ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Συνέχεια από Τετάρτη, 7Νοεμβρίου 2018
4. Η Ίσις της γερμανικής πρώιμης και καθαυτό ρομαντικής περιόδου
Η ριζική αλλαγή τού τρόπου προσέγγισης τής φύσης που επιχειρείται στα τέλη τού 18ου αιώνα είναι εμφανής στον Καντ, όπου συναντώνται και οι δύο αντίθετες προσεγγίσεις. Αφ’ ενός, στην Κριτική τού καθαρού λόγου (1781), η μηχανιστική, δικανική και βίαια προσέγγιση: όπως ακριβώς το διατύπωσε ο Φράνσις Μπέηκον, ο λόγος οφείλει να αντιμετωπίζει τη φύση, «όχι όπως ο μαθητής που επαναλαμβάνει όσα ικανοποιούν τον δάσκαλο, αλλά ως εν ενεργεία ανακριτής, που εξαναγκάζει τους μάρτυρες να απαντήσουν στις ερωτήσεις που τους θέτει»· αφ’ ετέρου, στην Κριτική της κριτικής ικανότητας (1790), η αισθητική προσέγγιση, πλήρης λατρείας, σεβασμού και φόβου που απηχεί το σχόλιο τού Καντ στην προμετωπίδα που τοποθέτησε ο φυσικός Segner στη πραγματεία του περί φυσικής:
(συνεχίζεται)
Pierre Hadot
Συνέχεια από Τετάρτη, 7Νοεμβρίου 2018
VΙΙΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ
ΦΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.
ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ
21. ΤΟ ΙΕΡΟ ΣΚΙΡΤΗΜΑ
4. Η Ίσις της γερμανικής πρώιμης και καθαυτό ρομαντικής περιόδου
Η ριζική αλλαγή τού τρόπου προσέγγισης τής φύσης που επιχειρείται στα τέλη τού 18ου αιώνα είναι εμφανής στον Καντ, όπου συναντώνται και οι δύο αντίθετες προσεγγίσεις. Αφ’ ενός, στην Κριτική τού καθαρού λόγου (1781), η μηχανιστική, δικανική και βίαια προσέγγιση: όπως ακριβώς το διατύπωσε ο Φράνσις Μπέηκον, ο λόγος οφείλει να αντιμετωπίζει τη φύση, «όχι όπως ο μαθητής που επαναλαμβάνει όσα ικανοποιούν τον δάσκαλο, αλλά ως εν ενεργεία ανακριτής, που εξαναγκάζει τους μάρτυρες να απαντήσουν στις ερωτήσεις που τους θέτει»· αφ’ ετέρου, στην Κριτική της κριτικής ικανότητας (1790), η αισθητική προσέγγιση, πλήρης λατρείας, σεβασμού και φόβου που απηχεί το σχόλιο τού Καντ στην προμετωπίδα που τοποθέτησε ο φυσικός Segner στη πραγματεία του περί φυσικής:
«Κανένας
λόγος», λέει, «και καμιά σκέψη δεν μπορεί να εκφράσει το μεγαλείο που
περικλείει αυτή η επιγραφή στην είσοδο του ναού τής Ίσιδας (τής μητέρας Φύσης):
“Είμαι όλα όσα είναι, όλα όσα ήσαν και όλα όσα θα είναι, και κανένας θνητός δεν
ανέσυρε το πέπλο μου”. Ο Segner κάνει χρήση αυτής της
ιδέας σε μια πλήρη νοήματος επιγραφή που έθεσε ως προμετωπίδα στη φυσική του, προκειμένου
να εμπνεύσει στους μαθητές του, τους οποίους είχε ήδη οδηγήσει στο κατώφλι του
ναού, το ιερό σκίρτημα (κατάνυξη) που
θέτει το πνεύμα σε απόλυτη εγρήγορση».
Πιστεύω ότι οι
δύο αυτές προσεγγίσεις, τόσο κατά την αντίληψη τού Καντ όσο πιθανότατα και για
εκείνη τού Segner, μπορούν να συνυπάρξουν. Διότι στην επιγραφή του βιβλίου τού Segner , όπως είδαμε μελετώντας την εικονογράφηση τής Ίσιδας-Φύσης, ένα από τα
παιδιά μετρά τα βήματά της, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος, με τη μηχανική
και τη μαθηματική μέθοδο μπορεί μόνο να αντιληφθεί τα χνάρια από τα βήματα της
Φύσης, δηλαδή μόνο τα εξωτερικά γνωρίσματα και όχι την ίδια τη Φύση. Αλλά όπως
υποδεικνύει η λεζάντα Qua licet,
η έρευνα αυτή είναι δυνατή μόνο υπό προϋποθέσεις. Και ακριβώς ένα άλλο παιδί με
το δάχτυλο στα χείλη συμβουλεύει τη σιωπή μπροστά στο άρρητο, διότι η ίδια η
Φύση, και όχι τα ίχνη τών βημάτων της, αποτελεί άρρητο μυστήριο. Ενώπιον αυτής
τής ανεξιχνίαστης και απρόσιτης Φύσης, μόνο η ιερή κατάνυξη είναι επιτρεπτή.
Η
καλυμμένη με πέπλο και τρομακτική εικόνα τής Ίσιδας εμφανίζεται επίσης σε ένα
ποίημα του Σίλερ που έγραψε το 1795, με τίτλο «Η κεκαλυμμένη εικόνα της Σάις». Στο ποίημα, ένα νέος άνδρας, που
αναζητεί με πάθος την Αλήθεια, εισέρχεται στο ναό της Σάις, και ανακαλύπτει ότι
ακριβώς η Αλήθεια είναι αυτή που κρύβεται πίσω από το πέπλο τής θεάς. Ο
ιεροφάντης τον προειδοποιεί ότι κανένας θνητός δεν έχει το δικαίωμα να
ανασηκώσει το πέπλο. «Αυτό το πέπλο, ασφαλώς ελαφρύ στο άγγιγμα, είναι τρομακτικά
βαρύ στην συνείδηση». Ο ριψοκίνδυνος επισκέπτης επιστρέφει το βράδυ στο ναό.
Καταλαμβάνεται από τρόμο και μια εσωτερική φωνή προσπαθεί να τον συγκρατήσει.
Αλλά ανασηκώνει το πέπλο και χάνει τις αισθήσεις του: «Η γαλήνη του χάθηκε για πάντα. Μια βαθειά μελαγχολία τον οδήγησε πρόωρα
στον τάφο. […] Δυστυχία σ’ αυτόν που αναζητεί την Αλήθεια από εσφαλμένη οδό».
Το ποίημα προκάλεσε μια γενική δυσφορία, κυρίως στον Herder, που δεν μπορούσε να
αποδεχτεί ότι η αναζήτηση τής Αλήθειας μπορεί να είναι ένα σφάλμα.
Μπορούμε κατ’ αρχήν να αποδώσουμε σ’ αυτό το ποίημα ένα πνεύμα
ιδεαλιστικού πεσιμισμού, που διακρίνεται και σε άλλα έργα του Σίλερ. Όπως ρητά
το εκφράζει ο Σίλερ, η Ίσις εδώ αντιπροσωπεύει την Αλήθεια, όπως εξ άλλου και
σε ορισμένες αλληγορικές γερμανικές απεικονίσεις του 18ου αιώνα.
Αυτή ακριβώς η Αλήθεια θα μπορούσε να είναι η Αλήθεια τής φύσης, αλλά επίσης η
Αλήθεια που εκφράζει μια συγκεκριμένη
κατάσταση τού ανθρώπου. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Σίλερ αφήνει να εννοηθεί
ότι η Αλήθεια είναι τόσο αποτρόπαια ώστε είναι αδύνατον όποιος την γνωρίσει να
συνεχίσει να ζει.
Στην ίδια προοπτική, Οι λέξεις τής
αυταπάτης, που συνέθεσε το 1799, μιλούν για Δίκαιο, Ευτυχία και Αλήθεια.
Απατάται όποιος πιστεύει ότι το Δίκαιο
θα θριαμβεύσει: αντίθετα θα υπομείνει έναν αιώνιο αγώνα διεκδίκησης· απατάται
όποιος πιστεύει ότι μια ύπαρξη με ευγενή ψυχή
μπορεί να γνωρίσει την Ευτυχία: θα είναι πάντοτε ένας απόκληρος·
απατάται όποιος φαντάζεται ότι η Αλήθεια θα κερδίσει την επίγεια κατανόηση:
«Κανένα χέρι θνητού δε μπορεί να ανασύρει το πέπλο της. Μπορούμε μόνο να
υποθέτουμε και να εικάζουμε».
Και στο ποίημα «Κασσάνδρα» (1802), κατά τον εορτασμό τής ένωσης τού Αχιλλέα με την
Πολυξένη, την κόρη τού Πρίαμου, η Κασσάνδρα αναρωτιέται:
Αξίζει τον κόπο να ανασυρθεί το πέπλο,
Ενόσω απειλεί ο τρόμος;
Σφάλμα μόνο είναι η ζωή
Και Αλήθεια είναι ο θάνατος.
Είναι σα να ακούμε ήδη τον Νίτσε, για τον
οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Η Ζωή είναι γιορτή, είναι χαρά, είναι
παραπλάνηση, είναι ψευδαίσθηση. Ο Θάνατος είναι η Αλήθεια που συνίσταται στη
γνώση που κατέχει η Κασσάνδρα, ότι όλη αυτή η χαρά θα εκμηδενιστεί. Μόνο η
αυταπάτη, η τέχνη, η ποίηση, μάς επιτρέπουν να ζούμε. Δεν υπάρχει επί γης ούτε
Αλήθεια, ούτε Ευτυχία, διότι αποτελούν ένα είδος απαγορευμένου καρπού, έτσι που
για τον άνθρωπο η Αλήθεια είναι τρομαχτική και επικίνδυνη. Η απαισιοδοξία τού Σίλερ αποτελεί ασφαλώς το τίμημα τού ιδεαλισμού του: Αλήθεια, Φύση, Κάλλος και
Αγαθό δεν ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο, ή μάλλον ανήκουν μόνο στον εσωτερικό
κόσμο, δηλαδή τελικά στην ηθική συνείδηση:
Γι’ αυτό, ευγενής ψυχή, αποσπάσου
από τη ψευδαίσθηση και
κράτησε την ουράνια πίστη.
Αυτό που κανείς δεν μπόρεσε να
ακούσει, αυτό που δεν μπόρεσε
να δει κανείς.
Το Ωραίο, το Αληθινό, πράγματι
υπάρχει.
Δεν βρίσκεται εκτός, εκεί που το αναζητούν
οι αδαείς.
Βρίσκεται εντός σου, το δημιουργείς
ακατάπαυστα !
Ή ακόμη:
Μέσα στην ιερή σιωπή τού χώρου της
καρδιάς
Εκεί θα πρέπει να καταφύγεις, μακριά
από την εξουθενωτική
αναζήτηση τής ζωής.
Η Ελευθερία βρίσκεται μόνο στο βασίλειο των
ονείρων
Και το Κάλλος ανθίζει μόνο μέσα
στους ύμνους του ποιητή.
Αλλά στην «Κεκαλυμμένη εικόνα της
Σάις» είναι πιθανό το καλυμμένο με πέπλο άγαλμα της θεάς να συμβολίζει την
ίδια τη Φύση, την τεκτονική Ίσιδα, την οποία ο Σίλερ γνώριζε από το κείμενο τού Reinhold. Παραφράζοντας την πραγματεία τού Reinhold, είχε κι αυτός γράψει
μια πραγματεία με τον τίτλο Η αποστολή
τού Μωυσή, στην οποία ταύτιζε τον Μωυσή με τον Γιαχβέ. Όταν ο Σίλερ γράφει:
«Δυστυχία σ’ αυτόν που αναζητεί την Αλήθεια από εσφαλμένη οδό», μπορούμε να
υποθέσουμε ότι το σφάλμα συνίσταται στην απουσία του απαιτούμενου σεβασμού
απέναντι στη θεά, στην έλλειψη μυητικής πρακτικής, στην απουσία τού «ιερού
σκιρτήματος» που αναφέρει ο Καντ, στην μη τήρηση των επιτρεπομένων ορίων, στην
διά τής βίας αποκάλυψη. Μια τέτοια ερμηνεία μάς οδηγεί ξανά στο πνεύμα τού ποιήματος οι «θεοί της Ελλάδας», στο οποίο έχουμε αναφερθεί. Η βίαιη αρπαγή τών
μυστικών τής φύσης, τού πέπλου τής Ίσιδας, η αναζήτηση τής αλήθειας με κάθε
μέσο και κάθε κόστος, και κυρίως δια τής τεχνικής και τής μηχανοποίησης τής
φύσης, οδηγεί στη δολοφονία τής ποίησης και των ιδανικών, και στη δημιουργία ενός
«απομαγευμένου» κόσμου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκφράζοντας την αντίθεσή του προς το ποίημα
αυτό τού Σίλερ, ο Σλέγκελ καλεί τους συγχρόνους του να αντιμετωπίσουν τον
κίνδυνο, και να ξεπεράσουν τον τρόμο: «Είναι καιρός να αρπάξουμε από την Ίσιδα
το πέπλο της και να αποκαλύψουμε οτιδήποτε είναι μυστικό. Όποιος δεν αντέχει να
αντικρίσει την όψη της θεάς ας αποχωρήσει ή ας χαθεί». Στο ίδιο πνεύμα και ο
Νοβάλις στο δοκίμιό του Οι ακόλουθοι της
Σάις γράφει: «Αν είναι αλήθεια ότι κανένας θνητός δεν θα κατορθώσει να
ανασύρει το πέπλο, όπως δηλώνει η επιγραφή που βλέπω εκεί, τότε ας
προσπαθήσουμε να γίνουμε αθάνατοι. Όποιος αρνείται να ανασηκώσει το πέπλο, δεν
μπορεί να θεωρείται αληθινός ακόλουθος τής Σάις». Η πρόσκληση στην αθανασία,
δηλαδή ουσιαστικά στην μετοχή στη δύναμη τού πνεύματος, υπονοεί ότι το ζήτημα
του πέπλου τής Ίσιδας ερμηνεύεται στη ρομαντική περίοδο στην προοπτική μιας
ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Η αποκάλυψη τής
Ίσιδας σημαίνει την αναγνώριση τού γεγονότος ότι η Φύση δεν είναι παρά το Πνεύμα
χωρίς αυτοσυνείδηση, ότι το Μη-Εγώ, που αντιπροσωπεύει τη Φύση, είναι τελικά
ταυτόσημο με το Εγώ, ότι η Φύση είναι η γενέτειρα τού Πνεύματος. Παρά τις
ριζικές διαφορές που υφίστανται ανάμεσα στα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα τού ρομαντισμού, είτε πρόκειται για τον Φίχτε, τον Σέλιγκ, τον Χέγκελ, ακόμη και
τον Νοβάλις, παραμένει σταθερή η προοπτική τής ταύτισης, μέσα από διαφορετικές
προσεγγίσεις, τής Φύσης με το Πνεύμα.
Το
δοκίμιο τού Νοβάλις, Οι ακόλουθοι της
Σάις, έμεινε ημιτελές. Αλλά στο υλικό που είχε συγκεντρώσει για τη συγγραφή
τού έργου του αποτυπώνεται ευδιάκριτα το νόημα που οι γερμανοί της ρομαντικής
εποχής απέδιδαν στην αποκάλυψη τής Ίσιδας: « Κάποιος το κατόρθωσε – ανασήκωσε
το πέπλο της θεάς της Σάις. Αλλά τί είδε; Είδε – Ώ του θαύματος – τον εαυτό
του». Επομένως για τον Νοβάλις η κάθοδος στις πηγές τής φύσης πραγματοποιείται
δια της εξερεύνησης τής εσωτερικής ζωής. Μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση μόνο
επιστρέφοντας στον εαυτό μας, και έτσι η φύση γίνεται κατά κάποιο τρόπο ο
καθρέφτης τού πνεύματος. Η ιδέα αυτή διατρέχει ολόκληρη τη ρομαντική
φιλοσοφία. Και ο Μπεργκσόν θα εμφανιστεί
αργότερα ως ο κληρονόμος αυτής της παράδοσης: το πνεύμα, συλλαμβάνοντας τη
γένεση τής φύσης, μέσα στην «διάρκεια», συνειδητοποιεί ότι αυτό το ίδιο είναι
που επεδίωξε την πραγμάτωσή του μέσα από το φυσικό γίγνεσθαι, και ότι επομένως
η εσωτερική και η καθολική ζωή ταυτίζονται.
Αυτή είναι μια ιδιαίτερα προσφιλής ιδέα
στον Σέλινγκ. Ανακαλύπτοντας, στον ορισμό του για τη φύση, το νόημα τής αρχαίας
ελληνικής λέξης, δηλαδή τής αυθόρμητης
γονιμότητας και τής άνθησης, θεωρεί ότι ο άνθρωπος είναι «το συνειδητό
γίγνεσθαι τής φυσικής γονιμότητας». Έχουμε ήδη παραθέσει αυτό το σημαντικό
κείμενο:
«’Ο,τι
αποκαλούμε Φύση δεν είναι παρά ένα ποίημα, του οποίου η θαυμαστή και
μυστηριώδης γραφή παραμένει ανεξιχνίαστη. Αν μπορούσαμε να λύσουμε το αίνιγμα
θα ανακαλύπταμε την Οδύσσεια τού Πνεύματος, που σαν το θύμα μιας εντυπωσιακής
ψευδαίσθησης τρέπεται σε φυγή καθώς αναζητά τον εαυτό του, διότι αναδύεται μέσα
στον Κόσμο μόνον ως το νόημα μέσα από τις λέξεις».
Για τον Χέγκελ, η αποκάλυψη τής Ίσιδας είναι επίσης η επιστροφή τού πνεύματος στον εαυτό του. Αυτή τη φορά όμως η διαδικασία τής επιστροφής
τοποθετείται μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η επιγραφή της Σάις, «Κανένας θνητός
δεν ανασήκωσε το πέπλο μου», σημαίνει ότι η Φύση είναι μια πραγματικότητα
διαφορετική από αυτήν την ίδια, ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που αποκαλύπτει,
ότι έχει ένα κρυφό εσωτερικό περιεχόμενο. Κατακρίνει εξ άλλου τον Γκαίτε επειδή
αρνήθηκε να διακρίνει την εσωτερική από την εξωτερική όψη τής Φύσης. Αλλά για
τον Χέγκελ, η απόκρυψη τής φύσης ανταποκρίνεται μόνο στην συγκεκριμένη ιστορική
στιγμή της αιγυπτιακής παράδοσης. Και αποκαλύπτεται, δηλαδή αποσύρεται, δια τής
ελληνικής σκέψης που δίνει ένα τέλος στο «αίνιγμα». Δεν είναι τυχαίο ότι η
αιγυπτιακή σφίγγα δολοφονήθηκε από τον Έλληνα Οιδίποδα. Η σφίγγα πεθαίνει όταν
ο άνθρωπος λάβει την οριστική του υπόσταση στην ελληνική σκέψη, και ο άνθρωπος
προσδιορίζεται ανακαλύπτοντας ότι η εσωτερική υπόσταση τής φύσης δεν είναι κάτι
διαφορετικό απ’ αυτόν τον ίδιο, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που εκλαμβάνουμε
ως κάτι διαφορετικό από εμάς, η Φύση, είναι αυτό ακριβώς που είμαστε, δηλαδή το
Πνεύμα.
Σ’ αυτές της παραλλαγές τής ρομαντικής
φιλοσοφίας σχετικά με την Ίσιδα, ας προσθέσουμε και μιαν ακόμη υπόθεση του
Νοβάλις. Βρίσκεται στο παραμύθι Ροδοφυλλιά
και Υάκινθος, που διηγείται ένας από τους ακόλουθους τής Σάις. Ο Υάκινθος
εγκατέλειψε τη Ροδοφυλλιά για να αναζητήσει, σε μια μακρινή χώρα, την κεκαλυμμένη
Παρθένο, τη Μητέρα των πάντων. Μετά από ένα μακρύ ταξίδι θα φτάσει στον τόπο
που αυτή βρίσκεται. Μόλις όμως ανασηκώσει το πέπλο τής «ουράνιας Μητέρας», αυτή
που ξεχύνεται στη αγκαλιά του είναι η Ροδοφυλλιά. Η εικόνα τής Σοφίας, της
νεαρής μνηστής τού Νοβάλις που χάθηκε πρόωρα, και τη μνήμη τής οποίας διατήρησε
σε όλη τη ζωή του με θρησκευτική ευλάβεια, συμπίπτει με αυτή τής Ίσιδας, της
άπειρης Φύσης, υπό την έννοια ενός αιωνίου Θήλεος. Αυτή τη φορά είναι ο έρωτας
που εκφράζει τον πλέον κατάλληλο τρόπο μύησης στο μυστήριο της Ίσιδας-Φύσεως.
Μια σελίδα από τους Ακόλουθους της Σάις
θα μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε αυτή τη νέα προοπτική. Ένας από τους
ακολούθους, «ο νεαρός άνδρας με το σπινθηροβόλο βλέμμα», εκφράζει το βαθύτερο
νόημα τής σκέψης τού Νοβάλις, όταν μας πληροφορεί ότι η γνώση τής φύσης είναι
απόλυτα συνδεδεμένη με το συναισθηματικό στοιχείο, μια «γλυκιά αγωνία» που μόνο
οι ποιητές γνωρίζουν:
Ποια
είναι η καρδιά που δεν θα σκιρτήσει από χαρά, όταν η πλέον μυστική ζωή τής
Φύσης την γεμίσει με ολόκληρη τήν πληρότητά της, και όταν αυτό το ισχυρό
συναίσθημα που καμία άλλη λέξη από τον έρωτα και την ηδονή δεν μπορεί να
εκφράσει, απλωθεί μέσα της […] Παλλόμενη από μια γλυκιά αγωνία, καταδύεται
στους σκοτεινούς και εξαίσιους κόλπους τής Φύσης, αισθάνεται να εκμηδενίζεται η
άθλια ύπαρξή της, να βυθίζεται στο πέλαγος της ηδονής, και […] δεν παραμένει
τίποτε άλλο από μιαν εστία απροσμέτρητης γενεσιουργούς δύναμης, έναν στρόβιλο
που βυθίζει τα πάντα στον απέραντο ωκεανό !
Τη Φύση μπορεί
να την κατανοήσει μονάχα όποιος «μέσα από μια βαθειά και πολύμορφη σχέση με όλα
τα σώματα, κατορθώσει να αναμειχθεί αισθησιακά με όλες τις φυσικές υπάρξεις, να
απορροφηθεί κατά κάποιο τρόπο δια του συναισθήματος απ’ αυτές. Η αποκάλυψη τής
Ίσιδας αποκτά έτσι το νόημα μιας κοσμικής έκστασης, που συνοδεύουν ο σεβασμός
και η κατάνυξη:
Όποιος
διαθέτει την αίσθηση τής αληθινής και διακριτής φύσεως, απολαμβάνει τη Φύση
μελετώντας την. […] Στο πλευρό της [=της Φύσης], αισθάνεται όπως στην αγκαλιά
μιας πιστής μνηστής, στην οποία μόνο εμπιστεύεται, κατά τις γλυκές στιγμές της
οικειότητας, τις ενδόμυχες σκέψεις του. Ευδαίμων είναι αυτός, ο εκλεκτός τής
Φύσης, στον οποίο επιτρέπει να την θαυμάσει, στην διττότητά της, ως γονιμοποιό
και γενεσιουργό δύναμη, και στην ενότητά της, ως ένας άπειρος και αιώνιος
υμένας. Ο άνθρωπος αυτό θα ζει σε μιαν αφθονία απολαύσεων, σε αδιάλειπτη ηδονή,
ενώ θρησκεία του θα μπορούσε να αποκαλείται ο πραγματικός και αυθεντικός
νατουραλισμός.
Αν ο Νοβάλις και
ο Σλέγκελ αντιτίθενται στον Σίλερ, ο Μπρεντάνο επιτίθεται και στους δύο,
λοιδορώντας με δριμύτητα, σε ένα
τετράστιχό του, τις εκστάσεις, τον τρόμο και τις μεταφυσικές θεωρήσεις τών
πρώτων εκπροσώπων τού ρομαντισμού:
«Αρκεί να ανυψωθούν από το φόβο οι
τρίχες σας
Για να αποκαλέσετε κάτι καθαρή
γνώση !
Και αν αποκαλείτε αυτό το γεγονός:
ανύψωση του πέπλου τής
Ίσιδας
,
Το
μόνο που ανυψώνετε χωρίς καμιά ντροπή, είναι η ποδιά σας».
Η άποψη τού Μπρεντάνο είναι ότι οι ρομαντικοί επιλέγουν τα συναισθήματα στη θέση τής
αναζήτησης και της σκέψης. Στη θέση τής σκέψης τοποθέτησαν το ρίγος και τον
τρόμο. Και ταύτισαν τη Φύση με το εγώ ως πρόσχημα για την εκδήλωση τών ψυχικών
τους καταστάσεων, την πρακτική τών διαχύσεων και των εξομολογήσεων. Ο Μπρεντάνο
θέτει πιθανότατα επίσης στο στόχαστρο την επιδειξιομανία που μπορεί να
διακρίνει κανείς στη Λουσίνδρα τού Σλέγκελ.
Εντελώς διαφορετικός είναι ο τρόπος που
ερμηνεύει το πέπλο τής Ίσιδας ο Ballanche το 1830. Η εκτίμησή του είναι ότι η Ίσις παραμένει καλυμμένη από το
πέπλο της. Οι αιγύπτιοι ιερείς , λέει, δεν ανέσυραν ποτέ το πέπλο του
αγάλματος, ούτε αντίκρισαν τη θεά χωρίς το πέπλο της. Τούτο σημαίνει ότι η
γνώση τής αλήθειας δεν είναι αποτέλεσμα μιας χειρονομίας που αποκαλύπτει μιαν
υπάρχουσα πραγματικότητα, δηλαδή μια διδασκαλία που δέχεται κανείς παθητικά,
αλλά ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να επιδιώξει να ανακαλύψει την αλήθεια ο ίδιος
και εντός του: «Οι αιγύπτιοι ιερείς δεν διδάσκουν επομένως τίποτε, διότι πιστεύουν
ότι τα πάντα βρίσκονται μέσα στον άνθρωπο· απλώς απομακρύνουν τα εμπόδια». Η
αλήθεια βρίσκεται μέσα στην καρδιά τού ανθρώπου.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου