιστημονική έρευνα κατά τέτοιον τρόπο ώστε σήμερα η τεχνολογική της ικανότητα να την τοποθετεί στην 9η θέση διεθνώς. Περαιτέρω, με σκοπό να ενισχύσει την επιστημονική και τεχνολογική έρευνα σε όλο το αμυντικό φάσμα, η Τουρκία προχώρησε στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου με διακομματική πολιτική βούληση και συναίνεση τα κρατικά πανεπιστήμια αποτελούν κέντρα ρυπαρότητας, εγκληματικότητας, αναχρονισμού, συντηρητισμού και μεσαιωνικού σκοταδισμού. Επί παραδείγματι, ενώ το 2000 οι δραστηριότητες της Τουρκίας στην οπτοηλεκτρονική ήταν μηδενικές, σήμερα είναι σε θέση να κατασκευάζει όπλα βασιζόμενα σε τεχνολογίες laser, τη στιγμή που οι αντίστοιχες δραστηριότητες στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτες.
Επειδή, λοιπόν, τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, η ικανότητα της χώρας μας να παράγει τεχνολογικά προϊόντα αντανακλάται στο γεγονός ότι κατατάσσεται στην 76η θέση διεθνώς επί συνόλου 120 χωρών στον αντίστοιχο δείκτη τεχνολογικής ικανότητας, που είναι μια θέση πάνω από την εξωτική Τζαμάικα. Αντίστοιχα, η Τουρκία δαπάνησε τα δισεκατομμύρια των χρημάτων που διέθεσε για επιστημονική έρευνα κατά τέτοιον τρόπο ώστε σήμερα η τεχνολογική της ικανότητα να την τοποθετεί στην 9η θέση διεθνώς. Περαιτέρω, με σκοπό να ενισχύσει την επιστημονική και τεχνολογική έρευνα σε όλο το αμυντικό φάσμα, η Τουρκία προχώρησε στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου με διακομματική πολιτική βούληση και συναίνεση τα κρατικά πανεπιστήμια αποτελούν κέντρα ρυπαρότητας, εγκληματικότητας, αναχρονισμού, συντηρητισμού και μεσαιωνικού σκοταδισμού. Επί παραδείγματι, ενώ το 2000 οι δραστηριότητες της Τουρκίας στην οπτοηλεκτρονική ήταν μηδενικές, σήμερα είναι σε θέση να κατασκευάζει όπλα βασιζόμενα σε τεχνολογίες laser, τη στιγμή που οι αντίστοιχες δραστηριότητες στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτες.
Ενώ η ύπαρξη υδρογονανθράκων στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο ήταν γνωστή από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα λόγω αριστερών ιδεοληψιών δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι ο θαλάσσιος πλούτος μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσω της εθνικής αμυντικής τεχνογνωσίας και της παραγωγής, επειδή η ύπαρξη υδρογονανθράκων παντού και πάντοτε συνοδεύεται από πολεμικές αναμετρήσεις και αλλαγές συνόρων. Συμπερασματικά, οι λαοί που έχουν την οξυδέρκεια να αντιλαμβάνονται ότι μόνο η ισχύς των όπλων παράγει δίκαιον θα καρπωθούν τη μερίδα του λέοντος από τον υποθαλάσσιο ορυκτό πλούτο στην περιοχή μας. Οι άλλοι θα εξακολουθούν να επικαλούνται «διεθνή δίκαια» και ανύπαρκτα «ευρωπαϊκά σύνορα», διαχειριζόμενοι, όπως πάντα, την αριστερόστροφη μιζέρια τους.
*Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου