ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ :Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018
Ernst Topitsch
Kritik der Hegel-Apologeten
Η κριτική των απολογητών του Hegel 3
Από τον συλλογικό τόμο:Hegel und die Folgen
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)Verlag Rombach Freiburg, 1970
Ελάχιστα πειστικές είναι και οι επισημάνσεις τού Weil για την αντίθεση μεταξύ τής κοινωνικής φιλοσοφίας τού Hegel και τών ιδεολογιών περί κράτους ισχύος κατά την εποχή τού Bismarck και του εθνικοσοσιαλισμού. Το ότι υπάρχουν ορισμένες διαφορές έχει ήδη τονιστεί. Δεν είναι όμως θεμιτό να εκφράζεται κανείς περί τών ερωτημάτων αυτών, χωρίς να αναφερθεί στις συσχετίσεις και τον ρόλο που έπαιξαν οι παραδόσεις, που προέκυψαν από την φιλοσοφία του Hegel, στην προετοιμασία του Τρίτου Ράιχ και του ιταλικού φασισμού, έτσι όπως τις παρουσίασε ο Heller. Το αν Weil δεν γνώριζε τα δεδομένα αυτά ή συνειδητά τα αποσιώπησε, μένει ανοικτό.[1]
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Ernst Topitsch
Kritik der Hegel-Apologeten
Η κριτική των απολογητών του Hegel 3
Από τον συλλογικό τόμο:Hegel und die Folgen
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)Verlag Rombach Freiburg, 1970
Έχει ήδη υπονοηθεί, πως ο Weil δεν κάνει καμιά ανάλυση και κριτική εκτίμηση των εξειδικευμένων μορφών σκέψης του Hegel, όπως και των εφαρμογών τους στο κοινωνικό επίπεδο. Στην προσπάθεια του λοιπόν να ερμηνεύσει τον φιλόσοφο, περιπλέκεται σε δυσκολίες στις οποίες θα αναφερθούμε αργότερα.[2]
Ποιο πολλές εξηγήσεις προσφέρει το βιβλίο του Theodor Litt, το οποίο επίσης δεν έχει ως μοναδικό σκοπό την απολογητική υπέρ του Hegel. Ο Litt επισημαίνει, ασκώντας σαφή κριτική, περί της διδασκαλίας περί κράτους του Hegel, πως “από την μία, οι επιδράσεις αυτής της θεωρίας, με την βοήθεια των δυνατότητων εφαρμογής που της δόθηκαν, ξεπέρασαν κατά πολύ τον στενό κύκλο τής σχολής, από την άλλη όμως, σε λίγα σημεία της φιλοσοφίας αυτής το ιδιοφυές και το βαθύ, καταπόθηκαν ανεπιστρεπτί μαζί με την βίαιη διόρθωση και την αφ' υψηλού αποδοκιμασία.”[3] Ο Litt βέβαια δεν αναλύει περαιτέρω την εφαρμογή της εγελιανής κοινωνικής φιλοσοφίας, και τα με αυτήν συνδεδεμένα ερωτήματα που τίθενται στο παρόν δοκίμιο.
Ασχολείται όμως εμπεριστατωμένα με την θέση περί τής “θεϊκής φύσης του κράτους” (Göttlichkeit des Staates), και παίρνει πολύ στα σοβαρά τις αμφιβολίες και τους φόβους που συνδέονται με την θέση αυτή: “Είναι αυτονόητο, πως η θέωση αυτή του κράτους, που έγινε για να βγουν μερικά πρακτικά συμπεράσματα, περιέπεσε σε αντίφαση.”Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να γίνει έτσι απλά αποδεχτό, “το ότι βρίσκουμε το όνομα του Θεού συνδεδεμένο με ένα θεσμό που με τα έργα και τις επιδράσεις του τόσο συχνά αντιφάσκει προς την ονομασία του.”[4]
Για να καταλάβουμε όμως ορθά την “θέωση του κράτους, πρέπει να την τοποθετήσουμε-όπως τονίζει και ο Litt-στα πλαίσια των στοχασμών περί “θεού εν γενέσει”, που είναι θεμελιώδεις για όλο το σύστημα του Hegel. Αυτός ο θεός δεν είναι μέσα στην αιώνια και μακάρια τελειότητά του διαφοροποιημένος από τον κόσμο, αλλά είναι μάλλον η ίδια η ουσία (αυτού του θεού) του, “το ότι πρέπει να περάσει από όλο το κοσμικό γίγνεσθαι, και μόνο αντέχοντας την σκληρότητα, τις ανάγκες και τις αντιθέσεις, μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του”. Ο θεός εν γενέσει πρέπει να γίνει πεπερασμένος, ώστε πάνω στον δρόμο διά μέσου του πεπερασμένου, να το υπερβεί, και να φτάσει έτσι στην αληθινή του θεότητα και τελειότητα. Στον δρόμο αυτόν η περιοχή του “αντικειμενικού πνεύματος”, των ανθρώπινων κοινωνικών μορφών, ανήκει ακόμα στο πεπερασμένο. Το πεπερασμένο υπερβαίνεται μόνο εντός του “απόλυτου πνεύματος”(τέχνη, θρησκεία, φιλοσοφία). Έτσι και η ανώτατη κοινωνική μορφή, το κράτος, δεν μπορεί να θεωρείται ως θεϊκή, ως να έχει επιτύχει την τέλεια μορφή του εν τη γενέσει θεού.[5]
Παραμένοντας στα πλαίσια του πεπερασμένου, διαπιστώνεται μάλλον “πως (το κράτος) ανήκει σε εκείνη την 'πραγματικότητα', από την οποία το απόλυτο πνεύμα είναι τελείως αποκομμένο. Εντός όμως των πλαισίων αυτών, ο θεσμός αυτός είναι χωρίς ανταγωνισμό και θριαμβεύει πάνω από κάθε αντίσταση. Είναι απόλυτη εξουσία 'επί της γης', και για τον λόγο αυτό ο θεός, ο οποίος εμφανίζεται μέσα στο πεπερασμένο.” Από εδώ προκύπτει πως το κράτος λαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση στον χώρο της κοσμικής ζωής, και είναι κάτι πολύ περισσότερο από “ένα είδος παιχνιδιού, όπου οι άνθρωποι συναυλίζονται, κάτι περισσότερο από την κατάσταση όπου τα άλλα είδη παιχνιδιού είναι ίσα, ή και πάνω από αυτό.”[6]Πρέπει να απορριφθούν λοιπόν οι θεωρίες περί συμβολαίου, από την εποχή του διαφωτισμού, βάσει των οποίων τα άτομα θεσπίζουν την τάξη του κράτους δυνάμει συμφωνίας. Μια τέτοια αντίληψη παραμένει μάλλον φυλακισμένη εντός “της αφηρημένης σκέψης”, και οδηγεί έτσι σε εκείνο το “κράτος ανάγκης και διανόησης”, το οποίο θα ανυψωθεί διαλεκτικά σε “κράτος σοφίας”.
Η κριτική ερμηνεία του Litt δεν περιορίζεται στο να παρουσιάσει με τρόπο διαφωτιστικό τις διδασκαλίες του φιλοσόφου, και να θέσει δικλείδες προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Αγγίζει μάλλον με ερωτήματα θέματα, τα οποία είναι μεν παρόντα στις τοποθετήσεις του Hegel, αλλά δεν εξετάζονται επαρκώς, ούτε βέβαια απαντιούνται τα ερωτήματα. Ένα τέτοιο ερώτημα προκύπτει από το γεγονός πως ο φιλόσοφος δεν αποδίδει την “θεότητα”, ακόμα και με την πιο πάνω εκτεθειμένη, καθορισμένη έννοια, σε κάθε υπαρκτό κράτος, αλλά τονίζει πως τέτοια κράτη, αφού έχουν πολλές φορές “αποσχηματιστεί”(defiguriert), μπορεί να απομακρυνθούν πολύ από την ιδέα, την οποία έχουν κληθεί να ενσαρκώσουν. Αν μόνο ένα κράτος απομακρυνθεί από αυτή την ιδέα, τότε δέν ενσαρκώνει μια αληθινή “πραγματικότητα”, αλλά την γυμνή “ύπαρξη”. “Ένα κακό κράτος είναι ένα κράτος το οποίο απλώς υπάρχει, ένα άρρωστο σώμα υπάρχει επίσης, αλλά δεν έχει καμιά αληθινή πραγματικότητα.” Αλλά και το κράτος το οποίο “απλώς υπάρχει”, συνεχίζει να είναι κράτος, όπως και “ο πιο άσχημος άνθρωπος, ο εγκληματίας, ο άρρωστος και ο ανάπηρος συνεχίζουν να είναι ζωντανοί άνθρωποι”. Όπως για ένα ζωντανό όν, έτσι και για το κράτος υπάρχει μια δεδομένη “ιδανική προδιαγραφή”, μια προσδιορισμένη κανονική μορφή, ή “μια προσδιορισμένη έννοια της ουσίας του”, την οποία πρέπει να πραγματοποιήσει, για να είναι αληθινά “πραγματικό”, και όχι “αποσχηματισμένο”, και συνεπώς “απλά υπάρχον”.[7]Στην προσδιορισμένη αυτή έννοια αντιστοιχεί και η “αντικειμενική βούληση”, η οποία είναι σώφρον, ασχέτως εάν η εμπειρική βούληση του κάθε ατόμου συμφωνεί με αυτήν η όχι.
Από εδώ προκύπτουν και μερικά πρακτικά-πολιτικά ερωτήματα. Σε τι συνίσταται εκείνη η “ιδανική σύλληψη” ή “έννοια περί της ουσίας” του κράτους, όπως και “η αντικειμενική βούληση” η οποία αντιστοιχεί στην έννοια αυτή; Πως μπορούν να ελεγχθούν οι ισχυρισμοί περί των οντοτήτων αυτών; Ποιες οι πρακτικές συνέπειες-πρέπει πχ να φερθούν οι στο κράτος ανήκοντες, όταν το κράτος δεν ανταποκρίνεται στην “έννοια της ουσίας” του; Πως φέρεται “η αντικειμενική βούληση” του κράτους προς τις μοναδιαίες βουλήσεις των κατοίκων του;
[1] E. Weil, S. 63
[2] Πρβλ παρακάτω.
[3] Th. Litt. Versuch einer kritischen Erneuerung. 2 Aufl. Heidelberg 1961, S. 99.
[4] Th. Litt., S. 113
[5] Th. Litt., S. 114
[6] Th. Litt., S. 115
[7] Th. Litt., S. 114
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου