ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Συνέχεια από Τετάρτη,14 Νοεμβρίου 2018
5. Η αίσθηση τού μεγαλείου και το ιερό σκίρτημα
Ένας ακόμη παράγων που επηρέασε τη μεταμόρφωση τής σχέσης τών ποιητών και τών φιλοσόφων προς τη φύση ήταν η ιδιαίτερη σημασία που ο 18ος αιώνας απέδωσε στην αίσθηση τού μεγαλείου. Η αισθητικής φύσεως αντίληψη αυτή υπήρξε αντικείμενο επισταμένων ερευνών στην Αγγλία, οι οποίες κατέληξαν στη συγγραφή τού βιβλίου του Edmund Burke, Φιλοσοφική έρευνα περί της προελεύσεως τής ιδέας του μεγαλείου και του κάλλους, που κυκλοφόρησε το 1756. Κατά τον Burke το μεγαλείο μάς τρομοκρατεί διότι εμπεριέχει την έννοια τού κινδύνου ή του απείρου, αλλά το συναίσθημα αυτό τού τρόμου μετατρέπεται σε απόλαυση (delight), όταν αισθανθούμε ασφαλείς.
(συνεχίζεται)
Pierre Hadot
Συνέχεια από Τετάρτη,14 Νοεμβρίου 2018
VΙΙΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ
ΦΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.
21. ΤΟ ΙΕΡΟ ΣΚΙΡΤΗΜΑ
5. Η αίσθηση τού μεγαλείου και το ιερό σκίρτημα
Ένας ακόμη παράγων που επηρέασε τη μεταμόρφωση τής σχέσης τών ποιητών και τών φιλοσόφων προς τη φύση ήταν η ιδιαίτερη σημασία που ο 18ος αιώνας απέδωσε στην αίσθηση τού μεγαλείου. Η αισθητικής φύσεως αντίληψη αυτή υπήρξε αντικείμενο επισταμένων ερευνών στην Αγγλία, οι οποίες κατέληξαν στη συγγραφή τού βιβλίου του Edmund Burke, Φιλοσοφική έρευνα περί της προελεύσεως τής ιδέας του μεγαλείου και του κάλλους, που κυκλοφόρησε το 1756. Κατά τον Burke το μεγαλείο μάς τρομοκρατεί διότι εμπεριέχει την έννοια τού κινδύνου ή του απείρου, αλλά το συναίσθημα αυτό τού τρόμου μετατρέπεται σε απόλαυση (delight), όταν αισθανθούμε ασφαλείς.
Ο Καντ επικαλείται «την έκπληξη, που
εμπεριέχει τον φόβο, τον τρόμο και το ιερό σκίρτημα πού καταλαμβάνουν τον θεατή
που αντικρίζει βουνά να υψώνονται στους ουρανούς, βαθειά φαράγγια να καταπίνουν
καταρράκτες». Την αίσθηση του μεγαλείου βιώνει κανείς μόνο απέναντι στην ωμή
πραγματικότητα, μέσα από μια καθαρά αισθητική ενόραση, χωρίς ιδιοτέλεια:
«Όταν
αποκαλούμε μεγαλειώδη τη θέα του έναστρου ουρανού, θα πρέπει […] να τον
ατενίζουμε όπως ακριβώς τον βλέπουμε: σαν έναν απέραντο θόλο που περιλαμβάνει
το σύμπαν […]· θα πρέπει να μπορέσουμε να δούμε τον ωκεανό όπως ακριβώς είναι,
σαν τους ποιητές: σύμφωνα με το θέαμα που προσφέρεται στο βλέμμα».
Το ίδιο συναίσθημα, χωρίς την παρουσία τής
έννοιας τού «μεγαλείου», διακρίνεται στο τέλος τού έργου Κριτική τού πρακτικού λόγου»:
«Δύο
είναι τα πράγματα που γεμίζουν με διαρκώς νέο και διαρκώς αυξανόμενο θαυμασμό
και σεβασμό την ψυχή: ο έναστρος ουρανός άνωθέν μου, και ο ηθικός νόμος εντός
μου».
Αυτό το περίφημο κείμενο θυμίζει στη δομή
του μιαν ανάλογη ρήση του Σενέκα, η οποία συνδέει επίσης την ηθική συνείδηση –
του σοφού – με τη θέαση του κόσμου:
«Θεωρώ
τη σοφία με την ίδια έκπληξη με την οποία άλλοτε θεωρώ τον κόσμο, τον κόσμο
αυτόν που συχνά μού συμβαίνει να στοχάζομαι σαν να τον βλέπω για πρώτη φορά».
Σ’ αυτό το ίδιο πνεύμα τού μεγαλείου αντιλαμβάνεται και ο Καντ, όπως
είδαμε, την επιγραφή τής Σάις, και τη σχετίζει, σε ένα διάσημο απόσπασμα του
έργου του Κριτική της κριτικής ικανότητας,
με τη λιθογραφία που τοποθέτησε ο Segner στο εξώφυλλο τής πραγματείας του περί της
φυσικής, αποδεικνύοντας, λέει ο Καντ, ότι δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε τη φύση
παρά μόνο δια του «ιερού σκιρτήματος». Ήδη από το 1779, η απεικόνιση της Ίσιδας
που επέλεξαν οι Αιγύπτιοι για να εκπροσωπήσει τη Φύση, ήταν κατά τον Honoré Lacombe
de
Prézel, συγγραφέα ενός Εικονογραφικού Λεξικού, μια «απλοϊκή,
αλλά μεγαλειώδης μορφή».
Στο ίδιο αυτό πνεύμα τού μεγαλείου
αντιλαμβάνεται και ο Σίλλερ την Ίσιδα τής Σάις, δηλαδή το μυστήριο τής Φύσης:
«Οτιδήποτε
καλύπτεται από μυστήριο προκαλεί τρόμο και επομένως δημιουργεί μιαν αίσθηση
μεγαλείου. Αυτό ακριβώς το συναίσθημα γεννιέται καθώς αντικρίζουμε την επιγραφή
στον ναό της Ίσιδας, στην Σάις της Αιγύπτου: «Είμαι όλα όσα είναι, ήσαν και θα
είναι. Κανένας θνητός δεν ανασήκωσε
το πέπλο μου».
Στον Σοπενχάουερ θα συναντήσουμε μια θεώρηση τού συναισθήματος τού μεγαλείου, που επιπλέον αναγνωρίζει τη διπλή όψη αυτού τού συναισθήματος. Αφ’
ενός το ότι η ενατένιση τού απείρου μάς συνθλίβει, είτε πρόκειται για τη
διάρκεια τού κόσμου, είτε για τη θέα τής απεραντοσύνης τού σύμπαντος μέσα στη
νύχτα: αισθανόμαστε ότι η ατομικότητά μας δεν αποτελεί παρά «μια σταγόνα στον
Ωκεανό». Αλλά, αφ’ ετέρου, συνειδητοποιούμε ότι όλοι αυτοί οι κόσμοι δεν
υπάρχουν παρά μόνο ως μια αναπαράσταση, δηλαδή ως παραλλαγές τού αιωνίου
υποκειμένου τής γνώσης, αυτού τού καθαρού υποκειμένου στο οποίο βυθιζόμαστε, όταν εγκαταλείψουμε
την ατομικότητά μας. Τότε είναι που αισθανόμαστε ότι «ταυτιζόμαστε με τον
κόσμο, και επομένως η απεραντοσύνη του μάς ανυψώνει αντί να μας συνθλίβει […] Τότε ερχόμαστε σε επαφή
με ένα είδος έκστασης που ξεπερνά την ατομικότητά μας: αυτή είναι η αίσθηση τού μεγαλείου».
Την έννοια του μεγαλείου και τού σκιρτήματος, τού ιερού σκιρτήματος, ενστερνίστηκε και ο Γκαίτε. Στο έργο του Τα χρόνια περιπλάνησης του Βίλχελμ Μάιστερ περιγράφει
μιαν εικόνα παρατήρησης τού έναστρου ουρανού: «Μια εξαιρετικά διάφανη νύχτα με
λαμπερά και σπινθηροβόλα αστέρια σκέπαζε τον θεατή, που είχε την αίσθηση ότι
πρώτη φορά στη ζωή του ατενίζει τον απέραντο ουράνιο θόλο σε ολόκληρο το
μεγαλείο του». Αν ο θεατής έχει την αίσθηση ότι βλέπει «για πρώτη φορά», τούτο
σημαίνει, λέει ο Γκαίτε, ότι συνήθως αδυνατεί να δει, τυφλωμένος από τις
ανησυχίες της καρδιάς του, τις φροντίδες της καθημερινότητας. Και περιγράφει τη
συγκίνηση που συνέχει τον θεατή που συλλαμβάνει την ύπαρξη τού κόσμου στη γυμνή
της πραγματικότητα:
«Έκλεισε
τα μάτια του συνεπαρμένος, γεμάτος απορία. Η αχανής
αυτή απεραντοσύνη δεν είναι πλέον μεγαλειώδης, ξεπερνά τη δυνατότητα συναίσθησης,
απειλεί να μας συντρίψει. “Τί είμαι απέναντι στο σύμπαν ;” διερωτάται. «Πώς
είναι δυνατόν να επιζήσω απέναντί του, μέσα του ;».
Είδαμε ότι για τον Γκαίτε η γνώση τής
φύσης οδηγούσε στην ανακάλυψη τών αρχετυπικών φαινομένων, που ερμηνεύουν τα
υπόλοιπα φαινόμενα, ενώ τα ίδια δεν επιδέχονται ερμηνεία. Φθάνοντας ο άνθρωπος
σ’ αυτά τα αρχετυπικά φαινόμενα δεν μπορεί παρά να στοχάζεται, να θαυμάζει και
να εκπλήσσεται· αλλά αυτή η έκπληξη μπορεί να εξελιχθεί σε αγωνία και τρόμο:
«Η σιωπηλή δριμύτητα της Φύσης και
η σιωπή της προκαλεί τρόμο».
«Η άμεση συνειδητοποίηση των
αρχετυπικών φαινομένων μάς γεμίζει με ένα είδος αγωνίας.
Ατενίζοντας τα αρχετυπικά φαινόμενα,
όταν αποκαλύπτονται γυμνά στις αισθήσεις μας, δοκιμάζουμε κάποιο είδος φόβου,
που μπορεί να εξελιχθεί σε αγωνία.»
Η Φύση μάς εμφανίζεται τότε σαν κάτι το
τερατώδες (Ungeheures), έννοια ασαφής που σημαίνει τόσο το θαυμαστό, όσο και το τερατώδες. Ας
θυμηθούμε το τετράστιχο του ποιήματος «Πνεύμα
που αποκαλύπτει την προτομή της Φύσης»:
Σεβάσου τo μυστήριο.
Μην
αφήσεις το βλέμμα σου να πλανηθεί στη λαγνεία.
Η Φύση-Σφίγγα, τερατώδης ύπαρξη (Ungeheuer),
Θα σε
τρομοκρατήσει με τους αναρίθμητους μαστούς της.
Τελικά όμως για τον
γηραιό Γκαίτε αυτή η αγωνία δεν είναι καταθλιπτικό συναίσθημα. Αντίθετα, γι’
αυτόν που είναι σε θέση να την επωμισθεί,
αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο αντίληψης στον άνθρωπο. Τη στιγμή που
αναζητώντας τη μορφή τής Ελένης, περιφέρεται στη μοναξιά του, εκτός τόπου και
χρόνου, εκεί που δεν υπάρχει οδός, στο τρομακτικό βασίλειο των Μητέρων που
καθορίζουν τη μορφή και τη μεταμόρφωση των πραγμάτων, ο Φάουστ αναφωνεί:
«Δεν θα αναζητήσω τη σωτηρία μου στον λήθαργο.
Το ρίγος (Schaudern) είναι αυτό που ταιριάζει στον άνθρωπο.
Όσο κι αν στον κόσμο μια τέτοια αίσθηση
στοιχίζει ακριβά,
Μόνο μέσα από τη συγκίνηση ο άνθρωπος
δοκιμάζει βαθειά μέσα
του την αίσθηση του τερατώδους (das Ungeheure)».
Ο προσδιορισμός τής
ακριβούς σχέσης ανάμεσα στον μύθο τών Μητέρων και τη θεωρία τού Γκαίτε περί της
φύσεως θα απαιτούσε μιαν ιδιαίτερη μελέτη. Το σημαντικό για μας είναι ότι οι
τέσσερις στίχοι που μόλις αναφέραμε σκιαγραφούν το πνεύμα με το οποίο ο Γκαίτε
περιγράφει στο έργο του την αγωνία που καταλαμβάνει τον άνθρωπο απέναντι στα
αρχετυπικά φαινόμενα. Και μας αποκαλύπτουν κυρίως την άποψη του Γκαίτε για την
ανθρώπινη υπόσταση. Ολοκληρωμένος
άνθρωπος είναι αυτός που έχει το θάρρος να αναλάβει την τρομαχτική,
ανεξιχνίαστη, αινιγματική πλευρά του κόσμου και της ύπαρξης, χωρίς να προσπαθεί
να αποφύγει την αγωνία και το ρίγος που συνοδεύουν το μυστήριο. Προϋπόθεση για
μια τέτοια αντιμετώπιση είναι η απόλυτη απαγκίστρωση από τις καθημερινές
συνήθειες, ένας πλήρης αναπροσανατολισμός. Αυτός ο αναπροσανατολισμός είναι που
μας κάνει να βλέπουμε τα πράγματα σαν να είναι η πρώτη φορά, που γεννά τον
θαυμασμό αλλά και τον τρόμο. Δεν πρόκειται ωστόσο για έναν αναπροσανατολισμό
που εμποδίζει την επαφή με την πραγματικότητα.
Αντίθετα πρόκειται για τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, τού μυστηρίου τής ύπαρξης, που οι συνήθειες τής καθημερινής ζωής μάς αποκρύπτουν.
Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι το συναίσθημα
αυτό της αγωνίας, κατά τον Γκαίτε, προκαλείται από την παρουσία αυτού που
υπάρχει και βιώνεται ως πραγματικό. Την αντίληψη αυτή αποτυπώνει σε ένα
απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Εκλεκτικές
Συγγένειες, στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται στην παρουσίαση μιας
ακολουθίας ταμπλό βιβάν:
«Οι
στάσεις ήταν τόσο ακριβείς, τα χρώματα τόσο ταιριαστά κατανεμημένα, ο φωτισμός
τόσο επιτυχής, σαν να βρισκόμασταν σε έναν άλλο κόσμο, παρότι η παρουσία της
πραγματικότητας, συγκερασμένη με τη φαινομενικότητα, δημιουργούσε ένα κάποιο
συναίσθημα αγωνίας».
Παράλληλα με αυτήν την εμπειρία της
αγωνίας απέναντι στα αρχετυπικά φαινόμενα, παρατηρούμε στον Γκαίτε και ένα
ασαφές συναίσθημα απέναντι στη Φύση. Το συναίσθημα αυτό εμφανίζεται ήδη στον Βέρθερο. Ο ήρωας τού μυθιστορήματος
περιγράφει πώς το μεθυστικό θέαμα τής ζωντανής πληρότητας μεταμορφώθηκε στην
αντίληψή του σε μια τρομακτική ενόραση τής καθολικής μεταμόρφωσης των
πραγμάτων, αυτής της δύναμης, αυτού του «τρομερού τέρατος (Ungeheuer)», «που βρίσκεται κρυμμένο σε ολόκληρη τη φύση». Η ίδια ασάφεια επανεμφανίζεται
σε ένα σχόλιό του στο βιβλίο τού Johann Georg Sulzer Οι καλές τέχνες. Στους ισχυρισμούς τού τελευταίου ότι τα πάντα στη φύση συνεργάζονται στη δημιουργία ευχάριστων
συναισθημάτων, ο Γκαίτε απαντά:
«Μήπως αυτά που μας δημιουργούν δυσάρεστες εντυπώσεις δεν ανήκουν εξίσου
στο σχέδιο της φύσης, όπως και οι πιο αξιαγάπητες προσφορές της;
Μήπως οι σφοδρές καταιγίδες, οι πλημμύρες, οι
πυρκαγιές, η υπόγεια λάβα και ο θάνατος σε όλα τα στοιχεία της, δεν αποτελούν
εξίσου αληθινούς μάρτυρες της αιώνιας ζωής της φύσης, όπως και η μεγαλόπρεπη
ανατολή του ήλιου πάνω από τους κατάφυτους αμπελώνες και τους μυρωδάτους
πορτοκαλεώνες;
Αυτό
που βλέπουμε στη φύση είναι δύναμη που κατατρώει τη δύναμη: τίποτε δεν
παραμένει, τα πάντα περνούν και φεύγουν, χιλιάδες σπόροι καταστρέφονται και την
ίδια στιγμή χιλιάδες σπόροι γεννιούνται […], όμορφο και άσχημο, καλό και κακό,
όλα συνυπάρχουν το ένα δίπλα στ’ άλλο, με ίσα δικαιώματα ύπαρξης.»
Την ίδια εποχή ο Carl Gustav Carus αναφωνεί: «Κάθε
αληθινή μελέτη τής φύσης δεν μπορεί παρά να οδηγήσει τον άνθρωπο στο κατώφλι
υψίστων μυστηρίων, και να τον γεμίσει με συναισθήματα ιερού τρόμου».
Αυτό το συναίσθημα του
τρόμου απέναντι στη φύση δεν είναι κάτι νέο. Δεν θα ανατρέξουμε εδώ στην
ιστορία του, αλλά μπορούμε να θυμίσουμε με συντομία ότι στην Αρχαιότητα υπήρξε
ειδική αναφορά σ’ αυτό το συναίσθημα, σχετικά με τα Ελευσίνια Μυστήρια.
Μυστήρια που συνδεθήκαν με τις θεότητες τής βλάστησης, τη Δήμητρα και την
Περσεφόνη. Ο Πλούταρχος αναφέρεται σχετικά
στον «τρόμο», το «ρίγος», τον «ιδρώτα», τον «πανικό». Απέναντι στην
ενόραση τής φύσης, όπως την αποκάλυψε ο Επίκουρος, καθώς και απέναντι σε μια
μυστηριακή αποκάλυψη, ο Λουκρήτιος δοκιμάζει ταυτόχρονα horror et divina voluptas, «ιερόν ρίγος και θεία απόλαυση». Ο Σενέκας ατενίζει τον κόσμο
κατάπληκτος, σαν να τον βλέπει για πρώτη φορά. Πιστεύω ότι αυτή η στάση
απέναντι στη φύση εξαλείφθηκε στα τέλη τής Αρχαιότητας και κατά τον Μεσαίωνα,
ίσως υπό την επίδραση του χριστιανισμού. Επανεμφανίζεται κατά την Αναγέννηση. Ο
Spenser, όπως είδαμε, στο ποίημά του «Η Βασίλισσα των Μαγισσών», στο οποίο η
Φύση εμφανίζεται προσωποποιημένη, υπονοεί ότι είναι καλυμμένη με πέπλο, είτε
για να μην τρομοκρατήσει τους θνητούς με την τερατώδη όψη της, είτε για να μην
τους τυφλώσει με τη λάμψη του φωτός της. Και κατά τον 17ο αιώνα με
μια διάσημη ρήση του, που μου φαίνεται εξ άλλου εντελώς σπάνια για την εποχή
του, αλλά στην οποία ο Robert Lenoble διαβλέπει την πρώτη κραυγή της σύγχρονης αγωνίας, ο Πασκάλ αναφωνεί:
«Η αιώνια σιωπή αυτών των άπειρων χώρων με τρομάζει». Αυτή την πρώτη κραυγή τής
σύγχρονης αγωνίας την ξαναβρίσκουμε στον μονόλογο που ο Πασκάλ έγραψε για τον
άνθρωπο που στερείται το φως της αποκάλυψης: «Ατενίζοντας όλο αυτό το άφωνο
σύμπαν, και τον χωρίς φωτισμό άνθρωπο εγκαταλειμμένο στον εαυτό του και σχεδόν
χαμένο σ’ αυτήν τη γωνιά του σύμπαντος, χωρίς να γνωρίζει ποιος τον τοποθέτησε
εκεί, τί ήρθε να κάνει στον κόσμο και τί θα απογίνει πεθαίνοντας, ανεπίδεκτο
κάθε γνώσεως, κατέχομαι από τρόμο, σαν κάποιον που μετέφεραν ενώ κοιμόταν σε
ένα έρημο και τρομαχτικό νησί, και ξυπνά μη γνωρίζοντας πού βρίσκεται και πώς
θα ξεφύγει».
Πιστεύω πάντως ότι ποτέ η έκφραση τόσο της
αίσθησης της αγωνίας όσο και της αίσθησης του θαυμασμού απέναντι στη φύση δεν
γνώρισε παρόμοια ένταση με αυτή που αρχίζει να εμφανίζεται στο δεύτερο μισό του
18ου αιώνα. Υπό την επίδραση της τεκτονικής Ίσιδας, και της Ίσιδας
της ρομαντικής περιόδου, καθώς και του κοσμοθεϊσμού στον οποίον οδήγησαν, η
σχέση με τη φύση γίνεται περισσότερο αισθαντική, περισσότερο συναισθηματική και
κυρίως διφορούμενη, προκαλεί τρόμο και θαυμασμό, αγωνία και ηδονή. Η αποκάλυψη
του αγάλματος της Ίσιδας χάνει βαθμιαία το νόημα της ανακάλυψης των μυστικών
της φύσης, παραχωρώντας τη θέση του στην έκπληξη απέναντι στο μυστήριο.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου