Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Εμφύλια Πάθη - Εισαγωγή & Ερώτημα 1: Τι είναι εμφύλιος πόλεμος; (Καλύβας- Μαραντζίδης)

Τα Εμφύλια Πάθη προσεγγίζουν τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο μέσα από 23+2 κρίσιμες ερωτήσεις και απαντήσεις, ξεκινώντας από το τι είναι εμφύλιος πόλεμος και καταλήγοντας στον ρόλο της ιδεολογίας σε αυτόν. 

Με συνοπτικό τρόπο και άμεση γραφή, ο Στάθης Καλύβας και ο Νίκος Μαραντζίδης επιχειρούν μια συνολική ερμηνεία ενός σύνθετου και πολύμορφου γεγονότος που δίχασε έναν λαό και κατέστρεψε μια χώρα, τραυματίζοντας τη συλλογική τους μνήμη και ταυτότητα. Ο εμφύλιος πόλεμος παρέμεινε για πολλά χρόνια πηγή εντάσεων, διχόνοιας και παθών. Σήμερα όμως έχουμε πια τη δυνατότητα να τον ξανασκεφτούμε με ψύχραιμο και τεκμηριωμένο τρόπο, όχι απαραίτητα για να εντοπίσουμε ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, και σίγουρα όχι για να αναπαραγάγουμε τη διχόνοια που μοίρασε απλόχερα, όσο για να ανακαλύψουμε τις ποικιλόμορφες πτυχές και διαστάσεις του έτσι όπως αναδύονται μέσα από δεκάδες πρόσφατες έρευνες. Το βιβλίο αποτελεί μια συμβολή στη συλλογική μας αυτογνωσία, στοχεύοντας να αντικαταστήσει τα εμφύλια πάθη με την εμβάθυνση, τη γνώση και τελικά την ωριμότητα.


Είναι γεγονός ότι κάθε προσπάθεια να προχωρήσει η επιστημονική έρευνα και να αναδιατυπωθούν ερμηνείες για ένα θέμα που κατέχει κεντρική θέση στη δημόσια ιστορία προσκρούει αναγκαστικά σε καθιερωμένες αντιλήψεις που, στην ελληνική περίπτωση, έχουν κυριαρχήσει για πολιτικούς και όχι ιστορικούς λόγους και αναπαράγονται χωρίς μάλιστα ιστορική τεκμηρίωση. Οι αντιλήψεις αυτές συνιστούν ένα είδος «μύθου». Ισχύει ότι ένα μεγάλο κομμάτι της βιβλιογραφίας για τον Εμφύλιο είναι ένα κράμα από κείμενα προπαγάνδας, επίσημης και ανεπίσημης, κρατικής, κομματικής, δημοσιογραφικής και ερασιτεχνικής ιστορίας, απομνημονευμάτων και μαρτυριών, μέσα στο οποίο η επιστημονική ιστοριογραφία κατέχει μόνο μικρό μέρος. Αυτό το κράμα διαμόρφωσε έναν περιρρέοντα λόγο και μια σειρά αντανακλαστικών σε πολλά επίπεδα, όπως στα ΜΜΕ και τη λογοτεχνία, επηρεάζοντας έτσι και τη δημόσια πρόσληψη του Εμφυλίου.

Εύκολα λοιπόν διακρίνει κανείς δύο μύθους που αποτελούν τις αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος: τη «μεταπολεμική» προσέγγιση ή «εκδοχή των νικητών» και τη «μεταπολιτευτική» προσέγγιση (που όμως ξεκινά πολύ νωρίτερα) ή «εκδοχή των ηττημένων». Και οι δύο αντλούν άμεσα το περιεχόμενο και τη νομιμοποίησή τους από τις συγκρούσεις της δεκαετίας του ’40. Γεννιούνται μέσα στην Κατοχή, παράλληλα με τα γεγονότα που θα κληθούν να περιγράψουν και να ερμηνεύσουν, και αποκρυσταλλώνονται ταχύτατα μέσα στην επόμενη δεκαετία. Οι εκδοχές αυτές είναι, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Αγγέλου Ελεφάντη, «υποταγμένες σε πολιτικές αναγκαιότητες. Είναι στρατευμένες. Φτιάχτηκαν από την ανάγκη να πολεμήσουν την αντίθετή τους, από τις ανάγκες της πολιτικής πρακτικής που πάσχιζε να βρει τα πειστικά για τους οπαδούς και αποστομωτικά για τους αντιπάλους επιχειρήματα, εν ανάγκη να προσφέρει έναν δικαιωπκό μύθο. Από την άποψη αυτή η ιστορική θεώρηση της δεκαετίας 1940-50 είναι απόλυτα “ιδεο-λογικοποιημένη”. Ιστορία και ιδεολογία συμπίπτουν εις βάρος της ιστορικής γνώσης».

Παρά την ποικιλία της, η εσωτερική δομή των δύο αυτών μύθων διακρίνεται από συμμετρία, με κεντρικό της άξονα την ολοκληρωτική σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό. Και οι δύο προϋποθέτουν μία πλοκή που, όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, πρέπει «πάντοτε να εμφανίζεται ως αφηγηματικά πειστική [και] συνεκτική» και όπου «δεν επιτρέπεται να παίζεις με το ιερό». Πρόκειται για έναν κόσμο που αποτελείται από ήρωες και προδότες, μάρτυρες και εκτελεστές, θύματα και θύτες, χωρίς αποχρώσεις και γκρίζες ζώνες. Στην οπτική αυτή κυριαρχεί η εξιδανίκευση της μίας παράταξης και η δαιμονοποίηση της αντίπαλης, για την οποία συνήθως επιφυλάσσονται αφοριστικοί και απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί: η μία πλευρά αποκλειστικά αμύνεται, ενώ η άλλη αποκλειστικά επιτίθεται· η μία πλευρά επιδιώκει ωμά την εξουσία, ενώ η άλλη προασπίζει τα συμφέροντα του λαού και του έθνους. Ο λόγος είναι άκαμπτος και στερεότυπος και η ματιά επιλεκτική και μονομερής: δίνεται έμφαση στη βία της μίας παράταξης και αποσιωπάται, συγκαλύπτεται,  υποβαθμίζεται ή δικαιολογείται η αντίστοιχη βία της άλλης, ενώ οι σκοτεινές πλευρές που δεν μπορούν να συγκαλυφθούν ή να παραποιηθούν εντάσσονται στο ρητορικό σχήμα του λάθους ή της μεμονωμένης ενέργειας με έντονη χρήση των απαραίτητων ευφημισμών· ο αντίπαλος είναι ξενοκίνητος και οι οπαδοί του «ανδρείκελα» και μαριονέτες χωρίς ίδια βούληση· πράξεις και παραλείψεις κρίνονται με τρόπο συχνά αναχρονιστικό και με αποκλειστικό γνώμονα την ιδεολογική ταυτότητα, συνήθως χωρίς να έχουν καν εξεταστεί τα ίδια τα γεγονότα· η αγιογραφία, η καρικατούρα, η απλουστευτική καταγγελία, η μαρτυρολογική ροπή και η έντονη ρητορεία αντικαθιστούν την τεκμηρίωση και την πολυσημία· ο συναισθηματισμός είναι έντονος, ο τρόπος σκέψης πολεμικός, ο ρομαντισμός ακατάσχετος, η γενίκευση αυθαίρετη και η τεκμηρίωση ανύπαρκτη, νοθευμένη ή αποσπασματική.

Και οι δύο μύθοι πέρασαν στην επίσημη ιστορία όπως αυτή αποτυπώνεται, ανάμεσα στα άλλα, και στα σχολικά εγχειρίδια. Βέβαια, και εδώ έγκειται η μεγάλη διαφορά τους, ο μεταπολεμικός μύθος έχει εντελώς απαξιωθεί και εξαφανιστεί, ενώ ο μεταπολιτευτικός εξακολουθεί να κυριαρχεί και να αναπαράγεται ως τέτοιος. Άλλωστε το «εθνικό» ως προσδιοριστικό στοιχείο εγκατέλειψε την εθνικοφροσύνη για να περάσει στην Εθνική Αντίσταση συνιστώντας ένα κυρίαρχο «εθνικολαϊκό» αφήγημα. Όπως εύστοχα έγραψε ο Γιώργος Μαυρογορδάτος, έχουμε να κάνουμε με μια «μονόπλευρη και στρεβλή ανασκευή της πρόσφατης ιστορίας μας που έχει επιβληθεί από είκοσι χρόνια ως νέα καθεστωτική ιδεολογία και ισοδυναμεί, στην ουσία, με “ρεβάνς” των ηττημένων του Εμφυλίου στο φαντασιακό επίπεδο». Τις οπτικές αυτές τις συναντά κανείς κυρίως σε έργα που προορίζονται για το ευρύ κοινό αλλά είναι συχνά εμφανείς και σε μελέτες που αποζητούν επιστημονική νομιμοποίηση. Οι μύθοι αυτοί μας κληροδότησαν ένα βαρύ φορτίο, που εκφραζόταν στη συναισθηματική φόρτιση, την αδυναμία αποστασιοποίησης, την ανάγκη δικαίωσης και καταδίκης, τη σύνδεση με την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα (που τοποθέτησε την καθαυτό μελέτη του Εμφυλίου σε δεύτερη μοίρα) και, κυρίως, τον εξοστρακισμό των ερευνητικών αντικειμένων και ερωτημάτων που άνοιγαν ρωγμές ή τουλάχιστον δεν εξυπηρετούσαν το αφήγημα αυτό.

Η ουσιαστική έρευνα και μελέτη, ωστόσο, ενός σύνθετου γεγονότος όπως ο Εμφύλιος προϋποθέτει το ξεπέρασμα των μύθων αυτών. Αν οι έρευνες ή η συγγραφή αυτού του βιβλίου γίνονταν τη δεκαετία του ’60, αναγκαστικά στο στόχαστρό μας θα έμπαιναν οι μύθοι της εποχής εκείνης, που αντανακλούσαν τις επιλογές και τις προτιμήσεις του στρατοπέδου των νικητών. Το γεγονός όμως είναι ότι η έρευνά μας συνέπεσε με μια περίοδο όπου οι κυρίαρχοι μύθοι που αναπόφευκτα έπρεπε να προσπεράσουμε και να αποδομήσουμε ήταν σχεδόν αποκλειστικά αριστερής κοπής. Αν, λοιπόν, στο παρελθόν χρειάστηκε να ξεπεραστεί το αφήγημα των «Εαμοβουλγάρων», σήμερα είναι ανάγκη  να αποδομηθεί το αντίστοιχο των «γερμανοτσολιάδων»...

Η δομή του βιβλίου στηρίζεται στη λογική των ερωταπαντήσεων. Κάθε κεφάλαιο αποτελεί απάντηση σε μια μεγάλη ερώτηση γύρω από το θέμα μας. Παρόλο που τα κεφάλαια ακολουθούν σε γενικές γραμμές χρονολογική σειρά, το καθένα μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα από τα  υπόλοιπα και σε οποιαδήποτε σειρά. Έτσι ο αναγνώστης που θα μελετήσει όλο το βιβλίο θα διαπιστώσει ότι σε ορισμένα σημεία επαναλαμβάνονται γεγονότα ή αναλύσεις. Στην επιλογή αυτής της δομής μάς οδήγησε η κοινή μας εμπειρία. Άνθρωποι καθημερινοί που έρχονται σε επαφή με τα γραπτά μας όταν μας συναντούν πάντα μας ρωτούν τι πιστεύουμε για το ένα ή το άλλο γεγονός γύρω από τον Εμφύλιο. Με τον τρόπο αυτό λοιπόν μας δίνεται η δυνατότητα να αναλύσουμε τις βασικότερες πτυχές της περιόδου και να φωτίσουμε απορίες για γεγονότα και πρωταγωνιστές που τυχόν έχει ο μη ειδικός αναγνώστης ώστε να μην χρειάζεται απαραίτητα να διαβάσει από την αρχή έως το τέλος το βιβλίο, αλλά και να μπορεί να ανατρέχει σε αυτό όποτε το επιθυμεί.
...


 Ερώτημα 1: Τι είναι εμφύλιος πόλεμος; 


Σε έναν εμφύλιο η κοινωνία πολώνεται γύρω από μία κυρίαρχη σύγκρουση, η οποία αναγκάζει τους πάντες να πάρουν θέση, με αποτέλεσμα οι ουδέτεροι να πιέζονται (και να καταπιέζονται) και από τις δύο πλευρές προκειμένου να επιλέξουν στρατόπεδο...


Συμπερασματικά, ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια ενδοκρατική ένοπλη σύγκρουση με σχετικά μεγάλη ένταση και διάρκεια που προϋποθέτει τη συμμετοχή ενός σημαντικού αριθμού στρατιωτικά οργανωμένων ανθρώπων στην κάθε πλευρά. Παρά τον κατά βάση εσωτερικό χαρακτήρα του, σε κάθε εμφύλιο πόλεμο εμπλέκονται, περισσότερο ή λιγότερο έντονα, διεθνείς παράγοντες που προσπαθούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης, καθιστώντας έτσι τα όρια ανάμεσα στις εσωτερικές και εξωτερικές διαμάχες δυσδιάκριτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: