Συνέχεια από: Tρίτη 27 Νοεμβρίου 2018
Στις πηγές τής νεωτερικής θεολογίας (ΧXII)
Το σύστημα τού Hegel, όπως δηλώνεται στην εισαγωγή τής Φαινομενολογίας τού πνεύματος (1807), εννοεί και εκφράζει «το αληθινό όχι μόνον σαν ουσία αλλά και σαν υποκείμενο». Το γεγονός πως το αληθινό πραγματοποιείται μόνον σαν σύστημα ή το ότι η ουσία είναι ουσιωδώς υποκείμενο εκφράζονται στην αναπαράσταση η οποία αναγγέλλει το Απόλυτο σαν πνεύμα, «η υψηλότερη έννοια η οποία ανήκει στην μοντέρνα εποχή και στην θρησκεία της». Προτιμά να ομιλεί για πνεύμα και όχι για θεό, διότι αυτή η τελευταία λέξη δεν είναι αμέσως και ταυτοχρόνως έννοια, αλλά είναι το όνομα που λέγεται, είναι ακίνητη-αιώνια ησυχία [Νιρβάνα] εκείνου τού υποκειμένου στο οποίο αποτελεί το υπόβαθρο. Αντιθέτως το Είναι για παράδειγμα, ή το Ένα, η Μονάδα, το Υποκείμενο, παραπέμπουν από μόνα τους σε έννοιες. Ο θεός είναι προσιτός –κατά τον Hegel– μόνον στην καθαρή θεωρητική γνώση (στοχασμό) και μόνον σ’ αυτή την γνώση και είναι μόνον αυτή η ίδια η Γνώση, διότι είναι πνεύμα, και αυτή η θεωρητική Γνώση είναι Γνώση τής αποκεκαλυμένης θρησκείας.
Ο Hegel μπορεί τώρα πια να δηλώσει πως το πνεύμα καθ’ εαυτό είναι η Tριάδα και είναι κίνηση τής απολύτου ουσίας τών εννοιών που δεν ησυχάζουν «το είναι των οποίων βρίσκεται μόνον σ’ αυτό το γεγονός, στο ότι είναι ως προς τον εαυτό τους το αντίθετό τους και ησυχάζουν στο ΟΛΟΝ». Η κοινότης τής αποκεκαλυμένης θρησκείας δηλαδή η Εκκλησία, όσον αφορά την Tριάδα δεν διαθέτει παρά μόνον αναπαραστάσεις, δεν διαθέτει εννοιολογική σκέψη. Οι πιστοί και αυτοί οι ίδιοι οι θεολόγοι δεν βλέπουν την Tριάδα παρά μόνον σαν ένα σύνολο φυσικών σχέσεων, όπως όταν μιλούν για παράδειγμα για Πατέρα και για Υιό. Εδώ η ουσία τής Tριάδος φανερώνεται οπωσδήποτε, αλλά τα στάδιά της είναι αποκομμένα μεταξύ τους, διαλυμένα. Τα θεία πρόσωπα εκλαμβάνονται από τους πιστούς και τους θεολόγους, κατά τον Hegel, σαν αιώνιες ουσίες ή υποκείμενα, αντί για μεταβατικά στάδια, για κίνηση τής έννοιας! Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως υποβαθμίζεται η Tριάδα σε Ιστορική αναπαράσταση, σε κληρονομημένο περίσσευμα της παραδόσεως.
Διατηρείται τοιουτοτρόπως μόνον η εξωτερικότης τής πίστεως σαν κάτι νεκρό (quid mortuum) χωρίς καμμία γνώση, χάνεται όμως η εσωτερικότης αυτής τής πίστεως, διότι αυτή η εσωτερικότης είναι η έννοια η οποία αναγνωρίζεται σαν έννοια.
Ο Hegel λοιπόν αποφασίζει να πάρει στις πλάτες του τον «μόχθο τής έννοιας». Συγκεκριμένα στα μαθήματα τού Βερολίνου, για τέσσερις χρονιές (1821, 1824, 1827, 1831), τα οποία έχουν εκδοθεί σαν “Φιλοσοφία της θρησκείας”, στοχάζεται και μεταφράζει σε έννοιες που ρέουν ανήσυχα, το αρχαίο Tριαδικό δόγμα. Εάν ο θεός ορίζετο μόνον μέσω των ιδιοτήτων τού αγαθού, της σοφίας κ.τ.λ. κατά τον Hegel δεν θα ορίζετο ακόμη σαν ζωντανός θεός. Ο θεός είναι ζωντανός μόνον όταν συλλαμβάνεται σαν πνεύμα: «αυτή είναι η αλήθεια, και η θρησκεία η οποία διαθέτει αυτό το περιεχόμενο είναι η αληθινή. Αυτό ονομάζεται Tριάδα στην χριστιανική θρησκεία. Τριαδική ενότης καλείται αυτό το καθολικό πνεύμα, καθώς στηρίζεται στην κατηγορία τού αριθμού».
Έτσι λοιπόν, εάν είναι δύσκολο για την διάνοια να συλλάβει τις φόρμες που έχει λάβει ο αριθμός, δηλαδή την ενότητα και τριαδικότητα τού θεού, δεν θα είναι ακόμη πιο δύσκολο να συλλάβει ότι αυτή η ενότης είναι Τριάδα προσώπων; Για να οικειοποιηθεί λοιπόν αυτό το ίδιο το περιεχόμενο τής αποκεκαλυμένης θρησκείας, μεταφράζοντάς το στην θεωρητική έννοια του συστήματος, είναι υποχρεωμένος να απορρίψει τις λύσεις που βρήκαν για την Persona Dei και ο Καντ και ο Φίχτε και ο Σέλλινγκ. Ταυτοχρόνως δε πιστεύει πως τού είναι εύκολο να υπερβεί την αναπαράσταση τού δόγματος των τριών προσώπων στον ένα θεό. O Hegel πιστεύει απολύτως στην δύναμη τής θεωρίας του για να αποφύγει την υπεράνθρωπη προσπάθεια. Στ’ αλήθεια, δηλώνει, «ο πιο υψηλός ορισμός της διαφοράς μέσα στην απόλυτη ιδέα είναι η Προσωπικότης. Τα στάδια τής Ιδέας περιγράφονται σαν Πρόσωπα μέσα στην θεότητα, και αν στην αφαιρετική διάνοια φαίνεται αδύνατος και μόνον ο ορισμός του Ενός, είναι ακόμη πιο αδύνατος ο ορισμός τού Προσώπου». Στο δόγμα τής Τριάδος «το είναι προς εαυτόν στο αποκορύφωμά του δεν είναι μόνον το ΕΝΑ, αλλά το Πρόσωπο, η Προσωπικότης. Τοιουτοτρόπως δε και η αντίφαση έχει προωθηθεί τόσο πολύ ώστε δεν είναι πλέον δυνατή καμμία λύση, καμμία εκμηδένιση τού Προσώπου. Αυτή η αντίφαση υπάρχει μόνο και μόνο επειδή ο θεός είναι μοναδικός και τα τρία Πρόσωπα τίθενται σαν τρεις διαφορετικές στιγμές. Η Προσωπικότης εκφράζει πως η αντίθεση πρέπει να συλληφθεί απολύτως και πως είναι λογική και μετρημένη και υπερβαίνει τον εαυτό της μόνον σ’ αυτό το αποκορύφωμα».
Ο Hegel διακρίνει το αφηρημένο Πρόσωπο από το συγκεκριμένο και αυτό το ορίζει σαν υποκειμενικότητα: Μόνον έτσι ελπίζει να παράγει μια θεωρητική έννοια για την Τριάδα. Το πρόσωπο είναι μια αφαίρεση όταν είναι απλώς εις εαυτόν, όπως συμβαίνει ακριβώς στην περίπτωση του προσώπου του δικαίου. Ερευνώντας το ρωμαϊκό δίκαιο ο Hegel είχε πει ότι το Πρόσωπο ή είναι εις εαυτόν ή δι’ εαυτόν και τοιουτοτρόπως απόλυτος σκοπός ή δεν είναι τίποτα, ένα παιχνίδι στα χέρια της τύχης. Το Πρόσωπο όμως εις εαυτόν και δι’ εαυτόν είναι υποκειμενικότης: Μόνον έτσι είναι πραγματικό. Εάν στο θεό διατηρείτο η αφηρημένη προσωπικότης θα είχαμε τρεις θεούς: Και μ’ αυτόν τον τρόπο θα χανόταν η υποκειμενικότης και η πιο αληθινή σημασία του Προσώπου. Στον θεό, που είναι πνεύμα, πρέπει να βρεθεί η υποκειμενικότης για να μπορέσουμε να δηλώσουμε την πραγματικότητα των τριών Προσώπων. Πιστεύει πως δεν πρέπει να απωθήσουμε το σκάνδαλο ενός θεού που είναι Μονάς και Τριάς!
Πρέπει να κατορθώσουμε να εκφράσουμε αυτό το σκάνδαλο και αυτή την τρέλλα σε όλη της την δυνατή δραματικότητα. Τότε μόνον θα φανερωθεί πως η αντίφαση ενός θεού που είναι τρία Πρόσωπα ισχύει μόνον για την διάνοια και την αισθητικότητα, δεν ισχύει για την νόηση. Η νόηση, με την «σκεπτόμενη διαμεσολάβηση» που πέτυχε ο Hegel, ανακαλύπτει πως το περιεχόμενο του Μυστηρίου του αποκεκαλυμένου θεού είναι το πιο λογικό. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα της θρησκευτικής αναπαραστάσεως, στην θεωρητική τους έννοια συλλαμβάνονται σαν ζωντανός θεός, σαν κίνηση ζωής, Ιδέα, υποκειμενικότης και τέλος πνεύμα: «ο θεός είναι πνεύμα, η απόλυτη δραστηριότης, actus purus, δηλαδή υποκειμενικότης, άπειρη προσωπικότης, άπειρη διαφοροποίηση του εαυτού του από τον ίδιο, εξαντικειμενοποιημένη θεότης εις εαυτόν». Το ότι ο θεός είναι Ένας σημαίνει για τον Χέγκελ πως ο θεός είναι το καθόλου. Ο θεός όμως δεν παραμένει Ένας: Είναι πέρα από την ενότητα σαν άμεση, αρνητική καθ’ εαυτή, ταυτότητα!
Επειδή ο θεός είναι πνεύμα, ο θεός είναι Ένας σαν άπειρη υποκειμενικότης, Ένας και σαν άπειρη αντικειμενικότης των διαφορών. Ο θεός παραμένει ολότης και στην ενότητά του και στις διαφορές του, σαν θεία έννοια, ακριβώς επειδή είναι τρία Πρόσωπα. Αυτό ομολογεί o Hegel στην αισθητική του, στον «Χριστιανισμό ο θεός αναπαρίσταται στην αλήθεια του, επομένως σαν κάτι πραγματικό καθ’ εαυτό, σαν ένα πρόσωπο, σαν υποκείμενο και μ’ έναν ακριβέστερο προσδιορισμό, σαν πνεύμα! Αυτό που είναι σαν πνεύμα, χάριν της θρησκευτικής κατανοήσεως αναπτύσσεται σαν Τριάδα προσώπων, τα οποία είναι ταυτοχρόνως, ενότης ως προς εαυτόν. Εδώ υπάρχει ουσιαστικότης, καθολικότης και ιδιαιτερότης και ταυτόχρονα η ενότης τους και μόνον αυτή η ενότης είναι πραγματική».
Αμέθυστος
Στις πηγές τής νεωτερικής θεολογίας (ΧXII)
Το σύστημα τού Hegel, όπως δηλώνεται στην εισαγωγή τής Φαινομενολογίας τού πνεύματος (1807), εννοεί και εκφράζει «το αληθινό όχι μόνον σαν ουσία αλλά και σαν υποκείμενο». Το γεγονός πως το αληθινό πραγματοποιείται μόνον σαν σύστημα ή το ότι η ουσία είναι ουσιωδώς υποκείμενο εκφράζονται στην αναπαράσταση η οποία αναγγέλλει το Απόλυτο σαν πνεύμα, «η υψηλότερη έννοια η οποία ανήκει στην μοντέρνα εποχή και στην θρησκεία της». Προτιμά να ομιλεί για πνεύμα και όχι για θεό, διότι αυτή η τελευταία λέξη δεν είναι αμέσως και ταυτοχρόνως έννοια, αλλά είναι το όνομα που λέγεται, είναι ακίνητη-αιώνια ησυχία [Νιρβάνα] εκείνου τού υποκειμένου στο οποίο αποτελεί το υπόβαθρο. Αντιθέτως το Είναι για παράδειγμα, ή το Ένα, η Μονάδα, το Υποκείμενο, παραπέμπουν από μόνα τους σε έννοιες. Ο θεός είναι προσιτός –κατά τον Hegel– μόνον στην καθαρή θεωρητική γνώση (στοχασμό) και μόνον σ’ αυτή την γνώση και είναι μόνον αυτή η ίδια η Γνώση, διότι είναι πνεύμα, και αυτή η θεωρητική Γνώση είναι Γνώση τής αποκεκαλυμένης θρησκείας.
Ο Hegel μπορεί τώρα πια να δηλώσει πως το πνεύμα καθ’ εαυτό είναι η Tριάδα και είναι κίνηση τής απολύτου ουσίας τών εννοιών που δεν ησυχάζουν «το είναι των οποίων βρίσκεται μόνον σ’ αυτό το γεγονός, στο ότι είναι ως προς τον εαυτό τους το αντίθετό τους και ησυχάζουν στο ΟΛΟΝ». Η κοινότης τής αποκεκαλυμένης θρησκείας δηλαδή η Εκκλησία, όσον αφορά την Tριάδα δεν διαθέτει παρά μόνον αναπαραστάσεις, δεν διαθέτει εννοιολογική σκέψη. Οι πιστοί και αυτοί οι ίδιοι οι θεολόγοι δεν βλέπουν την Tριάδα παρά μόνον σαν ένα σύνολο φυσικών σχέσεων, όπως όταν μιλούν για παράδειγμα για Πατέρα και για Υιό. Εδώ η ουσία τής Tριάδος φανερώνεται οπωσδήποτε, αλλά τα στάδιά της είναι αποκομμένα μεταξύ τους, διαλυμένα. Τα θεία πρόσωπα εκλαμβάνονται από τους πιστούς και τους θεολόγους, κατά τον Hegel, σαν αιώνιες ουσίες ή υποκείμενα, αντί για μεταβατικά στάδια, για κίνηση τής έννοιας! Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως υποβαθμίζεται η Tριάδα σε Ιστορική αναπαράσταση, σε κληρονομημένο περίσσευμα της παραδόσεως.
Διατηρείται τοιουτοτρόπως μόνον η εξωτερικότης τής πίστεως σαν κάτι νεκρό (quid mortuum) χωρίς καμμία γνώση, χάνεται όμως η εσωτερικότης αυτής τής πίστεως, διότι αυτή η εσωτερικότης είναι η έννοια η οποία αναγνωρίζεται σαν έννοια.
Ο Hegel λοιπόν αποφασίζει να πάρει στις πλάτες του τον «μόχθο τής έννοιας». Συγκεκριμένα στα μαθήματα τού Βερολίνου, για τέσσερις χρονιές (1821, 1824, 1827, 1831), τα οποία έχουν εκδοθεί σαν “Φιλοσοφία της θρησκείας”, στοχάζεται και μεταφράζει σε έννοιες που ρέουν ανήσυχα, το αρχαίο Tριαδικό δόγμα. Εάν ο θεός ορίζετο μόνον μέσω των ιδιοτήτων τού αγαθού, της σοφίας κ.τ.λ. κατά τον Hegel δεν θα ορίζετο ακόμη σαν ζωντανός θεός. Ο θεός είναι ζωντανός μόνον όταν συλλαμβάνεται σαν πνεύμα: «αυτή είναι η αλήθεια, και η θρησκεία η οποία διαθέτει αυτό το περιεχόμενο είναι η αληθινή. Αυτό ονομάζεται Tριάδα στην χριστιανική θρησκεία. Τριαδική ενότης καλείται αυτό το καθολικό πνεύμα, καθώς στηρίζεται στην κατηγορία τού αριθμού».
Έτσι λοιπόν, εάν είναι δύσκολο για την διάνοια να συλλάβει τις φόρμες που έχει λάβει ο αριθμός, δηλαδή την ενότητα και τριαδικότητα τού θεού, δεν θα είναι ακόμη πιο δύσκολο να συλλάβει ότι αυτή η ενότης είναι Τριάδα προσώπων; Για να οικειοποιηθεί λοιπόν αυτό το ίδιο το περιεχόμενο τής αποκεκαλυμένης θρησκείας, μεταφράζοντάς το στην θεωρητική έννοια του συστήματος, είναι υποχρεωμένος να απορρίψει τις λύσεις που βρήκαν για την Persona Dei και ο Καντ και ο Φίχτε και ο Σέλλινγκ. Ταυτοχρόνως δε πιστεύει πως τού είναι εύκολο να υπερβεί την αναπαράσταση τού δόγματος των τριών προσώπων στον ένα θεό. O Hegel πιστεύει απολύτως στην δύναμη τής θεωρίας του για να αποφύγει την υπεράνθρωπη προσπάθεια. Στ’ αλήθεια, δηλώνει, «ο πιο υψηλός ορισμός της διαφοράς μέσα στην απόλυτη ιδέα είναι η Προσωπικότης. Τα στάδια τής Ιδέας περιγράφονται σαν Πρόσωπα μέσα στην θεότητα, και αν στην αφαιρετική διάνοια φαίνεται αδύνατος και μόνον ο ορισμός του Ενός, είναι ακόμη πιο αδύνατος ο ορισμός τού Προσώπου». Στο δόγμα τής Τριάδος «το είναι προς εαυτόν στο αποκορύφωμά του δεν είναι μόνον το ΕΝΑ, αλλά το Πρόσωπο, η Προσωπικότης. Τοιουτοτρόπως δε και η αντίφαση έχει προωθηθεί τόσο πολύ ώστε δεν είναι πλέον δυνατή καμμία λύση, καμμία εκμηδένιση τού Προσώπου. Αυτή η αντίφαση υπάρχει μόνο και μόνο επειδή ο θεός είναι μοναδικός και τα τρία Πρόσωπα τίθενται σαν τρεις διαφορετικές στιγμές. Η Προσωπικότης εκφράζει πως η αντίθεση πρέπει να συλληφθεί απολύτως και πως είναι λογική και μετρημένη και υπερβαίνει τον εαυτό της μόνον σ’ αυτό το αποκορύφωμα».
Ο Hegel διακρίνει το αφηρημένο Πρόσωπο από το συγκεκριμένο και αυτό το ορίζει σαν υποκειμενικότητα: Μόνον έτσι ελπίζει να παράγει μια θεωρητική έννοια για την Τριάδα. Το πρόσωπο είναι μια αφαίρεση όταν είναι απλώς εις εαυτόν, όπως συμβαίνει ακριβώς στην περίπτωση του προσώπου του δικαίου. Ερευνώντας το ρωμαϊκό δίκαιο ο Hegel είχε πει ότι το Πρόσωπο ή είναι εις εαυτόν ή δι’ εαυτόν και τοιουτοτρόπως απόλυτος σκοπός ή δεν είναι τίποτα, ένα παιχνίδι στα χέρια της τύχης. Το Πρόσωπο όμως εις εαυτόν και δι’ εαυτόν είναι υποκειμενικότης: Μόνον έτσι είναι πραγματικό. Εάν στο θεό διατηρείτο η αφηρημένη προσωπικότης θα είχαμε τρεις θεούς: Και μ’ αυτόν τον τρόπο θα χανόταν η υποκειμενικότης και η πιο αληθινή σημασία του Προσώπου. Στον θεό, που είναι πνεύμα, πρέπει να βρεθεί η υποκειμενικότης για να μπορέσουμε να δηλώσουμε την πραγματικότητα των τριών Προσώπων. Πιστεύει πως δεν πρέπει να απωθήσουμε το σκάνδαλο ενός θεού που είναι Μονάς και Τριάς!
Πρέπει να κατορθώσουμε να εκφράσουμε αυτό το σκάνδαλο και αυτή την τρέλλα σε όλη της την δυνατή δραματικότητα. Τότε μόνον θα φανερωθεί πως η αντίφαση ενός θεού που είναι τρία Πρόσωπα ισχύει μόνον για την διάνοια και την αισθητικότητα, δεν ισχύει για την νόηση. Η νόηση, με την «σκεπτόμενη διαμεσολάβηση» που πέτυχε ο Hegel, ανακαλύπτει πως το περιεχόμενο του Μυστηρίου του αποκεκαλυμένου θεού είναι το πιο λογικό. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα της θρησκευτικής αναπαραστάσεως, στην θεωρητική τους έννοια συλλαμβάνονται σαν ζωντανός θεός, σαν κίνηση ζωής, Ιδέα, υποκειμενικότης και τέλος πνεύμα: «ο θεός είναι πνεύμα, η απόλυτη δραστηριότης, actus purus, δηλαδή υποκειμενικότης, άπειρη προσωπικότης, άπειρη διαφοροποίηση του εαυτού του από τον ίδιο, εξαντικειμενοποιημένη θεότης εις εαυτόν». Το ότι ο θεός είναι Ένας σημαίνει για τον Χέγκελ πως ο θεός είναι το καθόλου. Ο θεός όμως δεν παραμένει Ένας: Είναι πέρα από την ενότητα σαν άμεση, αρνητική καθ’ εαυτή, ταυτότητα!
Επειδή ο θεός είναι πνεύμα, ο θεός είναι Ένας σαν άπειρη υποκειμενικότης, Ένας και σαν άπειρη αντικειμενικότης των διαφορών. Ο θεός παραμένει ολότης και στην ενότητά του και στις διαφορές του, σαν θεία έννοια, ακριβώς επειδή είναι τρία Πρόσωπα. Αυτό ομολογεί o Hegel στην αισθητική του, στον «Χριστιανισμό ο θεός αναπαρίσταται στην αλήθεια του, επομένως σαν κάτι πραγματικό καθ’ εαυτό, σαν ένα πρόσωπο, σαν υποκείμενο και μ’ έναν ακριβέστερο προσδιορισμό, σαν πνεύμα! Αυτό που είναι σαν πνεύμα, χάριν της θρησκευτικής κατανοήσεως αναπτύσσεται σαν Τριάδα προσώπων, τα οποία είναι ταυτοχρόνως, ενότης ως προς εαυτόν. Εδώ υπάρχει ουσιαστικότης, καθολικότης και ιδιαιτερότης και ταυτόχρονα η ενότης τους και μόνον αυτή η ενότης είναι πραγματική».
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου