Συνέχεια από: Tρίτη 13 Νοεμβρίου 2018
Στις Πηγές της Νεωτερικής θεολογίας (ΧVΙI)
Το πρόβλημα τής Persona Dei (τού προσωπικού Θεού) ήρθε στην επιφάνεια με τον Καντ και συνεχίζει την παρουσία του στους στοχαστές που ακολουθούν και είναι επηρεασμένοι με ποικίλους τρόπους από την κριτική του φιλοσοφία.
Ο νεαρός Φίχτε ενθουσιάζεται τόσο πολύ με τον Καντ που γράφει το πρώτο του βιβλίο «Κριτική κάθε μελλοντικής αποκαλύψεως», τόσο πιστά στις αρχές τής φιλοσοφίας τού Καντ που θεωρήθηκε βιβλίο του ιδίου τού Καντ. Ακόμα και το δεύτερο βιβλίο του, βάσει του οποίου τον κατηγορούν για αθεΐα, εμπνέεται κατευθείαν από τον Καντ. Η έννοια τού θεού, σαν μια "ειδική ουσία" είναι αντιφατική και αδύνατη. Γι’ αυτόν το λόγο ο θεός δεν μπορεί να ονομαστεί πρόσωπο. Μόνο στην αντίθεσή του με άλλα πρόσωπα υπάρχει ένα πρόσωπο και επομένως προσωπικότης σημαίνει περιορισμό, πεπερασμένο, κάτι δηλαδή το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί θείο κατηγόρημα.
Ο ίδιος ο Φίχτε δηλώνει πώς, όπως και ο Καντ, επιθυμεί να σώσει την υπερβατικότητα τού θεού και να αποφύγει τον ανθρωπομορφισμό. Δεν ήθελε να τοποθετήσει είδωλα στην θέση τού θεού. Γι’ αυτόν ο θεός είναι μια ουσία εντελώς ελεύθερη από κάθε αίσθηση και γι’ αυτό ακόμα και από την αισθητή έννοια τής υπάρξεως. Ο θεός είναι απλά αυτός που κρατά τον υπεραισθητό κόσμο.
Στην πραγματικότητα ο Φίχτε των χρόνων 1794-1798 είναι ο στοχαστής ο οποίος επιδιώκει να καταργήσει την έννοια τής κτιστότητος του ανθρώπου και να ξεπεράσει το θεολογικό και φυσιοκρατικό όριο τού Καντιανισμού, για να ιδρύσει ένα ολοκληρωμένο ανθρωπισμό! Ο Φίχτε εμφανίζεται σαν Προμηθέας. Εντελώς παράδοξα όμως αυτό το "άθεο" σχέδιο καταλήγει στην θρησκευτικότητα. Ο Φίχτε προσπαθεί δια τής απαγωγής να συμπεράνει ακόμα και την διυποκειμενικότητα, δηλαδή την κοινωνία τών ανθρώπων. Μόνο που μ’ αυτόν τον τρόπο παρασύρεται σε βαθειά κρίση, λόγω μιάς φιλοσοφίας ακατάλληλης να ελευθερωθεί από τον υποκειμενισμό. «Η θεολογία είναι μια απλή επιστήμη, νεκρή γνώση χωρίς πρακτικές συνέπειες. Η θρησκεία όμως, σύμφωνα και με την σημασία του όρου της (religio) πρέπει να είναι κάτι που μας ενώνει, και που μας ενώνει πολύ πιο δυνατά από όσο θα μπορούσαμε να είμαστε χωρίς αυτή».
Η κατηγορία για αθεϊσμό (1798-1799) υποχρεώνει τον Φίχτε να εξηγήσει τις θέσεις του και να τις εμβαθύνει. Έτσι αναλαμβάνει να εξηγήσει αναλυτικότερα, γιατί ο θεός δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο στοχασμού ούτε σαν "ουσία" ούτε σαν "πρόσωπο".
Ο θεός τού Φίχτε, αυτή την χρονική περίοδο, όπως και για τον Καντ, συνεπάγεται από τον στοχασμό του πάνω στον ηθικό νόμο. Γι' αυτό και ο θεός του δεν είναι παρά η "ηθική τάξη τού κόσμου". Κατά την κρίση του δεν μπορούμε να πούμε πως ο θεός είναι όν (seyn) αλλά άπειρη νόηση, καθαρή πράξη. Με ποιόν τρόπο λοιπόν θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τον θεό "ουσία" ιδιαίτερη ή ατομικό "πρόσωπο";
Υποστηρίχτηκε επίσης πως η κατηγορία για αθεϊσμό έσπρωξε τον Φίχτε να περάσει από μια φιλοσοφία τού "Εγώ" σε μια μεταφυσική τού "απολύτου όντος", καθώς η θεολογία κατέληξε να γίνει το κεντρικό θέμα γύρω από το οποίο στριφογυρίζει ο ώριμος Φίχτε. Ενώ για τον Καντ το "εγώ σκέπτομαι" είναι μια απλή υπερβατική λειτουργία που ενώνει τα δεδομένα μιας δυνατής (πιθανής) γνώσεως, ο Φίχτε πείθεται να περάσει σε ένα "απόλυτο εγώ" το οποίο δεν είναι πλέον η συνθήκη τής δυνατότητος τής γνώσεως, αλλά η πρώτη αρχή, απολύτως αυτόνομη, όλου τού "συστήματος τής επιστήμης" δηλαδή τής φιλοσοφίας.
Το "εγώ" του Φίχτε δεν είναι πλέον, σαν εκείνο τού Καντ, μια γνωσιολογική αρχή που ενώνει ένα ήδη δοσμένο υλικό, αλλά οντολογική αρχή η οποία θέτει τα αντικείμενα την ίδια στιγμή, με την ίδια πράξη, που θέτει τον εαυτό της. Κατά τον Φίχτε το "εγώ" θέτει τον εαυτό του, αυτοκαθορίζεται και λόγω αυτού τού αυτοκαθορισμού υπάρχει, ΕΙΝΑΙ, ή διαφορετικά, είναι και αυτοκαθορίζεται δυνάμει του καθαρού του Είναι. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναρωτηθούμε μόνο εάν αυτό το "απόλυτο είναι" του Φίχτε μπορεί να συμπέσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τον υπερβατικό και προσωπικό Χριστιανικό θεό.
Μετά το 1800 ο Φίχτε δείχνει ένα άνοιγμα προς ένα ζωντανό θεό, με γνώση και θέληση, τον οποίο μπορούμε να εμπιστευθούμε εγκαταλείποντας τον εαυτό μας. Σύμφωνα με τις προθέσεις του, όπως δείχνουν και τα ιδιώματά του, φαίνεται να εννοείται ο Χριστιανικός θεός, παρότι δεν του αποδίδει ποτέ την κατηγορία τού προσώπου.
Πρέπει να σημειώσουμε όμως πως το άνοιγμα αυτό δεν πραγματοποιείται στο επίπεδο της γνώσεως αλλά στο επίπεδο τής πίστεως, μιας πίστεως, η οποία δεν είναι ακριβώς η "χριστιανική πίστη" αλλά η "ηθική πίστη", κατά την Καντιανή έννοια τής εκφράσεως.
Στη συνέχεια ο Φίχτε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να μεταφέρει αυτή την πίστη στη γνώση. Από το "σύστημα τής επιστήμης" του 1801 κι έπειτα γίνεται ξεκάθαρη για τον Φίχτε η ιδέα πως ο θεός θέτει έξω απ’ αυτόν τη γνώση και την αγάπη σαν τις εικόνες του και την ακτινοβολία του, τα οποία στη συνέχεια μερίζονται στην πολλαπλότητα των ιδιαιτέρων πεπερασμένων πνευμάτων. Η γνώση και η αγάπη αυτών τών πεπερασμένων πνευμάτων έχουν σαν αντικείμενο τον θεό, αλλά κατά τον Φίχτε, η γνώση αυτή είναι πάντοτε η γνώση του θεού του ιδίου έξω από τον θεό, και η αγάπη είναι πάντοτε η αγάπη του θεού έξω από τον θεό. Συμπεραίνεται τοιουτοτρόπως ότι και ο θεός, καθ’ εαυτόν και ανεξαρτήτως από εμάς, δεν είναι γνώση και αγάπη, παρότι είναι η αιώνια ζωντανή πηγή κάθε γνώσεως και κάθε αγάπης.
Τοιουτοτρόπως ο Φίχτε επιμένει να σιωπά γύρω από τον θεό "πρόσωπο" παρότι δεν είναι πλέον τόσο αρνητικός ως προς τους όρους αυτούς. Το "εσωτερικό είναι" του θεού παραμένει για μας αιωνίως κλεισμένο στο μυστήριο. Το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και ιδιαιτέρως ο πρόλογός του, περιέχει την ίδια μ’ αυτόν έννοια τής θρησκείας. Η φιλοσοφία του Απολύτου και της εικόνος του, ανταποκρίνονται ουσιαστικά στον δογματικό πυρήνα του χριστιανισμού. Πρέπει να αρνηθούμε τελεσίδικα τα χαρακτηριστικά τού προσώπου στον θεό.
Ένας βαρύς Μονισμός αντιθέτως βαρύνει τον τελευταίο Φίχτε: το Ελεατικό και Σπινοζικό ΕΝΑ αποτελεί το θεμέλιο τής σκέψης του. Ακόμη και ένα πλατωνικό στοιχείο επιτρέπει να εννοηθεί ο θεός σαν αιώνιο μοντέλο κάθε πράγματος και επομένως σαν την μοναδική αληθινή πραγματικότητα απέναντι στην οποία τα υπόλοιπα είναι ατελή και μεταβαλλόμενα αντίγραφα. Όμως ο θεός του Φίχτε δεν μπορεί να είναι πρόσωπο, επειδή δεν είναι ένας ελεύθερος Δημιουργός. Συνεπάγεται τοιουτοτρόπως πως δεν μπορεί να υπάρξη αυτονομία και ελευθερία για τα όντα, ανεξαρτήτως του θεού.
Παρόλα αυτά όλες αυτές οι μετακινήσεις και οι αστάθειες τών εννοιών που χρησιμοποιήθηκαν, δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν, όπως δεν μπόρεσε και η Καντιανή επιρροή τής υπερβατικότητος, την επιβεβαίωση τής Persona Dei και επομένως το τελευταίο θεμέλιο τής ελευθερίας τού ανθρώπου.
Αμέθυστος
Στις Πηγές της Νεωτερικής θεολογίας (ΧVΙI)
Το πρόβλημα τής Persona Dei (τού προσωπικού Θεού) ήρθε στην επιφάνεια με τον Καντ και συνεχίζει την παρουσία του στους στοχαστές που ακολουθούν και είναι επηρεασμένοι με ποικίλους τρόπους από την κριτική του φιλοσοφία.
Ο νεαρός Φίχτε ενθουσιάζεται τόσο πολύ με τον Καντ που γράφει το πρώτο του βιβλίο «Κριτική κάθε μελλοντικής αποκαλύψεως», τόσο πιστά στις αρχές τής φιλοσοφίας τού Καντ που θεωρήθηκε βιβλίο του ιδίου τού Καντ. Ακόμα και το δεύτερο βιβλίο του, βάσει του οποίου τον κατηγορούν για αθεΐα, εμπνέεται κατευθείαν από τον Καντ. Η έννοια τού θεού, σαν μια "ειδική ουσία" είναι αντιφατική και αδύνατη. Γι’ αυτόν το λόγο ο θεός δεν μπορεί να ονομαστεί πρόσωπο. Μόνο στην αντίθεσή του με άλλα πρόσωπα υπάρχει ένα πρόσωπο και επομένως προσωπικότης σημαίνει περιορισμό, πεπερασμένο, κάτι δηλαδή το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί θείο κατηγόρημα.
Ο ίδιος ο Φίχτε δηλώνει πώς, όπως και ο Καντ, επιθυμεί να σώσει την υπερβατικότητα τού θεού και να αποφύγει τον ανθρωπομορφισμό. Δεν ήθελε να τοποθετήσει είδωλα στην θέση τού θεού. Γι’ αυτόν ο θεός είναι μια ουσία εντελώς ελεύθερη από κάθε αίσθηση και γι’ αυτό ακόμα και από την αισθητή έννοια τής υπάρξεως. Ο θεός είναι απλά αυτός που κρατά τον υπεραισθητό κόσμο.
Στην πραγματικότητα ο Φίχτε των χρόνων 1794-1798 είναι ο στοχαστής ο οποίος επιδιώκει να καταργήσει την έννοια τής κτιστότητος του ανθρώπου και να ξεπεράσει το θεολογικό και φυσιοκρατικό όριο τού Καντιανισμού, για να ιδρύσει ένα ολοκληρωμένο ανθρωπισμό! Ο Φίχτε εμφανίζεται σαν Προμηθέας. Εντελώς παράδοξα όμως αυτό το "άθεο" σχέδιο καταλήγει στην θρησκευτικότητα. Ο Φίχτε προσπαθεί δια τής απαγωγής να συμπεράνει ακόμα και την διυποκειμενικότητα, δηλαδή την κοινωνία τών ανθρώπων. Μόνο που μ’ αυτόν τον τρόπο παρασύρεται σε βαθειά κρίση, λόγω μιάς φιλοσοφίας ακατάλληλης να ελευθερωθεί από τον υποκειμενισμό. «Η θεολογία είναι μια απλή επιστήμη, νεκρή γνώση χωρίς πρακτικές συνέπειες. Η θρησκεία όμως, σύμφωνα και με την σημασία του όρου της (religio) πρέπει να είναι κάτι που μας ενώνει, και που μας ενώνει πολύ πιο δυνατά από όσο θα μπορούσαμε να είμαστε χωρίς αυτή».
Η κατηγορία για αθεϊσμό (1798-1799) υποχρεώνει τον Φίχτε να εξηγήσει τις θέσεις του και να τις εμβαθύνει. Έτσι αναλαμβάνει να εξηγήσει αναλυτικότερα, γιατί ο θεός δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο στοχασμού ούτε σαν "ουσία" ούτε σαν "πρόσωπο".
Ο θεός τού Φίχτε, αυτή την χρονική περίοδο, όπως και για τον Καντ, συνεπάγεται από τον στοχασμό του πάνω στον ηθικό νόμο. Γι' αυτό και ο θεός του δεν είναι παρά η "ηθική τάξη τού κόσμου". Κατά την κρίση του δεν μπορούμε να πούμε πως ο θεός είναι όν (seyn) αλλά άπειρη νόηση, καθαρή πράξη. Με ποιόν τρόπο λοιπόν θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τον θεό "ουσία" ιδιαίτερη ή ατομικό "πρόσωπο";
Υποστηρίχτηκε επίσης πως η κατηγορία για αθεϊσμό έσπρωξε τον Φίχτε να περάσει από μια φιλοσοφία τού "Εγώ" σε μια μεταφυσική τού "απολύτου όντος", καθώς η θεολογία κατέληξε να γίνει το κεντρικό θέμα γύρω από το οποίο στριφογυρίζει ο ώριμος Φίχτε. Ενώ για τον Καντ το "εγώ σκέπτομαι" είναι μια απλή υπερβατική λειτουργία που ενώνει τα δεδομένα μιας δυνατής (πιθανής) γνώσεως, ο Φίχτε πείθεται να περάσει σε ένα "απόλυτο εγώ" το οποίο δεν είναι πλέον η συνθήκη τής δυνατότητος τής γνώσεως, αλλά η πρώτη αρχή, απολύτως αυτόνομη, όλου τού "συστήματος τής επιστήμης" δηλαδή τής φιλοσοφίας.
Το "εγώ" του Φίχτε δεν είναι πλέον, σαν εκείνο τού Καντ, μια γνωσιολογική αρχή που ενώνει ένα ήδη δοσμένο υλικό, αλλά οντολογική αρχή η οποία θέτει τα αντικείμενα την ίδια στιγμή, με την ίδια πράξη, που θέτει τον εαυτό της. Κατά τον Φίχτε το "εγώ" θέτει τον εαυτό του, αυτοκαθορίζεται και λόγω αυτού τού αυτοκαθορισμού υπάρχει, ΕΙΝΑΙ, ή διαφορετικά, είναι και αυτοκαθορίζεται δυνάμει του καθαρού του Είναι. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναρωτηθούμε μόνο εάν αυτό το "απόλυτο είναι" του Φίχτε μπορεί να συμπέσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τον υπερβατικό και προσωπικό Χριστιανικό θεό.
Μετά το 1800 ο Φίχτε δείχνει ένα άνοιγμα προς ένα ζωντανό θεό, με γνώση και θέληση, τον οποίο μπορούμε να εμπιστευθούμε εγκαταλείποντας τον εαυτό μας. Σύμφωνα με τις προθέσεις του, όπως δείχνουν και τα ιδιώματά του, φαίνεται να εννοείται ο Χριστιανικός θεός, παρότι δεν του αποδίδει ποτέ την κατηγορία τού προσώπου.
Πρέπει να σημειώσουμε όμως πως το άνοιγμα αυτό δεν πραγματοποιείται στο επίπεδο της γνώσεως αλλά στο επίπεδο τής πίστεως, μιας πίστεως, η οποία δεν είναι ακριβώς η "χριστιανική πίστη" αλλά η "ηθική πίστη", κατά την Καντιανή έννοια τής εκφράσεως.
Στη συνέχεια ο Φίχτε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να μεταφέρει αυτή την πίστη στη γνώση. Από το "σύστημα τής επιστήμης" του 1801 κι έπειτα γίνεται ξεκάθαρη για τον Φίχτε η ιδέα πως ο θεός θέτει έξω απ’ αυτόν τη γνώση και την αγάπη σαν τις εικόνες του και την ακτινοβολία του, τα οποία στη συνέχεια μερίζονται στην πολλαπλότητα των ιδιαιτέρων πεπερασμένων πνευμάτων. Η γνώση και η αγάπη αυτών τών πεπερασμένων πνευμάτων έχουν σαν αντικείμενο τον θεό, αλλά κατά τον Φίχτε, η γνώση αυτή είναι πάντοτε η γνώση του θεού του ιδίου έξω από τον θεό, και η αγάπη είναι πάντοτε η αγάπη του θεού έξω από τον θεό. Συμπεραίνεται τοιουτοτρόπως ότι και ο θεός, καθ’ εαυτόν και ανεξαρτήτως από εμάς, δεν είναι γνώση και αγάπη, παρότι είναι η αιώνια ζωντανή πηγή κάθε γνώσεως και κάθε αγάπης.
Τοιουτοτρόπως ο Φίχτε επιμένει να σιωπά γύρω από τον θεό "πρόσωπο" παρότι δεν είναι πλέον τόσο αρνητικός ως προς τους όρους αυτούς. Το "εσωτερικό είναι" του θεού παραμένει για μας αιωνίως κλεισμένο στο μυστήριο. Το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και ιδιαιτέρως ο πρόλογός του, περιέχει την ίδια μ’ αυτόν έννοια τής θρησκείας. Η φιλοσοφία του Απολύτου και της εικόνος του, ανταποκρίνονται ουσιαστικά στον δογματικό πυρήνα του χριστιανισμού. Πρέπει να αρνηθούμε τελεσίδικα τα χαρακτηριστικά τού προσώπου στον θεό.
Ένας βαρύς Μονισμός αντιθέτως βαρύνει τον τελευταίο Φίχτε: το Ελεατικό και Σπινοζικό ΕΝΑ αποτελεί το θεμέλιο τής σκέψης του. Ακόμη και ένα πλατωνικό στοιχείο επιτρέπει να εννοηθεί ο θεός σαν αιώνιο μοντέλο κάθε πράγματος και επομένως σαν την μοναδική αληθινή πραγματικότητα απέναντι στην οποία τα υπόλοιπα είναι ατελή και μεταβαλλόμενα αντίγραφα. Όμως ο θεός του Φίχτε δεν μπορεί να είναι πρόσωπο, επειδή δεν είναι ένας ελεύθερος Δημιουργός. Συνεπάγεται τοιουτοτρόπως πως δεν μπορεί να υπάρξη αυτονομία και ελευθερία για τα όντα, ανεξαρτήτως του θεού.
Παρόλα αυτά όλες αυτές οι μετακινήσεις και οι αστάθειες τών εννοιών που χρησιμοποιήθηκαν, δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν, όπως δεν μπόρεσε και η Καντιανή επιρροή τής υπερβατικότητος, την επιβεβαίωση τής Persona Dei και επομένως το τελευταίο θεμέλιο τής ελευθερίας τού ανθρώπου.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου