Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Εμφύλια Πάθη - Ερώτημα 4 & 5(Καλύβας- Μαραντζίδης)

Ερώτημα 4: Τι είδους κόμμα ήταν το ΚΚΕ;

Ο  νέος παράγοντας που αναδείχθηκε και πρωταγωνίστησε στον Εμφύλιο ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Η κατανόηση επομένως των διακυβευμάτων του Εμφυλίου προϋποθέτει τη γνώση του κόμματος αυτού και της οργανωσιακής λογικής του. Πότε και με ποιον τρόπο δημιουργήθηκε το ΚΚΕ; Τι ακριβώς ήταν το κόμμα αυτό και ποιος ο χαρακτήρας της πολιτικής δράσης του στα χρόνια του Μεσοπολέμου όταν η αντίθεση βενιζελικών και αντιβενιζελικών και το πολιτειακό ζήτημα κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή;
Τον Μεσοπόλεμο, το ΚΚΕ είχε διπλό έργο: πάσχιζε από τη μία να επιβιώσει μέσα στις συνθήκες του ελληνικού ασταθούς κοινοβουλευτισμού και από την άλλη να οργανώσει την πολιτική δράση του με βάση τις αποφάσεις και τις εντολές της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) που είχε ιδρυθεί το 1919 και αποτελούσε μαζί με τη Μόσχα το κέντρο του διεθνούς κομμουνισμού. Εξάλλου, η βασική διαφορά ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα και κάθε άλλο κόμμα ήταν ακριβώς αυτή η διεθνής του διάσταση και η αφοσίωσή του στην υπόθεση της παγκόσμιας επανάστασης υπό την καθοδήγηση της Μόσχας και της Κομιντέρν. Όπως πολύ εύστοχα έχει επισημάνει ο αριστερός ιστορικός Φίλιππος Ηλιού το κομμουνιστικό κόμμα όπως όλα τα κομμουνιστικά κόμματα του κόσμου υπόκειται στην πειθαρχία του “δημοκρατικού συγκεντρωτισμού” του κεντρικού επιτελείου της παγκόσμιας επανάστασης, το οποίο από μια στιγμή και πέρα αρχίζει να συμπίπτει πολύ, και λίγο δυσάρεστα, με το σοβιετικό κόμμα-κράτος.
Η  προσπάθεια να συνδυάσει τη νόμιμη πολιτική παρουσία με την επαναστατική δράση και την αφοσίωση στην Κομιντέρν προκάλεσε στο ΚΚΕ πολλά προβλήματα με τις ελληνικές αρχές και ορισμένες φορές το έφερε σε αντίθεση όχι μόνο με το καθιερωμένο πολιτικό σύστημα αλλά και με την κοινή γνώμη. Στην πράξη, στα χρόνια του Μεσοπολέμου το ΚΚΕ ήταν πρωτίστως ένα διεθνιστικό κόμμα σκληροπυρηνικών επαναστατών, πιστό στη Μόσχα και την Κομμουνιστική Διεθνή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήταν ένα κόμμα «προδοτών» ή «πρακτόρων», όπως θέλουν ορισμένοι να το παρουσιάσουν. Ήταν ένα κόμμα αποφασισμένων ιδεολόγων που εκείνη «η εποχή των άκρων» ανέδειξε.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1918 -καθόλου τυχαία έναν χρόνο μετά την μπολσεβίκικη επανάσταση- ως Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ). Στην αρχή εξέφραζε περισσότερο τις ευαισθησίες ή την ιδεολογία ενός μικρού αριθμού ανθρώπων, κυρίως διανοουμένων, καθώς είχε μόλις χίλια μέλη συγκεντρωμένα σε έναν περιορισμένο αριθμό αστικών κέντρων. Γενικότερα, το ΚΚΕ δεν προέκυψε από κάποιο μεγάλο εργατικό-σοσιαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, όπως συνέβη σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η περίπτωση της σοσιαλιστικής οργάνωσης Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη υπό την ηγεσία του Αβραάμ Μπεναρόγια, όπου η ισχυρή ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών ταυτίστηκε με τη μεγάλη εβραϊκή παρουσία στους χώρους της εργατικής τάξης της πόλης, αποτέλεσε την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Σταδιακά το ΣΕΚΕ απέκτησε ριζοσπαστική φυσιογνωμία. Τον Απρίλιο 1920 συνδέθηκε με την Κομιντέρν και το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Μάλιστα, φρόντιζε να δηλώνει δημόσια τη διεθνή του διάσταση σημειώνοντας δίπλα στο όνομά του σε παρένθεση «Ελληνικό Τμήμα Κομμουνιστικής Διεθνούς» (ΕΤΚΔ). Η πορεία αυτή δεν βοήθησε ιδιαίτερα το ΚΚΕ στην εκλογική του ανάπτυξη - όχι βέβαια πως αυτό το στενοχωρούσε ιδιαίτερα εκείνη την εποχή. Το ΚΚΕ παρέμεινε σε όλο τον Μεσοπόλεμο ένα μικρό κόμμα με περιορισμένη απήχηση, και αν εξαιρέσουμε τις εκλογές του 19ξ5, στις οποίες μάλιστα τα βενιζελικά κόμματα απείχαν, στις υπόλοιπες εκλογικές αναμετρήσεις τα ποσοστά του κινήθηκαν μεταξύ ξ-6ώ. Στην πραγματικότητα, όλη αυτή την περίοδο το ΚΚΕ κατάφερε να διεισδύσει μόνο σε κάποιους προσφυγικούς πληθυσμούς της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας, να αποκτήσει μια μικρή βάση εργατών (καπνεργάτες, σιδηροδρομικοί) και να επεκταθεί σε κάποιες περιοχές του αγροτικού χώρου με παράδοση αγροτικών εξεγέρσεων (Θεσσαλία», καθώς και σε κάποιες νησιωτικές περιοχές (Λέσβος).
Από τη στιγμή που εντάχθηκε στην Κομμουνιστική Διεθνή και μετονομάστηκε σε κομμουνιστικό, η μοίρα του κόμματος συνδέθηκε άρρηκτα με τις αποφάσεις της Κομιντέρν και τις εξελίξεις στη Μόσχα, καθώς σύμφωνα με τους 21 όρους της Κομιντέρν τα κόμματα που ήθελαν να ανήκουν σε αυτήν όφειλαν να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις της και να υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα την ΕΣΣΔ. Η μπολσεβικοποίηση του κόμματος δεν έγινε βέβαια μέσα σε μια μέρα, προηγήθηκε μια διαδικασία που πέρασε από διάφορες φάσεις και κράτησε μερικά χρόνια. Η απόφαση που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην περίοδο του Μεσοπολέμου σημάδεψε τη θέση του κόμματος στην ελληνική πολιτική ζωή ήταν αναμφίβολα η τοποθέτησή του υπέρ της δημιουργίας ανεξάρτητης Μακεδονίας το 1924. Η θέση αυτή για το Μακεδονικό περιθωριοποίησε πολιτικά το ΚΚΕ, καθώς αποκάλυπτε περίτρανα την κυριαρχία της Κομιντέρν πάνω στις αποφάσεις του. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν ήταν βέβαια αφελής, αντιλαμβανόταν ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας θέσης θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα που θα απειλούσαν ακόμα και τη νόμιμη πολιτική ύπαρξη του κόμματος - εξάλλου εμφανίστηκαν σοβαρές αντιρρήσεις στο εσωτερικό του, ακόμα και αποχωρήσεις λόγω της απόφασης αυτής. Η αποδοχή αυτής της γραμμής ήταν, όμως, το αποτέλεσμα των πιέσεων που είχαν ασκηθεί από την πλευρά της Κομιντέρν ήδη από το 1921.
Η θέση για το Μακεδονικό είχε, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, αρνητικά αποτελέσματα. Το ΚΚΕ περιθωριοποιήθηκε πολιτικά και περιχαρακώθηκε εκλογικά, καθώς ένας σημαντικός αριθμός πολιτών είδαν την απόφασή του ως εντελώς παράλογη και σε κάθε περίπτωση εχθρική προς τα συμφέροντα της χώρας. Επίσης, ενίσχυσε τα επιχειρήματα των αντιπάλων του που  υποστήριζαν πως ήταν ένα «ξενοκίνητο» και «σλαβόφιλο» κόμμα και έδωσε το έναυσμα για να αρχίσουν διώξεις εναντίον των μελών του με την κατηγορία της αποσχιστικής απόπειρας. Λίγους μήνες μετά την απόφαση για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας, το 1925, η δικτατορία του Πάγκαλου έθεσε το ΚΚΕ εκτός νόμου. Αργότερα, ο νόμος 4229 «Περί μέτρων προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» του 1929, γνωστότερος ως «Ιδιώνυμο» ψηφίστηκε προκειμένου να τιμωρήσει με ποινή φυλάκισης όποιον «επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικρατείας ή ενέργεια υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμού». Ουσιαστικά, φωτογραφιζόταν το ΚΚΕ, τα στελέχη και οι οπαδοί του. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια και να φτάσει το 19ξ5 ώστε το ΚΚΕ να αλλάξει την απόφασή του, αναγνωρίζοντας έτσι έμμεσα το σφάλμα του, και να  υιοθετήσει μια νέα θέση που δεν μιλούσε για ανεξάρτητη Μακεδονία αλλά υποστήριζε τα δικαιώματα ισοτιμίας των μειονοτήτων.
Μέχρι το 1931, πάντως, και παρά την προσήλωσή του στις αρχές του μονολιθικού κόμματος, το ΚΚΕ αντιμετώπιζε σοβαρά οργανωτικά προβλήματα και εσωτερικές αντιθέσεις, τα οποία βέβαια δεν ήταν άσχετα με τις δραματικές εξελίξεις στο εσωτερικό του ΚΚΕ και τη σύγκρουση ανάμεσα στους ηγετικούς του κύκλους, κυρίως ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τρότσκι. Οι αντιπαραθέσεις έφεραν το ΚΚΕ σε παρατεταμένη κρίση, η οποία έληξε με την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία διόρισε νέα ηγεσία. Ό,τι έγινε στην ελληνική περίπτωση δεν ήταν εξαίρεση. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘20, όταν ο Στάλιν έβγαινε οριστικά νικητής από τις εσωτερικές διενέξεις μέσα στους κόλπους των Μπολσεβίκων, επέλεξε να τοποθετήσει στα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα μια νέα γενιά ηγετών, απόλυτα έμπιστων και αφοσιωμένων στη Μόσχα, που «η ψυχή τους ήταν σοβιετικού πολίτη», όπως θα εξομολογούνταν ο γάλλος κομμουνιστής ηγέτης Τορέζ στον ίδιο τον Στάλιν αρκετά χρόνια αργότερα. Η επιλογή του Νίκου Ζαχαριάδη στην ηγεσία του ΚΚΕ υπάκουε ακριβώς σε αυτή τη στρατηγική της Κομιντέρν και της Μόσχας - τοποθέτηση στην ηγεσία των κομμουνιστικών κομμάτων αφοσιωμένων και έμπιστων στον Στάλιν ανθρώπων.
Ο Ζαχαριάδης, όπως όλοι οι κομμουνιστές ηγέτες της εποχής εκείνης, ήταν ένας σοβιετικά εκπαιδευμένος επαναστάτης και
Διεθνιοτής. Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη το 190ξ και πολύ νέος εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα, αρχικά στο τουρκικό κομμουνιστικό κόμμα και στη συνέχεια στο σοβιετικό κόμμα. Εγκαταστάθηκε στη Μόσχα το 192ξ όπου φοίτησε στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Προλεταρίων της Ανατολής (γνωστότερο ως ΚΟΥΤΒ, εξού και το προσωνύμιο Κούτβης το οποίο διατυμπάνιζε με περηφάνια), που είχε ιδρυθεί το 1921 και είχε στόχο την ανάδειξη στελεχών για τις χώρες κυρίως της Ασίας που ήταν αποικίες, αλλά από το 1922  είχε και ελληνικό τμήμα. Στην Ελλάδα ο Ζαχαριάδης έφτασε το 1924 και κατέλαβε αμέσως διάφορες κομματικές θέσεις. Ξαναέφυγε στην ΕΣΣΔ το 1929 και επέστρεψε εκ νέου τον Οκτώβριο του 19ξ1, για να αναλάβει τη διεύθυνση του κόμματος. Σε ηλικία μόλις 28 ετών η Κομιντέρν τον επέλεξε για τη θέση του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, τοποθετώντας ταυτόχρονα και  νέα Κεντρική Επιτροπή που αποτελούνταν, εκτός από τον Ζαχαριάδη, από τους Γιάννη Ιωαννίδη, Στέλιο Σκλάβαινα, Γιάννη Μιχαηλίδη, Βασίλη Νεφελούδη, Γιώργο Κωνσταντίνιδη και Λεωνίδα Στρίγκο. Ο μέσος όρος ηλικίας των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, που ήταν όλα άτομα γνωστά στην ιεραρχία της Κομιντέρν, καθώς όλα είχαν εκπαιδευτεί στην ΕΕΕΔ, δεν ξεπερνούσε τα 28 έτη.
Σε αυτήν ακριβώς τη φάση το ΚΚΕ συγκρότησε τη βασική του ταυτότητα -επαναστατική και σταλινική ταυτόχρονα- που το μετέτρεψε από κόμμα διανοουμένων και συνδικαλιστών σε σκληροπυρηνικό κόμμα επαναστατών τυφλά αφοσιωμένων στην Κομιντέρν - ένα πραγματικό κόμμα «νέου τύπου», όπως απαιτούσε η λενινιστική θεωρία, που έβαζε σε πρώτη μοίρα την υπεράσπιση της πατρίδας του Σοσιαλισμού, την ΕΣΣΔ.
Αυτή η φυσιογνωμία έμεινε σε γενικές γραμμές αναλλοίωτη για τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνια, μέχρι δηλαδή τον θάνατο του Στάλιν και την άνοδο του Χρουστσόφ.
Το ΚΚΕ ακολούθησε πιστά όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Υιοθέτησε τη γραμμή περί «σοσιαλφασισμού» που η Κομιντέρν είχε αποφασίσει στο 6ο συνέδριό της το 1928, σύμφωνα με την οποία τα σοσιαλιστικά κόμματα εντάσσονταν στο στρατόπεδο των φασιστικών κομμάτων και θεωρούνταν εχθροί του εργατικού κινήματος. Η ριζική αλλαγή της θέσης αυτής το 19ξ4 και η υιοθέτηση των λαϊκών μετώπων, ως αποτέλεσμα των διεθνών εξελίξεων και της αλλαγής στάσης της σοβιετικής διπλωματίας, έτυχε άμεσης εφαρμογής από το ΚΚΕ, το οποίο στράφηκε προς τα κόμματα του βενιζελικού χωρου για συνεργασία. Το πιο απτό αποτέλεσμα της εφαρμογής της νέας γραμμής ήταν η συμφωνία που έμεινε γνωστή ως «Σύμφωνο Σοφούλη-ΣκλάΒαινα», από τα ονόματα του ηγέτη του Κόμματος των Φιλελευθέρων και του ηγέτη της κοινοβουλευτικής ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου (ΚΚΕ), τον Ιανουάριο του 19ξ6. Η συμφωνία προέβλεπε την ψήφο ανοχής του ΚΚΕ σε κυβέρνηση Φιλελευθέρων, με αντάλλαγμα τη δέσμευση του Σοφούλη για κατάργηση του «Ιδιώνυμου», τη θέσπιση αναλογικού εκλογικού συστήματος κ.ά. Το σύμφωνο μπορεί να μην εφαρμόστηκε ποτέ, επέτρεψε όμως στο ΚΚΕ να ενισχύσει την επιρροή του στο ακροατήριο του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο όρος «βενιζελοκομμουνισμός», που οι αντιβενιζελικές δυνάμεις χρησιμοποιούσαν στην προπαγάνδα τους, απέκτησε εκείνη τη στιγμή συγκεκριμένο νόημα.
Η επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά είχε τραγικές συνέπειες για το ΚΚΕ. Υπό την καθοδήγηση και επίβλεψη του υφυπουργού Δημόσιας Ασφάλειας Κωνσταντίνου Μανιαδάκη η δικτατορία οργάνωσε τη συστηματική δίωξη και εξόντωση των στελεχών και των μελών του ΚΚΕ. Η ηγεσία φυλακίστηκε (ο Ζαχαριάδης κλείστηκε στις φυλακές της Κέρκυρας) ή εκτοπίστηκε ομαδικά (Ακροναυπλία, Γαύδος κ.α.), τα μέλη και οι φίλοι του κόμματος υποχρεώθηκαν για να γλιτώσουν τη φυλάκιση να προβούν σε δημόσιες δηλώσεις μετανοίας, οι οργανώσεις διαλύθηκαν και όσα μέλη κατάφεραν να μην συλληφθούν βρέθηκαν απομονωμένα και σε πλήρη σύγχυση. Τη σύγχυση αυτή επέτεινε η διαβολική ιδέα του Μανιαδάκη να σχηματίσει από «ανανήψαντες» κομμουνιστές ένα ψεύτικο καθοδηγητικό όργανο (την Προσωρινή Διοίκηση και να τυπώσει έναν δεύτερο, πλαστό, Ριζοσπάστη.
Η παράλληλη διακίνηση των δύο εφημερίδων του κόμματος, της γνήσιας και της πλαστής, όπου η μία κατηγορούσε την άλλη πως ήταν «πρακτορική», έσπειρε το χάος στις γραμμές του ΚΚΕ.
Η ιταλική επίθεση βρήκε τον Νίκο Ζαχαριάδη στις φυλακές της Κέρκυρας. Αιφνιδιάζοντας και τον ίδιο τον Μεταξά, στις 21 Οκτωβρίου ο Ζαχαριάδης έστειλε μια επιστολή, την πολιτική σημασία της οποίας ίσως να μην είχε επακριβώς αντιληφθεί ούτε και ο ίδιος. Με αυτή δήλωνε την ανεπιφύλακτη υποστήριξή του στον αγώνα της κυβέρνησης Μεταξά εναντίον του Μουσολίνι, σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι […] Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη».
Η επιστολή, που δημοσιεύτηκε αμέσως στις αθηναϊκές εφημερίδες με εντολή του καθεστώτος, προκάλεσε εντύπωση από κάθε άποψη. Πολύ μεγαλύτερη αναστάτωση μάλιστα προκάλεσε στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος, στο οποίο ανέκυψαν μία σειρά από ερωτήματα. Η επιστολή που έσπευσε να δημοσιεύσει το καθεστώς ήταν γνήσια ή πλαστή; Γιατί ο φυλακισμένος ηγέτης του ΚΚΕ συντασσόταν ανεπιφύλακτα με τους διώκτες του ενάντια στους εισβολείς; Στο πατριωτικό μέτωπο που καλούσε ο Ζαχαριάδης να πάρουν όλοι μέρος ηγούνταν ένας αυταρχικός δικτάτορας, που δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερες ιδεολογικές διαφορές από τον επιτιθέμενο αντίπαλό του. Γιατί ο Ζαχαριάδης δεν έκανε καμιά νύξη γι’ αυτό; Ακόμη χειρότερα, η επιστολή βρισκόταν στον αντίποδα των εξελίξεων και των αποφάσεων που είχαν ληφθεί στο διεθνές κομμουνιστικό σύστημα. Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης (γνωστότερο ως Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, από τα ονόματα των δύο υπουργών Εξωτερικών που υπέγραψαν τη συμφωνία) ήταν ήδη σε ισχύ από τον Αύγουστο του 19ξ9. Ο ίδιος ο Στάλιν είχε χαρακτηρίσει τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο μάχη μεταξύ δύο ομάδων καπιταλιστικών κρατών προκειμένου να χαραχτεί εκ νέου ο χάρτης του κόσμου, ως εκ τούτου η διάκριση ανάμεσα σε φασιστικά και δημοκρατικά κράτη είχε χάσει την προγενέστερη σημασία της. Η Κομιντέρν,  λόγω του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει την πολιτική των λαικων μετωπων που είχε  υιοθετήσει λίγα χρόνια νωρίτερα. Τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη όφειλαν να προσαρμοστούν στη νέα γραμμή, να αναταχθούν στον πόλεμο και να αποκαλύψουν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του. Κανένα κομμουνιστικό κόμμα δεν θα έπρεπε να υποστηρίξει την Πολωνία στον αγώνα επιβίωσής της μετά τη γερμανική εισβολή (την οποία ακολούθησε αμέσως η σοβιετική). Οι πρώτοι που έλαβαν το μήνυμα ήταν βέβαια οι πολωνοί και οι βρετανοί κομμουνιστές.
Μέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες λοιπόν, η επιστολή του Ζαχαριάδη αιφνιδίασε πολλούς από τους συντρόφους του, καθώς αντί  να καταγγείλει αμέσως τον πόλεμο και να καλέσει τους στρατιώτες να μην πολεμήσουν, αυτός ζητούσε πανστρατιά εναντίον του εισβολέα. Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωσή του «πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη» ήταν για τους περισσότερους ακατανόητη. Έτσι το ερώτημα ανακύπτει αμέσως. Γιατί ο Ζαχαριάδης προέβη σε αυτή την κίνηση; Γράφοντας το «πρώτο γράμμα», όπως έμεινε γνωστό γιατί σύντομα έγραψε άλλα δύο, ήξερε πως βρισκόταν εκτός γραμμής; Το ερώτημα αυτό απασχόλησε για πολλά χρόνια όχι μόνο τον κομμουνιστικό κόσμο αλλά και την ιστοριογραφία. Στοίχειωσε την πολιτική διαδρομή του κομμουνιστή ηγέτη και χρησιμοποιήθηκε ως μομφή εναντίον του όταν καθαιρέθηκε το 1956 και διαγράφηκε το 1957. Ο ίδιος έλεγε πολλά χρόνια αργότερα ότι οι Σοβιετικοί δεν του συγχώρεσαν ποτέ αυτή του την απείθεια.
Tι μπορεί να υποθέσει κανείς; Είναι δυνατόν να μην πειθάρχησε συνειδητά; Είναι δύσκολο να το πιστέψουμε. Ήταν αδύνατον ένας σταλινικός ηγέτης, και μάλιστα σε συνθήκες φυλακής, να αψηφήσει συνειδητά τον μεγάλο Στάλιν και την Κομιντέρν. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως είχε αποφασίσει να ξεκόψει από το κομμουνιστικό κίνημα. Ο Ζαχαριάδης άλλωστε παρέμεινε πιστός στον Στάλιν μέχρι το τέλος. Μήπως τότε αγνοούσε τις εξελίξεις, λόγω των συνθηκών κράτησής του και δεν είχε σαφή εικόνα για το τι συνέβαινε σε διεθνές επίπεδο; Απίθανο. Αυτό εξάλλου αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τροποποίησε τη στάση του λίγες μέρες αργότερα.
Αν λοιπόν δεν ήταν απειθαρχία ή άγνοια, τι ακριβώς συνέβη; Η πιθανότερη απάντηση είναι πως ο ηγέτης του ΚΚΕ θεωρούσε πως κινούνταν μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων της Κομιντέρν, έστω και οριακά, καθώς το πρώτο γράμμα του αποτελούσε σχεδόν πιστή αντιγραφή της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής της Κομιντέρν της 14ης Ιουλίου 19ξ9. Στις τελευταίες προτάσεις της απόφασής της η Κομιντέρν διαμήνυε στους έλληνες κομμουνιστές πως αν η Ελλάδα δεχόταν επίθεση από τον Μουσολίνι ή τον Χίτλερ, το ΚΚΕ θα έπρεπε δίχως δισταγμό να συνταχθεί με την κυβέρνηση Μεταξά και να πολεμήσουν μαζί τους εχθρούς. Συνιστούσε μάλιστα να μην αλλάξει στάση ακόμα κι αν κατά την επιστράτευση το καθεστώς ζητήσει από τα στελέχη και τα μέλη του κόμματος να αποκηρύξουν τον κομμουνισμό.
Βέβαια είχε περάσει καιρός από τότε και τα πράγματα είχαν αλλάξει άρδην λόγω του γερμανοσοβιετικού συμφώνου, όμως είναι αλήθεια πως το σύμφωνο αυτό δεν περιλάμβανε την Ιταλία. Η τελευταία, για παράδειγμα, δεν παρέλειψε να στείλει πολεμική βοήθεια (αεροπλάνα και οπλισμό) και μια χούφτα εθελοντές στη Φινλανδία μετά την επίθεση που δέχτηκε από την ΕΣΣΔ στις ξ0  Νοεμβρίου 19ξ9 ενώ δηλαδή ήταν ήδη σε ισχύ το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Κατ’ επέκταση, μια δήλωση ενάντια στην Ιταλία δεν συνιστούσε ευθεία παραβίαση της πολιτικής της Κομιντέρν.
Πάντως ο Ζαχαριάδης αντιλήφθηκε γρήγορα πως η επιστολή του προκάλεσε σοβαρά προβλήματα και ενστάσεις εντός του κόμματος (και της Διεθνούς) και επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις στέλνοντας σύντομα, στις 26 Νοεμβρίου 1940, μία δεύτερη επιστολή με την οποία έκανε στροφή στις θέσεις του. Σε αυτήν, αφού καταδίκαζε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό, υποστήριζε πως η Ελλάδα δεν είχε καμιά δουλειά να συμμετάσχει και πρότεινε να ζητηθεί η μεσολάβηση της ΕΣΣΔ προκειμένου να συναφθεί ελληνο-ιταλική ειρήνη. Ακολούθησε μια τρίτη επιστολή, στις 15 Ιανουαρίου 1941, ακόμα πιο σαφής, με έμμεσα στοιχεία αυτοκριτικής:  «Ο Μεταξάς από την πρώτη στιγμή έκαμε πόλεμο φασιστικό, καταχτητικό πόλεμο. Ενώ αφού διώξαμε τους Ιταλούς από την Ελλάδα, βασική προσπάθειά μας έπρεπε να είναι να κάνουμε μια ξεχωριστή, έντιμη και δίχως παραχωρήσεις ελληνο-ιταλική ειρήνη, πράγμα που μπορούσε να γίνει με τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ η μοναρχο-φασιστική διχτατορία συνέχισε τον πόλεμο για λογαριασμό όχι του λαού της Ελλάδας μα της πλουτοκρατίας και του αγγλικού ιμπεριαλισμο. Μετά το διώξιμο δε των Ιταλών από την Ελλάδα, το αίμα των φαντάρων μας χύνεται άδικα […] αφού δε ο Mεταξάς αρνιέται να αποκαταστήσει τις ελευθερίες του λαού, να εξασφαλίσει την ειρήνη της Ελλάδας και κάνει πόλεμο καταχτητικό ιμπεριαλιστικό, που όλα του τα βάρη τα πληρώνει ο λαός, παραμένει (ο Μεταξάς) κύριος εχθρός του λαού και της χώρας. Η ανατροπή του είναι το πιο άμεσο και ζωτικό συμφέρον του λαού μας. Λαός και στρατός πρέπει να πάρουνε στα χέρια τους τη διαχείριση της χώρας και του πολέμου με σκοπό ειρήνη, εθνική ανεξαρτησία, εσωτερικό αντιφασιστικό λαϊκό καθεστώς, ολόπλευρη προσέγγιση προς την ΕΣΣΔ». Η τρίτη επιστολή προέκυψε μερικές μέρες μετά την απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν της 10ης Ιανουαρίου 1941, που σημείωνε πως «ο πόλεμος δεν γινόταν για την εθνική Απελευθέρωση της Ελλάδας». Ήταν φανερό πως με την απόφασή της αυτή η Κομιντέρν επέβαλλε μια στροφή στον Ζαχαριάδη, ο οποίος ευθυγραμμίστηκε πλήρως.
Μετά την είσοδο των στρατευμάτων του Άξονα στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941, ο Ζαχαριάδης μεταφέρθηκε από την Κέρκυρα στο  Νταχάου, όπου και παρέμεινε όλη τη διάρκεια του πολέμου, πολύ μακριά από τις εξελίξεις στην κατεχόμενη Ελλάδα. Τελικά, όποιες υποθέσεις κι αν κάνουμε για τις τρεις επιστολές του ηγέτη του ΚΚΕ, η ουσία είναι πως μόνο η πρώτη είδε το φως της δημοσιότητας εκείνες τις μέρες του πολέμου. Η δεύτερη εντοπίστηκε και κατασχέθηκε από την ασφάλεια και δεν δημοσιεύτηκε παρά μόνο μετά τον πόλεμο, ενώ η τρίτη επιστολή έγινε γνωστή αρκετά αργότερα, το 1942. Με αυτό τον τρόπο, άθελά του ο Μανιαδάκης συνέβαλε στην ανάδειξη του Ζαχαριάδη ως πατριώτη και ηγέτη εθνικής εμβέλειας και διευκόλυνε στη συνέχεια το ΚΚΕ στην οργάνωση της Αντίστασης.
Ανάμεσα στον Απρίλιο και τον Ιούνιο του 1941 τα πράγματα για το ΚΚΕ άλλαξαν δραματικά. Στις 3 Μαΐου 1941, κι ενώ ήδη η σβάστικα ανέμιζε στην Ακρόπολη και η κυβέρνηση Τσολάκογλου είχε εγκατασταθεί από μέρες, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, πιστή στην απόφαση της Κομιντέρν περί «δεύτερου ιμπεριαλιστικού πολέμου», ζητούσε κυβέρνηση που «θ’ ασφαλίσει την ουδετερότητα, την ειρήνη και την ανεξαρτησία της χώρας από τους μεγάλους ιμπεριαλιστές και τον πόλεμό τους […] γενική αμνηστεία για όλους αλλά πρώτα απ’ όλα για τους κομμουνιστές που εκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην μπλεχτεί η πατρίδα μας στον πόλεμο»
Λίγες εβδομάδες αργότερα ωστόσο, η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, που συνήλθε την 1η Ιουλίου, κάλεσε «τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις του, σ’ ένα εθνικό μέτωπο Απελευθέρωσης, α) για το διώξιμο της γερμανο-ιταλικής Κατοχής, β) για την ανατροπή της κυβέρνησης οργανέτου τους, γ) για την καθημερινή υποστήριξη και υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης, δ) για την υποστήριξη κάθε συνεπούς αντιφασιστικής δύναμης με όλα τα μέσα, ε) για τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα». Η αλλαγή του ύφους αλλά κυρίως των στόχων είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Η γερμανική επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ μετέβαλε ριζικά τη γραμμή της Κομιντέρν, οδηγώντας τη στη στρατηγική των εθνικών μετώπων. Η στρατηγική αυτή αποτέλεσε τμήμα της πολιτικής εθνικής ασφάλειας της ΕΣΣΔ και είχε τρεις κατευθύνσεις: α) την οργάνωση όλων των αντιναζιστικών δυνάμεων σε ένα κίνημα εθνικού μετώπου υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών, β) τη διοργάνωση ανταρτοπόλεμου στις κατεχόμενες από τις δυνάμεις του Άξονα χώρες και γ) την ευρύτερη δυνατή κινητοποίηση του πληθυσμού για την  υποστήριξη αυτής της ένοπλης αντίστασης. Το φθινόπωρο του 1942, η στρατηγική των εθνικών μετώπων είχε πλήρως διαμορφωθεί. Ο αυστριακός αντιπρόσωπος στην Κομμουνιστική Διεθνή Ερνστ Φίσερ διατύπωσε με κάποια ευρηματικότητα τη νέα θέση: «Σήμερα το λαϊκό μέτωπο ξαναγεννήθηκε όπως ο φοίνικας από τις στάχτες του με τη μορφή του εθνικού μετώπου».

Σύμφωνα με τη νέα γραμμή της Κομιντέρν οι κομμουνιστές κάθε χώρας έπρεπε αμέσως να εγκαταλείψουν τη θέση περί «ιμπεριαλιστικού πολέμου» και να προχωρήσουν σε συμμαχίες με όλες τις πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούσαν να πολεμήσουν τον φασισμό, οποιαδήποτε κι αν ήταν η προηγούμενη πολιτική θέση τους, ακόμη και αν ήταν πρώην φασίστες. Επρόκειτο για μια ακόμη εντυπωσιακή στροφή της Κομιντέρν (αυτή τη φορά εξαιτίας της επίθεσης της Γερμανίας εναντίον της ΕΣΣΔ) την οποία όμως δέχτηκαν με ανακούφιση οι περισσότεροι κομμουνιστές, ιδιαίτερα των κατεχόμενων από τον Άξονα χωρών. Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης έλεγε αργότερα πόση ικανοποίηση ένιωσε όταν έμαθε για τη στροφή αυτή.


Γενικότερα, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘20 και ουσιαστικά μέχρι τη δεκαετία του ‘50, το ΚΚΕ υπήρξε ένα επαναστατικό σταλινικό κόμμα πιστό στην Κομιντέρν (μέχρι το 1943 που αυτή διαλύθηκε), στην Κομινφόρμ (από το 1947) και στις επιλογές της Μόσχας, που αποσκοπούσε στη μετατροπή της Ελλάδας σε λαϊκή δημοκρατία. Το κοινοβούλιο και οι «αστικές ελευθερίες» αντιμετωπίζονταν ως πολιτικά εργαλεία προκειμένου το κόμμα να διευρύνει την επιρροή του, μέχρις ότου υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες για την επιβολή μιας μονοκομματικής εξουσίας. Κανένα κομμουνιστικό κόμμα στον κόσμο την περίοδο του Μεσοπολέμου, ούτε επομένως και το ΚΚΕ, πίστευε πως υπήρχε περίπτωση να πετύχει τους στόχους του με κοινοβουλευτικό και δημοκρατικό τρόπο, δηλαδή μέσω εκλογών. Κι αν αυτό συνέβαινε, θα ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα, μέχρι να εγκατασταθεί η δικτατορία του προλεταριάτου. Ο τρίτος όρος ένταξης στην Κομιντέρν ήταν εξάλλου σαφής: «Σ’ όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, η πάλη των τάξεων μπαίνει στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Υπό τους όρους αυτούς, οι κομμουνιστές δεν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στην αστική νομιμότητα. Έχουν υποχρέωση να δημιουργήσουν παντού, δίπλα στη νόμιμη οργάνωση, έναν μυστικό οργανισμό, που θα είναι ικανός την κρίσιμη στιγμή να εκτελέσει το καθήκον του προς την επανάσταση».
Βέβαια, το ΚΚΕ εκείνα τα χρόνια διέθετε μικρές δυνάμεις και περιορισμένη πολιτική απήχηση, ήταν κατά βάση περιθωριακό κόμμα, και άρα ελάχιστα απειλητικό για την καθεστηκυία τάξη. Οι όποιες εργατικές κινητοποιήσεις ή ταραχές, όπως εκείνες του Μαίου του 1936 που επικαλέστηκε ο Μεταξάς για να δικαιολογήσει την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών, σε καμιά περίπτωση δεν απείλησαν τη σταθερότητα του πολιτεύματος. Το καθεστώς Μεταξά διέλυσε σχεδόν αμέσως το ΚΚΕ συλλαμβάνοντας, φυλακίζοντας ή εκτοπίζοντας τα εννέα δέκατα των στελεχών του. Η γερμανική Κατοχή, η αλλαγή της στάσης της Κομιντέρν λόγω της γερμανικής εισβολής στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο του 1941, και στη συνέχεια η ανάπτυξη της εαμικής αντίστασης έδωσαν στο ΚΚΕ την πολιτική ευκαιρία που έψαχνε από καιρό: τη δυνατότητα να ηγηθεί ενός ευρέος λαϊκού κινήματος. Μέσα σε λίγο διάστημα τα πάντα άλλαξαν και από περιθωριακό κόμμα θα γίνει απειλητικό, θα μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας. Το ζήτημα εγκαθίδρυσης λαϊκής δημοκρατίας στην Ελλάδα θα μπει έτσι στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής του.


Ερώτημα 5: Πότε και πώς ξεκίνησε και οργανώθηκε η Αντίσταση; 






Δεν υπάρχουν σχόλια: