Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (36)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot
                                                          VΙΙΙ
         ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.
                                    ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ

 21. ΤΟ ΙΕΡΟ ΣΚΙΡΤΗΜΑ

1. Η εξέλιξη στην αντιμετώπιση  τής φύσης
    
Η παραδοσιακή και συμβατική εικονογράφηση τής αποκάλυψης του αγάλματος της Ίσιδας, που εμφανίζεται στα επιστημονικά έργα του 17ου και του 18ου αιώνα και ανταποκρίνεται σε μια σχηματική μυθολογική αποτύπωση των αντιλήψεων τής κλασσικής εποχής, δεν προϋπέθετε καμιά μεταφυσική αποδοχή σχετικά με τη φύση. Η θεά Ίσις αντιπροσώπευε απλώς τα φυσικά φαινόμενα και η αποκάλυψή της συμβόλιζε την εξέλιξη τής κυριαρχούμενης από τη μηχανιστική αντίληψη τής φύσεως επιστήμης. Αλλά στα τέλη του 18ου αιώνα το μοτίβο τής Ίσιδας-Φύσεως θα εισβάλλει στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία και θα προκαλέσει  μια ριζική μεταμόρφωση τής στάσης απέναντι στη φύση, υπό την επίδραση διαφόρων παραγόντων, και ιδιαίτερα του τεκτονισμού.
     Θα πρέπει ίσως πρώτα να εξετάσουμε την αντίληψη τού Robert Lenoble, σύμφωνα με την οποία η εκμηχάνιση τού κόσμου προκάλεσε μία «μεταχρονολογημένη αγωνία». Αυτό που εννοούσε στην ουσία είναι ότι η μηχανική επανάσταση προκάλεσε στη συλλογική κοσμοθεωρία τής εποχής ένα είδος αποχωρισμού από τη μητέρα Φύση, και επομένως την ωρίμανσή της, και ότι αυτού του είδους η μεταμόρφωση συνδέεται πάντοτε με την αίσθηση τής αγωνίας. Μεταχρονολογημένη, διότι αυτή η κρίση που θα έπρεπε να αρχίσει να εκδηλώνεται τον 17ο αιώνα, άρχισε να αποτυπώνεται μόνο τον 18ο. Η ανατροπή που θα επέφερε στην ανθρώπινη υπόσταση η μηχανική και στη συνέχεια η βιομηχανική επανάσταση δεν έγινε αντιληπτή παρά μόνο σταδιακά. Η ανάγκη ενός νέου τρόπου προσέγγισης της φύσης έγινε μόνο βαθμιαία αισθητή.
     Οπωσδήποτε όμως ένα από τα πρώτα συμπτώματα τής εξέλιξης που περιγράφω ήταν η εμφάνιση μιας αισθητικής προσέγγισης τής φύσης, προσέγγισης που επέτρεπε τη επαφή και τη γνώση της κατά διαφορετικό τρόπο από τον επιστημονικό. Όπως είδαμε ο Baumgarten περί το 1750 διεκδικούσε, σε αντίθεση με τη λογική τής αληθείας τής μηχανικής επιστήμης, τη θεσμοθέτηση μιας αισθαντικής λογικής που απηχούσε η καλλιτεχνική θεώρηση τής φύσης. Την αισθητική αυτή προσέγγιση τη διακρίναμε στον Γκαίτε, αλλά επίσης και στον Ρουσσώ, τον Καντ, τον Σίλερ, τον Σέλινγκ και τον γερμανικό ρομαντισμό.
    Η αισθητική αντίληψη περιλαμβάνει πάντοτε ένα συναισθηματικό στοιχείο ηδονής, θαυμασμού, ενθουσιασμού ή τρόμου. Η αναγνώριση μιας αυταξίας στην αισθητική προσέγγιση τής φύσης συνεπάγεται αναγκαία την αποδοχή ενός συναισθηματικού και παράλογου στοιχείου στη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Η εξέλιξη αυτή είναι ήδη φανερή στον Ρουσσώ, στον οποίον αναδεικνύεται εμφανώς η προτεραιότητα τής συγκίνησης που προκαλεί η παρουσία μιας Καθολικότητας, σε σχέση με την απλή αναζήτηση τών μυστικών τής φύσης. Ο τρόπος που ο Ρουσσώ περιγράφει την εμπειρία του για τη φύση προκάλεσε τη μεταμόρφωση τού τρόπου αντιμετώπισής της στην εποχή του:
     Απέσυρα από την επιφάνεια τής γης τις ιδέες μου και τις κατεύθυνα προς όλα τα όντα της φύσης, προς το σύμπλεγμα τών όντων του σύμπαντος, προς το καθολικό είναι που περιλαμβάνει τα πάντα. Με το πνεύμα που χαμένο σ’ αυτή την απεραντοσύνη δεν ήμουν σε θέση ούτε να σκέπτομαι, ούτε να λογικεύομαι, ούτε να φιλοσοφώ: αισθανόμουν κάποιο είδος ηδονής, και καταπονημένος από το βάρος αυτού του σύμπαντος […] παρασύρθηκα από τη φαντασία μου στο κενό, η καρδιά μου στενεμένη στα όρια των όντων αισθάνονταν περιορισμένη, ασφυκτιώντας μέσα στο σύμπαν, θα προτιμούσα να εκτοξευτώ στο άπειρο. Πιστεύω ότι ακόμη και αν είχα τη δυνατότητα να αποκαλύψω όλα τα μυστικά της φύσης, θα βρισκόμουν σε μια κατάσταση πολύ λιγότερο θαυμαστή από αυτή την ιλιγγιώδη έκσταση στην οποία είχε αφεθεί το πνεύμα μου, και που μέσα στην ταραχή τής παραφοράς με οδηγούσε μερικές φορές να κραυγάζω: Ω! εσύ μεγαλειώδης Ύπαρξη! : Ω! μεγαλειώδης Ύπαρξη!, χωρίς να μπορώ να πω ή να σκεφτώ τίποτε άλλο.
    Συνέχομαι από εκστάσεις, από μιαν ανέκφραστη προτροπή να απορροφηθώ κατά κάποιο τρόπο από το σύμπλεγμα τών όντων, να ταυτιστώ με τη σύνολη φύση.
     [Ο στοχαστής] δεν μπορεί να γνωρίσει ή να αισθανθεί τίποτε παρά μόνο μέσα στην Καθολικότητα.
     Εδώ εμφανίζεται καθαρά η υπέρβαση τής αναζήτησης τών μυστικών τής φύσης προς όφελος μιας συναισθηματικής εμπειρίας που συνεγείρει ολόκληρο το είναι, και βιώνεται ως μέρος της Καθολικότητας. Η εμπειρία αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τού φαινομένου που ερευνούμε εδώ. Ο Stolberg το 1777 αναφερόταν ήδη σχετικά μ’ αυτήν, στην αναγκαιότητα μιας συναισθηματικής κατάστασης που αποκαλούσε «πληρότητα τής καρδιάς» (Fülle des Herzens). Η σύλληψη αυτή δεν αποκλείει εξ άλλου την ταυτόχρονη ύπαρξη πρακτικών και λογικών διαδικασιών. Οι δύο στάσεις συνυπάρχουν για παράδειγμα στον Γκαίτε. Ακόμη και ο Καντ δεν δίστασε να μιλήσει για το «ιερό σκίρτημα» που αναγκαία προκαλεί η παρουσία τής Φύσης, και για «τον συνεχή θαυμασμό και την ευλάβεια» που αισθάνεται κανείς ατενίζοντας τον έναστρο ουρανό. Και μπορούμε να πούμε επίσης ότι από τον Σέλινγκ , δια του Νίτσε, και μέχρι τον Χάιντεγκερ, αυτή η συνοδευόμενη είτε από αγωνία είτε από τρόμο,  ηδονή ή ακόμη και θαυμασμό εμπειρία, θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος ορισμένων φιλοσοφικών ρευμάτων.
2. Η Ίσις τού Πλούταρχου και τού Πρόκλου
     Στην πορεία αυτής τής μελέτης δεν έχουμε μέχρι στιγμής αναφερθεί σε δύο αρχαία κείμενα που αφορούν στην Ίσιδα, το ένα του Πλούταρχου και το άλλο του Πρόκλου. Η πραγματεία Ίσις και Όσιρις του Πλούταρχου αποτελεί μιαν αλληγορική και φιλοσοφική ερμηνεία τής αιγυπτιακής μυθολογίας. Υποστηρίζει ότι υπάρχει πράγματι μια φιλοσοφία τών Αιγυπτίων, η οποία υποκρύπτεται στους μύθους και τις διηγήσεις που αφήνουν μόλις να διαφαίνεται η αλήθεια, όπως για παράδειγμα η αναπαράσταση τής Σφιγγός που τοποθετείται στην είσοδο τών βωμών, σύμβολο τής αινιγματικής σοφίας. Αυτήν την «αινιγματική σοφία», μας λέει ο Πλούταρχος, τη διακρίνουμε επίσης στην επιγραφή που φέρει το άγαλμα τής Νηίδας, θεότητας που λατρεύονταν στην αρχαία πόλη Σάις, και αντιπροσωπεύει την ελληνίδα Αθηνά και την Ίσιδα:
     Στην Σάις, το καθιστό άγαλμα της Αθηνάς, που ταυτίζεται με την Ίσιδα, φέρει την ακόλουθη επιγραφή: «Είμαι όλα όσα ήσαν, είναι και θα είναι, και κανένας θνητός δεν έχει ανασηκώσει ακόμη το πέπλο μου».
     Το κείμενο τής επιγραφής συναντάται μερικούς αιώνες αργότερα σε ένα σχόλιο τού Πρόκλου για τον Πλάτωνα (Τίμαιος, 21e). Τοποθετεί αυτή τη φορά την επιγραφή μέσα στον βωμό τής θεάς και τής δίνει μια πιο εξελιγμένη μορφή:
     Αυτό που είναι, αυτό που θα είναι, αυτό που ήταν, είμαι εγώ. Κανείς δεν έχει ανασηκώσει τον χιτώνα μου. Καρπός της γέννας μου είναι ο Ήλιος [Ώρος]».
Όπως παρατηρεί ο John Gwyn Griffiths στο σχόλιό του τής πραγματείας τού Πλούταρχου Ίσις και Όσιρις, η διατύπωση: «Είμαι αυτό που είναι, αυτό που ήταν και αυτό που θα είναι» αποτελεί διεκδίκηση μιας καθολικής εξουσίας που συνήθως παραχωρείται στο Ατούμ και τον Ρα, και θυμίζει τους λόγους του Σετ στον Ώρο: «Είμαι το Χθες, είμαι το Σήμερα, είμαι το Αύριο, που δεν ήρθε ακόμη». Η Ίσις είναι δυνητικά και πρακτικά τα πάντα. Η αναφορά του Πρόκλου στον Ώρο και τον χιτώνα που δεν ανασύρθηκε υποδεικνύει ότι η Ίσις εμφανίζεται ως μητέρα-παρθένος. Στα μάτια του Πλούταρχου η Ίσις είναι η θηλυκή όψη τής φύσης. Διότι ο Λόγος της απονέμει την ιδιότητα να δέχεται όλες τις μορφές και όλες τις όψεις. Είναι πιθανόν ο Πλούταρχος, όταν αναφέρονταν στο πέπλο της Ίσιδας να είχε κατά νου την ιδέα τού μυστικού τής φύσης. Η υπόθεση όμως αυτή δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί.
     Η απαγόρευση να ανασυρθεί το πέπλο τής Ίσιδας και το γεγονός ότι αυτή μόνη γεννά τον Ήλιο παραπέμπουν στην παρθενική ιδιότητα τής θεάς. Πρέπει να θυμίσουμε όμως ότι η αντίστροφη αντίληψη υπήρχε ήδη στην Αρχαιότητα, αλλά ήταν η ίδια η θεά που ανασήκωνε τον χιτώνα της. Ο François Dunand υπενθυμίζει ότι υπάρχουν κεραμικά σκεύη ελληνο-αιγυπτιακής προέλευσης που απεικονίζουν θεά που φέρει το στέμμα της Ίσιδας να ανασηκώνει με τα δύο της χέρια το φόρεμά της. Η χειρονομία αυτή που ανήκει στην Βαυβώ, για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα, αντιστοιχεί στην κίνηση των γυναικών κατά τις τελετές στην αρχαία αιγυπτιακή πόλη Βούβαστις, προς τιμήν της θεάς Bastet (αρχ. Ελλην. Αίλουρος), την οποία ο Ηρόδοτος ταυτίζει με τη θεά Άρτεμη. Ο F. Dunand  συμπεραίνει ότι αυτή η αναπαράσταση της Ίσιδας ανήκει στην Ίσιδα της Βούβαστις, θεά της γονιμότητας. Το πέπλο της Ίσιδας αναφέρεται επίσης και σε έναν πάπυρο μαγείας. Λέγεται εκεί ότι για να καταλάβει κανείς αν μια ερωτική επίκληση είχε αποτέλεσμα θα πρέπει να απαγγείλει την ακόλουθη ευχή: «Ίσις, παρθένε πάναγνη, δώσε ένα σημείο εκπλήρωσης, ανάσυρε το ιερό πέπλο σου».
     Η εικονογραφία δεν φαίνεται να λαμβάνει σοβαρά υπόψη την προειδοποίηση τής θεάς στον Πλούταρχο και στον Πρόκλο: «Κανένας θνητός δεν ανέσυρε το πέπλο μου». Διότι η Ίσις του 17ου  και των αρχών του 18ου αιώνα δεν είναι πλέον παρά μια Φύση υποταγμένη στη θέληση των ανθρώπων, στους οποίους κυρίαρχη θέση κατείχαν η μηχανική και η μαθηματική σκέψη. Εν τούτοις υπάρχει ένα είδος προειδοποίησης στην προμετωπίδα της Φυσικής του Segner όπως αναφέραμε, και επίσης στη λιθογραφία του Heinrich Füssli που κοσμεί το ποίημα του Erasmus Darwin, Ο Ναός της Φύσης, ή Καταγωγή της Κοινωνίας, Ποίημα, Εδιμβούργο, 1809.
Βλέπουμε μιαν έντρομη γυναίκα που χειρονομεί γονατιστή, τη στιγμή που μια άλλη γυναίκα, πιθανότατα ιέρεια, ανασύρει μπροστά της το πέπλο ενός αγάλματος της Ίσιδας-Άρτεμις. Η απεικόνιση αυτή ανταποκρίνεται εν μέρει μόνο στο περιεχόμενο του ποιήματος, διότι όπως απέδειξε ο Irwin Primer, ο Darwin θέλησε να αντιπαραθέσει τη λατρεία τού τρόμου, που ανήκει στους ανθρώπους που αφέθηκαν στην άγνοια, στον έρωτα και την εμπιστοσύνη απέναντι στη φύση των φωτισμένων φιλοσόφων.
     Γεγονός παραμένει ότι οι φιλόσοφοι και οι ποιητές, στα τέλη του 18ου αιώνα, θα θεωρήσουν εξαιρετικά σημαντική την προειδοποίηση τής θεάς προς όσους επιχειρήσουν να ανασηκώσουν το πέπλο της. Το νόημα τής μορφής τής Ίσιδας θα μεταμορφωθεί ριζικά, και o συγκλονισμός, η έκπληξη, ακόμη και η αγωνία, θα γίνουν έκτοτε ένα από τα επίλεκτα θέματα ορισμένων λογοτεχνικών έργων .
3. Η Ίσις του τεκτονισμού
     Μία από τις σημαντικότερες αιτίες γι’ αυτή την εξέλιξη είναι το νέο περιεχόμενο που απέδωσε ο τεκτονισμός στη μορφή της Ίσιδας. Το ισχυρό διανοητικό και κοινωνικό κίνημα του τεκτονισμού, που κυριάρχησε στις αρχές του 18ου αιώνα, επιχείρησε να διαδώσει το ιδανικό τής φιλοσοφίας τού Διαφωτισμού και να ανακηρυχτεί ταυτόχρονα κληρονόμος τών μυστηριακών παραδόσεων τής Αρχαιότητας, κυρίως τής αιγυπτιακής. Έτσι η φυσιογνωμία τής Ίσιδας θα αποκτήσει ιδιαίτερο νόημα. Κατά την πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα, θα επικρατήσει το πνεύμα των αιγυπτιακών μυστηρίων, ένα είδος «αιγυπτιομανίας». Μια νέα ερμηνεία της Ίσιδας-Φύσης θα αναπτυχθεί, όπως απέδειξε εύστοχα ο Jan Assmann, στο περιβάλλον κυρίως της βιεννέζικης μασονικής στοάς Zur waren Eintracht (Η αληθινή αρμονία). Ο Karl Leonhard Reinhold (1758 -1832), που προσχώρησε στη στοά το 1783, συνέγραψε το 1787 μια πραγματεία περί των εβραϊκών μυστηρίων, στην οποία, ανατρέχοντας στις θεωρίες που αναπτύχθηκαν στα τέλη του 17ου αιώνα και στις αρχές του 18ου από τους Jhon Spencer και William Warbuton, θα επιχειρήσει να αποδείξει ότι ο Θεός τών φιλοσόφων – και των τεκτόνων – ήταν ήδη γνωστός στους Αιγυπτίους, και ότι ο Μωυσής δανείστηκε το περιεχόμενο τής αποκάλυψής του από την αιγυπτιακή σοφία συγκαλύπτοντάς την μέσα στις εβραϊκές παραδόσεις και λατρείες. Στο πνεύμα αυτό ο Reinholdt ταύτισε την αυτοπροβολή τής Ίσιδας- Φύσης στον Πλούταρχο: «Είμαι όλα όσα ήσαν, είναι, και θα είναι» με αυτήν του Γιαχβέ στο Σινά: «Είμαι εκείνος που είμαι». Ερμηνεία παραποιημένη, διότι η Ίσις λέει ότι είναι όλα όσα είναι, ενώ αντίθετα ο Γιαχβέ αποσύρεται στην ατομικότητά του, στο εαυτό του. Είτε όμως πρόκειται για την επιβεβαίωση τού είναι ή του εαυτού, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η άρνηση τής αποκάλυψης τού ονόματος, διότι όταν η Ίσις δηλώνει ότι είναι όλα όσα είναι, αποδεικνύεται ότι το είναι της θεότητας, όπως σημειώνει ο Jan Assmann, «είναι υπερβολικά καθολικό για να προσδιοριστεί με ένα όνομα».
     Παρατηρούμε εδώ μια ριζική μεταστροφή τής αντίληψης για τη Φύση. Η ταύτιση της Ίσιδας-Φύσης με τον Γιαχβέ την αναδεικνύει σε καθολική θεότητα, και όπως ο Γιαχβέ, σε μια θεότητα ανώνυμη. Η Ίσις αρνείται να δηλώσει το όνομά της και να ανασύρει το πέπλο της, όχι επειδή αποκρύπτει την αιτία κάποιου φυσικού φαινομένου, αλλά μετατρεπόμενη καθαυτή σε απροσπέλαστο μυστήριο ή στο απόλυτο αίνιγμα, σε ακατονόμαστη θεότητα, είτε ως ύπαρξη, είτε ως Είναι, είτε πέρα από το Είναι.
     Ο Jan Assmann δικαίως συσχέτισε αυτό το νέο νόημα που αποδώθηκε στην Ίσιδα-Φύση με το πνεύμα που περιέβαλε την εποχή τού Σπινόζα και χαρακτηρίζει την πρώιμη ρομαντική γερμανική φιλοσοφία. Υπενθυμίζει μάλιστα την επιγραφή Εν και Παν, την οποία ο Lessing είχε χαράξει στους τοίχους της αγροικίας τού Gleim στο Halberstadt. Η ρήση «Εν και Παν», όπως αποδεικνύει ο Friedrich Heinrich Jacobi δημοσιεύοντας το 1785 τις επιστολές για τον Σπινόζα που έστειλε στον Moїse Mendelssohn, συνέστησε τελικά ένα είδος ομολογίας πίστεως του περίφημου deus sive natura του Σπινόζα, που είχε πει: «Αυτό το αιώνιο και απέραντο Είναι που αποκαλούμε Θεό ή Φύση». Που οδηγεί στην ταύτιση Θεού και Φύσης, στο Εν και το Παν, το Θεό και το Σύμπαν. Μια προοπτική που μεταμορφώνει την Ίσιδα-Φύση σε θεότητα του σύμπαντος, σε σύμβολο μιας «πανθεϊστικής» αντίληψης. Ταυτιζόμενη με τον Γιαχβέ, η Ίσις-Φύση περιβάλλεται από το ίδιο πέπλο μυστηρίου με αυτόν, και εμπνέει φόβο, λατρεία και σεβασμό. Για να την αντικρύσει κανείς θα πρέπει να υποβληθεί σε μακρόχρονη μύηση, όπως στα Ελευσίνια μυστήρια. Επομένως, όπως είχε πει ο Αριστοτέλης για τα Ελευσίνια, κάθε είδους διδασκαλία (μαθείν) παύει, και παραμένει μόνο μια εμπειρία (παθείν), η οποία στην περίπτωση της Ίσιδας-Φύσης που έχει εξομοιωθεί με τον Γιαχβέ, δεν μπορεί παρά να είναι εμπειρία τού αρρήτου.
     ‘Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα η Ίσις γίνεται αντικείμενο πολλαπλών ερμηνειών. Αντιπροσωπεύει τη Φύση, ως αντικείμενο της επιστήμης, αλλά επίσης τη Φύση ως μητέρα των όντων, και επίσης την άπειρη, θεοποιημένη, άρρητη και ανώνυμη Φύση: το καθολικό Είναι. Ταυτίζεται επίσης με την Αλήθεια, που θεωρείται το έσχατο αγαθό και ίσως και απρόσιτο στις ανθρώπινες προσπάθειες αναζήτησης τής γνώσης.
    Υπό την επίδραση αυτών των τεκτονικών αντιλήψεων είναι πιθανό ότι η Ίσις-Φύση έγινε το αντικείμενο λατρείας της Γαλλικής Επανάστασης. Η Φύση με τα χαρακτηριστικά της Ίσιδας, ως μητέρας όλων των όντων, εμφανίζεται στη διακόσμηση των επαναστατικών εορτασμών και ιδιαίτερα των αναπαραστάσεων τού ζωγράφου  Δαβίδ, που αποβλέπουν στη διαπαιδαγώγηση τού λαού. Στην ίδια αυτή τεκτονική επιρροή στο πνεύμα τής εποχής θα πρέπει να αποδώσουμε και την παρουσία ενός αγάλματος της Ίσιδος-Αρτέμιδος στους κήπους του Πότσνταμ, την εποχή του βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκου-Γουλιέλμου Β΄.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: